διδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(T21)
(9)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[imperfect]] ἐδίδασκον; [[future]] [[διδάξω]]; 1st aorist [[ἐδίδαξα]]; 1st aorist [[passive]] ἐδιδάχθην; (ΔΑΩ (cf. Vanicek, p. 327)); (from [[Homer]] [[down]]); the Sept. for הודִיעַ , הורָה, and [[especially]] for לִמַּד; to [[teach]];<br /><b class="num">1.</b> [[absolutely]],<br /><b class="num">a.</b> to [[hold]] [[discourse]] [[with]] others in [[order]] to [[instruct]] [[them]], [[deliver]] didactic discourses: to be a [[teacher]] ([[see]] [[διδάσκαλος]], 6): to [[discharge]] the [[office]] of [[teacher]], [[conduct]] [[oneself]] as a [[teacher]]: לְ לִמַּד ([[Plutarch]], Marcell c. 12), [[with]] the dative of [[person]]: τῷ [[Βαλάκ]], bez elz [[τόν]] [[Βαλάκ]]); cf. Buttmann, 149 (130); Winer s Grammar, 223 (209), cf. 227 (213).<br /><b class="num">b.</b> according to the [[regular]] [[use]], [[with]] the accusative of [[person]], to [[teach]] [[one]]: used of Jesus and the apostles uttering in [[public]] [[what]] [[they]] wished [[their]] hearers to [[know]] and [[remember]], [[τούς]] Ἕλληνας, to [[act]] the [[part]] of a [[teacher]] [[among]] the Greeks, to [[impart]] [[instruction]], instill [[doctrine]] [[into]] [[one]]: [[ὅτι]]: [[περί]] τίνος, ἐν Χριστῷ διδαχθῆναι, to be taught in the fellowship of Christ, [[prescribe]] a [[thing]]: διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀνθρώπων, precepts [[which]] are commandments of men (from Buttmann, 148 (129)); [[τήν]] ὁδόν [[τοῦ]] Θεοῦ, [[ταῦτα]], ἅ μή [[δεῖ]], to [[explain]], [[expound]], a [[thing]]: ἀποστασίαν [[ἀπό]] Μωϋσέως, the [[necessity]] of forsaking Moses, to [[teach]] [[one]] [[something]] (Winer s Grammar, 226f (212); Buttmann, 149 (130)): ([[ἐκεῖνος]] [[ὑμᾶς]] διδάξει πάντα, [[τοῦ]] διδάσκειν [[ὑμᾶς]] τινα τά στοιχεῖα, R G T Tr and others [[read]] — [[not]] so [[well]] — τινα; ([[but]] cf. Buttmann, 260 (224) [[note]], 268 (230) [[note]])); ἑτέρους διδάξαι, [[namely]], αὐτά, διδαχθῆναι τί (Buttmann, 188 (163); Winer's Grammar, 229 (215)): ἐδιδάχθην, [[namely]], [[αὐτό]]), 2 Thessalonians 2:15.
|txtha=[[imperfect]] ἐδίδασκον; [[future]] [[διδάξω]]; 1st aorist [[ἐδίδαξα]]; 1st aorist [[passive]] ἐδιδάχθην; (ΔΑΩ (cf. Vanicek, p. 327)); (from [[Homer]] [[down]]); the Sept. for הודִיעַ , הורָה, and [[especially]] for לִמַּד; to [[teach]];<br /><b class="num">1.</b> [[absolutely]],<br /><b class="num">a.</b> to [[hold]] [[discourse]] [[with]] others in [[order]] to [[instruct]] [[them]], [[deliver]] didactic discourses: to be a [[teacher]] ([[see]] [[διδάσκαλος]], 6): to [[discharge]] the [[office]] of [[teacher]], [[conduct]] [[oneself]] as a [[teacher]]: לְ לִמַּד ([[Plutarch]], Marcell c. 12), [[with]] the dative of [[person]]: τῷ [[Βαλάκ]], bez elz [[τόν]] [[Βαλάκ]]); cf. Buttmann, 149 (130); Winer s Grammar, 223 (209), cf. 227 (213).<br /><b class="num">b.</b> according to the [[regular]] [[use]], [[with]] the accusative of [[person]], to [[teach]] [[one]]: used of Jesus and the apostles uttering in [[public]] [[what]] [[they]] wished [[their]] hearers to [[know]] and [[remember]], [[τούς]] Ἕλληνας, to [[act]] the [[part]] of a [[teacher]] [[among]] the Greeks, to [[impart]] [[instruction]], instill [[doctrine]] [[into]] [[one]]: [[ὅτι]]: [[περί]] τίνος, ἐν Χριστῷ διδαχθῆναι, to be taught in the fellowship of Christ, [[prescribe]] a [[thing]]: διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀνθρώπων, precepts [[which]] are commandments of men (from Buttmann, 148 (129)); [[τήν]] ὁδόν [[τοῦ]] Θεοῦ, [[ταῦτα]], ἅ μή [[δεῖ]], to [[explain]], [[expound]], a [[thing]]: ἀποστασίαν [[ἀπό]] Μωϋσέως, the [[necessity]] of forsaking Moses, to [[teach]] [[one]] [[something]] (Winer s Grammar, 226f (212); Buttmann, 149 (130)): ([[ἐκεῖνος]] [[ὑμᾶς]] διδάξει πάντα, [[τοῦ]] διδάσκειν [[ὑμᾶς]] τινα τά στοιχεῖα, R G T Tr and others [[read]] — [[not]] so [[well]] — τινα; ([[but]] cf. Buttmann, 260 (224) [[note]], 268 (230) [[note]])); ἑτέρους διδάξαι, [[namely]], αὐτά, διδαχθῆναι τί (Buttmann, 188 (163); Winer's Grammar, 229 (215)): ἐδιδάχθην, [[namely]], [[αὐτό]]), 2 Thessalonians 2:15.
}}
{{grml
|mltxt=και διδάχνω (AM [[διδάσκω]], Μ και διδάχνω)<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[μεταδίδω]] γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς [[βίοτος]]»)<br /><b>2.</b> [[κηρύττω]] («διδάσκει τον λόγο του Θεού», «ἐδίδασκεν ἀπ<br />ἄμβωνος ἡ ἐπ' ἄμβωνος», «διδάσκων ἐν ταῑς συναγωγαῑς»)<br /><b>3.</b> [[προετοιμάζω]] και [[παρουσιάζω]] θεατρικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> [[υποδεικνύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>5.</b> (για θρησκευτικούς ηγέτες, φιλοσόφους, πολιτικούς <b>κ.λπ.</b>) [[πρεσβεύω]] και [[διακηρύσσω]], [[θεωρώ]] ως [[ορθό]]<br /><b>6.</b> (-ομαι) [[μαθαίνω]], [[αποκτώ]] γνώσεις ή εμπειρίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δάσκαλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — γι' αυτούς που δεν τηρούν οι ίδιοι όσα υποδεικνύουν στους άλλους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]] ([[κείμενο]] ή [[θεωρία]])<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξιστορώ]], [[διηγούμαι]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] εντολές, [[διατάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>dns</i>- που συνδέεται με τη λ. [[δήνεα]], αρχ. ινδ. <i>damsas</i>-, <i>dasra</i>- «αυτός που κάνει θαύματα». Πρόκειται για αναδιπλασιασμένο μεταβιβαστικό και θαμιστικό ενεστώτα σε -<i>σκω</i> που [[μάλλον]] προέρχεται από θ. σε <i>δα</i>-. Στον Όμηρο απαντά με [[επίθημα]] -<i>η</i>, μέλλ. <i>δαήσεαι</i> «θα μάθεις», αόρ. <i>εδάην</i>, <i>δαήναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δασ</i>-<i>ήναι</i>), παρακμ. [[δεδάηκα]]. Ήδη στον Όμηρο αόρ. <i>εδίδαξα</i>, [[έπειτα]] στην Ιων.-Αττική μέλλ. <i>διδάξω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλύξω</i> του [[αλύσκω]]). Τα ονοματικά παράγωγα της λ. σχηματίζονται [[είτε]] με θ. <i>δα</i>- [[είτε]] με παρεκτεταμένο θ. <i>δαη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαήμων]], [[δαημοσύνη]]), [[καθώς]] [[επίσης]] μτγν. και με ουρανικό θ. <i>διδαχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδαχή]] και το [[ταραχή]]-<i>ετάραξα</i>) ή με το θ. του ενεστ. <i>διδασκ</i>-. Ο τ. <i>διδάχνω</i> από τον αόρ. <i>εδίδαξα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έσπρωξα</i>-[[σπρώχνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δίδαγμα]], [[διδακτήριος]], [[διδακτικός]], [[διδακτός]], [[δίδακτρο]](<i>ν</i>), [[διδασκαλία]], [[διδάσκαλος]], [[διδαχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δίδαξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[μεταδιδάσκω]], [[συνδιδάσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναδιδάσκω]], [[αντιδιδάσκω]], [[αποδιδάσκω]], [[εκδιδάσκω]], [[επεκδιδάσκω]], [[επιδιδάσκω]], [[παραδιδάσκω]], [[προδιδάσκω]], [[προεκδιδάσκω]], [[προσαναδιδάσκω]], [[προσδιδάσκω]], [[προσεκδιδάσκω]], [[προσεπιδιδάσκω]], [[υποδιδάσκω]]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδάσκω Medium diacritics: διδάσκω Low diacritics: διδάσκω Capitals: ΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: didáskō Transliteration B: didaskō Transliteration C: didasko Beta Code: dida/skw

English (LSJ)

Ep.inf. -έμεναι and -έμεν, Il.9.442, 23.308: fut.

   A διδάξω A. Supp.519, etc.: aor. ἐδίδαξα Il.23.307, etc.; poet. ἐδιδάσκησα h.Cer. 144 (prob.), Hes.Op.64, Pi.P.4.217: pf. δεδίδαχα X.Cyr.1.3.18, Pl. Men.85e:—Med., fut. διδάξομαι: aor. ἐδιδαξάμην:—Pass., fut. διδαχθήσομαι D.H.3.70, etc.: aor. ἐδιδάχθην Sol.13.51, Hdt.3.81, Ar.Nu. 637, etc.: pf. δεδίδαγμαι Il.11.831, Pl.Phdr.269c, etc. Redupl. form of δάω (q.v.) in causal sense:—instruct a person, or teach a thing, Il. 11.832, 9.442: c. dupl. acc., σε . . ἱπποσύνας ἐδίδαξαν they taught thee riding, 23.307, cf. Od.8.481; πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς βίοτος E. Hipp.252 (lyr.), etc.; also δ. τινὰ περί τινος Ar.Nu.382; δ. τῶν γενομένων τισὶ τὴν ἀλήθειαν Pl.Tht.201b: c. acc. pers. et inf., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι teach thee to be... Od.1.384: c. inf. only, δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα she taught how to shoot, Il.5.51, etc.: without inf., πολλοὶ τοὺς υἱοὺς ῥήτορας διδάσκουσιν Aristonym. ap. Stob.3.4.105; δ. πολλοὺς αὐλητάς Charon 9; τούτους ἱππέας ἐδίδαξεν οὐδενὸς χείρους Pl.Men.94b; also δ. τινὰ σοφόν E.Heracl.575: with an abstract subject, πολυμαθίη νόον οὐ διδάσκει Heraclit.40; ξενιτείη αὐτάρκειαν δ. Democr.246:—Med., teach oneself, learn, φθέγμα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.Ant. 356 (lyr.); but usu., have one taught or educated, esp. of a father, τὰ ἄλλα . . διδάσκεσθαι τοὺς ὑεῖς Pl.Prt.325b; δ. τοὺς ὑεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Arist.Pol.1321a24: c. inf., δ. τινὰ ἱππεύειν Pl.R.467e; δ. τινα ἱππέα Id.Men.93d, cf. X.Mem.4.4.5 (this distn. between Act. and Med. was neglected by some Poets and late Prose writers, Med. being used like Act. in Pi.O.8.59, Luc.Somn.10, etc.; but in Ar.Nu.783 Elmsl. restored διδάξαιμ' ἄν σ' ἔτι for διδαξαίμην σ' ἔτι, and in Pl.R.421e Cobet cj. διδάξει for -εται: Med. is used of gods, [θεοί] . . ὅπλων χρῆσιν διδαξάμενοι Id.Mx.238b):—Pass., to be taught, learn, c. gen., διδασκόμενος πολέμοιο trained, skilled in war, Il. 16.811: c. acc., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι which [medicines] they say thou wert taught by Achilles, 11.831, cf. Arat.529; ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλὸν οὐδέν Hdt.3.81; διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.Andr.739: freq. c. inf., δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.2.69; βρέφος διδάσκεται λέγειν ἀκούειν θ' E.Supp.914; διδάσκεσθαι ὡς . . X. HG2.3.45.    2 c. gen., indicate, give sign of, χειμῶνος συναγειρομένοιο Arat.793, cf. 734.    II abs., explain, πῶς δή; δίδαξον A.Eu. 431; σαφῶς δ. Th.2.60, etc.; show by argument, prove, λέγων διδασκέτω X.An.5.7.11, etc.; δ. περί τινος ὡς . . Th.3.71; ἡλίκον ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα . . πειράσομαι . . διδάξαι Aeschin.3.238; ποιητὴς δ. ὅτι . . Jul. Or.2.50b.    III of dithyrambic and dramatic Poets (cf. διδάσκαλος 11), δ. διθύραμβον, δρᾶμα, produce a piece, Hdt.1.23, 6.21; Πέρσας Ar.Ra.1026, cf. Pl.Prt.327d, IG12.770, al.:—Med., διδάξασθαι χορόν train one's own chorus, Simon.145.

German (Pape)

[Seite 615] lehren; ron δάω mit Reduplication δι-und verstärkender Endung -σκω gebildet, vgl. φάω (φάFω) πιφαύσκω; fut. διδάξω, ἐδίδαξα, ἐδιδάσκησα Hes. O. 64 H. h. Cer. 144, perf. δεδίδαχα, δεδίδαγμαι z. B. Her. 4, 22; – 1) lehrenn. unterrichten, von Homer an überall; τί, Iliad. 9, 442 τοὔνεκά με προέηκε, διδασκέμεναι τάδε πάντα, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; τἀληθῆ Plat. Phaedr. 276 c; so τέχνην u. ähnl.; τινά τι, von Hom. an überall, z. B. Odyss. 8, 481 οὕνεκ' ἄρα σφέας οἴμας μοῦσ' ἐδίδαξε, φίλησε δὲ φῦλον ἀοιδῶν; vgl. Iliad. 23, 307; ἐμὲ τὰ ἐρωτικά Plat. Conv. 201 d; σὲ τὴν ἐπιστήμην Euthyd. 293 b; auch τινὰ περί τινος, Ar. Nubb. 382; vgl. Thuc. 3, 71; c. inf., Il. 5, 51.Σκαμάνδριον, αἵμονα θήρης, ἐσθλὸν θηρητῆρα δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα; Odyss. 1, 384 ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεο' αὐτοὶ ὑψαγόρην τ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν; τοῦτον γεωμετρεῖν Plat. Men. 85 d; τινά allein, = belehren, Il. 11, 832 Od. 8, 488. Auch τούτους – ἱππέας ἐδίδαξεν οὐδενὸς χείρους Plat. Men. 94 b. – Uebh. = klar aus einander setzen, darthun, beweisen. - Pass., διδασκόμενος πολέμοιο, in der Kriegskunst, Il. 16, 811; ἐπὶ δ' ἤπια φάρμακα πάσσε, ἐσθλά, τά σε προτί φασιν Αχιλ λῆος δεδιδάχθαι Iliad. 11, 831; so für »lernen«, σκεσθαί τινα, Einen unterrichten lassen, τοὺς υἱέας Plat. Prot. 325 b; τὸν υἱὸν ἱππέα ἐδιδάξατο ἀγαθόν, ließ ihn zu einem guten Reiter ausbilden, Men. 93 d; vgl. Xen. Mem. 4, 4, 5. – Sich unterrichten lassen, lernen; αὐτὸς διδάξομαι Ar. Nubb. 127; vgl. Soph. Ant. 356; Eur. Hel. 1442. – Aber auch = activ., Plat. Menex. 258 b; Ar. Nubb. 782; Luc. Tox. 14 u. öfter. – 2) διθύραμβον, δρᾶμα, von den Dichtern, die einen Dithyrambus, ein Drama selber einstudiren, die Schauspieler anweisen u. die Aufführung leiten, Her. 1, 23; von Arion Plat. Prot 327 d; Ar. Ran. 1026. – Vom Choregen braucht es Antiph. 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδάσκω: Ἐπ. ἀπαρ. -έμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Ι. 442., Ψ. 308· μέλλ. διδάξω Ἀττ. ἀόρ. ἐδίδαξα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. ἐδιδάσκησα Voss Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 64, Πίνδ. Π. 4. 386· πρκμ. δεδίδαχα Ἀττ. ― Μέσ., μέλλ. διδάξομαι Ἀττ.· ἀόρ. ἐδιδαξάμην Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. διδαχθήσομαι Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.· ἀόρ. ἐδιδάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. δεδίδαγμαι Ἰλ., Πλάτ. Μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ δάω, ἐπὶ μεταβ. σημασίας (ἴδε ἐν λ. δάω). Διδάσκω (δηλ. πληροφορῶ, κάμνω τινὰ νὰ μάθῃ) τινὰ ἢ διδάσκω τι, Ὅμ., κτλ.· ἐντεῦθεν μετὰ διπλῆς αἰτιατ., σε… ἱπποσύνας ἐδίδαξαν, σὲ ἐδίδαξαν ἱππασίαν, Ἰλ. Ψ. 307, πρβλ. Ὀδ. Θ. 481· οὕτω παρ’ Ἀττ., πολλὰ διδάσκει μ’ ὁ πολὺς βίοτος Εὐρ. Ἱππ. 252, κτλ.· ὡσαύτως, δ. τινὰ περί τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· τούτοις διδ. (ἐάν ἡ ὀρθή γραφὴ δὲν εἶναι τοὺτους, ὅρα Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 114, ὅστις ἀποκαλεῖ σόλοικον τὴν μετὰ δοτ. σύνταξιν) ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 201Β, πρέπει νὰ ἐξηγηθῇ ὡς καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορ. οἷς· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι Ὀδ. Α. 384· καὶ μετὰ μόνης ἀπαρεμφ., δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα, ἐδίδαξε τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, Ἰλ. Ε. 51, καὶ συχνάκις οὕτως· ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., διδάσκειν τινὰ ἱππέα [ἐνν. εἶναι], διδάσκω τινὰ νὰ εἶναι …, γυμνάζω τινὰ εἰς ἱππασίαν, Πλάτ. Μένωνι 94Β· οὕτω, δ. τινὰ σοφόν, κακὸν Elmsl. Ἡρακλ. 575, Stallb. Πλάτ. Πρωτ. 327C. ― Μέσ., διδάσκω ἐμαυτόν, μανθάνω, φθέγμα καὶ ἀστυνόμους ὀργάς ἐδιδάξατο Σοφ. Ἀντ. 356· ἀλλ’ ἡ συνήθης σημασία τοῦ μέσου εἶναι: διδάσκειν τινὰ δι’ ἑτέρου, mandare aliquem docendum, ἰδίως ἐπὶ πατρὸς ἐκπαιδεύοντος τὸν υἱόν, τὰ ἄλλα… διδάσκεσθαι τοὺς υἱεῖς Πλάτ. Πρωτ. 325Β· δ. τοὺς υἱεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 3· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὰ ἱππεύειν Πλάτ. Πολ. 467Ε· διδάσκεσθαί τινα ἱππέα (ἐνν. εἶναι) ὁ αὐτ. Μένωνι 93D· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, Pors. Μηδ. 297. ― Ἡ διάκρισις αὕτη μεταξὺ τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου δὲν τηρεῖται ὑπό τινων ἐκ τῶν ποιητῶν καὶ τῶν μεταγενεστέρων πεζογράφων, καὶ τὸ μέσ. εὕρηται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. παρὰ Σιμων. 147, Πινδ. Ο. 8. 77, Λουκ. Ἐνυπν. 10, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 783 ὁ Elmsl. διώρθωσε, διδάξαιμ’ ἂν σ’ ἔτι ἀντὶ διδαξαίμην σ’ ἔτι, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 421Ε. ὁ Cobet προτείνει διδάξει ἀντὶ -εται). ― Παθ., διδάσκομαι μανθάνω, μετὰ γεν., διδασκόμενος πολέμοιο, ἔμπειρος τοῦ πολέμου, Ἰλ. Π. 811, πρβλ. *δάω· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι, ἅτινα [φάρμακα] λέγουσιν ὅτι ἐδιδάχθης ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Λ. 831· ὃς οὔτ’ ἐδιδάχθη οὔτ’ οἶδε καλὸν οὐδὲν Ἡρόδ. 3. 81· διδάσκω καὶ διδάσκομαι λόγους Εὐρ. Ἀνδρ. 739· ἀλλὰ συχνάκις μετ’ ἀπαρ., δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Ἡρόδ. 2. 69, κτλ.· βρέφος διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 914· ὡσαύτως, διδάσκεσθαι ὡς… Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 45. ΙΙ. ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, ἑρμηνεύω, Θουκ. 2. 60· δεικνύω διὰ συλλογισμοῦ, ἀποδεικνύω, λέγων διδασκέτω Ξεν. Ἀν. 5. 7, 11, κτλ.· δ. περί τινος ὡς… Θουκ. 3. 71· ἡλίκον ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα…, πειράσομαι… διδάξαι Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ. ΙΙΙ. τὸ διδάσκειν ἰδιαιτέρως ἐλέγετο ἐπὶ τῶν διθυραμβικῶν καὶ δραματικῶν ποιητῶν, οἵτινες ἐδίδασκον τοὺς ὑποκριτὰς τὰ μέρη αὐτῶν καὶ ἐπεστάτουν κατὰ τὴν παράστασιν τῶν δραμάτων ἢ ποιημάτων αὑτῶν, δ. διθύραμβον, δρᾶμα Ἡρόδ. 1. 23. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 327D, κτλ.· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διδάξασθαι χορὸν Σιμων. 147· ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 211 - 226, διδασκαλία ΙΙ, διδάσκαλος ΙΙ, καὶ πρβλ. Böttiger Quid sit docere fabulam, Opusc. σ. 284.

French (Bailly abrégé)

f. διδάξω, ao. ἐδίδαξα, pf. δεδίδαχα;
Pass. ao. ἐδιδάχθην, pf. δεδίδαγμαι;
1 enseigner, instruire, apprendre : τι, enseigner qch ; τινα, instruire qqn ; τινα ποιεῖν τι, postér. τινι ποιεῖν τι PLUT apprendre à qqn à faire qch ; περὶ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας ὡς ξυνέφερε THC devant expliquer les faits en les présentant sous un jour favονable ; abs. πῶς δή ; δίδαξον ESCHL comment donc ? explique ; λέγων διδασκέτω XÉN qu’il parle et qu’il s’explique ; Pass. avec un gén. : διδασκόμενος πολέμοιο IL instruit ou expert dans la guerre;
2 particul. διδάσκειν δρᾶμα HDT, διθύραμβον HDT faire représenter une pièce, un dithyrambe, etc., litt. donner les instructions nécessaires aux acteurs qui doivent jouer;
Moy. διδάσκομαι (f. διδάξομαι);
I. tr. 1 faire instruire : τι τοὺς υἱέας PLAT faire apprendre qch à ses enfants;
2 instruire, enseigner qqn;
II. au sens réfléchi s’instruire soi-même, apprendre pour soi : ἀστυνόμους ὀργάς SOPH apprendre à connaître les lois qui régissent les cités.
Étymologie: pour *δι-δάκ-σκω, de la R. Δακ = lat. doceo, développement de la R. Δα, apprendre, avec redoublement ; cf. *δάω.

English (Autenrieth)

(root δα), aor. (ἐ)δίδαξα, pass. perf. inf. δεδιδάχθαι: teach, pass., learn; διδασκόμενος πολέμοιο, ‘a beginner, tiro in fighting,’ Il. 16.811.

English (Slater)

δῐδάσκω
   1 teach Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε (Χίρων) μαλακόχειρα νόμον (N. 3.55) c. inf. καί ῥά μιν πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.45) med., τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον. ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν to have oneself taught (O. 8.59) met., reveal διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Hermann: ἐδιδάξαμεν codd.) fr. 122. 16.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. inf. διδασκέμεναι Il.9.442, διδασκέμεν Il.23.308; fut. διδάξω A.Supp.519, beoc. 3a plu. διδάξονθι SEG 32.496.12 (Tespias III a.C.); aor. ind. ἐδίδαξα Il.23.307, inf. διδασκῆσαι Hes.Op.64; perf. ind. δεδίδαχα Pl.Men.85e, X.Cyr.1.3.18, pas. inf. δεδιδάχθαι Il.11.831, Pl.Phdr.269c, part. δεδιδαγμένον Hdt.2.69]
I en v. act. y med.
1 enseñar, instruir en
a) c. doble ac., de pers. y de cosa σε ... ἱπποσύνας Il.23.307, σφέας οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481, Ἡσίοδον καλὴν ... ἀοιδήν Hes.Th.22, παρθενικὰς ... ἀγλαὰ ἔργ' h.Ven.15, cf. Orph.A.162, παῖδ' ... καλὰ ... ἔργα Phoc.15.2, κακὰ πολλὰ ... ἄνδρα Thgn.389, cf. 651, τὸν φαρμάκων ... μαλακόχειρα νόμον Pi.N.3.55, πολλὰ ... μ' E.Hipp.252, τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ... τοὺς ἀνθρώπους Antipho 6.2, Ἀκόντιον ... τέχνην Call.Fr.67.1, ὃν ... θεοπροπίας οἰωνῶν A.R.1.66, cf. 2.512, Call.Dian.217, tb. c. περί y gen. οὐδὲν ... περὶ τοῦ πατάγου ... μ' ἐδίδαξας Ar.Nu.382, en v. med. mismo sent. τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς Pl.Prt.325b, cf. Arist.Pol.1321a24, Opp.H.1.666;
b) c. ac. de pers. e inf. o interr. indir. σε ... ὑψαγόρην τ' ἔμεναι Od.1.384, μ' ... ἀείδειν Hes.Op.662, τοὺς παῖδας ... ἱροῦ ἅψασθαι Ἀρτέμιδος Hdt.3.48, τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.Men.85e, Μήδους ... αὑτοῦ μεῖον ἔχειν X.l.c., σὸν ... πατέρα ποῖα χρῆ λέγειν A.Supp.519, tb. c. ac. de anim. τοὺς ἵππους ... ὀρχεῖσθαι Charo Lamps.1, en v. med. mismo sent. δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ... ἐπιχθονίους ἐδιδάξατο Opp.H.2.23;
c) sólo c. ac. de cosa τάδε πάντα Il.9.442, ἔργα Hes.Op.64, ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκει Democr.B 246, σκυτοτομικήν Gorg.B 14, μάθησιν ἰδίαν Arist.Pol.1337a26, γράμματα δ. enseñar a leer, Milet 1(3).145.38 (II a.C.), Plu.Alc.7, τὰ πλεῖστα Vett.Val.343.31, en v. med. mismo sent. ὅπλων κτῆσιν ... διδαξάμενοι Pl.Mx.238b
en v. pas. c. suj. de cosa ser enseñado ἡγοῦνται σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι Pl.Phdr.269c;
d) sólo c. inf. u otra complet. o interr. indir. δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις ... βάλλειν ἄγρια πάντα Il.5.51, πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει Heraclit.B 40, χρόνος γὰρ οὐ διδάσκει φρονεῖν Democr.B 183, ἡ συμφορὴ διδάσκει ... τὰ ῥήϊστα αἱρεῖσθαι Hp.Art.52, τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν SIG 578.21 (Teos II a.C.), ἐγὼ ἀγάλματα θεῶν τειμᾶν ἐδίδαξα Hymn.Is.23 (Cime), δ. ὡς οὐκ ἔστιν Epicur.Ep.[4] 132, δ. ... ὅτι χρή Iul.Or.3.50b, πῶς δέ, αὐτὸς διδάξει ὁ νόμος Ph.1.250;
e) sólo c. ac. de pers. ὃν (Ἀχιλλῆα) Χείρων ἐδίδαξε Il.11.832, οὐκ ἂν διδάξαιμ' ἂν σ' ἔτι Ar.Nu.783, τοὺς φιλομαθοῦντας Plb.2.56.11;
f) c. dat. e inf. τῷ Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον Apoc.2.14;
g) abs. ὁ δ' αὐτὸς ... διδάσκει δὲ ἐννεύμασιν δακτύλων LXX Pr.6.13, ὁ θεὸς οὐ κατὰ συντέλειαν ἐδίδαξεν Ph.1.475, en v. med. mismo sent. τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον al que sabe le es más fácil enseñar Pi.O.8.59.
2 informar, explicar πῶς δή; δίδαξον A.Eu.431, σαφῶς διδάξας Th.2.60, c. ac. de pers. y περί c. gen. τὴν σύγκλητον περὶ τῶν προειρημένων Plb.25.5.4, sólo c. ac. de pers. οὐ γὰρ δεδύνησται (sic) ἡμᾶς διδάξαι pues no ha podido darnos una explicación, SB 7267.4 (III a.C.), cf. A.Al.11B.5.11, c. ac. int. y περί c. gen. βραχέα περὶ αὑτῶν Plb.24.10.2, sólo c. ὑπέρ y gen. δ. ὑπὲρ τῶν ... πραγμάτων Plb.22.11.6, tb. c. complet. δ. ὡς Th.3.71, δ. ὅτι Plb.5.5.3, 16.34.5, ἡλίκον δ' ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα ... διδάξαι Aeschin.3.238
c. suj. no de pers. y gen. indicar, señalar (σελήνη) ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός Arat.734, cf. 793.
3 de poetas ditirámbicos y dramáticos ejecutar, poner en escena una obra διθύραμβον ... διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ Hdt.1.23, δρᾶμα Hdt.6.21, Marm.Par.A 43, Πέρσας Ar.Ra.1026, cf. Pl.Prt.327d, frec. en inscrs. corégicas Πυθόδωρος ... ἐχορήγε, Ἀρίσταρχος ἐδίδασκε IG 13.960 (V a.C.), Σοφοκλῆς ἐδίδασκεν IG 13.970.5 (V a.C.)
en v. med. instruir un coro ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν Simon.FGE 794.
4 c. doble ac. de pers., uno compl. dir. y otro pred. enseñar a ser, educar como δίδασκέ μοι τοιούσδε τούσδε παῖδας, ἐς τὸ πᾶν σοφούς E.Heracl.574, τούτους ... ἱππέας Pl.Men.94b, πολλοὺς αὐλητάς Charo Lamps.1, τοὺς υἱοὺς ῥήτορας Aristonym. en Stob.3.4.105, en v. med. mismo sent. ἄλλους ... χείρους δημιουργούς Pl.R.421e, Κλεόφαντον ... ἱππέα Pl.Men.93d, σκυτέα διδάξασθαί τινα X.Mem.4.4.5.
II en v. med.-pas., gener. c. suj. de pers. y ac. de cosa
1 ser enseñado o instruido en, equiv. a aprender τά (φάρμακα) σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι los (fármacos) que se dice tú has aprendido de Aquiles, Il.11.831, ἄλλος Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς Sol.1.51, ὄφρα διδαχθῇς a fin de que aprendas Thgn.565, κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη; Hdt.3.81, τί βούλει ... μανθάνειν ὧν οὐκ ἐδιδάχθης; ¿qué quieres aprender de las cosas que no te enseñaron? Ar.Nu.637, cf. Artem.1.51, διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.Andr.739, Τριπτόλεμος ἀγαθὰν ἐδιδάσκετο τέχναν Call.Cer.21, αὐτὸν ... τὴν οἰωνοσκοπικὴν τέχνην διδαχθησόμενον D.H.3.70, ὁ δὲ νοῦς ὁ διδασκόμενός ἐστιν Ph.1.97, διδασκόμενοι τὰς αὐτὰς τέχνας Arsameia 145 (I a.C.), σε ... διδαξαμένην τὰ ἔρωτος ἔργα Longus 3.17.2
c. inf. u otra complet. διδασκέσθω πολεμίζειν Tyrt.7.27, κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.l.c., βρέφος διδάσκεται λέγειν E.Supp.914, διδαξάμενοι ἱππεύειν Pl.R.467e, διδασκόμενος ὡς X.HG 2.3.45, δεδιδαγμένος ὅτι Phld.Rh.5.fr.1.14F.
c. gen. διδασκόμενος πολέμοιο para aprender a guerrear, Il.16.811, χειρῶν δεδιδαγμένος Arat.529.
2 enseñarse a sí mismo, aprender φθέγμα καὶ ... ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.Ant.355.
III en v. med., c. ac. de pers. y valor factitivo enseñar, dar instrucciones ἐδιδαξάμην ... Χρυσάμμωνα ῥήτορα SB 13932.8 (III d.C.). • DMic.: ḍẹ-di-ku-ja (?), di-da-ka-re.

• Etimología: Pres. red. c. suf. -σκ-, de *dn̥s-, tema que da lugar a δαῆναι, q.u. y a ai. dáṃsas-, etc., o quizá de *di-dk-sk-, rel. lat. doceo; mic. de-di-<da->ku-ja parece abonar la segunda posibilidad.

English (Strong)

a prolonged (causative) form of a primary verb dao (to learn); to teach (in the same broad application): teach.

English (Thayer)

imperfect ἐδίδασκον; future διδάξω; 1st aorist ἐδίδαξα; 1st aorist passive ἐδιδάχθην; (ΔΑΩ (cf. Vanicek, p. 327)); (from Homer down); the Sept. for הודִיעַ , הורָה, and especially for לִמַּד; to teach;
1. absolutely,
a. to hold discourse with others in order to instruct them, deliver didactic discourses: to be a teacher (see διδάσκαλος, 6): to discharge the office of teacher, conduct oneself as a teacher: לְ לִמַּד (Plutarch, Marcell c. 12), with the dative of person: τῷ Βαλάκ, bez elz τόν Βαλάκ); cf. Buttmann, 149 (130); Winer s Grammar, 223 (209), cf. 227 (213).
b. according to the regular use, with the accusative of person, to teach one: used of Jesus and the apostles uttering in public what they wished their hearers to know and remember, τούς Ἕλληνας, to act the part of a teacher among the Greeks, to impart instruction, instill doctrine into one: ὅτι: περί τίνος, ἐν Χριστῷ διδαχθῆναι, to be taught in the fellowship of Christ, prescribe a thing: διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀνθρώπων, precepts which are commandments of men (from Buttmann, 148 (129)); τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, ταῦτα, ἅ μή δεῖ, to explain, expound, a thing: ἀποστασίαν ἀπό Μωϋσέως, the necessity of forsaking Moses, to teach one something (Winer s Grammar, 226f (212); Buttmann, 149 (130)): (ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα, τοῦ διδάσκειν ὑμᾶς τινα τά στοιχεῖα, R G T Tr and others readnot so well — τινα; (but cf. Buttmann, 260 (224) note, 268 (230) note)); ἑτέρους διδάξαι, namely, αὐτά, διδαχθῆναι τί (Buttmann, 188 (163); Winer's Grammar, 229 (215)): ἐδιδάχθην, namely, αὐτό), 2 Thessalonians 2:15.

Greek Monolingual

και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω)
1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς βίοτος»)
2. κηρύττω («διδάσκει τον λόγο του Θεού», «ἐδίδασκεν ἀπ
ἄμβωνος ἡ ἐπ' ἄμβωνος», «διδάσκων ἐν ταῑς συναγωγαῑς»)
3. προετοιμάζω και παρουσιάζω θεατρικό έργο
4. υποδεικνύω, νουθετώ
5. (για θρησκευτικούς ηγέτες, φιλοσόφους, πολιτικούς κ.λπ.) πρεσβεύω και διακηρύσσω, θεωρώ ως ορθό
6. (-ομαι) μαθαίνω, αποκτώ γνώσεις ή εμπειρίες
νεοελλ.
1. είμαι δάσκαλος
2. φρ. «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — γι' αυτούς που δεν τηρούν οι ίδιοι όσα υποδεικνύουν στους άλλους
αρχ.-μσν.
1. εξηγώ, ερμηνεύω (κείμενο ή θεωρία)
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
μσν.
1. εξιστορώ, διηγούμαι
2. δίνω εντολές, διατάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. dns- που συνδέεται με τη λ. δήνεα, αρχ. ινδ. damsas-, dasra- «αυτός που κάνει θαύματα». Πρόκειται για αναδιπλασιασμένο μεταβιβαστικό και θαμιστικό ενεστώτα σε -σκω που μάλλον προέρχεται από θ. σε δα-. Στον Όμηρο απαντά με επίθημα -η, μέλλ. δαήσεαι «θα μάθεις», αόρ. εδάην, δαήναι (< δασ-ήναι), παρακμ. δεδάηκα. Ήδη στον Όμηρο αόρ. εδίδαξα, έπειτα στην Ιων.-Αττική μέλλ. διδάξω (πρβλ. αλύξω του αλύσκω). Τα ονοματικά παράγωγα της λ. σχηματίζονται είτε με θ. δα- είτε με παρεκτεταμένο θ. δαη- (πρβλ. δαήμων, δαημοσύνη), καθώς επίσης μτγν. και με ουρανικό θ. διδαχ- (πρβλ. διδαχή και το ταραχή-ετάραξα) ή με το θ. του ενεστ. διδασκ-. Ο τ. διδάχνω από τον αόρ. εδίδαξα κατά το σχήμα έσπρωξα-σπρώχνω.
ΠΑΡ. δίδαγμα, διδακτήριος, διδακτικός, διδακτός, δίδακτρο(ν), διδασκαλία, διδάσκαλος, διδαχή
αρχ.-μσν.
δίδαξις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) μεταδιδάσκω, συνδιδάσκω
αρχ.
αναδιδάσκω, αντιδιδάσκω, αποδιδάσκω, εκδιδάσκω, επεκδιδάσκω, επιδιδάσκω, παραδιδάσκω, προδιδάσκω, προεκδιδάσκω, προσαναδιδάσκω, προσδιδάσκω, προσεκδιδάσκω, προσεπιδιδάσκω, υποδιδάσκω].