ἄπορος
English (LSJ)
ἄπορον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.),
A without passage, having no way in, having no way out, or having no way through: hence,
I of places, impassable, πέλαγος, πηλός, Pl.Ti.25d, Criti.108e; ἄπορος ὁδός, ἄπορα ὀρη, X.An.2.4.4, 2.5.18.
II of states or circumstances, impracticable, difficult, Hdt. 5.3, etc.; ἄπορος ἀλγηδών, ἄπορα πάθη, S.OC513 (lyr.), Ph.854; τἄπορον ἔτος ib.897; ἄπορον χρῆμα E.Or.70; ἀγών, κίνδυνος, Lys.7.2 and 39 (Sup.); αἰσχύνη Pl.Lg.873c; σωτηρία λεπτὴ καὶ ἄπορος ib.699b, cf. R.453d; φόβος Lg.698b; βίος Men.Kith.Fr.1.10; νύξ Longin.9.10:—ἄπορον, τό, and ἄπορα, τά, as substantive, ἐκ τῶν ἀπόρων = in the midst of their difficulties, Hdt.8.53, cf. Pl.Lg.699b; εὔπορος ἐν τοῖς ἀπόροις Alex. 234.6; ἄπορα πόριμος A.Pr.904; ἐν ἀπόροις εἶναι = to be in great straits, X.An. 7.6.11; εἰς ἄπορον ἥκειν, εἰς ἄπορον πεσεῖν, E.Hel.813, Ar.Nu.703; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο, ἐν ἀπόρῳ ἦσαν, they were at a loss how to... Th.1.25, 3.22; ἐτεῇ οἷον ἕκαστον γιγνώσκειν ἐν ἀπόσρῳ ἐστί Democr.8: ἄπορόν [ἐστι] c. inf., Pi.O.10(11).40, Th.2.77, Aeschin.Socr.53, etc.; ἄπορά [ἐστι] Pi.O.1.52: Comp. ἀπορώτερος, ἡ λῆψις Th.5.110.
2 hard to discover or hard to solve, ἀνεξερεύνητον καὶ ἄπορον Heraclit.18; ἄποραι ἐρωτήσεις = ἀπορίαι IV, Plu.Alex.64, Luc.DMort.10.8; ζήτησις Pl.Plt.284b; λόγοι D.L. 7.44.
3 hard to get, scarce, ἐν δυστυχίῃ [φίλον εὑρεῖν] πάντων ἀπορώτατον Democr.106; θῦμα Pl.R.378a; ἄπορα ὀφλήματα bad debts, D.50.9.
III of persons, hard to deal with, unmanageable, E.Ba. 800, Pl.Ap.18d (Sup.), cf. Th.4.32 (Sup.): c. inf., ἄ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, impossible to have any dealings with, Hdt.4.46, 9.49; βορῆς ἄνεμος ἄπορος = wind against which nothing will avail, which there is no opposing, Id.6.44; ἄπορον τὸ κακὸν καὶ ἀνίκητον Id.3.52.
2 without means or without resources, helpless, ἔρημος, ἄ. S.OC1735 (lyr.), cf. Ar.Nu.629, etc.; ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα S.OT691 (lyr.); ἐπ' οὐδέν Id.Ant.360 (lyr.); πανταχόθεν τε τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ = and being then at their wits' end, they kept a stir at Pericles Th.2.59.
3 poor, needy, Id.1.9, Pl.R.552a; opp. εὔπορος, Arist.Pol. 1279b9, 1289b30; ἄπορος λειτουργεῖν = too poor to undertake liturgies, Lys. 31.12, cf. PRyl.75.5 (ii A.D.), etc.; ἄ. καὶ τῶν ἐλαχίστων κατέστησαν D.Chr.17.18; also of states of life, δίαιτα ταπεινὴ καὶ ἄπορος Pl.Lg. 762e.
IV Adv. ἀπόρως = at a loss, in a quandary, in difficulties Simon.46, etc.; τὸ πρᾶγμα ἀπόρως εἶχε πατρί E. IA55; ἀπόρως ἔχει μοι περί τινος Antipho 1.1; ἀπόρως ἔχειν, c. inf., D.H. 6.14; ἀπόρως διατεθῆναι Lys.18.23: Comp. ἀπορώτερον Th.1.82; but ἀπορωτέρως διακεῖσθαι Antipho 3.2.1: Sup. ἀπορώτατα Pl.Ti.51b. etc.
Spanish (DGE)
-ον
I en gener.
1 de fenómenos naturales impracticable, inviable θάλασσα Hp.Morb.Sacr.1.29, πέλαγος Pl.Ti.25d, πηλός Pl.Criti.108e, ὁδός X.An.2.4.4, ὄρη X.An.2.5.18
•contra lo que nada se puede hacer del Bóreas, Hdt.4.46, νύξ Longin.9.10
•fig. inaccesible, inexplorado dicho de lo inesperado y no experimentado, Heraclit.B 18.
2 de abstr. insuperable τὸ κακόν Hdt.3.52, τοῦτο Hdt.5.3, φόβος Pl.Lg.698b
•irremediable, incurable ἀλγηδών S.OC 513, cf. Ph.854, νόσημα Hp.VM 8, τύχαι Plu.Sol.28
•gener. difícil, dificultoso ἀμφότερα Gorg.B 11a.10, χρῆμα E.Or.70, ὁ ἀγών Lys.7.2, σωτηρία Pl.Lg.699b, ζήτησις Pl.Plt.284b, ἐρωτήματα Plu.Alex.64
•subst. ἐν ἀπόρῳ ἐστί = es imposible Democr.B 8, ἄπορα πόριμος que hace esperar lo no esperable A.Pr.904, ἐν ἀπόροις εἶναι = estar en grandes apuros X.An.7.6.11, ἐς ἄπορον ἥκειν E.Hel.813, εἰς ἄπορον πεσεῖν Ar.Nu.703, εὔποροι ἐν τοῖς ἀπόροις de los enamorados, Alex.234.6, ἐν ἀπόροις ζητήσω πόρον SB 7530.16 (I a.C.)
•τὸ ἄπορον = callejón sin salida Iren.Lugd.Haer.2.33.2
•c. inf. ἄπορον ἀποθέσθαι Pi.O.10.40, πάντων ἀπορώτατον (φίλον εὑρεῖν) Democr.B 106, ἑλεῖν τὴν πόλιν Th.2.77, ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25, cf. 3.22, καλὸν κἀγαθὸν εἶναι Aeschin.Socr.53, ἐξευρεῖν Archyt.B 3.
3 de pers. difícil de manejar, intratable ξένος E.Ba.800, οὗτοι Pl.Ap.18d, ἄμαχοί τε καὶ ἄποροι Hdt.4.46, c. inf. προσφέρεσθαι ἄποροι es imposible acercárseles Hdt.9.49
•subst. οἱ ἀπορώτατοι los más difíciles de combatir Th.4.32.
II ref. a los medios económicos
1 carente de medios o recursos ὧδ' ἔρημος ἄπορος S.OC 1735, ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.B 11a.30, cf. Men.Cith.Fr.1.10, Plu.2.356a, ἄποροι καθεστηκότες encontrándose desamparados Th.2.59, ἄ. ἐπ' οὐδέν S.Ant.360, ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.OT 690, δίαιτα ... ταπεινὴ καὶ ἄ. Pl.Lg.762e.
2 pobre, indigente op. εὔπορος Is.7.9, πένης καὶ ἄ. Plu.2.1058b, subst. οἱ ἄποροι Isoc.8.131, cf. PMil.Vogl.25.3.4 (II d.C.)
•insolvente para encargarse de un servicio público o pagar impuestos ἄ. λῃτουργεῖν Lys.31.12, cf. PCornell 24.5 (I d.C.), SB 7462.10 (I d.C.), POxy.2131.13 (II d.C.), PLeit.5.10 (II d.C.), PSI 1103.7 (III d.C.)
•improductivo, que no rinde de adelantos o deudas, D.50.9, de tierras ἀπὸ ἀπόρων ὀνομάτων de las partidas de tierras improductivas, PGen.67.7 (IV d.C.), γεωργοῖς ἀπόρων ὀνομάτων μητροπολιτικῶν POxy.1746.11 (IV d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἄπορον = tierra improductiva ἐπιγραφὴ ἀπόρου PUniv.Giss.13.7 (I d.C.), βούλομαι μισθώσασθαί σοι ἀπὸ τοῦ ἀπόρου τῆς κώμης PGen.70.8 (IV d.C.)
•ἐν ἀπόρῳ = en estado de improductividad, en estado de abandono τὰ ἐνδεήματα τῶν ἐν ἀπόρῳ τυγχανόντων ὀνομάτων PCair.Isidor.68.17 (IV d.C.).
III adv. ἀπόρως
1 en mala situación, en situación embarazosa τὸ πρᾶγμα ἀ. εἶχε ... πατρί E.IA 55, ἀ. ἔχειν Antipho 1.1, X.HG 7.4.8.
2 difícilmente γεύειν τὸ παρόν Lyr.Adesp.29a.
3 en dificultades económicas διατεθέντες Lys.18.23.
German (Pape)
[Seite 322] 1) unwegsam, nicht zu passiren, πέλαγος Plat. Tim. 25 d; ὁδός Xen. An. 2, 4, 4. 5, 18; ἀτραπὸς στενὴ καὶ ἄπ. Plut. Flam. 3; διάβασις Hdn. 8, 4, 4. – 2) ohne Mittel u. Wege; übertr., a) akt., B. A. ὁ μὴ δυνάμενος μηχανήν τινα εὑρεῖν, der sich nicht zu helfen weiß, in Verlegenheit ist; rathlos, Soph. Ant. 357, dem παντοπόρος entgegengesetzt; πανταχόθεν Thuc. 3, 53; τῇ γνώμῃ 2, 59 u. Folgde; neben ἄγροικος u. σκαιός Ar. Nub. 619; – c. inf., ἄπορός εἰμι τὰ ἐπιτήδεια ἔχειν Xen. An. 5, 5, 20, ich kann nicht. Bes. ohne Mittel, arm, καὶ ἀπαράσκευος Thuc. 1, 99; Plat. Phaedr. 233 d, u. öfter bei Dem.; δίαιτα ταπεινὴ καὶ ἄπ. Plat. Legg. VI, 762 e. – b) pass., wogegen man nichts anzufangen weiß, rathlos ist, καὶ ἀμήχανον Her. 5, 3; schwierig, unmöglich, νεῖκος Pind. Ol. 11, 42; Gegensatz δυνατός Thuc. 4, 65; vgl. 2, 77; χαλεπὸν καὶ σχεδὸν ἄπορον Plat. Soph. 237 c; ἄπορα πράγματα Ar. Vesp. 1474; σωτηρία Plat. Rep. V, 453 d; ζήτησις Polit. 284 b; auch Tragg.; ἐξ ἀπόρων, unverhofft, Plat. Legg. III, 699 b; oft ἄπορον, ἄπορα, = ἀπορία, z. B. Her. 8, 53; Thuc. 3, 82; εἰς ἄπορον ἥκειν Eur. Hel. 813; κατά τι ἄπορον ἀναγκάζεται Thuc. 1, 136; bes. ἐν ἀπόροις εἶναι, Thuc. u. Folgde; ἐν ἀπόρῳ εἶχον τὸ θέσθαι Thuc. 1, 25, wie εἰκάσαι τὸ γιγνόμενον 3, 22, nicht können; ähnl. ἱππεῖς προσφέρεσθαι ἄποροι, es ist ihnen schwer beizukommen, Her 9. 49, wie Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν 4, 46; vgl. Thuc. 4, 32; Plat. Lys. 223 b; dah. unwiderstehlich, φόβος Legg. III, 698 b; vgl. Apol. 18 d, wie Βορῆς ἄνεμος Her. 6, 44. Auch im Gegensatz von εὐπόριστος, schwer anzuschaffen, theuer, Plat. Rep. II, 378 a. – Adv. ἀπόρως ἔχειν, Gegensatz σωτηρία, Xen. Hell. 7, 4, 8; διαθεῖναι Lys. 13, 11; ἀπορωτέρως ζῆν 4, 109; καὶ δυσχρήστως ἔχειν Pol. 4, 18, 6; ὑποδημάτων Luc. Cyn. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qu'on ne peut traverser, infranchissable;
II. fig. 1 impraticable, impossible, difficile ; τὸ ἄπορον ou τὰ ἄπορα difficulté, impossibilité ; ἐν ἀπόροις εἶναι XÉN être dans l'embarras ; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο ou ἦσαν THC ils étaient dans l'embarras ; ἄπορόν ἐστι avec l'inf. THC il est difficile ou impossible de ; ἐκ τῶν ἀπόρων HDT au milieu des difficultés ; ἄποροι προσμίσγειν HDT ou προσφέρεσθαι HDT (ennemis, cavaliers) avec lesquels il est impossible d'en venir aux mains, qu'il est impossible d'atteindre;
2 insurmontable, contre lequel on ne peut lutter : ἄνεμος ἄπορος HDT vent auquel on ne peut résister ; ἀλγηδών SOPH, πάθος SOPH douleur qu'on ne peut surmonter;
3 qui est dans l'embarras, qui ne sait comment se tirer d'affaire, sans moyens d'action, sans ressources ; ἄπορος τὰ ἐπιτήδεια ἔχειν XÉN embarras pour se procurer le nécessaire ; particul. embarrassé ou gêné pour vivre, pauvre;
Cp. ἀπορώτερος, Sp. ἀπορώτατος.
Étymologie: ἀ, πόρος.
English (Slater)
ᾰπορος impossible, useless c. inf. ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν (O. 1.52) νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον (O. 10.40) ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν (N. 4.71)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπορος, -ον) πόρος
φτωχός, ενδεής
μσν.- νεοελλ.
1. δυστυχισμένος, άθλιος
2. κακός, ανάξιος
3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος
αρχ.-μσν.
1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος
2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἄπορον
η δυσκολία, το αδιέξοδο
αρχ.
1. δυσπρόσιτος, αυτός που δύσκολα τον βρίσκει κανείς
2. (για πρόσωπα) κακότροπος, αδιόρθωτος
3. ακαταμάχητος
4. φρ. «ἄποροι ἐρωτήσεις» — δυσεπίλυτα προβλήματα.
Greek Monotonic
ἄπορος: -ον, αδιάβατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος, αδιέξοδος, και συνεπώς·
I. λέγεται για τόπους, αδιάβατος, άβατος, απροσπέλαστος, σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για περιστάσεις ή καταστάσεις, αδιέξοδος, δυσκατόρθωτος, δυσχερέστατος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄπορα, τά, δυσχέρειες, δυσκολίες, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, εἰςἄπορον ἥκειν, πίπτειν, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ἀπόρῳ εἶναι, βρίσκομαι σε αμηχανία πώς να..., σε Θουκ.· συγκρ. ἀπορώτερος, δυσχερέστερος, στον ίδ.
2. δυσεύρετος, δύσκολος στο να αποκτηθεί, σπάνιος, σε Πλάτ.
III. 1. λέγεται για πρόσωπα, δύστροπος, αυτός που είναι δύσκολος στις κοινωνικές συναναστροφές του, αδιόρθωτος, αυτός που τις αντιδράσεις του είναι δύσκολο να χειριστεί κάποιος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., ἄπορος προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, αυτός με τον οποίο είναι ακατόρθωτο να έλθει κάποιος σε συνάφεια, σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., ἄνεμος ἄπορος, στον ίδ.
2. αυτός που δεν έχει πόρους, μέσα ή αποθέματα, έρμαιος, αβοήθητος, σε Σοφ. κ.λπ.· ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, ἐπ' οὐδέν, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, οἱ ἀπορώτατοι, οι πλέον αβοήθητοι, οι χείριστα εξοπλισμένοι, σε Θουκ.·
3. πένης, φτωχός, ενδεής, Λατ. inops, στον ίδ., Πλάτ.
IV. επίρρ. ἀπόρως· ἀπόρως ἔχει μοι, είμαι σε δυσχερή θέση, σε αμηχανία, σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερον, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπορος:
1 непроходимый, труднопроходимый, непроезжий (ὁδός, ὄρη Xen.; ἄτραπος Plut.); непереходимый (ποταμός Xen.; πέλαγος Plat.);
2 не(пре)одолимый, непобедимый (ἄνεμος Her.; πάθη Soph.; φόβος Plat.);
3 неутолимый (ἀλγηδών Soph.);
4 неприступный (ξένος Eur.; ἄ. προσμίσγειν или προσφέρεσθαι Her.);
5 трудный, затруднительный (ζήτησις Plat.);
6 недостижимый, недоступный (σωτηρία Plat.);
7 скудный, бедный (δίαιτα Plat.; βίος Plut.); неимущий (ἄνθρωποι Thuc.);
8 беспомощный, недоумевающий, затрудняющийся (τῇ γνώμῃ Thuc.): ἄ. ἐπ᾽ οὐδέν Soph. не зная никаких трудностей; ἄποροι ὄντες ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια Xen. не зная, как им добыть продовольствие;
9 шаткий, неверный (ἐλπίδες Plut.).
Middle Liddell
without passage, and so:
I. of places, impassable, pathless, trackless, Xen., etc.
II. of circumstances, hard to see one's way through, impracticable, very difficult, Hdt., Attic: ἄπορα, τά, straits, difficulties, Hdt., Xen.; so, εἰς ἄπορον ἥκειν, πίπτειν Eur., Ar.; ἐν ἀπόρωι εἶναι at a loss, Thuc.:—comp., ἀπορώτερος more difficult, Ar.
2. hard to get, scarce, Plat.
III. of persons, hard to deal with, impracticable, unmanageable, Hdt., Plat.: c. inf., ἄπ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι impossible to have any dealings with, Hdt.: so, absol., ἄνεμος ἄπ. Hdt.
2. without means or resources, at a loss, helpless, Soph., etc.; ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, ἐπ' οὐδέν Soph.; of soldiers, οἱ ἀπορώτατοι the most helpless, worst equipt, Thuc.
3. poor, needy, Lat. inops, Thuc., Plat.
IV. adv. 3 a)po/rws, a)p. e)/xei moi I am at a loss, Eur.: comp. -ώτερον, Thuc.
English (Woodhouse)
awkward, desperate, difficult, embarrassing, helpless, hesitating, impossible, impracticable, intricate, unmanageable, wavering, at a loss, at one's wit's end, difficalt to deal with, difficult to deal with, impossible to deal with, perplexed, without resources
Mantoulidis Etymological
(=ὁ χωρίς πόρους, πτωχός). Σύνθετο ἀπό τό α στερητ. + πόρος τοῦ περάω -ῶ.
Παράγωγα: ἀπορία, ἀπορέω, ἀπόρημα, ἀπορηματικός, ἀπορητικός, ἀπόρησις.
Lexicon Thucydideum
Lexicon Thucydideum
omni consilio atque ope destitutus, deprived of all wisdom and aid, 2.59.2,
similiter similarly 3.53.3.
inops, helpless, without resources, 1.9.2, [pro for ἄπειρος vulgo commonly 1.99.3.]
quocum difficile est ad manus venire, with whom it is hard to come to blows, 4.32.4,
quod fere eftici non potest, what can scarcely be accomplished, 2.77.1, 2.102.2, 3.16.2, 4.26.7, 4.34.2, 7.73.3, 8.56.4,
COMP. 4.65.4, 5.110.1,
SUP. 7.14.2,
difficultas, difficulty, 1.52.2, 1.136.2, 3.82.7, 4.127.2,
in incerto, in uncertainty, 1.25.1, 2.62.5, 3.22.6.
Lexicon Thucydideum
Translations
poor
Aghwan: 𐕄𐔼𐕎𐕒𐕡𐔸; Albanian: varfër; Alemannic German: àrm; Arabic: فَقِير; Egyptian Arabic: فقير; Hijazi Arabic: فقير; Armenian: աղքատ, չքավոր, քյասիբ; Aromanian: aruptu, discultsu, caimen, ftoh, ftohu, oarfãn, fucãrã; Asturian: probe; Azerbaijani: kasıb, yoxsul, fağır, füqəra, fağır-füqarə, kasıb-kusub, imkansız; Bashkir: ярлы; Basque: behartsu; Belarusian: бедны; Bengali: গরিব, মিসকিন, বেচারা; Bikol Central: pobre, mahidap; Breton: paour; Bulgarian: беден; Burmese: ဆင်းရဲ; Catalan: pobre; Chamicuro: pople; Chinese Cantonese: 窮, 穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧乏, 贫乏, 窮, 穷; Min Dong: 窮, 穷; Czech: chudý; Dalmatian: pauper; Danish: fattig; Dutch: arm, armoedig, berooid; Elfdalian: fattin; Emilian: pôver; English: almsless, badly off, bankrupt, beggared, beggarly, boracic, broke, broken, broker than the Ten Commandments, dead broke, destitute, dirt poor, down and out, down on one's luck, down on one's uppers, empty-handed, flat, flat broke, hard up, impecunious, impoverished, in need, indigent, insolvent, lower-class, necessitous, needy, oofless, pauperized, penniless, penurious, pinched, poor, poor as a church mouse, poor as a rat, poor as Job, possessionless, poverty-ridden, poverty-stricken, shillingless, skint, stone-broke, stony-broke, strapped, wealthless; Esperanto: malriĉa; Estonian: vaene; Faroese: fátækur; Finnish: köyhä; French: pauvre; Friulian: puar, pùar; Galician: pobre; Georgian: ღარიბი; German: arm; Pennsylvania German: arm, aarem; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌸𐍃, 𐌰𐍂𐌼𐍃; Greek: φτωχός; Ancient Greek: ἄβιος, ἀβούτης, ἀδύνατος χρήμασι, ἀκέρμις, ἄκληρος, ἀκτέανος, ἀκτήμων, ἀκτήν, ἀλειφόβιος, ἀμαζών, ἄνολβος, ἄπλουτος, ἄπορος, ἀραιός, ἀσθενής, ἀτελής, αὐτολήκυθος, ἀχήν, ἀχρήματος, ἀχρήμων, ἄχρυσος, ἀχύρμιος, γλίσχρος, γυμνηλός, γυμνής, δυσείμων, δύσπορος, κεχρημένος, λιπερνής, λιποδεής, λισσός, λιτός, λυπρός, πενέστης, πένης, πτωχός, σπανιστικός, σπανιστός, χερνάς, χερνής, χερνήτης, χρεῖος; Greenlandic: piitsoq; Hawaiian: hoʻohune, hoʻoʻilihune; Hebrew: עָנִי, דלת העם; Hindi: ग़रीब, दीन, फ़क़ीर, फकीर, मिस्कीन, बेचारा, गरीब; Hungarian: szegény; Icelandic: fátækur; Ido: povra; Indonesian: miskin; Ingush: къе; Interlingua: povre; Inuktitut Inuttut: ajutsak, annguvik; Irish: bocht, daibhir; Italian: povero; Japanese: 貧しい, 貧乏な; Javanese: mlarat; Kazakh: кедей, жарлы; Khmer: ក្រ; Korean: 가난하다, 빈곤하다; Kumyk: пакъыр; Kurdish Central Kurdish: دەست کورت, ھەژار, فەقیر; Northern Kurdish: feqîr, xizan; Kyrgyz: жарды, кедей; Ladin: puere; Ladino Latin: prove; Lao: ຈົນ, ທຸກຈົນ; Latin: pauper, egens; Latvian: nabags; Ligurian: pöveo, poveru; Limburgish: erm; Lithuanian: skurdus, vargingas; Livonian: joutõm; Lombard: pover, por; Luxembourgish: aarm; Lü: ᦷᦑᧅᦕᦱᧃ; Macedonian: сиромашен; Malay: miskin; Maltese: fqir; Maori: pōhara; Maranao: miskin; Marathi: गरीब, दीन; Mirandese: probe; Mongolian Cyrillic: ядуу; Navajo: doo atʼį́į da; Norman: pauvre, pouôrre; Northern Sami: geafi; Norwegian Bokmål: fattig, blakk; Occitan: paure; Old English: earm; Pashto: بېچاره, غريب, فقير; Persian: فقیر, مسکین; Piedmontese: pòver; Plautdietsch: oam; Polish: biedny, ubogi; Portuguese: pobre, necessitado, humilde, empobrecido; Quechua: wakcha; Romani: ćorro; Romanian: sărac, sărman, pauper, mizer, nevoiaș; Romansch: pauper, pover; Russian: бедный, нищий; Sanskrit: दीन, ध्रिगु; Sardinian: poaru, pobaru, poberu; Scottish Gaelic: truagh, bochd; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀машан, у̏бог, бе̑дан, бије̑дан; Roman: siròmašan, ȕbog, bȇdan, bijȇdan; Sicilian: pòviru, pòvuru, povru; Slovak: chudobný, biedny; Slovene: reven, ubog; Somali: sabool; Sorbian Lower Sorbian: chudy; Upper Sorbian: chudy; Southern Altai: бакыр, јоксус, јокту; Spanish: pobre; Swahili: maskini; Swedish: fattig; Tagalog: mahirap, dukha, maralita; Tajik: камбағал, бечора, фақир; Tatar: ярлы, фәкыйрь; Telugu: బీద, పేద; Thai: จน, ยากจน; Tibetan: སྐྱོ་པོ; Tocharian B: snaitstse; Turkish: fakir, yoksul, züğürt, fukara, kembağal; Turkmen: garyp, biçäre; Udi: касиб; Udmurt: куанер; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎊𐎐; Ukrainian: бі́дний; Urdu: غریب, دین; Uyghur: كەمبەغەل, پېقىر, بىچارە; Uzbek: kambagʻal, faqir, gʻarib, bechora; Venetian: poro, poaro, povaro, pore; Vietnamese: nghèo, khó; Volapük: pöfik; Walloon: pôve, målureus; Welsh: tlawd, llwm; West Frisian: earm; Yiddish: אָרעם, דלותדיק, בדלות
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний