σίδηρος

From LSJ
Revision as of 12:13, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίδηρος Medium diacritics: σίδηρος Low diacritics: σίδηρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: sídēros Transliteration B: sidēros Transliteration C: sidiros Beta Code: si/dhros

English (LSJ)

[ῐ], Dor. σίδᾱρος IG42(1).102.61 (Epid., iv B.C.), etc.: ὁ; also ἡ, Nic.Th.923: neut. σίδηρον, τό, Sch.D Il.4.151, v.l. in Hdt.7.65 and Daimachus 4J. (but prob. A f.l. for σιδήριον in Gal.19.72, cf. Hsch. s.v. Ἀκίς): pl. σίδηρα Aret.SD2.12, EM26.36, Tz. (v. infr.): —iron, σ. πολιός Il.9.366, Od.24.168; ἰόεις Il.23.850; μέλας Hes.Op. 151; αἴθων Il.4.485, al.; πολύκμητος 6.48, al., cf. Od.9.393; as an article of traffic, οἰνίζοντο . . Ἀχαιοί, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σ. Il.7.473; πλέων . . μετὰ χαλκόν· ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od.1.184; χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σ., of treasures, Il.11.133, al.; as a prize, 23.261,850; Σκύθης σ., because brought from the Euxine, A. Th.818; ὁ πόντιος ξεῖνος . . θηκτὸς σ. ib.942 (lyr.). 2 freq. as a symbol of hardness (cf. σιδήρεος 1.2), or of stubborn force, Il.20.372, Od.19.494; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ σ. ib.211; οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Il.4.510; ἐκ σ. κεχάλκευται . . καρδίαν Pi.Fr.123.4, cf. S. Fr.658; ἦσθα πέτρος ἢ σ. E.Med.1279 (lyr.), cf. Pl.Lg.666c; also of firmness, steadfastness, πέτρης ὅ γ' ἔχων νόον ἠὲ σ. Mosch.4.44, cf. Ach.Tat.5.22. II anything made of iron, iron tool or implement, for husbandry, Il.4.485, cf. 23.834: also of weapons, arrow-head, 4.123; sword or knife, 18.34, 23.30; αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σ. Od. 16.294, cf. E.Or.966 (lyr.); axe-head, Od.19.587: generally, arms, οἱ Ἀθηναῖοι σ. κατέθεντο Th.1.6; ὅπλοις τε καὶ σιδήρῳ διώξειν OGI532.25 (Galatia, i B.C.): also, knife, sickle, Hes.Op.387: pl., fishing-hooks, Theoc.21.49; irons, fetters, Aret.SD2.12, Tz.H.13.302; cf. σιδήριον. III place for selling iron, smithy or cutler's shop, ἀγαγόντα εἰς τὸν σ. X.HG3.3.7.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, dor. σίδαρος, Eisen, Stahl; bei Hom. bes. mit den Beiworten πολιός und αἴθων, auch πολύκμ ητος, u. bei Hes. O. 153 μέλας. Es fand unter allen Metallen dei den Griechen am spätesten allgemeinen Eingang, dah. bei Hom. viel seltner als χαλκός; Gegenstand des Tauschhandels, Od. 1, 184; vgl. Hes. O. 157; Pind. u. Tragg.: χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Aesch. Prom. 502; διέλαχον σφυρηλάτῳ Σκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν Spt. 817, Eisen für »Schwert«, κτείνοντ' αἴθωνι σιδήρῳ, Soph. Ai. 147; τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαῤῥοάς, Eur. Hec. 567; θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν, Phoen. 68: u. in Prosa überall: οἱ Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρο κατέθεντο, Thuc. 1, 6, trugen keine Schwerter mchr; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Plat. Legg. XII, 956 a, u. öfter. Bei Xen. Hell. 3, 3, 7, ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον, wird erklärt »auf den Eisenmarkt«. – Nic. Ther. 924 hat auch ἡ σίδηρος gebraucht. – Im plur. findet sich zuweilen τὰ σίδηρα. Vgl. σίδηρον.

Greek (Liddell-Scott)

σίδηρος: Δωρικ. σίδᾱρος, ὁ· ὡσαύτως θηλ., Νικ. Θηρ. 923· τύπος τις οὐδ. σίδηρον εὕρηται ὡς διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 7. 65, πρβλ. Σχόλ. Mi. εἰς Ἰλ. Δ. 151, πληθ. σίδηρα Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Τζέτζ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - «σίδερο», Λατ. ferrum, πρῶτον παρ’ Ὁμ. μετὰ τοῦ ἐπιθ. πολιός, Ἰλ. Ι. 366, Ὀδ. Ω. 168· ἰόεις Ἰλ. Ψ. 850· (σημειωτέον δὲ ὅτι τὰ πολιός, ἰοειδὴς εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης)· μέλας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 150· ὡσαύτως αἴθων σ., ὅπερ φαίνεται ὅτι δηλοῖ ἐστιλβωμένον σίδηρον, Ἰλ. Δ. 458, Ὀδ. Α. 184. Ἐπειδὴ ὁ σίδηρος εὑρίσκεται μόνον ἀνάμικτος μὲ ἄλλας ὕλας καὶ παρέχει δυσκολίας εἰς τὴν χώνευσιν, ὀψιμώτερον τῶν ἄλλων μετάλλων ἐχρησιμοποιήθη παρ’ Ἕλλησιν ἐν καθολικῇ χρήσει, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. χαλκός). Ἐντεῦθεν καλεῖται πολύκμητος, διὰ πολλοῦ κόπου κατεργαζόμενος, Ἰλ. Ζ. 48, Λ. 379, Μ. 133, Ὀδ. Φ. 10· ― ἀλλ’ ἤδη παρ’ Ὁμήρῳ ἐχρησίμευεν εἰς κατασκευὴν τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων (ἴδε κατωτ. ΙΙ), καὶ ἐξ αὐτοῦ ἦτο κατεσκευασμένος ὁ ἄξων τῆς ἁμάξης τῆς Ἥρας, Ἰλ. Ε. 723· ― ἐγίνωσκον δὲ τότε καὶ τὸν τρόπον τῆς σκληρύνσεως τοῦ σιδήρου, Ὀδ. Ι. 391 κἑξ.. (ὥστεκύανος δυνατὸν νὰ εἶναι χάλυψ)· πρωΐμως δὲ ἦτο ἀντικείμενον ἐμπορίας, οἰνίζοντο ... Ἀχαιοὶ, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ’ αἴθωνι σ. Ἰλ. Η. 472· πλέων μετὰ χαλκὸν· ἄγω δ’ αἴθωνα σίδηρον Ὀδ. Α. 184, ἔνθα ἴδε Nitzsch· καὶ ἐλογίζετο βεβαίως πολύτιμος, ἀφ’ οὗ παρείχετο μετὰ τοῦ χαλκοῦ καὶ χρυσοῦ εἰς πληρωμὴν λύτρων, Ἰλ. Ζ. 46, Κ. 338· τεμάχια αὐτοῦ ἐδίδοντο ὡς βραβεῖα, Ψ. 261, 850. Κατὰ τὸ πλεῖστον προήρχετο ἐκ τῶν βορείων καὶ ἀνατολικῶν μερῶν τοῦ Εὐξείνου, ὅθεν. Σκύθης σ. Αἰσχύλ. Θήβ. 817· καλεῖται ὁ πόντιος ξεῖνος αὐτόθι 942· πρβλ. χάλυψ. 2) πολλάκις φέρεται ὡς σύμβολον τῆς σκηρότητος (πρβλ. σιδήρεος 2), ἢ τῆς ἀκάμπτου δυνάμεως, Ἰλ. Υ. 372, Ὀδ. Τ. 494· ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαγ’ ἠὲ σ. αὐτόθι 211· οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Ἰλ. Δ. 509· ἐκ σιδ. κεχάλκευται ... ψυχὰν Πινδ. Ἀποσπ. 88, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 573· ἦσθα πέτρος ἢ σ. Εὐρ. Μήδ. 1279, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 666C· ὡσαύτως ἐπὶ στερεότητος, σταθερότητος, πέτρης νόος ἠὲ σ. Μόσχ. 4. 44, πρβλ. Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 22. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. ferrum, τὸ ἐκ σιδήρου πεποιημένον, σιδηροῦν ἐργαλεῖον, μάλιστα γεωργικόν, Ἰλ. Ψ. 834, πρβλ. Δ. 485· μάλιστα ἐπὶ ὅπλων, ἡ κεφαλὴ ἢ αἰχμὴ βέλους, Δ. 123· ξίφοςμάχαιρα, Σ. 34, Ψ. 30, Ὀδ. Π. 294, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 966· κοπὶς πελέκεως, Ὀδ. Τ. 587· ― ὡσαύτως καθόλου, ὅπλα, ὁπλισμός, οἱ Ἀθηναῖοι σίδηρον κατέθεντο Θουκ. 1. 6· πρβλ. σιδηροφορέω· ― ὡσαύτως, μάχαιρα, δρέπανον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 385· ἐν τῷ πληθ., ἄγκιστρα ἁλιευτικά, Θεόκρ. 21. 49· δεσμά, «σίδερα». Τζέτζ. 13. 302· πρβλ. σιδήριον. ΙΙΙ. τόπος ἔνθα πωλοῦνται ἀντικείμενα ἐκ σιδήρου, μαχαιροποιεῖον, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. Ὁ Κούρτιος πρβλ. τὸ Σανσκρ. svid-itas (κεχωνευμένος, τετηκώς), svêd-ani (πλὰξ σιδήρου), Ἀρχ. Γερμαν. swêiz-an (frig…re), καὶ τὸ ὄνομα Swed-en (Σουηδία). Ἀλλὰ τὸ σίδηρος ὡς ὄνομα τοῦ γνωστοῦ μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ, πρβλ. χαλκὸς ἐν τέλει· καὶ περὶ τῆς ἱστορίας τῶν διαφόρων ὀνομάτων τοῦ μετάλλου τούτου ἴδε M. Müller Sc. of L. 2, σ. 230 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 fer;
2 tout instrument de fer (épée, pointe de flèche, hache, faux, etc.);
3 marché au fer.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.

English (Autenrieth)

iron; epithets, πολιός, αἴθων, ἰόεις, tempered to blue steel; symbol of firmness, inexorableness, Od. 19.494 ; πολύκμητος, of iron tools or weapons.

Spanish

hierro

English (Strong)

of uncertain derivation; iron: iron.

English (Thayer)

σιδήρου, ὁ, from Homer down, iron: Revelation 18:12.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σίδηρο και σίδερο, το, Ν, και δωρ. τ. σίδαρος, και σίδηρον, τὸ, Α
1. μέταλλο ανθεκτικό και ευκατέργαστο, με χρώμα λευκοκύανο προς τεφρό, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την εποχή που ανακαλύφθηκε, το 1200 περίπου π.Χ., μέχρι σήμερα και, ιδίως, στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη κάθε βιομηχανίας και, γενικότερα, της οικονομίας (α. «κατεργασμένος σίδηρος» β. «χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.)
2. συνεκδ. κάθε αντικείμενο, σκεύος ή εργαλείο, ιδίως γεωργικό, από σίδηρο
νεοελλ.
1. χημ. χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, έχει σύμβολο Fe, ατομικό αριθμό 26 και ατομικό βάρος 55, 847
2. βιολ. σημαντικό χημικό ολιγοστοιχείο του οργανισμού τών ζώων, που υπεισέρχεται στον σχηματισμό τών ερυθρών αιμοσφαιρίων και στη διεργασία της κυτταρικής αναπνοής
3. (το ουδ. στον πληθ.) τα σίδηρα
ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα προϊόντα σιδήρου
4. φρ. α) «σφυρήλατος σίδηρος» ή «μαλακτός σίδηρος»
(μεταλλ.) τύπος σιδήρου με περιεκτικότητα σε άνθρακα μικρότερη του 0, 3%, ο οποίος όμως περιέχει 1-2% σκωρία μηχανικώς αναμεμιγμένη σ' αυτόν και είναι ελατός, ευκατέργαστος, μπορεί εύκολα να συγκολληθεί, παρουσιάζει σημαντική αντοχή στη διάβρωση, στην κρούση και στην καταπόνηση και βρίσκει πολλές εφαρμογές
β) «κονιοποιημένος σίδηρος»
(μεταλλ.) σίδηρος υπό μορφή σκόνης με κόκκους λεπτότητας ανάλογης με εκείνη του τάλκη, σε καθαρή κατάσταση ή αναμεμιγμένος με άλλα μεταλλικά ή αμέταλλα χημικά στοιχεία, που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία κόνεων για την παραγωγή κραμάτων
γ) «θειικός σίδηρος»
χημ. ονομασία δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου που προκύπτουν κατά την επίδραση θειικού οξέος σε αυτόν
δ) «θειούχος σίδηρος»
χημ. ονομασία διαφόρων ανόργανων ενώσεων του σιδήρου και του θείου
ε) «χλωριούχος σίδηρος»
χημ. ονομασία δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου με το χλώριο
στ) «καρβονύλια σιδήρου»
χημ.) βλ. σιδηροκαρβονύλια
ζ) «οξείδια του σιδήρου»
χημ. ονομασία τριών ενώσεων του σιδήρου με το οξυγόνο, οι οποίες είναι το πρωτοξείδιο ή το μονοξείδιο του σιδήρου, το τριοξείδιο ή το σεσκιοξείδιο του σιδήρου και το επιτεταρτοξείδιο του σιδήρου
η) «κράματα του σιδήρου»
(μεταλλ.) κράματα του σιδήρου με ένα ή περισσότερα άλλα μέταλλα, που χρησιμοποιούνται, ιδίως, στη χαλυβουργία
θ) «εποχή του σιδήρου» — τεχνολογικό και πολιτισμικό στάδιο εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, το οποίο ακολούθησε την εποχή του λίθου και την εποχή του χαλκού και κατά το οποίο ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει τον σίδηρο και τον χρησιμοποιούσε, αντί του χαλκού, ως κύριο μέταλλο για την κατασκευή τών εργαλείων και τών όπλων του, στάδιο του οποίου η έναρξη στην Εγγύς Ανατολή και στη νοτιοανατολική Ευρώπη τοποθετείται στο 1200 περίπου π.Χ.
ι) «διά πυρός και σιδήρου»
i) λέγεται προκειμένου να δηλώσει λεηλασία και γενικότερα καταστροφή που έγινε με μεγάλη βιαιότητα και σε ευρεία έκταση
π) μτφ. λέγεται προκειμένου να δηλώσει τα δεινά που υπέστη κάποιος
μσν.
(το ουδ. στον πληθ.) αιχμηρά σιδερένια ραβδιά τα οποία χρησιμοποιούσαν ως βασανιστήρια όργανα («σιδήροις πυρωθεῑσι κατακεντᾱται τὰς σάρκας», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
(το ουδ. στον πληθ.) σιδερένια δεσμά
αρχ.
1. αιχμή βέλους
2. ξίφος ή μάχαιρα ως όπλο
3. το μαχαίρι ως κοπτικό εργαλείο
4. δρεπάνι
5. κόψη πελέκεως
6. (γενικά) όπλα, οπλισμός («Ἀθηναῖοι τὸν... σίδηρον κατέθεντο», Θουκ.)
7. χώρος κατασκευής και πώλησης αντικειμένων από σίδηρο, σιδηρουργείο («ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον», Ξεν.)
8. μτφ. καθετί που χρησιμοποιείται ως σύμβολο σκληρότητας και άκαμπτης δύναμης ή ως σύμβολο στερεότητας και σταθερότητας (α. «ὀφθαλμοὶ...ὠσεὶ κέρα ἔστασαν ἠὲ σίδηρος», Ομ. Οδ.
β. «ἐκ σιδήρου κεχάλκευται... καρδίαν», Πίνδ.)
9. (το ουδ. πληθ.) α) αλιευτικά άγκιστρα («πῶς ἂν ἕλω μέγαν ἰχθῡν ἀφαυροτέροισι σιδάροις;», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που δεν είναι ΙΕ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο και, σε αντιδιαστολή με τον χαλκό που ήταν το συνηθέστερο μέταλλο εκείνης της εποχής, δηλώνει ένα σπάνιο και πολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Κατά μία αμφισβητούμενη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από την περιοχή της Ασίας (πρβλ. καυκασ. zido «σίδηρος»). Κατ' άλλους, η λ. σίδηρος συνδέεται με το λατ. sīdus «μετεωρίτης», που είχε αρχικά την σημ. του μετεωρίτη και αργότερα αυτήν του μετάλλου. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, η λ. μέσω μιας σημ. «κόκκινο μέταλλο» συνδέεται με τον τ. σίδη «ροδιά», πιθ. < προελλ. sida «κόκκινος».
ΠΑΡ. σιδηρικός, σιδηρίτης, σιδηρούς
αρχ.
σιδήραιος, σιδηρεύς, σιδηρεύω, σιδήριον, σιδηρίσκος, σιδηρώδης
αρχ.-μσν.
σιδηραῖος, σιδηρίζω
νεοελλ.
σιδεράκι, σιδεράς, σιδερένιος, σιδεριά, σιδερικό, σιδερίτης, σιδερός, σιδερώνω.
ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με Α' συνθετικό σίδηρος / σίδερο) βλ. σιδηρο-. (Β' συνθετικό) ασίδηρος, ολοσίδηρος
αρχ.
ακροσίδηρος, αυτοσίδηρος, βαρυσίδηρος, βραχυσίδηρος, ευσίδηρος, μακροσίδηρος, περισίδηρος, τμητοσίδηρος, υποσίδηρος
νεοελλ.
ελατοσίδηρος, λευκοσίδηρος, χυτοσίδηρος].

Greek Monotonic

σίδηρος: Δωρ. σίδᾱρος, ,
I. το μέταλλο σίδηρος, Λατ. ferrum, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο σίδηρος ήταν το τελευταίο στη σειρά μέταλλο που τέθηκε σε κοινή χρήση από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο πολύκμητος, αυτός δηλ. που η κατεργασία του είναι κοπιώδης, σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, Σκύθης σίδηρος, σε Αισχύλ.
II. όπως το Λατ. ferrum, οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο εργαλείο ή όπλο, σπαθί ή μαχαίρι, λεπίδα τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.
III. μέρος όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, σιδηρουργείο, μαχαιροποιείο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίδηρος -ου, ὁ, Dor. σίδᾱρος ijzer; vaak als symbool van kracht of hardheid; ὀφθαλμοὶ δ ’ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος ἀτρέμας zijn ogen stonden onbeweeglijk als horen of ijzer Od. 19.211; ὡς ἄρ ’ ἦσθα πέτρος ἢ σίδαρος u was blijkbaar van steen of van ijzer Eur. Med. 1279; voorwerp van ijzer zwaard, mes, gereedschap; uitbr. ijzermarkt Xen. Hell. 3.3.7.

Russian (Dvoretsky)

σίδηρος: дор. σίδᾱρος ὁ
1) железо (πολιός Hom.; μέλας Hes.);
2) железное орудие или оружие (наконечник, крюк, топор, меч, серп и т. п.) Hom., Theocr.: κτείνειν σιδήρῳ Eur. убивать мечом или ножом;
3) рынок железных товаров, скобяная торговля Xen.

Middle Liddell

σίδηρος, δοριξ σίδᾱρος, ὁ,
I. iron, Lat. ferrum, Hom., etc.: iron was the last of the metals brought into common use by the Greeks: hence it is πολύκμητος, wrought with much toil, Hom.: and was of high value, pieces of it being given as prizes, Il. It mostly came from the north and east of the Euxine, Σκύθης ς. Aesch.
II. like Lat. ferrum, anything made of iron, an iron tool or weapon, a sword or knife, an axe-head, etc., Hom., etc.
III. a place for selling iron, a smithy, a cutler's shop, Xen.

Frisk Etymology German

σίδηρος: {sĭ́dēros}
Forms: dor. -αρος
Grammar: m. (f. Nik. Th. 923)
Meaning: Eisen, Stahl, auch eisernes Gerät, Schwert, eiserne Waffen, übertr. ‘(eiserne) Härte’ (seit Il.).
Composita : Mehrere Kompp., z.B. σιδηρόφρων eisernen Sinnes (A., E.), σιδηροκόντρα f. Jagdspieß (Gortyn, Sagalassos; Zingerle Glotta 19, 80ff.), ὁλοσίδηρος ganz aus Eisen (Attika, Delos u. a.).
Derivative: Viele Ableitungen (dor. Formen nicht besonders angegeben): Subst. 1. σιδήριον n. Eisengerät (ion. att., kret.); 2. -ίσκος m. Bez. eines mediz. Instruments (Kreta V—IVa; wie ὀβελίσκος u. a.; Chantraine Form. 408); 3. -εῖα, -εῖον n. Eisenbergwerk (Arist., Delos usw.); 4. -εύς m. Eisenschmied (X. u.a.; Bosshardt 56); 5. -ίτης m., -ῖτις f. aus Eisen, eisern (Pi., Eup. u. a.), auch N. eines Steins (Plin., Orph. u. a.) und verschiedener Pflanzen, "Eisenkraut" (J., Dsk. u. a.; weil Stichwunden heilend, s. Strömberg Pfl.namen 89, Redard 61, 76 usw. [s. Index]). Adj. 6. -ε(ι)ος, -οῦς, -ιος eisern (seit Il.); 7. -ήεις ib. (Nik.), -όεις (EM), -εόεις (Ep.Alex.Adesp.); 8. -ώδης ib. (Sch.). Verba; 9. -όομαι, -όω ‘mit E. versehen (werden)’ (Th., Inschr. usw.) mit -ωσις f. Eisenarbeit (att. Inschr. u. a.), -ώματα n. pl. Eisenbeschläge (Pap. Vp), -ωτός ‘mit E. beschlagen’ (Edict. Diocl.); 10. -εύω ‘in E. arbeiten, schmieden’ (Poll.) mit -εία f. Eisenarbeit (X.); 11. -ίζω ‘dem E. ähneln, E. enthalten’ (Mediz.).
Etymology : Unerklärt. Da das Eisen und die Eisenbereitung zu den Griechen allem Anschein nach aus Vorderasien, dem Pontusund Kaukasusgebiet gelangt sind, ist wahrscheinlich auch das Wort denselben Weg gewandert. Die Ähnlichkeit mit kaukas. (udisch) zido Eisen ist somit vielleicht nicht zufällig; dabei könnte indessen auch zido aus σίδηρος entlehnt sein. — Die alte Verbindung mit lat. sīdus Gestirn (Pott) hat A. W. Persson (s. Kretschmer Glotta 26, 64) neu zu begründen versucht durch die Annahme, daß sich σίδηρος ursprünglich auf das Meteoreisen bezogen hätte. Noch anders Deroy Ant. class. 31, 98 ff. (mit weiteren sehr kühnen Kombinationen): eig. "das rote Metall" und mit σίδη Granatapfel aus vorgr. *sida rot. Auch Crepajac KZ 80, 249ff. glaubt an Zusammenhang mit σίδη, aber als illyr. LW (idg. su̯eid-’glänzen, rot sein’). — Weitere Lit. zu σίδηρος und zu den übrigen idg. Wörtern für Eisen bei Schrader-Nehring Reallex. 1, 234ff.
Page 2,703-704

Chinese

原文音譯:s⋯dhroj 西得羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:鐵 相當於: (בַּרְזֶל‎)
字義溯源:鐵*
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 鐵(1) 啓18:12

English (Woodhouse)

pick-axe, sword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)