νικάω
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
Ion. νικέω Democr.249, Herod.1.51, also GDI1413.16 (Aetol.), SIG265.4 (Delph., iv B.C.), v.l. in Apoc.2.7; Aeol. νίκημι Theoc.7.40, AP7.743 (Antip.); also in impf. νίκη cj. in Pi.N.5.5, cf. Theoc.6.46: Ep. impf. 1pl.
A νικάσκομεν Od.11.512: fut. -ήσω, later -ήσομαι Hierocl.Facet.205; Dor. 2sg. νικαξῇ v.l. in Theoc.21.32: pf. νενίκηκα, etc.: (νίκη): I abs., conquer, prevail in battle, in the games, or in any contest, Il.3.439, etc.; ὁ νικήσας the conqueror, ib. 138, X.Smp.5.9, etc.; ὁ νικηθείς the conquered, Il.23.656,663; ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην I won the first prize [at Olympia], etc., Th.6.16, cf. Isoc.16.33: pres.freq. in sense, to be (or be proclaimed) conqueror, Pi.O.9.112, 13.30, cf. X.Cyr.8.2.27, An.2.1.1; νικᾶν πᾶσι τοῖς κριταῖς or ἑνὶ κριτῇ in their opinion, Ar.Av.445, 447; πολὺ ν. win a decisive victory, Th.7.34, etc.; τὰ πάντα ν. X.An. l.c.: freq. c. dat. modi, πυγμῇ in boxing, Il.23.669; ναυμαχίῃ Hdt.7.10.β'; ἵππῳ Id.6.122; μάχῃ E.Ph.1143, etc.; ἵππῳ ἢ συνωρίδι ἢ ζεύγει Pl.Ap.36d; λαμπάδι And.4.42, etc.: c. acc. cogn. in same sense, πάντα ἐνίκα he won all the bouts, Il.4.389, 5.807; τὰ κοῦφα, τὰ μείζοναν., E.Alc.1029, 1031; τῶν παλαισμάτων ἓν ν. Pl.Phdr.256b; ἅρμα ν. Pi.I.4(3).25; παγκράτιον Th.5.49; ναυμαχίαν, μάχας, Id.7.66, Isoc.12.257, etc.: freq. ν. Ὀλύμπια to be conqueror in the Olympian games, Th.1.126; τὠλύμπια Timocl.8.17; τὰ Παναθήναια Pl.Ion530b; ν. Ὀλυμπιάδα Hdt.9.33 (also ν. Ὀλυμπίασιν Pl.Ap.36d; ἐν Πυθίοισι Pi.N.2.9): c. dat. et acc., τὰ Πύθια τῷ τεθρίππῳ ν. D.59.33; πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Plu.2.811d; Ὀλυμπίασι παῖδας στάδιον ν. conquer in the boys' race in the stadium at Olympia, D.58.66: c. dupl. acc., Πύθια ν. ἄνδρας Diog.Cyn. ap. D.L.6.33: also in Att. Inscrr. c. gen., Λεωντὶς ἀνδρῶν ἐνίκα IG2.1291, al.: generally c. acc. cogn., νίκην ν. win a victory, E.Supp.1060, Pl.R.465d, etc. (cf. infr. 11); also ν. τρίποδα win it, Simon.147. 2 prevail, be superior, μύθοισιν, ἔγχεϊ, Il.18.252; δόλοισι Od.3.121; κάλλει ἐνίκα (sc. κρητήρ) Il.23.742; πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκώς Pl.Lg.964c: c. part., εὐεργετῶν ν. X.Ages.9.7. 3 of opinions, etc., βουλὴ κακὴ νίκησεν the evil counsel prevailed, Od. 10.46; τὰ χερείονα νικᾷ Il.1.576, Od.18.404; ἐνίκα ἡ γνώμη Hdt.5.36, cf. Th.2.12, etc.; ἡ νικῶσα βουλή E.Med.912; ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης] according to the prevailing opinion, vote of the majority, X.An.6.1.18, 6.2.12; ταῦτ' ἐνίκα S.Ant.274; νικᾷ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος is carried, Pl.Lg.801a; σὺν ψάφῳ τᾷ νικεούσᾳ SIG265.4 (Delph., iv B.C.): freq. of orators, νικᾷ… ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων E.Or.944; ν. γνώμῃσι Hdt.3.82 (so γνώμῃ, v.l. γνώμην, Id.1.61, cf.Ar.V.594): freq. impers., ἐνίκα (sc. ἡ γνώμη) it was resolved, c. inf., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν it was carried not... Hdt.6.101; τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν S.Ant.233, etc.; ἐνίκησε… λοιμὸν εἰρῆσθαι it was the prevailing opinion that... Th.2.54; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν it is preferable... Pl.Plt.303b. 4 c. inf., succeed in... ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13. 5 as law-term, ν. τὴν δίκην win one's cause, E.El.955, cf. Ar.V.581; simply νικᾶν GDI5011.11 (Gortyn), Arist.Ath.42.1, Rh.Al.1433a6, PHal.1.58 (iii B.C.), etc.; νικήσεις ἐν τῷ κρίνεσθαί σε Ep.Rom.3.4:—Pass., c. gen., αἴ κα νικαθῇ τῶν ἐνεχύρων Schwyzer 177.9 (Crete, v B.C.); v. infr. 11. II c. acc., conquer, vanquish, Ἕκτορα Il.7.192, etc.: freq. c. dat. modi, μάχῃ ν. Ἀχαιούς 16.79; ἀγορῇ ν. υἷας Ἀχαιῶν 2.370; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα 20.410; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν 9.130; πάντα ν. ἄνδρα… κακοῖσιν surpass him in miseries, E.Hec.659; ν. τινὰ ἔν τινι Pl.Smp.213e, etc.; μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον excels the whole account, S.OC1224 (lyr.); νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν Ep.Rom.12.21: c. acc. cogn., μάχην ν. τινά Isoc. 8.58, Aeschin.3.181, etc.:—Pass., ἔστιν ἃ τῶν ἄθλων δὶς ἕκαστος ἐνικήθη X.HG4.5.2: c. part., ν. ἀλεξόμενός τινα Id.An.1.9.11, etc. b as law-term (cf. 1.5), νίκης τήν μιν ἐγὼ νίκησα Od.11.545:—Pass., ἧ δέ κα νικαθῇ Leg.Gort.1.23, al.; also of objects in dispute, damages, etc., recover, ib.1.28, al.:—Pass., to be assigned, adjudicated, ib.1.55. 2 generally, overpower, esp. of passions, etc., νόον νίκησε νεοίη Il.23.604; μὴ φόβος σὲ νικάτω φρένας A.Eu.88, cf. 133; [φύσις] νικᾷ τῷ ἥσσονι τὸ μεῖζον τῆς ἐλπίδος Democr.176; βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με grievous is the pleasure ye win prevailing over me, S.OC1204: c. inf., μηδ' ἡ βία σε… νικησάτω τοσόνδε μισεῖν let not violence prevail on thee to... Id.Aj.1334: with gen. of comparison, νικᾷ γὰρ ἁρετή με τῆς ἔχθρας πολύ weighs with me more than enmity, from the compar. force in νικᾷ, ib.1357 codd. 3 Pass., to be vanquished, Hom. only in part. νικηθείς (v. supr. 1.1); νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν, A.Ag.291, 342; ἡδονῇ S.El.1272; συμφορᾷ E.Med.1195; also ὑπὸ τοῦ κακοῦ Th.2.51; πρὸς ἱμέρου S.Fr.932.4, etc.: sts. c. gen., ἱμέρου νικώμενος A.Supp.1005; αὐτῆς <τε> τῆς δίκης… αὐτοῦ τε τοῦ ἀληθοῦς νικᾶσθαι Antipho 5.87: freq. of persons, νικᾶσθαί τινος, with gen. of comparison, to be inferior, yield to, S.Aj.1353, E.Med.315, Cyc.454; ξείνων νενίκανται θύραι the doors give way to the guests, Pi.N.9.2; ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ar.Nu.1087.
German (Pape)
[Seite 255] fut. νικήσω, die Annahme des att. fut. νικῶ beruht auf Pallad. 52 (XI, 288), wo νικῶσιν aber als praes. zu fassen ist; siegen, besiegen; – 1) intrans., siegen; den Vorzug haben, überlegen sein, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404; ὁ μὲν ἂρ μύθοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, öfter; νικήσας, der Sieger, 3, 138; ἐν Πυθίοισι νικᾶν, Pind. N. 2, 9, u. oft vom Sieger in den Kampfspielen; δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει, N. 10, 48. Häufig steht das praes. in der Bdtg Siegersein (gesiegt haben), ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν, Ol. 11, 17; dah. in den Angaben. der Sieger bei den Scholl. u. sonst gew, ἐνίκα, νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών, Aesch. Ag. 305; νικᾶσθαι, unterliegen, Spt. 496; ἐξαμαρτεῖν u. νικᾶν einander entgeggstzt, Soph. Phil. 95; πᾶσι τοῖς κριταῖς, ἑνὶ κριτῇ, mit der Stimme aller Richter in einem Wettkampfe siegen, Ar. Av. 445; vgl. νικᾷ πάσαις ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, das Gesetz geht mit allen Stimmen durch, Plat. Legg. VII, 801 a; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν, es ist besser, Polit. 303 b; vgl. über die Bdtg des praes. Krüger zu Xen. An. 1, 10, 4, wo er auch Thuc. 7, 11 μάχῃ τῇ πρώτῃ νικᾶται ὑφ' ἡμῶν anführt, er ist besiegt worden; bei Dem. Lpt. 74 steht νικῶν neben παρακρουσόμενος; κακὴ βουλὴ νίκησε, der böse Rath siegte, behielt die Oberhand, Od. 10, 46; νικᾷ τὸ κέρδος, Aesch. Ag. 560; ἡ γνώμη ἐνίκησε, die Meinung behielt die Oberhand, fand Beifall, ging durch, Thuc. 2, 12 u. Folgde oft; δόξα, Plat. Gorg. 487 c; ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα, nach der durchgegangenen Meinung, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18; vgl. ὅ, τι ἂν νικῴη ἐν τῷ κοινῷ τοῦτο κύριον εἶναι, Hell. 6, 5, 6; τὸ νικῆσαν ψήφισμα, Dem. 24, 27; u. ähnl. τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν, Soph. Ant. 233, vgl. 274; γνώμῃ νικῶν, mit einer Meinung durchdringend, Her. 3, 82; – auch = einen Proceß gewinnen, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 545, vgl. 558; oft bei den Rednern, selbst ἐνίκησε τοῦ κλήρου, in dem Proceß wegen der Erbschaft, Dem. 43, 32. – 2) trans., besiegen, überwinden, übertreffen, τινά, von Hom. an überall; μάχῃ νικῶντες Ἆχαιούς, Il. 16, 79; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα, mit den Füßen, im Laufe, 20, 410, wie 23, 756; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν, 9, 130; ἀγορῇ δέ ἑ παῦροι Ἀχαιῶν νίκων, 15, 284; neben κρείσσων γενέσθαι, 3, 71 Od. 18, 46; auch von Leidenschaften, νόον νίκησε νεοίη, Il. 23, 604, von Fehlern, Umständen, die Einen wozu zwingen; so auch Tragg.; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας, Aesch. Eum. 88, überwältigen; so ὕπνῳ, κέρδεσιν νικώμενος, Ag. 282. 333, wie ξυμφορᾷ νικωμένη Eur. Med. 1195; – auch c. gen., ἱμέρου νικώμενος, Aesch. Suppl 983; bes. bei Personen, statt ὑπό τινος, κρεισσόνων νικώμενος, Eur. Med. 316 Troad. 23 I. A. 1357; ἢν ταῦτα νικηθῇς ἐμοῦ, Ar. Nubb. 1088; vgl. κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος, Soph. Ai. 1332, also wie ἡσσάομαι construirt; Plat. vrbdt auch νικῶντα ἐν λόγοις πάντας ἀνθρώπους, Conv. 213 e; Xen. mit dem partic., ἔςτε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, An. 1, 9, 11, vgl. Ages. 9, 7 Mem. 2, 6, 35, im Abwehren. – Auch der acc. der Sache wird hinzugesetzt, wie in dem homerischen Beispiele νίκην νικᾶν, einen Sieg ersiegen, wie νικῶσα νίκην τίνα Eur. Suppl. 1060; von Kampfspielen so, Is. 6, 60; auch Plat. Rep. V, 465 d; πάντα ἐνίκα, alle Kämpfe gewann er, in allen Kämpfen siegte er, Il. 4, 389; ähnl. νικᾶν τὴν δίκην, Eur. El. 955, wie Ar. Vesp. 581; δίκας, Equ. 93; γνώμην ἐν τῷ δήμῳ, eine Meinung, einen Vorschlag durchsetzen, Vesp. 594, vgl. Nubb. 432; so auch Her. Ἱππίεω δὲ γνώμην νικήσαντος, 1, 61; οἱ νικῶντες τὰς γνώμας περὶ τούτων, Plat. Gorg. 456 a; Ὀλύμπια νενικηκότι, dem Sieger in den olympischen Spielen, Thuc. 1, 126, wie oft bei Luc. u. Paus.; ταύτην τὴν Ὀλυμπιάδα ἐνίκα στάδιον u. ä.; τὴν μάχην, in der Schlacht siegen, Plat. Lach. 191 c u. öfter, wie Xen. u. Folgde; auch ἐνίκησαν τὴν ναυμαχίαν τοὺς Λακεδαιμονίους, Aesch. 3, 181; νικήσας τοὺς Ἀθηναίους τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην, Pol. 5, 10, 1, neben μάχῃ, was sich bei denselben Schriftstellern eben so oft findet.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκάω: μέλλ. ήσω: πρκμ. νενίκηκα: - πρβλ. νίκημι: (νίκη): 1) ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ, εἶμια νικητὴς ἐν μάχῃ, ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἐν οἱᾳδήποτε διαμάχῃ, Ὅμ., κλ.· ὁ νικήσας, ὁ νικητής, Ἰλ. Γ. 138, 255., Ψ. 702, κτλ.· ὁ νικηθείς, ὁ ἡττημένος, Ψ. 656, 663· ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην, ἔλαβον τὸ πρῶτον βραβεῖον [ἐν Ὀλυμπίᾳ], κτλ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 353D· - ὁ ἐνεστ. συχνάκις κεῖται ὡς πρκμ., ἔχω νικήσῃ, κηρύττομαι νικητής, Πινδ. Ο. 9. 167., 13, 41, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27, Ἀν. 2. 1, 1, Συμπ. 5. 9· - νικᾶν ἐπὶ πᾶσι κριταῖς ἢ ἑνὶ κριτῇ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων ἢ ἑνός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 445, 447· - πολὺ ν., ὁριστικὴν νίκην Θουκ. 7. 34, κτλ.· τὰ πάντα ν. Ξεν. Ἀνάβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - συχνάκις μετὰ δοτ. τρόπου, ν. πυγμῇ, ἐν πυγμαχίᾳ, Ἰλ. Ψ. 669· ναυμαχίῃ Ἡροδ. 7. 10, 2: ἵππῳ ὁ αὐτ. 6. 122: μάχῃ Εὐρ. Φοίν. 1143, κτλ.: ἵππῳ ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει Πλάτ. Ἀπολ. 36D: λαμπάδι Ἀνδοκ. 34. 31, κτλ.: - ἀλλὰ καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πάντα ἐνίκα, πανταχοῦ νικητὴς ἀπεδεικνύετο, Ἰλ. Δ. 389, Ε. 807· οὕτω, τὰ κοῦφα, τὰ μείζονα ν. Εὐρ. Ἄλκ. 1029, 1031· τῶν παλαισμάτων ἕν ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 256B· ἅρμα ν. Πινδ. Ι. 4. 43 (3. 43)· παγκράτιον Θουκ. 5. 49· ναυμαχίαν, μάχην ὁ αὐτ. 7. 66, Ἰσοκρ. 287Α, κτλ.· συχνάκις, νικᾶν Ὀλύμπια, εἶναι νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπ. ἀγῶσι, Θουκ. 1. 126· τὠλύμπιᾳ Τιμοκλ. ἐν «Δράκ.» 1. 16· τὰ Παναθήναια Πλάτ. Ἴων 530Β· οὕτω, ν. Ὀλυμπιάδα Ἡρόδ. 9. 33· (ὡσαύτως, ν. Ὀλυμπίασιν Πλάτ. Ἀπολ. 36D· ἐν Πυθίοισι Πινδ. Ν. 2. 15)· - μετὰ δοτ. ἅμα καὶ αἰτ., τὰ Πύθια τῷ τεθρίππῳ ν. Δημ. 1356. 6· πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Πλούτ. 2. 811D· ὡσαύτως, ὁ πάππος ὁ ἐμὸς Ὀλυμπίασι νικήσας παῖδας στάδιον, νικήσας ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ τῶν παίδων ἐν Ὀλυμπίᾳ, Δημ. 1342 ἐν τέλ.· καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., Πύθια ν. ἄνδρας Διογέν. Κυνικ. παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 33· - οὕτω καθόλου μετὰ συστοίχ. αἰτ., νίκην νικᾶν Εὐρ. Ἱκέτ. 1060, Πλάτ. Πολ. 465D, κτλ. (πρβλ. κατωτ. ΙΙ)· οὕτω, νικῶ τρίποδα, κερδίζω νικήσας, Σιμων. 148. 2) ἐπικρατῶ, ὑπερισχύω, ὑπερτερῶ, μύθοισιν, ἔγχεϊ, δόλοισι, κάλλει Ὅμ.· πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκέναι Πλάτ. Νόμ. 964C· μετὰ μετοχ., εὐεργετῶν ν. Ξεν. Ἀγησ. 9. 7. 3) ἐπὶ γνώμης κτλ. κακὴ βουλὴ νίκησε, ἡ κακὴ γνώμη ὑπερίσχυσε, Ὀδ. Κ. 46· τὰ χερείονα νικᾷ Ἰλ. Α. 576, Ὀδ. Σ. 404· ἡ γνώμη νικᾷ Ἡρόδ. 5. 36, Θουκ. 2. 12, κτλ.· ἡ νικῶσα βουλὴ Εὐρ. Μήδ. 912· ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης], κατὰ τὴν ὑπερισχύουσαν γνώμην, δηλ. ὅ,τι ἡ πλειονοψηφία ἀπεφάσιζε, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18., 6. 2, 12· ταῦτ’ ἐνίκα Σοφ. Ἀντ. 274, πρβλ. 797· νικᾷ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, ἀποφασίζεται, Πλάτ. Νόμ. 801Α· - συχν. ἐπὶ ῥητόρων, νικᾷ... ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων Εὐρ. Ὀρ. 944· ν. γνώμῃ Ἡρόδ. 3. 82· ἢ γνώμην ὁ αὐτ. 1. 61, Ἀριστοφ. Σφ. 594: - συχνάκις καὶ ἀπροσώπως, ἐνίκα (ἐξυπ. ἡ γνώμη) Λατ. visum est, μετ’ ἀπαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, ἀπεφασίσθη νὰ μή..., Ἡρόδ. 6. 101· τέλος γε μέντοι δεῦρ’ ἐνίκησεν μολεῖν Σοφ. Ἀντ. 233, κτλ.· ἐνίκησε... λοιμὸν εἰρῆσθαι, ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη ὅτι..., Θουκ. 2. 54· ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν Πλάτ. Πολιτικ. 303Β. 4) ὡς δικανικὸς ὅρος, νικῶ τὴν δίκην, κερδίζω τὴν δίκην, Εὐρ. Ἠλ. 955, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 581· καὶ ἁπλῶς νικᾶν, Valck. Diatr. σ. 261· ὅρα κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., νικῶ, καταβάλλω, Ὅμ. κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῇ ἀπολύτῳ χρήσει μετὰ δοτ. τρόπου, ν. τινα μάχῃ, ἀγορῇ, ἔγχεϊ, ποσί, δόλοις, κτλ., Ὅμ., κτλ.· πάντα ν. ἄνδρα... κακοῖσιν, ὑπερτερεῖν εἰς ἀθλιότητα, εἰς δυστυχίαν, Εὐρ. Ἑκ. 659· ὡσαύτως, ν. τινα ἔν τινι Πλάτ. Συμπ. 213Ε, κτλ.· - μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, τὸ μὴ γεννηθῆναι ὑπερτερεῖ τὸν ἅπαντα λόγον, δηλ. εἶναι τὸ ἄριστον, Σοφ. Ο. Κ. 1225· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., νίκης τήν μιν νίκησα, ἣν ἐκέρδησα κατ’ αὐτοῦ (ἐπὶ δίκης), Ὀδ. Λ. 545· ὡσαύτως, μάχην ν. τινα Ἰσοκρ. 171Δ, Αἰσχίν. 79. 36, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἐστὶν ἃ τῶν ἄθλων δὶς ἕκαστος ἐνικήθη Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 2): μετὰ μετοχ., τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη καὶ τοὺς εὐ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, κατὰ ζεῦγμα βραχυλογίας ἀντὶ, «ἔς τι νικῴη καὶ τοὺς εὖ ποιοῦντας ἀντευποιῶν καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 9, 11, κτλ. 2) καθόλου, ὡς τὸ Λατ. vincere, καταβάλλω, ἰδίως ἐπὶ παθῶν τὰ ὁποῖα ἀναγκάζουσι τὸν ἄνθρωπον νὰ ἐνεργῇ κατά τινα τρόπον, νόον νίκησε νεοίη Ἰλ. Ψ. 604· μὴ φόβος σε νικάτω φρένας Αἰσχύλ. Εὐμ. 88, πρβλ. 133· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, μὲ ἀναγκάζετε νὰ σᾶς παράσχω ἡδονὴν ἐναντίον τῆς θελήσεώς μου, Σοφ. Ο. Κ. 1204: μετ’ ἀπαρ., μηδ’ ἡ βία σε... νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ἂς μὴ ὑπερισχύσῃ ἡ βία ἐπὶ σέ, ὥστε νὰ σὲ ἀναγκάσῃ νά..., ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1334· ― ὡσαύτως, νικᾷ γὰρ ἀρετή με τῆς ἔχθρας πολύ, πολὺ περισσότερο μὲ κυριεύει, μὲ καταβάλλει ἡ φιλία παρὰ ἡ ἔχθρα, ὡς ἐκ τῆς συγκριτικῆς ἐννοίας ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ νικᾷ, Σοφ. Αἴ. 1357. 3) Παθ., ἡττῶμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ νικηθεὶς (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 291, 342· ἡδονῇ Σοφ. Ἠλ. 1272· ξυμφορᾷ Εὐρ. Μήδ. 1195· ὡσαύτως, ὑπὸ τοῦ κακοῦ Θουκ. 2. 51· πρὸς ἱμέρου Σοφ. Ἀποσπ. 670, κτλ.· ― ἐνίοτε καὶ μετὰ γεν., ἱμέρου νικώμενος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1005· δίκης νικᾶσθαι Ἀντιφῶν 139. 40· καὶ συχν. ἐπὶ προσώπων, νικᾶσθαί τινος, ὡς τὸ ἡττᾶσθαι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ ὑπάρχει ἔννοια συγκρίσεως, εἶμαι κατώτερος, ὑποχωρῶ, Σοφ. Αἴ. 1353, Εὐρ. Μήδ. 315, Κύκλ. 454· θύραι νενίκανται ξείνων, αἱ θύραι ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 9. 5· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1087.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. νικήσω, ao. ἐνίκησα, pf. νενίκηκα;
I. intr. vaincre, être vainqueur :
1 propr. vaincre un adversaire ; ὁ νικήσας IL le vainqueur ; πολὺ ν. THC remporter une victoire décisive ; τὰ πάντα ν. XÉN avoir vaincu complètement ; ν. πυγμῇ IL vaincre au pugilat ; ν. νίκην XÉN remporter une victoire ; ν. μάχην XÉN gagner une bataille ; ν. ναυμαχίαν THC remporter une victoire navale ; πάντα ν. IL vaincre dans tous les combats, gagner toutes les batailles ; ν. Ὀλύμπια THC vaincre aux jeux Olympiques;
2 en gén. être supérieur, avoir l’avantage, avoir le dessus en parl. de pers. et de choses ; avec un dat. : μύθοισιν, ἔγχεϊ, etc. avoir l’avantage par la parole, avec l’épée, etc. ; avec un part. : εὐεργετῶν νικᾷ XÉN il surpasse tout le monde en bienfaisance ; ν. γνώμῃ HDT ou γνώμην HDT avoir le dessus avec (faire prévaloir) une opinion, un projet ; avec un suj. de chose : βουλὴ κακὴ νίκησεν OD le mauvais conseil triompha, eut le dessus ; ἡ γνώμη νικᾷ THC le projet l’emporte, réussit ; ἡ νικῶσα (γνώμη) XÉN l’opinion qui l’emporte (par la majorité des voix) ; ταῦτ’ ἐνίκα SOPH cela fut adopté, réussit ; νικᾷ avec l’inf. cela est résolu (ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι THC l’explication, que l’on voulait parler de la peste, prévalut) ou il vaut mieux, le mieux est de ; ἡ νικῶσα βουλή EUR le meilleur parti;
II. tr. 1 vaincre : τινα μάχῇ vaincre, surpasser qqn dans le combat ; νίκην ν. τινα OD remporter une victoire sur qqn (devant un tribunal) ; ν. τὴν μάχην τοὺς Λακεδαιμονίους ISOCR vaincre les Lacédémoniens dans la bataille ; avec un part. : ν. τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα XÉN vaincre, surpasser ses amis en bienfaisance;
2 maîtriser (ses sentiments, etc.) ; ἡ βία μηδαμῶς νικησάτω τοσόνδε μισεῖν SOPH maîtrise-toi, ne te laisse pas emporter si loin par la haine ; Pass. être vaincu, surpassé, succomber ; fig. ὕπνῷ ESCHL, ἡδονῇ SOPH être vaincu par le sommeil, par le plaisir ; ὑπὸ τοῦ κακοῦ THC par le mal ; λόγοισιν ESCHL être vaincu par des paroles, être convaincu ; ὑπὸ τῶν μεγίστων νικηθέντες THC déterminés par les motifs les plus importants ; qqf avec le gén. à cause de l’idée de comparatif contenue dans le verbe : λόγοις φίλων νικᾶσθαι SOPH se rendre aux désirs de ses amis.
Étymologie: νίκη.
English (Slater)
νῑκάω, νίκημι (νικᾷ; νικῶν, -ῶντος,. -ῶντι, -ῶντ(α), -ώντεσσιν; νικᾶν: impf. νίκη?: aor. ἐνίκασε, -αν; νικάσαις, -αντ(α); νικᾶσαι: pass. νικώμενοι: pf. νενίκανται.)
1 be victorious
a abs. ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.97) τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (formam def. Wil., 421̆{2}) (O. 5.8) ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν (O. 7.10) μιν Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (O. 7.86) νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (O. 9.112) πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν (O. 10.16) ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν (P. 9.73) ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (P. 11.16) ὀφείλει δ' ἔτι ἐν Πυθίοισι νικᾶν Τιμονόου παῖδ (N. 2.9) πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν (N. 5.53) βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε (νικῶντ Hermann, metr. gr.) (N. 6.43) νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.75) Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων (N. 10.24) (χαλκὸν) Κλείτωρ καὶ Λυκαῖον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ, σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (νικῶντι coni. Snell, cf. Σ.) (N. 10.48) (φάμα) ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (I. 4.25) ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν (I. 5.9) νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος (I. 6.7) ἐνίκασαν οἵ fr. 12. met., ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38.
b c. acc.
I be victorious in χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον (O. 4.22) πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον (O. 13.30) πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (P. 9.97)
II be victorious over αὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ (P. 12.6) ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δήποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.65) pass., νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.
III win ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (Heyne: νικῆ codd.; a verbo aeolico νίκημι, cf. Theocr. 6. 46, 7. 40: contra Bergk, probante Schr., “repetit poeta praeconis vocem: itaque et praes. temp. et dor. contr. retinet, qua alias non utitur”) (N. 5.5)
c met., pass., c. gen., (v. K. G., 1. 392, Anm. 8.), be overcome by, yield to the pressure of τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ (N. 9.2)
English (Strong)
from νίκη; to subdue (literally or figuratively): conquer, overcome, prevail, get the victory.
English (Thayer)
νικῶ; present participle dative νικουντι, L T Tr (yet all νικῶντας in ἐρωτάω, at the beginning); future νικήσω; 1st aorist ἐνίκησα; perfect νενίκηκα; (νίκη); (from Homer down); to conquer (A. V. overcome);
a. absolutely, to carry off the victory, come off victorious: of Christ, victorious over all his foes, ἐνίκησεν ... ἀνοῖξαι κτλ. hath so conquered that he now has the right and power to open etc. ἐκ τοῦ θηρίου added, to conquer and thereby free themselves from the power of the beast (R. V. to come victorious from; cf. Winer s Grammar, 367 (344 f); Buttmann, 147 (128)), to win the case, maintain one's cause (so in the Attic orators; also νικαν δίκην, Euripides, El. 955): Sept. of τινα, by force, L omits; WH Tr marginal reading brackets the clause); of Christ the conqueror of his foes, τόν κόσμον, to deprive it of power to harm, to subvert its influence, νικαν τινα or τί is used of one who by Christian constancy and courage keeps himself unharmed and spotless from his adversary's devices, solicitations, assaults: the devil, τόν κόσμον, νικαν τό πονηρόν ἐν τῷ ἀγαθῷ, by the force which resides in goodness, i. e. in kindness, to cause an enemy to repent of the wrong be has done one, νίκασθαι ὑπό τοῦ κακοῦ, to be disturbed by an injury and driven to avenge it, ibid. (Compare: ὑπερνικάω.)
Greek Monotonic
νῑκάω: (νίκη), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐνίκησα, παρακ. νενίκηκα·
I. 1. απόλ., νικώ, υπερισχύω, υποτάσσω, είμαι νικητής σε μάχη ή σε αγώνες, σε Όμηρ. κ.λπ. ὁ νικήσας, ο νικητής, ὁ νικηθείς, ο νικημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην, κέρδισα το πρώτο βραβείο (στην Ολυμπία), σε Θουκ.· νικᾶν ἐπὶ πᾶσι κριταῖς, νικώ κατά τη γνώμη όλων των κριτών, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., πάνταἐνίκα, νικούσε όλες τις φορές, σε Ομήρ. Ιλ.· παγκράτιον, σε Θουκ.· νικᾶν Ὀλύμπια, είμαι νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες, στον ίδ. κ.λπ.·
2. λέγεται για απόψεις, επικρατώ, ἐκ τῆς νικώσης (γνώμης), σύμφωνα με την επικρατούσα γνώμη, απόφαση της πλειονότητας, σε Ξεν.· απρόσ., ἐνίκα (ενν. ἡ γνώμη), αποφασίστηκε, Λατ. visum est· με απαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, κυριάρχησε η άποψη να μην εγκαταλείψουμε την πόλη, σε Ηρόδ.· ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι, ήταν γενική και κυρίαρχη η άποψη ότι λοιμός ήταν η αιτία, σε Θουκ.
3. ως νομικός όρος, νικῶ τὴν δίκην, κερδίζω την υπόθεση, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. 1. με αιτ. προσ., νικώ, επικρατώ, καταβάλλω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, το καλύτερο είναι να μη γεννηθεί, σε Σοφ.· νίκηςνικᾶν τινα, κερδίζω τη νίκη έναντι κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
2. γενικά, λέγεται για πάθη κ.λπ., υπερνικώ, υπερισχύω, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, με αναγκάζετε να σας παρέχω ηδονή παρά τη θέλησή μου, σε Σοφ.· με απαρ., μηδ' ἡ βία σε νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ας μην υπερισχύσει σε σένα η βία ώστε να σε αναγκάσει να μισείς, στον ίδ.
3. Παθ., νικᾶσθαί τινος, όπως το ἡττᾶσθαι, είμαι κατώτερος έναντι κάποιου, ενδίδω, υποτάσσομαι, υποχωρώ, σε Σοφ., Ευρ.· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
νῑκάω:
1) побеждать (πυγμῇ, τινα μάχῃ Hom.; μάχῃ Eur.; ναυμαχίῃ Her.; κόσμον NT): ὁ νικήσας Hom. победитель; ὁ νικηθείς Hom. побежденный; πολὺ ν. Thuc. или τὰ πάντα ν. Xen. одерживать решительную победу;
2) выигрывать (μάχην, παγκράτιον Thuc.; νίκην Plat.; δίκην Eur.; πολλοὺς ἀγῶνας Plut.);
3) одерживать верх, получать перевес (ἔγχει, κάλλει Hom.): πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκέναι Plat. превзойти во всех добродетелях; ἡ νικῶσα βουλή Eur. возобладавшее мнение; ἐκ τῆς νικώσης (sc. γνώμης) Xen. согласно получившему перевес мнению; ν. γνώμῃ или γνώμην Her. добиться перевеса своего мнения; ν. τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα Xen. превзойти друзей в добрых делах;
4) перен. побеждать, подавлять (ἱμέρου νικώμενος Aesch.): νικᾶσθαι ἡδονῇ Soph. поддаться чувству радости; λόγοις φίλων νικᾶσθαι Soph. уступить уговорам друзей; ἡ βία σε μηδαμῶς νικησάτω τοσόνδε μισεῖν Soph. не позволяй чувству ненависти увлечь тебя до такой степени; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας Eur. не поддавайся страху; νικᾶσθαι ξυμφορᾷ Eur. быть сломленным несчастьем; ὑπὸ τῶν μεγίστων νικηθέντες Thuc. под давлением мотивов первостепенной важности.
Middle Liddell
νίκη
I. absol. to conquer, prevail, vanquish, Hom., etc.; ὁ νικήσας the conqueror, ὁ νικηθείς the conquered, Il.; ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην I won the first prize, Thuc.; νικᾶν ἐπὶ πᾶσι κριταῖς in the opinion of all the judges, Ar.; c. acc. cogn., πάντα ἐνίκα he won all the bouts, Il.; παγκράτιον Thuc.; ν. Ὀλύμπια to be conqueror in the Ol. games, Thuc., etc.
2. of opinions, to prevail, carry the day, Hom., etc.; ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης] according to the prevailing opinion, vote of the majority, Xen.:—impers., ἐνίκα (sc. ἡ γνώμη) it was resolved, Lat. visum est, c. inf., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν it was carried not to leave the city, Hdt.; ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι it was the general opinion that λοιμός was the word, Thuc.
3. as law-term, ν. τὴν δίκην to win one's cause, Eur., Ar.
II. c. acc. pers. to conquer, vanquish, Hom., etc.; μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾶι λόγον not to be born is best, Soph.; νίκης νικᾶν τινα to win victory over one, Od.
2. generally of passions, etc., to conquer, to overpower, Il.; βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με ye force me to grant you pleasure against my will, Soph.; c. inf., μηδ' ἡ βία σε νικησάτω μισεῖν let not force prevail on thee to hate, Soph.
3. Pass., νικᾶσθαί τινος, like ἡττᾶσθαι, to be inferior to, give way, yield to, Soph., Eur.; ἢν τοῦτο νικηθῆις ἐμοῦ Ar.
Chinese
原文音譯:nik£w 你卡哦
詞類次數:動詞(28)
原文字根:征服 相當於: (יָשַׁע / יׄשַׁע / מֹושִׁיעַ)
字義溯源:得勝,戰勝,勝,必得勝,占優勢,征服,勝過;源自(νίκη)*=勝利)。當那惡者引誘亞當犯罪墮落,神審判惡者時就已應許,女人的後裔要傷惡者的頭( 創3:15)。等到主耶穌從死復活,就藉著死敗壞了那掌死權的魔鬼( 來2:14),這應許便得著應驗。今天基督徒也分享基督的勝利;神的兒女藉著信就勝過撒但所管轄的世界( 約壹5:4)。主耶穌也應許那七個教會得勝的賞賜( 啓2:7 ,11 ,17 ,26; 3:5 ,12 ,21)。到了啓示錄廿章的最終審判,基督的勝利就完全實現了
出現次數:總共(28);路(1);約(1);羅(3);約壹(6);啓(17)
譯字彙編:
1) 得勝的(8) 啓2:7; 啓2:11; 啓2:17; 啓2:26; 啓3:5; 啓3:12; 啓3:21; 啓21:7;
2) 勝過(7) 路11:22; 約壹5:4; 約壹5:5; 啓11:7; 啓12:11; 啓13:7; 啓15:2;
3) 已得勝(1) 啓5:5;
4) 得了勝(1) 啓3:21;
5) 必勝過(1) 啓17:14;
6) 他⋯要得勝(1) 啓6:2;
7) 你們⋯勝了(1) 約壹2:14;
8) 得勝著(1) 啓6:2;
9) 就勝過(1) 約壹5:4;
10) 必得勝(1) 羅3:4;
11) 我已經勝了(1) 約16:33;
12) 所勝(1) 羅12:21;
13) 勝(1) 羅12:21;
14) 你們勝了(1) 約壹2:13;
15) 勝了(1) 約壹4:4