παχύς

From LSJ
Revision as of 17:29, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύς Medium diacritics: παχύς Low diacritics: παχύς Capitals: ΠΑΧΥΣ
Transliteration A: pachýs Transliteration B: pachys Transliteration C: pachys Beta Code: paxu/s

English (LSJ)

παχεῖα (Ion.
A παχέα Hp.Superf.21), παχύ, thick, stout, χειρὶ παχείῃ Il. 5.309, etc.; παχέος παρὰ μηροῦ 16.473; παχὺν αὐχένα Od.9.372; π. πούς Hes.Op.497; of trees, ib.509; ῥίζα Thphr. HP 6.3.1; later of persons, περὶ σφυρὸν παχεῖα, μισήτη γυνή thick-ankled, Archil.184; fat, οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Hp.Aph.3.25; π. γυνή Id.Superf. l.c.; χοῖρος π., ὗς π., Ar.Ach.766, Men.21: metaph., of soil, rich, fertile, X.Oec.17.8 (Comp.); π. τράπεζα a well-spread table, Philostr. VA3.26. Adv., παχέως διαιτᾶσθαι ibid.
2 of inorganic things, thick, massive, π. λᾶας Il.12.446; σκῆπτρον 18.416; αὐλὸς αἵματος Od.22.18; θρυαλλίδες Ar.Nu.59; πέδαι Id.V.435; π. δραχμή a thick drachma, i.e. the Aeginetan, which weighed more than the Attic, Poll.9.76, or (Hsch.), = δίδραχμον; thick, coarse,opp. λεπτός, ἱμάτιον Pl.Cra.389b, cf. Poll.7.57,61, etc.; χλαῖναν… παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp. Com.10; of hair, Arist.HA502a26; π. τὴν σάρκα, of the pig, Jul.Or.5.177c. Adv. coarsely, roughly, of stating or arguing, παχέως ὁρίζεσθαι, prob. for ταχέως, Arist.Pol.1275b25; παχύτερον or παχυτέρως, Pl.Plt. 294e, 295a.
3 of liquids, thick, curdled, clotted, αἷμα Il.23.697; ἀπορρέει… παχὺ καὶ μέλαν Hdt.4.23; of marshwater, Hp.Aër.7; of urine, Id.Prog.12; τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Arist.HA521b28; τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως [τῶν οἴνων] Ath.1.33b.
b τὰ παχέα καλούμενα νοσήματα, of certain diseases supposed to be due to thickened phlegm, Hp.Int.47,al.
4 in Com., fat, great, π. πρᾶγμα, χάρις, Ar.Lys.23, Ec.1048.
5 of timbre, thick, opp. λεπτός, Arist.Aud.803b29, cf. 804a10 (Comp.). Adv., κορώνη παχέα κρώζουσα Arat.953.
6 of speech, coarse, heavy, διάλεκτος παχυτέρα D.H.Pomp.2; παχύτερος τὴν λέξιν Id.Is.19; παχύτερον ποιεῖν τὸν λόγον Hermog.Id.1.6.
b ample, of periphrasis, Longin.29.1 (Sup.).
7 of flame, dull, Thphr. HP 5.9.3.
II οἱ παχέες men of substance, the wealthy, Hdt.5.30,77,6.91; τοὺς π. καὶ πλουσίους Ar.Pax639; ὃς ἂν ᾖ π. Id.Eq.1139; ἀνὴρ π. Id.V.287; cf. πάχης.
III Com. and Prose, thick-witted, gross, stupid, ἀμαθὴς καὶ π. Id.Nu.842; τὸ τῶν παχυτέρων πλῆθος Phld.Rh.1.202 S.; π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Luc.Alex.9,17; ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Hp.Aër.24; π. τὴν μνήμην Philostr.VS2.1.10; π. λόγος Gal.8.606. Adv., παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Hld.5.18.
IV prov., πηλοῦ παχύτερος, of a dullard, Eun.Hist.p.265 D.
V Adv. παχέως, v. supr.
VI Comp. πάσσων, πάσσον, Od.6.230, 8.20, 24.369; παχίων, παχίον, Arat.785: Sup. πάχιστος Il.16.314, Call.Aet.Oxy. 2079.23: regul. forms παχύτερος, παχύτατος (v. supr.). (I.-E. bhṇĝhú-, cf. Skt. bahús, Lett. biezs 'thick'.)

German (Pape)

[Seite 540] εῖα, ύ (mit πήγνυμι zusammenhangend),dick, feist, fett, fleischig, wohlbeleibt; χείρ, αὐχήν, μηρός, Hom. ll. 5, 309 u. öfter, 16, 473 Od. 9, 372. 10, 439, immer im guten Sinne, von kräftiger, stattlicher Fülle der Glieder; πούς, Hes. O. 499; περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή, poet. bei Schol. Ar. Avv. 1619, von einem liederlichen Weibe, das kurze Hacken hat, bald umfällt, χαμαιτύπ η. Bei Folgdn dick, gemästet, neben πολύσαρκος Luc. D. Mort. 10, 5, καὶ πιμελής de salt.; πάνυ παχὺς τὸ σῶμα, Ath. XII, 550 f; auch γῆ, Xen. oec. 17, 8. – Bei Her. 5, 30. 77. 6, 91. 7, 156 sind οἱ παχέες die Wohlgenährten, Dicken, die Wohlhabenden; vgl. Ar. Equ. 1144 Vesp. 287 Pax 640; u. so bei Hesych. οἱ πάχητες. – Auch von leblosen Dingen, von großem Umfange, dick, λᾶαν, ὃς πρ υμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν ὀξ ύς, Il. 12, 446; σκῆπτρον παχύ, 18, 416; αἷμα παχὺ πτύοντα, dickes, geronnenes Blut, 23, 697; αὐλὸς αἵματος Od. 22, 18; ἐλάτας τε παχείας, Hes. O. 507; παχεῖαι θρ υαλλίδες, Ar. Nubb. 59; πέδαι, Vesp. 435; λεπτῷ ἱματίῳ ἢ παχεῖ, Plat. Crat. 389 b; vgl. Xen. Oec. 17, 3. – Uebtr., weil übermäßige Dicke des Leibes häufig dem Verstande schadet, stumpfsinnig, dumm, γνώσῃ δὲ σαυτὸν ὡς ἀμαθὴς εἶ καὶ παχύς, Ar. Nubb. 842; καὶ ἠλίθιος, Luc. Alex. 6. 9 u. a. Sp.; παχὺς εἰς τὰς τέχνας, καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες, Hippocr., zu stumpfsinnig für die Künste; παχύτερον ἔχει τῆς ἀκοῆς, d. i. etwas schwer hören, Heliod. 5, 18; παχὺς τὴν μνήμ ην, stumpf an Gedächtniß, Philostr. Auch von der Stimme, παχέα κρώζειν, dumpf krächzen, Arat Dios. 221. – Neben dem regelmäßigen compar. παχύτερος findet sich auch πάσσων; καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθ αι, Od. 8, 20, vgl. 24, 369; u. παχίων, Arat. 758; u. ueben dem regelmäßigen superl. παχύτατος, Hippocr., auch πάχιστος, Il. 16, 314.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
I. épais, gros, fort;
1 au propre, en parl. de choses ; en parl. de pers., dans Hom. (touj. en b. part) : gros, bien nourri ; fort, solide;
2 fig., en b. part opulent, riche ; οἱ παχέες HDT, οἱ παχεῖς AR les gros, les riches ; en mauv. part lourd, épais (cf. lat. crassa Minerva);
II. épaissi, épais;
Cp. πάσσων, Sp. πάχιστος.
Étymologie: R. Παγ, ficher, consolider ; cf. πήγνυμι, lat. pinguis.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παχύς -εῖα -ύ comp. παχύτερος en πάσσων; superl. παχύτατος en πάχιστος; dik dik, stevig:; δόρυ δ’ εἵλετο χειρὶ παχείῃ hij nam de speer met zijn gespierde hand Il. 10.31; οἱ παχύτατοι τῶν παίδων de dikste kinderen Hp. Aph. 3.25; seks., eufem.: ἀποδώσω... παχεῖάν σοι χάριν ik zal je een dik cadeau teruggeven Aristoph. Eccl. 1048. dik, massief, van zaken:. τεῖχος παχύ dikke muur Thuc. 3.21.2; ἱμάτιον παχύ een dik kledingstuk Plat. Crat. 389b. ingedikt, dik; van vloeistoffen:. αἷμα παχὺ πτύοντα dikke klodders bloed uitspuwend Il. 23.697; οὖρα... παχέα dikke urine Hp. Prog. 12; ἀὴρ παχύς τις een soort dikke mist Men. Sam. 109. overdr. ‘dik’, belangrijk, rijk:; ἄνδρες τῶν παχέων een aantal welgestelden Hdt. 5.30.1; ‘dik’, stompzinnig:; ἀμαθὴς εἶ καὶ παχύς je bent dom en stompzinnig Aristoph. Nub. 842; ἐς... τὰς τέχνας παχεῖς onbeholpen in de technische vakken Hp. Aër. 24; adv. παχέως, overdr. grofweg.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχύς: εῖα, ύ (compar. παχύτερος, παχίων - эп. πάσσων, superl. πάχιστος)
1 толстый, массивный (λᾶας, σκῆπτρον Hom.; πέδαι Arph.);
2 полный, крепкий (χείρ, αὐχήν Hom.);
3 откормленный, жирный (ὗς Arph.);
4 тучный, плодородный (γῆ Xen.);
5 плотный, грубый (ἱμάτιον Plat.);
6 перен. крупный, огромный (πρᾶγμα, χάρις Arph.);
7 сгустившийся, густой (αἷμα Hom., Arst.);
8 раздутый, опухший (πούς Hes.);
9 разбогатевший, богатый (ἀνήρ Arph.): οἱ παχέες Her. богачи;
10 тупой, глупый (ἀμαθὴς καὶ π. Arph.);
11 густой, низкий (φωναί Arst.).

English (Autenrieth)

εια, ύ (πήγνῦμι), comp. πάσσων, sup. πάχιστος: thick, stout, as of a thick jet of blood, Od. 22.18; or to indicate strength or fulness, so with χείρ. Usually of men, but of Athēna, Penelope, Il. 21.403, Od. 21.6.

Greek Monolingual

-ιά, -ύ και παχιός, -ιά, -ιό / παχύς, -εῖα και ιων. τ. -έα, -ύ, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός
2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος
νεοελλ.
1. (για μουστάκι) πυκνό
2. (για φαγητό αυτός που έχει μαγειρευθεί με πολύ λίπος, βούτυρο ή λάδι («παχιά σούπα»)
3. το ουδ. ως ουσ. το παχύ
το λιπαρό μέρος του κρέατος σε αντίθεση με την καθαυτό σάρκα, με το ψαχνό
4. φρ. α) «παχύ έντερο»
ανατ. μέρος του εντέρου, μικρότερο σε μήκος αλλά πιο ευρύ από το λεπτό, το κατώτερο τμήμα του, από την ειλεοτυφλική βαλβίδα έως τον πρωκτό, που διακρίνεται στο τυφλό με την σκωληκοειδή απόφυση, στο κόλον και στο απευθυσμένο, που αποτελεί και το τέλος του πεπτικού σωλήνα
β) «παχιά λόγια»
μτφ. α) πομπώδεις, ηχηρές εκφράσεις που προκαλούν εντύπωση αλλά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα
β) κενές υποσχέσεις
γ) καυχησιολογίες
νεοελλ.-μσν.
1. (για κρέατα και άλλα εδώδιμα) λιπώδης, λιπαρός (α. «παχιά μπριζόλα» β. «παχύ τυρί»)
2. (για πίτα και άλλα σχετικά εδέσματα) χοντρός, ογκωδέστερος του συνηθισμένου
νεοελλ.-αρχ.
(για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, παχύρρευστος, πηχτός
μσν.
φρ. «τροφὴ παχεῖα» και «τροφή παχυτέρα» — τροφή που αποτελείται από κρέας, ψάρια, αβγά, τυρί και άλλα εδώδιμα, τροφή αρτυμένη, και όχι νηστήσιμη
αρχ.
1. (για πρόσ.) ρωμαλέος, στιβαρός, ισχυρός («ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ γαίης» — στηρίχθηκε με το στιβαρό του χέρι στη γη, Ομ. Ιλ.)
2. (για δέντρα και και για άψυχα) χοντρός, μεγάλος, ογκώδης
3. (για ύφασμα) αδρός, βαρύς
4. (για τρίχες) χοντρός
5. (για τραπέζι) αυτό που έχει άφθονα εδέσματα, πλούσιο
6. (για νοσήματα) αυτός που οφείλεται σε φλεγμονή
7. (στην κωμωδία και πεζογρ.) α) μεγάλος
β) χοντροκέφαλος, βλάκας, ηλίθιος, κουτός
8. (για λόγο) τραχύς, βαρύς
9. (για περιφράσεις) ευρύς, πλατύς
10. (για φλόγα) μαυρειδερή, με καπνό
11. (για γη) γόνιμος, πλούσιος, εύφορος
12. σάρκινος, σαρκώδης
13. υλιστικός, προσηλωμένος στα εγκόσμια και καθόλου πνευματώδης
14. (για τη χροιά του ήχου) βαρύς, βαθύς
15. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) παχέα
βαθέως, δυνατάκορώνη παχέα κρώζουσα»)
16) φρ. α) «παχὺς τὴν μνήμην» — αδύνατος στο μνημονικό (Φιλόστρ.)
β) «παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς» — είναι κάπως βαρύκοος (Ηλιόδ.)
γ) «παχεῖα δραχμή»
i) η αιγιναία δραχμή που είχε μεγαλύτερο βάρος από την αττική
ii) (κατά τον Ησύχ.) το δίδραχμο, Αχαιός
18. παροιμ. α) «πηλοῦ παχύτερος» — λεγόταν για άνθρωπο ηλίθιο
β) «παχεῖα παρὰ σφυρὸν γυνή» — λεγόταν για αισχρή και ακόλαστη γυναίκα.
επίρρ...
παχέως Α
(για ορισμούς και λογικά επιχειρήματα) χονδρικώς, κατά προσέγγιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το, αρχαϊκού τύπου, επίθ. παχύς (< φαχύς, με ανομοίωση) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhnğh- της ΙΕ ρίζας bhenğh- «παχύς, πυκνός» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. bahu- «άφθονος, μεγάλος, ευρύς». Το επίθ. παχύς έχει τη σημ. «ογκώδης, μεγάλος, ευτραφής, καλοθρεμμένος» (πρβλ. τη χρήση του ρ. παχύνω για ζώα τα οποία εκτρέφει, παχαίνει κανείς) καθώς και «στέρεος, γεροδεμένος» (πρβλ. τη χρήση του παχύς στον Όμηρο για χαρακτηρισμό ηρώων). Επίσης, το παχύς χρησιμοποιήθηκε μτφρ. για να δηλώσει τον αργόστροφο, τον βραδύνου σε αντιδιαστολή προς το λεπτός, αλλά και με σημ. «εύπορος, πλούσιος» (πρβλ. οἱ παχέες, πάχητες). Τέλος, το επίθ. διακρίνεται από το πίων, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για το έδαφος, το χώμα, τους χυμούς ή για ζώα και αργότερα για τον άνθρωπο.
ΠΑΡ. πάχος, παχύνω (-αίνω), παχύτης (-ητα)
αρχ.
πάχετος, πάχιστος, παχίων, παχῶ
μσν.-αρχ.
πάχης
μσν.- νεοελλ.
παχουλός, παχυλός
νεοελλ.
παχούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό
βλ. παχυ-). (Β' συνθετικό) υπέρπαχυς
αρχ.
ισόπαχυς, νευρόπαχυς, υπόπαχυς, χρυσόπαχυς.

Greek Monotonic

πᾰχύς: -εῖα, -ύ (πᾰγῆναι)·
I. 1. ογκώδης, χοντρός, σε Όμηρ., Ησίοδ.· έπειτα, εύρωστος, χοντρός, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για πράγματα, πυκνός, συμπαγής, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -έως, απότομα, σε Αριστ.· παχύτερον ή -έρως, σε Πλάτ.
3. λέγεται για υγρά, πυκνός, πηχτός, πηγμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II. οἱ παχέες, άνθρωποι με περιουσία ή ανήκοντες στην πλούσια τάξη, σε Ηρόδ.· τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους, σε Αριστοφ.
III. στους Κωμ. και στον πεζό λόγο, χοντρόμυαλος, χοντροκομμένος, βλάκας, ηλίθιος, όπως Λατ. pinguis, χοντροειδής, στον ίδ.
IV. συγκρ. παχύτερος, υπερθ. -ύτατος· ανώμ. συγκρ. πάσσων, -ον, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. πάχιστος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύς: εῖα, ύ, (√ΠΑΓ, πήγνυμι)· - ἁδρός, χονδρός, ὀγκώδης, μέγας, ἰσχυρός, χειρὶ παχείη, «τῇ ἰσχυρᾷ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ε. 309, κτλ.· παχέος παρὰ μηροῦ Π. 473· παχύν αὐχένα Ὀδ. Τ. 372· π. ποὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· ἐπὶ δένδρου, αὐτόθι 507, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1· - ἀκολούθως, παχύς, παχύσαρκος, ἀντίθετ. τῷ ἰσχνὸς ἢ λεπτός, οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Ἱππ. Ἀφ. 1248· π. γυνὴ 260. 30· χοῖρος π., ὗς π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 769, Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 1· - μεταφορ., ἐπὶ γῆς, ὡς τὸ Λατ. pinguis, γῆ ἡ μὲν λεπτοτέρα ἡ δὲ παχυτέρα Ξεν. Οἰκ. 17. 8· - π. τράπεζα, τράπεζα μετὰ ἀφθόνων ἐδεσμάτων, Φιλόστρ. 117· ἐπίρρ., παχέως διαιτᾶσθαι αὐτόθι. 2) ἐπὶ πραγμάτων, χονδρός, ὀγκώδης, π. λᾶας Ἰλ. Μ. 446· σκῆπτρον Σ. 416· αὐλὸς αἵματος (ἴδε αὐλὸς 2) Ὀδ. Χ. 18· θρυαλλίδες Ἀριστοφ. Νεφ. 59· πέδαι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 435· π. δραχμή, ἡ Αἰγιναία δραχμή, ἥτις εἶχε βάρος μεῖζον τοῦ τῆς Ἀττικῆς, «τὴν Αἰγιναίαν δραχμὴν μείζω τῆς Ἀττικῆς οὖσαν (δέκα γὰρ ὀβολοὺς Ἀττικοὺς ἴσχυεν) Ἀθηναῖοι παχεῖαν δραχμὴν ἐκάλουν, μίσει τῶν Αἰγινητῶν Αἰγιναίαν καλεῖν μὴ θέλοντες» Πολυδ. Ι΄, 76. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχείᾳ δραχμῇ· τὸ δίδραχμον, Ἀχαιός»· - ἐπὶ λινῶν ὑφασμάτων, χονδρός, ἁδρός, ἀντίθετον τῷ λεπτός, Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 57, 61, κτλ.· οὕτω, χλαῖναν ... παχεῖαν ἐπιβαλὼν Λακωνικὴν Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνη» 5· ἐπὶ κόμης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 2· - ἐπίρρ., ὡς τὸ παχυλῶς, γενικῶς, ἐπὶ ὁρισμοῦ ἢ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, παχέως ὁρίζεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· παχύτερον ἢ -έρως, Πλάτ. Πολιτ. 294Ε, 295Α· πρβλ. παχυλός. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, πυκνός, πηκτός, αἷμα Ἰλ. Ψ. 697· ἀπορρέει ... παχὺ καὶ μέλαν Ἡρόδ. 4. 23, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6· τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως τῶν οἴνων Ἀθήν. 33Β. 4) ἐν τῇ τῶν κωμικῶν γλώσσῃ, παχύς, μέγας, π. πρᾶγμα, χάρις, Ἀριστοφ. Λυσ. 23, Ἐκκλ. 1048. 5) ἐπὶ ἤχου, ἀντίθετ. τῷ λεπτός, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 57, 62· - Ἐπίρρ., παχέα κρώζειν Ἄρατ. 953. 6) ἐπὶ χαρακτῆρος λόγου, τραχύς, βαρύς, Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2. ΙΙ. οἱ παχέες, οἱ ἔχοντες περιουσίαν, Ἡρόδ. 5. 30, 77., 6. 91· τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους Ἀριστοφ. Εἰρ. 639· ὃς ἂν ᾗ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1139· ἀνὴρ π. Σφ. 287· - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι. παχεῖς». ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Κωμικ. καὶ πεζολόγοις, παχύνοος, χονδροκέφαλος, ἠλίθιος, βλάξ, ὡς τὸ Λατ. pinguis, crassus, ἀμαθὴς καὶ π. Ἀριστοφ. Νεφ. 842· π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Λουκ. Ἀλέξ. 9. καὶ 17· ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Ἱππ. 295. 24· π. τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558· - οὕτως ἐν τῷ ἐπίρρ., παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Ἡλιόδ. 5. 18. ΙV. Παροιμ., παχεῖα παρὰ σφυρὸν γυνή, ἐπὶ μάχλου, ἀσελγοῦς γυναικός, πρβλ. Ἀρχίλ. 173 καὶ ἴδε χαμαιτύπη· πηλοῦ παχύτερος, ἐπὶ ἀνθρώπου ἠλιθίου, Εὐνάπ. V. Ἐπίρρ. -έως, ἴδε ἀνωτ. VI. Συγκρ. πάσσων, ον, Ὀδ. Ζ. 230, Θ. 20, Ω. 369· πᾰχίων, ον, Ἀρατ. 785· πρβλ. πάχετος ΙΙ· - ὑπερθ. πάχιστος, Ἰλ. Π. 314· οἱ ὁμαλοὶ τύποι, πᾰχύτερος, πᾰχύτατος, πρῶτον, παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: thick, fat, well-fed, dense, stout (Il.; on the use in Hom. Treu Von Hom. zur Lyr. 47 ff.).
Compounds: Some compp., e.g. παχυ-μερής consisting of thick parts, gross, massive (Ti. Locr., Arist.); ὑπέρ-παχυς too fat (Hp.).
Derivatives: 1. Copar.forms: πάσσων, only acc. -ονα (Od.), πάχ-ιστος (Il., Call.), -ίων (Arat.), -ύτερος, -ύτατος (IA.); Seiler Steigerungsformen 40 f. 2. πάχετος (rather with the Hp.mss. -ετός) = παχύς (θ 187, ψ 191, Hp.); also as subst.n. (Nic., Opp.; also ψ 191 possible), for *πάχεθος after μέγεθος? (Benveniste Origines 199); cf. Schwyzer 512, Chantraine Form. 300, Seiler 75. 3. πάχητες πλούσιοι, παχεῖς H. (after πένητες); Πάχης, -ητος m. as PN (Th.; Schwyzer 499). 4. παχυλῶς in large draughts (Arist.). 5. πάχος n. thickness, strength, force (since ι 324). 6. παχύτης (-υτής? Wackernagel Phil. 95, 177) f. thickness. 7. παχύνω, sporad. w. ἐπι-, ἐκ-, συν-, ὑπερ-, to fatten, to batten (IA.) with πάχυν-σις f. thickening, -τικός fattening, making fat (medic.), -υσμός m. (Hp.), -υσμα n. (Aët.). 8. Aor. παχῶσαι to fatten (medic., Herm. 33, 343).
Origin: IE [Indo-European] [127] *bʰn̥ǵʰ- dende, thick
Etymology: With παχύς, if from *φαχύς (s. πῆχυς), agrees formally exact Skt. bahú- much, richly, great, extensive; from the full grade comp. báṃhīyān (for which with second. zero grade πάσσων) the IE base form appears as *bhn̥ǵh-; from there perhaps also Hitt. panku- together, united, general. Semant. agrees perfectly Lat. pinguis fatt, which differs in anlaut; perhaps for *finguis through cross with the old word for fatt in πιμελή, πίων (s. vv.); diff. (pinguis "early Italic") Haas, s. Leumann Glotta 42, 75. One compares further Latv. bìezs dense, thick and Germ., e.g. OWNo. bingr m. heap, room (for corn etc.); uncertain Toch. B pkante (-atte) size. -- On parallel innovation rests the comparison Skt. bahu-lá- dense, thick, extensive = παχυ-λῶς (s. above). -- Details w. rich lit. in WP. 2, 151, Pok. 127 f., W.-Hofmann s. pinguis, Mayrhofer s. bahúḥ, bahuláḥ.

Middle Liddell

πᾰχύς, εῖα, ύ, [πᾰγῆναι]
I. thick, stout, Hom., Hes.:— later, stout, fat, Ar.
2. of things, thick, massive, Hom., Ar.:—adv. -έως, roughly, of stating or arguing, Arist.; παχύτερον or -έρως, Plat.
3. of liquids, thick, curdled, clotted, Il., Hdt.
II. οἱ παχέες the men of substance, the wealthy class, Hdt.; τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους Ar.
III. in Com. and Prose, thick-witted, gross, dull, stupid, like Lat. pinguis, crassus, Com.
IV. comp. παχύτερος, sup. -ύτατος:—irreg. comp. πάσσων, ον, Od.:—Sup. πάχιστος, Il.

Frisk Etymology German

παχύς: {pakhús}
Meaning: dick, feist, wohlgenährt, dicht, gedrungen (seit Il.; zum Gebrauch bei Hom. Treu Von Hom. zur Lyr. 47 ff.).
Composita: Einige Kompp., z.B. παχυμερής aus dichten Teilen bestehend, grob, massiv (Ti. Lokr., Arist. u.a.); ὑπέρπαχυς allzu dick (Hp.).
Derivative: Ableitungen. 1. Steigerungsformen: πάσσων, nur Akk. -ονα (Od.), πάχιστος (Il., Kall.), -ίων (Arat.), -ύτερος, -ύτατος (ion. att.); Seiler Steigerungsformen 40 f. 2. πάχετος (eher mit den Hp.hss. -ετός) = παχύς (θ 187, ψ 191, Hp.); auchals Subst.n. (Nik., Opp.; auch ψ 191 möglich), für *πάχεθος nach μέγεθος? (Benveniste Origines 199); vgl. Schwyzer 512, Chantraine Form. 300, Seiler 75. 3. πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς H. (nach πένητες); Πάχης, -ητος m. als PN (Th. u.a.; Schwyzer 499). 4. παχυλῶς in groben Zügen (Arist.). 5. πάχος n. Dicke, Stärke, Wucht (seit ι 324). 6. παχύτης (-υτής? Wackernagel Phil. 95, 177) f. Dicke. 7. παχύνω, vereinzelt m. ἐπι-, ἐκ-, συν-, ὑπερ-, dick machen, mästen (ion. att.) mit πάχυνσις f. Verdickung, -τικός dick machend (Mediz.), -υσμός m. (Hp.), -υσμα n. (Aët. u.a.). 8. Aor. παχῶσαι dick machen (Mediz., Herm. 33, 343).
Etymology: Zu παχύς, wenn aus *φαχύς (s. πῆχυς), stimmt formal genau aind. bahú- viel, reichlich, groß, ausgedehnt; aus dem hochstufigen Komp. báṃhīyān (wofür mit sekundärer Schwundstufe πάσσων) ergibt sich als idg. Grundform *bhn̥ĝh-; daraus vielleicht noch heth. panku- gesamt, vereint, allgemein. Semantisch vorzüglich stimmt das im Anlaut abweichende lat. pinguis fett; vielleicht für *finguis durch Kreuzung mit dem alten Wort für fett in πιμελή, πίων (s. dd.); anders (pinguis "frühitalisch") Haas, s. Leumann Glotta 42, 75. In Betracht kommen noch lett. bìezs dicht, dick und germ., z.B. awno. bingr m. ‘Haufe, Gelaß (für Getreide usw.)’; unsicher toch. B pkante (-atte) Größe. — Auf paralleler Neubildung beruht die Gleichung aind. bahu-- dick, dicht, ausgedehnt = παχυλῶς (s. oben). — Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 151, Pok. 127 f., W.-Hofmann s. pinguis, Mayrhofer s. bahúḥ, bahuláḥ.
Page 2,484-485

English (Woodhouse)

fat, stout, well-nurtured

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

crassus, thick, stout, 3.21.2, 7.36.2, 7.36.3,
COMP. 7.34.5.