οἰκεῖος

From LSJ
Revision as of 08:39, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3, $4 :")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκεῖος Medium diacritics: οἰκεῖος Low diacritics: οικείος Capitals: ΟΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: oikeîos Transliteration B: oikeios Transliteration C: oikeios Beta Code: oi)kei=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Heracl.634; Ion. οἰκήϊος, η, ον: A in the house or of the house, once in Hes., δούρατ' ἀμάξης οἰκήϊα θέσθαι Op.457; λέβης A. Fr.1; κῆρυξ S.Tr.757; of household affairs or for for household affairs, domestic (for οἰκηΐη, v. οἰκία II), τὰ οἰκεῖα = household affairs, property, Hdt.2.37, S.Ant.661; τὰ οἰκεῖα ἀγαθά X.Oec.9.18; τὰ οἰκεῖα τὰ αὑτοῦ his household goods, Lys.13.41; opp. πολιτικά, Th.2.40; opp. τὰ τῆς πόλεως, Pl.Ap.23b. 2 Astrol., οἰκεῖα ζῴδια domiciliary signs, Vett.Val.37.21, al. II of persons, of the same household, family, or kin, related, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήϊοι as being akin to him, Hdt.4.65; οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν… ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνή so closely akin, Men.647; ἀνὴρ οἰκεῖος kinsman, relative, near friend, Hdt.1.108; οἱ οἰκεῖοι kinsmen, opp. οἱ ἀλλότριοι, And.4.15, cf. Th.2.51; opp. ὀθνεῖοι, Pl. Prt.316c; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.3.65, cf. 5.5, D.18.288; of the tie itself, κατὰ τὸ οἰ. Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Th.1.9. 2 friendly, εἴχομέν ποτε… τὸν τόπον τοῦτον οἰ. D.4.4; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους Pl. Phd.89e. III of things. belonging to one's house or belonging to one's family, one's own (defined as ὅταν ἐφ' αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι Arist.Rh.1361a21), οἰ. ἄρουραι Pi.O.12.19; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι A.Pr.398; γῆ, χθών, S.Aj. 859,Ant.1203; οἰκεῖον, ἢ 'ξ ἄλλου τινός; born in the house, or… ? Id.OT1162; αἱ οἰκεῖαι πόλεις their own cities, X.HG3.5.2; ἡ οἰκεία (sc. γῆ), Ion. ἡ οἰκηΐη Hdt.1.64; [ἀναθήματα] οἰκήϊα his own property, ib.92; πόλεμοι οἰ. wars in one's own country, of the Helot war in Laconia, Th.1.118, cf.4.64; σῖτος οἰ. καὶ οὐκ ἐπακτός homegrown, Id.6.20. 2 = ἴδιος, one's own, personal, private, οἰκείων κερδέων εἵνεκα Thgn.46; ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηΐῳ Hdt.1.45, cf. 153, Antipho 1.13; αἱ χεῖρες οἰκειότεραι τοῦ σιδήρου Id.4.3.3; μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Th.2.38, cf. 7.70; ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰ. κίνδυνον ἔχειν Id.3.13; οἰ. ξύνεσις = mother wit, Id.1.138; πρὸς οἰκείας χερός by his own hand, S.Ant.1176, etc.; for A.Ag.1220, v. βορά. b in Stoic Philos., endeared by nature to all animals, including man, τὸ πρῶτον οἰκεῖον = what is earliest endeared, Chrysipp.Stoic.3.43, Hierocl. p.7A. IV proper to a thing, fitting, suitable, οὔτε… καλὸν οὐδὲν [οὐδ'] οἰκήϊον Hdt.3.81, cf. D.18.59. 2 c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing, προοίμιον οἰ. ἑκάστῳ Pl.Lg.772e, cf. R.468d, al., and freq. in Arist., as EN1098a29: also c. gen., τὰ αὐτῶν οἰ. Pl.Phd.96d; οἰ. τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top.101b2, cf. EN1096b31, Rh.1360a22; οἰ. πρός τι Plb.5.105.1. b of persons, c. gen., a student of…, σοφίας Str.17.1.5; addicted to, καινοτομίας Iamb.VP 30.176. 3 proper, fit, οἰκεῖος κατάγελως = fit subject for ridicule, Men. 160; οἰκεῖον ὄνομα = a word in its proper, literal sense, opp. metaphor, Arist. Rh.1404b35. B Adv. οἰκείως has the same senses as the Adj., οἰκείως φέρε = bear it like your own affair, Ar.Th.197; διαλέγεσθαι οἰ. τινί converse familiarly with him, Th.6.57; οἰ. χρῆσθαί τινι to be on familiar terms, X. HG2.3.16; οἰκείως διακεῖσθαί τινι Id.An.7.5.16; πρός τι Plb.13.1.2; οἰκείως δέχεσθαί τινας D.18.215; οἰκείως ἔχειν τινί Id.4.4, etc.: Comp. οἰκειότερον Is. 1.49; οἰκειοτέρως Arist.Cat.7a16: Sup. οἰκειότατα Plb.5.106.4. II properly, naturally, Ar.Lys.1118, X.Oec.2.17; opp. ἀλλοτρίως, Epicur. Ep.1p.14U. 2 affectionately, dutifully, ἔθαψε, περιέστειλεν οἰκείως Men. 325.12, cf. Th.2.60. 3 literally, actually, Gal.Phil.Hist.39 D. 4 Astrol., οἰκείως σχηματίζεσθαι, of a planet, to be in its domicile, Vett.Val. 58.27, al.

German (Pape)

[Seite 298] ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάθη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένθος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χθών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῦνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάθεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Gegensatz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Gegensatz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πολέμους οἰκείᾳ χρῆσθαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῦν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσθαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσθαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσθαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 de la maison, domestique : τὰ οἰκεῖα, ressources domestiques, fortune;
2 qui appartient à la famille, parent, allié τινί, apparenté à qqn ; κατὰ τὸ οἰκεῖον THC selon la parenté;
3 p. ext. familier, intime τινος, de qqn;
II. qui concerne la possession :
1 propre, particulier : οἰκεῖα γῆ SOPH, χθών SOPH la terre propre, càd la terre natale, la patrie ; indigène, national : οἰκεῖοι πόλεμοι, guerres intestines;
2 propre à qqn, privé, personnel : τὰ οἰκεῖα THC les intérêts particuliers;
3 propre à qqn, inné, naturel : οἰκεία ξύνεσις THC intelligence naturelle, esprit naturel;
4 propre à, qui convient à, dat;
Cp.
οἰκειώτερος, Sp. οἰκειώτατος.
Étymologie: οἶκος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκεῖος:
I ион. οἰκήϊος 3
1 домашний, хозяйский (δούρατα ἁμάξης Hes.);
2 родственный, находящийся в родстве (ἀνήρ Her.);
3 дружеский, дружественный (οἰκειότατος καὶ ἑταιρότατος Plat.);
4 союзный (πόλεις Xen.);
5 семейный, свой собственный, родной (ἄρουραι Pind.; σταθμά Aesch.; χθών Soph.): πένθος οἰκεῖον Soph. семейное горе; οἰ. ἢ ᾽ξ (= ἐξ) ἄλλου τινός; Soph. собственный или чужой?;
6 личный, частный (οἰκηΐῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηΐῃ δαπάνῃ Her.): πρὸς οἰκείας χερός Soph. (погибнуть) от собственной руки, т. е. покончить с собой; οἰκεῖον κίνδυνον ἔχειν Thuc. подвергаться личной опасности; οἰκεία ξύνεσις Thuc. природный ум;
7 внутренний, междоусобный (πόλεμος Thuc.);
8 особый (προοίμιον Plat.): οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς Arst. особенность диалектики;
9 подходящий, годный, достойный, подобающий (οὔτε καλὸς οὐδ᾽ οἰ. Her.): οἰκειότερος καιρός Polyb. более подходящий случай; οἰ. κατάγελως Men. достойный смеха;
10 собственный, подлинный: οἰκεῖον ὄνομα Arst. слово в собственном смысле - см. тж. οἰχεῖον.
IIродственник, родич Thuc., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἰων. οἰκήιος, η, ον· ― ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ ἢ εἰς τὸν οἶκον ἀνήκων, ἅπαξ παρ’ Ἡσ., δούραθ’ ἁμάξης οἰκήια θέσθαι, ἔχειν αὐτὰ ἀπόθετα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ἔργ. κ. Ἡμ. 455· οἰκ. λέβης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 1· κήρυξ Σοφ. Τρ. 757· ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὑποθέσεις οἰκειακάς, (οἰκηίη, ἴδε ἐν λέξ. οἰκία ΙΙ), τὰ οἰκεῖα, ὑποθέσεις τοῦ οἴκου, περιουσία, Λατ. res familiaris, Ἡρόδ. 2. 37, Σοφ. Ἀντ. 661, Ξεν., κλ.· τὰ οἰκεῖα τοῦ ἑαυτοῦ, τὰ ἐν τῷ οἴκῳ πράγματα, τὴν οἰκειακὴν περιουσίαν, Λυσ. 133· 26· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πολιτικά, Θουκ. 2. 40· πρὸς τὰ τῆς πόλεως, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ συγγενείας, συγγενής, Λατ. cognatus, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήιοι, ὡς ὄντες συγγενεῖς του, Ἡρόδ. 4. 65· οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν ... ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 101· ― ἀνὴρ οἰκεῖος, συγγενής, φίλος στενός, Ἡρόδ. 1. 108· οἱ οἰκεῖοι, συγγενεῖς, ἀντίθετ. τῷ οἱ ἀλλότριοι, Ἀνδοκ. 31. 7, πρβλ. Θουκ. 7. 44· τῷ ὀθνεῖοι, Πλάτ. Πρωτ. 316C·Ϗ οἱ ἑωυτοῦ οἰκηιώτατοι, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς του, Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. 5. 5· ― ἀκολούθως, ἐπὶ τοῦ δεσμοῦ τῆς συγγενείας, κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ, ἕνεκα τῆς συγγενείας αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἀτρέα, Θουκ. 1. 9. 2) φιλικός, εἴχομέν ποτε ... τὸν τόπον τοῦτον οἰκεῖον Δημ. 41. 15· ὡς παρ’ οἰκειοτάτῳ ὁ αὐτ. 321. 26· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν οἶκον ἢ τὴν οἰκογένειαν, ἴδιος, (ὅπερ ὁρίζεται: ὅταν ἐφ’ αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι, ὅταν ἔχῃ τις τὴν ἐξουσίαν νὰ τὸ ἀπαλλοτριώσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7)· οἰκεῖαι ἄρουραι Πινδ. Ο. 12. 28· σταθμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 396· γῆ, χθὼν Σοφ. Αἴ. 859, Ἀντ. 1203· οἰκεῖον, ἢ ’ξ ἄλλου τινός; ἐν τῇ οἰκίᾳ γεννηθεὶς ἤ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1162· αἱ οἰκεῖαι πόλεις, αἱ ἴδιαι αὐτῶν πόλεις, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 2· ἡ οἰκεία (ἐξυπακ. γῆ), Ἰων. ἡ οἰκηίη, Ἡρόδ. 1. 64· τὰ οἰκήια, ἡ ἰδία τινὸς περιουσία, ὁ αὐτ. 2. 37, πρβλ. 1. 92· οἰκεῖοι πόλεμοι, οἱ ἐν τῇ πατρίδι πόλεμοι, ἐπὶ τοῦ τῶν Εἱλώτων πολέμου ἐν τῇ Λακωνικῇ, Θουκ. 1. 118, πρβλ. 4. 64· σῖτος οἰκεῖος καὶ οὐκ ἐπακτός, παραγόμενος ἐν τῆ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 6. 20. ― Ἴδε Κόντον εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. τ. Γ΄, σ. 321. 2) ἴδιος, ὁ ἀνήκων ἀποκλειστικῶς εἴς τινα, ἰδιωτικός, ἀντίθετον τῷ δημόσιος, κοινός, ἀλλότριος· οἰκείων κέρδεων εἵνεκα Θέογν. 46· ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηίῳ Ἡρόδ. 1. 45, πρβλ. 153, Ἀντιφῶν 127. 28· οἰκηίῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηίῃ ... δαπάνῃ Ἡρόδ. 5. 47, πρβλ. 8. 17· οἰκ. σάγη Αἰσχύλ. Χο. 675· οἰκεῖα κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 765, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 44· «καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι, ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», καὶ συμβαίνει εἰς ἡμᾶς νὰ καρπώμεθα τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων χωρῶν μετὰ τῆς αὐτῆς οἰκειότητος μεθ’ ἧς καρπούμεθα καὶ τὰ προϊόντα τῆς ἡμετέρας χώρας, Θουκ. 2. 38, πρβλ. 7. 70· οἰκ. κίνδυνον ἔχειν ὁ αὐτ. 3. 13· οἰκ ξύνεσις ὁ αὐτ. 1. 138· πρὸς οἰκείας χερός, διὰ τῆς ἰδίας ἑαυτοῦ χειρός, Σοφ. Ἀντ. 1176, κτλ.· ― περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, ἴδε ἐν λέξ. βορά. ΙV. ἀντίθετ. τῷ ξένος, ὁ πρέπων εἴς τι πρᾶγμα, ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, οὔτε ... καλὸν οὐδὲν οὐδ’ οἰκήιον Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Δημ. 245. 3. 2) μετὰ δοτ. πράγματ., ὁ ἀνήκων εἴς τινα, ὁ σύμμορφος τῇ φύσει πράγματός τινος, ὡς τὸ Λατ. domesticus, προοίμιον οἰκ. τῷ νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 772Ε, πρβλ. Πολ. 468D, κ. ἀλλ., καὶ συχνάκις παρ’ Ἀριστ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., τὰ αὐτῶν οἰκεῖα Πλάτ. Φαίδων 96D·Ϗ οἰκ. τῆς διαλεκτικῆς Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 13, Ρητ. 1. 4, 12· οἰκ. πρός τι Πολύβ. 5. 105, 1. 3) κατάλληλος, ἁρμόδιος, οἰκεῖος οὗτος κατάγελως νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 1· ― οἰκ. ὄνομα, λέξις ἐν τῇ κυρίᾳ ἢ κυριολεκτικῇ αὐτῆς σημασίᾳ, κατ’ ἀντίθετ. πρὸς τὴν μεταφοράν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 6· πρβλ. οἰκειότης ΙΙ. Β. Τὸ ἐπίρρ. οἰκείως ἔχει τὰς αὐτὰς σημασίας ἃς καὶ τὸ ἐπίθ, ἀλλ’ αὐτὸς ὅ γε σόν ἐστιν οἰκείως φέρε, ὑπόφερε αὐτὸ ὡς οἰκεῖον, δηλ. ὡς ἀνῆκον εἰς σέ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 197· οἰκ. διαλέγεσθαί τινι, μετ’ οἰκειότητος, Θουκ. 6. 57· οἰκ. συνεῖναί τινι, Λατ. familiariter uti aliquo, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5· οὕτω, οἰκ. διακεῖσθαί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 5, 16· πρός τι Πολύβ. 12. 1, 2· οἰκ. δέχεσθαί τινα Δημ. 299. 28· οἰκ. ἔχειν τινὶ Δημ. 41. 17, κτλ.· ― συγκρ. -ότερον, Ἰσαίου περὶ τοῦ Κλεωνύμου Κλήρου 49 οἰκειοτέρως, Ἀριστ. Κατηγ. 7· ὑπερθ. -ότατα, Πολύβ. 5. 106, 4. ΙΙ. προσηκόντως, οἰκείως πάνυ Ἀριστοφ. Λυσ. 1118· εὗρον ἐπισκοπῶν πάνυ οἰκείως ταῦτα γιγνόμενα Ξεν. Οἰκ. 2, 17. ἀποθανόντα τε ἔθαψε, περιέστειλεν οἰκ. Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 12, κτλ. 2) οἰκείως (τῇ πόλει], πρὸς τὸ συμφέρον τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 60.

English (Slater)

οἰκεῖος one's own ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις (O. 12.19) τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.31) n. s. pro subs., τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (N. 1.53)

English (Strong)

from οἶκος; domestic, i.e. (as noun), a relative, adherent: (those) of the (his own) house(-hold).

English (Thayer)

(οἰκετεία) (others, οἰκετεία, cf. Chandler § 99ff), οἰκετείας, ἡ (οἰκέτης, which see), household i. e. body of servants (Macrobius, Appuleius (160 A.D.>) famulitium, German Dienerschaft): L T Tr WH. (Strabo, Lucian, Inscriptions; plural Josephus, Antiquities 12,2, 3),

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ οἰκεῖος, -α, -ον, θηλ. και -ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, -η, -ον) οίκος
1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῖος», Σοφ.
β. «τὰ οἰκεῖα τὰ ἑαυτοῦ» — η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό, Λυσ.)
2. (για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που αποκλειστικά ανήκει σε κάποιον, ο δικός του, ιδιωτικός, ατομικός (α. «πρὸς οἰκείας χερός» — με το ίδιο του το χέρι
β. «οἰκεῖα κακά»)
3. αρμόδιος, κατάλληλος («στην οικεία θέση» — στην κατάλληλη, στην αρμόζουσα θέση)
4. αυτός που προσιδιάζει στην ιδιαίτερη φύση ή στον χαρακτήρα κάποιου πράγματος («οἰκεία ἡδονὴ τῆς τραγῳδίας», Αριστοτ.)
5. σχετικός με κάτι, αυτός που αναφέρεται σε κάτι («για να βεβαιωθώ, θα ανατρέξω στις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας»)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οικείοι
α) στενοί συγγενείς β) στενοί φίλοι
7. φιλικός, πολύ γνώριμος («αισθάνθηκα πιο ωραία, όταν βρέθηκα σε οικείο περιβάλλον»)
νεοελλ.
1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος καλά, γνωστός («όσα διάβασα μού ήταν οικεία»)
2. φρ. α) «οικείᾳ βουλήσει» — εκουσίως, αυτοπροαίρετα, αυτοβούλως
β) «εξ οικείων τα βέλη» — πολλές φορές τα πλήγματα προέρχονται από τους φίλους ή τους στενούς συγγενείς
αρχ.
1. σχετικός με την πατρίδα, με τη γενέτειρα, αυτός που έγινε μέσα στη χώρα («οἰκεῖοι πόλεμοι» — οι πόλεμοι τών ειλώτων που έγιναν μέσα στη Λακωνική, Θουκ.)
2. εγχώριος, ντόπιος («σῑτος οἰκεῖος καὶ οὐκ ἐπακτός», Θουκ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκεῖον
η συγγένεια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκεῖα
οι οικογενειακές, οι ιδιωτικές υποθέσεις
5. (στη στωική φιλοσοφία) αυτός που είναι φύσει προσφιλής στον άνθρωπο και στα ζώα, δηλαδή η ζωή («τὸ πρῶτον οἰκεῖον» — ό,τι αγάπησε ορμέμφυτα κανείς για πρώτη φορά, δηλ. η ζωή, Χρύσ. Στωικ.)
6. αυτός που ασχολείται συστηματικά με κάτι, που εντρυφεί σε κάτι, που σπουδάζει («οἰκεῖοι σοφίας», Στράβ.)
7. αυτός που επιδίδεται σε κάτι («οἰκεῖος καινοτομίας», Ιάμβλ.)
8. φιλικός, σύμμαχος, ευνοϊκά διατεθειμένος προς κάποιον («οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δ' ἡγοῦνται πολέμια», Πολ.)
9. φρ. α) «οἰκεῖον ὄνομα» — λέξη η οποία λαμβάνεται με την κυριολεκτική και όχι με τη μεταφορική της σημασία, Αριστοτ
β) «οἰκεῖα ζῴδια»
αστρολ. ζώδια του οίκου, της οικογένειας.
επίρρ...
οικείως και -α (ΑΜ οἰκείως, Α ιων. τ. οἰκηΐως)
1. με οικείο τρόπο
2. με οικειότητα, φιλικά
αρχ.
1. πρόθυμα
2. όπως πρέπει, όπως αρμόζει
3. με σεμνότητα, με ευπρέπεια, όπως προσιδιάζει σε στενό συγγενή
4. με τρόπο που εξυπηρετεί το συμφέρον κάποιου («οἰκείως τῇ πόλει», Θουκ.)
5. σύμφωνα με κάτι
6. (για λέξη) κατά γράμμα, κυριολεκτικά
7. φρ. «οἰκείως σχηματίζομαι»
(για πλανήτη) βρίσκομαι στη δική μου θέση, στην οικεία θέση.

Greek Monotonic

οἰκεῖος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. οἰκήϊος, -η, -ον· Α.
I. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στο σπίτι, οικιακός, σε Ησίοδ. κ.λπ.· τὰ οἰκεῖα, υποθέσεις του σπιτιού, περιουσία, Λατ. res familiaris, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οι της ιδίας οικογενείας ή του ιδίου γένους, συγγενής, Λατ. cognatus, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι, οι πιο κοντινοί, οι πλησιέστεροι συγγενείς, σε Ηρόδ.· κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Ατρέα, σε Θουκ.
2. φιλικός, σε Δημ.
III. λέγεται για πράγματα, αυτό που ανήκει στο σπίτι ή την οικογένειά μου, το δικό μου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἡ οἰκεία (ενν. γῆ), Ιων. ἡ οἰκηΐη, σε Ηρόδ.· τὰ οἰκήϊα, η περιουσία κάποιου, στον ίδ.· οἰκεῖοι πόλεμοι, πόλεμοι που διεξάγονται στην πατρίδα κάποιου, σε Θουκ.· λέγεται για δημητριακά, αυτό που έχει καλλιεργηθεί, παραχθεί στην πατρίδα κάποιου, στον ίδ.
2. προσωπικός, ιδιωτικός, σε αντίθ. προς τα δημόσιος, κοινός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει, με ευχαρίστηση που δεν είναι μόνο προσωπική μας, σε Θουκ.· οἰκεία ξύνεσις, πατροπαράδοτη ευφυΐα, στον ίδ.
IV.1. κατάλληλος σε κάτι, αρμόζων, ταιριαστός, πρέπων, κατάλληλος, σε Ηρόδ., Δημ.
2. με δοτ. πράγμ., αυτός που ανήκει κάπου, συμβατός, κατάλληλος προς τη φύση κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.
3. οἰκεῖον ὄνομα, μια λέξη στην κύρια, κυριολεκτική της σημασία, σε Αριστ.Β. I. το επίρρ. οἰκείως έχει τις ίδιες σημασίες με το επίθ., φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν.
II. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.

Middle Liddell

οἰκεῖος, η, ον
I. in or of the house, domestic, Hes., etc.; τὰ οἰκεῖα household affairs, property, Lat. res familiaris, Hdt., Thuc., etc.
II. of persons, of the same family or kin, related, Lat. cognatus, Hdt., attic; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηιότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.; κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Thuc.
2. friendly, Dem.
III. of things, belonging to one's house or family, one's own, Aesch., etc.; ἡ οἰκεία (sc. γῆ), ionic ἡ οἰκηίη, Hdt.; τὰ οἰκήια one's own property, Hdt.; οἰκεῖοι πόλεμοι wars in one's own country, Thuc.; of corn, home-grown, Thuc.
2. personal, private, opp. to δημόσιος, κοινός, Theogn., Hdt., attic; μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Thuc.; οἰκεία ξύνεσις mother wit, Thuc.
IV. proper to a thing, fitting, suitable, becoming, Hdt., Dem.
2. c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing, Plat.
3. οἰκ. ὄνομα a word in its proper, literal sense, Arist.
B. the adv. οἰκείως has the same senses as the adj., familiarly, Thuc., Xen.
II. affectionately, dutifully, Xen.

Chinese

原文音譯:o„ke‹oj 哀咳哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:家(屬)
字義溯源:屬於家的,同家之人,家裏的人,家屬,家人;源自(οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(3);加(1);弗(1);提前(1)
譯字彙編
1) 家裏的人(1) 提前5:8;
2) 同家之人(1) 弗2:19;
3) 家人(1) 加6:10

English (Woodhouse)

acquaintance, civil, domestic, friend, internecine, intimate, kindred, personal, private, related, suitable, by blood, closely related, of the household, opposed to foreign, pertaining to a household, proper to, related by blood, suitable to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σπιτικός, συγγενής). Ἀπό τό οἶκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.