κελεύω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Ep. impf. A κέλευον Il.23.767: fut. κελεύ-σω, Ep. inf. -σέμεναι Od. 4.274: aor. ἐκέλευσα, Ep. κέλ- Il.20.4: pf. κεκέλευκα Lys.1.34, Luc. Demon.44:—Med., aor. ἐκελευσάμην Hp.Nat.Puer.13: more freq. in compds. δια-, ἐπι-, παρα-κελεύομαι (q.v.):—Pass., fut. -ευσθήσομαι D.C.68.9: aor. ἐκελεύσθην Hdt.7.9.ά, S.OC738, Th.7.70: pf. κεκέλευσμαι X.Cyr.8.3.14, Luc.Sacr.11: plpf. ἐκεκέλευστο D.C.78.4 (ἐκελεύθην v.l. in Hdt.7.9.ά, and κεκέλευμαι IG22.1121.13 (iv A.D.), v.l. in App.BC5.141 are later forms). (A lengthd. form of κέλομαι, q.v.):—prop. urge, drive on, [ἵππους] ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευε… κατὰ ἄστυ Il.24.326: hence, exhort, bid, 1 c.acc. pers. et inf., order one to do, σ' ἔγωγε… κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι 17.30, cf. 2.11, al., Hdt.1.8,24, etc.; ἐκέλευσε τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι he bade the lad bid us to wait for him, Pl.R.327b; ὁ νόμος τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα εἶναι, i.e. bids that he be held guilty, Antipho 4.2.5; ὁ τὸν νόμον κελεύων ἄρχειν δοκεῖ κελεύειν ἄρχειν τὸν θεὸν καὶ τὸν νοῦν Arist. Pol.1287a29; ἐς τὴν Μίλητον ἔπεμπον κελεύοντες σφίσι τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν Th.8.38; request, Lys.16.16; opp. ἐπιτάττειν, IG12.76.33. 2 c. acc. pers. et rei, σφῶϊ μὲν οὔ τι κελεύω Il.4.286; τά με θυμὸς… κελεύει (sc. εἰπεῖν) 7.68, etc.: with inf. subjoined, τί με ταῦτα κελεύεις… μάχεσθαι; 20.87. 3 c. acc. pers. only, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι (sc. φείδεσθαι) Od.9.278; ὥς με κελεύεις (sc. μυθεῖσθαι) 11.507: in Prose, ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην ordered them [to go] against him, ordered them to seize him, X.HG2.3.54; κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα ib.20:—Pass., receive orders, Arist.Pol.1253b34. 4 c.acc. rei only, ὃ μὴ κελεύσαι Ζεύς (Herm. for -σει) A.Eu. 618; ὁ νόμος τὰ μὲν κελεύων τὰ δ' ἀπαγορεύων Arist.EN1129b24:— Pass., τὸ κελευόμενον commands, orders, Hdt.7.16, Antipho Soph. 61, X.Cyr.4.1.3: pl., Pl.R.340a. 5 c. dat. pers. folld. by inf., urge or order one to do, κηρύκεσσι… κέλευσε κηρύσσειν… Il.2.50, Od. 2.6, etc.; ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν… Il.2.151; ἑτάροισι… ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Od.9.488: in later Prose, D.S.19.17, Ceb.32.4 codd., Luc.DMort.1.1, Phalar.Ep.121.1, etc. 6 rarely c. dat. pers. et acc. rei, τί δ' ἐστὶν ὃ κελεύεις ἐμοί; Men.Pk.224, cf. Ael.NA 9.1. 7 c. dat. pers. only, ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας Il. 16.684; cf.infr.111. 8 abs., freq. in Hom., ὡς σὺ κελεύεις Il.23.96, al.; λέξω, κελεύεις γάρ A.Ch.107; κελεύων, opp. αὐτοχειρίῃ, Democr.260; κελευούσης τῆς Πυθίης Hdt.6.36; κελεύοντος καὶ δεομένου Lys.5.1. 9 c. inf. only, σιγᾶν κελεύω I order silence, S.Ph. 865; οὐκ ἂν κελεύσαιμ' εὐσεβεῖν Id.Ant.731; recommend, propose, Lys. 12.25, D.4.21, etc.; opp. οὐκ ἐάω, Hdt.6.109, X.Ath.2.18. II of inferiors, urge, entreat, Il.24.599, Od.10.17, Hdt.1.116. III of the boatswain, give time to rowers, c.dat., Pl.R.396b: abs., Ath.12.535d. 2 sing a chanty, S.E.M.6.24.
German (Pape)
[Seite 1415] aor. pass. ἐκελεύσθην, bei D. Hal. 1, 84 ἐκελεύθην, eigtl. (vgl. κέλλω) in Bewegung setzen, antreiben, μάστιγι κελεύειν, Il. 23, 642; gew. auffordern wozu; bei Hom. meist von Höheren u. Mächtigern, gebieten, befehlen (vgl. κέλομαι); θωρῆξαί ἑ κέλευε Ἀχαιούς Il. 2, 11, καὶ ἐπιτέλλομαι 19, 192; aber auch von Gleichstehenden, Freunden, auffordern, rathen, selten von Niedrigerstehenden, wünschen, flehen, Od. 10, 17. 345 Il. 24, 599; – τινί, Einem zurufen, ihn zu Etwas antreiben, μάλα δὲ σπεύδοντι κέλευον Il. 23, 767, Πάτροκλος δ' ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων 16, 372, öfter; selten bei Sp., wie Plat. Rep. III, 396 a; auch absolut, Ἀτρείδης δ' ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα πολλὰ κελεύων Il. 5, 529, vgl. 11, 65; wie Aesch. λέξω, κελεύεις γάρ, Ch. 105, wo man aus dem Zusammenhang leicht ἐμὲ λέγειν ergänzen kann; vgl. Eum. 170; auch τινί c. inf., αὐτὰρ ὁ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσεν κηρύσσειν Il. 2, 50, τοὶ δ' ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν ib. 151, vgl. 9, 658 Od. 2, 6. 9, 488; einzeln bei Sp., wie D. Sic. 19, 17. Seltener mit dem bloßen accus. der Person, Einen auffordern, antreiben, befehligen, Od. 9, 278. 11, 507, wie Soph. Phil. 1181 βᾶθί νυν ὥς σε κελεύομεν; auch τινά τι, Einen zu Etwas aufmuntern, τί με ταῦτα καὶ οὐκ ἐθέλοντα κελεύεις ἀντία Πηλείωνος μάχεσθαι Il. 20, 87, vgl. Od. 7, 183; acc. cum inf., κελεύω σὲ εἰς πληθὺν ἰέναι, ich ermahne dich, unter die Menge zu gehen, Il. 17, 30, vgl. 11, 781. 14, 62; dies ist nach Hom. die gew. Construction; Pind. Ol. 7, 64 N. 4, 80; πῶς με κελεύεις κακότητ' ἀσκεῖν Aesch. Prom. 1068; Eum. 644. 684; τοῦτον κελεύω πάντα σημαίνειν ἐμοί Soph. O. R. 226; u. so folgde Dichter u. in Prosa, wobei der accus. oft aus dem Zusammenhang zu ergänzen ist; sowohl inf. praes. als aor.; Her. 1, 8; κελεύει ὑμᾶς περιμεῖναι Plat. Rep. I, 327 b. Auch pass., τὰ κελευόμενα ποιεῖν ib. 340 a, κελευόμενοι τὴν αὑτῶν εὐχὴν εἰπεῖν Legg. IV, 709 d, κελεύομαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ Xen. Oec. 17, 2; Thuc. 1, 145 u. Sp. – Auch von den Rednern, die ein Gesetz vorschlagen, Dem. u. A. – Bei Ath. XII, 535 d, wie S. Emp. adv. mus. 24, ist es = den Takt zum Rudern angeben.
Greek (Liddell-Scott)
κελεύω: Ἐπ. παρατ. κέλευον Ἰλ. Ψ. 767· μέλλ. -σω, Ἐπ. ἀπαρ. -σέμεναι Ὀδ. Δ. 274· ἀόρ. ἐκέλευσα, Ἐπ. κέλ-, Ἰλ. Υ. 4· πρκμ. κεκέλευκα, Λυσ. 95. 6, Λουκ. Δημών. Β. 44·- Μέσ., ἀόρ. ἐκελευσάμην Ἱππ. 1. 386, ἀλλὰ συχνότερον ἐν τοῖς συνθέτοις, δια-, ἐπι-, παρακελεύομαι.- Παθ., μέλλ. -ευσθήσομαι Δίων Κ. 68. 9· ἀόρ. ἐκελεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. κεκέλευσμαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14, Λουκ. Θυσ. 11· (οἱ τύποι ἐκελεύθην, κεκέλευμαι εἶνε ἀμφίβ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ., ἐν λ.). (Ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κέλομαι, ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ καλέω. ἂν καὶ ὁ Κούρτ. ἔχει ἀμφιβολίας). Κυρίως, κινῶ εἰς τὰ ἐμπρός, παρακινῶ, ὠθῶ εἰς τὰ ἐμπρός, Λατ. incito (ἴδε κατωτ. Ι. 3), παρακινῶ, παροτρύνω, παραγγέλλω, διατάττω, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐπὶ φιλικῆς προτροπῆς·- σπανιώτερον ἐκ μέρους κατωτέρου ἀνθρώπου, παρακαλῶ, δέομαι, ἱκετεύω, Ἰλ. Ω. 599, Ὀδ. Κ. 17, 345, Ἡρόδ. 1. 116· (οὕτω κέλομαι Ὀδ. Λ. 71)·- ἰδίως δίδω διὰ τῆς φωνῆς τὸν ῥυθμὸν εἰς τοὺς κωπηλάτας, Ἀθήν. 535D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 24· (πρβλ. κελευστής).- Συντάσσεται. 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., παργγέλλω τινὰ νὰ πράξῃ τι, σ’ ἔγωγε… κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30, πρβλ. Β. 11. καὶ 28, Λ. 781., Ξ. 62, Ἡρόδ. 1. 8, 24, καὶ Ἀττ.· ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι, προσέταξε,τὸν ὑπηρέτην νὰ παραγγείλῃ εἰς ἡμᾶς νὰ τὸν περιμείνωμεν, Πλάτ. Πολ. 327Β· ἐν Ἀντιφῶντι 126, 21, τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα εἶναι, δηλ. παραγγέλλει νὰ θεωρῆται ὡς φονεύς·- ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. πολλάκις παραλείπεται, πρβλ. Θουκ. 1. 143· συχνὸν παρὰ τοῖς ῥήτορσι, καὶ τροφὴν ταύτῃ πορίσαι κελεύω Δημ. σ. 45. 17· καὶ πολίτας τοὺς στρατευομένους εἶναι κελεύω 46. 10, 472. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., τί με ταῦτα κελεύεις (δηλ. ποιεῖν) Ἰλ. Υ. 87, πρβλ. Δ. 286· τά με θυμὸς… κελεύει (δηλ. εἰπεῖν) Η. 68, κτλ.· καὶ ἐνίοτε τὸ ἀπαρ. συνάπτεται χάριν ἐπεξηγήσεως, τί με ταῦτα κελεύεις… μάχεσθαι; Υ. 87. 3) ὡσαύτως, μόνον μετ’ αἰτ. προσ., εἰ μὴ θυμός με κελεύει (δηλ. φείδεσθαι) Ὀδ. Ι. 278· ὥς με κελεύεις (δηλ. μυθεῖσθαι) Λ. 507· καὶ ἐπὶ ἵππων, ἐφέπων μάστιγι κέλευε καρπαλίμως κατὰ ἄστυ, τοὺς ἐβίαζε νὰ τρέχωσι…, Ἰλ. Ω. 326·- παρὰ πεζοῖς, ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην, διέταξεν αὐτοὺς νὰ ὑπάγωσι πρὸς τὸν Θηραμ., νὰ συλλάβωσιν αὐτόν, Ξεν. Ἑλ. 2. 3, 54· οὕτω, κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα αὐτόθι 20.- Παθ., διατάττομαι, λαμβάνω διαταγήν, Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 3. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ὃ μὴ κελεύσαι Ζεὺς (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ -σει) Αἰσχύλ. Εὐμ. 618· κ. τι παρά τινος, ἀπαιτῶ, Δημ. 48. 14· ἀντίθ. τῷ ἀπαγορεύω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14.- Παθ. τὸ κελευόμενον, τὰ κελευόμενα, ποιεῖν ἢ πράττειν, παραγγελίαι, διαταγαί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, Πλάτ. Πολ. 340Α. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ. ἑπομ. ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, κηρύκεσσι… κέλευσεν κηρύσσειν… Ἰλ. Β. 50, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν…, Ἰλ. Β. 151· πρβλ. Ἰλ. Λ. 780, ἔνθα ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ, ὅτι ἡ λέξις κελεύων δὲν εἶνε δεσποτική, διότι ὁ Νέστωρ, κελεύων τῷ Ἀχιλλεῖ καὶ Πατρόκλῳ ἐς μάχην ἕπεσθαι, δὲν εἶνε ἄρχων ἢ δεσπότης αὐτῶν, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ κελεύων ἐνταῦθα ἰσοδυναμεῖ τῷ ἀξιῶν, ἐφ’ ἧς σημασίας μετὰ ταῦτα μετεχειρίζετο καὶ τὸ σημαίνω· ὁ ποιητὴς συνάπτει καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτέλλομαι Ἰλ. Τ. 192, σοὶ δ’ αὐτῷ τόδ’ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι καὶ κελεύω·- ἑτάροισι… ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Ὀδ. Ι. 488· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 8. 38, κτλ. ΙΙΙ. ἀπολ., ἰδίως ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει, ὡς σὺ κελεύεις·- οὕτω, πολλὰ κελεύων Ἡρόδ. 6. 36. IV. μετὰ μόνης ἀπαρ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. προσ., σιγᾶν κελεύω, διατάττω, ἐπιβάλλω σιωπήν, Σοφ. Φιλ. 865· οὐδ’ ἂν κελεύσαιμ’ εὐσεβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· συνιστῶ, Λατ. censere, Δημ. 45. 47., 46. 11, κτλ.· ἀντίθ. τῷ οὐκ ἐάω, Ξεν. Ἀθην. 2. 18· κ. μὴ ποιεῖν Ἀττ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκέλευσα, pf. κεκέλευκα : Pass. f. réc. κελευσθήσομαι, ao. ἐκελεύσθην pf. κεκέλευσμαι;
I. mettre en mouvement, pousser, exciter : ἵππους μάστιγι IL presser des chevaux avec le fouet;
II. presser par la parole :
1 exciter, exhorter vivement, τινι : ἀλλήλοισι IL s’encourager mutuellement;
2 ordonner, commander, ou simpl. exhorter : αμφιπόλοισί τι IL commander qch à des serviteurs ; τινι ποιεῖν IL, OD ordonner à qqn de faire qch ; κ. τινὰ ἰέναι IL ordonner à qqn d’aller ; τί με ταῦτα κελεύεις ; IL pourquoi m’ordonnes-tu cela ? τά με θυμὸς κελεύει IL ce que mon cœur me conseille (de dire) ; κ. τοὺς ἕνδεκα ἐπί τινα XÉN ordonner aux Onze de se saisir de qqn ; εἰ μὴ θυμός με κελεύει OD à moins que mon cœur ne me conseille (de m’abstenir) ; ὥς με κελεύεις OD comme tu m’ordonnes (de parler) ; avec un inf. : σιγᾶν κ. SOPH ordonner de se taire ; abs. εἰ σὺ κελεύεις OD si tu l’ordonnes, si tu le désires;
3 demander, exprimer un souhait, un désir : κ. τινος avec l’inf. THC demander instamment à qqn de, etc.
4 Pass. recevoir un ordre : ὑπὸ τοῦ θεοῦ XÉN de la divinité ; κελεύεσθαι avec un inf., recevoir l’ordre de ; τὸ κελευόμενον XÉN l’ordre donné;
5 permettre, concéder.
Étymologie: R. Κελ, pousser, presser ; cf. κέλλω, κέλομαι.
English (Autenrieth)
(root κελ), ipf. (ἐ)κέλευον, fut. inf. κελευσέμεναι: urge, μάστῖγι, Il. 23.642; then command, bid, request, τινί τι, or w. inf., Od. 16.136, Il. 2.50; freq. w. acc. and inf.; w. two accusatives in the formula ὄφρ' εἴπω τά με θῦμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει, Il. 7.68.
English (Slater)
κελεύω (κελεύεις: (ἐ)κέλευσε(ν), κέλευσ.)
1 bid c. acc. & inf. πέμποισ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (sc. Πιτάνα) (O. 6.32) Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἀπόλλων) (O. 6.70) ἐκέλευσεν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (Mosch.: (ἐ)κέλευσε codd.) (O. 7.64) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν (P. 9.115) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.80) Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (Lobel: κέλευε Π̆{ac}: ἐκέλευσε Π̆{pc}) fr. 169. 45. ]α κέλευσ' ι[ P. Oxy. 1792 fr. 34.
English (Strong)
from a primary kello (to urge on); "hail"; to incite by word, i.e. order: bid, (at, give) command(-ment).
English (Thayer)
imperfect ἐκέλευον; 1st aorist ἐκέλευσα; to command, order: τινα, followed by an aorist infinitive, R G L),64; T WH (Tr in brackets)); R G; Buttmann, 201 (174); Winer s Grammar, § 40,3d.); by a use not infrequent in Homer, but somewhat rare in prose writing, with the dative of a person (Plato, rep. 3, p. 396a.; Thucydides 1,44; Diodorus 19,17; Josephus, Antiquities 20,6, 2; Xenophon, Cyril 1,3, 9 variant), followed by an infinitive, R G; cf. Buttmann, 275 (236). κελευσαιτος τίνος, at one's command, κελεύω, especially with the passive infinitive and the accusative, see Buttmann, § 141,5, cf. p. 237 (204) note; also Winer's Grammar, 336 (315), 332 (311).) [ SYNONYMS: κελεύειν, παραγγέλλειν, ἐντέλλεσθαι, τάσσειν (and its comparison): κελεύειν to command, designates verbal orders, emanating (usually) from a superior; παραγγέλλω to charge, etc., is used especially of the order of a military commander which is passed along the line by his subordinates (Xenophon, Cyril 2,4, 2); ἐντέλλεσθαι, to enjoin, is employed especially of those whose office or position invests them with claims, and points rather to the contents of the command, cf. our instructions; τάσσω literally, assign a post to, with a suggestion of duties as connected therewith; often used of a military appointment (cf. τάξις); its compounds ἐπιτάσσειν and προστάσσειν differ from ἐντέλλεσθαι in denoting fixed and abiding obligations rather than specific or occasional instructions, duties arising from the office rather than emanating from the personal will of a superior. Schmidt, chapter 8.]
Greek Monolingual
(ΑΜ κελεύω)
παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω
νεοελλ.
(για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος»)
αρχ.
1. (αντίθ. του επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ
2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή
3. σπρώχνω προς τα εμπρός, ωθώ, οδηγώ με βία, βιάζω («ἴπποι, τοὺς ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ ἄστυ», Ομ. Ιλ.)
4. (για ναύκληρο) δίνω τον ρυθμό στους κωπηλάτες
5. διευθύνω
6. προτείνω («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)
7. τραγουδώ ρυθμικό άσμα
8. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) κελευόμενον
η παραγγελία, η διαταγή
9. φρ. εκκλ. «κέλευσον, δέσποτα» — προσφώνηση διακόνου ή αναγνώστη προς τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κελ-εύ-ω συνδέεται με τα ρ. κέλλω «οδηγώ, ξεκινώ» και κέλομαι «παροτρύνω, διατάζω» και εμφανίζει παρέκταση -ευ (πρβλ. κέλευθος), η οποία όμως είναι ανερμήνευτη. Το ρ. κελεύω είχε αρχικά τη σημ. «κατευθύνω προς, ωθώ προς», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «διατάζω, παρακαλώ». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του εντέλλομαι, επιτάσσω, προστάσσω, γιατί τα τελευταία έχουν εντονότερη την έννοια της προσταγής.
ΠΑΡ. κέλευση, κέλευσμα, κελευστής
αρχ.
κελευσμός, κελευσμοσύνη, κελευστικός, κελευστός, κελεύστωρ, κελευτής, κελευτιώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αντικελεύω, εγκελεύω, επεγκελεύω, επικελεύω, κατακελεύω, προκελεύω, συγκελεύω, συνεπικελεύω, υποκελεύω].
Greek Monotonic
κελεύω: Επικ. παρατ. κέλευον, μέλ. -σω, Επικ. απαρ. -σέμεναι· αόρ. αʹ ἐκέλευσα, Επικ. κέλ-· παρακ. κεκέλευκα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκελεύσθην, παρακ. κεκέλευσμαι· (κέλομαι)· κινώ προς τα μπρος, παρακινώ, ωθώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, προσκαλώ, παραγγέλλω, διατάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., διατάζω κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με ταῦτα κελεύεις (ενν. ποιεῖν)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, θυμός με κελεύει (ενν. φείδεσθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) εναντίον του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, εξουσιάζω ένα πράγμα, σε Αισχύλ.· Παθ., τὸ κελευόμενον, τὰ -να, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κελεύω:
1) погонять, понукать (ἵππους μάστιγι Hom.);
2) убеждать, побуждать, предлагать, просить, советовать: πόλεμον δ᾽ οὐκ ἄμμε κελεύω δύμεναι Hom. не советую, чтобы мы вступили в бой; κελευούσης τῆς Πυθίης Her. по внушению Пифии; οὑδ᾽ ἂν κελεύσαιμι Soph. я и не стал бы убеждать; εἰ μὴ θυμός με κελεύει Hom. если не таково будет мое настроение; ὥς με κελεύεις Hom. как ты просишь меня;
3) понуждать, принуждать, указывать, приказывать, предписывать, велеть (τινὰ или τινὶ ποιεῖν τι NT): κ. ἐπὶ τὰ ὅπλα Xen. приказать взять оружие; κ. τινὰ ἐπί τινα Xen. приказать кому-л. схватить кого-л.; κελεύεσθαι ὑπό τινος Xen. получить приказание от кого-л.; τὸ κελευόμενον Xen. приказ, приказание.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελεύω [~ κέλλω, κέλομαι] imperf. ep. κέλευον; aor. pass. ἐκελεύσθην; perf. pass. κεκέλευσμαι, plqperf. pass. (ἐ)κεκελεύσμην; fut. inf. ep. κελευσέμεναι aansporen, aanzetten, met dat.:; Πάτροκλος δ ’ ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας toen Patroclus de paarden en Automedon had aangespoord Il. 16.684; met dat. en inf.:; τοὶ δ ’ ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν zij spoorden elkaar aan de schepen vast te pakken Il. 2.151; met acc.: εἰ μὴ θυμός με κελεύοι tenzij mijn hart mij aanspoort Od. 9.278. opdragen, bevelen, met acc. van pers.:; ὥς με κελεύεις zoals je mij opdraagt Od. 11.507; κ. τινὰ ἐπὶ τὰ ὅπλα iem. gewapend laten aantreden Xen. Hell. 2.3.20; met acc. van zaak:; ὃ μὴ ’ κέλευσε Ζεύς wat Zeus niet eerst bevolen had Aeschl. Eum. 618; τὰ μὲν κελεύων, τὰ δ ’ ἀπαγορεύων het ene bevelend, het andere verbiedend Aristot. EN. 1129b24; met dubbele acc.:; τί με ταῦτα... κελεύεις; waarom draag je mij dat op? Il. 20.87; met acc. en dat.:; ἀμφιπόλοισι περικλυτὰ ἔργα κέλευε zij liet haar dienaressen prachtig handwerk maken Il. 6.324; met acc. en inf.:; κελεύειν τοὺς πορθμέας ἢ αὐτὸν διαχρᾶσθαί μιν de zeelui bevalen hem ofwel zichzelf te doden (ofwel…) Hdt. 1.24.3; met dat. en inf.:; ὁ κηρύκεσσι... κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε hij droeg de herauten op de mensen ter vergadering te roepen Il. 2.50; abs.:; ὡς ἐκέλευε zoals hij beval Il. 14.278; ptc. subst. τὸ κελευσόμενον of τὰ κελευσόμενα de opdracht(en); spec. het ritme aangeven (bij het roeien):. ἐλαύνοντες τριήρεις ἢ κελεύοντες τούτοις triremen roeien of het roeiritme voor hen aangeven Plat. Resp. 396b. dringend verzoeken, vragen:. υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται, γέρον, ὡς ἐκέλευες jouw zoon is vrij, oude man, zoals jij verzocht Il. 24.599; ἐκέλευον πεμπέμεν ik verzocht om begeleiding Od. 10.17; κελεύοντες σφίσι τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν Astyochus dringend vragend hun te helpen Thuc. 8.38.4; κελευόμενοι τὴν αὑτῶν εὐχὴν εἰπεῖν gevraagd om hun eigen verzoek uit te spreken Plat. Lg. 709d.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: urge, drive on, exhort, command (Il.).
Other forms: -ομαι, aor. κελεῦσαι, -σασθαι,
Compounds: often with prefix, e. g. παρα-, δια-, ἐπι-, ἐν-,
Derivatives: Derivv. also from prefixcompp. (here not esp. noted): κέλευ(σ)μα exhortation, command (IA.), also call of the κελευστής, from where Rom. LW [loanword], e. g. Ital. ciurma, Fr. chiourme the total of rowers of a ship (vgl. Kahane Byz.-Neugriech. Jbb. 15, 97), κελευσμός (IA.), κελευσμοσύνη (Hdt.), κέλευσις (Att.) id. (on the analogical -σ- in κέλευσμα s. Schwyzer 773 and 761); κελευστής "driver", i. e. master of the rowers (Att.; on the meaning Richardson Class. Quart. 37, 55ff.); κελευστικός exhorting (Att.). Lengthned ptc.: κελευτιόων, -όωντε (-άων, -άοντε) driving on (Ν 125, Μ 265), example uncertain, vgl. Schwyzer 732 w. n. 5.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From κέλομαι drive on, set in movement with unexplained -ευ-, the same as in κέλευθος road? (on the meaning cf. Weg, be-wegen, and Luther Weltansicht und Geistesleben 28f.) and which may also occur in τελευ-τη. Improbable Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367ff.: κελεύω after κέλομαι for *κλεύω to *κλεῦσαι (to κλύω); gainst this Frisk GHÅ 56 : 3, 8f.
Middle Liddell
κέλομαι
to urge or drive on, urge, exhort, bid, command, order, Hom., etc.: c. acc. pers. et inf. to order one to do, Il.; (also c. dat. pers., Hom.):—c. acc. pers. et rei, τί με ταῦτα κελεύεις (sc. ποιεῖν); also c. acc. pers. only, θυμός με κελεύει (sc. φείδεσθαι) Od.; ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην ordered them [to go] against him, ordered them to seize him, Xen.; c. acc. rei only, to command a thing, Aesch.:—Pass., τὸ κελευόμενον, τὰ -να, commands, orders, Xen.
{{FriskDe
|ftr=κελεύω: -ομαι
{keleúō}
Forms: Aor. κελεῦσαι, -σασθαι,
Grammar: v.
Meaning: antreiben, auffordern, befehlen (seit Il.).
Composita : oft mit Präfix, z. B. παρα-, δια-, ἐπι-, ἐν-,
Derivative: Ableitungen, auch von den Präfixkompp. (hier nicht besonders notiert): κέλευ(σ)μα Aufforderung, Befehl (ion. att.), auch [[Zuruf des κελευστής (s. u.), woraus rom. LW, z. B. ital. ciurma, frz. chiourme Gesamtheit der Ruderknechte eines Schiffes (vgl. Kahane Byz.-Neugriech. Jbb. 15, 97), κελευσμός (ion. att.), κελευσμοσύνη (Hdt.), κέλευσις (att. usw.) ib. (zum analogischen -σ- in κέλευσμα usw. Schwyzer 773 und 761); κελευστής "Antreiber", d. h. Rudermeister (att. usw.; zur Bedeutung Richardson Class. Quart. 37, 55ff.); κελευστικός auffordernd (att. usw.). Erweitertes Ptz.: κελευτιόων, -όωντε (-άων, -άοντε) anfeuernd (Ν 125, Μ 265), Vorbild unklar, vgl. Schwyzer 732 m. A. 5 und Lit.
Etymology : Von κέλομαι antreiben, in Bewegung setzen mit einer unerklärten ευ-Erweiterung, deren Alter aus κέλευθος Weg (zur Bed. vgl. u. a. Weg: be-wegen, ἄγυια : ἄγειν und Luther Weltansicht und Geistesleben 28f.) hervorgeht und die auch in τελευτή vorzuliegen scheint. Nicht wahrscheinlich Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367ff.: κελεύω nach κέλομαι für *κλεύω zu *κλεῦσαι aufhorchen lassen (zu κλύω); dagegen Frisk GHÅ 56 : 3, 8f.
Page 1,816
}}
Chinese
原文音譯:keleÚw 咳留哦
詞類次數:動詞(27)
原文字根:命令
字義溯源:激勵,邀請,命令,吩咐,叫;源自(κελεύω)X*=力言)。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(26);太(7);路(1);徒(18)
譯字彙編:
1) 吩咐(15) 太14:19; 太18:25; 太27:58; 路18:40; 徒4:15; 徒5:34; 徒12:19; 徒16:22; 徒21:33; 徒22:24; 徒22:30; 徒24:8; 徒25:6; 徒25:17; 徒27:43;
2) 便吩咐(2) 徒23:10; 徒23:35;
3) 他就吩咐(2) 太8:18; 太14:9;
4) 吩咐了(1) 徒25:23;
5) 吩咐人(1) 徒23:3;
6) 我就吩咐(1) 徒25:21;
7) 他吩咐(1) 徒8:38;
8) 便叫(1) 太14:28;
9) 當吩咐人(1) 太27:64;
10) 就吩咐(1) 徒21:34