ἀναβαίνω: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβαίνω''': παρατ. ἀνέβαινον Ἡρόδ., Λυσ. (πρβλ. βαίνω): μέλλ. -βήσομαι: (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτέρω Β): ἀόρ. β΄ ἀνέβην, προστ. ἀνάβηθι, ὑπ. -βῶ, ἀπ. -βῆναι, μετ. -βὰς Ξεν., κτλ.: πρκμ. -βέβηκα: Μέσ., ἀόρ. α΄ -εβησάμην, Ἐπ. γ΄ ἐν. -εβήσετο, ἴδε κατωτέρω Β: - Παθ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2. Βαίνω πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], [[ἀναβαίνω]] μ. αἰτ. τόπου: οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀν., [[ὑπάγω]] [[ἐπάνω]] εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὰ ὑπερῷα, Ἰλ. Α. 497, Ὀδ. .Σ 301· [[φάτις]] ἀνθρώπους ἀν., ἀναβαίνει, διαδίδεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ζ. 29· συχνότερον δὲ [[μετὰ]] ἐμπροθέτου αἰτ., ἀν. ἐς δίφρον Ἰλ. Π. 657· σπαν. ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβ. Ὀδ. Χ. 132· καὶ μεθ’ Ὅμ. συχνότερον [[μετὰ]] τῆς προθέσεως ἐπί, ὡς, ἀναβ. ἐπὶ [[οὔρεα]] Ἡρόδ. 1. 131: - σπανίως [[μετὰ]] δοτ., νεκροῖς ἀναβ., πατῶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Λατ. mortuis insultare, Ἰλ. Κ. 493: - μ. αἰτ. συστοίχ., ἀναβ. στόλον, [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, Πινδ. Π. 2. 114· ἴδε [[ἀνάβασις]] ΙΙ. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ ῥήματος τούτου: 1) [[ἀναβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]], [[ἐπιβαίνω]], [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[πλοῖον]], Λατ. conscendere, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπολύτως· ἐς Τροίην ἀναβ., εἰσέρχεσθαι εἰς [[πλοῖον]] διὰ τὴν Τροίαν, Ὀδ. Α. 210· ἀπὸ Κρήτης ἀναβ. Ξ. 252· εἰς ἐλάτην ἀναβ. Ἰλ. Ξ. 287· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· πρβλ. ἀνὰ Α, [[ἀναβιβάζω]]: 2) [[ἀναβαίνω]] ἐπὶ ἵππου (πρβλ. [[ἀναβάτης]]), ἀν. ἐφ’ ἵππον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 7. πρβλ. 7. 1, 3· ἀπολ., ἀναβεβηκώς, ἱππεύσας, ὁ αὐτ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ φράσει, ἀναβάντας δ’ ἐφ’ ἵππων ἐλάσαι, τὸ ἀναβάντες πρέπει να ληφθῇ ἀπολύτως, ὁ αὐτὸς Κύρ. 3. 3, 27· ἀν. ἐπὶ τροχόν, [[ἀναβαίνω]] τὸν τροχὸν τοῦ βασανιστηρίου, Ἀντιφῶν 134. 11. β) μετ’ αἰτ. ἀν. ἵππον, [[ἐπιβαίνω]] ἵππου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 2: - Παθ., | |lstext='''ἀναβαίνω''': παρατ. ἀνέβαινον Ἡρόδ., Λυσ. (πρβλ. βαίνω): μέλλ. -βήσομαι: (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτέρω Β): ἀόρ. β΄ ἀνέβην, προστ. ἀνάβηθι, ὑπ. -βῶ, ἀπ. -βῆναι, μετ. -βὰς Ξεν., κτλ.: πρκμ. -βέβηκα: Μέσ., ἀόρ. α΄ -εβησάμην, Ἐπ. γ΄ ἐν. -εβήσετο, ἴδε κατωτέρω Β: - Παθ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2. Βαίνω πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], [[ἀναβαίνω]] μ. αἰτ. τόπου: οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀν., [[ὑπάγω]] [[ἐπάνω]] εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὰ ὑπερῷα, Ἰλ. Α. 497, Ὀδ. .Σ 301· [[φάτις]] ἀνθρώπους ἀν., ἀναβαίνει, διαδίδεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ζ. 29· συχνότερον δὲ [[μετὰ]] ἐμπροθέτου αἰτ., ἀν. ἐς δίφρον Ἰλ. Π. 657· σπαν. ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβ. Ὀδ. Χ. 132· καὶ μεθ’ Ὅμ. συχνότερον [[μετὰ]] τῆς προθέσεως ἐπί, ὡς, ἀναβ. ἐπὶ [[οὔρεα]] Ἡρόδ. 1. 131: - σπανίως [[μετὰ]] δοτ., νεκροῖς ἀναβ., πατῶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Λατ. mortuis insultare, Ἰλ. Κ. 493: - μ. αἰτ. συστοίχ., ἀναβ. στόλον, [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, Πινδ. Π. 2. 114· ἴδε [[ἀνάβασις]] ΙΙ. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ ῥήματος τούτου: 1) [[ἀναβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]], [[ἐπιβαίνω]], [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[πλοῖον]], Λατ. conscendere, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπολύτως· ἐς Τροίην ἀναβ., εἰσέρχεσθαι εἰς [[πλοῖον]] διὰ τὴν Τροίαν, Ὀδ. Α. 210· ἀπὸ Κρήτης ἀναβ. Ξ. 252· εἰς ἐλάτην ἀναβ. Ἰλ. Ξ. 287· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· πρβλ. ἀνὰ Α, [[ἀναβιβάζω]]: 2) [[ἀναβαίνω]] ἐπὶ ἵππου (πρβλ. [[ἀναβάτης]]), ἀν. ἐφ’ ἵππον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 7. πρβλ. 7. 1, 3· ἀπολ., ἀναβεβηκώς, ἱππεύσας, ὁ αὐτ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ φράσει, ἀναβάντας δ’ ἐφ’ ἵππων ἐλάσαι, τὸ ἀναβάντες πρέπει να ληφθῇ ἀπολύτως, ὁ αὐτὸς Κύρ. 3. 3, 27· ἀν. ἐπὶ τροχόν, [[ἀναβαίνω]] τὸν τροχὸν τοῦ βασανιστηρίου, Ἀντιφῶν 134. 11. β) μετ’ αἰτ. ἀν. ἵππον, [[ἐπιβαίνω]] ἵππου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 2: - Παθ., ([[ἵππος]]) ὁ [[μήπω]] ἀναβαινόμενος, ἐφ’ ὃν ἀκόμη δὲν ἔχει ἀναβῇ τις, Ξεν. Ἱππ. 1. 1· ἀναβαθείς, [[ὅταν]] τις ἀναβῇ ἐπ’ αὐτόν, [[αὐτόθι]] 3. 4· ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ, ἔχοντι τὸν ἱππέα ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3. 4, πρβλ. 1. 4. 3) ἐπὶ πορειῶν κατὰ ξηράν, [[ἀναβαίνω]] ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, Ἡρόδ. 5. 100, Ξεν.· ἀναβ. παρὰ βασιλέα Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 123Β. 4) ἐπὶ ποταμῶν πλημμυρούντων, Ἡρόδ. 2. 13· ἀν. ἐς τὰς ἀρούρας, καταπλημμυρίζω τοὺς ἀγρούς, 1. 193. 5) ἐπὶ ἀναρριχωμένων φυτῶν, [[ἄμπελος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ δένδρα Ξεν. Οἰκ. 19, 18· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τριχῶν [[κόμης]], ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 23. 6) παρ’ Ἀττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ἢ μόνον ἀναβ., [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὸ βῆμα, ἐγείρομαι ἵνα ὁμιλήσω, Λατ. in concionnem ascendere, Δημ. 247. 5., 580, 21., 1461. 22: - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἀν. ἐπὶ ἢ εἰς τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[δικαστήριον]], [[ἔρχομαι]] ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Πλάτ. Ἀπολ. 31C, 40Β, Γοργ. 486Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 963· ἀν. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα, [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πλάτ. Συμπ. 194Β· ἀπολ., ἀνάβαινε Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· ἐπὶ μαρτύρων ἐν δικαστηρίῳ, Λυσίας 94. 28. 7) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[ἐπιβαίνω]], [[ὀχεύω]], ἵπποι οἱ ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 317: ἴδε [[ἀναβαδόν]], [[ἀναβάτης]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, καταντῶ, τελευτῶ εἴς τι, ὡς τὸ [[ἀποβαίνω]], [[ἐκβαίνω]], Λατ. evenio, Βαλκ. Ἡρόδ. 7. 10, 8· καὶ ἄν τι κακὸν ἀναβαίνῃ ἀφ’ ὧν... πηγάζῃ· ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσιν ἀποβαίνῃ, [[ὅπερ]] φαίνεται ὀρθότερον· Ξεν. Ἀθ. Πολ. 2. 17. 2) [[ἔρχομαι]] εἴς τινα ἢ εἴς τι, καταντῶ, ὡς τὸ [[περιέρχομαι]], οὕτω δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ [[βασιληΐη]], οὕτω τῷ ὄντι περιήρχετο ἡ βασιλεία εἰς τὸν Λεωνίδαν, Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. 1. 109. IV. [[ὑπάγω]] πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός· [[ἑπομένως]] προχωρῶ, [[προβαίνω]], ἰδίως ἵνα κάμω λόγον [[περί]] τινος· [[πρός]] τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 445C. B. ὁ ἀόρ. ἀνέβησα κεῖται παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἀόρ. τοῦ [[ἀναβιβάζω]] [[μετὰ]] σημασ. μεταβατικῆς, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἰδίως δὲ σημαίνει, [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], Ἰλ. Α. 144, 308. Πινδ. Π. 4, 340· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. ἀόρ. ἀναβησάμενοι Ὀδ. Ο. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, ἀνεβίβασεν ἄνδρας [[ἐπάνω]] εἰς καμήλους, Ἡρόδ. 1. 80. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:50, 10 January 2021
English (LSJ)
impf. ἀνέβαινον: fut. -βήσομαι: (for aor. 1 v. infr. B): aor. 2 ἀνέβην, imper. ἀνάβηθι, -βῶ, -βῆναι, -βάς: pf. -βέβηκα:— Med., aor. 1 -εβησάμην, Ep. 3sg. -εβήσετο, v. infr. B:—Pass., v. infr. 11.2:—A go up, mount, c. acc. loci, οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀ. go up to heaven, to the upper rooms, Il.1.497, Od.18.302; φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει goes up among, ib.6.29; more freq. with Prep., ἀ. εἰς ἐλάτην, ἐς δίφρον, Il.14.287, 16.657; rarely with ἀνά repeated, ἀν' ὀρσοθύρην ἀ. Od.22.132; after Hom., most. freq. with ἐπί, ἀ. ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα τῶν ὀρέων Hdt.1.131: c. dat., νεκροῖς ἀ. to trample on the dead, Il.10.493: metaph., ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Pl. R.445c. II Special usages: 1 mount a ship, go on board, in Hom. mostly abs.; ἐς Τροίην ἀ. embark for Troy, Od.1.210; ἀπὸ Κρήτης ἀ. 14.252; ἐπὶ τὰς ναῦς Th.4.44, etc.: metaph., ἀναβάσομαι στόλον I will mount a prow, Pi.P.2.62. 2 mount on horse-back (cf. ἀναβάτης), ἀ. ἐφ' ἵππον X.Cyr.4.1.7, cf. 7.1.3: abs., ἀναβεβηκώς mounted; ἀναβάντες (abs.) ἐφ' ἵππων ἐλάσαι 3.3.27; ἀ. ἐπὶ τροχόν mount on the wheel of torture, Antipho 5.40. b c. acc., ἀ. ἵππον mount a horse, Theopomp.Hist.2:—Pass., [ἵππος] ὁ μήπω ἀναβαινόμενος that has not yet been mounted, X.Eq.1.1; ἀναβαθείς when mounted, ib.3.4; ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ Id.Eq.Mag. 3.4, cf. 1.4. 3 of land-journeys, go up from the coast into Central Asia, Hdt.5.100, X.An.1.1.2; ἀ. παρὰ βασιλέα Pl.Alc.1.123b. b go up to a temple, PPar.47.19, Ev.Luc.18.10; to a town, Ev.Matt.20.18, al., cf. PLond.3.1170b.46 (iii A. D.), etc.; in curses, ἀ. παρὰ Δάματρα πεπρημένος GDI3536.19 (Cnidus), cf. SIG 1180.9 (ibid.). c ascend to heaven, Ascens.Is.2.16. 4 of rivers in flood, rise, Hdt.2.13; ἀ. ἐς τὰς ἀρούρας overflow the fields, Id.1.193. 5 of plants, shoot up, ἐπὶ δένδρα X.Oec.19.18; climb on sticks, Thphr.HP8.3.2; generally, shoot, spring up, Ev.Matt.13.7; of hair, X.Smp.4.23. 6 in Att., ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα, or ἀ. alone, mount the tribune, rise to speak, D.18.66, 21.205, Prooem.56; ἀ. εἰς τὸ πλῆθος, εἰς or ἐπὶ τὸ δικαστήριον come before the people, before the court, Pl. Ap.31c, 40b, Grg.486b; ἀ. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα mount the stage, Id.Smp.194b: abs., ἀνάβαινε Ar.Eq.149; ἀνάβηθι Id.V.963; of witnesses in court, Lys.1.29. 7 of the male, mount, cover, ἀ. τὰς θηλέας Hdt.1.192, cf.Ar.Fr.329; ἀ. ἐπί Ph.1.651, cf. Moer.3:—Pass., Milet.3.31 (a).6 (vi B. C.). 8 of age, δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἡλικίας τῆς ἐμῆς two years older... Ach. Tat.1.7. 9 ascend to higher knowledge, ἡ ἀναβεβηκυῖα ἐπιστήμη Simp.in Ph.15.34, cf. 9.30; τὰ ἀναβεβηκότα generalities, Sor.2.5. 10 c. acc., surpass, κάλλει τὴν πᾶσαν διακόσμησιν Lyd.Ost.22. III of things and events, come to an end, turn out, Hdt.7.10.θ; ἀπό τινος ἀ. result from, X.Ath. 2.17. b ἀ. ἐπὶ καρδίαν enter into one's heart, of thoughts, LXX 4 Ki.12.4, Je.3.16, 1 Ep.Cor.2.9, cf. Ev.Luc.24.38. 2 come to, pass over to, ἐς Αεωνίδην ἀνέβαινεν ἡ βασιληΐη Hdt.7.205, cf. 1.109. IV return to the beginning, of discourse, Democr.144a; go back, ἀναβήσεται ἐπὶ τὰς κτίσεις τῶν προγόνων Hermog.Inv.2.2. B aor. ἀνέβησα in causal sense, make to go up, esp. put on shipboard, Il.1.143, Pi.P.4.191; so in aor. Med., νὼ ἀναβησάμενοι having taken us on board with them, Od.15.475: rare in Prose, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε he mounted men on camels, Hdt.1.80.
German (Pape)
[Seite 179] (s. βαίνω), I. Trans., nur fut. u. aor. ἀναβήσω u. ἀνέβησα, hinaufgehen lassen, bes. ein Schiff besteigen lassen, einschiffen, Il. 1, 144 in tmesi; Pind. P. 4, 191; auch ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, Männer auf Kameele steigen lassen, Her. 1, 80; Od. 15, 475 νὼ ἀναβησάμενοι steht ächt Homerisch das medium statt des activ. ἀναβήσαντες. – II. Gew. intrans. mit aor. ἀνέβην, fut. ἀναβήσομαι, 1) hinaufgehen, hinauf steigen, οὐρανόν, ὑπερώια, zum Himmel, zum Söller hinaufsteigen, Il. 1, 497 Od. 18, 302; aber φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει 6, 29 ist so viel als βαίνει ἀνὰ ἀνθρώπους, verbreitet sich unter den Menschen. Daran schließt sich ὀχήματα ἀναβαινειν Plat. Phaed. 113 d, Fahrzeugebesteigen; δίφρον, Eur. Phaeth. frg. 6; ἄνθρωπον Luc. Asin. 51; vgl. Mar. D. 15, 2. Aehnl. ἀναβήσομαι στόλον Pind. P. 2, 62, doch mehr an ἀνάβασιν ἀναβαίνειν, Plat. Rep. VII, 519 b, erinnernd. – Hom. hat auch νεκροῖς ἀναβαίνειν, Il. 10, 493, auf die Todten treten; häufiger εἰς, z. B. ἐλάτην, δίφρον, Il. 14, 287. 16, 657; ἐς ἅρμα, Pind. N. 9, 4; εἰς τὸν οὐρανόν, Plat. Alc. 1, 117 b; ἀν' ὀρσοθύρην Od. 22, 132.Nach Hom. gewöhnlicher ἐπί, z. B. ἐπὶ δένδρον, Her. 4, 22; ἐπὶ τὸ ἅρμα, ἐπὶ τὸν πύργον, ἐπὶ τὰ τέγη, ἡ ἄμπελος ἀναβαίνει ἐπὶ τὰ δένδρα, Xen. Cyr. 6, 4, 4. 7, 1, 39 Hell. 4, 4, 12 Oec. 19, 18; ἐπὶ τὰς ἁρμαμάξας, Cyr. 3, 1. 33. Am häufigsten a) ἐπὶ τὸν ἵππον, auf's Pferd steigen, sehr oft bei Xen., auch allein ἀναβεβηκότες, die auf's Pferd gestiegen sind, zu Pferde, und so sind auch Vrbdgn, wie ἀναβάντες ἐφ' ἵππων ἤλασαν, Cyr. 3, 3, 27 An. 3, 4, 30, zu nehmen, wo ἐφ' ἵππων zu ἤλασαν gehört. Doch wurde auch passiv. ἵππος ἀναβεβαμένος ein Pferd genannt, welchesgeritten wird, Xen. Hipp. 1, 4. – b) ἐπὶ τὴν τριήρη, das Schiff besteigen, Xen. Hell. 3, 3, 4; daher allein ἀναβαίνειν, sich einschiffen, An. 5, 9, 14; u. so Hom. Od. 13, 285 ἐς Σιδονίην ἀναβάντες ᾤχοντο; 14, 252 ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης ἐπλέομεν; vgl. unter 2. – c) von Rednern, die Rednerbühne besteigen u. reden, ἐς τὸ πλῆθος, zum Volke, Plat. Apol. 31 c; ἐπὶ τὸ βῆμα, Rep. X, 617 d; am häufigsten vor Gericht auftreten, ἐς τὸ δικαστήριον, Antiph. 6, 21; Plat. Gorg. 486 b; ἐπὶ τὸ δικ., Andoc. 1, 23; Plat. Apol. 40 b Euthyd. 305 c; auch ohne Zusatz, bes. in der an die Zeugen gerichteten Aufforderung, ἀνάβητε, Lys. 1, 29; Is. 2, 34, u. Dem. oft, wo man an das βῆμα zu denken hat. Auch vom Volke wird gesagt ἀναβαίνει εἰς ἐκκλησίαν, Dem. 25, 20 (die Puyr liegt hoch), u. Polyb. 10, 4, 6, nach Röm. Gebrauche, ἐκ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὴν οἰκίανἀναβαίνειν (denn lat. in forum descenditur), wo man es zurückkehren übersetzt. – 2) Bei Landreisen, hinaufgehen, von der Meeresküste aufwärts in's Innere des Landes, bes. nach Hochasien, Xen. oft, z. B. An. 1, 1, 2; so παρὰ τὸν βασιλέα, Plat. Alc. I, 123 b; Xen. Hell. 1, 4, 2, vgl. 6, 4, 4. Hiermit ist zu vgl. der Gebrauch Homers, die Fahrt der Griechen nach Troja durch ἀνάπλους, ἀνάγειν, ἀναβαίνειν zu bezeichnen, s. Lehrs Aristarch. p. 119; so ἀναβαίνειν z. B. Od. 1, 210. – 3) anwachsen, zunehmen, vom Flusse, ἐπ' ἑκκαίδεκα πήχεας, Her. 2, 13, wohin man auch Plat. Rep. IV, 445 c ἐνταῦθα τοῦ λόγου ἀναβ., soweit in der Rede gekommen sein, ziehen kann; δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἐμῆς ἡλικίας, Ach. Tat., zwei Jahre älter als ich. – Ebenso von Krankheiten, zunehmen, Galen.; von Gebäuden, emporsteigen, Plut. Pericl. 13. – 4) übergehen, ἡ τυραννὶς ἀνέβη εἰς τὴν θυγατέρα, auf die Tochter, Her. 1, 109. 7, 205. – 5) sich ereignen, wie sonst ἀποβαίνω: τὰ πράγματα αὐτῷ ἀνέβη, Her. 7, 10, 8; κακὸν ἀνέβη, Xen. Ath. 2, 17. – 6) Von Pferden und Eseln, bespringen, τὰς θηλέας ἵππους ἀναβαίνοντες, Her. 1, 192, dah. pass. αἱ ἀναβαινόμεναι, die besprungenen. Vgl. ἀναβῆναι τὴν γυναῖκα βούλομαι, Men. bei Zon. u. Moeris.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαίνω: παρατ. ἀνέβαινον Ἡρόδ., Λυσ. (πρβλ. βαίνω): μέλλ. -βήσομαι: (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτέρω Β): ἀόρ. β΄ ἀνέβην, προστ. ἀνάβηθι, ὑπ. -βῶ, ἀπ. -βῆναι, μετ. -βὰς Ξεν., κτλ.: πρκμ. -βέβηκα: Μέσ., ἀόρ. α΄ -εβησάμην, Ἐπ. γ΄ ἐν. -εβήσετο, ἴδε κατωτέρω Β: - Παθ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2. Βαίνω πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀναβαίνω μ. αἰτ. τόπου: οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀν., ὑπάγω ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὰ ὑπερῷα, Ἰλ. Α. 497, Ὀδ. .Σ 301· φάτις ἀνθρώπους ἀν., ἀναβαίνει, διαδίδεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ζ. 29· συχνότερον δὲ μετὰ ἐμπροθέτου αἰτ., ἀν. ἐς δίφρον Ἰλ. Π. 657· σπαν. ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβ. Ὀδ. Χ. 132· καὶ μεθ’ Ὅμ. συχνότερον μετὰ τῆς προθέσεως ἐπί, ὡς, ἀναβ. ἐπὶ οὔρεα Ἡρόδ. 1. 131: - σπανίως μετὰ δοτ., νεκροῖς ἀναβ., πατῶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Λατ. mortuis insultare, Ἰλ. Κ. 493: - μ. αἰτ. συστοίχ., ἀναβ. στόλον, ἐξέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, Πινδ. Π. 2. 114· ἴδε ἀνάβασις ΙΙ. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ ῥήματος τούτου: 1) ἀναβαίνω εἰς πλοῖον, ἐπιβαίνω, εἰσέρχομαι εἰς πλοῖον, Λατ. conscendere, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπολύτως· ἐς Τροίην ἀναβ., εἰσέρχεσθαι εἰς πλοῖον διὰ τὴν Τροίαν, Ὀδ. Α. 210· ἀπὸ Κρήτης ἀναβ. Ξ. 252· εἰς ἐλάτην ἀναβ. Ἰλ. Ξ. 287· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· πρβλ. ἀνὰ Α, ἀναβιβάζω: 2) ἀναβαίνω ἐπὶ ἵππου (πρβλ. ἀναβάτης), ἀν. ἐφ’ ἵππον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 7. πρβλ. 7. 1, 3· ἀπολ., ἀναβεβηκώς, ἱππεύσας, ὁ αὐτ.· οὕτως ἐν τῇ φράσει, ἀναβάντας δ’ ἐφ’ ἵππων ἐλάσαι, τὸ ἀναβάντες πρέπει να ληφθῇ ἀπολύτως, ὁ αὐτὸς Κύρ. 3. 3, 27· ἀν. ἐπὶ τροχόν, ἀναβαίνω τὸν τροχὸν τοῦ βασανιστηρίου, Ἀντιφῶν 134. 11. β) μετ’ αἰτ. ἀν. ἵππον, ἐπιβαίνω ἵππου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 2: - Παθ., (ἵππος) ὁ μήπω ἀναβαινόμενος, ἐφ’ ὃν ἀκόμη δὲν ἔχει ἀναβῇ τις, Ξεν. Ἱππ. 1. 1· ἀναβαθείς, ὅταν τις ἀναβῇ ἐπ’ αὐτόν, αὐτόθι 3. 4· ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ, ἔχοντι τὸν ἱππέα ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3. 4, πρβλ. 1. 4. 3) ἐπὶ πορειῶν κατὰ ξηράν, ἀναβαίνω ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, Ἡρόδ. 5. 100, Ξεν.· ἀναβ. παρὰ βασιλέα Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 123Β. 4) ἐπὶ ποταμῶν πλημμυρούντων, Ἡρόδ. 2. 13· ἀν. ἐς τὰς ἀρούρας, καταπλημμυρίζω τοὺς ἀγρούς, 1. 193. 5) ἐπὶ ἀναρριχωμένων φυτῶν, ἄμπελος ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ δένδρα Ξεν. Οἰκ. 19, 18· ὡσαύτως ἐπὶ τριχῶν κόμης, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 23. 6) παρ’ Ἀττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ἢ μόνον ἀναβ., ἀνέρχομαι εἰς τὸ βῆμα, ἐγείρομαι ἵνα ὁμιλήσω, Λατ. in concionnem ascendere, Δημ. 247. 5., 580, 21., 1461. 22: - ἐντεῦθεν καὶ ἀν. ἐπὶ ἢ εἰς τὸ πλῆθος, τὸ δικαστήριον, ἔρχομαι ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, παρουσιάζομαι εἰς τὸ δικαστήριον, Πλάτ. Ἀπολ. 31C, 40Β, Γοργ. 486Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 963· ἀν. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πλάτ. Συμπ. 194Β· ἀπολ., ἀνάβαινε Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· ἐπὶ μαρτύρων ἐν δικαστηρίῳ, Λυσίας 94. 28. 7) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιβαίνω, ὀχεύω, ἵπποι οἱ ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 317: ἴδε ἀναβαδόν, ἀναβάτης ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, καταντῶ, τελευτῶ εἴς τι, ὡς τὸ ἀποβαίνω, ἐκβαίνω, Λατ. evenio, Βαλκ. Ἡρόδ. 7. 10, 8· καὶ ἄν τι κακὸν ἀναβαίνῃ ἀφ’ ὧν... πηγάζῃ· ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσιν ἀποβαίνῃ, ὅπερ φαίνεται ὀρθότερον· Ξεν. Ἀθ. Πολ. 2. 17. 2) ἔρχομαι εἴς τινα ἢ εἴς τι, καταντῶ, ὡς τὸ περιέρχομαι, οὕτω δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ βασιληΐη, οὕτω τῷ ὄντι περιήρχετο ἡ βασιλεία εἰς τὸν Λεωνίδαν, Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. 1. 109. IV. ὑπάγω πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός· ἑπομένως προχωρῶ, προβαίνω, ἰδίως ἵνα κάμω λόγον περί τινος· πρός τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 445C. B. ὁ ἀόρ. ἀνέβησα κεῖται παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἀόρ. τοῦ ἀναβιβάζω μετὰ σημασ. μεταβατικῆς, κάμνω τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἰδίως δὲ σημαίνει, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, Ἰλ. Α. 144, 308. Πινδ. Π. 4, 340· ὡσαύτως κατὰ μέσ. ἀόρ. ἀναβησάμενοι Ὀδ. Ο. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, ἀνεβίβασεν ἄνδρας ἐπάνω εἰς καμήλους, Ἡρόδ. 1. 80.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναβήσομαι, ao.2 ἀνέβην, pf. ἀναβέβηκα;
A. intr.
I. en parl. de pers. monter : οὐρανόν IL vers le ciel ; ὑπερώϊα OD aux appartements d’en haut ; ἅρμα XÉN, ἐς δίφρον IL sur un char ; ἐς θαλάμους OD dans la chambre ; abs. monter au lit ; rar. avec le dat. ἀ. νεκροῖς IL fouler les morts sous ses pieds ; particul.
1 monter à cheval;
2 monter sur un navire, monter à bord, s’embarquer;
3 partir pour une expédition à l’intérieur, particul. à l’intérieur de l’Asie ; en gén. remonter dans l’intérieur d’un pays;
4 (avec ou sans ἐπὶ τὸ βῆμα) monter à la tribune;
II. en parl. de choses :
1 monter, s’élever;
2 en parl. d’événements se produire, arriver ; avec idée de succession parvenir à;
B. tr. (à l’ao. ἀνέβησα) faire monter : ἄνδρας ἐπὶ καμήλους HDT des hommes sur des chameaux;
Moy. ἀναβαίνομαι (ao. 3ᵉ sg. ἀνεβήσατο) m. sign. tr.
Étymologie: ἀνά, βαίνω.
English (Autenrieth)
aor. ἀνέβην, mid. aor. ἀνεβήσετο, aor. 1 part. ἀναβησάμενοι: go up, ascend (to), οὐρανόν, ὑπερώιον, etc.; φάτις ἀνθρώπους ἀνα βαίνει, ‘goes abroad among’ men, Od. 6.29; esp. go on board ship, embark, Il. 1.312 and often, ἐς Τροίην ἀναβημέναι, ‘embark for Troy,’ Od. 1.210; trans., aor. 1 mid., νὼ ἀναβησάμενοι, ‘taking us on board their ship,’ Od. 15.475.
English (Slater)
ἀναβαίνω (ἀναβαίνει; -βαίνων; -βαίνειν: fut. -βάσομαι: aor. 1. ἄμβασε; aor. 2. ἀνέβαν; ἀναβαίς coni.)
1 intrans.
a climb, go up καὶ τοὶ γὰρ ἀνέβαν sc. to the acropolis (O. 7.48)
b mount (up) ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (Turyn: ἀναβὰς codd.) (O. 13.86) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει (N. 9.4)
c met. εὐανθέα δ' ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ ἀρετᾷ κελαδέων (ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πλεόντων ἡδέως. Σ.) (P. 2.62) τέτειχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (sc. τοῖς Αἰακίδαις) (I. 5.45) πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 2.
2 trans., causal, make to embark καί ῥά οἱ μάντις Μόψος ἄμβασε στρατὸν πρόφρων (P. 4.191)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀμβ- Pi.P.4.191
• Morfología: [fut. ἀναβάσομαι Pi.P.2.62; aor. sigmático ind. ἄμβᾱσε Pi.P.4.191, ἀνέβησε Hdt.1.80, ἀνέβησαν Th.4.115, subj. ἂν ... βήσομεν Il.1.142-3, ind. med. ἀνεβήσετο Od.23.1, aor. atem. imperat. ἀνάβα SB 9120.12 (I a.C.), ἀνάβηθι Lys.12.24, inf. act. ἀναβῆναι Lys.14.10, subj. ἀναβῶσι X.Cyr.7.5.22, opt. 3a sg. analóg. ἀναβαῖ SIG 1180.9 (Cnido), aor. pas. part. ἀναβαθείς X.Eq.3.4; perf. inf. graf. ἀναιβηκέναι PPrincet.16.16 (II a.C.), perf. part. pas. ἀναβεβαμένος X.Eq.Mag.3.4; plusperf. ἀνεβεβήκεε Hdt.1.84, ἀνεβεβήκεσαν Hdt.7.6]
A de pers. y seres vivos
I c. ac. de dirección o prep. y ac. o abs.
1 en gener. subir, ascender οὐρανὸν Οὔλυμπόν τε Il.1.497, φερέοικος ... ἂμ φυτὰ βαίνῃ Hes.Op.571, cf. Ascens.Is.2.9, εἰς χορὸν ἄστρων Nonn.D.35.337, εἰς ἐλάτην Il.14.287, ἐς δίφρον Il.16.657, ἀν' ὀρσοθύρην Od.22.132, ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα τῶν ὀρέων Hdt.1.131, τέττιγες ... ἐπὶ τὸν δάκτυλον Arist.HA 556b19, εἰς τὸ ὄρος Eu.Marc.3.13, εἰς τὴν οἰκίαν BGU 22.29, ἐς ἀργυρόκυκλον ἀπήνην Nonn.D.20.124
•c. παρά y ac. en maldiciones ἀναβαῖ ... πὰ Δάματρα πεπρημένα que suba al lado de Deméter, abrasada, GDI 3536.19 (Cnido), cf. SIG 1180.9 (Cnido)
•subir a ciu. o construcciones en terrenos elevados, ir Πέργαμονδ' ἀνέβα ταλαπείριον ἄ τα Ibyc.1(a).8, εἰς Ἱεροσόλυμα Eu.Matt.20.18, cf. I.BI 2.40, εἰς τὸ ἱερόν Eu.Luc.18.10, εἰς τὴν πόλιν PLond.3.1170.ue.46 (III a.C.), εἰς τὸ Σαραπιῆν PPar.47.19, εἰς θεάτρον Hermog.Prog.1
•a la tribuna ἐπὶ τὸ βῆμα D.18.66
•de ahí subir a hablar ante el pueblo, los jurados, Ar.V.963, D.21.205, Proem.56, cf. Ar.Eq.149, ἀ. εἰς τὸ πλῆθος hablar ante el pueblo Pl.Ap.31c, ἀ. ἐπὶ τὸ δικαστήριον hablar ante el tribunal Pl.Ap.40b, cf. Grg.486b, Euthd.305c, ἐπὶ τὸν τροχόν subir a la rueda del tormento Antipho 5.40
•abs. subir ἀνάβαινε δεῦρο Ar.V.1341 ref. a los peldaños de la casa, ἄμβατε ποττὰν μάδδαν subid, venid por la comida Ar.Ach.732, ἐτοῖμον καταβάντι μὴ ἀναβῆναι es inexorable para quien baja no subir (del Hades), Anacr.36.12
•gener. subir, ir hacia arriba, ascender ἀναβαίνοντες μὲν τὰ γόνατα πονοῦμεν Arist.Pr.882b25, a un lugar cualquiera καὶ σπούδασον ἀναβῆναι ἵνα τὰ ἐπιδόσιμα δοθῇ PPetaus 26.15, cf. 27.20, 39.15, POxy.2719.7, ὥστε ... τὸ πνεῦμα σου ... ἀναβαίνειν de suerte que ... (por la visión mística) ascienda tu espíritu, PMag.4.629.
2 en rel. c. barcos subir a bordo, embarcarse ἐπὶ τὰς ναῦς Th.4.44, esp. abs. ἐς Τροίην ἀναβήμεναι embarcarse para Troya, Od.1.210, ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης Od.14.252
•fig. ἀναβάσομαι στόλον iniciaré una navegación Pi.P.2.62.
3 en rel. c. caballos montar ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον montando a caballo X.Cyr.4.1.7, ἀναβάντας δ' ἐφ' ἵππων X.Cyr.3.3.27, ἀναβῆναι τὸν ἵππον Theopomp.Hist.1
•pas. ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ en un caballo montado X.Eq.Mag.3.4, (ἵππος) ὁ μήπω ἀναβαινόμενος (caballo) nunca montado X.Eq.1.1
•abs. X.Cyr.7.1.3.
4 marchar tierra adentro, adentrarse en el continente, esp. desde la costa al Asia Central, Persia ἀνέβαινον χειρὶ πολλῇ Hdt.5.100, cf. X.An.1.1.2, τῶν ἀναβεβηκότων παρὰ βασιλέα Pl.Alc.1.123b
•fig. remontarse ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου una vez que hemos llegado a este punto de la discusión Pl.R.445c.
5 del macho montar, cubrir οἱ μὲν ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας los sementales Hdt.1.192, ἀναβῆναι τὴν γυναῖκα βούλομαι Ar.Fr.329, cf. Moer.3, Luc.Asin.51, ἐπὶ τὴν γυναῖκα Luc.Asin.52, Ἁβρότονον ... δύνασαί τ' ἀναβαίνειν Men.Pc.484, del ganado ἀναβαίνουσιν οὐκ ἄλογον ἡδονὴν διώκοντες Ph.1.651.
6 de peces salir, emerger τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἆρον el primer pez que salga, cógelo, Eu.Matt.17.21.
II c. ac. y dat. superar, sobrepasar ἥλιον κάλλει καὶ δυνάμει τὴν πᾶσαν διακόσμησιν ἀναβεβηκότα Lyd.Ost.22
•c. gen. δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἡλικίας τῆς ἐμῆς Ach.Tat.1.7.1.
III c. dat. fig. flotar sobre, proteger ισιην φιλῖ σε καὶ ἀναβαίνι ... τῷ φιλοπολίτῃ Isis (?) te ama y protege, a ti que amas a tu ciudad, POxy.41.5 (III/IV a.C.).
IV adv. sobre el part. de perf. ἀναβεβηκότως q.u.
B de inanimados y plantas, tb. de abstr.
I 1subir, crecer de ríos, esp. del Nilo, Hdt.2.13, PPetr.2.13.11.1 (III a.C.)
•de otras cosas, del θυμός de una persona, Chrysipp.Stoic.2.242.20
•del humo subir, elevarse LXX Ex.19.18
•de una construcción, Plu.Per.13.
2 subir a, inundar ποταμοῦ ἀναβαίνοντος ἐς τὰς ἀρούρας Hdt.1.193.
3 astrol. ascender Ach.Tat.Intr.Arat.23, Palch. en Cat.Cod.Astr.6.63.8.
II de ciertas plantas trepar Thphr.HP 8.3.2, ἄμπελος ἀναβαίνουσα μὲν ἐπὶ τὰ δένδρα X.Oec.19.18
•crecer, brotar ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι Eu.Matt.13.7
•de las patillas, X.Smp.4.23.
III 1de abstr. correr hacia arriba, crecer, extenderse φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή Od.6.29, ζητούντων τε αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἀνέβη φάσις Act.Ap.21.31
•pasar a ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ βασιληίη Hdt.7.205
•ref. a los pensamientos πᾶν ἀργύριον, ὃ ἐὰν ἀναβῇ ἐπὶ καρδίαν LXX 4Re.12.5, διὰ τί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν τῇ καρδίᾳ ...; Eu.Luc.24.38, cf. Act.Ap.7.23
•de plegarias subir, llegar a αἱ προσευχαί σου ... ἀνέβησαν ... ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ Act.Ap.10.4.
2 suceder, resultar ἢν ... ἀναβαίνῃ βασιλέϊ τὰ πρήγματα Hdt.7.10θ, κακόν X.Ath.2.17, ἐξ οὖ μοι [ἀ] νέβαινεν ἔχειν ... χρηστὰς τὰς ἐλπίδας PLeit.7.13 (III a.C.).
3 fig. avanzar, progresar, perfeccionarse ἀναβεβηκυίας ... ἐπιστήμης Simp.in Ph.15.34.
4 fig. τὰ ἀναβεβηκότα generalidades op. exposiciones κατὰ μέρος Sor.96.26.
C med. volver, regresar Democr.B 144a, ἀναβήσεται ἐπὶ τὰς κτίσεις τῶν προγόνων Hermog.Inu.2.2 (p.110).
D factitivo en aor. sigmático hacer embarcar, embarcar Μόψος ἄμβασε στρατόν Pi.P.4.191, en v. med. νὼ ἀναβησάμενοι habiéndonos hecho subir a bordo, Od.15.475
•hacer montar ἄνδρας ἐπ' αὐτὰς (καμήλους) ἀνέβησε Hdt.1.80.
E part. subst. como n. propio Ἀναβαίνων antiguo n. del río Meandro, Plu.Fluu.9.1.
English (Strong)
from ἀνά and the base of βάσις; to go up (literally or figuratively): arise, ascend (up), climb (go, grow, rise, spring) up, come (up).
English (Thayer)
(imperfect ἀνέβαινον ἀναβήσομαι ἀναβέβηκα; 2nd aorist ἀνέβην, participle ἀναβάς, imperative ἀνάβα ἀνάβηθι Lachmann), plural ἀνάβατε (for R G ἀνάβητε) L T Tr (WH; cf. WH s Appendix, p. 168{b}); Winer s Grammar, § 14,1h.; (Buttmann, 54 (47); from Homer down); the Sept. for עָלָה;
a. to go up, move to a higher place, ascend: a tree (ἐπί), ἐπί), εἰς), G Tr text; Tdf.); εἰς τό ὄρος, εἰς τό ὑπερῷον, εἰς τόν οὐρανόν, εἰς τόν οὐρανόν is omitted, but to be supplied, in ἀναβέβηκα πρός τόν πατέρα, ἀναβεβηκέναι εἰς τόν οὐρανόν, who have penetrated the heavenly mysteries: οὐδείς ἦν ἐν οὐρανῷ; but the expression ἀναβέβηκεν is used because none but Christ could get there except by ascending. Accordingly εἰ μή refers merely to the idea, involved in ἀναβέβηκεν of a past residence in heaven. Cf. Meyer (or Westcott) at the passage) Used of travelling to a higher place: εἰς Ἱεροσόλυμα, εἰς τό ἱερόν, ἀναβάς restored by L T Tr text WH for R G ἀναβοήσας), etc.; or the place alone is mentioned from which (ἀπό, ἐκ) the ascent is made: to rise, mount, be borne up, spring up: of a fish swimming up, Theophrastus, hist. plant. 8,3, and Hebrew עָלָה); of things which come up in one's mind (Latin suboriri): ἀναβαίνειν ... ἐπί τήν καρδίαν or ἐν τῇ καρδία, ἀνέβη ἐπί τήν καρδίαν it came into his mind i. e. he resolved, followed by an infinitive), after the Hebrew אֶל־לֵב עָלָה, Buttmann, 135 (118)). Of messages, prayers, deeds, brought up or reported to one in a higher place: προσαναβαίνω, συναναβαίνω).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀναβαίνω: μέλ. -βήσομαι· (αντί αορ. αʹ βλ. παρακ. Β), αόρ. βʹ ἀνέβην, παρακ. -βέβηκα — Μέσ. αόρ. αʹ -εβησάμην, Επικ. γʹ ενικ. -εβήσετο, βλ. παρακ. Β·
Α. I. 1. ανεβαίνω, ανηφορίζω, πηγαίνω προς τα πάνω, με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει, η φήμη ακολουθεί τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· με πρόθ., ἀν. ἐς δίφρον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. ἐπὶ οὔρεα, σε Ηρόδ.· με δοτ., ποδοπατώ, ποδοβολώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., ἀν. στόλον, εξέρχομαι σε εκστρατεία, σε Πίνδ.
II. Ειδικές χρήσεις:
1. ανεβαίνω σε πλοίο, εισέρχομαι, επιβαίνω, σε Όμηρ.· ἐς Τροίην ἀν., εισέρχομαι σε πλοίο για τη Τροία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. ανεβαίνω σε πλάτη αλόγου, ἀν. ἐφ' ἵππον, ἐφ' ἵππου, σε Ξεν.· απόλ., ἀναβεβηκώς, επιβιβασμένος, στον ίδ.
3. λέγεται για πορεία στην ξηρά, ανεβαίνω από τα παράλια στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· πρβλ. ἀνάβασις I. 2.
4. λέγεται για ποτάμια, φουσκώνω, αυξάνω, σηκώνομαι, σε Ηρόδ.· ἂν ἐς τὰς ἀρούρας, υπερχειλίζω την ξηρά, στον ίδ.
5. στην Αττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ή ἀναβαίνειν μόνο του, ανέρχομαι στο βήμα, σε Δημ.· ἀν. ἐπὶ ή εἰς τὸ πλῆθος, τὸ δικαστήριον, έρχομαι ενώπιον του λαού, παρουσιάζομαι στο δικαστήριο, σε Πλάτ.
III. 1. λέγεται για πράγματα και γεγονότα, καταλήγω, αποδεικνύομαι, τελειώνω, όπως το ἀποβαίνω, ἐκβαίνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. έρχομαι σε, καταντώ, εἴς τινα, στον ίδ. Β. Ο αόρ. αʹ ἀνέβησα χρησιμοποιείται ως αόρ. του ἀναβιβάζω με μεταβατική σημασία, κάνω κάποιον να ανέβει, ιδίως επιβιβάζω σε πλοίο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· ομοίως Μέσ., ἀνεβήσετο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβαίνω: поэт. тж. ἀμβαίνω
1) всходить, подниматься или влезать (τι Hom., Xen., εἴς или ἔς τι Hom., Plat., Plut., Arst., и ἐπί τι Xen., Arst., Dem.): ἀ. ἐπὶ τὸν ἵππον или ἐφ᾽ ἵππον Xen. садиться на коня; ἵππος ἀναβαινόμενος или ἀναβεβαμένος Xen. лошадь под всадником, т. е. верховая;
2) подниматься, вздыматься: ἢν ἐπ᾽ ἑκκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ ὁ ποταμός Her. если уровень реки поднимается на 16 пехиев; ἀναβαινόντων τῶν ἔργων Plut. когда воздвигались строения;
3) всходить на ложе, ложиться в постель: καθεῦδ᾽ ἀναβάς Hom. улегшись, он уснул;
4) садиться на корабль: ἀναβάντες ἐπέπλεον Hom. или ἔπλεον Xen. погрузившись на судно (или суда), они поплыли; ἐς Τροίην ἀ. Hom. отправляться на кораблях в Трою; ἀ. ἀπὸ Κρήτης Hom. отплывать от (берегов) Крита;
5) (sc. ἐπὶ τὸ βῆμα) выступать с речью: ἀ. εἰς τὸ πλῆθος Plat. говорить публично;
6) являться, приходить (ἐπὶ или εἰς τὸ δικαστήριον Plat.; εἰς ἐκκλησἰαν Dem.; εἰς τὴν οἰκίαν Polyb.): ἀνάβητε τούτων μάρτυρες Lys. пусть придут свидетели этого;
7) отправляться (преимущ. от побережья вглубь страны) (ἐς τοὺς Βακτρίους Her.; ἐς τὴν Λυκίαν Thuc.): ἀναβεβηκότες παρά τινα Plat. отправившиеся к кому-л.;
8) ступать (по чему-л.), топтать, попирать (νεκροῖς Hom.);
9) доходить, достигать: ὁ ποταμὸς ἀναβαίνει ἐς τὰς ἀρούρας Her. река залила пашни; ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Plat. поскольку мы в своей беседе дошли до этого;
10) переходить: ἀναβῆναι ἔς τινα Her. (о царской власти) перейти к кому-л.;
11) происходить, совершаться: ἀ. ἀπό τινος Xen. быть последствием чего-л.; ἢν μὲν τῇ σὺ λέγεις ἀναβαίνῃ τὰ πρήγματα Her. если дела закончатся так, как ты говоришь; φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή Hom. среди людей идет добрая слава (о ком-л.);
12) (о животных) покрывать (τὰς θηλέας Her.);
13) сажать: ἀ. ἄνδρας ἐπὶ καμήλους Her. (приказывать) посадить людей на верблюдов; νὼ ἀναβησάμενοι Hom. посадив нас обоих (на корабль).
Middle Liddell
I. to go up, mount, to go up to, c. acc. loci, Hom.; φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει a report goes up among men, Od.; with a prep., ἀν. ἐς δίφρον Il.; ἀν. ἐπὶ οὔρεα Hdt.:—c. dat. to trample on, Il.:— c. acc. cogn., ἀν. στόλον to go up on an expedition, Pind.
II. Special usages:
1. to mount a ship, go on board, embark, Hom.; ἐς Τροίην ἀν. to embark for Troy, Od., etc.
2. to mount on horseback, ἀν. ἐφ' ἵππον, ἐφ' ἵππου Xen.; absol., ἀναβεβηκώς mounted, Xen.
3. of land-journeys, to go up from the coast into Central Asia, Hdt., Xen.; cf. ἀνάβασις 1. 2.
4. of rivers, to rise, Hdt.; ἀν. ἐς τὰς ἀρούρας to overflow the fields, Hdt.
5. in attic, ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα, ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα, alone, to mount the tribune, Dem.; ἀν. ἐπὶ ἀν. ἐπὶ πλῆθος, τὸ δικαστήριον to come before the people, before the court, Plat.
III. of things and events, to come to an end, turn out, like ἀποβαίνω, ἐκβαίνω, Hdt., etc.
2. to come to, pass over to, εἴς τινα Hdt.
B. aor1 ἀνέβησα is used as aor. to ἀναβιβάζω in causal sense, to make to go up, esp. to put on shipboard, Il., Pind.; so mid. ἀνεβήσετο Od.
Chinese
原文音譯:¢naba⋯nw 安那-白挪
詞類次數:動詞(81)
原文字根:向上-步 相當於: (סָלַק / עָלָה)
字義溯源:上去,上升,生養,往上冒,上,上來,長起來,升到,升,爬進去,爬,起意;由(ἀνά)*=上)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。這字描寫往上去,如:上山( 太5:1);上耶路撒冷去(因為耶路撒冷建造在山上; 太20:17);禱告上達於神(和合本譯為:達到; 太10:4);沒有人升過天( 約3:13)。
同義字:1) (ἀναβαίνω)上去 2) (ἀνέρχομαι)上升 3) (ἐμβαίνω)步入 4) (ἐπιβαίνω)走上去 5) (προσαναβαίνω)更往上升
出現次數:總共(80);太(9);可(9);路(9);約(15);徒(18);羅(1);林前(1);加(2);弗(3);啓(13)
譯字彙編:
1) 上(19) 太14:32; 太20:17; 可10:32; 路9:28; 路18:10; 路19:28; 約2:13; 約5:1; 約7:14; 約11:55; 徒3:1; 徒8:31; 徒10:9; 徒11:2; 徒15:2; 徒21:12; 徒21:15; 徒25:1; 徒25:9;
2) 上來(8) 太3:16; 約12:20; 啓7:2; 啓11:7; 啓11:12; 啓13:1; 啓13:11; 啓17:8;
3) 上去(7) 可15:8; 約1:51; 約7:8; 約7:10; 約7:10; 約21:11; 徒18:22;
4) 我們上(3) 太20:18; 可10:33; 路18:31;
5) 往上冒(3) 啓9:2; 啓14:11; 啓19:3;
6) 長起來(2) 太13:7; 可4:7;
7) 升(2) 約3:13; 徒2:34;
8) 升到(2) 約6:62; 啓8:4;
9) 上了(2) 太5:1; 路5:19;
10) 他們上來(1) 啓20:9;
11) 升上的(1) 弗4:10;
12) 他們⋯去(1) 路2:42;
13) 上⋯去(1) 路2:4;
14) 他⋯上來(1) 可1:10;
15) 他⋯上(1) 太14:23;
16) 上去⋯罷(1) 約7:8;
17) 我是⋯上去的(1) 加2:2;
18) 你上到⋯來(1) 啓4:1;
19) 他們⋯升(1) 啓11:12;
20) 我⋯上(1) 加2:1;
21) 他⋯上去(1) 徒20:11;
22) 他升上(1) 弗4:9;
23) 他們⋯上來(1) 徒8:39;
24) 我⋯升上(1) 約20:17;
25) 有人上去(1) 徒21:31;
26) 就長起來(1) 可4:32;
27) 到(1) 可6:51;
28) 爬(1) 路19:4;
29) 長(1) 可4:8;
30) 他上(1) 可3:13;
31) 走(1) 太15:29;
32) 釣上來的(1) 太17:27;
33) 起(1) 路24:38;
34) 爬進去(1) 約10:1;
35) 要升到(1) 羅10:6;
36) 曾想(1) 林前2:9;
37) 我上(1) 徒24:11;
38) 已升到(1) 徒10:4;
39) 就上(1) 徒1:13;
40) 起意(1) 徒7:23;
41) 既升上(1) 弗4:8