μετα-

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

και μεθ- και ματα- (ΑM μετ[α]-, Α και μεται- και πεδα-)
α' συνθετικό πολλών συνθέτων της Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ- όταν το φωνήεν του β' συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ-εόρτια, μεθ-επόμενος) καθώς και με μορφή μεται- σε ένα σύνθ. της Αρχαίας (πρβλ. μεταιβολία). Επίσης, σε ορισμένα σύνθετα της αρχαίας αιολικής διαλέκτου εμφανίζεται η πρόθ. πεδά με την ίδια σημ. (πρβλ. πεδ-αίχμιος). Τέλος, σε σύνθ. της προφορικής Νέας Ελληνικής η πρόθεση απαντά και με τη μορφή ματα- (βλ. λ. ματα-, ματα-κάνω, ματα-λέω). Το μετ(α)- συντίθεται τόσο με ρήματα όσο και με ονόματα και εμφανίζει ποικιλία σημασιών: α) συμμετοχή (πρβλ. μετα-δίδωμι, μετ-έχω, μετα-λαμβάνω)
β) συνοδεία, πράξη που γίνεται από κοινού με άλλον (πρβλ. μετα-δαίνυμαι, μετα-μέλπομαι)
γ) τοπικό ή χρονικό οριακό σημείο, το μέσον, το μεταξύ (πρβλ. μετ-αίχμιο, μετα-κύμιος, μετα-πύργιο)
δ) χρονική διαδοχή (πρβλ. μετα-δόρπιος, μετ-εμψύχωση)
ε) μεταβολή τόπου, κατάστασης σχέσεων και μετάβαση σε νέες μορφές ή καταστάσεις (πρβλ. μετα-βαίνω, μετα-φυτεύω, μετα-κινώ μετα-τίθεμαι, μετα-λαμπαδεύω)
στ) επανάληψη (πρβλ. μετα-κάνω, μετα-κένωση, μετα-λαλώ). Με το μετα- ως α' συνθετικό, τέλος, πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι: μετα-βολισμός (πρβλ. αγγλ. meta-bolism), μετα-χημεία (πρβλ. αγγλ. meta-chemistry) μετά-κεντρο (πρβλ. αγγλ. meta-center) κ.λπ. Επίσης, πάμπολλες λ. σύνθετες με την πρόθ. μετά δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες από την ελλ., λ.χ.: μεταφορά (πρβλ. αγγλ. meta-phor), μετάθεση (πρβλ. γαλλ. metathese) κ.ά. Παραθέτουμε ενδεικτικώς σύνθετα της Ελληνικής με την πρόθεση / προρρηματικό μετα- τα οποία εμφανίζουν ευρύτερη χρήση.
ΣΥΝΘ. μεθαύριο, μεθερμηνεύω, μεθίστημι, μέθοδος, μεθόριος, μεθύστερος, μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβιβάζω, μεταβιώνω, μεταγγίζω, μεταγενέστερος, μεταγίνομαι, μεταγινώσκω, μεταγραμματίζωμεταγράφω, μετάγω, μεταγωγέας, μεταδέχομαι, μεταδίδω, μεταθέτω, μεταίχμιος, μετακαλώ, μετακάρπιος, μετακενώνω, μετακινώ, μετακομίζω, μετακυλώ, μεταλαβαίνω, μεταλαμπαδεύω, μεταλέγω, μεταλλάσσω, μεταμελούμαι, μεταμορφώνω, μεταμοσχεύω, μεταμφιέζω, μετανοώ, μεταπείθω, μεταπέμπω, μεταπίπτω, μεταπλάθω, μεταποιώ, μεταπωλώ, μεταρρυθμίζω, μεταστρέφω, μετασχηματίζω, μετατάσσω, μετατρέπω, μεταφέρω, μεταφράζω, μεταφυσικός, μεταφυτεύω, μεταχειρίζομαι, μετεγγράφω, μετεμψυχώνω, μετενσωματώνω, μετέπειτα, μετέρχομαι, μετέχω, μετέωρος, μετοικίζω, μέτοικος, μετονομάζω, μετόπη, μετόπισθεν αρχ. μεθάπτομαι, μεθίημι, μεθορώ, μεταβουλεύω, μεταδιατάσσω, μεταδιοικώ, μεταδόρπιος, μεταιωρούμαι, μετάκειμαι, μετακυκλούμαι, μεταλαγχάνω, μεταλείπω, μεταμανθάνω, μετανίστημι, μετάπλους, μεταπρέπω, μεταρρέω, μεταστήθιος, μέτειμι (Ι), μέτειμι (ΙΙ), μετεισέρχομαι
αρχ.-μσν.
μεθέλκω, μετακαθίζω, μετακαινίζω, μετακρούω, μετακυλίνδω, μεταπορεύομαι, μεταρρίπτω, μεταφοιτώ, μέτηλυς
μσν.
μεταπολύω, μετασπείρω, μετασυλλογίζομαι, μετασυμπονώ, μετεπινοούμαι, μετιχνιώμαι
(μσν.-νεοελ.) μεθύμνιο, μεταγλωττίζω, μεταγνώθω, μετατοπίζω
νεοελλ.
μεθεόρτια, μεθεπόμενος, μεταβάφω, μεταβιομηχανικός, μεταβολισμός, μεταγένεση, μεταδημότευση, μεταδιασεισικός, μεταδοτήρας, μεταηθική, μεταθανάτιος, μετάκεντρο, μετακλασικός μεταλογική, μεταμέρεια, μεταμεσημβρινός, μεταμεσήμερο, μεταμεσονύκτιος, μεταμορφοψία, μεταπολίτευση, μετασεισμός, μετασύνδεση, μετασχολικός, μετασωμάτωση, μετασώτριο, μετατάρσιος, μετάφαση, μετάφραγμα, μεταφυσική, μεταφωνία, μετάχρωση, μεταψυχιατρική, μεταψυχικός, μετεγγύηση, μετεγκέφαλος, μετείκασμα, μετεκλογικός, μετεκπαιδεύω, μετενσαρκώνω, μετεξέταση, μετεξεταστέος, μετεπιβίβαση, μετεργασιακός, μετήχηση.