θνήσκω
English (LSJ)
(with ι IG2.2477.7, 10,2494, Ἀρχ.Ἐφ.1910.73;
A θνείσκ- IG 2.4040b; [ἀποθν]ήισκειν Pl.Phdr. in PPetr.1p.18 (iii B.C.), but θνήσκω Did. ap. EM452.29, freq. in codd.), Aeol. θναίσκω Hdn.Gr.2.79, Dor. θνᾴσκω Sammelb.6754.22 (iii B.C.): fut. θᾰνοῦμαι Simon.85.9, S.Ant. 462, etc.; Ep. inf. -έεσθαι Il.4.12; later θνήξομαι AP9.354 (Leon.), Polyaen.5.2.22 codd.: aor. 2 ἔθᾰνον, Ep. θάνον Od.11.412, al.; inf. Ep. and Ion. θανέειν, as always in Hom., exc. Il.7.52, θανέμεν Pi.P.4.72: pf. τέθνηκα Il.18.12, etc.; subj. τεθνήκω Th.8.74: plpf. ἐτεθνήκειν Antipho 5.70, Lys.19.48; 3pl. -ήκεσαν And.1.52: short forms of pf., 3dual τέθνᾰτον X.An.4.1.19, 1pl. τέθνᾰμεν Pl.Grg. 493a, 3pl. τεθνᾶσι Il.22.52, etc.; 3pl. plpf. ἐτέθνᾰσαν Antipho 5.70, And.1.59, X.HG6.4.16; imper. τέθνᾰθι Il.22.365, τεθνάτω 15.496, IG12.10, Pl. Lg.933e, etc.; opt. τεθναίην Il.18.98, etc.; inf. τεθνάναι [ᾰ] Semon. 3, Hdt.1.31, Ar.Ra.1012, Pl.Com.68, Th.8.92, etc., τεθνᾶναι dub.l. in Mimn.2.10, A.Ag.539; Ep. τεθνάμεναι, -άμεν, Il.24.225, 15.497, etc.; Aeol. τεθνάκην Sapph.2.15; part. τεθνεώς Hdt.9.120, Ar.Av. 476, etc., fem. τεθνεῶσα Lys.31.22, D.40.27 (τεθνηκυῖα Hippon.29, E. Or.109), neut. τεθνεός Hdt.1.112, Hp.Nat.Mul.32 (τεθνηκός Pl.Phd. 71d, pl. τεθνεῶτα 72c); gen. τεθνεῶτος, etc., Hdt.5.68, etc. (once in Hom., dat. τεθνεῶτι Od.19.331); poet. τεθνεότος Archel. ap. Antig. Mir.89, Q.S.7.65; Dor. τεθνᾰότα Pi.N.10.74; Ep. τεθνηώς (v.l. τεθνειώς) Il.17.161, -ηυῖα Od.4.734, (κατα-) 11.141; gen. τεθνηῶτος Il.9.633, etc.; also τεθνηότος 17.435, Od.15.23, al. τεθνεῶτι is trisyll. Od.19.331, τεθνεώτων E.Supp.272 (hex.): disyll. forms are written in later Gr., nom. τεθνώς BCH18.438 (Argilus); gen. sg. τεθνῶτος SIG799.13 (Cyzicus, i A.D.); dat. sg. τεθνῶτι Papers of the Amer. School 3.334 (Pisid.); fem. τεθνώσῃ (and gen. pl. τεθνήτων) Ath.Mitt. 50.134 (Macedonia); acc. pl. fem. τεθνώσας Babr.45.9]: from τέθνηκα arose fut. τεθνήξω Ar.Ach.325, A.Ag.1279 (censured as archaic by Luc.Sol.7), later τεθνήξομαι Diogenian.Epicur.1.28, 3.52, Luc.Pisc. 10, Ael.NA2.46; part. τεθνηξόμενος Lib.Ep.438.7.—The simple Verb is regularly used in early Prose in pf. and plpf.; for pres., fut., and aor. the compd. ἀποθνῄσκω is substituted: θνῄσκει v.l. in Hp. Mul.1.9, σάρκες θνῄσκουσι Art.69, ἔθνῃσκον Th.2.47, al., θνῃσκόντων ib.53, θνῄσκοι Pl.Phd. 72d, θνῄσκομεν Epicur.Ep.1p.20U.: aor. part. θανών, subj. θάνῃ, IG12(5).593.2,20,23 (Iulis, v B.C.), Berl.Sitzb. 1927.166 (Cyrene), Phld.Herc.1649.4: aor. inf. θανεῖν ib.1418.13:—in pres. and impf., die, as well of natural as of violent death; in aor. and pf., to be dead (cf. τί τοὺς θανὅντας οὐκ ἐᾷς τεθνηκέναι; Eup.12.3 D.; τέθνηκ' ἔγωγε πρὶν θανεῖν κακῶν ὕπο E.Hec.431), θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν Il.7.52, etc.; ζωὸς ἠὲ θανών = alive or dead, Od.4.553, cf. 15.350; ἦ ἤδη τέθνηκε 4.834; ὡς ἄμεινον εἴη τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν Hdt.1.31, cf. 7.46; τεθνάναι κρεῖττον ἤ… D.9.65, cf. 10.25; ἄξιος τεθνάναι Ar.Ra. 1012, etc.; τεθνάτω let him be put to death, IG12.10.29; ἄτιμος τεθνάτω Lex ap.D.9.44: freq. in part., νέκυος πέρι τεθνηῶτος Il.18.173; νεκρὸν… τεθνηῶτα a dead corpse, Od.12.10; οἱ τεθνηκότες, οἱ θανόντες, the dead, E.Hec.278, Eup. l.c., etc.; οὔτε τεθνεῶτα οὔτε ζῶντα Hdt.4.14; οἴχεται θανών (v. οἴχομαι); θανὼν φροῦδος (v. φροῦδος); θανόντι συνθανεῖν S.Tr.798,Fr.953, cf. E.Supp.1007(lyr.); ὁ θανών, opp. ὁ κτανών, S. Ph.336: pres. with pf. sense, θνῄσκουσι γάρ, for τεθνήκασι, Id.OT 118, cf. E.Hec.695 (lyr.),Ba.1041 (lyr.), etc.
2 used like a pass. Verb, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν to fall by his hand, Il.15.289; θ. ὑπό τινος Pl.Ep.329c, Arist.HA625a16; ἔκ τινος Pi.P.4.72, S.OT1454; πρός τινος ib.292, E.Hec.773; θεοῖς τέθνηκε S.Aj.970: freq. c. dat. instrumenti, θ. χερί, δορί, Id.OC1388, A.Th.959(lyr.); φαρμάκοισι E. Fk.464; also ἐν βρόχῳ A.Ch.558; τεθνάναι τῷ δέει, τεθνάναι τῷ φόβῳ, c. acc., to be in mortal fear of, D.4.45, 19.81, cf. Arr.An.7.9.4; προοίμιον σκοτεινὸν καὶ τεθνηκὸς δειλίᾳ Aeschin.2.34; θνήσκω ἐπί τινι = to die leaving one as heir, Luc.DMort.7.1.
II metaph., of things, perish, θνᾴσκει σιγαθὲν καλὸν ἔργον Pi.Fr.121; ἐσλῶν ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει… δαμασθέν Id.O.2.19; λόγοι θνῄσκοντες μάτην A.Ch.846; θ. πίστις S. OC611; τὸ τρύβλιον τέθνηκέ μοι Ar.Ra.986 (lyr.): in Prose, τέθνηκε τὸ τοὺς ἀδικοῦντας μισεῖν D.19.289; τεθνηκός τι φθέγξασθαι D.C.40.54; τεθνηκὸς ὁρᾶν Callistr.Stat.14; τὸ τεθνηκὸς ὁ λίθος ὑπεδύετο ib.2.
French (Bailly abrégé)
f. θανοῦμαι, ao.2 ἔθανον, pf. τέθηνκα;
1 mourir de mort naturelle ou violente ; à l'ao. et au pf. être mort ; rar. au prés. au sens d'un pf. θνῄσκουσι ils sont morts (c. τεθνήκασι) SOPH, et inv. pf. au sens d'un prés. τὸ πλοῖον οὗ δεῖ ἀφικομένου τεθνάναι με PLAT le navire à l'arrivée duquel il me faut mourir ; οἰκτίστῳ θανάτῳ θανέειν OD être mort d'une mort lamentable ; νόσῳ XÉN de maladie ; pléon. τεθνηὼς νεκρός OD ou νέκυς IL homme mort;
2 au sens Pass. être tué : χερσὶν ὕπ' Αἴαντος θανέειν IL périr de la main d'Ajax ; ou simpl. θν. ὑπό τινος, ἔκ τινος, πρός τινος, θεοῖς périr de la main de qqn, de la main des dieux ; περί ou ὑπέρ τινος ATT mourir pour qqn ou pour qch ; τεθνάναι τῷ δέει ou τῷ φόβῳ τινά DÉM avoir une crainte mortelle de qqn;
3 en parl. de choses périr, s'évanouir, disparaître.
Étymologie: pour *θνηΐσκω, de la R. Θνη, mourir = Θαν conservé dans θανοῦμαι, ἔθανον, θάνατος, etc.
German (Pape)
[Seite 1212] (θαν), fut. θανοῦμαι, θνήξομαι Leon. Al. 35 (IX, 354), aor. ἔθανον, θανεῖν, perf. τέθνηκα, mit den synkopirten Formen τέθναμεν, τέθνατε, τεθνᾶσι, opt. τεθναίην, imper. τέθναθι, partic. τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεώς, od. τεθνεός, Her. 1, 112; bei Hom. auch τεθνηώς, τεθνηότος, Od. 24, 56 Il. 13, 659. 19, 300. 24, 20; τεθνεῶτι dreisylbig Od. 19, 331, wie τεθνεώτων im Hexameter bei Eur. Suppl. 272; Sp. D. auch τεθνεότος, Qu. Sm. 7, 65; vom fem. kommt nur τεθνηκυῖα vor, Od. 4, 734, comp. κατατεθνηυῖα; Buttmann zieht die böotische Form τεθνειώς vor u. hält sie findet, Theocr. 25, 273 Qu. Sm. 5, 502; vgl. Wernicke Tryphiod. p. 193 u. Spitzner zu Il. 6, 71; lus. τεθνάναι, ep. τεθνάμεν u. τεθνάμεναι, auch τεθνᾶναι, Aesch. Ag. 525, plusqpf. ἐτέθνασαν. Aus dem perf. ist ein neues fut. τεθνήξω gebildet, in der Bdtg "todt sein werden", Aesch. Ag. 1252; Ar. ὡς τεθνήξων ἴσθι νυνί, Ach. 306; auch Plat. Gorg. 469 d ist τεθνήξει für τεθνήξεται jetzt hergestellt; aber Ar. Nubb. 1418 steht noch σὺ δ' ἐγχανὼν τεθνήξει, wie Ach. 565 u. Vesp. 654; τεθνήξομαι Luc. Char. 17, vgl. Soloec. 67; dor. τεθναξοῦμαι, Plut. apophth. Lac. Brasid. 3; auch τεθνήσειν, D. Cass. 51, 13; – sterben, den Tod finden, im perf. gestorben, todt sein; sowohl vom natürlichen Tode, Hom. u. Folgde überall, als von jedem gewaltsamen Getödtetwerden, Umkommen; αἴ κε θάνῃς καὶ μοῖραν ἀναπλήσῃς βιότοιο Il. 4, 170; θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν 7, 52 u. öfter; χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν, von den Händen des Aias sterben, durch ihn getödtet werden, 15, 289; ζωὸς ἠὲ θανών, lebend oder todt, Od. 4, 553; εἴ που ἔτι ζώουσιν ἢ ἤδη τεθνᾶσι 15, 350; öfter bei den Folgdn ζῶν u. τεθνηκώς einander entgegengesetzt; τεθνηώς, der Todte; νεκρὸν τεθνηῶτα Od. 12, 10, νέκυος πέρι τεθνηῶτος Il. 18, 173; θανεῖν ἔκ τινος sagt Pind. P. 4, 72, der neben τεθνηκότων, N. 7, 32, auch τεθναότα, 10, 74 hat; τέθνηκας, du bist todt, Aesch. Ch. 880 u. sonst; ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων, durch eigene Hand, Spt. 787; δορὶ ἔθανες 943, δορικανεῖ μόρῳ Suppl. 965; βιαίως Ch. 542; übertr., λόγοι θρώσκουσι θνήσκοντες μάτην 833; Soph. sagt ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ist schon lange todt, Ant. 560, vgl. Phil. 1009 El. 1141; übertr., untergehen, θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία O. C. 617; θανεῖν ὑπό τινος, öfter, ἔκ τινος O. R. 1454; πρός τινος ib. 292, wie Eur. Hecub. 773. In Prosa ist bes. das perf. üblich, für praes. u. aor. dagegen das comp. ἀποθνήσκω; ὁ τεθνεὼς ὑπὸ τοῦ σοῦ πατρός, der von deinem Vater getödtet oder durch deines Vaters Schuld gestorben ist, Plat. Euthyphr. 4 b; Folgde. Selten von Sachen, τέθνηκε τὸ τρυβλίον Ar. Ran. 983.
Russian (Dvoretsky)
θνῄσκω: или θνήσκω, дор. θνᾴσκω (fut. θᾰνοῦμαι, aor. 2 ἔθᾰνον, pf. τέθνηκα; fut. 3 τεθνήξω и τεθνήξομαι; conjct. τεθνήκω; opt. τεθναίην; inf. τεθνηκέναι и τεθνάναι, эп. inf. τεθνάμεναι и τεθνάμεν; imper. τέθνᾰθι; part. τεθνηκώς и τεθνεώς, эп. part. τεθνηώς; 3 л. pl. ppf. ἐτεθνήκεσαν и ἐτέθνᾰσαν; эол. ppf. τεθνάκην с ᾱ)
1 умирать, погибать (οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom.; νόσῳ Her.): ζωὸς ἠὲ θανών Hom. живой или мертвый; τεθνηὼς νεκρός или νέκυς Hom. мертвец; οἱ θανόντες, οἱ τεθνηκότες и οἱ τεθνεῶτες Xen., Plat., Arst.; умершие, мертвые; θανέειν (χερσὶν) ὑπό τινος Hom., Plat., ἔκ и πρός τινος Pind., Soph., также τινί Soph. и ὑπό τινος Arst. умереть от чьей-л. руки, т. е. быть убитым кем-л.; θ. περί и ὑπέρ τινος Xen., Plat.; умирать за кого(что)-л.; εὐγενὴς ὁ κτανών τε χὠ (= καὶ ὁ) θανών Soph. славен и убивший (Аполлон) и убитый (Ахилл); οὐδ᾽ ἄγγελός τις …; Θνήσκουσι (= pf. τεθνήκασι) γάρ Soph. нет какого-л. вестника …? (Нет), ибо они (все) погибли; τίνι μόρῳ θνήσκεις (= pf. τέθνηκας); Eur. какой смертью погиб ты, (Полидор)?; τεθνάναι τῷ δέει или τῷ φόβῳ τινά Dem. умирать со страху перед кем-л., смертельно бояться кого-л.;
2 гибнуть, исчезать, пропадать: λόγοι θνήσκοντες μάτην Aesch. слова, пропадающие втуне; θνήσκει πίστις Soph. исчезает верность; τὸ τρυβλίον τὸ περυσινὸν τέθνηκέ μοι Arph. у меня пропало купленное в прошлом году блюдо; ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει Pind. под влиянием радостей исчезает скорбь; τέθνηκε τὸ μισεῖν τινα Dem. ненависть к кому-л. угасла.
Greek (Liddell-Scott)
θνήσκω: (ῄ), Δωρ. θνάσκω: μέλλ. θᾰνοῦμαι Σιμων. 85. 9, Σοφ. Ἀντ. 462, Τρ. 160, Εὐρ. Τρῳ. 1056, Ἐπικ. ἀπαρ. -έεσθαι Ἰλ. Δ. 12: - ἀόρ. ἔθᾰνον, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀπαρ. θανέειν, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν ἐν Ἰλ. Η. 52, θανέμεν Πίνδ. Π. 4. 126: -πρκμ. τέθνηκα Ἰλ. Σ. 12, Ἀττ.: ὑπερσ. ἐτεθνήκειν Ἀντιφῶν 137. 34, Λυσ. 156. 11, γ΄ πληθ. -ήκεσαν Ἀνδοκ. 8. 5· τοῦ πρκμ. ὑπάρχουσι πολλοὶ συγκεκομμένοι τύποι, γ΄ δυϊκ. τέθνᾰτον Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19, α΄ πληθ. τέθνᾰμεν Πλάτ. Γοργ. 492Ε, γ΄ πληθ. τεθνᾶσι Ἰλ. Χ. 52, Ἀττ,· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐτέθνᾰσαν Ἀντιφῶν 137. 36, Ἀνδοκ. 8. 42, Ξεν.· προστ. τέθνᾰθι Ἰλ. Χ. 365, τεθνάτω Ο. 496, Πλάτ. κλ.· εὐκτ. τεθναίην Ἰλ. Σ. 98, κτλ.· ἀπαρ. τεθνάναι ᾰ Ἡρόδ. 1. 31, Ἀριστοφ. Βατρ. 1012, Πλάτ. Κωμ. Λακ. 3, Θουκ., κλ.· τεθνᾶναι (τεθνάμεναι Brgk) Μίμνερμ. 2. 10, Αἰσχύλ. Ἀγ. 539 Ἐπικ. τεθνάμεναι, -άμεν Ἰλ. Ω. 225, Ο. 497, κτλ.· Αἰολ. τεθνάκην Σαπφὼ 2. 15· μετοχ. τεθνεὼς Ἡρόδ. 9. 120, Ἀριστοφ. Ὄρν. 476, κτλ., θηλ. τεθνεῶσα Λυσ. 189. 2, Δημ. 1016. 26 (τεθνηκυῖα Ἱππῶναξ 21, Εὐρ. Ὀρ. 109), οὐδ. τεθνεὸς Ἡροδ. 1. 112. Ἱππ. 571. 15 (τεθνηκὸς Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 71D, πληθ. τεθνεῶτα 72C)· γεν. τεθνεῶτος, κτλ., Ὅμ., Ἀττ., ποιητ. τεθνεότος Ἀνθ. Π. παράρτ. 14, Κόϊντ. Σμ. 7. 66· Ἐπικ. τεθνηὼς (διάφ. γραφ. -ειὼς) Ἰλ. Ρ. 161, -ηυῖα Ὀδ. Δ. 734, Λ. 140· γεν. τεθνηῶτος Ἰλ. Ι. 633 (629), κτλ.· ὡσαύτως, χάριν τοῦ μέτρου, τεθνηότος Ρ. 435, Ὀδ. Ο. 23, κ. ἀλλ. τεθνεὼς ὡς δισύλλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 476, τεθνεῶτι ὡς τρισύλλ. ἐν Ὀδ. Τ. 331, καὶ τεθνεώτων ἐν Εὐριπ. Ἱκέτ. 272· - ὅπου τινὲς γράφουσι τεθνὼς κτλ., ὡς ἐν Βαβρ. 45. 9: - ἐκ τοῦ πρκμ. τέθνηκα ἐγεννήθησαν παρ’ Ἀττ. οἱ τύποι τοῦ μέλλ. τεθνήξω, τεθνήξομαι, ὧν ὁ πρῶτος παρὰ τῇ παλαιοτέρᾳ, ὁ δὲ δεύτερος παρὰ τῇ νεωτέρᾳ, Ἀτθίδι, Dawes M. C. 151 κἑξ., Εlmsl. καὶ Dind. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 590· τὸν ἐνεργ. τύπον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1279, Ἀριστοφ. Ἀχ. 325, ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς ἀρχαϊκὸν ὑπὸ τοῦ Λουκ. ἐν Σολοικ. 7. - Τοῦ ῥήματος τούτου οἱ πεζοὶ συγγραφεῖς σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται τὸν ἁπλοῦν τύπον εἰμὴ ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. (οἵτινες σπανίως εὕρηνται σύνθετοι), ἐνῷ ἀντὶ ἐνεστῶτος, μέλλοντος καὶ ἀορίστου χρῶνται τοῖς ἀποθνήσκω, ἀποθανοῦμαι, ἀπέθανον: τὸ καταθνήσκω ὡσαύτως εἶναι ποιητ. ἴδε Vcitch Ἀνώμαλα Ρήματα. (Ἡ √ΘΑΝ, εὑρισκομένη ἐν τῷ ἀορίστῳ θανεῖν, θάνατος, θνητός, δὲν εὑρέθη ἐν ταῖς συγγενευούσαις γλώσσαις). Κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατατ., ἀποθνήσκω, ἐκπνέω, ἐπί τε φυσικοῦ καὶ βιαίου θανάτου, ἐν δὲ τῷ ἀορίστῳ καὶ παρακειμ., ἔχω ἀποθάνῃ, εἶμαι νεκρός, πρῶτον παρ’ Ὁμ.· θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν Ἰλ. Η. 52, κτλ.· οἰκτίστῳ θανάτῳ θανέειν Ὀδ. Λ. 412· ζωός ἠὲ θανών, ζῶν ἢ νεκρός, Δ. 553, πρβλ. Ο. 350· ἀλλ’ ἤδῃ τέθνηκε Δ. 834· βουλοίμην κε., τεθνάμεν ἢ ὀράασθαι ΙΙ. 107· ὡς ἄμεινον εἴη τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν Ἡρόδ 1. 31, πρβλ. 7. 46· τεθνάναι κρεῖττον ἢ... Δημ. 127. 28, πρβλ. 138. 7· ἄξιος τεθνάναι Ἀριστοφ. Βατρ. 1012, κτλ.· - συχν. ἐν τῇ μετοχ., νέκυος πέρι τεθνηῶτος Ἰλ. Σ. 173· νεκρὸν.. τεθνηῶτα, νεκρὸν πτῶμα, Ὀδ. Μ. 10· οὕτω παρ’ Ἀττ., οἱ τεθνηκότες ἢ τεθνεῶτες, οἱ θανόντες, οἱ νεκροί· οὕτως, οὔτε τεθνεῶτα οὔτε ζῶντα Ἡρόδ. 4. 14· οἴχεται θανὼν (ἴδε οἴχομαι)· θανὼν φροῦδος (ἴδε φροῦδος)· θανόντι συνθανεῖν Σοφ. Τρ. 798, Ἀποσπ. 690· ὁ θανών, ἀντίθετον τῷ ὁ κτανών, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 336· - ὁ ἐνεστ. ἐνίοτε λαμβάνει σημασίαν πρκμ., θνήσκουσι γάρ, ἀντὶ τεθνήκασι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 118, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 695, Βάκχ. 1041, κτλ. 3) συχνάκις ἐν χρήσει ὡς παθ. ῥῆμα, χερσὶν ὑπ’ Αἴαντος θανέειν, πίπτω διὰ χειρὸς τοῦ Αἴαντος, φονεύομαι ὑπ’ αὐτοῦ, Ἰλ. Ο. 289 ἁπλῶς, θν. ὑπὸ τινος, Λατ. perire ab aliquo, Πίνδ. Ο. 2. 36, πρβλ. Πλάτ. ἐν Εὐθύφρ. 4. D· ἔκ τινος Πίνδ. Π. 4. 128, Σοφ. Ο. Τ. 1454· πρός τινος αὐτόθι 292, Εὐρ. Ἑκ. 773· θεοῖς τέθνηκε Σοφ. Αἴ. 970· καὶ συχνὸν μετὰ δοτ. ὀργάνου, θν. χερί, δορί, βρόχῳ, φαρμάκοις, κτλ., Τραγ.: - τὴν λέξιν μεταχειρίζεται κατὰ μοναδικὸν τρόπον ὁ Δημ.: οἱ δὲ σύμμαχοι τεθνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους 53. 11· ὥστε αὐτὸν τεθνάναι τῷ φόβῳ τοὺς Θηβαίους ὁ αὐτ. 366. 26. -ἔνθα τὰ τεθνάναι τῷ δέει, τεθνάναι τῷ φόβῳ, δέον νὰ ερμηνευθῶσι, τοὺς φοβοῦνται ὡς τὸν θάνατον, ἢ ὅταν ἀκούσωσιν περὶ αὐτῶν ἀποθνήσκουσιν ἐκ φόβου· προοίμιον σκοτεινὸν καὶ τεθνηκὸς δειλίᾳ Αἰσχίν. 32. 41· - ὁ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 7 ἔχει, θν. ἐπὶ τινι, ἀποθνήσκω ἀφίνων τινὰ ὡς κληρονόμον μου. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀποθνήσκω, χάνομαι, ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι, θνήσκει καλὸν ἔργον Πίνδ. Ἀποσπ. 86· λόγοι θνήσκοντες μάτην Αἰσχύλ. Χο. 816· θν. πίστις Σοφ. Ο. Κ. 611· τὸ τρύβλιον τέθνηκέ μοι Ἀριστοφ. Βατρ. 986· ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, τέθνηκε τὸ τοὺς ἀδικοῦντας μισεῖν Δημ. 434. 7· τεθνηκός τι φθέγγεσθαι Δίων Κ. 40. 54· τεθνηκὸς ὁρᾶν Καλλίστρ., κτλ.
English (Autenrieth)
ipf. θνῆσκον, fut. inf. θανέεσθαι, aor. ἔθανον, θάνον, inf. θανέειν, perf. τέθνηκα, 3 pl. τεθνᾶσι, opt. τεθναίην, imp. τέθναθι, -άτω, inf. τεθνάμεν(αι), part. τεθνηώς, τεθνηκυῖα, τεθνηῶτος and τεθνηότος, dat. τεθνεῶτι: die, be killed, perf. be dead.
English (Strong)
a strengthened form of a simpler primary thano than'-o (which is used for it only in certain tenses); to die (literally or figuratively): be dead, die.
Greek Monolingual
(ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και αποθνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνάσκω)
1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο
2. (η μτχ. αορ. β' ως επίθ.) θανών, ούσα, όν
ο νεκρός, ο πεθαμένος, ο εκλιπών
αρχ.
1. (η μτχ. αορ. β' και παρκμ. στον πληθ. ως επίθ.) οι θανόντες, οι τεθνηκότες ή τεθνεώτες
οι νεκροί
2. (συχνά ως παθ. ρήμα, με ποιητ. αίτ. κατά δοτ. ή εμπρόθ. προσδ. υπό, εκ, προς τινος) φονεύομαι από κάποιον (α. «θεοίς τέθνηκε», Σοφ.
β. «θνῄσκουσιν ὑπὸ τῶν μελιττῶν»
Αριστοτ.
γ. «θνῄσκει δέ προς τοῦ;» — από ποιόν σκοτώθηκε; Ευρ.)
3. φρ. «τέθνηκα τῳ φόθῳ» ή «τῷ δέει» — φοβάμαι ώς τον θάνατο, πεθαίνω από το φόβο βλέποντας ή σκεπτόμενος κάποιον, Δημοσθ.
4. μτφ. είμαι ξεψυχισμένος από τον φόβο («προοίμιον σκοτεινὸν και τεθνηκὼς δειλίᾳ» — προοίμιο σκοτεινό και ξεψυχισμένο εξαιτίας της δειλίας του ρήτορα, Αισχίν.)
5. (μτφ. για πράγματα) χάνομαι, καταστρέφομαι («θνᾴσκει σιγαθὲν καλὸν ἔργον» — η καλή πράξη χάνεται όταν αποσιωπηθεί, Πίνδ.
6. φρ. «θνῄσκω ἐπί τινι» — πεθαίνω αφήνοντας κάποιον ως κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάνατος.
Middle Liddell
[The Root is !θαν, found in aor2 θανεῖν, etc.] [The form τεθνειώς appears as a variant reading at Iliad 17.161]
I. to die, be dying, in aor2 and perf. to be dead, Hom., etc.; the pres. sometimes takes a perf. sense, θνήσκουσι γάρ, for τεθνήκασι, Soph., Eur.
2. often used like a pass. Verb, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν to fall by his hand, be slain by him, Il., etc.:—note the phrase of Dem., τεθνᾶσι τῶι δέει τοὺς τοιούτους, where τεθνᾶσι τῶι δέει must be taken as a single Verb, are in mortal fear of.
II. metaph. of things, to die, perish, Aesch., Soph., etc.
English (Thayer)
perfect τέθνηκα, infinitive τεθνάναι and L T Tr WH τεθνηκέναι (in τεθνηκώς; pluperfect 3rd person singular ἐτεθνήκει ( ); (from Homer down); the Sept. for מוּת; to die; perfect to be dead: L brackets); in T WH omit; L Tr brackets); ζῶσα τέθνηκε, i. e. κἄν δοκῇ ζῆν ταύτην τήν αἰσθητην ζωήν, τέθνηκε κατά πνεῦμα (Theoph.): Philo de secular § 10 ζῶντες ἔνιοι τεθνήκασι καί τεθνηκότες ζῶσι). (Compare: ἀποθνῄσκω, συναποθνῄσκω.)
Greek Monotonic
θνῄσκω: Δωρ. θνᾴσκω, μέλ. θᾰνοῦμαι, Επικ. απαρ. -έεσθαι, αόρ. βʹ ἔθᾰνον, Επικ. και Ιων. θανέειν, απαρ. επίσης θανέμεν· παρακ. τέθνηκα, με συγκοπτ. τύπους γʹ δυϊκ. τέθνᾰτον, αʹ πληθ. τέθνᾰμεν, γʹ πληθ. τεθνᾱσι· γʹ πληθ. υπερσ. ἐτέθνᾰσαν, προστ. τέθνᾰθι, τεθνάτω, ευκτ. τεθναίην, απαρ. τεθνάναι [ᾰ], Επικ. τεθνάμεναι, -άμεν, μτχ. τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεός, Επικ. τεθνηώς ή -ειώς, -υῖα, γεν. τεθνηῶτος και τεθνηότος· από το τέθνηκα προέκυψαν οι Αττ. τύποι μέλ. τεθνήξω, τεθνήξομαι (η √ΘΑΝ βρίσκεται στον αόρ. βʹ θανεῖν, κ.λπ.)·
I. 1. στον ενεστ. και παρατ., πεθαίνω, αποθνήσκω, στον αόρ. βʹ και παρακ., έχω πεθάνει, είμαι πεθαμένος, σε Όμηρ., κ.λπ.· ο ενεστ. μερικές φορές εκλαμβάνει σημασία παρακ., θνῄσκουσι γάρ, αντί τεθνήκασι, σε Σοφ., Ευρ.
2. συχνά χρησιμ. ως Παθ. ρήμα, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν, πεθαίνει από το χέρι του, σφάζεται από αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· σημαντική η φράση του Δημ., τεθνάναι τῷ δέει, τεθνάναι τῷ φόβῳ, όπου το τεθνάναι τῷ δέει πρέπει να θεωρηθεί ως μεμονωμένο ρήμα, βρίσκονται σε φόβο θανάτου.
II. μεταφ., λέγεται για πράγματα, καταστρέφομαι, χάνομαι, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.
Frisk Etymological English
Meaning: die
See also: s. θάνατος.
Traditionally compared to Sanskrit अध्वनीत् (á-dhvanī-t, “he disappeared”), ध्वान्त (dhvān-tá-, “dark”), from Proto-Indo-European *dʰwenh₂- (“to die”). However, Beekes doubts this, on the basis of the zero-grade forms, which would then be *θυνεῖν, *θύνατος.
LIV² reconstructs Proto-Indo-European *dʰn̥h₂-sḱé-, from Proto-Indo-European *dʰenh₂- (“to set oneself in motion, to take off”), comparing the word with Sanskrit धन्वति (dhánvati, “to flow”), Tocharian A tsnāntär (“to flow”), but the semantic connection is weak.
Others refer to Proto-Indo-European *gʷʰn̥h₂-, from Proto-Indo-European *gʷʰen- (“to kill”), from which come θείνω (theínō, “slay”), φόνος (phónos, “murder”), and φᾰτός (phatós, “slain”).
In any case, the second part is the inchoative suffix -σκω (-skō).
Derived terms
ἀμφιθνῄσκω, ἀντιθνῄσκω, ἀποθνῄσκω, δυσθνῄσκω, ἐκθνῄσκω, ἐνθνῄσκω, εὐθνήσιμος, θανάσιμος, θάνατος, θνησαῖον, θνησείδιον, θνῆσις, θνητός, καταθνῄσκω, περιθνῄσκω, προθνῄσκω, συνθνῄσκω, ὑπερθνῄσκω
Translations
Abkhaz: аҧсра; Afrikaans: doodgaan, sterf, sterwe; Ainu: ライ; Aklanon: matay; Albanian: vdes; Amharic: መሞት; Andi: вучӏиду; Arabic: مَاتَ, تُوُفِّيَ; Egyptian Arabic: مات; Moroccan Arabic: مات; Aramaic Syriac: ܡܬ; Armenian: մեռնել, մահանալ; Aromanian: mor, moru; Ashkun: mře; Assamese: মৰ, ঢুকা; Asturian: morrer; Avar: хвезе; Azerbaijani: ölmək, dünyanı dəyişmək, keçinmək, rəhmətə getmək; Bahnar: lôch; Bakhtiari: مردن; Bashkir: үлеү; Belarusian: паміра́ць, паме́рці, гі́нуць, згі́нуць; Bengali: মরা; Borôro: bi; Breton: mervel; Bulgarian: уми́рам, умра́, издъ́хвам, издъ́хна; Burmese: သေ, ဆုံး, ကွယ်လွန်; Buryat: үхэхэ; Catalan: morir; Cebuano: matay; Chamorro: måtai; Chechen: делла, са дала; Chepang: सीसा; Cherokee: ᎠᏲᎱᏍᎦ, ᎦᎵᏬᎦ; Chichewa: -fa; Chinese Cantonese: 死, 過身, 过身, 瓜, 釘; Dungan: сы; Mandarin: 死, 亡, 去世, 往生; Chuukese: mano; Czech: umírat, umřít; Dalmatian: morer; Danish: dø, udånde, gå bort, gå al kødets gang, sove ind, stille træskoene, kradse af, omkomme, afgå ved døden, krepere; Dolgan: өл; Drung: shi; Dutch: doodgaan, sterven, overlijden; Dzongkha: ཤི; English: be called home, be done for, be kaput, be no more, bite the big one, bite the biscuit, bite the dust, breathe one's last, buy it, buy the farm, cark it, cash in, cash in one's chips, check out, conk out, croak, cross the Great Divide, cross the Styx, decease, depart, depart this life, die, disincarnate, draw one's last breath, exit, expire, flatline, forfare, give one's all, give up the ghost, go for a burton, go gentle into that good night, go the way of all flesh, go the way of the dinosaurs, go the way of the dodo, go to glory, go to one's reward, hand in one's dinner pail, hop the twig, join the choir invisible, keel over, kick the bucket, knock off, lose one's life, lose the number of one's mess, meet one's doom, meet one's end, meet one's maker, pass, pass away, pass in one's marble, pass on, pass over, pass the river, pay the debt of nature, peg out, perish, pop off, pop one's clogs, shuffle off this mortal coil, slip away, snuff it, succumb, take a dirt nap, turn up one's toes, yield up the ghost; Esperanto: morti; Estonian: surema, koolema, kõngema, kärvama, hinge heitma, langema, lahkuma; Evenki: буми; Faroese: doyggja, andast; Finnish: kuolla, delata, heittää henkensä, kupsahtaa, kaatua, menehtyä, saada surmansa, edesmennä, nukkua pois, depata, vaihtaa hiippakuntaa, heittää lusikka nurkkaan, mennä manan majoille, siirtyä ajasta ikuisuuteen, heittää veivinsä, potkaista tyhjää, oikaista koipensa; French: mourir, expirer, trépasser, crever; Friulian: murî; Galician: morrer; Georgian: იღუპება, სიკვდილი, გარდაცვალება, დაღუპვა; German: abberufen werden, abfahren, Abgang machen, abkratzen, ableben, abnibbeln, abnippeln, abscheiden, abschnappen, abschrammen, absterben, abstinken, abtanzen, abtreten, Arsch zukneifen, aufhören zu leben, auflösen, aufs Totenbrett kommen, Augen für immer schließen, aus dem Leben scheiden, aus der Welt gehen, aus der Welt scheiden, ausgeschissen haben, bei Petrus anklopfen, dahinfahren, dahingehen, dahingerafft werden, dahinscheiden, dahinsterben, das Leben verlieren, das Zeitliche segnen, davongehen, dem Schöpfer gegenübertreten, den Arsch zukneifen, den Geist aufgeben, den Geist aushauchen, den Holzpyjama anziehen, den Jordan runter gehen, den letzten Schnaufer machen, den letzten Schnaufer tun, den Löffel abgeben, den Schöpfer treffen, den Tod finden, den Weg allen Fleisches gehen, den Weg alles Irdischen gehen, die Augen für immer schließen, die Augen zumachen, die ewige Ruhe finden, die Grätsche machen, die Hufe hochreißen, die Patschen strecken, die Reihen lichten sich, dran glauben, draufgehen, ein Bankerl reissen, ein Zimmer im Würmerhotel mieten, einen Abgang machen, einen Flachmann bauen, einen kalten Arsch kriegen, eingehen, einschlafen, einschlummern, entschlafen, entschlummern, erblassen, erbleichen, erlöschen, fallen, fortsterben, für immer von jemandem gehen, gehen, heimgehen, himmeln, hingehen, hinraffen, hinscheiden, hinsterben, hinübergehen, hinüberschlafen, hinüberschlummern, hinweggerafft werden, hopsgehen, in die ewigen Jagdgründe eingehen, in die Ewigkeit abberufen werden, in die Grube fahren, in die Grube fallen, in die Grube gehen, in zur Grube fahren, ins Auwerderland gehen müssen, ins Grab sinken, ins Grab steigen, ins Gras beißen, jemandem schnappt das Arschloch zu, kapores gehen, krepieren, letzte Fahrt antreten, letzten Atemzug tun, letztes Stündlein hat geschlagen, Löffel abgeben, mit dem Tod abgehen, Reihen lichten sich, sanft entschlafen, scheiden, schlägt die Stunde, schwinden, sein Dasein vollenden, sein Leben aushauchen, sein Leben beschließen, sein Leben geben, sein Leben lassen, sein Leben verlieren, sein Leben vollenden, seine letzte Fahrt antreten, seine letzte Reise antreten, seinen Geist aufgeben, seinen Geist aushauchen, seinen letzten Atemzug tun, seinen letzten Gang gehen, seinen letzten Seufzer tun, sich davonmachen, sich den Strick einseifen, Sterbchen machen, sterben, totgehen, über den Jordan gehen, über die Regenbogenbrücke gehen, über die Wupper gehen, um die Ecke gehen, umkommen, ums Leben kommen, uns verlassen, verbleichen, verdämmern, verenden, vergehen, verlöschen, verludern, verrecken, verscheiden, verschwinden, versterben, vom Stangerl fallen, vom Tode ereilt werden, von der Bühne abtreten, von der Erde scheiden, von des Lebens abtreten, von uns gehen, vor die Hunde gehen, vor Gottes Richterstuhl treten, vor seinen Richter treten, vor seinen Schöpfer treten, wegsterben, zu Staub werden, zu Tode kommen, zugrunde gehen; Alemannic German: steerbe; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐌰𐌿𐌸𐌽𐌰𐌽, 𐌳𐌹𐍅𐌰𐌽; Greek: αγγελοσκορπίζομαι, αναπαύομαι, αναχωρώ από τη ζωή, αποβιώνω, αποθαίνω, αποθνήσκω, αποχαιρετώ τη ζωή, αποχαιρετώ τον κόσμο, αφήνω γεια, αφήνω την τελευταία μου πνοή, βγαίνει η ψυχή μου, βλέπω τα κυπαρίσσια ανάποδα, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, διαγράφομαι από τη ζωή, είμαι στο χώμα, εκμετρώ το ζην, εκμετρώ τον βίον, εκπληρώνω το κοινό χρέος, εκπνέω, εξοφλώ το κοινό χρέος, επιστρέφω στη μητέρα γη, η καρδιά μου σταματά να χτυπά, ησυχάζω, θνήσκω, κατεβαίνω στον λάκκο, κατεβαίνω στον τάφο, κατέρχομαι στον λάκκο, κατέρχομαι στον τάφο, κλείνω τα μάτια, κλείνω τα μάτια για πάντα, κοιμάμαι τον αξύπνητο, κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα, λείπω, λέω το ποίημα, με αρπάζει ο θάνατος, με βάζουν στο χώμα, με βρίσκει ο θάνατος, με παίρνει ο θάνατος, με παίρνει ο χάρος, με σκεπάζει η πλάκα, με σκεπάζει ο τάφος, με τρώει το μαύρο χώμα, με τρώει το σκοτάδι, μεθίσταμαι του βίου, μεταναστεύω στον άλλο κόσμο, μπαίνω στο χώμα, μπαίνω στον λάκκο, μπαίνω στον τάφο, ξεψυχώ, παραδίδω την ύστατη πνοή, παραδίδω την ψυχή, παραδίδω το πνεύμα, πάω για βρούβες, πάω στα θυμαράκια, πάω στα κυπαρίσσια, πάω στα πευκάκια, πεθαίνω, πηγαίνω στα θυμαράκια, σβήνω, σφαλίζω τα μάτια για πάντα, ταξιδεύω στον άλλο κόσμο, τελειώνω, τελευτώ, τελευτώ τον βίον, τερματίζω τον βίο, τον αιώνιο ύπνο, φεύγω, φεύγω από τη ζωή, φεύγω από τον κόσμο, χάνομαι, χάνω τη ζωή μου; Ancient Greek: ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποσσεύω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, γαῖαν δύω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύω, διαπίπτω, διαποθνῄσκω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέμπω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐκψύχω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποπνέω, ἐναποψύχω, ἐνθνῄσκω, ἐννεκρόομαι, ἐντελευτάω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, ἐπαποθνῄσκω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταμύω, καταστρέφω, καταφθίω, κοιμάω, μεθίσταμαι, μεθίσταμαι βίου, μεθίσταμαι τοῦ βίου, νεκρόομαι, παροίχομαι, περάω τέρμα τοῦ βίου, προθνῄσκω, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, τελευτάω, τελευτάω βίον, τελευτάω τὸν αἰῶνα, φθίνω, φθίω, χθόνα δύμεναι; Guaraní: mano, e'õ; Gujarati: મરવું; Hawaiian: make, make loa; Hebrew: מֵת; Hiligaynon: matay; Hindi: मरना; Hungarian: meghal, hal, elhuny; Hunsrik: sterrve; Icelandic: deyja, drepast, andast, sálast, týna lífinu, skylja við, látast, láta lífið, lognast út af, falla frá, fara yfrum, verða bráðkvaddur, sofna svefninum langa, sofna hinsta svefni; Ido: mortar; Ilocano: matay; Indonesian: mati, meninggal; Interlingua: morir; Irish: faigh bás; Old Irish: at·baill, baïd; Isthmus Zapotec: rati; Italian: morire, crepare, cadere; Iu Mien: daic; Japanese: 死ぬ, 亡くなる, 死亡する; Jarai: djai; Javanese: mati; Jingpho: si; Kamkata-viri: mře; Kazakh: өлу; Khasi: iap, yap; Khmer: តាយ; Korean: 죽다, 돌아가시다, 숨지다, 사망하다; Kumyk: оьлмек; Kunigami: まーすん, 死ぬん; Kurdish Central Kurdish: مردن; Northern Kurdish: mirin; Kyrgyz: өлүү, каза болуу, жок болуу; Laboya: mate; Ladin: morir, morì; Lao: ຕາຍ; Latgalian: miert, nūmiert; Latin: morior, pereo, exspiro, decedo, intereo; Latvian: mirt, nomirt; Lithuanian: mirti, numirti; Livonian: kūolõ; Lombard: morì; Loxicha Macedonian: умира, умре, починува, почине, пцовисува, пцовиса; Malagasy: maty; Malay: mati, meninggal; Malayalam: മരിക്കുക, ചാകുക; Maltese: miet; Manchu: ᠪᡠᠴᡝᠮᠪᡳ; Maori: mate, hemo, mōnehu, mate hirinaki, mate tara-ā-whare, mate whawhati tata, mate kōngenge, hurumutu; Maranao: matay; Miyako: まーㇲ゙さまーㇲ゙, 死ん; Mizo: thi; Mon: ချိုတ်; Mongolian Cyrillic: өнгөрөх, үхэх, нас барах, мрѣти; Muong: chết; Nahuatl Classical Nahuatl: miqui; Mecayapan: miqui; Northern Puebla: miqui; Nanai: бурбури; Navajo: daatsaah, yę́ę ádin; Neapolitan: murì; Nepali: मर्नु; Nivkh: мудь; Norman: mouothi, trépâsser; North Frisian: sterew, stärwe; Northern Sami: jápmit; Norwegian: dø, døy, dævve; Occitan: morir; Ojibwe: nibo; Okinawan: まーすん, 死ぬん; Old Church Slavonic Cyrillic: оумирати, оумьрѣти; Old East Slavic: мерети; Old English: sweltan; Old Frisian: sterva; Old Prussian: aulaūtwei; Old Turkic: 𐰇𐰠, 𐰆𐰲𐰀 𐰉𐰺; Ossetian: амӕлын; Ottoman Turkish: اولمك; Pacoh: cuchet; Pashto: مړل, مړه کېدل; Pennsylvania German: schtaerewe, schtarewe; Persian: مردن; Pipil: miki, miqui; Polish: umierać, umrzeć, ginąć, zginąć, zdechnąć, zdychać, skonać, wykorkować, zemrzeć, zgasnąć, dogorywać, konać; Portuguese: morrer, falecer; Punjabi: ਮਰਗ; Purepecha: uarhini; Quechua: wañuy; Rapa Nui: mate; Romanian: muri; Romansch: murir, mureir; Russian: умира́ть, умере́ть, помира́ть, помере́ть, погиба́ть, поги́бнуть, сконча́ться, сдыха́ть, сдо́хнуть, дать дуба, приказать долго жить; Rusyn: умерати; Rwanda-Rundi: -pfa; Samoan: mate, oti, maliu; Samogitian: pasėmėrtė; Sanskrit: म्रियते, मरति; Sardinian: morre, morrire, morri, morriri; Scots: dee; Scottish Gaelic: bàsaich, caochail, eug; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мирати, у̀мре̄ти, у̀мрије̄ти; Roman: ùmirati, ùmrēti, ùmrijēti; Seri: aaha; Sicilian: muriri, mòriri; Sinhalese: මැරෙනවා; Skolt Sami: jääʹmmed; Slovak: umierať, umrieť, zomrieť, skonať; Slovene: umirati, umreti; Sorbian Lower Sorbian: wumrěś, wuměraś; Sotho: -shwa; Spanish: cerrar los ojos, chiflarse, derretirse, diñar, diñarla, dormir en el Señor, entregarla, espichar, estirar la pata, expirar, fallecer, fenecer, finar, hincar el pico, irse al otro barrio, liar el petate, morir, palmar, palmarla, pasar a mejor vida, pasar el páramo, pasar la carrera, perecer, salir de este mundo, subir al Cielo, sucumbir, torcer la cabeza; Sundanese: pupus; Swahili: kufa; Swedish: dö, avlida, gå bort; Sylheti: ꠝꠞꠣ; Tagalog: matay; Tajik: мурдан; Tamil: இற; Tatar: үләргә; Telugu: చనిపోవు, మరణించు, పరమపదించు, కాలం చేయు, గతించు; Tetum: mate; Thai: ตาย; Tibetan: འཆི་བ; Tocharian B: naut-, sruk-; Tok Pisin: dai; Tswana: -swa; Tupinambá: manõ, e'õ; Turkish: ölmek; Turkmen: ölmek; Ukrainian: умира́ти, уме́рти, помира́ти, поме́рти, ги́нути, зги́нути; Urdu: مرنا; Uyghur: ئۆلمەك; Uzbek: oʻlmoq; Venda: -fa; Venetian: morir; Vietnamese: chết, mất, qua đời; Volapük: deadön; Võro: kuulma; Waigali: mře; Walloon: mori, crever, dihoter; Welsh: marw; West Frisian: deagean, ferstjerre, stjerre; Westrobothnian: krup a, döij; White Hmong: tuag; Wutunhua: se; Yaeyama: まーらしぃん, 死ぬん; Yagnobi: мирак; Yakkha: सिमा; Yakut: өл; Yiddish: שטאַרבן; Yámana: malaku; Zealandic: sterve; Zhuang: dai; Zulu: -fa; ǃXóõ: ǀʻâa, ʻǀnôo