σύ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ῠ],
A thou: Pron. of the second pers.:—Ep. nom. τύνη [ῡ] Il.5.485, al. (Lacon. τούνη Hsch.); Aeol. σύ Sapph.Supp.16.6, 21.9; Dor. τύ [ῠ] Pi.O.1.85, Epich.34, al., Theoc.3.33, etc.; Boeot. τού [short syll.] Corinn.Supp.2.83, A.D.Pron.55.6 (also τούν ib. 50.27, 55.6): Nom. σύ, Od.18.31, A.Ag.1035, Ar.Nu.29, etc.; voc., Od.21.193, Ar.Ach.165, Pl.1069.—Gen. σοῦ, h.Hom.29.4, elsewh. only Att., Ar.Ach.302, etc.; enclit. σου, S.Ph.761, OT538, etc.; never in Hom., who uses σεῦ, ll.3.206, al., σέο ib.446, al. (also in Lyr., Archil.(?)inPLit.Lond.54, B.3.65), σεῖο Il.3.137, al.; also σέθεν 1.180, al. (which also occurs in Lyr., Sapph.33, B.10.9, and Trag., A.Th.264, al.), and as enclit. σευ, Il.5.811, al., σεο 1.396: Hdt. has only σέο 1.124, σεο (enclit.) ib.9, σεῦ ibid., 3.42,85, 7.38, σευ (enclit.) 3.36,134, 7.49:—Dor. τεῦ, τευ, Theoc.5.19, 10.36, etc.; rarely τέο, Alcm.17; lengthd. τεοῦ Epich.145, Sophr.84, and τεοῖο Il.8.37, 468; Boeot. τεῦς Corinn.24; Dor. τεοῦς Sophr.59; also τιοῦς A.D. Pron.74.27; τεῦς Theoc.2.126; τοι v.l. in Id.7.25; enclit. τεος Sophr.83; Cret. τέορ Hsch.; other Dor. forms are τίω, τίως, both Rhinth.13, τίος A.D.Pron.75.24.—Dat. σοί, Il.1.158,167, Archil.88, Mimn.8, Sapph.7,99, A.Pr.3, Hdt.3.42, 6.86.ά, 7.52, etc.; Dor. τοί Alcm.86 (oxyt.); Dor., Lesb., and Ion. enclit. τοι Alem.33, Sapph. Frr.2.2,8, Archil.79, Hippon.20, Anacr.44, 75.3, Pi.N.3.76, B.10.104, Hdt.1.115, 3.35,63,85; in Hom., Lesbian Lyr., and Ion. Lyr. and Prose τοι is always enclit., σοί never enclit. (τοί and σοι are not found exc. σοι Od.3.359, 11.381, ς (οι) Il.1.170, and in codd. of Pi.P. 4.270, 9.55; rarer than τοι in Hdt., 3.69, al.); in Att. both σοί and σοι (enclit.) are used (σοί Ar.Nu.361, etc., σοι ib.87, etc.), τοί and τοι are not used; σοι is never elided exc. in Il.1.170, τοι is elided in Od. 1.60,347, Alc.55, Id.Oxy.1788 Fr.15 ii 9, Sapph.28.2; Ep. and Lyr. also τεΐν, Il.11.201, Od.4.619, Epigr. ap. Hdt.5.60,61, Ar.Av.930; also τίν [ῐ], Alcm.16, Pi.P.1.29, 8.68 (dub. l.); τίν [ῑ], Id.I.6(5).4, Theoc.2.20 (τίν before a consonant, Pi.O.10(11).93); also τεΐ Alcm.53; τίνη Rhinth.13.—Acc. σέ, Il.6.256, al.; enclit. σε, 1.26, Sapph.1.2, Supp.23.9, Hdt.3.42, etc.; in late Gr. σέν, Anatolian Studies p.76; Dor. τέ Alcm.52, Pi.O.1.48, Theoc.1.5, Call.Fr.114; τ' v.l. (cod. R) in Ar.Ach.779 (on the accent v. A.D.Pron.54.14, 83.4); τρέ (leg. τϝέ) Hsch.; or (enclit.) τυ IG42(1).121.69 (Epid., iv B.C.), Ar.Eq.1225, Ach.730 (dub. in Ach.779), Theoc.1.56,78, etc.:—also τίν Corinn.4, Cerc.7.6, Theoc.11.39,55,68. 2 in combination with γε, σύ γε, σέ γε, etc. (cf. ἔγωγε), thou at least, for thy part, freq. in Hom. and Att.; Dor. τύγε Epich.[272], Timocr.1 (v.l. τύ γα) ; τύγᾰ Theoc.5.69,71; Boeot. τούγα A.D.Pron.55.6: dat. σοί γε Il.1.557: acc. σέ γε 10.96, etc.:—also σύ περ 24.398. 3 σύ c. inf. (as imper.), Hdt.3.134, 4.163. II Dual nom. and acc. σφῶϊ, Il.1.336, 4.286, al., you two, both of you; σφώ (not σφῴ, cf. A.D. Pron.85.17), Il.1.574, 11.782, 13.47, S.OC344, 1543, etc.—Gen. and Dat. σφῶϊν, Il.4.341, al.; contr. σφῷν once in Hom., Od.4.62, and always in Att. (Hdn.Gr.1.475) and Trag., e.g. A.Pr. 12, S.OC342, OT1495, Pl.Lg.892e (codd. Pl. have σφῶϊν in Tht. 193c, al., σφῶν Euthd.273e, al.). None of these forms are enclit., A.D.Pron.38.9, 85.12; cod. A of Pl.Lg.658c, 673e, 689a wrongly makes σφῳν enclit.; Ζεὺς σφὼ is prescribed in Il. 15.146 by Hdn.Gr.2.93.—σφῶϊ is never dat.; in Il.4.286 it is the acc. depending on κελεύω; σφῶϊν is never acc.; in Od.23.52 it is dat. commodi. III Plur. nom. ὑμεῖς, Il.2.75, al. (before a vowel, 4.246, 7.194, al.), Pherecyd.Syr. 11, Democr.29a, Hdt.3.72, etc., ye, you; Aeol. and Ep. ὔμμες Il.1.274, al., Sapph.24, 25; Dor. ὑμές Sophr.60, Ar.Ach.760,761,862; ὑμέν SIG685.118 (Crete, ii B.C.), GDI5155.6 (ibid., ii B.C.); Boeot. οὐμές Corinn.6; a resolved form ὑμέες, Parth.Fr.14, is a poeticlicence (so A.D.Pron.93.3) rather than genuine Ionic (v.l. in Hdt.8.22).— Gen. ὑμῶν, Ar.Ach.143, etc.; ὑμέων (disyll.) Il.7.159, Od.13.7, al., Archil.74.6 (ὑμῶν codd.), Sol.11.5 (v.l. ὑμῶν) ; ὑμέων also Hdt.3.73, 6.130, al.; as trisyll., Herod.2.27; ὑμείων Il.4.348, 7.195, al.; Dor. ὑμέων Sophr.46; also ὑμῶν, A.D.Pron.95.23; Aeol. ὑμμέων Alc. 96; Boeot. οὐμίων Corinn.22.—Dat. ὑμῖν, Od.2.46, Hdt.1.126, etc.; Ion. enclit. ὗμῐν A.D.Pron.97.28, also Dor., Sophr.91; Dor. (not enclit.) ὑμίν [ῐ] Id.92; ὑμίν [ῐ] also in S.Aj.864, 1242, OT991, 1402, Ant.308, El.804, al. (but ὗμιν shd. perh. be restd. where the sense needs an enclitic on the principle stated by A.D.Pron.35.6, 36.5, Synt.130.23); ὕμιν (as enclit.) is prescribed by Hdn.Gr. (2.124) in Il.24.33, by EM432.34 in Od.1.376, 2.141, etc.:—Aeol. and Ep. ὔμμῐ, ὔμμῐν, Od. 2.316, 11.336, al., Hes.Sc.328, Sapph.14, Alc.Supp. 26.9, Pi.O. 11(10).17.—Acc. ὑμᾶς, Ar.Ach.325, etc. (-υ Orph.A.820, v.l. in S.Ph.222; ὗμας or (more prob.) ὕμας is required by the metre in Babr.9.9, 47.11); Ion. ὑμέας (disyll.) Od.21.198, al.; enclit. ὕμεας (disyll.) Herod.2.60 (Pap.); ὑμέας also Hdt.1.126, al.; Aeol. and Ep. ὔμμε Il.23.412, al., Pi.I.6(5).19; also in A.Eu.620 (trim.), and S.Ant.846(lyr.); Dor. ὑμέ Alcm.3, Sophr.52, Ar.Ach.737, Lys.1076, SIG528.3 (Cretan dial., iii B.C.), 622 B 8 (Cretan, ii B.C.).—The pl. is sts. used in addressing one person, when others are included in the speaker's thought, as Od. 12.81, Archil.89. (With σύ cf. Lat. tu, Goth. pu; with τοι Skt. gen. and dat. te; the origin of σφῶϊ is doubtful; with ὑμεῖς cf. Skt. acc. pl. yusmān.)
German (Pape)
[Seite 960] pronom. personal. der zweiten Person, du, von Hom. an überall; dor. τύ, Pind. oft; ep. auch τύνη, Il. 5, 485. 6, 262. 12, 237 u. sonst; – gen. σοῦ, u. enclitisch σου, Tragg. u. in Prosa überall; ion. u. ep. σέο, Il. 6, 328. 15, 181 u. sonst, Her. 1, 9 u. öfter; auch σεῖο, Il. 3, 137. 365. 15, 569 u. öfter; σεῦ, 3, 206. 18, 77; Pind. Ol. 14, 20 N. 8, 46; Her. 1. 45; σέθεν, Il. 4, 127. 169. 16, 539; Pind. oft u. Tragg., wie Aesch. Spt. 128. 246 Eum. 763 u. sonst; Soph. Phil. 1421 O. C. 250; auch τεοῖο, Il. 8, 37; äol. u. dor. auch τεῦς, τεοῦς, Gramm.; – dat. σοί, Il. 5, 809 u. öfter, u. Folgde überall, u. σοι encl., letztere Form bei Hom. niemals, dafür dor. u. poet. τοι, immer encl., Iliad. 1, 28. 39. 107. 123, wie Her. oft; u. τεΐν, Il. 11, 201 Od. 4, 619. 829. 11, 560. 15, 119; auch τίν, Pind. Ol. 11, 93 u. öfter; der Diphthong οι scheint nie elidirt zu sein, vgl. Heyne Il. T. 7 p. 401 u. Spitzner vers. her. p. 166; – accus. σέ, u. encl. σε, Hom. u. Folgde überall, dor. auch τε, Theocr. 1, 5. Verstärkung σύγε, σοῦγε u. s. w., dor. τύγα, du wenigstens, du freilich, du für deinen Theil.
Greek (Liddell-Scott)
σύ: προσωπ. ἀντων. τοῦ β΄ προσώπου ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἐσύ»· Ἐπικ. ὀνομ. τύνη Ἰλ. Ε. 485, κ. ἀλλ. (Λακων. τούνη, Ἡσύχ.)· Αἰολ. καὶ Δωρ. τὺ Σαπφ. 1. 13, Πίνδ., Ἐπίχ., Θεόκρ. κλπ· βοιωτ. τού, ἴδε ἐν λ. Ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος αὐτῆς ἦτο τύ, αἰτ. τὲ (ἀντὶ τϝέ)· πρβλ. Σανσκρ. tva, tvam, Ζεν. tum (t) ὅθεν τεός δηλ. τεϝός (σός), Σανσκρ. tav-as, Ζεν. thva (tu- u) Λατ. tu, tus· Λιθ. tu, taváss· Σλαυ. ty, tvoj· Γοτθ. thu, theis (thine)· Ἀρχ. Σκανδιναυ. καὶ Ἀγγλο-Σαξονικ. bu, κλπ.) [ῠ, πλὴν ἐν τῇ Ἐπικ. ὀνομ. τύνη· Δωρικ. δοτ. τῖν Θεόκρ. 2. 20., 333, κτλ., καὶ (αἰτ. κατὰ τὴν παλαιὰν γραφήν, - Ἕρμανν. κλπ. τίν γ΄) Πινδ. 1. 6 (5). 5· ἀλλὰ τῐν, Ἀλκμὰν 19, Πινδ. Π. 1. 56., 8. 97, κλπ. - Ἔτι καὶ παρ’ Ἐπικ. φαίνεται ὅτι δὲν ἔπασχεν ἔκθλιψιν ἡ δοτ. σοὶ ἢ τοί, Heyne Ἰλ. Τ. 7, σ. 401]. Ὀνομ. σύ, Ὀδ. Σ. 31, κτλ.· κλητ., Φ. 193, Ἀριστοφάν. Πλ. 1069. - Γεν. σοῦ, ἐγκλιτ. σου, οὐδέποτε παρ’ Ὁμ. ὅστις ἔχει σεῦ, σέο, σεῖο· ὡσαύτως σέθεν (ὅπερ ὁμοίως ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Λυρ. καὶ Τραγ.), καὶ ὡς ἐγκλιτ. σευ, σεο· ὁ Ἡρόδ. ἔχει μόνον σεο (ἐγκλιτ.), σεῦ· - Δωρικ. τεῦ, τευ Θεόκρ. 5. 19, κλπ.· σπανίως τέο, Ἀλκμὰν 51· ἐκτεταμ. τεοῦ Ἐπίχ. 157 Ahr., Σώφρων 76, καὶ (ἐν Ἰλ. Θ. 37, 468) τεοῖο· - Αἰολ. καὶ Δωρ. τεῦς Κόριννα 24· καὶ τεοῦς Σώφρονος Ἀποσπ. 76 ἐγκλιτ. τεος ὁ αὐτ. 77· Κρητ. τέορ, «τέορ· σοῦ Κρῆτες» Ἡσύχ.· - ἕτεροι Δωρ. τύποι εἶναι τίω, τίως, τίος, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C, πρβλ. Ahrens D. Dor. σ. 250. - Δοτ. σοί, Ἰωνικ. καὶ Δωρ. τοί· ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡρόδ. χρῶνται τῇ δοτ. τοι μόνον ὡς ἐγκλιτ., σοὶ δὲ ὅταν τονιζομένη προσλαμβάνῃ ἔμφασιν· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἀμφότερα σοὶ καὶ σοι (ἐγκλιτ.) - Δωρ. τεΐν, τίν, ὧν ὁ πρότερος τύπος καὶ ἐν Ἰλ. Λ. 201, Ὀδ. Δ. 619, Ἐπιγραφ. παρ’ Ἡροδ. 5. 60, 61, κτλ.· τὸ δεύτερον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 19, Πινδ. Ο. 10 (11). 114, Θεόκρ., κλπ., πρβλ. Ahrens σελ. 254. - Αἰτ. σέ, ἐγκλιτ. σε, Ὅμηρ. κλπ.· Δωρικ. τὲ Ἀλκμὰν 36, Θεόκρ. 1. 5· ἢ (ἐγκλιτ.) τυ, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1225, Θεόκρ. 56, 78, κτλ. 2) ἐπεκτείνεται συντιθέμενον μετὰ τοῦ ἐγκλιτ. γε, σύγε, σοῦγε, κτλ., (ὡς τὸ ἔγωγε), πολλάκις παρ’ Ὁμηρ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττικ.· Δωρικ. τύγε Ἐπίχαρμ. 125 Ahr., Τιμόκρ. 1· τύγα Θεόκρ. 5. 69, 71· δοτ. σοίγε· αἰτ. σέγε Ὅμ.· - ὡσαύτως σύπερ, Ἰλ. Ω. 398. 3) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἡροδ. σὺ κεῖται μετ’ ἀπαρ., ὡς μετὰ προστ., Γ. 134, Δ. 163. ΙΙ. Δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτ. σφῶι (ἴδε τϝέ, ἐν λ. σύ), σεῖς οἱ δύο, «οἱ δυό σας», Ὅμ. καὶ Ἰων.· σφὼ (οὐχὶ σφῲ) Ἰλ. Α. 574., Λ. 782, κτλ., καὶ Ἀττ.· - γενικ. καὶ δοτικ. σφῶιν συχν. παρ’ Ὁμ.· συνῃρ. σφῷν ἅπαξ παρ’ Ὁμήρ., Ὀδ. Δ. 62, καὶ ἀεὶ παρὰ τοῖς Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 12, πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 266. Οὐδεὶς τῶν τύπων τούτων εἶναι ἐγκλιτικός - ἐνομίσθη ὑπό τινων ὅτι τὸ σφῶι καὶ σφῶιν ἐναλλάσσονται· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Δ. 286, σφῶι εἶναι ἡ αἰτ. ἡ ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ κελεύω· καὶ ἐν Ὀδ. Ψ. 52. σφῶιν εἶναι δοτικ. χαριστικὴ ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἦτορ· ἴδε Buttm Lexil. ἐν λ. νῶι 7, 8. ΙΙΙ. Πληθ. ὀνομ. ὑμῖν; (πρβλ. Σανσκρ. yusl me, Γοτθ. καὶ Λιθ. jus)· Ἀγγλ. ye, you, Ὅμ., κλπ.· Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ῠμμες Ὅμηρ., Σαπφὼ 26· Δωρικ. ὑμὲς Σώφρων 33, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἀχ. 760, 761, 862· Βοιωτ. οὐμὲς Κόριννα 6· - ἀσυναίρετος Ἰων. τύπος ὑμέες μνημονεύεται ἔν τινι ἑξαμέτρῳ τοῦ Παρθενίου (παρ’ Ἀπολλωνίῳ περὶ Ἀντωνυμ. 378) καὶ ἕτερος παρὰ τῷ Τζέτζῃ (Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3. 333), ἀλλὰ πιθ. προῆλθεν ἐξ ἁμαρτήματος τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Dind. D al. Hdt. σ. xx. - γεν. ὑμῶν, Ἀττ.· παρ’ Ὁμ. ὑμέων (δισύλλ.) καὶ ὑμείων, Ἰλ. Η. 159, κτλ., Δ. 348., κτλ.· Αἰολ. ὐμμέων Ἀλκαῖ. 93· Βοιωτ. οὐμίων Κόριννα 22. - Δοτ. ὑμῖν, Ὁμ., κτλ.· παρὰ Τραγικ. ὡσαύτως ὑμὶν [ῐ] Σοφ. Αἴ. 864, Ἠλ. 1328, κτλ., ἢ, ὥς τινες τῶν γραμμ. ἔγραφον, ὗμῐν· οἱ αὐτοὶ γραμμ. ἔγραφον ὕμιν (ὡς ἐγκλιτ.) ἐν Ὀδ. Α. 376, Β. 141, κτλ., ἴδε Ἐτυμ. Μέγ. 432. - Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ὔμμῐ, ὔμμῐν Ὀδ. Β. 316., Λ. 335, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 328, Σαπφὼ 17, καὶ Πίνδ. - Αἰτ. ὑμᾶς, Ἀττ.· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ Ἰωνικ. τύπῳ ὑμέας (δισύλλ.) Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ὔμμε Ἰλ. Λ. 781, κ. ἀλλ.· Πινδ. Ι. 5 (6). 28· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 620 (τρίμετρ. ἰαμβ.), καὶ Σοφ. Ἀντ. 864 (Λυρ.) Δωρ. ὑμὲ Ἀλκμὰν 37, Σώφρων 99. - Ὁ πληθυν. ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ὅταν ᾖ ὁ λόγος πρὸς ἓν πρόσωπον, ἐν ᾧ ὁ λέγων περιλαμβάνει καὶ ἑτέρους ἐν τῇ διανοίᾳ του, οἷον Ὀδ. Μ. 81 κἑξ., πρβλ. Böckh Expl. Pind. II. 7. 17, Tibull, 1. 3. 1· καὶ ἴδε ἐν λ. ὑμέτερος ἐν τέλ. - Ἐν τῷ παρηκμακότι Ἑλληνισμῷ ἀπαντᾷ τὸ σᾶς = ὑμᾶς, ὑμῶν ὡς καὶ νῦν, τὴν ἁγίαν βασιλείαν σας Κ. Πορ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 36· Θεὸς φυλάξῃ σας, εὐλογῶν τὸν γάμον σας 380, πάντα ἐχθρόν σας δουλώσῃ 383, κτλ.
French (Bailly abrégé)
σοῦ, σοί, σέ;
plur. ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς;
duel σφῶϊ ou σφώ, gén.-dat. σφῶϊν ou σφῷν;
tu, toi ; vous, vous deux.
Étymologie: sg. σύ, primitiv. τύ, cf. lat. tu, skr. tva, tvam ; acc. σε ou τέ pour *τϜέ ; plur. ὑμεῖς pour ὑμέες, *ὑμμέες, *ὑσμέες, cf. skr. jushmê ; duel σφῶϊ de même orig. que le sg.
English (Autenrieth)
gen. σέο, σεῦ, σεῖο, σέθεν, dat. σοί, τοί, τεΐν, acc. σέ: thou, thee. Most of the oblique forms are either enclitic or accented; σεῖο and σοί are never enclitic, τοί is always enclitic; in connection with αὐτός all forms retain their accent. The pron. is frequently strengthened by γέ or πέρ.
English (Slater)
σύ (τᾰ, σᾰ, σεῦ, σέο, σέθεν, τίν, τοι, σοι, σέ, σε; ὔμμᾰ(ν), μῖν, ὔμμε.)
1 you
a nom., voc.,
I σύ (avoiding τ-allitteration) ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ἐρύκετον (O. 10.3) ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι (P. 5.6) σύ τοι (P. 5.6) σύ τοι (P. 6.19) [εἰ γὰρ σύ ἱν (coni. Maas: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) (N. 7.98)]
II τύ (always first word in sentence). “τὺ δὲ” (O. 1.85) τὺ δὲ (P. 2.57) τὺ γὰρ (P. 8.6) τὺ δ (P. 8.8) τὺ δ, Ἑκαταβόλε (P. 8.61) τὺ δ' Εὐθύμενες (N. 5.41) τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ (I. 7.31)
b gen.,
I σέθεν c. prep., μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν (P. 1.88) ἄνευ σέθεν (N. 7.2) Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν (I. 3.5) possessive, κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (O. 1.51) κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν (O. 8.45) σέθεν ὄπα μαιόμενοι (N. 3.5) καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν (I. 1.55) Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι (I. 7.15) objective, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι (O. 5.19) with original ablative sense (= ἀπὸ σοῦ), Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται (N. 1.4) [Πος] ειδᾶνός τε παῖ, [σέθ] εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι] ᾶνα [δι] ώξω (e Σ supp. G-H.) (*pa. 2. 3.)
bσέο, c. voc. Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (N. 1.29) Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών (N. 3.65) Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (N. 7.86) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (Bergk: σέο γ' ἕκατι.) (I. 5.2) κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι [ε (λέχει supp. G-H.) Πα... σέο κλεόμενοι γε [Δ. 4c. 7.
III σεῦ σεῦ ἕκατι (O. 14.20) σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (N. 8.46)
c dat.,
I τοι (τοι (O. 8.59), (N. 4.79), (N. 9.32), (I. 1.6) v. τοι part.), enclitic εἴ τι τοι χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.18) “εἰδότι τοι ἐρέω” (P. 4.142) “μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ ἀφίημ” (P. 4.148) “καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” (P. 4.165) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω (N. 3.76) ἀναβάλεο· Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσὸν (“Selbstanrede,” Maas) (N. 7.77) “ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” (N. 10.82) “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2. σύνες ὅ τοι λέγω fr. 105. 1. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω (τοι supp. Boeckh: om. codd.) fr. 124. 2. μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36).
II σοι (avoiding τ- allitteration: τοι passim Schr.; σοί Wil., Hermes, 1879, 194n), enclitic, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος (σοὶ Turyn) (P. 4.270) “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν” (P. 9.55) “ἔστι σοι τούτων λάχος” (σοὶ Turyn) (N. 10.85)] νοῖον ἃσο / σε [(sic Snell: ἃσοι / σθ legit Radt: ἆς οἶσθ e. g. Turyn) Πα.. 1. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, εἴην; fr. 155. 1.
III τίν (τᾰν but τῖν codd., (I. 6.4)) τὶν δὲ (O. 5.7) Ἁγησία, τὶν δ (O. 6.12) τὶν δ (O. 10.93) τὶν γὰρ (O. 12.3) εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν (P. 1.29) σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι (P. 1.69) τὶν δὲ (P. 3.84) τὶν δὲ (P. 4.275) τίν τ, Ἐλέλιχθον (P. 6.50) τίν γε μέν (N. 3.83) σὺν δὲ τὶν (N. 7.6) Θεαρίων, τὶν δ (N. 7.58) ἐν τίν κ' ἐθέλοι (N. 7.90) ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν (N. 7.95) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (N. 10.30) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα (I. 5.17) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (τίν γ metr. causa Pauw.) (I. 6.4) τὶν δέ, χρυσο [(Pae. 3.13) τὶν μὲν ἐμὶν δὲ Πα. 1. 1. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο· τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ Παρθ. 2. 67.
d acc.,
I σε (never in first position), enclitic, στάσις σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.16) σάμερον μὲν χρή σε πὰρ ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν (P. 4.1) σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα (P. 4.61) “καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαι- γενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.98) τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα (P. 5.23) πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (P. 9.97) αἰτέω σε, φιλάγλαε (P. 12.1) Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν (sc. θυμέ v. 26) (N. 3.28) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πάτερ (N. 9.30) οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον (N. 11.5) “νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (I. 6.44) πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι (Pae. 6.1) οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν (Pae. 6.127) σέ τε καὶ ῥαδ [Πα. 7. d. 2. ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (Pae. 9.7) τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.] γάρ σε, Ἑκαβόλε fr. 140a. 60 (34). as generaliz ing pron., (= τις), πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (I. 5.15)
II σέ emphatic, υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ (O. 1.36) εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) σέ τ, Ὀλυμπιόνικε (O. 5.21) ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν (O. 8.16) σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ (P. 2.18) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν (σε add. Bergk: om. codd.) (P. 2.66) ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ (P. 4.59) “ὦτον καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” (P. 4.89) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ” (P. 4.141) σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ (P. 5.14) Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες (P. 5.45) “καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργά” (P. 9.42) Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες (P. 11.62) ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.14) μεταίξαις σὲ (coni. Turyn: μεταίξαντα codd.) (N. 5.43) σέ γ' ἐπαρκέσαι (coni. Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.) (N. 6.60) παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν (N. 6.62) σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (I. 8.21) σὲ καὶ [Πα. 7B. 2. σὲ δ' ἐγὼ παρὰ μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα fr. 81 ad Δ. 2. [γ. te, u(/datos o(/ti te puri\ ze/oisan ei)s a)kma\n maxai/ra
English (Slater)
σύ (τᾰ, ςᾰ, σεῦ, σέο, σέθεν, τίν, τοι, σοι, σέ, σε; ὔμμᾰ(ν), μῖν, ὔμμε.)
1 you
a nom., voc.,
I σύ (avoiding τ-allitteration) ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ἐρύκετον (O. 10.3) ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι (P. 5.6) σύ τοι (P. 5.6) σύ τοι (P. 6.19) [εἰ γὰρ σύ ἱν (coni. Maas: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) (N. 7.98) ]
II τύ (always first word in sentence). “τὺ δὲ” (O. 1.85) τὺ δὲ (P. 2.57) τὺ γὰρ (P. 8.6) τὺ δ (P. 8.8) τὺ δ, Ἑκαταβόλε (P. 8.61) τὺ δ' Εὐθύμενες (N. 5.41) τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ (I. 7.31)
b gen.,
I σέθεν c. prep., μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν (P. 1.88) ἄνευ σέθεν (N. 7.2) Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν (I. 3.5) possessive, κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (O. 1.51) κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν (O. 8.45) σέθεν ὄπα μαιόμενοι (N. 3.5) καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν (I. 1.55) Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι (I. 7.15) objective, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι (O. 5.19) with original ablative sense (= ἀπὸ σοῦ), Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται (N. 1.4) [Πος]ειδᾶνός τε παῖ, [σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα [δι]ώξω (e Σ supp. G-H.) (*pa. 2. 3.)
bσέο, c. voc. Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (N. 1.29) Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών (N. 3.65) Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (N. 7.86) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (Bergk: σέο γ' ἕκατι.) (I. 5.2) κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε (λέχει supp. G-H.) Πα. . . σέο κλεόμενοι γε[ Δ. 4c. 7.
III σεῦ σεῦ ἕκατι (O. 14.20) σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (N. 8.46)
c dat.,
I τοι (τοι (O. 8.59), (N. 4.79), (N. 9.32), (I. 1.6) v. τοι part.), enclitic εἴ τι τοι χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.18) “εἰδότι τοι ἐρέω” (P. 4.142) “μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ ἀφίημ” (P. 4.148) “καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” (P. 4.165) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω (N. 3.76) ἀναβάλεο· Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσὸν (“Selbstanrede,” Maas) (N. 7.77) “ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” (N. 10.82) “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2. σύνες ὅ τοι λέγω fr. 105. 1. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω (τοι supp. Boeckh: om. codd.) fr. 124. 2. μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36).
II σοι (avoiding τ- allitteration: τοι passim Schr.; σοί Wil., Hermes, 1879, 194n), enclitic, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος (σοὶ Turyn) (P. 4.270) “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν” (P. 9.55) “ἔστι σοι τούτων λάχος” (σοὶ Turyn) (N. 10.85) ]νοῖον ἃσο / σε[ (sic Snell: ἃσοι / σθ legit Radt: ἆς οἶσθ e. g. Turyn) Πα. . 1. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, εἴην; fr. 155. 1.
III τίν (τᾰν but τῖν codd., (I. 6.4) ) τὶν δὲ (O. 5.7) Ἁγησία, τὶν δ (O. 6.12) τὶν δ (O. 10.93) τὶν γὰρ (O. 12.3) εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν (P. 1.29) σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι (P. 1.69) τὶν δὲ (P. 3.84) τὶν δὲ (P. 4.275) τίν τ, Ἐλέλιχθον (P. 6.50) τίν γε μέν (N. 3.83) σὺν δὲ τὶν (N. 7.6) Θεαρίων, τὶν δ (N. 7.58) ἐν τίν κ' ἐθέλοι (N. 7.90) ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν (N. 7.95) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (N. 10.30) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα (I. 5.17) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (τίν γ metr. causa Pauw.) (I. 6.4) τὶν δέ, χρυσο[ (Pae. 3.13) τὶν μὲν ἐμὶν δὲ Πα. 1. 1. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο· τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ Παρθ. 2. 67.
d acc.,
I σε (never in first position), enclitic, στάσις σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.16) σάμερον μὲν χρή σε πὰρ ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν (P. 4.1) σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα (P. 4.61) “καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαι- γενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.98) τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα (P. 5.23) πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (P. 9.97) αἰτέω σε, φιλάγλαε (P. 12.1) Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν (sc. θυμέ v. 26) (N. 3.28) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πάτερ (N. 9.30) οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον (N. 11.5) “νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (I. 6.44) πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι (Pae. 6.1) οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν (Pae. 6.127) σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2. ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (Pae. 9.7) τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3. ]γάρ σε, Ἑκαβόλε fr. 140a. 60 (34). as generaliz ing pron., (= τις), πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (I. 5.15)
II σέ emphatic, υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ (O. 1.36) εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) σέ τ, Ὀλυμπιόνικε (O. 5.21) ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν (O. 8.16) σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ (P. 2.18) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν (σε add. Bergk: om. codd.) (P. 2.66) ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ (P. 4.59) “ὦτον καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” (P. 4.89) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ” (P. 4.141) σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ (P. 5.14) Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες (P. 5.45) “καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργά” (P. 9.42) Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες (P. 11.62) ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.14) μεταίξαις σὲ (coni. Turyn: μεταίξαντα codd.) (N. 5.43) σέ γ' ἐπαρκέσαι (coni. Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.) (N. 6.60) παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν (N. 6.62) σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (I. 8.21) σὲ καὶ[ Πα. 7B. 2. σὲ δ' ἐγὼ παρὰ μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα fr. 81 ad Δ. 2. [γ. te, u(/datos o(/ti te puri\ ze/oisan ei)s a)kma\n maxai/ra
English (Abbott-Smith)
σύ, pron. of 2nd pers.,
thou, you, gen., σοῦ, dat., σοί, acc., σέ, pl., ὑμεῖς, -ῶν, -ῖν, -ᾶς (enclitic in oblique cases sing., except after prep. (BL, §48, 3), though πρὸς σέ occurs in Mt 25:39). Nom. for emphasis or contrast: Jo 1:30, 4:10, 5:33, 39, 44, Ac 4:7, Eph 5:32; so also perhaps σὺ εἶπας, Mt 26:64, al. (M, Pr., 86); before voc., Mt 2:6, Lk 1:76, Jo 17:5, al.; sometimes without emphasis (M, Pr., 85f.), as also in cl., but esp. as rendering of Heb. phrase, e.g. υἱός μου εἶ σύ (בְּנִי־אַתָּה, Ps 2:7), Ac 13:33. The gen. (σοῦ, ὑμῶν) is sometimes placed bef. the noun: Lk 7:48, 12:30, al.; so also the enclitic σοῦ, Mt 9:6; on τί ἐμοὶ κ. σοί, v.s. ἐγώ.
English (Strong)
the personal pronoun of the second person singular; thou: thou. See also σέ, σοί, σοῦ; and for the plural ὑμᾶς, ὑμεῖς, ὑμῖν, ὑμῶν.
English (Thayer)
pronoun of the second person (Doric and Aeolic, τύ, Boeotic, τοῦ), genitive σου, dative σοι, accusative σε; (which oblique cases are enclitic, unless a preposition precede; yet πρός σε is written (uniformly in (except Treg. (except Tdf. (except WH in ἐγώ, 2; Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 62f, (Winer s Grammar, § 6,3; Buttmann, 31 (27))); plural ὑμεῖς, etc.; Latin tu, etc., vos, etc.; thou, etc., ye, etc. The nominatives σύ and ὑμεῖς are expressed for emphasis — before a vocative, as σύ Βηθλημ, σύ παιδίον (Lucian, dial. deor. 2,1), ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι, σύ Ἰουδαῖος ὤν (thou, being a Jew), ὑμεῖς πονηροί ὄντες, σύ ... σύ, εἰ σύ εἰ, if it be thou, and not an apparition, σύ οὖν (at the close of an argument, when the discourse reverts to the person to be directly addressed), σύ ὑμεῖς δέ, καί σύ, and thou, thou also, thou too, du, ihr eben, du da, 'it is thou,' 'thou art the very Prayer of Manasseh ,' etc.), σύ εἰ, σύ λέγεις, εἶπας, Buttmann, § 129,12, and) see ἐγώ, 1), σου and ὑμῶν, joined to substantives, have the force of a possessive, and are placed — sometimes after the noun, as τόν πόδα σου, τούς ἀδελφούς ὑμῶν, ἐγώ, 3b.), as σου αἱ ἁμαρτίαι, σου τῆς νεότητός, ὑμῶν δέ καί τρίχες, after); τήν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, ἔσται σου πάντα (πᾶσα), Buttmann, § 132,11, I. a.). It is added to the pronoun αὐτός: σου αὐτῆς, τί ἐμοί καί σοι, see ἐγώ, 4. (From Homer on.))
Greek Monotonic
σύ: [ῠ],
I. 1. προσ. αντων. βʹ προσ.,
I. 1. εσύ· Επικ. τύνη [ῡ], Αιολ. και Δωρ. τύ, Λατ. tu, Αγγλ. you (αρχ. thou)· γεν. σοῦ, εγκλιτ. σου, Επικ. σεῦ, σέο, σεῖο, σέθεν, και ως εγκλιτ. σευ, σεο, Ιων. σέο, σεῦ, Δωρ. τεῦ, τευ, εκτεταμ. τεοῦ, Επικ. τεοῖο· Δοτ. σοί, Ιων. και Δωρ. τοί, εγκλιτ. τοι, Δωρ. τεΐν, τίν· Αιτ. σέ, εγκλιτ. σε, Δωρ. τέ, ή (εγκλιτ.) τυ.
2. εκτεταμ. μέσω σύνθεσης με το εγκλιτ. γε, σύγε (όπως ἔγωγε), εσύ τουλάχιστον, από τη μεριά σου, στον Όμηρ. κ.λπ.· Δωρ. τύγα, σε Θεόκρ.
II. ονομ. και αιτ. σφῶϊ, εσείς οι δύο, και οι δυό σας, σε Όμηρ.· επίσης σφώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· γεν. και δοτ. σφῶϊν, σε Όμηρ.· συνηρ. σφῷν, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
III. πληθ., ονομ. ὑμεῖς; εσείς, σε Όμηρ. κ.λπ.· Αιολ. και Επικ. ὔμμες, Δωρ. ὑμές· γεν. ὑμῶν, Επικ. ὑμέων (λογίζεται ως δισύλ. με συνίζηση) και ὑμείων, σε Όμηρ.· Δοτ. ὑμῖν, στον ίδ. κ.λπ.· στους Τραγ. επίσης ὑμίν [ῐ]· Αιολ. και Επικ. ὔμμι, ὔμμῐν· αιτ. ὑμᾶς, Επικ. ὑμέας (δισύλλ. με συνίζηση), Αιολ. και Επικ. ὔμμε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύ pron. van de tweede persoon, ep. nom. τύνη, Dor. τύ, gen. σοῦ en encl. σου, ep. en Ion. σεῦ en encl. σευ, σέο en encl. σεο, σεῖο, σέθεν, ep. ook τεοῖο, Dor. τεῦ en encl. τευ, τεῦς Theocr. 2.126, dat. σοί en encl. σοι, ep. en lyr. τεΐν, τίν, Ion. encl. τοι, acc. σέ en encl. σε, Dor. τέ en encl. τε, encl. τυ, Boeot. en Dor. τίν, jij, je, u; plur. ὑμεῖς, Aeol. en ep. ὔμμες, Dor. ὑμές, gen. ὑμῶν, ep. ὑμέων, ὑμείων, Aeol. ὐμμέων, dat. ὑμῖν, Aeol. en ep. ὔμμι en ὔμμιν, Dor. ὑμίν, acc. ὑμᾶς, Ion. ὑμέας, Aeol. en ep. ὔμμε, Dor. ὑμέ, jullie, u; dual. nom. en acc. σφώ en σφῶι, gen. en dat. σφῶιν en contr. σφῷν, jullie tweeën, u beiden.
Russian (Dvoretsky)
σύ: (ῠ) (σοῦ, σοί, σέ - pl. ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς - dual. σφῶϊ и σφώ, σφῶϊν и σφῶν), эол.-дор. τύ (ῠ), эп. тж. τύνη (с ῡ) (неатт. падежные формы см. в алф. порядке) ты Hom. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pron.
Meaning: thou (Il.)
Other forms: Dor. (also Aeol. gramm.) τύ, Hom. also τύνη, Lac. τούνη. Obl. casus: acc. σέ, Dor. (also Aeol. gramm.) τέ, Dor. also τύ, Cret. τϜέ. Dat. σοί, encl. τοι (Il., Att. = indeed), Dor. τοί, also τίν, Hom. τεΐν. Gen. Hom. σεῖο, Hom. Ion. σέο, σεῦ, Att. σοῦ, Dor. τέο, τέος, τεῦς etc. Besides encl. σε, σοι, σου etc.
Derivatives: To this through adjectivizing the poss. σός tuus (Il.), Dor. Aeol. (also Hom.) τεός, Boeot. τιός.
Origin: IE [Indo-European] [1097] *tuH you
Etymology: Old inherited pronoun with corresponding or similar forms in several languages: nom. Dor. τύ : Lat. tū, Germ., e.g. NHG du, Lith. tù etc. from IE *tū; for this Ion. Att. etc. σύ after σέ, σοί; τύνη like ἐγώνη (s. ἐγώ). Acc. Dor. τέ : OLat. tēd (explanation debated) from IE *tē; Att. etc. σέ < τϜέ (= Cret.): Skt. tvā from IE *tu̯ē. Gen. (innovated) Dor. τέο as ἐμέο (s. ἐμέ): Skt. táva from IE *teu̯e; Hom. etc. σέο after σοί, σεῖο as ἐμεῖο (s. ἐμέ); on Dor. τέος, Hom. σέθεν etc. cf. on ἐμέ. -- Poss. τεός < *τεϜός, σός < *τϜός : Lat. tovos, tuus, Skt. t(u)vá- etc.: IE *t(e)u̯os. -- Further details w. rich lit. in Schwyzer 600ff.; also WP. 1, 745, Pok. 1097f., W.-Hofmann s. tū usw.