χράω
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
"(A), used in Ep. only in aor. 2, A fall upon, attack, assail, c. dat. pers., στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων Od.5.396; τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων; 10.64; so ἠϊθέοις οὐκ ἔστι τόσος πόνος, ὁππόσος ἡμῖν . . ἔχραε AP5.296 (Agath.): cf. ἐπιχράω (B). II c. acc. rei, inflict upon a person, κακὸν δέ οἱ ἔχραε κοῖτον Nic.Th.315. III c. inf., conceive a desire to... τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν ἐξ ἄλλων; why did he want (or needed he) to vex my stream of all others? Il.21.369; μνηστῆρες... οἳ τόδε δῶμα ἐχράετ' ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ye suitors... who have become so eager to... Od.21.69. (For signfs. 1, ΙΙ, cf. ζαχρηής; for 111 perh. cf. χρή, κέχρημαι (χράω (B) C), χρῇ, χρῇς.)
(B). A. FORMS: contr. A χρ? S.El.35, Ion. χρ? Hdt.1.62(also Luc.DMort.3.2); inf. χρ?ν Hdt.8.135 (also Luc.Alex.19); Ion. part. χρέων h.Ap.253, fem. χρέωσα Hdt.7.111; Ep. χρείων Od.8.79, h.Ap. 396: impf. ?χραον Pi.O.7.92 (v.l. ?χρεον), A.R.2.454; 3sg. ?χρη Tyrt.3.3, Hermesian.7.89, (?ξ-) S.OC87: fut. χρήσω h.Ap.132, Hdt.1.19, A.Ag.1083: aor. ?χρησα Hdt.4.156, etc.:—Pass., aor. ?χρήσθην Id.1.49, etc.: pf. κέχρησμαι (v.l. κέχρημαι) Id.4.164, 7.141: plpf. ?κέχρηστο (v.l. ?κέχρητο) Id.2.147, 151, 3.64, etc.:—Med., χρ?μαι Th.1.126, etc., Ion. χρέομαι Hdt., inf. χρέεσθαι 1.157 (χρ?σθαι ib.172); part. χρεώμενος 4.151: impf. 3pl. ?χρέωντο (v.l. ?χρέοντο) 4.157, 5.82: fut. χρήσομαι Od.10.492, etc. I in Act. of the gods and their oracles, proclaim, abs., χρείων μυθήσατο Φο?βος 8.79: χρείων ?κ δάφνης γυάλων ?πο Παρνησο?ο h.Ap.396: c. acc. rei, χρήσω ?νθρώποισι Δι?ς βουλήν ib.132, cf. Thgn.807, Pi.l.c., Plot.2.9.9; ? Πυθίη ο? χρ? τάδε Hdt.1.55, cf. 4.155; χρ?σεν ο?κιστ?ρα Βάττον proclaimed him the colonizer, Pi.P.4.6; also in Trag., ? χρήσας A. Eu.798; χρήσειν ?οικεν ?μφ? τ?ν α?τ?ς κακ?ν Id.Ag.1083; χρ? μοι τοια?θ' ? Φο?βος S.El.35; σο? δ' ο?κ ?χρησεν ο?δέν E.Hec.1268; χ. φόνον Id.El.1267: also c. acc. cogn., χ. χρησμόν Id.Ph.409; ?μν?δίαν Id.Ion681 (lyr.): c. inf., warn or direct by oracle, ?χρησας ?στε τ?ν ξένον μητροκτονε?ν A.Eu.202; without ?στε, ib.203; χρήσαντ' ?μο? . . ?κτ?ς α?τίας κακ?ς ε?ναι that I should be... Id.Ch.1030; c. inf. aor., Ar. V.159: rare in Att. Prose, τάδε ? ?πόλλων ?χρησεν IG12.80.10; τ?ν ?πόλλω ταύτην τ?ν γ?ν χρ?σαι ο?κε?ν Th.2.102; το? θεο? χρήσαντος Id.5.32, cf. Lycurg.99; ?χρησεν ? θεός SIG1044.5 (Halic., iv/iii B. C.); ? θε?ς ?χρησε IG42(1).122.78 (Epid., iv B. C.). II Pass., to be declared, proclaimed by an oracle, τίς ο?ν ?χρήσθη; E.Ion792; mostly of the oracle delivered, τ? ?κ Δελφ?ν ο?τω τ? Κροίσ? ?χρήσθη Hdt.1.49; τ? χρηστήρια τα?τά σφι ?χρήσθη Id.9.94; ?πίως χρησθ?ναι Id.7.143; τ? χρησθέν, τ? χρησθέντα, the response, Id.1.63, 7.178; ?ν Πυθ?νι χρησθ?ν παλαίφατον Pi.O.2.39; πεύθου τ? χρησθέντ' S.OT 604; χρησθ?ν α?τ? ?ν Νεμέ? το?το παθε?ν since it was foretold him by an oracle that . . Th.3.96; ? το?δ' ?χρήσθη σώματος which were declared about it, S.OC355; τ?ν κεχρησμένον θάνατον Hdt.4.164 (-χρημ- codd.); το? κακο? το? κεχρησμένου Id.7.141 (v.l. -χρημ-): impers., c. inf., καί σφι ?χρήσθη ?νέμοισι ε?χεσθαι ib.178: c. acc. et inf., ?κέχρηστό σφι . . το?τον βασιλεύσειν Id.2.147; c. inf. aor., Id.7.220. III Med., of the person to whom the response is given, consult a god or oracle, c. dat., ψυχ? χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο Od.10.492,565; χ. θε?, χρηστηρίοισι, μαντηΐ?, Hdt.1.47, 53, 157; τ? θε? Aeschin.3.124; χ. μάντεσι Μούσαις Ar.Av.724 (anap.), cf. Pl. Lg.686a; ?σοι μαντικ?ν νομίζοντες ο?ωνο?ς χρ?νται X.Mem.1.1.3; χ. χρηστηρί? ε? . . inquire at the oracle whether... Hdt.3.57: abs., ?πέρβη λάϊνον ο?δ?ν χρησόμενος Od.8.81, cf. h.Ap.252, 292; ?πέστειλε ?λλους χρησομένους Hdt.1.46; ο? χρώμενοι the consulters, E.Ph.957; χρωμέν? ?ν Δελφο?ς Th.1.126; also χ. περ? το? πολέμου Hdt.7.220, cf. 1.85, 4.150,155, etc.; κεχρημένος having inquired of an oracle, Arist.Rh.1398b33: c. inf., σωφρονε?ν κεχρημένον being divinely warned to be temperate, A.Pers.829, cf. Marcellin.Vit. Thuc.6: later simply, receive a divine revelation, Plot.5.3.14.—Hom. has the word in this sense only in Od.: the Act. only in pres. part. χρείων (fut. χρήσω h.Ap.132): the Med. only in part. fut. χρησόμενος. B furnish with a thing, in which sense the pres. was κίχρημι, D.53.12, Plu.Pomp.29; Cret. 3sg. κίγχρητι Inscr.Cret.1 xxiii 3 (Phaestus, ii B. C.); Delph. 3sg. pres. subj. κιχρ? Schwyzer 324.17 (iv B. C.): aor. χρέη ib.13; pres. part. κιχρέντε ib.adn. (rarely χρηννύναι, χρηννύω, Thphr.Char.5.10, 10.13: Med., χρηννυόμεθα PCair.Zen. 304.4 (iii B. C.)): fut. χρήσω Hdt.3.58: aor. ?χρησα ibid., 6.89, Ar. Th.219, X.Mem.3.11.18, Lys.19.24, IG12.108.16, etc. (3sg. written ?κχρησεν IG12(3).1350.4 (Thera)); imper. χρ?σον Ar.Ra.1159, Pl. Com.205: pf. κέχρηκα Men.461, 598, Plb.29.21.6 ( = D.S.31.10): plpf. ?κεχρήκει App.BC2.29:—Pass., pf. κέχρημαι (δια-) D.27.11:—Med., pres. κίχρ?μαι Plu.2.534b; inf. κίχρασθαι Thphr.Char.30.20: impf. ?κιχράμην AP9.584.10: aor. ?χρησάμην, imper. χρ?σαι E.El.191 (lyr.), etc.:—furnish the use of a thing, i.e. lend, usu. in a friendly way, δανείζω being the word applied to usurers (but χ. = δανείζω in Antipho Soph.54), ll. cc.; ο? δεδωκώς, ?λλ? χρήσας Arist.EN1162b33, cf. LXX Ex.11.3; ? πειρατικ? δύναμις χρήσασα τα?ς βασιλικα?ς ?πηρεσίαις ?αυτήν Plu.Pomp.24; χ. τ?ν ?αυτο? σχολήν τισι Id.Phil. 13; χ. τ?ν χέρα, in the formula of manumission, IG9(1).189, 194 (Tithora):—Med., borrow, τι E.El.191 (lyr.), Thphr.Char.30.20: abs., χρησαμένη γ?ρ ?νησα κα? ο?κ ?χω ?νταποδο?ναι Batr.186; πόδας χρήσας, ?μματα χρησάμενος having lent feet and borrowed eyes, of a blind man carrying a lame one, AP9.13 (Pl.Jun.), cf. Pl.Demod. 384b, 384c. II = χρηματίζω 111, το? χρέοντος γραμματέως CIG2562.18 (s. v. l., Hierapytna). "
German (Pape)
[Seite 1368] 1) eigtl. die Oberfläche streifen, ritzen, leicht verwunden, daher überh. verletzen, plagen, angreifen; mit dem accus. der Person und folgendem infinit., τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν sagt der Flußgott in Bezug auf den Hephästus, der seine Fluthen angreift, um ihn zu beschädigen; eben so τόδε δῶμα ἐχράετ' ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, ihr fielet über das Haus her, um zu essen, Od. 21, 69; κακόν οἱ ἔχραε κοῖτον Nic. Ther. 315; bloß mit dem dat. der Person, auf Einen losstürzen, ihm Unglück bringen, Schaden zufügen, τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων Od. 10, 64, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων 5, 396; und so einzeln bei sp. D., πόνος οἱ ἔχραε Agath. 23 (V, 297). In dieser Bdtg scheint also nur das imperf. bei den ep. D. vorzukommen, uncontr. (eigtl. χράFΩ, vgl. χραύω u. γράφω). – 2) χράω, ion. χρέω, χρέουσα Her. 7, 111, ep. χρείω, Od. 8, 79 h. Apoll. 396, fut. χρήσω u. s. w., im praes. contr. χρῶ, χρᾷς, χρᾷ, bei den Tragg. auch χρῇ, Herm. Soph. El. 35, wie ἐξέχρη O. C. 87, – das Nöthige, Erforderliche darreichen, geben, als Geschenk ertheilen, τινί τι, χρήσαι, χρήσαις, Her. 3, 58. 6, 89. 7, 38 (vgl. κίχρημι); im gew. Sprachgebrauche von den Göttern und ihren Orakeln, eine Antwort geben, einen Ausspruch thun, einen Götterspruch ertheilen oder verkündigen; ὡς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Od. 8, 79; ἱρέα χρῆσεν Pind. P. 4, 6, die Priesterinn verkündete das Orakel; τινί, Einem ein Orakel ertheilen, Theogn. 805; φρένες οἱ ἔχραον Pind. Ol. 7, 92; χρήσω βουλὴν Διὸς ἀνθρώποισιν, ich will Zeus' Rathschluß den Menschen verkünden, H. h. Ap. 132; Her. 1, 55. 62. 174 u. sonst; sp. D., χρήσει νημερτῆ φάτιν Lycophr. 1051; seltner in attischer Prosa, τὸν Ἀπόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν Thuc. 2, 102, τοῦ ἐν Δελφοῖς θεοῦ χρήσαντος 5, 32; Pol. 8, 30, 7; Tragg.: χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν Aesch. Ag. 1053; Λοξίαν, χρήσαντ' ἐμοί Ch. 1016; ἔχρησας, ὥςτε τὸν ξένον μητροκτονεῖν Eum. 193 ἔχρησα ποινὰς τοῦ πατρὸς πέμψαι 194, vgl. 765; χρῇ μοι τοιαῦθ' ὁ Φοῖβος Soph. El. 35; σοὶ δ' οὐκ ἔχρησεν οὐδέν, ὧν ἔχεις κακῶν Eur. Hec. 1268; ἔχρησ' Ἀδράστῳ Λοξίας χρησμόν τινα Phoen. 412, u. öfter; ὁ γὰρ θεὸς μαντευομένῳ μοὔχρησεν ἐν Δελφοῖς ποτε Ar. Vesp. 159. Dah. – a) pass. aor. ἐχρήσθην, vom Orakel ausgesprochen, verkündet werden; χρησθὲν παλαίφατον Pind. Ol. 2, 43; τὸ χρησθέν, der ertheilte Orakelspruch, Her. 1, 63. 7, 178; πεύθου τὰ χρησθέντα Soph. O. R. 604; Eur. Ion 792; τινός, über eine Sache, s. Schäf. Soph. O. C. 535, μαντεῖ' ἄγουσα πάντα, ἃ τοῦδ' ἐχρήσθη σώματος; Her. vrbdt auch ἐχρήσθησαν αἱ νέες, die Schiffe waren vom Orakel angedeutet, gemeint, 7, 144; Thuc. 3, 96. – Und b) im med., fut. χρήσομαι, perf. κέχρησμαι, auch κέχρημαι, Arist. rhet. 2, 23, Her. braucht im praes. χρέομαι und χρέωμαι, χρέονται und χρέωνται, χρεόμενος und χρεώμενος, χρέεσθαι und χρᾶσθαι, – sich von einem Gotte oder einem Orakel eine Antwort ertheilen lassen, dah. einen Gott od. ein Orakel befragen, sich einen göttlichen Bescheid einholen; ὅθ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν χρησόμενος Od. 7, 81; h. Apoll. 252. 292; χρᾶσθαι περί τινος, sich über Etwas ein Orakel einholen, Her. 4, 163. 7, 220. Gewöhnlich mit dem dat. des Gottes od. Orakels, bei dem man anfragt, sich von einem Gotte od. Orakel Rath od. Bescheid holen, ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο, Od. 10, 492. 565. 11, 265. 23, 323; μαντηΐῳ Her. 1, 47. 53. 157 u. sonst; ψευδῆ ὑπ' οἴκτου τοῖσι χρωμένοις λέγων Eur. Phoen. 964, vgl. 961; in welcher Vrbdg man auch die folgde Bdtg »sich des Orakels bedienen«, einen Gebrauch davon machen, finden kann (es kommen von dieser Bdtg die Wörter χρησμός, χρηστήρ u. abgeleitete); χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἐν Δελφοῖς ἀνεῖλεν ὁ θεός Thuc. 1, 126. – 3) med. χράομαι, ion. χρέομαι, imper. χρέω, Her. 1, 155, fut. χρήσομαι, aor. ἐχρησάμην, perf. κέχρημαι, das praes. u. impf. contrahirt in η statt α, χρῇ, χρῆται, χρῆσθαι, – sich geben, darreichen lassen, dah. haben, gew. gebrauchen, sich bedienen, benutzen, genießen, c. dat. der Sache, deren man sich bedient, die man braucht; Hom. hat vom praes. nur das part., ἕξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος (dreisylbig zu sprechen), Il. 23, 834; außerdem nur übertr., φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσιν, Od. 3, 266. 14, 421. 16, 398, besaß guten od. klugen Sinn und machte davon bei seinem Handeln Gebrauch; so bei den Folgenden mit dieser zweifachen Beziehung, des Besitzes einer Sache u. des Gebrauchmachens u. Nutzens; Pind. δολίαις τέχναις χρησαμένη, N. 4, 58; ἐμοί γε χρώμενος διδασκάλῳ, mich zum Lehrer habend, Aesch. Prom. 322; ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ Ag. 927; Eum. 625; ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται Soph. O. R. 878; νόμῳ χρῆσθαι Ant. 213; εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ Trach. 193; ὀργῇ χρωμένη O. R. 1241, im Zorn, von Zorn aufgeregt, wie ὀργῇ, θυμῷ χρῆσθαι Her. 1, 137. 155; οὐκοῦν τόδ' αἰσχρόν, εἰ βλέποντι μὲν φίλῳ χρώμεσθ', ἐπεὶ δὲ ὄλωλε, μὴ χρώμεσθ' ἔτι Eur. Hec. 312, vgl. Hipp. 997; ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ Eur. Alc. 804; El. 374; οὐδὲν τῇ δίκῃ χρῆσθαι θέλει I. A. 316; ἀπλοίᾳ χρώμενοι I. A. 88, u. öfter; ἀληθεῖ λόγῳ, ἀληθείᾳ χρῆσθαι, sich wahrhafter Rede, der Wahrheit bedienen, die Wahrheit reden, Her. 1, 14. 116. 7, 101 u. sonst; λόγοις βραχυτέροις καὶ φωνῇ ἡσυχαιτέρᾳ χρ., mit kürzeren Worten und ruhigerer Stimme reden, βοῇ καὶ κραυγῇ χρ., ein Geschrei erheben, schreien, Her. 4, 134; συμφορᾷ, συντυχίᾳ, εὐτυχίᾳ χρῆσθαι, sich in einer Glückslage befinden, Glück haben, glücklich sein, 7, 41. 1, 68; μόρῳ, sterben, 1, 117; ὁμολογίᾳ, übereinstimmen, 1, 150. 4, 118; ὠνῇ καὶ πράσει χρῆσθαι, kaufen und verkaufen, 1, 153; νιφετῷ χρῆσθαι, mit Schnee zu thun haben, vom Schnee leiden, Her. 4, 50; θείῃ πομπῇ χρησάμενος, unter göttlichem Geleit, 1, 62. 4, 152; ἁρπαγῇ χρ. 1, 5; u. so oft als Umschreibung des in dem Hauptworte liegenden Verbums; auch haben wir im Deutschen andere Verba dafür in vielerlei Vrbdgn, χειμῶνι χρ., Stürme ausstehen, ναυαγίῳ χρῆσθαι, Schiffbruch leiden u. vgl. mehr. – Bes. auch von einer Kunst, einer Wissenschaft, oder einem Handwerke Anwendung machen, im Ggstz der Theorie; so ist ὁ τὴν ἰατρικὴν κεκτημένος der sich im Besitze der theoretischen Heilkunde befindet, ὁ τῇ ἰατρικῇ χρώμενος der die Heilkunde praktisch ausübt, oder der Kranke, der seine Zuflucht zu ihr nimmt, vgl. Schäf. Mel. p. 18; so τέχνῃ, das Handwerk treiben, Lys. 23, 7; ἐὰν ὁ ῥήτωρ τῇ ῥητορικῇ ἀδίκως χρῆται, wenn er eine ungerechte Anwendung macht, Plat. Gorg. 460 d. – Aus der att. Prosa mögen noch folgde Vrbdgn erwähnt werden: θαλάσσῃ χρ., d. i. beschiffen, Thuc. 1, 3; Plut. Pericl. 26; γνώμῃ χρῆσθαι, Lys. 18, 2 u. öfter; συμφορᾷ 13, 44, u. Folgde öfter, wie Plut. Thes. 6; λόγοις πιστοτέροις ἢ ὅρκοις χρώμενος Isocr. 4, 81; τοιαύταις διανοίαις 82; τῷ ἑτέρῳ χρῶ τρόπῳ πρός με, τῇ βραχυλογίᾳ Plat. Prot. 335 a; οὐ φθόνῳ χρώμενοι πρὸς τὰ παιδικά Phaedr. 253 b; πρᾳότητι πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι Critia. 120 e; τρόπων δυστυχίᾳ χρώμενοι Legg. XI, 929 e; ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο, sie brauchten die Künste zum Vorwande, Prot. 216 e; οὐδὲ πίστει χρήσασθαι μονίμῳ Rep. VI, 505 e; συντυχίᾳ Phaedr. 248 c; πανοῦργος ὢν ἄνθρωπος καὶ δεινὸς χρῆσθαι πράγμασι Dem. 1, 3, der sich in Alles zu finden weiß; χρῆσθαι ἀσελγείᾳ καὶ ὕβρει πρὸς πάντας 21, 1, u. öfter; χρῆσθαι τοῖς πράγμασιν, ὥς ποτ' αὐτῷ δοκεῖ συμφέρειν Pol. 1, 33, 5; ὁμιλίαις ταῖς τῶν ἄλλων κακαῖς κεχρῆσθαι Plat. Rep. VIII, 550 b; u. so bes. von Personen, mit Einem Umgang oder Verkehr haben, Is. 4, 26; Einem gut oder übel begegnen, ihn so oder so behandeln, ὀρθῶς χρῆται πατρί Plat. Legg. XI, 931 e; χρῆσθαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, mit Einem wie mit einem Lügner umgehen, ihn wie einen Lügner behandeln, Her. 7, 209; χρῆσθαί τινι ὡς φίλῳ, auch φιλικῶς χρῆσθαί τινι, Einen als seinen Freund behandeln, u. χρῆσθαί τινι ὡς πολεμίῳ, Einem als einem Feinde begegnen, während χρῆσθαί τινι πολεμίῳ ist »Einen als einen Feind kennen lernen, zum Feinde haben«, Xen. Cyr. 3, 2,4, im Vergleich mit 7, 5,27; τοῖς ἐναντίοις κακίστοις 7, 1,17; τινὶ πιστοτάτῳ An. 4, 6,3; φίλῳ 7, 2,25; καί μοι ὥςπερ παιδὶ χρῇ Plat. Gorg. 499 c. Dah. παρέχειν ἑαυτὸν χρῆσθαι ὅ τί τις βούλεται, Einen mit sich machen lassen, was er will, d. i. sich ihm unbedingt, auf Gnade und Ungnade ergeben, Plat. Theaet. 191 d; παραδότω τὸν δοῦλον ὁ κεκτημένος τῷ τρωθέντι χρῆσθαι ὅ τι ἂν ἐθέλῃ Legg. IX, 879 a; u. ähnl. χρωμένους τῷ κτείναντι χρείαν ἣν ἂν ἐθέλωσι IX, 868 b; παρέχειν ἑαυτὸν χρῆσθαί τινι ὅ τι ἂν δέῃ Xen. Cyr. 8, 1,5, vgl. An. 6, 4,20; Thuc. 2, 4; ἄκριτον τοῖς ἐπαιτιασαμένοις παρέδωκεν ὅτι ἂν βούλωνται χρῆσθαι Dem. 23, 27; οὗτος δὲ οὕτως ὑβριστικῶς ἡμῖν ἐχρήσατο 56, 12; auch χρῆσθαί τινι allein, im schlimmen Sinne, Einem übel mitspielen, Xen. An. 1, 4,8; aber χρῆσθαι τοῖς θεοῖς ist = die Götter zu Freunden haben, vgl. Valck. Eur. Hipp. 996. – Von fleischlicher Gemeinschaft, χρῆσθαι γυναικί, ein Weib gebrauchen, bei einem Weibe schlafen, Her. 2, 181, vgl. Xen. Mem. 1, 2,29. 2, 1,30; τῇ ἀνθρώπῳ Dem. 59, 67, u. Folgende. – Χρῆσθαί τινι πρός τι, sich einer Sache wozu bedienen, auch εἴς τι, Her. 1, 34, Xen. An. 1, 4,15. 3, 4,17 u. öfter; τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ τοῦτο Plat. Gorg. 508 b; περί τι, bei Etwas; τί χρήσομαι αὐτῷ; was soll ich mit ihm machen, anfangen? ἐχοις οὖν αὐτοῖς ὅ τι χρήσει Rep. V, 479 c; τοῖς λεγομένοις οὐχ ἕξεις ὅ τι χρῇ Euthyd. 287 b, vgl. 300 b; τί χρὴ χρῆσθαι τοῖς περιγιγνομένοις Legg. V, 740 d; ἀλλὰ ἔχεις τι χρῆσθαι τῷ λόγῳ Hipp. mai. 299 b; εἴ τι ἕξει τις χρήσασθαι τῷ λόγῳ αὐτοῦ Phaed. 95 a; οὐκ ἔχουσιν ὅ, τι χρήσονται οὔτε αὐτοὶ ἑαυτοῖς οὔτε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τούτοις Gorg. 465 c; u. so ὅτι οὐκ ἔχοις ἐξελθὼν ὅ τι χρῷο σαυτῷ Crit. 45 b; νυκτὶ χρῆσθαι ἅπερ ἡμέρᾳ Xen. Hell. 6, 1,15; οὐκ ἔχω ὅ τι χρήσομαι τῷ ἀργυρίῳ, ich weiß nicht, was ich mit dem Gelde anfangen soll, vgl. Hemsth. Callim. Dian. 69; τί χρήσωμαι τῷ πράγματι Lys. 9, 5; οἷς οὐδὲν ἂν ἔχοι χρήσασθαι Λακωνικὸς ἀνήρ, mit denen ein Lacedämonier Nichts anzufangen wüßte, Plat. Demod. 400 b; u. absol., ἠπόρει, ὅ τι χρήσαιτο, er wußte nicht, was er machen solle, Prot. 321 c Lys. 213 c, u. bei Folgdn überall. Man vgl. damit θαλάσσῃ ἤδη πλείω χρώμενοι Thuc. 1, 3, mehr, πλεῖστα χρῆσθαι 5, 105, ἐλάχιστα 2, 11, ὀλίγα Xen. Hell. 6, 2,27, u. ähnliche allgemeine Bestimmungen. – Das perf. κέχρημαι hat Präsensbdtg = brauchen, bedürfen, nöthig haben, dah. entbehren, sich wonach sehnen, τινός, Il. 19, 262 Od. 1, 13 u. sonst, wie Hes. nur im partic. κεχρημένος; auch ohne Casus, arm, dürftig, Od. 14, 155. 17, 347, Hes. O. 319. 502; ἀπορίᾳ κεχρημένος Eur. I. A. 89; c. infin. statt des gen., Aesch. Pers. 826; νοῦ κεχρημένοι Soph. Phil. 1248. Bei Her. u. in att. Prosa aber in der gew. Bedeutung.
Greek (Liddell-Scott)
χράω: (Α) ἢ χραύω (ὅ ἐστι χράϝω), μέλλ. χραύσω· - ἐπιξύω, πληγώνω ἐλαφρῶς, ὅν ῥά τε ποιμὴν ... χραύσῃ, «άμύξῃ ἐπ’ ὀλίγον, τὸν χρῶτα ἐπιξύσῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ε. 137 ἵνα χραύσαντα ῥαΐξῃ Κόϊντ. Σμυρν. 11. 76· πρβλ. ἐγχραύω, ἐπιχράω Α. (Ἐκ ῥίζης συγγενοῦς πρὸς τὴν τοῦ χρίω, καὶ ἴσως τοῦ χραίνω· ἐντεῦθεν αἱ λέξ. χρώς, χροιά (παρ’ Ὁμ. ἐπιδερμίς, τὸ χρῶμα αὐτῆς), ὅπερ θεωρεῖται ὥς τι ἐπιπολῆς κείμενον, τὸ ὁποῖον δύναταί τις νὰ ἐπιξύσῃ.)
French (Bailly abrégé)
1seul. à l’impf. 3ᵉ sg. ἔχραε et 2ᵉ pl. ἐχράετε;
toucher légèrement à la surface, effleurer ; avec un suj. de pers. tomber sur, fondre sur : τινι, sur qqn ; δῶμα χ. ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν OD s’abattre sur une maison pour en boire et en manger tout le contenu (selon d’autres, δῶμα est rég. des deux verbes).
Étymologie: R. Χρα, effleurer, toucher.
2-ῶ :
f. χρήσω, ao. ἔχρησα, pf. κέχρηκα;
faire savoir en parl. d’un oracle ou d’un dieu acc. ; rendre un oracle : τινί τι, faire connaître à qqn la réponse d’un dieu ; abs. τοῦ θεοῦ χρήσαντος THC le dieu ayant fait connaître sa réponse ; χρῆσαι γῆν οἰκεῖν THC ordonner ou répondre d’habiter une terre ; ἔχρησας ὥστε τὸν ξένον μητροκτονεῖν ESCHL tu as ordonné par ton oracle à ton hôte de tuer sa mère;
Pass. (ao. ἐχρήσθην, pf. κέχρησμαι ou κέχρημαι) être annoncé par l’oracle ; τὸ χρησθέν, la réponse de l’oracle ; τὰ χρησθέντα SOPH les déclarations de l’oracle ; μαντεῖα ἃ τοῦδ’ ἐχρήσθη σώματος SOPH les prédictions faites au sujet de ce corps ; au part. abs. : χρησθὲν αὐτῷ τοῦτο παθεῖν THC comme l’oracle lui avait annoncé qu’il subirait ce traitement;
Moy. χράομαι-ῶμαι (f. χρήσομαι ; contract. en α à l’inf. χρᾶσθαι) se faire donner une réponse d’un dieu ; obtenir une réponse d’un dieu, d’un oracle, interroger ou consulter un oracle, abs. χρ. μαντηΐῳ HDT consulter un oracle ; χρ. ψυχῇ Τειρεσίαο OD consulter l’âme de Tirésias.
Étymologie: R. Χρα, prendre.
3f. χρήσω, ao. ἔχρησα;
Les contr. sont en η : prés. 3ᵉ sg. χρῇ, impf. 3ᵉ sg. ἔχρη;
A. prêter : τινί τι, qch à qqn pour son usage;
B. Moy. χράομαι-ῶμαι (f. χρήσομαι, ao. ἐχρησάμην, pf. κέχρημαι, ao. au sens Pass. ἐχρήσθην ; les contr. sont en η : prés. χρῶμαι, χρῇ, χρῆται ; inf. χρῆσθαι) prendre une chose en main, se l’approprier, se faire donner pour un usage provisoire ; emprunter, prendre à crédit :
I. avec l’acc. :
1 se faire prêter, emprunter : τι, qch παρά τινος, emprunter à qqn ; πάντα χρέεσθαι (ion.) δι’ ἀγγέλων HDT se faire tout transmettre par des messagers;
2 prendre en main, entreprendre, mettre en pratique : τὴν ἐμπειρίαν ISOCR l’expérience (des choses militaires);
3 entreprendre : τί χρήσομαι, χρήσωμαι, χρησαίμην ; ATT que dois-je, que vais-je entreprendre, à quoi bon ? χρῆσθαι ὅ τι ἂν βούλωνται THC faire d’eux ce qu’on voudrait, se livrer à discrétion;
II. avec double rég. : νόμιμα πλεῖστα ἀρετῇ χρ. THC observer très bien les lois de la justice ; ἐλάχιστα λογισμῷ χρ. THC user très peu du raisonnement ; πλείω χρ. θαλάσσῃ THC avoir une plus grande habitude (pour soi-même) de la mer ; σὺ μὴ πάντα θυμῷ χρέω HDT ne t’abandonne pas complètement à la colère ; ᾧ ἂν βούληται ἕκαστα χρῆσθαι XÉN employer chaque chose comme il veut ; τί ἄλλο χρ. ; THC que faire autre chose ? τί χρήσομαί τινι ; ATT, οὐκ οἶδα ὅτι χρ. τινι ATT avec un rég. de pers. que dois-je faire de qqn ? je ne sais ce que je dois faire de qqn, càd entreprendre avec lui : τί χρ. ἐμαυτῷ, ἐμοί, σαυτῷ, αὐτῷ, etc. ATT que dois-je faire de moi, de toi, etc. ? comment m’y prendre avec moi, avec toi, etc. ?;
III. avec un dat. se servir de, user de :
1 en parl. de pers. avoir affaire avec, avoir des relations avec : χρ. τινι, avoir des relations avec qqn ; χρ. Πλάτωνι PLUT étudier les ouvrages de Platon ou suivre la doctrine de Platon ; χρ. τινι XÉN avoir des relations amicales avec qqn ; ἐμοὶ χρ. κριτῇ EUR si on se sert de moi comme juge, càd à mon jugement, d’après moi ; χρ. τινὶ φίλῳ ou πολεμίῳ XÉN avoir qqn pour ami ou pour ennemi ; χρ. τινὶ ὡς φίλῳ, ὡς πολεμίῳ THC, XÉN avoir avec qqn des relations comme avec un ami ou un ennemi, càd le traiter en ami ou en ennemi ; φιλικῶς χρ. τινί XÉN traiter qqn en ami ; χρ. τοῖς θεοῖς, avoir affaire aux dieux, les honorer, les admettre comme divinités, ou être en relations avec eux pour leur adresser une demande, une prière ; ἵππῳ χρῆσθαι XÉN manier le cheval, aller à cheval ; οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆσθαι SOPH ne pas se servir d’un pied utile, càd où l’on ne peut se servir du pied, d’où l’on ne peut se tirer ; τῷ σώματι χρ. disposer de son corps, le gouverner de telle ou telle façon, en tirer parti;
2 de même construit avec un nom abstrait marquant l’idée d’un sentiment, d’une passion, χρῆσθαι forme une locut. équival. au verbe correspond. au subst. exprimé : χρ. ὀργῃ HDT se laisser aller à la colère ; χρ. ταῖς ἐπιθυμίαις THC s’abandonner à ses passions ; χρ. ὠμότητι PLUT user de cruauté ; χρ. ἀληθεῖ λόγῳ HDT user de sincérité, dire la vérité ; νόμῳ χρ. observer la loi ; χρ. τοῖς κακοῖς, mettre à profit l’adversité EUR ou éprouver l’adversité EUR, PLUT ; χρ. τοῖς ἁμαρτήμασι ISOCR tomber dans des fautes ; τοῖς πράγμασι χρ. ATT savoir s’accommoder des circonstances, savoir en user avec elles, les mettre à profit, ou diriger les affaires ; en parl. des phénomènes naturels χρ. γαληνείᾳ EUR avoir du beau temps ; ὄμβροις PLUT avoir de la pluie ; en parl. d’arts, de sciences, d’industrie τέχνῃ XÉN exercer un art ; γεωργίᾳ XÉN s’adonner à l’agriculture ; ἐμπορίᾳ PLUT exercer le commerce ; au pf. au sens du prés. : φρεσὶ γὰρ κέχρητ’ ἁγαθῇσι OD car elle avait un bon esprit, un esprit sage ; ou au sens du pf. : συμφορῇ κεχρημένος HDT ayant éprouvé un malheur ; à l’ao. Pass. être employé : αἱ δὲ οὐκ ἐχρήσθησαν HDT on n’en fit point usage, ils ne furent pas utilisés en parl. de vaisseaux.
Étymologie: R. Χρα, prendre ; cf. χείρ.
42ᵉ sg. χρῇς ou χρῆς, 3ᵉ sg. χρῇ;
avoir besoin ; au pf. Moy. κέχρημαι, au sens d’un prés. : οὐ πόνων κεχρήμεθα EUR nous n’avons pas besoin de ces ennuis ; au part. κεχρημένος :
1 qui a besoin : τινός, de qch;
2 abs. qui est dans le besoin, pauvre, indigent.
Étymologie: R. Χρα, prendre, d’où avoir besoin ; cf. χρῆμα, χρῆσις….
English (Autenrieth)
(1) (χράϝω, cf. χραύω), ipf. (or aor. 2) ἔχραε, ἐχράετε: fall foul of, assail, handle roughly, τινί, ε 3, Od. 10.64; w. acc., and inf. of purpose, Il. 21.369, Od. 21.69.
(2), part. χρείων, mid. fut. part. χρησόμενος: act., deliver an oracle, Od. 8.79; mid., have an oracle delivered to oneself, consult the oracle, Od. 8.81, Od. 11.165, Od. 10.492.
English (Slater)
χράω (impf. ἔχρεον v. l.: aor. χρῆσεν: med. aor. χρησάμενος: pass. aor. χρησθέν: cf. χρή, χρεών.)
a prophesy of an oracle ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (O. 2.39) ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον (P. 4.6) met., σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (v. l. ἔχραον: tmesin ἐξέχρεον intell. Σ ἐξεχρησμῴδουν) (O. 7.92)
b med. ? experience λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (post Αἱμόνεσσιν distinxit Schr., Ἄκαστος scribens: ταύταις εἰς πόρθησιν τῆς Ἰωλκοῦ αἰτίᾳ χρησάμενος ὅτι ἐπεβουλεύθη Σ: “ayant éprouvé l'astuce perfide,” Redard, Recherches sur χρή, Paris, 1953) (N. 4.58)
Spanish
English (Strong)
probably the same as the base of χράομαι; to loan: lend.
Greek Monotonic
χράω: (Α) ή χραύω, μέλ. χραύσω· ξύνω, γδέρνω, πληγώνω ελαφρώς, ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἐγχραύω, ἐπιχράω.
• χράω: (Β) μόνο σε παρατ.·
I. με δοτ. προσ., επιπίπτω, επιτίθεμαι, ορμώ με δριμύτητα, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. με απαρ., είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι, λαχταρώ να κάνω κάτι, τίπτε ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν; γιατί ήταν τόσο πρόθυμος να βλάψει...;, σε Ομήρ. Ιλ.· μνηστῆρες, οἳ ἐχράατε ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, οι μνηστήρες που ήταν τόσο πρόθυμοι να φάνε και να πιούνε, σε Ομήρ. Οδ.
2. σε αυτό το ρήμα πρέπει να αναφερθούν και οι τύποι χρῇς, χρῇ (σχηματισμένοι όπως τα λῇς, λῇ από λάω, διψῇς, διψῇ, πεινῇς, πεινῇ από διψάω, πεινάω αντίστοιχα) = χρῄζω, επιθυμώ, εἴτε χρῇ θανεῖν, είτε επιθυμεί να πεθάνει, σε Σοφ.· δρᾶν ἃ χρῇς, στον ίδ.· εἴτε χρῇς (ενν. κηρύσσειν με), στον ίδ.· οὐ χρῇσθα (ενν. φωνεῖν), σε Αριστοφ.
• χράω: (Γ),
I. 1. παρέχω ό,τι είναι αναγκαίο· Αττ. χράω, χρῇς, χρῇ, Ιων. χρᾷς, χρᾷ, Ιων. μτχ. χρέων, χρέουσα, χρέον, Επικ. χρείων· παρατ. ἔχραον, γʹ ενικ. ἔχρη, μέλ. χρήσω, αόρ. αʹ ἔχρησα — Παθ., αόρ. αʹ ἐχρήσθην, παρακ. κέχρησμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐκέχρηστο — Μέσ., Ιων. χρέομαι, απαρ. χρέεσθαι, μτχ. χρεόμενος ή χρεώμενος, παρατ. γʹ πληθ. ἐχρέοντο ή -έωντο, μέλ. χρήσομαι·
1. λέγεται για θεούς και χρησμούς, παρέχω χρησμό, χρησμοδοτώ, ανακοινώνω, κηρύσσω, φανερώνω, χρήσω βουλὴν Διός, σε Ομηρ. Ύμν.· ἡ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., προειδοποιώ ή προστάζω με χρησμό, χρήσαντ' ἐμοὶ ἐκτὸς αἰτίας εἶναι, αυτό που πρέπει να είμαι, σε Αισχύλ.· τοῦ θεοῦ χρήσαντος, σε Θουκ.
2. Παθ., χρησμοδοτούμαι, φανερώνομαι με χρησμό, τίς οὖν ἐχρήσθη, σε Ευρ.· λέγεται για χρησμό, τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη, σε Ηρόδ.· πεύθου τὰ χρησθέντ', σε Σοφ.· απρόσ., με απαρ., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι, σε Ηρόδ.
3. Μέσ., συμβουλεύομαι έναν θεό ή μαντείο, ζητώ να μάθω από θεό ή οιωνό, τον ή το λαμβάνω υπόψιν, με δοτ. ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο, σε Ομήρ. Οδ.· χράω θεῷ, Λατ. uti oraculo, σε Ηρόδ. κ.λπ.· από τη σημασία αυτής της χρήσης του χρησμού, έρχεται η γενική σημασία του χράομαι, χρησιμοποιώ· απόλ., συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· οἱ χρώμενοι, αυτοί που παίρνουν χρησμό, σε Ευρ.· μτχ. παρακ. κεχρημένος, αυτός που έλαβε χρησμό μαντείου, σε Αριστ.
II. παρέχω, εφοδιάζω με κάτι· με αυτή την έννοια κίχρημι ήταν ο ενεστ., με μέλ. χρήσω· αόρ. αʹ ἔχρησα, παρακ. κέχρηκα — Μέσ., ενεστ. κίχρᾰμαι, αόρ. αʹ ἐχρησάμην, παρέχω τη χρήση ενός πράγματος, δηλ. δανείζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έχω χρησιμοποιήσει ένα πράγμα, δανείζομαι, σε Ευρ.· πόδας χρήσας ὄμματα χρησάμενος, έχοντας δανείσει πόδια και δανειστεί μάτια, λέγεται για τυφλό άνθρωπο που μεταφέρει έναν κουτσό, σε Ανθ.
III. αποθ. χράομαι, Αττ. χρῶμαι, χρῇ, χρῆται, χρῆσθε, χρῶνται, Ιων. χρέω ή χρέο, γʹ πληθ. χρήσθων, απαρ. Αττ. χρῆσθαι, Ιων. χρᾶσθαι ή χρέεσθαι, μτχ. Αττ. χρώμενος, Ιων. χρεόμενος ή χρεώμενος· παρατ. Αττ. ἐχρῆτο, ἐχρῶντο, Ιων. ἐχρᾶτο, ἐχρέοντο (ή -έωντο)· μέλ. χρήσομαι, επίσης κεχρήσομαι· αόρ. αʹ ἐχρησάμην, παρακ. κέχρημαι· από τη σημασία της συμβουλής μαντείου ή της χρήσης ενός χρησμού [βλ. χράω Γ. 3] προέρχεται η κοινή (συνήθης) σημασία, χρησιμοποιώ, Λατ. uti, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῇσι, είχε προικιστεί με μια καλή καρδιά, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., χρῆσθαι ἀργυρίῳ, έχω χρήματα για να τα χρησιμοποιήσω για κάποιο σκοπό, τα χρησιμοποιώ επ' αυτού, σε Πλάτ.· χρᾴομαι ναυτιλίῃσι θαλάσσῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. α) ειδικότερες χρήσεις, ὀργῇ ή θυμῷ χρῆσθαι, κάνω χρήση του θυμού μου, τον αφήνω να ενεργήσει, σε Ηρόδ. β) λέγεται για εξωτερικά πράγματα, δοκιμάζω, υποφέρω, υπόκειμαι σε, νιφετῷ, στον ίδ.· χράομαι γαληνείᾳ, έχω καλό καιρό, σε Ευρ.· ὁμολογίᾳ χράομαι, έρχομαι σε συμφωνία, σε Ηρόδ.· ζυγῷ χράομαι δουλίῳ, γίνομαι σκλάβος, σε Αισχύλ.· συμφορῇ, συντυχίῃ, εὐτυχίῃ, χράομαι, Λατ. uti fortuna mala, prospera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νόμοις χράομαι, ζω κάτω από την υποταγή στους νόμους, σε Ευρ.· χράομαι ἀνομίᾳ, σε Ξεν. κ.λπ.· σε πολλές περιπτώσεις, χρῆσθαι, απλώς παραφράζει ρήμα σύστ. με δοτ., μόρῳ χράομαι, δηλ. πεθαίνω, σε Ηρόδ.· ὠνῇ καὶ πράσει χράομαι = ὠνεῖσθαι καὶ πιπράσκειν, αγοράζω και πουλώ, στον ίδ.· χράομαι δασμῷ = διδράσκειν, σε Αισχίν.· χράομαι φωνῇ = φωνεῖν, διαβολῇ, χράομαι = διαβάλλεσθαι κ.λπ., σε Πλάτ. γ) χρῆσθαί τινι εἴς τι, χρησιμοποιώ κάτι για κάποιο σκοπό ή λόγο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ἐπί τι ή πρός τι, σε Ξεν.· επίσης με ουδ. επίθ. ως επίρρ., χρ.τινι ὅ τι βούλεταί τις, κάνω ό,τι χρειάζεται κάποιος, σε Ηρόδ.· ἀπορέων ὅτι χρήσεται, δεν ξέρω τι να κάνω, στον ίδ.· τί χρήσομαι τούτῳ; πώς να τον χρησιμοποιήσω; σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν ἔχοις ὅ τι χρῷο σαυτῷ, σε Πλάτ.
3. λέγεται για ανθρώπους, πρόσωπα, χρῆσθαί τινι, με επίρρ. του τρόπου, μεταχειρίζομαι κάποιον με κάποιο τρόπο, χρῆσθαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, σε Ηρόδ.· χρῆσθαί τινι ὡς φίλῳ, σε Θουκ.· επίσης, φιλικῶς, χρῆσθαί τινι, σε Ξεν.· αλλά το ὡς συχνά παραλείπεται, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, χρῆσθαί τινι (χωρίς το φίλῳ), όπως το Λατ. uti αντί uti familiariter, είμαι στενός φίλος με κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., οἱ χρώμενοι, φίλοι, στον ίδ.
4. χρῆσθαι ἑαυτῷ, κάνω χρήση της δύναμής μου, σε Πλάτ.· επίσης, παρέχειν ἑαυτ όν τινι χρῆσθαι, θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου, σε Ξεν.
5. απόλ. ή μαζί με επίρρ., οὕτω χρῶνται οἱ Πέρσαι, έτσι συνηθίζουν να κάνουν οι Πέρσες, αυτά είναι τα έθιμά τους, στον ίδ.
6. παρακ. κέχρημαι (με ενεστ. σημασία), έχω την ανάγκη ή επιθυμώ, ποθώ διακαώς, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· μτχ. κεχρημένος, χρησιμοποιείται ως επίθ., άπορος, ενδεής, πένητας, σε ανάγκη, φτωχός, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Ευρ.
7. παρακ. ως επιτετ. ενεστ., έχω σε χρήση, και επομένως έχω, κατέχω, φρεσὶγὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι, σε Ομήρ. Οδ.
8. Παθ. αόρ. αʹ χρησθῆναι, χρησιμοποιούμαι, αἱ νέες οὐκ ἐχρήσθησαν, σε Ηρόδ.· ἕως ἂν χρησθῇ, τόσο πολύ όσο είναι σε χρήση, σε Δημ.
IV.αντί του χρή.
Russian (Dvoretsky)
χράω: (преимущ. med., см. χράομαι I, 1; fut. χρήσω, aor. ἔχρησα; praes. act. к pf. в знач. praes. κίχρημι) ссужать, одалживать (τινί τι Her., Xen., Plat.): οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arst. не подарив, а лишь дав взаймы.
I (только aor. 2 ἔχραον) нападать, обрушиваться (τινι Hom., Anth.): οἳ τόδε δῶμα ἐχράετε Hom. вы, которые вторглись в этот дом.
III
1) давать ответ или совет, прорицать, возвещать (ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν HH; ὥς οἱ χρείων μυθήσατο Ἀπόλλων Hom.): χ. σοφά τινι Eur. дать мудрый оракул кому-л.; χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν Aesch. (Кассандра) напророчит, кажется, о собственных бедах; τοῦ ἐν Δελφοῖς θεοῦ χρήσαντος Thuc. согласно оракулу дельфийского бога; χρῆσαι (ὥστε) ποιεῖν τι Aesch., Thuc. (об оракуле) повелеть сделать что-л.; τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Her. такой оракул дан был Крезу из Дельф; τὸ χρησθέν Pind., Her. и τὰ χρησθέντα Soph. пророчество, оракул; μαντεῖα, ἃ ἐχρήσθη τινός Soph. прорицания о чем-л.;
2) med. вопрошать оракул: ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο Hom. намереваясь вопросить дух Тиресия; χρωμένῳ τῷ Κύλωνι ἀνεῖλεν ὁ θεός Thuc. на вопрос Килона бог ответил.
IV (только 2 и 3 л. sing. praes. χρῇς или χρῆς, χρῇ и pf. med. в знач. praes. κέχρημαι) желать, нуждаться: οὐ πόνων κεχρήμεθα Eur. в заботах нет у меня недостатка; τοῦ κεχρημένοι; Soph. или τίνος κέχρησθε; Theocr. чего у вас не хватает (что вам нужно)?; ἀπορίᾳ κεχρημένος Eur. не знающий, что делать; σωφρονεῖν κεχρημένος Aesch., неразумный - см. тж. χρή.
Middle Liddell
1 only in imperf.]
I. c. dat. pers. to fall upon, attack, assail, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων Od.
II. c. inf. to be bent on doing, to be eager to do, τίπτε ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν; why was he so eager to vex my stream? Il.; μνηστῆρες, οἳ ἐχράετε ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ye suitors, who were so eager to eat and drink, Od.
2. to this must also be referred the forms χρῆις, χρῆι, (formed like λῆις, λῆι from λάω, διψῆις, -ῆι, πεινῆις, -ῆι from διψάω, πεινάω) = χρῄζω, to desire, εἴτε χρῆι θανεῖν whether she desires to die, Soph.; δρᾶν ἃ χρῆις Soph.; εἴτε χρῆις (sc. κηρύσσειν με) Soph.; οὐ χρῆισθα (sc. φωνεῖν); Ar.
2
I. to furnish what is needful
1. Act. of gods and oracles, to furnish the needful answer, to declare, pronounce, proclaim, χρήσω βουλὴν Διός Hhymn.; ἡ Πυθίη οἱ χρᾶι τάδε Hdt., etc.: c. inf. to warn or direct by oracle, χρήσαντ' ἐμοὶ ἐκτὸς αἰτίας εἶναι that I should be, Aesch.; τοῦ θεοῦ χρήσαντος Thuc.
2. Pass. to be declared, proclaimed by an oracle, τίς οὖν ἐχρήσθη; Eur.; of the oracle, τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη Hdt.; πείθου τὰ χρησθέντ' Soph.: impers., c. inf., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι Hdt.
3. Mid. to consult a god or oracle, to inquire of a god or oracle, consult him or it, c. dat., ψυχῆι χρησόμενος Τειρεσίαο Od.; χρ. θεῶι, Lat. uti oraculo, Hdt., etc. —From the sense of using an oracle comes the general sense of χράομαι to use (v. χράομαι):—absol. to consult the oracle, Od., Hdt.; οἱ χρώμενοι the consulters, Eur.:—perf. part., κεχρημένος one who has received an oracular response, Arist.
II. to furnish with a thing, in which sense κίχρημι was the pres. in use, with fut. χρήσω: aor1 ἔχρησα: perf. κέχρηκα:— Mid., pres. in use κίχραμαι, aor1 ἐχρησάμην: — to furnish the use of a thing, i. e. to lend, Hdt., Ar., etc.:—Mid. to have furnished one, borrow, Eur.; πόδας χρήσας, ὄμματα χρησάμενος having lent feet and borrowed eyes, of a blind man carrying a lame one, Anth.
Chinese
原文音譯:cr£w 赫拉哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:用
字義溯源:借*,請借給;或源自(χράομαι)=對待*,供應)
同源字:1) (φαρμακεία / φάρμακον)借 2) (φάρμακος)債務人
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 請借給(1) 路11:5