ὁρμή

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμή Medium diacritics: ὁρμή Low diacritics: ορμή Capitals: ΟΡΜΗ
Transliteration A: hormḗ Transliteration B: hormē Transliteration C: ormi Beta Code: o(rmh/

English (LSJ)

ἡ,
A rapid motion forwards, onrush, onset, assault, μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν Il.9.355; ἐκ τοῦ αὐτοῦ χωρίου ἡ ὁρμὴ ἔσται the attack, invasion, Hdt.1.11; ἡ ἐπὶ βασιλέα ὁρμή X.An.3.1.10; also of an impulse received from another, ἐμέ τ' εἰσορόων καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενος ὁ. Il.10.123, cf. Od.2.403.
2 more freq. of things, πυρὸς ὁρμή the rage of fire, Il.11.157; ὑπὸ κύματος ὁρμῆς by the shock of a wave, Od.5.320; ἔγχεος ὁρμή Hes.Sc.365; but ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν within my spear's cast, within reach of my spear, Il.5.118; ὁρμὴ γονάτων spring of knee, i.e. power to spring or leap, Pi.N.5.20; ποδὸς ὁρμή speed of foot, E.El.112 (lyr.): pl., of the tides, Ptol.Tetr.3.
II impulse to do a thing, effort, μίνυνθα δέ οἱ γένεθ' ὁρμή Il.4.466; μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁ. Od.5.416; φιλότητος.. ἄμβροτος ὁρμή Emp.35.13; πίστιος ὁ. Id.114.3; ἐπεὶ δὲ δαιμονίη τις γίνεται ὁ. Hdt.7.18; μαινομένᾳ σὺν ὁρμᾷ S.Ant.135 (lyr.), cf. Tr.720; τίς προσήγαγε χρεία; τίς ὁ.; Id.Ph.237; οὕτω καθ' ὁρμὴν δρῶσιν, i.e. with so much zeal, ib.566; εἰ.. ἄγοι αὐτὸν ὁ. θειοτέρα Pl.Phdr.279a: joined with ἐπιθυμία, Id.Phlb.35d, Th.3.36; μιᾷ ὁρμῇ = with one impulse, X.An.3.2.9; ἀπὸ μιᾶς ὁρμής Th.7.71; ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁ. Luc.Hist.Conscr. 2: c. gen. objecti, eager desire of or eager desire for a thing, Th.7.43, etc.: so with a Prep., ἡ ὁρμή, ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους Pl.Prm.135d, cf. 130b; ἔχειν ὁρμὴν πρός τι Arist.MM1185a31, al.; ὁ. ἐπέπεσέ τισι, c. inf., Th.4.4; ὁρμὴν παραστῆσαί τισι εἴς τι or c. inf., Plb.2.48.5, Plu.Cor.33; ὁρμὴν σχεῖν, c. inf., Id.Publ.19.
2 in Stoic philosophy, appetition, including reasoned choice and irrational impulse, Stoic.3.40, al.
3 Pythagorean name for 2, Anatolius ap. Theol.Ar. 8.
III setting oneself in motion, start on a march, etc., ἐν ὁρμῇ εἶναι = to be on the point of starting, X.An. 2.1.3, cf. Arist.Rh. 1393a3; ἐπὶ παντὸς ὁρμῇ.. πράγματος at the start of every undertaking, Pl.Ti.27c; ἡ ὁρμὴ [τούτων τῶν ἀνέμων] the point at which these winds start, Arist.Mete.364b5, cf. Pl.R. 511b (pl.). (Cf. Skt. s´rati 'flow'.)

German (Pape)

[Seite 381] ἡ (ορ), heftiger Andrang, Angriff, Anfall; eines Kämpfers, Il. 9, 355; eines wilden Tieres, 11, 119; ἔγχεος ὁρμή, der Andrang, die Gewalt des geschleuderten Speeres, 5, 118; Hes. Sc. 365. 456; πυρὸς ὁρμή, die Gewalt des Feuers, Il. 11, 157; κύματος ὁρμή, der Wogenandrang, Od. 5, 320; ἔχω γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν, d. i. ich kann schnell laufen, Pind. N. 5, 20; μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ, Soph. Ant. 135, von dem Angriffe des Kapaneus; καθ' ὁρμὴν δρᾶν, mit einem Anlauf, bereitwillig, Phil. 562; πυρός, ποδός, Eur. Troad. 1081 El. 112; übh. der Anschlag, das Unternehmen, Soph. El. 1502, Schol. erkl. ἐπιχείρησις; Eur. ὁρμὴν ἂν λάβοις τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Suppl. 1050; der Angriff im Kriege, Her. 1, 11; der Aufbruch zum Marsch, Xen. An. 2, 1, 3; der Zug selbst, οὐκ ᾔδει τὴν ἐπὶ βασιλέα ὁρμήν, 3, 1, 10; Folgde, wie Pol. – Der innere Drang, Antrieb, Eifer, ἐπεὶ δαιμονίη τις γίγνεται ὁρμή, Her. 7, 18; ἐπὶ μείζω τις αὐτὸν ἄγοι ὁρμὴ θειοτέρα, Plat. Phaedr. 279 a; καλὴ καὶ θεία ἡ ὁρμὴ ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους, Parmen. 135 d; ἐναντίαν ὁρμὴν ὁρμηθείς, Polit. 273 a; ὁρμη ἐπιπίπτει τινί c. inf., Thuc. 4, 4; εἰς τοῦ τὰ δέοντα ποιεῖν ὁρμὴν προτρέψαι, Jem. Luft machen, seine Pflicht zu thun, Dem. 18, 246, wie Pol. sagt ὁρμὴν παραστῆσαί τινι εἰς τὸ ποιεῖν τι, für »Einen zu dem Entschluß bewegen, Etwas zu thun«, 2, 48, 5; ἐνέπεσέ τις ὁρμή τινι, es kam ihn die Luft an, 35, 5, 1; auch der Anfang, ἐξ ἄλλης ὁρμῆς, von Neuem, 28, 29, 8; Sp., κατακοσμήσω τὴν ψυχὴν ὁρμῇ πρὸς τὰ σεμνότατα, Luc. Somn. 10; oft bei Plut.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 assaut, attaque, surt. premier assaut, premier élan;
2 au sens mor. impulsion, désir : ὁρμὴ εἰσπίπτει τινί avec l'inf. THC l'envie vient à qqn de, etc.
3 élan vers un but, ardeur, zèle : οὕτω καθ' ὁρμήν SOPH avec tant de zèle ; ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς THC, μιᾷ ὁρμῇ XÉN, ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ LUC d'un seul coup, d'une seule fois ; ταύτῃ σὺν ὁρμῇ SOPH du même élan, de ce pas, sans tarder;
4 fig. premier assaut contre qch, attaque, premier pas dans une entreprise : ὁρμὴν ἔχειν avec l'inf. PLUT se disposer à, s'apprêter à, etc.
5 départ pour une marche ; voyage.
Étymologie: R. Ὀρ, s'élancer ; v. ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμή: дор. ὁρμά
1 натиск, напор, порыв (μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Soph.; κύματος ὁ. Hom.): πυρὸς ὁ. Hom. бушующее пламя; ἔγχεος ὁ. Hom. стремительный удар копья; ὁ. γονάτων Pind. упругость коленей, т. е. сила прыжка; ποδὸς ὁ. Eur. быстрота ног; καθ᾽ ὁρμήν Soph. с жаром, ревностно; τίς σε προσήγαγεν ὁ.; Soph. какой порыв привел тебя (сюда)?; μιᾷ ὁρμῇ Xen., ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς Thuc. и ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ Luc. единым порывом, в едином порыве;
2 нападение (θηρός Hom.; ἐπὶ βασιλέα Xen.);
3 побуждение, почин, инициатива (ποτιδέγμενος ὁρμήν τινος Hom.): δαιμονίη τις ὁ. Her. некое божественное внушение;
4 подготовка, сборы (в путь): ἐν ὁρμῇ ὄντων, ἦλθε Προκλῆς Xen. когда они готовились выступить в поход, явился Прокл;
5 стремление, желание, страсть (ἐπὶ τοὺς λόγους Plat.): ὁρμὴν παραστῆσαί τινι εἴς τι Polyb. внушить кому-л. решимость чего-л.; ἐναντίαν ὁρμὴν ὁρμηθείς Plat. раздираемый противоположными стремлениями.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὁρμητικὴ κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρός, προσβολή, ἐπίθεσις, Λατ. impetus, μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμὴν Ἰλ. Ι. 355· ἐκ τοῦ αὐτοῦ χωρίου ἡ ὁρμὴ ἔσται, ἡ προσβολή, εἰσβολή, ἐπιδρομή, Ἡρόδ. 1. 11· ἡ ἐπὶ βασιλέα ὁρμὴ Ξεν. Ἀν. 3. 1, 10· ― ὡσαύτως ὁρμὴ ἢ κίνησις ἣν λαμβάνει τις παρ’ ἄλλου, ἐμέ τ’ εἰσορόων καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενος ὁρμὴν Ἰλ. Κ. 123, πρβλ. Ὀδ. Β. 403. 2) συνηθέστερον ἐπὶ πραγμάτων, πυρὸς ὁρμή, ἡ ὁρμητικὴ ἐξάπλωσις τοῦ πυρός, Ἰλ. Λ. 157· ὑπὸ κύματος ὁρμῆς, ὑπὸ τῆς ὁρμῆς τοῦ κύματος, Ὀδ. Ε. 320· ἔγχεος ὁρμὴ Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 365· ἀλλά, ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν, εἰς ὁρμὴν δόρατος ἀφικέσθαι, δηλαδὴ νὰ πλησιάσῃ τόσον ὥστε ἡ ὁρμὴ τοῦ δόρατός μου νὰ τὸν εὕρῃ, Ἰλ. Ε. 118· ὁρμὴ γονάτων, δύναμις τοῦ τινάσσεσθαι ἢ πηδᾶν, Πινδ. Ν. 5. 39· ποδὸς ὁρμή, ταχύτης, Εὐρ. Ἠλ. 112· ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου, κτλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 17, κτλ. ΙΙ. ἡ πρώτη κίνησις εἴς τι πρᾶγμα, προσπάθεια ὅπως φθάσῃ τίς τι, προσοχὴ ἢ ἐπιμέλεια ὅπως πράξῃ τίς τι, μίνυνθα δέ οἱ γένεθ’ ὁρμὴ Ἰλ. Δ. 466· μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμὴ Ὀδ. Δ. 416· φιλότητος... ἄμβροτος ὁρμὴ Ἐμπεδ. 201· ἐπεὶ δὲ δαιμονίη τις γίνεται ὁρμὴ Ἡρόδ. 7. 18· μαινομένᾳ σὺν ὁρμᾷ Σοφ. Ἀντ. 135, πρβλ. Τρ. 720· τίς προσήγαγε χρεία; ὁ αὐτ. ἐν Φ. 237· οὕτω καθ’ ὁρμὴν δρῶσιν, δηλ. μετὰ τόσης ὁρμῆς, μετὰ τοσούτου ζήλου, αὐτόθι 566· εἰ... ἄγει αὐτὸν ὁρμὴ θειοτέρα Πλάτ. Φαῖδρ. 279Α· συναπτόμενον πρὸς τὸ ἐπιθυμία. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 35D, πρβλ. Θουκ. 3. 36· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 511Β· ― μιᾷ ὁρμῇ, ἐκ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ὁρμῆς, ὁμοθυμαδόν, Λατ. uno impetu, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9· οὕτω, ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς Θουκ. 7. 71· ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 2· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., ἔνθερμος ἐπιθυμία πρός τι ἢ διά τι, Θουκ. 7. 43, κτλ.· ἐν ὁρμῇ εἶναι τοῦ ποιεῖν Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 23· οὕτω μετ’ ἐμπροθέτου πτώσεως, ἡ ὁρμή, ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 4, 10, κ. ἀλλ. ― ὁρμὴ ἐπιπίπτει τινί, μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 4. 4· ὁρμὴν παραστῆσαί τινι εἴς τι, ἢ μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 2. 48, 5, Πλουτ. Κοριολ. 23· ὁρμὴν ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ποπλικ. 19. 2) ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ ὁρμαὶ καλοῦνται αἱ ἄνευ λόγου ὁρμέμφυτοι διαθέσεις κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μετὰ λόγου ἐλευθέραν θέλησιν, Κικ. Ν. D. 2. 22, de Fin. 3. 7., 4. 14, de Off. 2. 5. ΙΙΙ. ἁπλῶς, τὸ ἑτοιμάζεσθαι πρὸς ἀναχώρησιν, κτλ.· ἤδη δὲ ἐν ὁρμῇ ὄντων; ἐν ᾧ παρεσκευάζοντο ν’ ἀπέλθωσι, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 3· ἐκστρατεία, οὐ γὰρ ᾔδη τὴν ἐπὶ βασιλέα ὁρμὴν αὐτόθι 3. 1, 10, κτλ. (Ἐντεῦθεν, ὁρμάω, ὁρμαίνω, ἀφορμή, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. sar, sar-âmi (fluo), sar-am, sar-as (aqua), sar-it (fluvius).)

English (Autenrieth)

start, impetus, rush, attack, effort; of things as well as persons, κύματος, πυρός, ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν, within the ‘cast’ of a spear, Il. 5.118; ‘departure,’ Od. 2.403; ἐμὴν ὁρμήν, ‘prompting from me,’ Il. 10.123.

English (Strong)

of uncertain affinity; a violent impulse, i.e. onset: assault.

English (Thayer)

ὁρμῆς, ἡ (from the root, sar, to go, flow; Fick i., p. 227; Curtius, § 502), from Homer down, a violent motion, impulse: a hostile movement, onset, assault, Trench, § lxxxvii.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁρμή)
1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό»)
2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή του ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ», Ομ. Ιλ.)
3. ορμέμφυτη, εσωτερική τάση και διάθεση του ανθρώπου, ένστικτο («θυμάται ορμές που βάσταγε / και πόση χαρά θυσίαζε», Καβάφης)
4. έκφραση και εξωτερίκευση εσωτερικής ζωτικότητας («πρῶται τῆς νεότητος ὁρμαί», Πλούτ.)
5. εκδήλωση εσωτερικού πάθους («η ορμή του έρωτα»)
6. σφοδρή επιθυμία για κάτι, πόθος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η ώθηση ενέργειας που τροφοδοτεί την ασυνείδητη ψυχική δραστηριότητα και προκαλεί την κινητικότητα του οργανισμού, ψυχική μορφή μιας μόνιμης πηγής διέγερσης που προέρχεται από το εσωτερικό του οργανισμού και διακρίνεται από την εξωτερική διέγερση, αλλ. ενόρμηση
2. (φυσ.-μηχανολ.) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ορίζεται ως το γινόμενο της μάζας ενός κινούμενου σώματος επί την ταχύτητά του
3. φρ. α) «γενετήσια ορμή» — η φυσιολογική τάση του ανθρώπου για ερωτική συνεύρεση
β) «ορμή προς επικράτηση»
(φιλοσ.) ορμή που, σύμφωνα με τον Νίτσε, ενυπάρχει στον άνθρωπο και αποβλέπει στην αύξηση της δύναμής του
μσν.
έντονη διάθεση για πόλεμο
αρχ.
1. εισβολή, επιδρομή
2. (σχετικά με ζώο) ταχύτητα κατά την κίνηση ή ταχύτητα κατά την επίθεση
3. διάθεση ή προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
4. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού 2
5. φρ. α) «μιᾷ ὁρμῇ» — με τον ίδιο ζήλο
β) «ὁρμὴ εἰσπίπτει» — σφοδρή επιθυμία καταλαμβάνει κάποιον προκειμένου να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὁρμὴ (< ὀρ-σμᾶ), κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται παράγωγο του ρ. ὄρνυμι «κινώ, εγείρω, ξεσηκώνω» (για τη δασύτητα της λ. συγκριτικά με την ψίλωση του ὄρνυμι πρβλ. ἀραρίσκω: ἅρμα). Η παλαιότερη σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. sarma «τρέχων, σπεύδων, και sisarti «ρέω, χύνομαι», παρ' ότι ικανοποιεί από μορφολογική άποψη, δεν γίνεται πλέον αποδεκτή].

Greek Monotonic

ὁρμή: ἡ,
I. 1. βίαιη κίνηση προς τα μπρος, έφοδος, επίθεση, επιδρομή, Λατ. impetus, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, πυρὸς ὁρμή, η μανία της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ κύματος ὁρμῆς, από τον πάταγο του κύματος, σε Ομήρ. Οδ.· ἐςὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν, σε απόσταση ίση με το μήκος του δόρατός μου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. η πρώτη κίνηση ή απαρχή ενός πράγματος, προσπάθεια ή απόπειρα να φθάσω κάτι, παρόρμηση να κάνω κάτι, Λατ. uno impetu, σε Ξεν.· ομοίως, ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς, σε Θουκ.· με γεν. αντικειμενική, σφοδρή επιθυμία από ή προς κάτι, στον ίδ.
2. έναρξη μιας πορείας, ἐν ὀρμῇ εἶναι, βρίσκομαι στο σημείο εκκίνησης, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: onset, assault, onrush, outset, effort (Il.).
Compounds: As seeming 2. member in ἐφορμή onset, assault (χ 130, Th.), ἀφορμή starting point, resource etc. (IA.), bakformations from ἐφ-, ἀφ-ορμάω (cf. Chantraine Form. 149).
Derivatives: Denomin.: 1. ὁρμαίνω, -ῆναι rarely w. ἐφ-, ὑπερ-, to (re)consider, to ponder (Il.; on the meaning against μερμηρίζω a. o. Chr. Voigt Überlegung und Entscheidung. Berlin-Chbg. 1934), to put in violent motion, to be eager (A., Pi., B.); here ὁρμανόν ἀνεστηκός, χαλεπόν H. ?; analog. ὁρμάστειρα f. she who urges on (Orph. H.) like θερμάστρα a.o. beside θερμαίνω. 2. ὁρμάω -ῆσαι, often w. prefix, esp. ἀφ-, ἐφ-, παρ-, ἐξ-, to incite, to excite, intr. (also midd.) to rise quickly, to charge, to set off, to begin (Il.) with ὁρμήματα pl. onrush (Β 356 = 590; cf. Porzig Satzinhalte 184f.), (παρ-)όρμημα n. onset, incitement (LXX, Epicur.), (παρ-, ἐφ-, ἐξ-)όρμησις f. incitement, onset, assault, eagerness (X., Plb.); ὁρμ-ητήριον, Dor. -ᾶτήριον n. (operation) base (Att., Cret. III--IIa), -ητής m. he who urges on (Philostr. Iun.), -ητίας m. id. (Eust.), (ἐφ-, ἀφ-, παρ-, ἐξ-)ορμητικός offensive, desiring, eager etc. (Ti. Locr., Arist.); backformation ἄφορμος setting off, leaving (S.).
Origin: IE [Indo-European] [509] *ser- flow, stream
Etymology: Since Pott a.o. (s. Curtius 347), prob. correctly, compared with Skt. sárma- m. flowing, streaming (only RV 1, 80, 5; IE *sór-mo- : *sor-mā́), from a verb Skt. sí-sar-ti, sár-ati flow, stream, also hurry, drive etc., which is formally excellent (cf. Porzig 283 f.), semantically quite possible. Inside Greek one might also compare ὄρνυμι arouse (Sommer Lautst. 133 w. n.1; cf. Chantraine Form. 149 f.); on the asper s. ἅρμα. -- Difficult to judge is ἑρμή ἔξοδος H. with the variant ἐρίμη id.; premature comclusions in Specht Ursprung 164 after Fick KZ 43, 132.

Middle Liddell

ὁρμη, ἡ,
I. a violent movement onwards, an assault, attack, onset, Lat. impetus, Il., Hdt., Xen.
2. of things, πυρὸς ὁρμή the rage of fire, Il.; ὑπὸ κύματος ὁρμῆς by the shock of a wave, Od.; ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν within reach of my spear, Il.
II. the first stir or start in a thing, an effort or attempt to reach a thing, impulse to do it, Hom., Hdt., Attic:— μιᾷ ὁρμῇ with one impulse, Lat. uno impetu, Xen.; so, ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς Thuc.:—c. gen. objecti, eager desire of or for a thing, Thuc.
2. a start on a march, ἐν ὁρμῇ εἶναι to be on the point of starting, Xen.

Frisk Etymology German

ὁρμή: {hormḗ}
Grammar: f.
Meaning: Anlauf, Angriff, Ansturm, Aufbruch, Streben (seit Il.).
Composita : Als scheinbares Hinterglied in ἐφορμή Anlauf, Angriff (χ 130, Th. u.a.), ἀφορμή Ausgangspunkt, Hilfsmittel (ion. att.), Rückbildungen aus ἐφ-, ἀφορμάω (vgl. Chantraine Form. 149).
Derivative: Davon zwei Denominativa : 1. ὁρμαίνω, -ῆναι vereinzelt m. ἐφ-, ὑπερ-, ‘hin- und hersinnen, überlegen’ (ep. poet. seit Il.; zur Bed. gegenüber μερμηρίζω u. a. Chr. Voigt Überlegung und Entscheidung. Berlin-Chbg. 1934), in heftige Bewegung setzen, eifrig sein (A., Pi., B. u.a.); dazu ὁρμανόν· ἀνεστηκός, χαλεπόν H. ?; analogisch ὁρμάστειρα f. Antreiberin (Orph. H.) wie θερμάστρα u.a. neben θερμαίνω. 2. ὁρμάω -ῆσαι, oft m. Präfix, bes. ἀφ-, ἐφ-, παρ-, ἐξ-, antreiben, erregen, intr. (auch Med.) sich rasch erheben, anstürmen, aufbrechen, beginnen (seit Il.) mit ὁρμήματα pl. Aufbruch (Β 356 = 590; vgl. Porzig Satzinhalte 184f.), (παρ-)όρμημα n. ‘Antrieb, An- lauf’ (LXX, Epikur. usw.), (παρ-, ἐφ-, ἐξ-)όρμησις f. Anspornung, Aufforderung, Angriff, Eifer (X., Plb. usw.); ὁρμητήριον, dor. -ᾶτήριον n. Stützpunkt, Operationsbasis (att., kret. III—IIa), -ητής m. Antreiber (Philostr. Iun.), -ητίας m. ib. (Eust.), (ἐφ-, ἀφ-, παρ-, ἐξ-)ορμητικός ‘angreifend, begehrend, eifrig u.a.’ (Ti. Lokr., Arist. usw.); Rückbildung ἄφορμος aufbrechend, abreisend (S.).
Etymology : Seit Pott u.a. (s. Curtius 347), wohl richtig, mit aind. sárma- m. das Fließen, Strömen (nur RV 1, 80, 5) verglichen (idg. *sór-mo- : *sor-mā́), von einem Verb aind. -sar-ti, sár-ati fließen, strömen, auch eilen, jagen, formal ausgezeichnet (vgl. Porzig 283 f.), begrifflich gewiß möglich. Eine wenigstens ebensogut denkbare Anknüpfung innerhalb des Griech. bietet sonst ὄρνυμι erregen (Sommer Lautst. 133 m. A.1; vgl. Chantraine Form. 149 f.); zum Asper s. ἅρμα. —Schwierig zu beurteilen ist ἑρμή· ἔξοδος H. mit der Nebenform ἐρίμη ib.; voreilige Schlüsse bei Specht Ursprung 164 nach Fick KZ 43, 132.
Page 2,419-420

Chinese

原文音譯:Ðrm» 何而姆
詞類次數:名詞(2)
原文字根:衝
字義溯源:暴動,推動*,急進,擁上來,從事,意思,想要參讀 (ἐπιθυμία)同義字
同源字:1) (ἀφορμή)出發點 2) (ὁρμάω)出發 3) (ὁρμή)推動 4) (ὅρμημα)攻擊 5) (προσορμίζω)碇泊
出現次數:總共(2);徒(1);雅(1)
譯字彙編
1) 意思(1) 雅3:4;
2) 暴動(1) 徒14:5

English (Woodhouse)

anger, caprice, eagerness, impulse, rush, violence, whim, sudden impulse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

motus, movement, disturbance, 2.11.2,
impetus, attack, 3.36.2, [vulgo commonly προσξυνεβάλοντο] 4.4.1, 4.127.2, 7.43.5, 7.71.6.