λεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(23)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, -ό (AM [[λεπτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πάχος]] ή όγκο, [[φτενός]], [[αραιός]] στη [[σύσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον παχύ (α. «[[λεπτό]] ύφασμα» β. «[[λεπτόν]] τε [[πέπλον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]] (α. «[[μετά]] τη [[δίαιτα]] έγινε πολύ [[λεπτός]]» β. «ψῡχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κομψός]], [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]] (α. «λεπτή [[μέση]]» β. «[[δάκτυλος]]... ἐάν τε παχὺς ἐάν τε [[λεπτός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτελείται από μικρά μόρια, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοτριμμένος (α. «λεπτή [[ζάχαρη]]» β. «λεπτὴ δ',...ἐπῆν [[κόνις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άγονος]], μη [[εύφορος]], [[λεπτόγειος]]<br /><b>6.</b> (για [[υγρό]]) [[αραιός]], [[υδαρής]] («οἴνου λεπτοῡ καὶ δριμέος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[οξύς]], [[ευφυής]] (α. «λεπτή [[ειρωνεία]]» β. «λεπτές κρίσεις» γ. εἰ δὲ ἀληθῆ μὲν λεπτὰ δὲ καὶ ἀκριβῆ», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> (για ήχο) [[γλυκύς]], [[απαλός]] ή [[σιγανός]] (α. «με τη λεπτή του τη [[φωνή]] την ορφανιά μου ας λέγει», Ζαλοκ.<br />β. «ἀφιᾱσι φωνὴν λεπτὴν καὶ μικρὰν αἱ θήλειαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οσμή]]) [[ευχάριστος]] ή [[ανεπαίσθητος]], όχι [[έντονος]] («[[λεπτό]] [[άρωμα]]»)<br /><b>2.</b> (για τις αισθήσεις) [[οξύς]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («λεπτή [[ακοή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λεπτό]] [[γούστο]]» — ανεπτυγμένη [[καλαισθησία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται εύκολα από νόσους, [[ευπαθής]], [[ασθενικός]], [[ευπρόσβλητος]] («[[λεπτός]] [[οργανισμός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που στερείται ανθεκτικτότητας, [[τρυφερός]], [[εύθραυστος]] (α. «[[λεπτό]] [[φυτό]]» β. «λεπτά ποτήρια»)<br /><b>3.</b> [[διακριτικός]], [[ευγενικός]], [[ανώτερος]], [[αβρός]] (α. «λεπτά αισθήματα» β. «[[λεπτό]] [[χιούμορ]]»)<br /><b>4.</b> επεξεργασμένος με [[δεξιοτεχνία]], [[λεπτοκαμωμένος]], καλοδουλεμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], [[αθόρυβος]]<br /><b>2.</b> (για [[λαγκάδι]]) με αραιή [[βλάστηση]], όχι πυκνοφυτεμένο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] στο [[μέγεθος]] ή [[λίγος]] στην [[ποσότητα]], [[αμυδρός]] («λεπτά ίχνη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένος, ξελεπιασμένος ([[ῥίμφα]] τε λέπτ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χώρο) [[στενός]] («λεπτὴ [[ἀταρπός]]», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]] («ἐν δ' ὀνείρασιν λεπταῑς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῑσι θωΰσσοντος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που σύγκειται, που αποτελείται από [[λίγα]] μέρη<br /><b>5.</b> (για [[οσμή]]) [[αραιός]] («λεπτότεραι μὲν ύδατος) παχύτεραι δὲ ὀσμαὶ ξύμπασαι γεγόνασιν ἀέρος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ λεπτοί</i><br />οι φτωχοί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτώς]] και -<i>ά</i> (AM λεπτῶς και λεπτά, Α και [[λεπτόν]])<br />με [[λεπτό]] τρόπο, με [[λεπτότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[ωραίο]] τρόπο, με [[αβρότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], με [[ακρίβεια]] («[[λεπτώς]] και [[πυκνώς]] έξετάζειν», Άμφις)<br /><b>2.</b> σε πολύ μικρά τεμάχια<br /><b>3.</b> [[ήσυχα]], [[σιγαλά]] («ὅσα τ' ἐν ἄλοκι θαμὰ βῶλον ἀμφιτιττυβίζεθ' ὧδε [[λεπτὸν]] ἁδομένᾳ φωνᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμυδρά, [[θαμπά]], όχι ευδιάκριτα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λεπτῶς διαιτῶμαι» — [[είμαι]] [[εγκρατής]] στο [[φαγητό]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]». Η λ. [[λεπτός]] είχε μια σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Στην [[αρχή]] χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το αλωνισμένο, αποφλοιωμένο [[κριθάρι]]. Στον Όμηρο η λ., με τη σημ. «[[ψιλός]]», αποδόθηκε στην [[τέφρα]] τών [[νεκρών]], στη [[σκόνη]], σε δέρματα ζώων [[καθώς]] και στο εξωτερικό [[περίβλημα]] καρπών και φρούτων. Επίσης το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει υφάσματα με τη σημ. του «[[ψιλός]], [[στενός]]» και [[μάλιστα]] με αυτήν τη σημ. η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>repoto</i>. Χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] ως επίθ. στη λ. [[μῆτις]] «[[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]]». Το επίθ. εκφράζει πολύ [[συχνά]] στην αττική [[πεζογραφία]] την [[έννοια]] της πανουργίας, της ευστροφίας, της λεπτότητας, της επιδεξιότητας, της ακριβολογίας. Τέλος, στη μεταγενέστερη Ελληνική ο πληθ. <i>λεπτοί</i> χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους λεπτόσωμους, αδύνατους ανθρώπους (<b>βλ.</b> και <i>λεπτ</i>[[ο]]-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεπταίνω]], [[λεπτότητα]], [[λεπτύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτακινός]], [[λεπταλέος]], [[λεπτίζω]], [[λεπτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λεπτοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεπτανικός]], [[λέπτη]], [[λεπτινός]], [[λεπτίτις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεπτούλης]], [[λεπτούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό: <b>βλ.</b> <i>λεπτ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <i>ημίλεπτος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλεπτος]], [[έκλεπτος]], [[επίλεπτος]], [[τριχάλεπτος]], [[υπέρλεπτος]], [[υπόλεπτος]]].
|mltxt=ή, -ό (AM [[λεπτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πάχος]] ή όγκο, [[φτενός]], [[αραιός]] στη [[σύσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον παχύ (α. «[[λεπτό]] ύφασμα» β. «[[λεπτόν]] τε [[πέπλον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]] (α. «[[μετά]] τη [[δίαιτα]] έγινε πολύ [[λεπτός]]» β. «ψῡχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κομψός]], [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]] (α. «λεπτή [[μέση]]» β. «[[δάκτυλος]]... ἐάν τε παχὺς ἐάν τε [[λεπτός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτελείται από μικρά μόρια, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοτριμμένος (α. «λεπτή [[ζάχαρη]]» β. «λεπτὴ δ',...ἐπῆν [[κόνις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άγονος]], μη [[εύφορος]], [[λεπτόγειος]]<br /><b>6.</b> (για [[υγρό]]) [[αραιός]], [[υδαρής]] («οἴνου λεπτοῡ καὶ δριμέος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[οξύς]], [[ευφυής]] (α. «λεπτή [[ειρωνεία]]» β. «λεπτές κρίσεις» γ. εἰ δὲ ἀληθῆ μὲν λεπτὰ δὲ καὶ ἀκριβῆ», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> (για ήχο) [[γλυκύς]], [[απαλός]] ή [[σιγανός]] (α. «με τη λεπτή του τη [[φωνή]] την ορφανιά μου ας λέγει», Ζαλοκ.<br />β. «ἀφιᾱσι φωνὴν λεπτὴν καὶ μικρὰν αἱ θήλειαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οσμή]]) [[ευχάριστος]] ή [[ανεπαίσθητος]], όχι [[έντονος]] («[[λεπτό]] [[άρωμα]]»)<br /><b>2.</b> (για τις αισθήσεις) [[οξύς]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («λεπτή [[ακοή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λεπτό]] [[γούστο]]» — ανεπτυγμένη [[καλαισθησία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται εύκολα από νόσους, [[ευπαθής]], [[ασθενικός]], [[ευπρόσβλητος]] («[[λεπτός]] [[οργανισμός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που στερείται ανθεκτικτότητας, [[τρυφερός]], [[εύθραυστος]] (α. «[[λεπτό]] [[φυτό]]» β. «λεπτά ποτήρια»)<br /><b>3.</b> [[διακριτικός]], [[ευγενικός]], [[ανώτερος]], [[αβρός]] (α. «λεπτά αισθήματα» β. «[[λεπτό]] [[χιούμορ]]»)<br /><b>4.</b> επεξεργασμένος με [[δεξιοτεχνία]], [[λεπτοκαμωμένος]], καλοδουλεμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], [[αθόρυβος]]<br /><b>2.</b> (για [[λαγκάδι]]) με αραιή [[βλάστηση]], όχι πυκνοφυτεμένο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] στο [[μέγεθος]] ή [[λίγος]] στην [[ποσότητα]], [[αμυδρός]] («λεπτά ίχνη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένος, ξελεπιασμένος ([[ῥίμφα]] τε λέπτ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χώρο) [[στενός]] («λεπτὴ [[ἀταρπός]]», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]] («ἐν δ' ὀνείρασιν λεπταῑς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῑσι θωΰσσοντος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που σύγκειται, που αποτελείται από [[λίγα]] μέρη<br /><b>5.</b> (για [[οσμή]]) [[αραιός]] («λεπτότεραι μὲν ύδατος) παχύτεραι δὲ ὀσμαὶ ξύμπασαι γεγόνασιν ἀέρος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ λεπτοί</i><br />οι φτωχοί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτώς]] και -<i>ά</i> (AM λεπτῶς και λεπτά, Α και [[λεπτόν]])<br />με [[λεπτό]] τρόπο, με [[λεπτότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[ωραίο]] τρόπο, με [[αβρότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], με [[ακρίβεια]] («[[λεπτώς]] και [[πυκνώς]] έξετάζειν», Άμφις)<br /><b>2.</b> σε πολύ μικρά τεμάχια<br /><b>3.</b> [[ήσυχα]], [[σιγαλά]] («ὅσα τ' ἐν ἄλοκι θαμὰ βῶλον ἀμφιτιττυβίζεθ' ὧδε [[λεπτὸν]] ἁδομένᾳ φωνᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμυδρά, [[θαμπά]], όχι ευδιάκριτα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λεπτῶς διαιτῶμαι» — [[είμαι]] [[εγκρατής]] στο [[φαγητό]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]». Η λ. [[λεπτός]] είχε μια σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Στην [[αρχή]] χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το αλωνισμένο, αποφλοιωμένο [[κριθάρι]]. Στον Όμηρο η λ., με τη σημ. «[[ψιλός]]», αποδόθηκε στην [[τέφρα]] τών [[νεκρών]], στη [[σκόνη]], σε δέρματα ζώων [[καθώς]] και στο εξωτερικό [[περίβλημα]] καρπών και φρούτων. Επίσης το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει υφάσματα με τη σημ. του «[[ψιλός]], [[στενός]]» και [[μάλιστα]] με αυτήν τη σημ. η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>repoto</i>. Χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] ως επίθ. στη λ. [[μῆτις]] «[[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]]». Το επίθ. εκφράζει πολύ [[συχνά]] στην αττική [[πεζογραφία]] την [[έννοια]] της πανουργίας, της ευστροφίας, της λεπτότητας, της επιδεξιότητας, της ακριβολογίας. Τέλος, στη μεταγενέστερη Ελληνική ο πληθ. <i>λεπτοί</i> χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους λεπτόσωμους, αδύνατους ανθρώπους (<b>βλ.</b> και <i>λεπτ</i>[[ο]]-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεπταίνω]], [[λεπτότητα]], [[λεπτύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτακινός]], [[λεπταλέος]], [[λεπτίζω]], [[λεπτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λεπτοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεπτανικός]], [[λέπτη]], [[λεπτινός]], [[λεπτίτις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεπτούλης]], [[λεπτούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό: <b>βλ.</b> <i>λεπτ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <i>ημίλεπτος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλεπτος]], [[έκλεπτος]], [[επίλεπτος]], [[τριχάλεπτος]], [[υπέρλεπτος]], [[υπόλεπτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτός:''' -ή, -όν ([[λέπω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ξεφλουδισμένος, απολεπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σκόνη]], [[στάχτη]], κ.λπ., [[λεπτός]], [[μικρός]], αποτελούμενος από μικρά μόρια, [[απειροελάχιστος]], στο ίδ., σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ενδύματα, κλωστές, κ.λπ., [[λεπτός]], [[φίνος]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], [[αδύνατος]], [[άπαχος]], [[λιγνός]], [[ισχνός]], σε Αριστοφ., Ξεν.· επίσης, [[λεπτοκαμωμένος]], [[μικροκαμωμένος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για χώρο, όπως το [[στενός]], [[λεπτός]], [[στενός]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ [[λεπτόν]], σε [[στενή]], λεπτή [[γραμμή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> γενικά, [[μικρός]], [[αδύνατος]], [[ανίσχυρος]], [[μῆτις]], σε Ομήρ. Ιλ.· λεπτὴ [[ἐλπίς]], σε Αριστοφ.· <i>λεπτὰ ἴχνη</i>, αμυδρά ίχνη, σε Ξεν. τὰ λεπτὰ [[τῶν]] προβάτων, μικρά κτήνη, δηλ. πρόβατα και κατσίκες, [[αιγοπρόβατα]], σε Ηρόδ.· <i>λεπτὰ πλοῖα</i>, μικρά [[σκάφη]], στον ίδ., κ.λπ.<br /><b class="num">7.</b> λέγεται για ήχους, [[ελαφρός]], [[λεπτός]], [[οξύς]], σε Αισχύλ.· <i>λεπταὶ πνοαί</i>, ελαφρύ [[αεράκι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> λέγεται για [[κρασί]], [[ελαφρύς]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[λεπτός]], [[ικανός]], [[ευφυής]], [[ακριβής]], [[νοῦς]], [[μῦθος]], σε Ευρ., κ.λπ.· ομοίως, επίρρ., [[λεπτῶς]] μεριμνᾶν, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτός Medium diacritics: λεπτός Low diacritics: λεπτός Capitals: ΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: leptós Transliteration B: leptos Transliteration C: leptos Beta Code: lepto/s

English (LSJ)

ή, όν, (λέπω) rare in lit. sense,

   A peeled, husked, ῥίμφα τε λέπτ' ἐγένοντο, of barley being threshed out, Il.20.497.    2 fine, small, κονίη 23.506; κόνις S.Ant.256; τέφρα Ar.Nu.177; λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5: freq. in Hp., διατρήσεις λ. Loc.Hom.10, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.    3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like, ὀθόναι Il.18.595; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544; ἀράχνια 8.280; μήρινθος Il.23.854; -ότατος χαλκός 20.275; ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286 (Delos, ii B.C.); ῥινὸς βοός Il.20.276 (Sup.); δέρμα Arist.HA517b27 (Sup.); τρίχες Id.GA783a4 (Comp.); σάρξ E.Med.1189; χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25, cf. E.Med.949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.    4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 (Comp.); ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec.539; σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4; λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5, cf. Ceb.10; λ. χείρ Hes.Op.497; στῆθος Ar.Nu.1018 (anap.); τράχηλος X.Cyn.5.30; λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2; λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat.134b; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R.523d; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.    5 of space, strait, narrow, εἰσίθμη Od.6.264; ἀταρπός Alcm.81; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6; οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν . . ὁδόν Plu.2.964c (ap.Porph.Abst.1.6).    6 generally, small, weak, impotent, λεπτὴ μῆτις Il.10.226, 23.590; ἐλπίς Ar.Eq.1244, cf. ὀχέω 11.3; ἀσφάλεια D.Ep.2.20; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107; λ. κλιμάκια Ar.Pax69; τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29; λ. χαλκός OGI485.12 (Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg.374 D7; ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5 (Mylasa), cf. TAM2(1).15 (Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon.682: neut. pl. as Adv., λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or.224.    7 light, slight, λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος . . ῥιπαῖσι A. Ag.892; λ. πνοαί light breezes, E.IA813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr.555.    8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys.1206; λ. κύλικες Pherecr.143.5 (but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.    9 of liquids, thin, γάλα Hp.Vict.2.46; λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac.310; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food, λ. δίαιται Hp.Aph.1.4; λ. ὀψάρια OGI484.16 (Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.    10 = λεπτομερής, consisting of fine parts, ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph.215b4, cf. Cael.303b26, al.    II metaph., subtle, refined, νοῦς E.Med.529; -ότεροι μῦθοι ib.1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu.359; πυκνῇ . . λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach.445; λ. λογιστά Id.Av.318; λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2; ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.Aër.24; λόγοι λ. . . τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135; λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5: Comp. -οτέρως Anaxandr.36: also κατὰ λεπτόν in detail, PPetr.2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.    2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA545a7, Lyc.687; ἁρμονία E.Fr.773.23 (lyr.): neut. as Adv., λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av.235 (lyr.); of sound, λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5 (Agath.); cf. λεπταλέος.    3 of smell, Pl.Ti.66e (Comp.).    4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.; λεπτὰ ξαίνεις Suid.    III Subst. λεπτόν (sc. ἔντερον), τό, the small intestine, Hp.Coac.311, 449.    2 (sc. νόμισμα) a very small coin, Ev.Luc.21.2, Phot.s.v. ὀβολός; cf.supr.1.6.    3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς.    4 Astron. (sc. ἑξηκοστόν), division of a degree, πρῶτα λεπτά, = minutes, δεύτερα λ., = seconds, Gem.18.11, 18; λεπτά alone, = minutes, PLond. 1.98r.47 (i/ii A.D.), POxy.1476 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 31] (λέπω, also eigtl. geschält), dünn, sein, zart; bes. vom Gewebe, εἵαατα Il. 22, 511, ὀθόναι 18, 595, φᾶρος Od. 10, 544, πέπλοι 7, 97, ήλάκατα 17, 97; auch ἀράχνια, 8, 280; so πέπλος Eur. Med. 949 u. sonst, wie in Prosa, ἱμάτια Thuc. 2, 49; – λεπτότατος χαλκός Il. 20, 275; vgl. Pind. Ol. 12, 25; – κονίη, seiner Staub, Il. 23, 506; vom kleingetretenen Getreide, 20, 497; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν, seine, dünne Asche, Ar. Nubb. 177; – δρόσοι λεπτοὶ λεόντων Aesch. Ag. 139; λεπταὶ κώνωπος ῥιπαί 866; σύριγγος ὅπως πνοὰ λεπτοῦ δόνακος Eur. Or. 126; καὶ ὀλίγον γῆς μόριον Plat. Tim. 59 b. – Vom Erdreich, mager, Xen. Oec. 17, 8 u. Theophr. – Von der menschlichen Gestalt, gew. tadelnd, schmächtig, mager, Hes. O. 499, Hippocr.; seltener = schlank, zierlich, vgl. Ar. Eccl. 539 Nubb. 1017; Ggstz παχύς, Ath. XIII, 569 b; so δάκτυλος, Plat. Rep. VII, 523 d Crat. 389 b; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, das kleine Vieh, Schaafe u. Ziegen, Her. 8, 137; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 11; – πλοῖα, dünne, leichte Fahrzeuge, Her. 7, 36; Thuc. 2, 83 u. A.; ἄκραι ἠπείρου Her. 8, 107; κλιμάκια, πυρίδια, Ar. Pax 69 Lys. 1207; auch ἐλπίς, Equ. 1244; – schmal, eng, εἰσίθμη Od. 6, 264; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 46; ἐπὶ λεπτὸν ἐκτεταγμένων, Pol. 3, 115, 6, u. öfter so von einer nicht tiefen Schlachtordnung. – Uebh. klein, gering, schwach, μῆτις, Il. 10, 226. 23, 590; aber λεπτὸς νοῦς, sein, scharfsinnig, spitzfindig, bis ins Kleinste eindringend, Eur. Med. 529, wie μῦθοι, ib. 1081; vgl. Ar. Ach. 445; φροντίς, Nubb. 230 u. öfter; λεπτὼ λογιστά Av. 318; dah. τὸ λεπτόν, vom Styl, D. Hal.; καὶ ἀκριβής, Antiph. 3 δ 2; οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Plat. Rep. X, 607 c; διὰ τὸ λεπτῶς καὶ πυκνῶς πάντ' ἐξετάζειν Amphis bei Ath. X, 448 a; τὰ κατὰ λεπτόν, das Geringfügige, 8. Emp. adv. log. 2, 295; – τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος, das kleinste Geldstück, Plut. Cic. 29, vgl. λεπτόν. – Von der Stimme, schwach, Ar. Av. 235 u. A. – Vom Gefühl, sein empfindend, reizbar, Schäfer D. Hal. de C. V. p. 246. – Phot. hat auch einen compar. λεπτίστερος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτός: -ή, -όν, (λέπω) ἐκλελεπισμένος, «ξεφλουδισμένος», ῥίμφα τε λέπτ’ ἐγένοντο, ἐπὶ κριθῆς ἡλωνισμένης, Ἰλ. Υ. 497· σπάνιον ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, πρβλ. λεπτύνω Ι. 2. 2) «λεπτός», μικρός, ἐκ μικροτάτων μορίων ἀποτελούμενος, κονίη Ψ. 506· κόνις Σοφ. Ἀντ. 256· τέφρα Ἀριστοφ. Νεφ. 177· λεπτοῖς ἁλσὶ Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 5· συχν. παρ’ Ἱππ., πρβλ. Foës. Oecon. 3) λεπτός, συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὰ πλεῖστον ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ τῶν ὁμοίων, ὀθόναι Ἰλ. Σ. 595· πέπλοι, φᾶρος Ὀδ. Η. 97., Κ. 544· ἀράχνια Θ. 280· μήρινθος Ἰλ. Ψ. 854· προσέτι, λεπτότατος χαλκὸς Υ. 275· ῥινὸς βοὸς αὐτόθι 276· χαλκὸς καὶ δόνακες Πινδ. Π. 12. 44· - οὕτω καὶ ἐν Εὐρ. Μηδ. 949· Θουκ. 2. 49, κτλ.· λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, ἐπὶ πλοίων, ἔχω τὰ κατὰ τὴν πρῷραν μέρη λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ, Θουκ. 7. 36. 4) ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παχύς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενὴς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 839· σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Ἀντιφ. ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· οὕτω, λ. χεὶρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· στῆθος Ἀριστοφ. Νεφ. 1017· τράχηλος Ξεν. Κύρ. 5. 30· λεπτὸς τοῖν σκελοῖν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2· λ. ὑπὸ μεριμνῶν Πλάτ. Ἀντερασταὶ 134Β· ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11· - ὡσαύτως ἰσχνός, ἀδύνατος, δάκτυλος Πλάτ. Πολ. 523D· ἀπολήγειν εἰς λ., ἐπὶ τῶν δακτύλων ἀνδριάντος ἢ ἀγάλματος, Λουκ. Εἰκόνες 6. 5) ἐπὶ διαστήματος ὡς τὸ λεπτὴ δ’ εἰσίθμη, στενὴ εἴσοδος (εἰς λιμένα), Ὀδ. Ζ. 264· ἐπὶ λεπτόν, εἰς στενήν, λεπτὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 46, Πολύβ. 3. 115. 6. 6) καθόλου, μικρός, λεπτός, λεπτὴ μῆτις Ἰλ. Κ. 226., Ψ. 590· ἐλπὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1244, πρβλ. ὀχέω ΙΙ. 3· ἀσφάλεια Δημ. 1472. 14· λ. ἴχνη, ὀλίγα, ἀμυδρὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5, 5· λεπτὸν οὖας, ἐπὶ τοῦ ὠτὸς μικροῦ παιδίου, Σιμων. 37. 14· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ κτήνη, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, κοινῶς «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 8. 137· λ. πλοῖα, μικρά, ὁ αὐτ. 7. 36· ἄκραι λ., μικρὰ ἀκρωτήρια, ὁ αὐτ. 8. 107· λ. κλιμάκια Ἀριστοφ. Εἰρ. 69· τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Πλουτ. Κικ. 29· ἀργύριον Ρόδιον λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e. 11, f. 1· ἴδε λεπτὸν ΙΙ· - Ἐπίρρ., λεπτῶς ζῆν, πτωχῶς, πενιχρῶς, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 682. 7) ἐλαφρὸς, κοῦφος, μικρός, λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος... ῥιπαῖσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 892· λ. πνοαί, ἐλαφρὰ αὔρα, Εὐρ. Ι. Α. 813· λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσι, ἐπὶ μικρᾶς τροπῆς τῆς τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 499. 8) ἐπὶ μεγέθους ἢ ποιότητος, λ. πυρίδια, σμικρά, ὀλίγα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1207· λ. κύλικες Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Θεόκρ. 3. 21. 9) ἐπὶ ὑγρῶν, λεπτός, Ἱππ. 412. 36· λεπτὰ ἀνεμέειν ὁ αὐτ. 169Β· λ. οἶνος, ἐλαφρὸς οἶνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 18. 10) κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ λεπτομερής, συγκείμενος ἐξ ὀλίγων ἢ λεπτῶν μερῶν, ὅσῳ λεπτότερον ἀὴρ ὕδατος Ἀριστ. Φυσ. 4. 8, 9, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 5, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ. λεπτός, ἱκανός, εὐφυής, ἀκριβής, νοῦς Εὐρ. Μήδ. 529· λεπτότεροι μῦθοι αὐτόθι 1081· λεπτότατοι λῆροι Ἀριστοφ. Νεφ. 359· λ. μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 445· λ. λογιστὴς ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 318· λ. καὶ ἀκριβὴς Ἀντιφῶν 124. 13· ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοὶ Ἱππ. 295. 25· λόγοι λεπτοί... τρέφουσ’ ἐκείνους Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 8· πρβλ. λεπτολόγος· ― οὕτως ἐπίρρ., λεπτῶς μεριμνᾶν Πλάτ. Πολ. 607C· λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 5· συγκρ. λεπτοτέρως, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 2· ― ὡσαύτως, κατὰ λεπτόν, ἐν λεπτομερείᾳ, εὐφυῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 18, 2, Φρύν. ἐν Α. Β. 48. 16, Φώτ. ἐν λ. νιφετός· πρβλ. καταλεπτολογέω· ― τὰ κατὰ λεπτόν, τὸ ὄνομα ποιημάτων τινῶν τοῦ Ἀράτου, ἴσως = elegantiae, Arati Vita σ. 55 Westerm., Στράβ. 486. 2) ἔχων λεπτὰ αἰσθήματα, εὐαίσθητος, Schäf. εἰς Διον. π. Συνθήκ. σ. 246. 3) σπανίως ἐπὶ τῆς φωνῆς, λεπτός, ἡδύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 7, Λυκόφρ. 687· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 235· ἐπὶ ἤχου, Ἀνθ. Π. 11. 352· πρβλ. λεπταλέος. 4) ἐπὶ ὀσμῆς, Πλάτ. Τίμ. 66Ε. 5) ἐπὶ προσώπων, οἱ λεπτοί, οἱ πένητες, Πολύβ. 25. 8. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. dépouillé de sa peau, de sa pellicule;
II. mince :
1 menu, fin;
2 travaillé finement, délicat;
3 aminci;
4 mince, étroit, allongé : εἰσίθμη OD accès étroit (vers une ville) ; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι XÉN être étendu sur une ligne mince en parl. d’une ligne de bataille;
5 grêle, maigre;
6 faible, léger : λεπταὶ πνοαί EUR vent faible ; οἶνος λεπτός LUC vin léger ; en parl. de choses abstraites : λεπτὴ μῆτις IL intelligence faible;
7 petit : τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων HDT petit bétail (brebis, chèvres) ; λεπτὰ πλοῖα HDT petits navires ; τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος PLUT la plus petite monnaie de cuivre;
8 fin, subtil ; κατὰ λεπτόν CIC par le menu, en détail;
Cp. λεπτότερος, Sp. λεπτότατος.
Étymologie: adj. verb. de λέπω.

English (Autenrieth)

(λέπω), sup. λεπτότατος: peeled, husked, Il. 20.497; then thin, fine, narrow, delicate.

English (Slater)

λεπτός
   1 fine, delicate ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων i. e. through the bronze mouthpiece (P. 12.25) ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ fr. 230.

English (Thayer)

λεπτή, λεπτόν (λέπω to strip off the bark, to peel), thin; small; τό λεπτόν, a very small brass coin, equivalent to the eighth part of an as (A. V. a mite; cf. Alex.'s Kitto and B. D. under the word; cf. F. R. Conder in the Bible Educator, 3:179): Alciphron, epistles I, 9 adds κέρμα; Pollux, onom. 9,6, sect. 92, supplies νόμισμα).

Greek Monolingual

ή, -ό (AM λεπτός, -ή, -όν)
1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.)
2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής», Αριστοφ.)
3. κομψός, λυγερός, λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος (α. «λεπτή μέση» β. «δάκτυλος... ἐάν τε παχὺς ἐάν τε λεπτός», Πλάτ.)
4. αυτός που αποτελείται από μικρά μόρια, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοτριμμένος (α. «λεπτή ζάχαρη» β. «λεπτὴ δ',...ἐπῆν κόνις», Σοφ.)
5. άγονος, μη εύφορος, λεπτόγειος
6. (για υγρό) αραιός, υδαρής («οἴνου λεπτοῡ καὶ δριμέος», Λουκιαν.)
7. οξύς, ευφυής (α. «λεπτή ειρωνεία» β. «λεπτές κρίσεις» γ. εἰ δὲ ἀληθῆ μὲν λεπτὰ δὲ καὶ ἀκριβῆ», Αντιφ.)
8. (για ήχο) γλυκύς, απαλός ή σιγανός (α. «με τη λεπτή του τη φωνή την ορφανιά μου ας λέγει», Ζαλοκ.
β. «ἀφιᾱσι φωνὴν λεπτὴν καὶ μικρὰν αἱ θήλειαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για οσμή) ευχάριστος ή ανεπαίσθητος, όχι έντονοςλεπτό άρωμα»)
2. (για τις αισθήσεις) οξύς, ισχυρός, δυνατός («λεπτή ακοή»)
3. φρ. «λεπτό γούστο» — ανεπτυγμένη καλαισθησία
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από νόσους, ευπαθής, ασθενικός, ευπρόσβλητοςλεπτός οργανισμός»)
2. αυτός που στερείται ανθεκτικτότητας, τρυφερός, εύθραυστος (α. «λεπτό φυτό» β. «λεπτά ποτήρια»)
3. διακριτικός, ευγενικός, ανώτερος, αβρός (α. «λεπτά αισθήματα» β. «λεπτό χιούμορ»)
4. επεξεργασμένος με δεξιοτεχνία, λεπτοκαμωμένος, καλοδουλεμένος
μσν.
1. ήρεμος, ήσυχος, αθόρυβος
2. (για λαγκάδι) με αραιή βλάστηση, όχι πυκνοφυτεμένο
μσν.-αρχ.
μικρός στο μέγεθος ή λίγος στην ποσότητα, αμυδρός («λεπτά ίχνη», Ξεν.)
αρχ.
1. ξεφλουδισμένος, ξελεπιασμένος (ῥίμφα τε λέπτ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.)
2. (για χώρο) στενός («λεπτὴ ἀταρπός», Αλκμ.)
3. ελαφρός, ευκίνητος («ἐν δ' ὀνείρασιν λεπταῑς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῑσι θωΰσσοντος», Αισχύλ.)
4. αυτός που σύγκειται, που αποτελείται από λίγα μέρη
5. (για οσμή) αραιός («λεπτότεραι μὲν ύδατος) παχύτεραι δὲ ὀσμαὶ ξύμπασαι γεγόνασιν ἀέρος», Πλάτ.)
6. (για πρόσ.) στον πληθ. οἱ λεπτοί
οι φτωχοί.
επίρρ...
λεπτώς και -ά (AM λεπτῶς και λεπτά, Α και λεπτόν)
με λεπτό τρόπο, με λεπτότητα
νεοελλ.
με ωραίο τρόπο, με αβρότητα
μσν.
προσεκτικά
μσν.-αρχ.
1. με κάθε λεπτομέρεια, με ακρίβειαλεπτώς και πυκνώς έξετάζειν», Άμφις)
2. σε πολύ μικρά τεμάχια
3. ήσυχα, σιγαλά («ὅσα τ' ἐν ἄλοκι θαμὰ βῶλον ἀμφιτιττυβίζεθ' ὧδε λεπτὸν ἁδομένᾳ φωνᾷ», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αμυδρά, θαμπά, όχι ευδιάκριτα
2. φρ. «λεπτῶς διαιτῶμαι» — είμαι εγκρατής στο φαγητό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω». Η λ. λεπτός είχε μια σημαντική σημασιολογική εξέλιξη. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το αλωνισμένο, αποφλοιωμένο κριθάρι. Στον Όμηρο η λ., με τη σημ. «ψιλός», αποδόθηκε στην τέφρα τών νεκρών, στη σκόνη, σε δέρματα ζώων καθώς και στο εξωτερικό περίβλημα καρπών και φρούτων. Επίσης το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει υφάσματα με τη σημ. του «ψιλός, στενός» και μάλιστα με αυτήν τη σημ. η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή repoto. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως επίθ. στη λ. μῆτις «φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα». Το επίθ. εκφράζει πολύ συχνά στην αττική πεζογραφία την έννοια της πανουργίας, της ευστροφίας, της λεπτότητας, της επιδεξιότητας, της ακριβολογίας. Τέλος, στη μεταγενέστερη Ελληνική ο πληθ. λεπτοί χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους λεπτόσωμους, αδύνατους ανθρώπους (βλ. και λεπτο-).
ΠΑΡ. λεπταίνω, λεπτότητα, λεπτύνω
αρχ.
λεπτακινός, λεπταλέος, λεπτίζω, λεπτώ
αρχ.-μσν.
λεπτοσύνη
μσν.
λεπτανικός, λέπτη, λεπτινός, λεπτίτις
νεοελλ.
λεπτούλης, λεπτούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό: βλ. λεπτο-). (Β' συνθετικό) ημίλεπτος
αρχ.
διάλεπτος, έκλεπτος, επίλεπτος, τριχάλεπτος, υπέρλεπτος, υπόλεπτος].

Greek Monotonic

λεπτός: -ή, -όν (λέπω
I. 1. ξεφλουδισμένος, απολεπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για σκόνη, στάχτη, κ.λπ., λεπτός, μικρός, αποτελούμενος από μικρά μόρια, απειροελάχιστος, στο ίδ., σε Σοφ., Αριστοφ.
3. λέγεται για ενδύματα, κλωστές, κ.λπ., λεπτός, φίνος, σε Όμηρ., Ευρ.
4. λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, αδύνατος, άπαχος, λιγνός, ισχνός, σε Αριστοφ., Ξεν.· επίσης, λεπτοκαμωμένος, μικροκαμωμένος, σε Πλάτ.
5. λέγεται για χώρο, όπως το στενός, λεπτός, στενός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ λεπτόν, σε στενή, λεπτή γραμμή, σε Ξεν.
6. γενικά, μικρός, αδύνατος, ανίσχυρος, μῆτις, σε Ομήρ. Ιλ.· λεπτὴ ἐλπίς, σε Αριστοφ.· λεπτὰ ἴχνη, αμυδρά ίχνη, σε Ξεν. τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρά κτήνη, δηλ. πρόβατα και κατσίκες, αιγοπρόβατα, σε Ηρόδ.· λεπτὰ πλοῖα, μικρά σκάφη, στον ίδ., κ.λπ.
7. λέγεται για ήχους, ελαφρός, λεπτός, οξύς, σε Αισχύλ.· λεπταὶ πνοαί, ελαφρύ αεράκι, σε Ευρ.
8. λέγεται για κρασί, ελαφρύς, σε Λουκ.
II. μεταφ., λεπτός, ικανός, ευφυής, ακριβής, νοῦς, μῦθος, σε Ευρ., κ.λπ.· ομοίως, επίρρ., λεπτῶς μεριμνᾶν, σε Πλάτ.