βοῦς
English (LSJ)
Dor. βῶς Theoc.9.7, GDI5005.5 (Gortyn), ὁ and ἡ: gen. βοός (written βοιός GDIiv p.883 No.62 (Erythrae)), poet. also
A βοῦ A. Fr.421, S.Fr.280: acc. βοῦν IG12.45A11, etc., βῶν Il.7.238 and Dor., IG4.914.18, al. (Epid.), SIG56.16 (Argos), Theoc.27.64, Ion. and poet. also βόα Pherecyd.162 J., AP9.255 (Phil.): dual βόε Hes.Op. 436: pl., nom. βόες, rarely contr. βοῦς Ar.Fr.760, Plu.Aem.33, etc.: gen.βοῶν, contr. βῶν Hes.Th.983; Bocot. βουῶν IG7.3171.45: dat. βουσί, Ep. βόεσσι, βοσί AP7.622 (Antiphil.); Boeot. βούεσσι IG7.3171.38: acc. βόας Il.5.556, al., βοῦς 1.154, al., S.Aj.175 (lyr.), and Att., Antiph. 172.5, etc. (but later βόας Ev.Jo.2.14, POxy.729.16 (ii A. D.), etc.):—bullock, bull, ox, or cow, in pl. cattle, commonly fem.: to mark the male Hom. adds a word, β. ἄρσην Il.20.495; or ταῦρος β. 17.389; as a measure of value, βοὸς ἄξιον 23.885, cf. 7.474 and v. ἀλφεσίβοιος, ἑκατόμβοιος. b βοῦς ἄγριος buffalo, Arist.HA499a4. c βοῦς ἐν Συρίᾳ zebu, ib.606a15; β. ἐν Παιονίᾳ, perh. urus, Id.Mir.842b33. d βοὸς ὄμμα, = βούφθαλμος, AP4.1.52 (Mel.). 2 metaph. of any dam or mother, μία β. Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ Pi.P.4.142; ἄπεχε τῆς β. τὸν ταῦρον A.Ag.1125. II = βοείη or βοέη (always fem.), ox-hide shield, νωμῆσαι βῶν Il.7.238; τυκτῇσι βόεσσιν 12.105; βόας αὔας ib.137; γέρρα λευκῶν β. X.An.5.4.12. III a fish, perh. Notidanus griseus, Arist.HA540b17, Fr. 280. 2 a fish of the Nile, Str.17.2.4. IV ἔβδομος β. crescent loaf, Clidem.16. V seam, Poll.7.65. VI the constellation Taurus, Max.162. VII = μάστιξ, Hsch. VIII prov., β. ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνων Thgn.815; βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε A.Ag.36; of people who keep silence from some weighty reason, τὸν βοῦν ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ Jul.Or.7.218a; βοῦς ἐμβαίνει μέγας Strattis 67 (wrongly expld. by Zen.2.70, etc., of bribery with coins bearing type of ox); β. ἐν πόλει 'bull in a china-shop', Diogcnian.3.67; β. ἐν αὐλίῳ, of a useless person, Cratin.32; β. λύρας 'pearls before swine', Macho ap.Ath.8.349c. (βοῦς (from βωύς, Skt. gaús) acc. βῶν (Skt. gā´m) are old forms: stem βωϝ-βοϝ-, cf. Lat. (Umbr.) bos, etc.)
German (Pape)
[Seite 459] gen. βοός, nach B. A. 84 u. 1196 bei Aesch. und Soph. auch βοῦ; acc. βο ῦν, seltener βόα, Phil. Th. (IX. 255); dor. βῶς, βῶν; plur. βόες, selten βοῦς; βοῶν, zsgz. βῶν, Hes. Th. 983; βουσί, p. βόεσσι, auch βοσί, Antiphil. 30 (VII, 622), dor. βωσί; acc. βοῦς, dor. βῶς; Hom. βοῦς, βοός, βοῦν, βῶν Iliad. 7, 238; βόε Iliad. 13, 703 Odyss. 13, 32; βόες, βοῶν, βόεσσι (ν), βουσί (ν), βόας, βοῦς; – ὁ, ἡ; – 1) Stier, Kuh, übh. Rind, gew. wenn das Geschlecht nicht besonders bezeichnet werden soll, fem., bes. auch collectiv. ἡ βοῦς. Th. Mag.; im plur. aber auch masc.: das Geschlecht ausdrücklich bezeichnet Hom. βοῦν ἄρσενα Iliad. 7, 314 Odyss. 19, 420, βόας ἄρσενας Iliad. 20, 495, ταύροιο βοός Iliad. 17, 389. – 2) ἡ βοῦς, der rindslederne S child; Hom. Iliad. 7, 238 οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν ἀζαλέην, τό μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν, τό statt ἥ; Scholl. Aristonic. vs. 239 ἡ διπλῆ, ὅτι τὴν ἀσπίδα ξηρὰν λέγει βῶν διὰ τὸ ἐκ βοείων εἶναιδερμάτων· καὶ ὅτι προτάξας θηλυκὸν οὐδέτερον ἐπήνεγκεν, τό μοί ἐστι, πρὸς τὸ σημαινόμενον, ὡς »νεφέλη δέ μιν, τὸ μὲν οὔποτε (Odyss. 12, 74)«. τὸ δὲ ταλαύρινον παρῆκται, εὔτολμον· οὐ γὰρ ἡ ῥινὸς ἔγκειται, ὡς ᾠήθησάν τινες; Scholl. Didym. βῶν: οὕτως αἱ Ἀριστάρχου βῶν σὺν τῷ ν. ἡ Ἀριστοφάνους βοῦν. τινὲς δὲ ἔξω τοῦ ν βῶ, καὶ μήποτε πιθανῶς, ἀντὶ τοῦ βόα; dies Letzte ist Aristarchs Urtheil, nicht das des Didymus; Aristarch war also geneigt, die Form βῶ, contrahirt aus βόα, für die beste zu halten; Scholl. V αἱ Ἀριστάρχου βῶν, ἡ Ἀριστοφάνους βοῦν, ἡ Ἡρωδιανοῦ βῶ, ὡς Βορέαο »Βορέω ὑπ' ἰωγῇ (Odyss. 14, 533)«. ἐν τοῖς παλαιοῖς ἐγέγραπτο βον, ὅπερ οὐκ ἐνόησαν οἱ διορθωταί. Iliad. 12, 105, οἱ δ' ἐπεὶ ἀλλήλους ἄραρον τυκτῇσι βόεσσιν, mit den Schilden; Scholl. Aristonic. σημειοῦνταί τινες, ὅτι βόας τὰς ἀσπίδας εἴρηκεν; 12, 137 οἱ δ' ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἐύδμητον, βόας αὔας ὑψόσ' ἀνασχόμενοι, ἔκιον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οὕτως τὰς ἀσπίδας βόας αὔας; 16, 636 ἃς τῶν ὤρνυτο δοῦπος ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης χαλκοῦ τε ῥινοῦ τε βοῶν τ' εὐποιητάων; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι προειπὼν ῥινοῦ τε, ὡς ἕτερόν τι διάφορον συμπλέκει βοῶν τε· καὶ ἤτοι ἐξ ἐπαναλήψεως νοητέον λέγεσθαι τὸ αὐτό, ὡς »πυκνοὶ καὶ θαμέες (Odyss. 12, 92)« καὶ »πόλεμόν τε μάχην τε (Iliad. 16, 251)«· ἢ τὸν τέ σύνδεσμον περιττὸν νομιστέον. ἵν' ᾖ ῥινοῦ βοῶν, τουτέστι τῶν ἀσπίδων; Scholl. Didym. ἄμεινον εἶχε, φησὶν ὁ Ἀρίσταρχος, εἰ ἐγέγραπτο βοῶνεὐποιητάων, ἔξω τοῦ τέ συνδέσμου, ἵν' ᾖ ῥινὸς βοῶν; anderes Scholl. Didym. ἐν δέ τισιν εὕρομεν ῥινῶν τε βοῶν τε κατὰ τὸ πληθυντικόν. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 2. 26. 53, 25. – Bei Xen. An. 5, 4, 12 ist der Homerische Sprachgebrauch noch weiter fortgebildet, ἔχοντες γέῤῥα πάντες λευκῶν βοῶν δασέα; von Schuhzeug ist die Rede An. 4, 5, 14 καὶ γὰρ ἦσαν, ἐπειδὴ ἀπέλιπε τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα, καρβάτιναι αὐτοῖς πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν; also βοῦς geradezu = Rindshaut. – 3) übertr., von einem dummen Menschen, Machon bei Ath. VIII, 349 c. Bei Aesch. Ag. 1117 ἡ βοῦς für »Weib«; vgl. Pind. P. 4, 142. – 4) ein Seefisch, Arist. H. A. 5, 4. 6, 2. – 5) die Näthe im Kleide, Poll. 7, 65. – Sprichwörtlich, βοῦς ἐπὶ γλώττῃ, von denen, welchen die Zunge durch Geld (in alten Zeiten mit dem Gepräge eines Stieres, Plut. Thes. 25) gebunden, die bestochen sind, übh. die zu schweigen genöthigt sind, vgl. βαίνω, Theogn. 793; Aesch. Ag. 36.
Greek (Liddell-Scott)
βοῦς: ὁ καὶ ἡ· γεν. βοός, ποιητ. καὶ βοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 430, Σοφ. Ἀποσπ. 277· Ἀττ. βοῦν, ἢ (ἐν Ἰλ. Η. 238 καὶ Ἡσ.) βῶν, ποιητ. ὡσαύτως βόα Ἀνθ. ΙΙ. 9. 255· - δυϊκ. βόε Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 436· - πληθ., ὀνομ. βόες, σπανίως συνῃρ. βοῦς Ἀριστοφ. παρὰ Θωμ. Μ., Ἀντιφ. Οἰνομ. 1. 5, Πλούτ., κτλ.· γεν. βοῶν, συνῃρ. βῶν Ἡσ. Θ. 983· Βοιωτ. βουῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. ΙΙΙ. 45· δοτ. βουσί, Ἐπ. βόεσσι, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 7. 622 βοσί· Βοιωτ. βούεσσι Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ., 38· αἰτ. βόας, Ἀττ. βοῦς Σοφ. Αἴ. 175, κτλ. (Πρὸς τὸ βοῦς, Λατ. bos πρβλ. Σανσκρ. g âus· Παλαιο-Γερμ. chuo (ἀγγλ. cow) Λιθ. gohu· - περὶ τῆς ἐναλλαγῆς ταύτης τοῦ β καὶ γ, ἴδε Β β Ι). Νέος βοῦς, ταῦρος, βοῦς ἢ ἀγελάς· κατὰ πληθ., βόες ἢ ἀγελάδες, κτήνη· ἂν τὸ γένος δὲν εἶναι σεσημειωμένον, εἶναι καθόλου θηλυκόν· πρὸς δήλωσιν τοῦ ἀρσ. ὁ Ὅμηρος συχνάκις προσθέτει λέξιν, ὡς βοῦς ἄρσην (ἴδε ἄρσην), ἢ ταῦρος βοῦς Ἰλ. Ρ. 389· ὁ μόσχος ἐκαλεῖτο πόρτις, πόρις, πόρταξ. - Ὁ βοῦς καὶ ἡ ἀγελὰς ἐχρησίμευον κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους καὶ ὅπως σύρωσιν ἅμαξαν καὶ ὅπως ἀροτριῶσι τὴν γῆν, Ἰλ. Η. 332, Ν. 703· πρὸς ἀλώνισμα τοῦ σίτου, Υ. 495· βόειον κρέας ἦτο ἡ κοινὴ τροφὴ τῶν ἡρώων, πρβλ. νῶτον· τὸ δέρμα τοῦ βοὸς ἐχρησίμευε δι’ ἀσπίδας, σχοινιά, κτλ.· οἱ βόες ἐχρησίμευον ὡς μέτρον ἐκτιμήσεως, λέβητ’ ἄπυρον, βοὸς ἄξιον Φ. 885, πρβλ. Η. 472· νύμφη τις λαμβάνει ὡς μερίδιον ἑκατὸν βοῦς, Λ. 211, πρβλ. ἀλφεσίβοιος· πρβλ. ὡσαύτως τεσσαρά-, ἐννεά-, δωδεκά-, ἑκατόμβοιος· - τὰ Ὁμηρικὰ ἐπίθετα εἶναι εἰλίποδες, ἕλικες, ὀρθόκραιρος, εὐρυμέτωπος, ἐρίμυκος, ἐρύγμηλος, καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸ χρῶμα ἀργός, αἴθων, οἶνοψ· βόσκονται ἐλεύθεραι καὶ ἀφειμέναι (ἄγραυλοι), ἢ εἶναι περιωρισμέναι ἐντὸς μάνδρας (αὐλιζόμεναι), πρβλ. ἀγρόμενος, ἀγελαῖος· αἱ εἰς θυσίαν προσφερόμεναι πρέπει νὰ εἶναι ἄδμηται, ἤκεσται· πρβλ. ἑκατόμβη. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης μητρός, μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ Πίνδ. ΙΙ. 4. 253· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1125, καὶ ἴδε ἐν λ. ταῦρος. ΙΙ. = βοείη ἢ βοὲη (ἀείποτε θηλ.), δέρμα, βοός, ἀσπίς, νωμῆσαι βῶν Ἰλ. Η. 237· τυκτῇσι βόεσσιν Μ. 105· βόας αὔας αὐτόθι 137. ΙΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 5, 3. IV. παροιμ., βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε, βοῦς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει, ἐπὶ ἀνθρώπων τηρούντων σιωπὴν ἕνεκα σπουδαίου τινὸς λόγου, Θέογν. 813, Αἰσχύλ. Ἀγ. 36· βοῦς ἐμβαίνει μέγας Στράττις ἐν Ἀδήλ. 8· - μᾶλλον ἐκ τῆς ἐννοίας ὅτι δωροδόκημά τι ἀναγκάζει τὴν γλῶσσαν νὰ ἡσυχάζῃ ἢ ἐκ τοὺ ὅτι νόμισμα (Πλούτ. Θησ. 25) φέρον τὴν εἰκόνα βοὸς πείθει εἰς σιωπήν, (διότι ὁ Μένανδ. Ἁλ. 1 ἔχει, παχὺς γὰρ ὗς ἔκειτ’ ἐπὶ στόμα, πρβλ. κλεῖς Ι. 4· - βοῦς ἐν πόλει, παράδοξόν τι πρᾶγμα ἢ συμβεβηκός, Βαστ. Ἐπ. Κρ. σ. 133· βοῦς ἐν αὐλίῳ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνωφελοῦς, Κρατῖν. Δηλ. 10· βοῦς λύρας (πρβλ. ὄνος), Μάχων παρ’ Ἀθην. 349C.
French (Bailly abrégé)
βοός (ὁ et ἡ)
du radical βοϜ-, dont le Ϝ tantôt se vocalise (βου-), tantôt tombe (βο-), viennent les formes de déclin. régulières : βοῦς, βοός, βοΐ, βοῦν, etc. ; plur. βόες > βοῦς, βοῶν, βουσί, βοῦς ; duel nom.-acc. βόε;
I. bœuf, vache ; βοῦς ἄρσην IL, OD ou ταῦρος βοῶς IL bœuf mâle ; au plur. troupeau de bœufs;
II. p. ext. ἡ βοῦς, peau de bœuf ; bouclier recouvert de peau de bœuf;
III. p. anal. ou fig.
1 ἡ βοῦς, génisse en parl. d’une femme;
2 ◊ prov. βοῦς ἐπί γλώσσῃ βέβηκε ESCHL avoir reçu de l’argent pour se taire pê par allus. à une ancienne monnaie d’Athènes avec un bœuf pour empreinte.
Étymologie: cf. lat. bos, bovis.
English (Autenrieth)
βοός, acc. βοῦν (βῶν), pl. dat. βουσί and βόεσσι, acc. βόας and βοῦς: cow or ox, pl., kine, cattle; βοῦς ἄρσην, Il. 7.713, Od. 19.420; ταῦρος βοῦς, Il. 17.389; usual epithets, ἀγελαίη, ἄγραυλος, εἰλίποδες, ἕλικες, ἐρίμῦκοι, ὀρθόκραιραι.— Also, as fem. subst., ox-hide, shield of ox-hide, acc. βῶν, Il. 7.238, , Il. 12.137.
English (Slater)
βοῡς (βοῦς; βοῶν, βουσίν, βόας)
1 cow, ox “μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν, ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” (P. 4.149) ἄροτρον σκίμ- ψατο καὶ βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός (P. 4.225) βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (sc. Κυράνα) (P. 9.23) Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς (N. 10.60) ]α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ (of Io?) fr. 51f. b 13. “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Boeckh: διαβοῶν codd., valde corrupti; sc. σώματα?) fr. 168. 1. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν sc. Herakles fr. 169. 6. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς fr. 234. 2. met., “μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ i. e. the wife of Aiolos (P. 4.142)
English (Abbott-Smith)
βοῦς, βοός, ὁ, ἡ, [in LXX chiefly for בָּקָר;]
an ox, a cow: Lk 13:15 14:5, 19 Jo 2:14, 15 I Co 9:9 (LXX), I Ti 5:18.†
English (Strong)
probably from the base of βόσκω; an ox (as grazing), i.e. an animal of that species ("beef"): ox.
English (Thayer)
βῶς, accusative singular βοῦν (accusative plural βόας, Buttmann, 14 (13)), ὁ, ἡ, an ox, a cow: Homer down.)
Greek Monolingual
ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η)
βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι)
(αρχ. -μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» — βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω
αρχ.
βοῡς, η
1. δέρμα βοδιού, ασπίδα
2. μητέρα
3. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. βους ανάγεται σε ινδοευρ. τ. ονομαστικής gwōu-s (> βωύς > βους) με βράχυνση του μακρού φωνήεντος μπροστά από ημίφωνο και σύμφωνο
πρβλ. και αιτ. gwō-m > βων (αιτ. που απαντά στη δωρική διάλεκτο και την Ιλιάδα, πιθ. και μυκηναϊκό qoo). Η άποψη ότι οι Ινδοευρωπαίοι είχαν δανειστεί τη λ. από τους Σουμέριους (πρβλ. σουμερ. gu, gud «ταύρος, βόδι») αίρεται από την πολύπλοκη και αρχαιότατη μορφολογία του ινδοευρ. τύπου. Η ελληνική λ. βους συνδέεται επίσης σημασιολογικά και μορφολογικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών πρβλ. αρχ. ινδ. gauh (αιτ. gᾱm, γεν. πληθ. gavām), καθώς και αρμ. kov (θέμα u-) «αγελάδα», αρχ. ιρλ. bό «αγελάδα», αρχ. άνω γερμ. chuo, τοχαρ. Α΄ ko, ki, B΄ keu «αγελάδα», λεττ. guous «αγελάδα», αρχ. σλαβ. gov-e- do «βόδι». Το λατ. bos είναι δάνειο από την Οσκοουμβρική. Το νεοελλ. βόδι < μσν. βόδιν < αρχ. βοίδιον, υποκορ. του βους, ομοίως και το βόιδι < αρχ. βοίδιον, ενώ ο τ. βούδι < αρχ. βούδιον, υποκορ. επίσης του βους. Στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική η λ. χρησιμοποιείται είτε ως θηλυκό (η βους) είτε ως αρσενικό (ο βους) για να δηλώσει το γένος αυτών των ζώων χωρίς ιδιαίτερη διάκριση του φύλου. Τέλος, σε ελάχιστες περιπτώσεις η λ. βους απαντά με τη σημ. «ασπίδα» ή ως ονομασία ψαριού.
ΠΑΡ. βοώδης
αρχ.
βόειος, βοεύς, βοιδάριον, βοίδιον, βοώτης
μσν.
βοώ
νεοελλ.
βοδινός, βοϊδήσιος.
ΣΥΝΘ. βοειδής, Βουκεφάλας, βουκέφαλος, βουστάσιο(ν), βούτυρο(ν), βούφθαλμο(ν)
αρχ.
βοάγριον, βόαγρος, βόαυλος, βοηλάτης, βοόγληνος, βοοδμητήρ, βοοζύγιον, βοόκλεψ, βοόκραιρος, βοοκτασία, βοορραίστης, βοοσκόπος, βοοσσόος, βοόστασις, βοοσφαγία, βοοτρόφος, βουβόσιον, βούβοτος, βουγενής, βουδόκος, βουδόρος, βουζύγης, βουθερής, βουθόρος, βούθυτος, βουκέντης, βούκεντρον, βούκερως, βούμυκοι, βουνόμος, βούπαλις, βουπάμων, βουπελάτης, βουπλήξ, βουποίμην, βουπομπός, βουπόρος, βούπρῳρος, βούσταθμον, βούσταθμος, βούστασις, βουστρόφος, βουσφαγώ, βουτρόφος, βουτύπος, βουφάγος, βουφόνος, βουφορβός, βούφορτος, βουχανδής, βούχιλος, βοώνης, βοώπις
(αρχ. -μσν.) βοοκλόπος, βούγλωσσος, βουθοίνης, βούστροφος
μσν.
βοοσχήμων, βοόφθαλμος, βουθρέμμων, βούπαπας
μσν.- νεοελλ.
βοϊδόνευρο(ν), βούνευρο(ν)
νεοελλ.
βοϊδάμαξα, βοϊδολάτης, βοϊδομάτης, βουποδίζω, βουστάτης].