ἐκεῖνος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(10)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM ἐκεῑνος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> δεικτική [[αντωνυμία]] που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]] («εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν η [[αντωνυμία]] <i>αυτός</i> ή [[ούτος]] και [[εκείνος]] αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις, η [[εκείνος]] αναφέρεται στην πιο απομακρυσμένη ενώ η [[ούτος]] στην πλησιέστερη ([[σπανίως]] αντίστροφα)<br /><b>3.</b> (με αναφορική [[πρόταση]] δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται [[λόγος]] («ἐκείνων τῶν ἐν πολέμοις τελευτησάντων»)<br /><b>4.</b> (για πασίγνωστο [[πρόσωπο]] δηλώνει θαυμασμό ή [[περιφρόνηση]] («ἐκεῑνος ἡνικ' ἦν [[Θουκυδίδης]]», «εκείνα τα [[χρόνια]]»)<br /><b>5.</b> ως επαναληπτική [[αντωνυμία]]<br /><b>6.</b> ως [[αυτοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με γενική κτητική [[αντί]] του άρθρου σε [[μίμηση]] της γαλλικής («το δωμάτιό μου κι εκείνο του [[πατέρα]] μου»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ίδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> σε [[αναφορά]] με ό,τι προηγήθηκε<br /><b>2.</b> για πράγματα που δεν θυμάται [[κανείς]] ή αποφεύγει να αναφέρει<br /><b>3.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ο [[υπερβατός]] [[κόσμος]]<br /><b>4.</b> (ισοδυναμεί με τοπ. επίρρ. στάσης ή κίνησης)<br />αυτός που βρίσκεται [[εκεί]] ή έρχεται από [[εκεί]]<br /><b>5.</b> (για χρόνο με πρόθ.) α. «ἐξ ἐκείνου» ή «ἀπ' ἐκείνου» — από [[τότε]]<br />β. «μετ' ἐκείνου» — [[μετά]] απ' αυτά<br /><b>6.</b> (για [[τόπο]]) «κατ' ἐκεῑνα» — σ' εκείνα τα μέρη<br /><b>7.</b> (δοτ. εν. θηλ. ως επίρρ.) [[ἐκείνῃ]]<br />α) σε [[εκείνη]] τη [[θέση]]<br />β) [[προς]] εκείνο το [[μέρος]]<br />γ) μ' εκείνον τον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[εκείνος]] και [[κείνος]] προήλθαν από το δεικτικό [[στοιχείο]] -<i>κε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[εκεί]]) σε συνδυασμό με τη δεικτική [[αντωνυμία]] <i>eno</i>- που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μακρινής αποστάσεως αντικείμενα. Το θ. <i>eno</i>- απαντά [[επίσης]] στα ελλ. <i>ένη</i> «η [[τρίτη]] [[μέρα]]», χεττ. <i>eni</i>-, <i>anni</i>- «[[εκείνος]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM ἐκεῑνος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> δεικτική [[αντωνυμία]] που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]] («εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν η [[αντωνυμία]] <i>αυτός</i> ή [[ούτος]] και [[εκείνος]] αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις, η [[εκείνος]] αναφέρεται στην πιο απομακρυσμένη ενώ η [[ούτος]] στην πλησιέστερη ([[σπανίως]] αντίστροφα)<br /><b>3.</b> (με αναφορική [[πρόταση]] δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται [[λόγος]] («ἐκείνων τῶν ἐν πολέμοις τελευτησάντων»)<br /><b>4.</b> (για πασίγνωστο [[πρόσωπο]] δηλώνει θαυμασμό ή [[περιφρόνηση]] («ἐκεῑνος ἡνικ' ἦν [[Θουκυδίδης]]», «εκείνα τα [[χρόνια]]»)<br /><b>5.</b> ως επαναληπτική [[αντωνυμία]]<br /><b>6.</b> ως [[αυτοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με γενική κτητική [[αντί]] του άρθρου σε [[μίμηση]] της γαλλικής («το δωμάτιό μου κι εκείνο του [[πατέρα]] μου»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ίδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> σε [[αναφορά]] με ό,τι προηγήθηκε<br /><b>2.</b> για πράγματα που δεν θυμάται [[κανείς]] ή αποφεύγει να αναφέρει<br /><b>3.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ο [[υπερβατός]] [[κόσμος]]<br /><b>4.</b> (ισοδυναμεί με τοπ. επίρρ. στάσης ή κίνησης)<br />αυτός που βρίσκεται [[εκεί]] ή έρχεται από [[εκεί]]<br /><b>5.</b> (για χρόνο με πρόθ.) α. «ἐξ ἐκείνου» ή «ἀπ' ἐκείνου» — από [[τότε]]<br />β. «μετ' ἐκείνου» — [[μετά]] απ' αυτά<br /><b>6.</b> (για [[τόπο]]) «κατ' ἐκεῑνα» — σ' εκείνα τα μέρη<br /><b>7.</b> (δοτ. εν. θηλ. ως επίρρ.) [[ἐκείνῃ]]<br />α) σε [[εκείνη]] τη [[θέση]]<br />β) [[προς]] εκείνο το [[μέρος]]<br />γ) μ' εκείνον τον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[εκείνος]] και [[κείνος]] προήλθαν από το δεικτικό [[στοιχείο]] -<i>κε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[εκεί]]) σε συνδυασμό με τη δεικτική [[αντωνυμία]] <i>eno</i>- που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μακρινής αποστάσεως αντικείμενα. Το θ. <i>eno</i>- απαντά [[επίσης]] στα ελλ. <i>ένη</i> «η [[τρίτη]] [[μέρα]]», χεττ. <i>eni</i>-, <i>anni</i>- «[[εκείνος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκεῖνος:''' ποιητ. [[κεῖνος]], <i>-η</i>, <i>-ο</i>, Αιολ. [[κῆνος]], Δωρ. [[τῆνος]]· Αττ. επιτετ. [[ἐκεινοσί]]· δεικτ. αντων. ([[ἐκεῖ]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εκείνος]] [[εκεί]], το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] που βρίσκεται [[εκεί]], σε Όμηρ. κ.λπ.· όταν το [[οὗτος]] και το [[ἐκεῖνος]] αναφέρονται σε [[δύο]] πράγματα που έχουν αναφερθεί ήδη, το [[ἐκεῖνος]], [[ille]], ανήκει στο πιο απομακρυσμένο, δηλ. το πρώτο, ενώ το [[οὗτος]], [[hic]], στο πιο κοντινό (στο πλησιέστερο), δηλ. το δεύτερο.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ille]], χρησιμοποιείται για να δηλωθούν γνωστά πρόσωπα, [[ἐκεῖνος]] [[Θουκυδίδης]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δεικτική [[δύναμη]], [[Ἶρος]] [[ἐκεῖνος]] [[ἧσται]], ο [[Ίρος]] βρίσκεται [[εκεί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αττ. το ουσ. με το [[ἐκεῖνος]] έχει [[κυρίως]] το [[άρθρο]], και το [[ἐκεῖνος]] μπορεί να προηγείται ή να έπεται του ουσ., [[ἐκείνῃ]] τῇ ἡμέρᾳ, τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]]· όταν το [[άρθρο]] παραλείπεται στον πεζό λόγο το [[ἐκεῖνος]] ακολουθεί [[μετά]] το ουσ., [[νῆες]] ἐκεῖναι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἐκείνως]], με εκείνο τον τρόπο, σε [[εκείνη]] την [[περίπτωση]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> δοτ. θηλ., [[ἐκείνῃ]], ως επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]] (ενν. <i>ὁδῷ</i>), [[εκεί]], σ' ἐκείνο τον [[τόπο]], σ' [[εκείνη]] την οδό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τρόπο, κατά τον τρόπο εκείνο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> με προθέσεις, <i>ἐξ ἐκείνου</i>, από εκείνο το χρόνο, σε Ξεν.· ομοίως και, <i>ἀπ' ἐκείνου</i>, σε Λουκ.· <i>κατ' ἐκεῖνα</i>, σε εκείνα τα μέρη, [[εκεί]], σε Ξεν.· <i>μετ' ἐκεῖνα</i>, [[έπειτα]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκεῖνος Medium diacritics: ἐκεῖνος Low diacritics: εκείνος Capitals: ΕΚΕΙΝΟΣ
Transliteration A: ekeînos Transliteration B: ekeinos Transliteration C: ekeinos Beta Code: e)kei=nos

English (LSJ)

ἐκείνη, ἐκεῖνο, also κεῖνος (regular in Ep., Ion. (as SIG37.3 (Teos, v B.C.), though Hdt. prefers ἐκεῖνος), and Lyr., in Trag. κεῖνος only where the metre requires, cf. A.Pers.230,792, S.Aj.220 (anap.), etc. ; but not in Att. Prose, and in Com. only in mock Trag. passages) : Aeol. κῆνος Sapph.2.1 : Dor. τῆνος Theoc.1.4, etc. : in Com., strengthd. ἐκεινοσί Eup.277 (prob.), Ar.Eq.1196, etc. ; ἐκεινοσίν A.D.Pron.59.24 : (ἐκεῖ):—demonstr. Pron.

   A the person there, that person or thing, Hom., etc. : generally with reference to what has gone immediately before, Pl.Phd.106c, X.Cyr.1.6.9, etc. ; but when οὗτος and ἐκεῖνος refer to two things before mentioned, ἐκεῖνος, prop. belongs to the more remote, in time, place, or thought, οὗτος to the nearer, Pl.Euthd.271b, etc. : but ἐκεῖνος sts. = the latter, X.Mem. 1.3.13, D.8.72, Arist.Pol.1325a7, etc. : ἐκεῖνος is freq. the predicate to οὗτος or ὅδε, οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητέεις Hdt.1.32 ; τοῦτ' ἔστ' ἐκεῖνο E.Hel.622 ; ἆρ' οὗτός ἐστ' ἐκεῖνος ὅν..; Ar.Pax240, etc. : also joined as if one Pron., τοῦτ' ἐκεῖνο..δέρκομαι S.El.1115, etc. ; κατ' ἐκεῖνο καιροῦ at that point of time, Plu.Alex.32, etc. ; ἐς ἐ. τοῦ χρόνου D.C. 46.49 ; ἀλλ' ἐκεῖνο, à propos, Luc.Nigr.8.    2 to denote wellknown persons, etc., κεῖνος μέγας θεός Il.24.90 ; ἐκεῖνος ἡνίκ' ἦν Θουκυδίδης Ar.Ach.708 ; καίτοι φασὶν Ἰφικράτην ποτ' ἐκεῖνον.. D.21.62 ; ὦ παῖ 'κείνου τἀνδρός Pl.Phlb.36d.    b ἐκεῖνα the ideal world, Id.Phdr.250a.    3 for things, of which one cannot remember or must not mention the name, = ὁ δεῖνα, so-and-so, Ar.Nu.195.    b in formulae, τεθνάτω καὶ οἱ παῖδες οἱ ἐξ ἐκείνου IG12.10.33.    4 with simple demonstr. force, Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται Irus sits there, Od.18.239 ; νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν there are ships sailing up, Th.1.51.    5 in orat. obliq. where prop. the reflex. Pron. αὑτοῦ would stand, X. HG 1.6.14, Is.8.22, etc.    6 after a Relat. in apodosi almost pleon., X.Cyr. 1.4.19 (s.v.l.).    7 in Aeol. and Att. the Subst. with ἐκεῖνος prop. has the Art. (κῆνος ὤνηρ Alc. Supp. 25.6), and ἐκεῖνος may precede or follow the Subst., ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ Th. 1.20, Pl. Phd. 57a ; τὴν στρατείαν ἐ., τὸν ἄνδρ' ἐ., Th. 1.10, Ar. Pax649 : in Poets the Art. is freq. omitted, ἤματι κείνῳ Il. 2.37, etc. ; but when this is the case in Prose, ἐκεῖνος follows the Subst., ἡμέρας ἐκείνης Th. 3.59, etc.    II Adv. ἐκείνως in that case, Id.1.77, 3.46 ; in that way, Hp.Fract. 27 ; ζῆν Pl. R. 516d, etc.: Ion. κείνως Hdt. 1.120.    III dat. fem. ἐκείνῃ as Adv.,    1 of Place, at that place, in that neighbourhood, Hdt. 8.106, Th. 4.77, etc. ; κείνῃ (sc. ὁδῷ) Od. 13.111.    2 of Manner, in that manner, Pl. R. 556a, etc.    IV with Preps., ἐξ ἐκείνου from that time, X. Ages.1.17 ; ἀπ' ἐκείνου Luc. DMar. 2.2 ; κατ' ἐκεῖνα in that region, X. HG 3.5.17, etc. ; μετ' ἐκεῖνα afterwards, Th. 5.81 ; cf. ἐπέκεινα.

German (Pape)

[Seite 759] η, ο (ἐκεῖ, vgl. κεῖνος, τῆνος), der dort, jener, im Ggstz von οὗτος, etwas Entfernteres, Abwesendes bezeichnend, Hom. u. Folgde überall. Oft von den Gestorbenen, vgl. Schömann zu Isaeus p. 177. S. ἐκεῖ – Regelmäßig steht in Prosa der Artikel dabei; ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, an jenem Tage, Thuc. 1, 20; mit geringerem Nachdruck τὴν στρατιὰν ἐκείνην 1, 10; selten ἡμέρας ἐκείνης, 3, 59, u. wo es hinzeigend ist, νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν, da segeln Schiffe heran; ὡς νῦν Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται, dort, Od. 18, 239. – Von bekannten Personen oder Sachen, wie ille, Soph. O. C. 87; Ar. Nub. 180. – Οὗτος ἐκεῖνος, eben jener, Soph. El. 1104; Eur.; οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητεῖς, das ist der, Her. 1, 32; vgl. Ar. Av. 507; τοῦτ' ἐκεῖνο, τόδ' ἐκεῖνο, von einer sprichwörtlichen Redensart, die eben jetzt ihre Anwendung findet, τοῦτ' ἐκεῖνο, κτᾶσθ' ἑταίρους μὴ τὸ συγγενὲς μόνον Eur. Or. 804; τοῦτ' ἐκεῖνο ποῖ φύγω Ar. Av. 354, jetzt heißt es..; τοῦτ' ἐκεῖνο, da hast du es, Plat. Phaedr. 241 d; ταῦτ' ἐκεῖνα τὰ εἰωθότα, da haben wir seine Art, Conv. 223 a; ἀλλ' ἐκεῖνο, mais à propos, Luc. Nigr. 8. – Nicht selten bezieht sich ἐκεῖνος auf das nächst Vorhergehende, wenn es nachdrücklicher hervorgehoben wird, οὗτος auf das Entferntere, Xen. Hem. 1, 3, 13 Dem. 8, 72. Dah. geht es oft auf das subj. des Satzes, für αὐτός stehend oder diesem entsprechend, Κλέαρχος καὶ οἱ σὺν ἐκείνῳ Xen. An. 1, 2, 15, vgl. Krüger zu 4, 3, 20; ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείθῃς ἐκεῖνον Plat. Prot. 310 d; λέγονται οἱ Ἀθηναῖοι διὰ Περικλέα βελτίους γεγονέναι ἢ διαφθαρῆναι ὑπ' ἐκείνου Gorg. 515 e; Plut. Rom. 24 u. A.; auch nimmt es das subj. wieder auf, οἵ, ἢν ἐπ' ἐκείνους ἐλαύνωμεν, ὑποτεμοῦνται πάλιν ἡμᾶς ἐκεῖνοι Xen. Cyr. 1, 4, 19; auffallend ἔφη ἑαυτοῦ γε ἄρχοντος – εἰς τοὐκείνου δυνατόν, sc. τοῦ ἄρχοντος, Hell. 1, 6, 14. – Ἐκείνως, auf jene Art, Thuc. 1, 77. 3, 46; auch = auf folgende Weise, Dem. Lept. 61, wo Wolf zu vgl.; – ἐκεινοσί, jener da, Ar. Equ. 1196 Polyzel. com. fr. inc. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκεῖνος: ἐκείνη, ἐκεῖνο, ἢ κεῖνος (ὅπερ εἶναισυνήθης τύπος παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσιν, ἂν καὶ ὁ Ἡρόδ. προτιμᾷ τὸν τύπον ἐκεῖνος, Δινδ. περὶ τῆς Διαλ. τοῦ Ἡροδ. xxxvi· ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν τύπον κεῖνος· οἱ Τραγ. κεῖνος μόνον ἔνθα τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τοῦτο, ἴδε Αἰσχύλ. Πέρσ. 230, 792, Σοφ. Αἴ. 220, Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 88, Λοβ. Φρύν. 7· ἀλλ’ ὁ τύπος κεῖνος εἶναι ἄγνωστος ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, (ὥστε ἀντὶ τῶν ἢ κεῖνος, μὴ κεῖνος, ἀναγνωστέον κατὰ κρᾶσιν ἠκεῖνος, μἠκεῖνος), παρ’ Ἀριστοφ. δὲ ἀπαντᾷ μόνον ἐν χωρίοις ἐν οἷς ἐμπαικτικῶς ἀπομιμεῖται τοὺς Τραγικούς): Αἰολ. κῆνος Σαπφὼ 2· Δωρ. τῆνος Θεόκρ. 1. 4, κτλ.: ― ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ εὕρηται καὶ ἐπιτεταμένον, ἐκεινοσί, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1196, κτλ. Ἀντωνυμία δεικτική: (ἐκεῖ)· ὁ ἄνθρωπος «ἐκεῖ πέρα», τὸ ἐκεῖ (εὑρισκόμενον) πρόσωπονπρᾶγμα, Λατ. ille, Ὅμ., κτλ.· ἐν γένει ἀναφέρεται εἰς ὅ,τι ἀμέσως προηγήθη, ἀπολογουμένου δὲ αὐτοῦ ἀντ’ ἐκείνου Πλάτ. Φαίδων 106Β, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, κτλ· ἀλλ’ ὁπόταν τὸ οὗτος καὶ ἐκεῖνος ἀναφέρωνται εἰς δύο προηγουμένως μνημονευθέντα πράγματα, τὸ ἐκεῖνος, Λατ. ille, κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ μᾶλλον ἀπομεμακρυσμένον, δηλ. τὸ πρῶτον· τὸ δὲ οὗτος, Λατ. hic, εἰς τὸ πλησιέστερον, δηλ. τὸ δεύτερον· ἀλλ’ ὁ κανὼν οὗτος ἐνίοτε ἀναστρέφεται, ὡς ἐν τῇ Λατ., Πλάτ. Φαῖδρ. 232D, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13, Δημ. 107· ἐν τέλει, κτλ.: ― τὸ ἐκεῖνος κεῖται πολλάκις ὡς κατηγορούμενον τοῦ οὗτος ἢ τοῦ ὅδε, οὗτος ἐκεῖνος ὃν σὺ ζητεῖς Ἡρόδ. 1. 32· τοῦτ’ ἔστ’ ἐκεῖνο Εὐρ. Ἑλ. 622· ἆρ’ οὗτος ἔστ’ ἐκεῖνος Ἀριστοφ. Εἰρ. 240, κτλ.· ἀλλὰ καὶ συνδυάζονται τὰ δύο ὡς μία ἀντωνυμία, τοῦτ’ ἐκεῖνο δέρκομαι Σοφ. Ἠλ. 1115, κτλ.· κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ, κατ’ ἐκεῖνο τὸ χρονικὸν σημεῖον, Πλούτ., κλ.· ἀλλ’ ἐκεῖνο, ὡς τὸ Γαλλικὸν à propos, Λουκ. Νιγρ. 8. 2) ὡς τὸ ille, πρὸς δήλωσιν πασιγνώστου προσώπου, κτλ., κεῖνος μέγας θεὸς Ἰλ. Ω. 90· ἐκεῖνος Θουκυδίδης Ἀριστοφ. Ἀχ. 708· καίτοι φασὶν Ἰφικράτην ποτ’ ἐκεῖνον... Δημ. 534. 23. 3) ὡς τὸ δεῖνα, ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναταί τις νὰ ἐνθυμηθῇ, ἢ δὲν πρέπει νὰ ἀναφέρῃ ὀνομαστί, Ἀριστοφ. Νεφ. 195. 4) ἁπλῶς ὡς δεικτικόν, ὡς νῦν Ἶρος ἐκεῖνος... ἧσται νευστάζων κεφαλῇ Ὀδ. Σ. 239, ἴδε Θουκ. 1. 51· πρβλ. οὗτος Γ. Ι. 5. 5) ἐν πλαγίῳ λόγῳ ἔνθα κυρίως ἔπρεπε να τεθῇ ἡ αὐτοπαθὴς ἀντωνυμία αὑτοῦ, εἰς τὸ ἐκείνου Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14, Ἰσαῖος 71. 15, κτλ. 6) προηγουμένου ἀναφορικοῦ τίθεται ἐν τῇ ἀποδόσει σχεδὸν πλεοναστικῶς, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 19. 7) παρ’ Ἀττ. τὸ οὐσιαστ. μετὰ τοῦ ἐκεῖνος κυρίως λαμβάνει τὸ ἄρθρον, ἡ δὲ ἀντων. ἐκεῖνος δύναται νὰ προηγῆται τοῦ οὐσ. ἢ νὰ ἀκολουθῇ αὐτῷ, ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ Θουκ. 1. 20· τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη, κτλ.· παρὰ ποιηταῖς τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται, ἀλλ’ ὅταν τοῦτο συμβαίνῃ παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἡ ἀντωνυμ. ἐκεῖνος τίθεται μετὰ τὸ οὐσιαστ., νῆες ἐκεῖναι Θουκ. 1. 51· ἡμέρας ἐκείνης ὁ αὐτ. 3. 59 ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐκείνως, κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, ὁ αὐτ. 1. 77., 3. 46, Πλάτ. Πολ. 516D, κτλ.· Ἰων. κείνως Ἡρόδ. 1. 120 ΙΙΙ. ἡ δοτ. τοῦ θηλ. ἐκείνῃ κεῖται ἐπιρρηματικῶς, 1) ἐπὶ τόπου (ἐξυπακουομ. τῆς λέξ. ὁδῷ), ἐκεῖ, ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ, ἐπ’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ, ἢν κομισάμενος τοὺς οἰκέτας οἰκέῃ ἐκείνῃ Ἡρόδ. 8. 106, Θουκ. 4. 77, κτλ.· οὐδέ τι κείνῃ ἄνδρες ἐσέρχονται, «τὸ ἐκείνῃ ἐπίρρημά ἐστι ἴσον τῷ ἐκεῖσε» (Εὐστ.), Ὀδ. Ν. 111. 2) ἐπὶ τρόπου, κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, Πλάτ. Πολ. 556Α, κτλ. IV. μετὰ προθέσεων, ἐξ ἐκείνου, δηλ. τοῦ χρόνου, Ξεν. Ἀγησ. 1. 17· οὕτω καὶ ἀπ’ ἐκείνου Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 2· κατ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἐκεῖ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 17, κτλ.· μετ’ ἐκεῖνα, μετὰ ταῦτα, ἔπειτα, Θουκ. 5. 81· πρβλ. ἐπέκεινα, ὑπερέκεινα.

French (Bailly abrégé)

ἐκείνη, ἐκεῖνο;
1 celui-là, celle-là, cela ; en parl. de ce qui vient d’être dit et par opp. à οὗτος, ἐκεῖνος désigne d’ord. la personne ou la chose la plus éloignée (lat. ille), οὗτος, la personne ou la chose la plus proche (lat. hic), qqf cependant l’inverse ; adv. κατ’ ἐκεῖνα XÉN en ce lieu ; μετ’ ἐκεῖνα THC après cela ; ἐξ ἐκείνου XÉN, ἀπ’ ἐκείνου LUC depuis ce temps ; ἀλλ’ ἐκεῖνο LUC eh ! mais, à propos ; ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ THC, ἐκείνην ἡμέραν SOPH, ἡμέρας ἐκείνης THC ce jour-là ; κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον THC vers ce temps;
2 pour renforcer un autre pronom οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητεῖς HDT voilà justement celui que tu cherches ; τοῦτ’ ἐκεῖνο, τόδ’ ἐκεῖνο, c’est cela même;
3 au sens d’un adv. de lieu et construit comme attribut : Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται OD c’est Iros qui est assis là ; νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσι THC ce sont des navires qui arrivent, litt. il arrive là-bas des navires.
Étymologie: ἐκεῖ.

English (Autenrieth)

η, ο, and κεῖνος: that one (ille), he, she; κεῖνος μέν τοι ὅδ' αὐτὸς ἐγώ, πάτερ, ο<<><>>ν σὺ μεταλλᾷς, ‘I myself here am he,’ Od. 24.321; freq. deictic, κεῖνος ὅ γε, yonder he is, Il. 3.391, Il. 5.604.—Adv., κείνῃ, there, Od. 13.111.

Spanish (DGE)

-η, -ο

• Alolema(s): jón., poét. κεῖνος, -η, -ο Il.2.37, 330, Od.1.233, Archil.9.4, Hdt.3.140, 5.23; dór. κεῖνος, -α, -ον Stesich.46.3, Pi.O.3.31, B.15.62; κῆνος, -α, -ο Sapph.31.1, Alc.283.14, Inc.Lesb.34(a).16, Alcm.3.81, A.D.Pron.58.4, Sokolowski 3.151A.24 (Cos IV a.C.), IPr.37.126 (II a.C.), Balbill.29.17, Timachidas 43.105; κε͂νος CEG 344 (Fócide VI a.C.); τῆνος Theoc.1.4

• Morfología: [gen. ἐκε̄́νο IG 13.14.34, 35 (V a.C.), κήνω Alc.68.4, IG 12(2).526A.23 (Ereso IV a.C.), κε̄́νο SEG 23.415 (Feras V a.C.), κήνο ICr.4.41.1.4 (Gortina V a.C.); fem. dat. plu. κείνῃσι Hes.Th.877; adv. jón. κείνως Hdt.1.120; formas enfáticas reforz., masc. ἐκεινοσί A.D.Pron.59.17, ἐκεινοσίν A.D.Pron.59.24, plu. ἐκεινοιί Ar.Eq.1196; fem. ἐκεινηί Eup.299
A adj. dem., frec. connotando notoriedad
I indic. lejanía
1 allí ... aquel como deíctico, subrayando la op. c. el suj. del discurso Ἶρος κεῖνος ... ἧσται allí está sentado aquel Iro (c. cierta connotación neg.) Od.18.239, ὁρᾷς ἵν' ἔστ' ἐ. ὑψηλὸς πάγος; ¿ves donde está allí aquel alto picacho? Archil.29.1
c. verb. de mov. ὅτι νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν que allí vienen navegando aquellas naves Th.1.51
c. el antec. del relat. κεῖνος ... ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ' αὐτοί ... ἔρχεται ἐς θάλαμον aquel hombre del que sospechamos entra allí en la habitación, Od.22.165
op. pron. refl. de la primera pers. αὐτὸν ὡς θάψων ἐκ τῆς οἰκίας τῆς ἐμαυτοῦ op. ἐκ τῆς οἰκίας αὐτὸν ἐκείνης θάπτειν Is.8.21-22.
2 aquel sent. local gener., c. verb. de reposo y acción:
a) ref. a tierra, pueblos aquel, aquel lejano, remoto ἐν ἐκείνῳ δήμῳ e.d., en Troya Od.3.103, ἴδε καὶ κείναν χθόνα Pi.O.3.31, τῆς γῆς ἐκείνης LXX Ge.2.12, por alejamiento del grupo de uno κείνη πόλις dominada por el pueblo (c. cierta notoriedad neg.), Thgn.47;
b) ref. a pers. concr. aquel, aquel que no está, ausente ὄφρα ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν de Odiseo Od.1.233, cf. 4.145, 17.243, 21.201, 24.288;
c) alejamiento de lo particular, frec. antec. del relat. aquel, el ... que μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ... ὅς τις ... que no vuelva (a su hogar) aquel hombre que (no esté dispuesto a luchar) Il.13.232, φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν ἔμμεν' ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι ἰσδάνει Sapph.31.1, en frases gnómicas o de carácter general ἄφρων ... κεῖνος ... ἀνήρ, ὅς τις ... ἔριδα προφέρηται ἀέθλων δήμῳ ἐν ἀλλοδαπῷ Od.8.209, καὶ ἢν ἑλκωθῇ (ὁ πλεύμων), οὐ καλῶς ἕξει κεῖνος ὁ ἄνθρωπος Hp.Morb.4.56;
d) alejamiento en el texto y cierto distanciamiento en la opinión οἱ τὸν λόγον ἐκεῖνον λέγοντες quienes mantienen aquella teoría Hp.VM 15.
3 aquel c. valor temp., op. al momento actual o real:
a) c. palabras que significan ‘tiempo’ φῆ γὰρ ὅ γ' αἱρήσειν Πριάμου πόλιν ἤματι κείνῳ decía que en aquel día iba a tomar la ciudad de Príamo, Il.2.37, cf. 482, μάχην ... ἔγειραν ... ἤματι κείνῳ de la guerra de los Titanes, Hes.Th.667, cf. 836, B.11.23, Th.1.20, Pl.Phd.57a, τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ PHamb.27.3 (III a.C.), cf. LXX Ge.6.4, Ex.2.11, Eu.Matt.3.1, Apoc.9.6, ἀπὸ κήνου τοῦ χρόνου IPr.l.c., κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον Mitteis Chr.88.2.22 (II d.C.), cf. D.C.46.49.2, PMasp.9.2.19 (VI d.C.), κατ' ἐκεῖνο καιροῦ en aquel preciso momento Plu.Alex.32
de donde abs. ἐξ ἐκείνου desde entonces X.Ages.1.17, ἀπ' ἐκείνου Men.(?) en PKöln 203C.1.8, μετ' ἐκεῖνα Th.5.81, cf. ἐπέκεινα;
b) ref. a acontecimientos κείνᾳ Ὀλυμπιάδι CEG 862.2 (Cos IV a.C.), ἐν ἐκείνῳ τῷ ἀγῶνι Lys.10.1;
c) aplicado a pers. indic. su existencia en otro tiempo, como antec. del relat. κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν οἳ Διὸς ἐξεγένοντο ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων Il.5.636
c. cierta notoriedad neg. aquel, aquel vetusto médico de edades pasadas, Hp.VM 7, de sus prácticas ἐξ ἐκείνης τῆς ἀγρίης τε καὶ θηριώδεος διαίτης de aquella vetusta dieta salvaje y brutal Hp.VM 7.
II insistiendo en el rasgo de notoriedad aquel, aquel famoso, conocido
a) de pers. o anim. κεῖνος ὑπέρθυμος Διὸς υἱός Il.14.250, κεῖνος ... μέγας θεός Il.24.90, Ἄτλας Pi.P.4.289, οἷος ἐ. δεινὸς ἀνήρ Il.11.653, cf. Pi.N.9.36, κῆνος ... μάκαρς ἀνήρ tal vez Heracles, Alcm.15, cf. Pi.P.1.42, A.Fr.264, κεῖνοι δαήμονες ... δεσπόται Εὐβοίης Archil.l.c., cf. E.Heracl.509, Ἰφικράτης ποτ' ἐ. aquel famoso Ifícrates D.21.62, LXX Ge.24.65, καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ ἐ. y el que me envió, aquel, el Padre, Eu.Io.5.37
anim. prodigiosos ἑρπετόν Pi.P.1.25, cf. P.2.8;
b) de cosas y abstr. aquel, aquel extraordinario, tal κεῖνος τελαμών del tahalí de Heracles Od.11.614, πόνος Pi.P.4.243, κείνων ἀπ' εὐδόξων ἀγόνων B.9.21, κεῖνον ... ὕμνον Lyr.Adesp.35.1, ἔπος Hdt.3.51
combinado c. el uso pron. en forma aliterativa κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα Pi.O.8.62, κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν Pi.P.9.68;
c) c. notoriedad neg. de pers. ni siquiera mencionando el nombre κῆνος ... ὤνηρ personas de la familia de Pítaco o él mismo, Alc.72.7, ἀνήρ de Cleón, Ar.Pax 649
cosas y abstr. ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασιν A.Th.551, ἔργον Ael.NA 4.7
indicando impaciencia o ironía ὦ παῖς 'κείνου τἀνδρός ¡oh hijo de un tal! Pl.Phlb.36d.
B pron., indic. lejanía y frec. notoriedad
I como deíctico
1 aquél, aquel hombre, aquella mujer, aquella cosa
a) como antec. del relat., gener. en frases generales o gnómicas ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ... ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ Il.9.312, ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐ. ὃς ... Il.9.63, cf. Od.6.158, 14.156, 15.21, Hes.Op.295, νικᾷ δ' ἐ. ὁ κακός ... ὃς ἠγόρευσε σύγγονον σέ τε κτανεῖν E.Or.944, ἐκεῖνο τὸ εἴρεο με aquello que me preguntaste Hdt.1.32, cf. Hp.Art.12, μήσομαι ἔρδειν κεῖνα, τάπερ σόον ἀνέρα θήσει Hp.Iusi.2;
b) postpuesto al relat. hὸς δ' ἂν τōδε πίεσι ποτερί[ο] αὐτίκα κε͂νον hίμερος hαιρέσει CEG 454 (Pitecusas VIII a.C.), ὅς δ' ἂν ὑπερβάλλῃ πόσιος μέτρον, οὐκέτι κεῖνος τῆς αὐτοῦ γλώσσης καρτερός Thgn.479, ὁ γὰρ λόγχην ἀκονῶν ἐ. καὶ τὴν ψυχήν τι παρακονᾷ el que afila la punta de su lanza, también aguza el espíritu X.Cyr.6.2.33.
2 op. a dif. pron. aquél, él ... allí
a) op. ἐγώ: ἐκ τοῦ δ' οὔτ' Ὀδυσῆα ἔγων ἴδον οὔτ' ἐμὲ κεῖνος Od.1.212, τοῦ δὴ ἐγὼ καὶ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ περ ἐκείνου Od.4.819, ἐμεῦ δ' ἐ. οὐ καταπροΐξεται Archil.36, οὐδ' ἂν ἐ. ἐμοῦ τεθνηότος ... βάλοι δάκρυα Thgn.1205, ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον Heraclit.B 77, cf. 62, αὐτὸν ... πρὸς παιδὸς θανεῖν ὅστις γένοιτ' ἐμοῦ τε κἀκείνου πάρα S.OT 714, ἢν ἐπ' ἐκείνους ἡμεῖς ἐλαύνωμεν, ὑποτεμοῦνται ἡμᾶς πάλιν ἐκεῖνοι X.Cyr.1.4.19, cf. Eu.Io.3.30;
b) op. σύ: Ἀλέξανδρός σε καλεῖ ... κεῖνος ὅ γ' ἐν θαλάμῳ Alejandro te llama ... él está allí en el tálamo, Il.3.391, cf. 19.344, ἐ. εἶ σύ E.El.581, cf. Ar.Pl.82;
c) op. ἕ: esp. c. or. nominal καὶ νῦν οἱ πάρα κεῖνος Ἄρης y aquel que está ahora junto a él es Ares, Il.5.604;
d) op. ἄλλος: τῶν (βροτῶν) ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω ... κεῖνος δέ de los mortales, que uno muera o se salve, pero en cuanto a aquél ... ref. Zeus ya citado Il.8.430, cf. Sokolowski 3.151A.24 (Cos IV a.C.);
e) op. πᾶς: ἀπολώμεσθα πάντες, οὐ κείνη μόνη E.Alc.825, πάντα δὲ κεῖνος ἐμοὶ φαντάζεται él (un bello efebo) me parece todo, AP 12.106, reforzándolo ὡς πάντά γ' ἔστ' ἐκεῖνα διαπεπραγμένα A.Pers.260, cf. 395, οἱ πάντα τε ἐκεῖνα διδοῖ καὶ πρὸς ἑτέροισι ... οὐκ ἐλάσσουσι ἐκείνων Hdt.6.125;
f) op. αὐτός: εἰ δέ τι κεῖνος ἐμοί, δὶς τόσον αὐτὸς ἔχοι si aquél (el amigo, maquina) algo contra mí, que él mismo lo tenga (el perjuicio) por duplicado Thgn.1090, cf. Hdt.1.2, Pl.Phd.106c, Plb.5.2.8
alternando casi en forma de variatio τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ τὴν στρατιὴν τὴν ἐκείνου Hdt.9.113, οἱ φίλοι αὐτοῦ τοὺς ἐκείνου ἐχθροὺς ἀπολλύουσιν X.Cyr.4.5.20, οὐχ ὡς ἀδελφὸν αὐτῆς ἀλλ' ὡς ἄνδρα ἐκείνης Lys.14.28;
g) reforz. por αὐτός: αὐτὸς ἐλθών ἐκεῖνος llegando él en persona Hdt.2.115, cf. Hp.Decent.6, νομίζουσαν αὐτοῦ ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι creyendo que sujetaba el brazo de aquél (en realidad sujetaba el de la otra persona), Hdt.2.121ε, cf. Pl.Tht.171c, Prm.153c, αὐτὴ ἐκείνη ἡ θεωρία la visión directa de una pers., op. su εἰκών Arist.Pol.1340a27, κατὰ τὴν ἐκείνου λέξιν αὐτοῦ según las propias palabras de aquél (un autor citado), Gal.12.430, cf. Plu.2.304a, Lib.Or.38.15, ὁ αὐτὸς ἐ. aquel mismo individuo, PCol.242.6 (V d.C.)
frec. en inscr. κε͂νον ἀπόλλυσθαι καὶ αὐτὸν καὶ γένος τὸ κένο SIG 37A.5 (Teos V a.C.), εἰ δέ τις ταῦτα παραβαίνοι, ἐξώλη γίνεσθαι καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ἐκείνου πάντας IMylasa 1.16, cf. IG 22.237.17 (ambas IV a.C.), 12(2).526A.23 (Ereso IV a.C.);
h) op. τις: οὐ γάρ τις κείνου δηΐων ... ἀμεινότερος pues ninguno de los contrarios era mejor que aquél Mimn.13.1-9;
i) op. refl. ἑωυτοὺς δὲ γενέσθαι τοσούτῳ ἐκείνων ἄνδρας ἀμείνονας (decían) que ellos (los griegos) habían sido mejores personas que aquéllos (los pelasgos), Hdt.6.137, ἑαυτοῦ γε ἄρχοντος οὐδέν' ἂν Ἑλλήνων εἰς τὸ ἐκείνου δυνατὸν ἀνδραποδισθῆναι X.HG 1.6.14.
3 aquél integrado estructuralmente como dem. de la 3a pers.:
a) como deíctico de 3a pers., op. ὅδε, frec. en or. nominal τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν la gloriosa fortuna de éstos (los estinfalios) y de aquéllos (los siracusanos, citados al principio de la oda), Pi.O.6.102
fil. para resolver la op. τάδε ... ἐκεῖνα ... κἀκεῖνα ... ταῦτα Heraclit.B 88, para designar lo situado en el mundo ideal o hipotético ἐκεῖνοι de los eventuales habitantes de esos mundos, Anaxag.B 4, ἀναμιμνῄσκεσθαι δὲ ἐκ τῶνδε ἐκεῖνα οὐ ῥᾴδιον ἁπάσῃ (ψυχῇ) Pl.Phdr.250a
a veces la op. se resuelve en identidad κεῖνος μέν τοι ὅδ' αὐτὸς ἐγώ Od.24.321, μέλος ... τόδ' ἐκεῖνο θ' ὅτ' A.Pr.556, τόδ' ἐστ' ἐκεῖνο S.El.1178, cf. E.Med.98, Ar.Pax 240, ὅδ' ἐ. ἐγώ S.OC 138;
b) como deíctico de 3a pers., op. οὗτος de 2a τοῦτ' ἀντ' ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν A.Th.264, τοῦτ' ἐκεῖν' ... δέρκομαι S.El.1115, οὗτος ἐ. τὸν σὺ ζητέεις ése es aquél a quien buscas Hdt.1.32, cf. Hp.Decent.1, 4, Pl.Phdr.241d, 252c, Symp.210e, Amph.Seleuc.20;
c) como deíctico que opone lo más alejado del texto a lo más próximo, notado con οὗτος: ὥσπερ δι' ἐκεῖνα κράτιστος ἂν ἦν ἀνήρ, οὕτω διὰ ταῦτα κάκιστος ἀνήρ Gorg.B 11a.3, τούτων ἄϊδρίς εἰμι τῶν μαντευμάτων, ἐκεῖνα δ' ἔγνων A.A.1106, cf. Pl.Euthd.271b, τοῖς μὲν ἀναγκαία δημοκρατία μᾶλλον ὀλιγαρχίας, τοῖς δ' αὕτη μᾶλλον ἐκείνης Arist.Pol.1289b19, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος ... παρ' ἐκεῖνον se marchó éste justificado (el publicano) en lugar de aquél (el fariseo) Eu.Luc.18.14
op. οὗτος no personal, marcando lejanía subjetiva del hablante respecto a dos cosas τὸ βέλτιστον ... τὸ ῥᾷστον ... ἐπ' ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἡ φύσις αὐτὴ βαδιεῖται, ἐπὶ τοῦτο δὲ τῷ λόγῳ δεῖ προάγεσθαι D.8.72.
II fórico, indic. a veces notoriedad
1 aquél, él anafórico:
a) c. antec. de pers., héroes, dioses κάρτιστοι δὴ κεῖνοι ἐπιχθονίων τράφεν ἀνδρῶν ref. a Piritoo, Teseo, etc. héroes de anteriores generaciones Il.1.266, Κάλχας ... ἀγόρευε· ... κεῖνος τὼς ἀγόρευε Il.2.322/330, (Μενέλαος ἐνίκησεν) ... κεῖνον δ' αὖτις ἐγώ Menelao venció, pero yo a mi vez vencí a aquél, Il.3.440, cf. 5.894, 6.200, 24.412
esp. ref. a Odiseo aquél, el ausente, Od.1.46, 3.88, 4.182, 14.163, χαίρων ... ἀπέπεμπον ἐκεῖνον, χαῖρε δὲ κεῖνος ἰών contento despedí a aquél (Odiseo), se alegraba él al marcharse, Od.24.312-3, ἐκείνη (Arete antes nombrada) περὶ κῆρι τετίμηται Od.7.69, cf. 15.368, un δαίμων Od.18.147, Cipris κείνα ... χολωσαμένα Stesich.l.c., αἶψά κ' [ἐγὼν ἱ] κέτις κήνας γενοίμαν (Astimelesa), Alcm.l.c., ἔν] νεκα κῆνας (Helena), Sapph.283.14, Orestes, A.Ch.179, cf. Pr.948, θανὼν πρὸ ἐκείνου (Admeto), E.Alc.18, en plu. κείνους (los pretendientes) Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών Od.5.24, cf. 15.330, Hes.Th.387, 628, 639, κῆνοι (los dioses antes nombrados) ... καρχάσι' ἦχον Sapph.141.4
pers. de la vida real hος καὶ κε͂νος ἔχοι κλέϝος ἄπθιτον αἰϝεί el personaje citado en un epigrama CEG l.c., cf. IG 13.1353.3 (V a.C.), ref. a Hierón, Pi.O.1.101, a Terón, Pi.O.2.99, εἰ λέγονται Ἀθηναῖοι διὰ Περικλέα βελτίους γεγονέναι, ἢ πᾶν τοὐναντίον διαφθαρῆναι ὑπ' ἐκείνου Pl.Grg.515e, de autores literarios, filósofos: Homero, Heraclit.B 56, Cratino, Ar.Eq.530, οὐδὲν ὠφελιμώτερον ἦν τοῦ Σωκράτῃ συνεῖναι καὶ μέτ' ἐκείνου διατρίβειν X.Mem.4.1.1, del diablo Eu.Io.8.44;
b) c. antec. de lugares y cosas aquél, aquel lejano, extraordinario ἧος ἐγὼ περὶ κεῖνα πολὺν βίοτον συναγείρων mientras yo por aquellos tan lejanos (países antes nombrados) recogía grandes riquezas, Od.4.90, cf. Thgn.787, de cosas c. insistencia en su carácter extraordinario κεῖνο (φοίνικος νέον ἔρνος) ... ἰδὼν ἐτεθήπεα mirando aquel (joven retoño de palmera) quedé maravillado, Od.6.166, τίς κεν ἐκεῖνα (κακά) ... μυθήσαιτο; Od.3.114, κεῖνα (ἄεθλα) μάλιστα ἰδὼν θηήσαο θυμῷ Od.24.90, ἐν ἐκείνῳ τῷ πατρωίῳ τάφῳ (sc. el dado como garantía) μήτ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ ... θάψαι Hdt.2.136
prob. c. connotación de notoriedad neg. κακοῦ δ' οὐ γίνεται ἀλκὴ ἀνδράσιν οἳ κείνῃσι (vientos huracanados antes mencionados en sg.) συνάντωνται κατὰ πόντον Hes.l.c.;
c) op. un nombre, actuando como pron. de 3a pers. πότερον ἐκείνῳ παῖδες οὐκ ἦσαν διπλοῖ ...; el padre op. sus hijos, S.El.539, Χειρίσοφος μὲν ἐνέβαινε καὶ οἱ σὺν ἐκείνῳ el jefe op. su ejército, X.An.4.3.20, ὑπὸ τὸν ἥλιον ... καὶ τὴν ἐκείνου φοράν Arist.Mete.364a10, τὰς πρὸς τὸν πόλεμον ἐπιμελείας ..., οὐχ ὡς τέλος ..., ἀλλ' ἐκείνου χάριν ταύτας Arist.Pol.1325a7; cf. αὐτός.
2 catafórico aquél ἐγὼ μὲν ἄπειμι σύας καὶ κεῖνα φυλάξων, σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον yo me voy a guardar los cerdos y aquello, tu hacienda y la mía, Od.17.593, οὐ Βελλεροφόντης· ἀλλὰ κἀκεῖνος (ref. a Télefo cit. dos versos más adelante), Ar.Ach.428, ὥστ' ἐκεῖνα ποιήσειεν ἂν καὶ ὁστισοῦν, τὰ μηδαμοῦ ὄντα Pl.Euthd.284b
neutr. gener. sg. explicado por una or. subord., frec. c. verb. de entendimiento, lengua y sentido aquel, ese, otro, lo siguiente λόγου λόγον ἐξοχετεύων, κεῖνον· tras sacar una razón del canal de otra razón, y es ésta (que viene a continuación), Emp.B 35.3, καλὸν μὲν ἔφη καὶ τοῦτο εἶναι, κάλλιον δὲ ἐκεῖνο, τὸ δοῦναι οἱ δεομένῃ στρατιήν Hdt.4.162, ἐκεῖνο πρῶτον μάθε, ὡς ... Hdt.1.207, κεῖνό γε ἐνδέξομαι, ὅκως ... Hdt.7.237, ἐκεῖνο γινώσκοντες, ὡς ... Wilcken Chr.469.6 (IV d.C.), χρὴ κεῖνο λέγειν ὅτι καὶ μέλλει τελεῖν B.5.164, cf. Arr.Epict.1.22.21, Aristid.Or.10.37, Eu.Matt.24.43, PMasp.126.36 (VI d.C.), c. or. interr. ἐκεῖνο ... ἔγωγε ἡδέως ἂν πυθοίμην, πῶς ... X.Symp.4.49, cf. Luc.Nigr.8
c. or. nominal Eu.Io.13.26.
3 c. antec. implícito: de lo que no necesita ser nombrado por ser sobradamente conocido aquél, Aquél
a) de maestros fil. o rel. ἵνα μὴ 'κεῖνος ὑμῖν ἐπιτύχῃ para que Aquél (el maestro) no os encuentre aquí Ar.Nu.195, de Pitágoras ya muerto, dicho por sus discípulos, Iambl.VP 255, de Jesús Eu.Io.7.11
c. cierta notoriedad neg., dando a entender que no se quiere mencionar el nombre τ[ὸ] ν κήνω πάτερα de Pítaco o miembros de su familia, Alc.68.4, cf. 70.6, Thgn.308, πρὶν καὶ μολεῖν κεῖνον el marido ausente Carm.Pop.7.2, θάλαμος ἐν τῷ κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ' ἐγήματο Anacr.54, de Jesús, Luc.Peregr.13;
b) de neutr. τῶν κατ' ἐκεῖνα χωρίων στράτευμα X.HG 3.5.17, κεῖνο aquello euf. por el miembro viril AP 9.554 (Marc.Arg.).
4 c. antec. ambiguo, ref. al más cercano esto, lo segundo nombrado, e.d. lo más cercano en el texto τῷ δ' ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν· ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ' αὐτό τἀντία pero que no es idéntico a lo Otro. Pues esto (lo Otro) es en sí lo contrario Parm.B 8.58, οἱ πολλοὶ γε τῶν ἰητρῶν τὰ αὐτά μοι δοκέουσιν τοῖσι κακοῖσι κυβερνήτῃσι πάσχειν. καὶ γὰρ ἐκεῖνοι, ὅταν ἐν γαλήνῃ ... Hp.VM 9, τὸ δὲ «θοόν» ... φαῖμεν ἂν ἐξ ἑτέρων (ὀνομάτων), ἐκεῖνα δὲ ἐξ ἄλλων podríamos decir que θοόν se compone de otras (dos) palabras y éstas de otras Pl.Cra.422a, τοῦτο τὸ θηρίον ... τοσούτῳ δεινότερόν ἐστι τῶν φαλαγγίων, ὅσῳ ἐκεῖνα μὲν ἁψάμενα, τοῦτο δὲ οὐδ' ἁπτόμενον ... X.Mem.1.3.13.
C adv.
I en dat. y gen. fem. sg.
1 c. valor local:
a) c. verb. de mov. por allí, por allá οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω ... Ἀργώ la única que pasó por allí fue (la nave) Argo, Od.12.69, cf. 13.111, ὅτι ἐκείνης ἔμελλεν διέρχεσθαι porque había de pasar por allí, Eu.Luc.19.4;
b) c. verb. de estado o en uso adnom. allí, en tal lugar ἢν ... οἰκέῃ ἐκείνῃ Hdt.8.106, Πελοποννησίους διαβαλεῖν ἐς τοὺς ἐ. ... Ἕλληνας desacreditar a los peloponesios ante los griegos de aquellas regiones Th.3.109, οἱ ἐκείνῃ ἄνθρωποι Th.3.88, cf. 4.77.
3 c. valor modal de aquel modo οὔτε γ' ἐκείνῃ ... τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενον ἐθέλουσιν ἀποσβεννύναι Pl.R.556a, cf. Pl.Phdr.234e.
II -ως
1 en aquel caso τοὺς ἰητροὺς τοὺς ἐκείνως διακειμένους ὡς ... los médicos, a los que están en aquella situación que ... Hp.Art.7, ἐκείνως δὲ οὐδ' ἂν αὐτοὶ ἀντέλεγον en aquel caso no hubieran protestado Th.1.77, cf. 3.46, 6.11, Pl.Prt.329d
en caso contrario κείνως ... ἀλλοτριοῦται ἐς τὸν παῖδα τοῦτον en caso contrario (el poder) pasa a ese niño Hdt.1.120, ὁρᾷς ὅτι τὰ πολλὰ ἐ. ἐσήμαινεν fíjate que la mayoría de las veces daba el sentido contrario Pl.Cra.437d.
2 de aquella forma, manera op. ἑτέρως Hp.Fract.27, cf. Isoc.4.179, op. οὕτω Arist.GC 334b19, cf. 328a2, ζῆν ref. a un tiempo lejano, Pl.R.516d.

• Etimología: Formación sobre la partíc. dem. *ke/ki, cf. lat. cedo, hic, etc. c. e- inicial, seguida de *enos, sobre el cual cf. gr. ἔνη, het. eni, aesl. onŭ, etc.

English (Abbott-Smith)

ἐκεῖνος, -η, -ο (< ἐκεῖ), [in LXX chiefly for הַהוּא ,הוּא, and cogn. forms;] demonstr. pron.,
that person or thing (ille), implying remoteness as compared with οὗτος (hic);
1.absol., emphatic he, she, it: opp. to οὗτος, Lk 18:14, Ja 4:15; ἡμεῖς, He 12:25; ὑμεῖς, Mk 4:11; ἄλλοι, Jo 9:9; ἐγώ, Jo 3:30; to persons named, Mk 16:[10, 13, 20], Jo 2:21; of one (absent) who is not named, contemptuously (Abbott, JG, §§2385,2732), Jo 7:11 9:28; with respect, of Christ, I Jo 2:6 3:3, al.; referring to a preceding noun, Mk 16:[10], Jo 7:45; resumption of a participial subject, Jo 1:33 9:37 10:1, Ro 14:14, al. (on its reference in Jo 19:35, v. Westc, in l.; Moffatt, Intr., 568; Sanday, Fourth Gospel, 77ff.).
2.As adj., joined, like οὗτος, to a noun with the article: Mt 7:25, Mk 3:24, Jo 18:15, al.; esp. of time, past or future: ἐν τ. ἡμέραις ἐ., Mt 3:1, Mk 1:9, Ac 2:18 (LXX), al.; ἐν ἐ. τ. ἡμέρᾳ, esp of the Parousia, Mt 7:22, Lk 6:23, II Th 1:10, II Ti 1:12; adverbially, ἐκεινής (sc. ὁδοῦ) = cl. ἐκεινῇ (Bl., §36, 13), that way, Lk 19:4.

English (Strong)

from ἐκεῖ; that one (or (neuter) thing); often intensified by the article prefixed: he, it, the other (same), selfsame, that (same, very), X their, X them, they, this, those. See also οὗτος.

English (Thayer)

ἐκείνῃ, ἐκεῖνο (from ἐκεῖ, properly, the one there, cf. German dortig, der dort), demonstrative pronoun, that Prayer of Manasseh , woman, thing (Latin ille, illa, illud); properly of persons, things, times, places somewhat remote from the speaker.
1. used absolutely,
a. in antithesis, referring to the more remote subject: opposed to οὗτος, ὑμῖν ... ἐκείνοις, ἐκεῖνοι ... ἡμεῖς, ἄλλοι ... ἄλλοι ... ἐκεῖνος, ἐκεῖνον ... ἐμέ, οἱ Ἰουδαῖοι ... ἐκεῖνος δέ, ὁ μέν κύριος Ἰησοῦς (R G T omit Ἰησοῦς WH Tr marginal reading brackets) ... ἐκεῖνοι δέ, that notorious Prayer of Manasseh , ἐκεῖνος, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας, Hebrews , she, it, (Latin is, ea, id, German selbiger): Winer s Grammar, § 23,1; (Buttmann, 104 (91). Here perhaps may be noticed its use together with αὐτός of the same subject in the same sentence: ἐζωγρημένοι ὑπ' αὐτοῦ (i. e. the devil) εἰς τό ἐκείνου θέλημα, Thucydides 1,132, 6; 4,29, 3; Xenophon, Cyril 4,5, 20; see Riddell, the Apology of Plato, Appian, § 49; Kühner, § 467,12; cf. ζωγρέω 2); equivalent to an emphatic (German er) Hebrews , etc., der (that one etc.), in which sense it serves to recall and lay stress upon nouns just before used (cf. our resumptive the same; Winer's Grammar, § 23,4): Buttmann, 306 (262 f)): T WH omit; Tr brackets the pronoun), ἐκεῖνος ἐστιν, namely, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, see εἰμί, II:5); Xenophon, Cyril 6,2, 33 ὁ γάρ λογχην ἀκονων, ἐκεῖνος καί τήν ψυχήν τί παρακονα).
d. followed by ὅτι, ὅς, Winer s Grammar, 162 (153)) (Buttmann, 119f (104 f));
a. in contrasts: ἡ πρώτη ἐκείνῃ, selbig): ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, הָהֵם בַּיָמִים, at that time which has been spoken of; said of time which the writer either cannot or will not define more precisely and yet wishes to be connected with the time of the events just narrated: Matthew , p. 106f; at the time under consideration: ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα, ἐκείνῃἡμέρα, or ἡ ἡμέρα ἐκείνῃ, simply sets future time in opposition to the present, that fateful day, that decisive day, when the Messiah will come to judge: L T Tr WH omit ἐκείνης); so in the phraseαἰών ἐκεῖνος, ἐκείνης (in δἰ ἐκείνης), scil. ὁδοῦ, adverbially, (by) that way: Winer s Grammar, § 64,5; (Buttmann, 171 (149); see ποῖος, at the end). John's use of the pronoun ἐκεῖνος is discussed by Steitz in the Studien und Kritiken for 1859, p. 497ff; 1861, p. 267ff, and by Alex. Buttmann, ibid. 1860, p. 505ff and in Hilgenfeld's Zeitsch. für wissenschaftl. Theol. 1862, p. 204ff; Buttmann clearly proves in opposition to Steitz that John's usage deviates in no respect from the Greek; Steitz, however, resorts to psychological considerations in the case of ἐκεῖνος there as expressing the writer's inward assurance. But Steitz is now understood to have modified his published views.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐκεῑνος, -η, -ον)
1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.)
2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις, η εκείνος αναφέρεται στην πιο απομακρυσμένη ενώ η ούτος στην πλησιέστερη (σπανίως αντίστροφα)
3. (με αναφορική πρόταση δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος («ἐκείνων τῶν ἐν πολέμοις τελευτησάντων»)
4. (για πασίγνωστο πρόσωπο δηλώνει θαυμασμό ή περιφρόνηση («ἐκεῑνος ἡνικ' ἦν Θουκυδίδης», «εκείνα τα χρόνια»)
5. ως επαναληπτική αντωνυμία
6. ως αυτοπαθής
νεοελλ.
με γενική κτητική αντί του άρθρου σε μίμηση της γαλλικής («το δωμάτιό μου κι εκείνο του πατέρα μου»)
μσν.
ο ίδιος
αρχ.
1. γεν. σε αναφορά με ό,τι προηγήθηκε
2. για πράγματα που δεν θυμάται κανείς ή αποφεύγει να αναφέρει
3. (φιλοσ.) ο υπερβατός κόσμος
4. (ισοδυναμεί με τοπ. επίρρ. στάσης ή κίνησης)
αυτός που βρίσκεται εκεί ή έρχεται από εκεί
5. (για χρόνο με πρόθ.) α. «ἐξ ἐκείνου» ή «ἀπ' ἐκείνου» — από τότε
β. «μετ' ἐκείνου» — μετά απ' αυτά
6. (για τόπο) «κατ' ἐκεῑνα» — σ' εκείνα τα μέρη
7. (δοτ. εν. θηλ. ως επίρρ.) ἐκείνῃ
α) σε εκείνη τη θέση
β) προς εκείνο το μέρος
γ) μ' εκείνον τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εκείνος και κείνος προήλθαν από το δεικτικό στοιχείο -κε- (πρβλ. εκεί) σε συνδυασμό με τη δεικτική αντωνυμία eno- που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μακρινής αποστάσεως αντικείμενα. Το θ. eno- απαντά επίσης στα ελλ. ένη «η τρίτη μέρα», χεττ. eni-, anni- «εκείνος»].

Greek Monotonic

ἐκεῖνος: ποιητ. κεῖνος, , -ο, Αιολ. κῆνος, Δωρ. τῆνος· Αττ. επιτετ. ἐκεινοσί· δεικτ. αντων. (ἐκεῖ
I. 1. εκείνος εκεί, το πρόσωπο ή το πράγμα που βρίσκεται εκεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· όταν το οὗτος και το ἐκεῖνος αναφέρονται σε δύο πράγματα που έχουν αναφερθεί ήδη, το ἐκεῖνος, ille, ανήκει στο πιο απομακρυσμένο, δηλ. το πρώτο, ενώ το οὗτος, hic, στο πιο κοντινό (στο πλησιέστερο), δηλ. το δεύτερο.
2. όπως το ille, χρησιμοποιείται για να δηλωθούν γνωστά πρόσωπα, ἐκεῖνος Θουκυδίδης, σε Αριστοφ.
3. με δεικτική δύναμη, Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται, ο Ίρος βρίσκεται εκεί, σε Ομήρ. Οδ.
4. στην Αττ. το ουσ. με το ἐκεῖνος έχει κυρίως το άρθρο, και το ἐκεῖνος μπορεί να προηγείται ή να έπεται του ουσ., ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· όταν το άρθρο παραλείπεται στον πεζό λόγο το ἐκεῖνος ακολουθεί μετά το ουσ., νῆες ἐκεῖναι, σε Θουκ.
II. επίρρ. ἐκείνως, με εκείνο τον τρόπο, σε εκείνη την περίπτωση, στον ίδ.
III. δοτ. θηλ., ἐκείνῃ, ως επίρρ.,
1. λέγεται για τόπο (ενν. ὁδῷ), εκεί, σ' ἐκείνο τον τόπο, σ' εκείνη την οδό, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. λέγεται για τρόπο, κατά τον τρόπο εκείνο, σε Πλάτ. κ.λπ.
IV. με προθέσεις, ἐξ ἐκείνου, από εκείνο το χρόνο, σε Ξεν.· ομοίως και, ἀπ' ἐκείνου, σε Λουκ.· κατ' ἐκεῖνα, σε εκείνα τα μέρη, εκεί, σε Ξεν.· μετ' ἐκεῖνα, έπειτα, σε Θουκ.