ἀρετή: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀρετή]])<br /><b>1.</b> αγαθή [[φύση]], [[εντιμότητα]], [[χρηστότητα]], [[καλοσύνη]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>4.</b> [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τον Θεό) [[μεγαλείο]]<br /><b>6.</b> [[διάκριση]], [[δόξα]], [[τίτλος]], [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]]<br /><b>7.</b> εκλεκτή [[ποιότητα]] καταβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευημερία]], [[προκοπή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[υπεροχή]] σε [[τέχνη]] ή [[επάγγελμα]], [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>3.</b> [[εκδούλευση]], [[υπηρεσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (για ζώα ή χώρες) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[τελειότητα]] κατασκευής<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[ευγένεια]] καταγωγής<br />β) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητες<br />γ) γενναία, [[λαμπρά]] κατορθώματα<br />δ) (για θεούς) θαύματα<br />ε) [[είδος]] πολεμικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί [[μάλλον]] υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ <i>άρος</i> «[[καλός]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]» και φέρει το [[επίθημα]] των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών -<i>ta</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τελετή]], [[αήτη]], λατ. <i>iuventa</i>). Δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της λ. με τα <i>αρέσκω</i>, <i>αρέσαι</i> ([[οπότε]] θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από <i>αρε</i> -) ή το [[αραρίσκω]] ([[οπότε]] [[αρετή]] θα σήμαινε «[[συναρμογή]]»). Στον Όμηρο η λ. [[αρετή]] αναφέρεται [[κυρίως]] στους πολεμιστές και δηλώνει την [[ανδρεία]] και την πνευματική - σωματική [[υπεροχή]]<br />η [[αρετή]] αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο [[ομηρικός]] [[ήρωας]]. Αργότερα η [[έννοια]] της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο [[ενδιαφέρον]] στη [[μελέτη]] της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο [[Πλάτων]] ανάγει την [[αρετή]] σε φιλοσοφικό -ηθικό [[σύστημα]], ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν [[τέσσερεις]] κύριες ανθρώπινες αρετές: την [[ανδρεία]], τη [[φρόνηση]], τη [[σωφροσύνη]] και τη [[δικαιοσύνη]]. Στον χριστιανισμό εξάλλου η [[αρετή]] εντάσσεται στο [[πλέγμα]] των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην [[ψυχή]] του ανθρώπου. Πίστη, [[ελπίδα]], [[αγάπη]], [[προσευχή]], [[ταπείνωση]] αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη [[θεολογία]] ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η [[πίστη]], η [[ελπίδα]] και η [[αγάπη]]. Η [[αρετή]] αποτελεί [[επίσης]] θεϊκή [[ιδιότητα]] και εκφράζει τη θεϊκή [[δύναμη]], [[δόξα]] και [[ανωτερότητα]]. Γενικά η [[αρετή]] αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει [[προσόν]], [[πλεονέκτημα]] ή [[ποιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αρετώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρεταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αρεταλόγος</i>, [[αρετηφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρετολογία]]<br />(β' συνθετικό) [[ενάρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισάρετος]], [[πανάρετος]], [[παντάρετος]], [[φιλάρετος]]. Απαντούν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια: <i>Αγησάρετος</i>, <i>Αινησάρετος</i>, <i>Αιχμάρετος</i>, <i>Αμομφάρετος</i>, <i>Αμφάρετος</i>, <i>Αναξαρέτα</i>, <i>Αρεταγένης</i>, <i>Αρεταγέτας</i>, <i>Αρετάδας</i>, <i>Αρεταίος</i>, <i>Αρετακλής</i>, <i>Αρετάκριτος</i>, <i>Αρετάνασσα</i>, <i>Αρετάφιλος</i>, <i>Αρετέας</i>, <i>Αρέτης</i>, <i>Αρετοκλής</i>, <i>Άρετος</i>, <i>Αρέττιπος</i>, <i>Αρετώ</i>, <i>Αρέτων</i>, <i>Αρετώνυμος</i>, <i>Αριστάρετος</i>, <i>Αρχαρέτα</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δειναρέτη</i>, <i>Δεξαρέτα</i>, <i>Δημάρετος</i>, <i>Ευάρετος</i>, <i>Εχαρέτα</i>, <i>Ηγησάρετος</i>, <i>Θαυμάρετος</i>, <i>Ιππαρέτη</i>, <i>Καλλισταρέτη</i>, <i>Κλεαρέτας</i>, <i>Κλεάρετος</i>, <i>Κλειναρέτη</i>, <i>Κλειταρέτη</i>, <i>Κριναρέτη</i>, <i>Κτησαρέτη</i>, <i>Κυδαρέτα</i>, <i>Λεαρέτη</i>, <i>Λυσαρέτη</i>, <i>Μνασάρετος</i>, <i>Νεαρέτα</i>, <i>Νικάρετος</i>, <i>Νικησαρέτη</i>, <i>Ξενάρετος</i>, <i>Ξηνήρετος</i>, <i>Ονησαρέτη</i>, <i>Πανάρετος</i>, <i>Πανταρέτη</i>, <i>Πασάρετος</i>, <i>Πεδάρετος</i>, <i>Πεισσάρετος</i>, <i>Σωσαρέτα</i>, <i>Σωτάρετος</i>, <i>Τιμαρέτη</i>, <i>Τιμησαρέτη</i>, <i>Τυχαρέτα</i>, <i>Φαιναρέτη</i>, <i>Φιλαρέτα</i>, <i>Χρυσαρέτα</i>]. | |mltxt=η (AM [[ἀρετή]])<br /><b>1.</b> αγαθή [[φύση]], [[εντιμότητα]], [[χρηστότητα]], [[καλοσύνη]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>4.</b> [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τον Θεό) [[μεγαλείο]]<br /><b>6.</b> [[διάκριση]], [[δόξα]], [[τίτλος]], [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]]<br /><b>7.</b> εκλεκτή [[ποιότητα]] καταβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευημερία]], [[προκοπή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[υπεροχή]] σε [[τέχνη]] ή [[επάγγελμα]], [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>3.</b> [[εκδούλευση]], [[υπηρεσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (για ζώα ή χώρες) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[τελειότητα]] κατασκευής<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[ευγένεια]] καταγωγής<br />β) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητες<br />γ) γενναία, [[λαμπρά]] κατορθώματα<br />δ) (για θεούς) θαύματα<br />ε) [[είδος]] πολεμικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί [[μάλλον]] υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ <i>άρος</i> «[[καλός]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]» και φέρει το [[επίθημα]] των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών -<i>ta</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τελετή]], [[αήτη]], λατ. <i>iuventa</i>). Δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της λ. με τα <i>αρέσκω</i>, <i>αρέσαι</i> ([[οπότε]] θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από <i>αρε</i> -) ή το [[αραρίσκω]] ([[οπότε]] [[αρετή]] θα σήμαινε «[[συναρμογή]]»). Στον Όμηρο η λ. [[αρετή]] αναφέρεται [[κυρίως]] στους πολεμιστές και δηλώνει την [[ανδρεία]] και την πνευματική - σωματική [[υπεροχή]]<br />η [[αρετή]] αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο [[ομηρικός]] [[ήρωας]]. Αργότερα η [[έννοια]] της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο [[ενδιαφέρον]] στη [[μελέτη]] της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο [[Πλάτων]] ανάγει την [[αρετή]] σε φιλοσοφικό -ηθικό [[σύστημα]], ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν [[τέσσερεις]] κύριες ανθρώπινες αρετές: την [[ανδρεία]], τη [[φρόνηση]], τη [[σωφροσύνη]] και τη [[δικαιοσύνη]]. Στον χριστιανισμό εξάλλου η [[αρετή]] εντάσσεται στο [[πλέγμα]] των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην [[ψυχή]] του ανθρώπου. Πίστη, [[ελπίδα]], [[αγάπη]], [[προσευχή]], [[ταπείνωση]] αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη [[θεολογία]] ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η [[πίστη]], η [[ελπίδα]] και η [[αγάπη]]. Η [[αρετή]] αποτελεί [[επίσης]] θεϊκή [[ιδιότητα]] και εκφράζει τη θεϊκή [[δύναμη]], [[δόξα]] και [[ανωτερότητα]]. Γενικά η [[αρετή]] αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει [[προσόν]], [[πλεονέκτημα]] ή [[ποιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αρετώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρεταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αρεταλόγος</i>, [[αρετηφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρετολογία]]<br />(β' συνθετικό) [[ενάρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισάρετος]], [[πανάρετος]], [[παντάρετος]], [[φιλάρετος]]. Απαντούν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια: <i>Αγησάρετος</i>, <i>Αινησάρετος</i>, <i>Αιχμάρετος</i>, <i>Αμομφάρετος</i>, <i>Αμφάρετος</i>, <i>Αναξαρέτα</i>, <i>Αρεταγένης</i>, <i>Αρεταγέτας</i>, <i>Αρετάδας</i>, <i>Αρεταίος</i>, <i>Αρετακλής</i>, <i>Αρετάκριτος</i>, <i>Αρετάνασσα</i>, <i>Αρετάφιλος</i>, <i>Αρετέας</i>, <i>Αρέτης</i>, <i>Αρετοκλής</i>, <i>Άρετος</i>, <i>Αρέττιπος</i>, <i>Αρετώ</i>, <i>Αρέτων</i>, <i>Αρετώνυμος</i>, <i>Αριστάρετος</i>, <i>Αρχαρέτα</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δειναρέτη</i>, <i>Δεξαρέτα</i>, <i>Δημάρετος</i>, <i>Ευάρετος</i>, <i>Εχαρέτα</i>, <i>Ηγησάρετος</i>, <i>Θαυμάρετος</i>, <i>Ιππαρέτη</i>, <i>Καλλισταρέτη</i>, <i>Κλεαρέτας</i>, <i>Κλεάρετος</i>, <i>Κλειναρέτη</i>, <i>Κλειταρέτη</i>, <i>Κριναρέτη</i>, <i>Κτησαρέτη</i>, <i>Κυδαρέτα</i>, <i>Λεαρέτη</i>, <i>Λυσαρέτη</i>, <i>Μνασάρετος</i>, <i>Νεαρέτα</i>, <i>Νικάρετος</i>, <i>Νικησαρέτη</i>, <i>Ξενάρετος</i>, <i>Ξηνήρετος</i>, <i>Ονησαρέτη</i>, <i>Πανάρετος</i>, <i>Πανταρέτη</i>, <i>Πασάρετος</i>, <i>Πεδάρετος</i>, <i>Πεισσάρετος</i>, <i>Σωσαρέτα</i>, <i>Σωτάρετος</i>, <i>Τιμαρέτη</i>, <i>Τιμησαρέτη</i>, <i>Τυχαρέτα</i>, <i>Φαιναρέτη</i>, <i>Φιλαρέτα</i>, <i>Χρυσαρέτα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρετή:''' [ᾰ], ἡ ([[Ἄρης]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ικανότητα]], [[τελειότητα]], [[υπεροχή]] σε [[κάθε]] τομέα· λέγεται [[ιδίως]] για τα προτερήματα ενός άνδρα, [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]], εξαιρετική [[ικανότητα]], [[αρετή]], σε Όμηρ., Ηρόδ. [όπως το Λατ. [[vir]]-[[tus]] ([[αρετή]]) από το [[vir]] ([[άνδρας]])].<br /><b class="num">2.</b> αριστοκρατική, ευγενική [[καταγωγή]], σε Θέογν., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στην [[πεζογραφία]], γενικά, [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[υπεροχή]] σε οποιαδήποτε επαγγελματική [[ενασχόληση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για ζώα ή πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] υφή [[σημασία]], [[καλοσύνη]], [[ενάρετος]] και [[ηθικός]] [[χαρακτήρας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[χαρακτηρισμός]] που αρμόζει σε ενάρετο άνθρωπο, [[έπαινος]], [[φήμη]], [[διάκριση]], [[υπεροχή]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[ἀρετὴ]] εἴς τινα, [[υπηρεσία]] που έχει παρασχεθεί σε κάποιον, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A goodness, excellence, of any kind, in Hom. esp. of manly qualities, ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων Il.20.411; ἀμείνων παντοίας ἀρετὰς ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι καὶ νόον 15.642; so of the gods, τῶν περ καὶ μείζων ἀ. τιμή τε βίη τε 9.498; also of women, Od.2.206; ἀ. εἵνεκα for valour, Hdt.8.92: pl., ἀ. ἀπεδείκνυντο displayed brave deeds, Id.1.176, 9.40. b later, of the gods, chiefly in pl., glorious deeds, wonders, miracles, SIG1172, Str.17.1.17; ζῶσαι ἀ. IG14.966, cf. 1 Ep.Pet.2.9: also in sg., ὄψιν ἰδοῦσα ἀρετὴν τῆς θεοῦ IG2.1426b, cf. Isyll. 62, BSA21.169,180. 2 generally, excellence, ἡ ἀ. τελείωσίς τις Arist. Metaph.1021b20, cf.EN1106a15, etc.; of persons, ἄνδρα πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Pi.O.7.89, cf. P.4.187, B.9.13, etc.; τὸ φρονεῖν ἀ. μεγίστη Heraclit. 112: in pl., forms of excellence, μυρίαι ἀνδρῶν ἀ. B.13.8, cf. Gorg. Fr.8, etc.; δικαστοῦ αὕτη ἀ. Pl.Ap.18a; esp. moral virtue, Democr. 179, 263, al., Gorg.Fr.6; opp. κακία, X.Mem.2.1.21, cf.Pl.R.500d, Lg. 963a, 963c sq., D.60.17, Arist.EN1102a6, Pol.1295a37, etc.; good nature, kindness, etc., E.Fr.163. b of animals, things, as land, Hdt.4.198, 7.5, Th.1.2; ἡ ἐν ἀρετῇ κειμένη γῆ productive land, PTeb.5.165 (ii B. C.); ἵππου Hdt.3.88; κυνῶν, ἵππων, Pl.R.335b; σκεύους ib.601d; [ἀστακοῦ] Archestr.Fr.24; ἀ. βίου Pl.R.618c; πολιτείας Lg.886b, etc. 3 prosperity, Od.13.45. II ἀ. εἴς τινα active merit, good service done him, ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.58, cf. 2.40; ἀ. περί τινα X. An.1.4.8; ἀνταποδοῦναι ἀ. Th.4.19; ἀρετὰς παρασχέσθαι ὑπέρ τινος D.19.312; ἀρετῆς ἕνεκα, freq. in honorary Inscrr., IG22.107.14, etc. III reward of excellence, distinction, fame, πλούτῳ δ' ἀρετὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Hes.Op.313, cf. Sapph.80, Pi.N.5.53, al.; ἀθάνατος ἀ. S.Ph.1420, Pl.Smp.208d; ἃ ἆθλα τοῦ πολέμου τοῖς ἀνδράσιν ἐστίν, ἐλευθερία καὶ ἀ. Lycurg.49; of God, δόξα καὶ ἀ. 2 Ep.Pet.1.3: in pl., glories, Thgn.30, Pi.N.10.2, al.; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Id.O. 2.53; γενναίων ἀ. πόνων E.HF357 (lyr.), cf. Lys.2.26; προγόνων ἀ. Pl.R.618b; in LXX freq. of the praises of God, Is.42.8, al. IV Ἀρετή personified, Prodic.1, Arist.Fr.675, Callix.2, CIG2786, SIG 985.10, etc. V ἡ ἀ. σου as a title, Your worship, PLips.13 ii 20, etc. VI an engine of war, Ath.Mech.38.11. VII a plaster, Androm. ap. Gal.13.531.
German (Pape)
[Seite 349] (ἀρι –, ἀρείων, ἄριστος, Ἄρης, vgl. ἀρεί. ων), ἡ, Tugend, nicht im christl., sondern im Griech. Sinne; Vortrefflichkeit, Güte, Vorzug, von Geist u. Leib. Hom. Od. 17, 322 ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρυόπα Ζεὺς ἀνέρος, εὖτ' ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν. In diesem Sinne Hom. öfters von den Heroen; Iliad. 13, 237 συμφερτὴ δ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν, Zenodot u. Aristophanes Byz. συμφερτὸς δὲ βίη, Aristarch συμφερτὴ δ' ἀρετή, s. Scholl. Nicanor. u. Didym.; die Götter haben ἀρετή Iliad. 9, 498, Pferde 23, 276 (vgl. Aristot. Eth. 2, 5 Xen. Hier. 2, 2), Penelope Od. 2, 206. 24, 197, die Füße eines Mannes Iliad. 20, 411; ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ' ὀρώρῃ Od. 18, 133; κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε Iliad. 23, 578; τῶν περ καὶ μείζων ἀρετὴ τιμή τε βίη τε 9, 498; ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε ὤλεσαν ἀθάνατοι Od. 18, 251. 19, 124; ἀλλὰ καὶ ἔνθεν ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ τε ἐκφύγομεν 12, 211; οὕτω γάρ κέν μοι ἐυκλείη τ' ἀρετή τε εἴη ἐπ' ἀνθρώπους 14, 402; auffallende Vbdg σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν Od. 24, 193; Plural dreimal: πόσιν παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον Od. 4, 725. 815; τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι, καὶ νόον ἐνπρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο Iliad. 15, 642. Auch bei Herod. Tapferkeit, Muth, 8, 92; ἀρετὰς ἀποδείκνυσθαι, Heldenthaten vollbringen, 1, 176. 9, 40; ἀρετὰς πράσσειν, Großthaten verrichten, Pind. I. 5, 11; vgl. Plat. Rep. X, 618 b; ἐπὶ γένεσι καὶ προγόνων ἀρεταῖς καὶ ῥώμῃ τῆς πόλεως Menex. 243 c; Xen. Cyr. 4. 1, 5, u. sonst auch Sp. Vorzüglichkeit, Trefflichkeit, χώρη ἀρετὴν ἄκρη Her. 7, 5, wie γῆς Thuc. 1, 2; Plat. Critia 110 e 117 b u. Sp., wie Pol. 2, 15, 1 u. öfter; ἅρματος Xen. Hier. 11, 5; σώματος ἀρετή, ὑγίεια Plat. Gorg. 479 b; Arist. rhet. 1, 3; Schönheit, Xen. Cyr. 5, 1, 4; ὀφθαλμῶν, ὤτων Plat. Rep. 1, 353 b; ἑκἀστου σκεύους καὶ ζώου X, 601 d; κυνῶν, ἵππων I, 335 b u. sonst. Bei den Att. wird aber die moralische Bedeutung, Tugend, vorherrschend, u. bleibt es bei den Spätern; bes. Tüchtigkeit des Sinnes u. des Handelns vereinigt. Dah. geistiger Vorzug, ἀρεταί, vortreffliche Eigenschaften übh.; Plat. spricht auch von ἀρετὴ τεκτονική, πολιτική, Kunst u. Fertigkeit, Prot. 322 d; κυβερνητική Alc. I, 135 a; δικαστοῦ Apol. 18 a. d. i. die Pflicht. Bei Thuc. 3, 58 ἡ ἀρετὴ ἡ ἐς τοὺς Ἕλληνας, Verdienst; ebenso ἡ περὶ ἐμὲ ἀρετή Xen. An. 1, 4, 8; ἀρετῆς καὶ δόξης λόγος Dem. 19, 142; Auszeichnung, φέρει εἰς τοὺς πολλοὺς ἀρετήν Thuc. 1, 38; Harpocr. erkl. dah. εὐδοξία; vgl. B. A. 443 u. Soph. Phil. 1420 ἀθάνατον ἀρετὴν ἔσχον.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. mérite ou qualité par quoi l’on excelle :
I. qualité du corps ; qualité de la terre, qualité de choses (vases, meubles, etc.);
II. qualité de l’intelligence, de l’âme, etc. ; particul. :
1 courage ; αἱ ἀρεταί actes de courage;
2 au sens moral vertu ; αἱ ἀρεταί nobles actions;
3 considération, honneur;
B. bon office, service.
Étymologie: ἀρέσκω.
English (Autenrieth)
(root ἀρ, cf. ἀρείων, ἄριστος): subst. (answering to the adj. ἀγαθός), excellence (of whatever sort), merit; ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων | παντοίᾶς ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι, all kinds of ‘prowess,’ Il. 15.642, cf. Il. 22.268; intellectual, ἐμῇ ἀρετῇ (βουλῇ τε νόῳ τε) | ἐκφύγομεν, Od. 12.212; of a woman, ἐμὴν ἀρετὴν (εἶδος τε δέμας τε) | ὤλεσαν άθάνατοι, my ‘attractions’ (said by Penelope), Od. 18.251 ; τῆς ἀρετῆς (Od. 2.206) includes more. The signif. well-being, prosperity (Il. 20.242, Od. 13.45) answers to εὖ rather than to ἀγαθός.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀρετά Pi.O.7.89, B.10.13, E.Or.807, AP 7.145 (Asclep.); lesb. ἀρέτα Sapph.148
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1gener. excelencia, mérito de los dioses τῶν περ καὶ μείζων ἀ. τιμή τε βίη τε Il.9.498
•de pers. de Penélope εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν Od.2.206, τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ ... ἔθηκαν Hes.Op.289, πλούτῳ δ' ἀ. καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Hes.Op.313, ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι Pi.O.3.37, φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ... εὑρέσθαι Pi.P.4.187, ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει Pi.I.3.13, ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7.22, παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Pi.Fr.94a.9, τεὰν ἀρετὰν μανῦον ἐπιχθονίοισιν B.l.c., ὁ πλοῦτος ἄνευ ἀρέτας οὐκ ἀσίνης πάροικος Sapph.l.c., ἀθάνατος ἀ. S.Ph.1420, cf. E.l.c., ἀθάνατος μνήμη ἀρετῆς Pl.Smp.208d, ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται accede a los honores por mérito Th.2.37, τὰ χρήματ' ἔλαβεν οὐ κατὰ γένος ἀλλὰ δι' ἀρετήν Isoc.19.45, οἱ μεγίστας ἐπ' ἀρετῇ δόξας ἔχοντες Isoc.3.50, μνημεῖα τῆς αὐτῶν ἀρετῆς Is.5.41, ἐλευθερία καὶ ἀ. Lycurg.49, de Dios δόξα καὶ ἀ. 2Ep.Petr.1.3, ἐκάλυψεν οὐρανοῦς ἡ ἀ. αὐτοῦ LXX Hb.3.3, αὐτὸς λήμψεται ἀρετήν LXX Za.6.13
•como trat. en pap. ἡ σὴ ἀ. su Excelencia, PCair.Isidor.67.5 (III d.C.), 73.16 (IV d.C.), POxy.2718.10 (V d.C.), 2732.14 (VI d.C.), CPR 9.26.5, 6 (VI d.C.), ἡ ἀ. σου PLips.40.2.20 (IV/V d.C.), ἡ ὑμῶν ἀ. vuestra Excelencia, PMich.612.10 (VI d.C.), ἵνα ... ἀπηντήσω πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ κυρίου μου τοῦ λαμπροτάτου ἐπάρχου para que vaya al encuentro de su Excelencia, mi señor, el muy ilustre prefecto, POxy.3398.15 (IV d.C.)
•de anim. excelencia, calidad ἀρετῇ τῶν (εἰρίων) ἀπὸ τῶν ὀίων Hdt.3.106, τοῦ ἵππου Hdt.3.88, τῶν κυνῶν ... ἢ ... τῶν ἵππων Pl.R.335b, σκεύους Pl.R.601d, (ἀστακοῦ) Archestr.SHell.155.4, τῶν αἰγῶν Str.9.5.16
•de la tierra productividad οὐδ' ἀρετὴν εἶναί τις ἡ Λιβύη σπουδαίη Hdt.4.198, χώρη ... ἀρετήν τε ἄκρη Hdt.7.5, γῆς Th.1.2, ἡ ἐν ἀρετῇ κειμένη ... γῆ PTeb.5.165 (II a.C.), χώρας D.C.Epit.8.8.1
•de partes del cuerpo ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων mostrando la fuerza de sus pies, Il.20.411, ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀ. Arist.EN 1106a17.
2 de virtudes específicas excelencia demostrada en el combate, valor guerrero ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα ... εἵνεκ' ... ἀρετῆς, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιος ἦα οὐδὲ φυγοπτόλεμος Od.14.212, ἥδ' ἀρετή esta es la verdadera excelencia Tyrt.8.13, ἀρετῆς εἵνεκα Hdt.8.92, ἀρετὰς ἀπεδείκνυντο Hdt.1.176, 9.40, ἐκείνων (los muertos en Maratón) δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες Th.2.34, τὴν γὰρ χώραν ... ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν Th.2.36, ἀ. προγόνων Isoc.4.73
•de las diferentes virtudes o cualidades ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν que fue entre los hijos el más alto ejemplo de amor filial Pi.P.6.42, σωφρονεῖν ἀ. μεγίστη Heraclit.B 112, δικαστοῦ ... αὕτη ἀ. Pl.Ap.18a, ἀ. βίου Pl.R.618c, δημοτικὴ ἀ. Pl.R.500d, ἀρετὴ πολιτείας Pl.Lg.886b, πολιτικὴ ἀ. Pl.Prt.322e
•en plu. virtudes de Hierón de Siracusa δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρεταν ἄπο πασᾶν Pi.O.1.13, ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι Pi.O.6.9, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς Pi.P.1.41, γενναίων δ' ἀρεταὶ πόνων E.HF 357, ἀμείνων παντοίας ἀρετάς superior en todas las cualidades, Il.15.642, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς Pi.O.2.11, Ἄργος ... φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις Pi.N.10.2, μυρίαι δ' ἀνδρῶν ἀρεταί B.14.8, διττῶν δὲ ἀρετῶν δεῖται, τόλμης καὶ σοφίας Gorg.B 8, ἐπὶ γένεσιν καὶ προγόνων ἀρεταῖς Pl.R.618b, ἀρεταὶ διανοητικαί cualidades noéticas Arist.EN 1103a4, ἀρεταὶ ἠθικαί cualidades del carácter Arist.EN 1103a5, ἐξ ἧς (φρόνησις) αἱ λοιπαὶ πᾶσαι πεφύκασιν ἀρεταί Epicur.Ep.[4] 132, ἀρετὰς δὲ τὰς γενικωτάτας τρεῖς φυσικὴν ἠθικὴν λογικήν Chrysipp.Stoic.2.15
•c. gen. subjet. ἐγὼ κύριος ὁ θεὸς ... τὴν δόξαν μου ἑτέρῳ οὐ δώσω οὐδὲ τὰς ἀρετὰς μου τοῖς γλυπτοῖς LXX Is.42.8, c. gen. obj. ὃν (λαόν) περιεποιησάμην τὰς ἀρετάς μου διηγεῖσθαι LXX Is.43.21, ἐμνήσθην τὰς ἀρετὰς κυρίου LXX Is.63.7
•gram. ἀρεταὶ δὲ λόγου εἰσι πέντε, Ἑλληνισμός, σαφήνεια, συντομία, πρέπον, κατασκευή las cualidades de la dicción son cinco, purismo y casticismo en el uso del griego, claridad, concisión, exactitud, elegancia D.L.7.59, αἱ ποιητῶν ἀρεταί D.T.629.22, cf. I 4.
3 comportamiento beneficioso c. giro prep. τοὺς Ἕλληνας Th.3.58, περὶ ἐμέ X.An.1.4.8, τὰς ἀρετὰς ὑπὲρ αὐτῶν ... παρέσχοντο D.19.312
•abs. τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς con respecto a un comportamiento generoso actuamos al revés de la mayoría Th.2.40, ἀνταποδοῦναι ἀρετήν devolver un servicio Th.4.19
•en inscr. honoríficas ἀρετῆς ἕνεκα IG 22.107.14 (IV a.C.), CRIA 12 (II/I a.C.).
4 en sent. moral virtud ἀνδρῶν δ' αἰνεῖν τοῦτον, ὃς ἐσθλὰ πιὼν ἀναφαίνει ὥς οἱ μνημοσύνη καὶ πόνος ἀμφ' ἀρετῆς de entre los hombres alaba al que después de beber deja ver su buen natural, que su pensamiento y su esfuerzo están puestos en la virtud Xenoph.1.20, ὅπερ μάλιστα τὴν ἀρετὴν συνέχει Democr.B 179, δίκης καὶ ἀρετῆς ... μετέχει Democr.B 263, op. κακία Prodic.B 1, 2, Isoc.6.36, ἀρετῆς δὲ καὶ κακίας οὐδὲν εἶναι μεταξύ Zeno Stoic.1.129, cf. Aristid.Quint.60.25, ταῦτα δρῶσα τῇ ἀρετῇ προσηγόμην πόσιν E.Andr.226, ἔστιν γὰρ, ἔστιν ἁπάσης ἀρετῆς ἀρχὴ μὲν σύνεσις, πέρας δ' ἀνδρεία D.60.17, ταμιεῖον ἀρετῆς ἐστιν ἡ σώφρων γυνή Men.Mon.744, φυόμενον ἄνθρωπον εἰς ἀρετὴν ὀρθὸν ἐλθεῖν Plu.2.757f, οἱ μετ' ἀρετῆς πόνοι Porph.Marc.12
•considerada primero como algo que concede la divinidad o bien como algo heredado, pero poco a poco como algo que adquiere el hombre οὗτοι γὰρ ἐκέκτηντο ἔνθεον μὲν τὴν ἀρετήν Gorg.B 6, ἆρα διδακτὸν ἡ ἀ.; Pl.Men.70a, ἐγὼ μὲν λέγων ὡς οὐ διδακτὸν ἀ., σὺ δ' ὡς διδακτόν Pl.Prt.361a, διδακτήν τε εἶναι αὐτήν (λέγω δὲ τὴν ἀρετήν) Zeno Stoic.1.129, ὁ θεὸς ἀρετὴν μὲν οὐ δίδωσιν ἀνθρώποις Chrysipp.Stoic.3.51
•definiciones de virtud: πρὸς γὰρ ἓν ἔφαμεν δεῖν ἀεὶ πάνθ' ἡμῖν τὰ τῶν νόμων βλέποντ' εἶναι, τοῦτο δ' ἀρετήν ... Pl.Lg.963a, cf. c, d, ἡ ἀ. τελείωσίς τις Arist.Metaph.1021b20, ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένη λόγῳ καὶ ὡς ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειε la virtud es un hábito relativo a la elección, que consiste en un término medio que se refiere a nosotros y que se define por la razón tal como un hombre prudente la determinaría Arist.EN 1106b36, ἡ τέλεια ἀ. la virtud completa e.d. acompañada de razón Arist.MM 1200a3, cf. EN 1102a6, Pol.1295a37, οὕτω καὶ ἡ ἀ. πρὸς τὴν κυρίαν así la virtud natural se opone a la virtud en sentido estricto Arist.EN 1144b3, ἀ. δέ τοι ἡ μὲν κοινῶς παντὶ τελείωσις, ὥσπερ ἀνδριάντος· καὶ ἡ ἀθεώρητος, ὥσπερ ὑγίεια· καὶ ἡ θεωρηματική, ὡς φρόνησις la virtud es una perfección de algo en general como de una estatua, por una parte no intelectual como la salud y por otra intelectual como la prudencia Chrysipp.Stoic.3.48, τῶν δ' ἀρετῶν τὰς μὲν ἐπιστήμας τινῶν καὶ τέχνας, τὰς δ' οὔ Chrysipp.Stoic.3.23, οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν· ἑκάστῃ γὰρ συμβέβηκεν εἶναι καὶ ἀρχὴν καὶ τέλος Chrysipp.Stoic.3.53, διὰ δὲ τὴν ἡδονὴν καὶ τὰς ἀρετὰς αἱρεῖσθαι Epicur.[1] 138, cf. Diog.Oen.32.1.4, 33.8.10
•en lit. crist. ἐπιχορηγήσατε ἐν τῇ πίστει ὑμῶν τὴν ἀρετήν, ἐν δὲ τῇ ἀρετῇ τὴν γνῶσιν 2Ep.Petr.1.5, βλέπεις πῶς πᾶσα ἡ ἕως θανάτου ἐπιτελουμένη ἀ., οὐδὲν ἕτερον ἢ ἁμαρτίας ἐστὶν ἀποχή; Marc.Er.Opusc.M.65.933C
•virtud cardinal Clem.Al.Strom.7.3.17.3
•virtud teologal Procl.CP.Arm.3 (p.188)
•personif. Virtud B.13.176, Arist.Fr.675, τὸ τῆς Ἀρετῆς ἄγαλμα Callix.2 (p.174), ἁ τλάμων Ἀ. AP 7.145 (Asclep.), cf. CIG 2786.26 (Afrodisias, imper.), SIG 985.10 (Filadelfia I a.C.) ἐν τῷ κήπῳ τοῦ τῆς Ἀρετῆς ἱεροῦ Philostr.VS 543.
II 1prosperidad θεοὶ δ' ἀρετὴν ὀπάσειαν παντοίην Od.13.45.
2 recompensa, premio al triunfo, de un atleta ἑλεῖν ... διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν Pi.N.5.53, ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Pi.O.7.89, τιμὰς μὴδ' ἀρετὰς ἕλκεο Thgn.30, δίδου δ' ἀρετὴν τ' ἄφενός τε ... δίδου δ' ἀρετήν τε καὶ ὄλβον Call.Iou.94.
III sólo de los dioses
1 capacidad de obrar milagros o prodigios (pero cf. I 1) τόδε σῆς ἀρετῆς, Ἀσκληπιέ, [τ] οὖργον ἔδειξας Isyll.62.
2 milagro τῆς θεοῦ IG 22.24326 (IV a.C.), anón. en POxy.1382.23
•esp. en plu., ICr.1.17.19.10 (Lebena II/I a.C.), ζῶσαι ἀρεταί IUrb.Rom.148.5 (II d.C.), ἀρετὰς τῶν ἐνταῦθα λογίων Str.17.1.17, de Dios ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε 1Ep.Petr.2.9.
3 narración de un milagro, POxy.1382.19 (II d.C.).
IV cierta máquina de guerra ἔστι δὲ ἀ. οἷα χελώνη σφηνοειδὴς καὶ περιστρόγγυλος ἄνωθεν ἐξ ἡμικυκλίου Ath.Mech.38.11.
V cierto ungüento Androm. en Gal.13.531.
• Etimología: Dud., quizá rel. c. ἀρείων q.u. y c. ἄρος q.u.
English (Thayer)
ἀρετῆς, ἡ (see ἄρα at the beginning), a word of very wide signification in Greek writings; any excellence of a person (in body or mind) or of a thing, an eminent endowment, property or quality. Used of the human mind and in an ethical sense, it denotes:
1. a virtuous course of thought, feeling and action; virtue, moral goodness (vigor; cf. next entry).
2. any particular moral excellence, as modesty, purity; hence (plural αἱ ἀρεταί, τίς ἀρετή, power: Sept. for הוד splendor, glory, תְּהִלּות praises, of God, Isaiah 63:7.)
Greek Monolingual
η (AM ἀρετή)
1. αγαθή φύση, εντιμότητα, χρηστότητα, καλοσύνη κάποιου
2. (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα
3. ικανότητα, επιτηδειότητα
4. ανδρεία, γενναιότητα
5. (για τον Θεό) μεγαλείο
6. διάκριση, δόξα, τίτλος, υπόληψη, καλή φήμη
7. εκλεκτή ποιότητα καταβολής
αρχ.
1. ευημερία, προκοπή κάποιου
2. υπεροχή σε τέχνη ή επάγγελμα, δεξιοτεχνία
3. εκδούλευση, υπηρεσία κάποιου
4. (για ζώα ή χώρες) ευφορία, γονιμότητα, παραγωγικότητα
5. (για πράγματα) τελειότητα κατασκευής
6. στον πληθ. α) ευγένεια καταγωγής
β) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητες
γ) γενναία, λαμπρά κατορθώματα
δ) (για θεούς) θαύματα
ε) είδος πολεμικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί μάλλον υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ άρος «καλός, ταιριαστός, κατάλληλος» και φέρει το επίθημα των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών -ta (πρβλ. τελετή, αήτη, λατ. iuventa). Δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της λ. με τα αρέσκω, αρέσαι (οπότε θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από αρε -) ή το αραρίσκω (οπότε αρετή θα σήμαινε «συναρμογή»). Στον Όμηρο η λ. αρετή αναφέρεται κυρίως στους πολεμιστές και δηλώνει την ανδρεία και την πνευματική - σωματική υπεροχή
η αρετή αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο ομηρικός ήρωας. Αργότερα η έννοια της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο Πλάτων ανάγει την αρετή σε φιλοσοφικό -ηθικό σύστημα, ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν τέσσερεις κύριες ανθρώπινες αρετές: την ανδρεία, τη φρόνηση, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη. Στον χριστιανισμό εξάλλου η αρετή εντάσσεται στο πλέγμα των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην ψυχή του ανθρώπου. Πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη θεολογία ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Η αρετή αποτελεί επίσης θεϊκή ιδιότητα και εκφράζει τη θεϊκή δύναμη, δόξα και ανωτερότητα. Γενικά η αρετή αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει προσόν, πλεονέκτημα ή ποιότητα.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αρετώ
μσν.
αρεταίνω.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. αρεταλόγος, αρετηφόρος
νεοελλ.
αρετολογία
(β' συνθετικό) ενάρετος
αρχ.
μισάρετος, πανάρετος, παντάρετος, φιλάρετος. Απαντούν επίσης τα ανθρωπωνύμια: Αγησάρετος, Αινησάρετος, Αιχμάρετος, Αμομφάρετος, Αμφάρετος, Αναξαρέτα, Αρεταγένης, Αρεταγέτας, Αρετάδας, Αρεταίος, Αρετακλής, Αρετάκριτος, Αρετάνασσα, Αρετάφιλος, Αρετέας, Αρέτης, Αρετοκλής, Άρετος, Αρέττιπος, Αρετώ, Αρέτων, Αρετώνυμος, Αριστάρετος, Αρχαρέτα, Δαμάρετος, Δειναρέτη, Δεξαρέτα, Δημάρετος, Ευάρετος, Εχαρέτα, Ηγησάρετος, Θαυμάρετος, Ιππαρέτη, Καλλισταρέτη, Κλεαρέτας, Κλεάρετος, Κλειναρέτη, Κλειταρέτη, Κριναρέτη, Κτησαρέτη, Κυδαρέτα, Λεαρέτη, Λυσαρέτη, Μνασάρετος, Νεαρέτα, Νικάρετος, Νικησαρέτη, Ξενάρετος, Ξηνήρετος, Ονησαρέτη, Πανάρετος, Πανταρέτη, Πασάρετος, Πεδάρετος, Πεισσάρετος, Σωσαρέτα, Σωτάρετος, Τιμαρέτη, Τιμησαρέτη, Τυχαρέτα, Φαιναρέτη, Φιλαρέτα, Χρυσαρέτα].
Greek Monotonic
ἀρετή: [ᾰ], ἡ (Ἄρης)·
1. ικανότητα, τελειότητα, υπεροχή σε κάθε τομέα· λέγεται ιδίως για τα προτερήματα ενός άνδρα, ανδρεία, γενναιότητα, εξαιρετική ικανότητα, αρετή, σε Όμηρ., Ηρόδ. [όπως το Λατ. vir-tus (αρετή) από το vir (άνδρας)].
2. αριστοκρατική, ευγενική καταγωγή, σε Θέογν., Ευρ.
3. στην πεζογραφία, γενικά, δεξιότητα, ικανότητα, προτέρημα, υπεροχή σε οποιαδήποτε επαγγελματική ενασχόληση, σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για ζώα ή πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.
4. με ηθική υφή σημασία, καλοσύνη, ενάρετος και ηθικός χαρακτήρας, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, χαρακτηρισμός που αρμόζει σε ενάρετο άνθρωπο, έπαινος, φήμη, διάκριση, υπεροχή, σε Ευρ. κ.λπ.
5. ἀρετὴ εἴς τινα, υπηρεσία που έχει παρασχεθεί σε κάποιον, σε Ξεν.