ὑπερβαίνω

From LSJ
Revision as of 15:40, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβαίνω Medium diacritics: ὑπερβαίνω Low diacritics: υπερβαίνω Capitals: ΥΠΕΡΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperbaínō Transliteration B: hyperbainō Transliteration C: ypervaino Beta Code: u(perbai/nw

English (LSJ)

A fut. ὑπερβήσομαι Heraclit.94: aor. 2 ὑπερέβην, Ep. 3pl. ὑπέρβᾰσαν Il.12.469:—step over, mount, scale, c. acc., τεῖχος Il. l. c.; οὐδόν Od.8.80; τείχη E.Ba.654, Th.3.20; γεῖσα τειχέων E.Ph.1180; τάφρους Id.Rh.111; ὑπερβαίνω τοὺς οὔρους = cross the boundaries, Hdt.6.108; τὰ ὄρεα, Αἷμον, Id.4.25, Th.2.96; δόμους step over the threshold of the house, E.Med.382 codd.; δῶμα Id.Ion514 (troch., s.v.l.); ὑπερβαίνω τέγος ὡς τοὺς γείτονας D.22.53; ὑ. τὴν οἰκίαν τινός, of burglars, PTeb.796.2 (ii B. C.); but more usually ὑπερβαίνω εἰς τὴν οἰκίαν ib.793vi21 (ii B. C.), cf. BGU 1007.10 (iii B. C.), PSI4.396.4 (iii B. C.) (the usage c. gen. is more than dub.; in Hdt.3.54 the best codd. have ἐπέβησαν; in E.Supp. 1049 Kirchhoff restored ὑπεκβᾶσ'; in Ion220 Herm. supplied βᾱλόν): abs., ὑ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων X.HG5.4.59; τῶν [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑπερβαίνω Pl.R.587c; of rivers, overflow, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, Hdt.2.13,14; εἰ ἐθελήσει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς ταύτῃ ib.99.
2 overstep, transgress, μέτρα Heraclit. l. c.; οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν Pi.Fr.1.5; νόμους τοὺς Περσέων Hdt.3.83, cf. S.Ant.449, al.; τοὺς ὅρκους D.11.2; τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Pl.R.373d; τῆς εἱμαρμένης ὅρον IG12(7).53.32 (Amorgos, iii A. D.); τἀληθές exceed the truth, Phld.Po.5.24: abs., transgress, trespass, sin, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Ep. aor. subj.) καὶ ἁμάρτῃ Il.9.501; ὑ. καὶ ἁμαρτάνοντες Pl.R.366a, cf. 1 Ep.Thess.4.6.
3 pass beyond or go beyond, τοὺς προσεχέας Hdt.3.89; leave out, omit, Pl.R.528d, al., Epicur.Ep.3p.63U., Gal.15.592, etc.; ὑπερβαίνω τι τῷ λόγῳ D.4.38; ὑ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν Id.60.31; pass over, i.e. leave unmolested, the next heir, Is. 3.57; ὑπερβαίνω τῆς οὐσίας omit part of it, Arist.APo.91b27.
4 jump across an intervening space, Phld.D.3.9.
5 of time, pass by, elapse, ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων Sor.2.41.
II go beyond, ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα [ἔτη] after passing the age of seventy, Pl.Lg.755b; ὑπερβαίνω τοῦτο go beyond this, in their demands, Plb.2.15.6; transcend, τὸν νοῦν Plot.6.7.39: abs., dies ὑπερβαίνοντες supernumerary days in the calendar, Macr.Sat.1.13.10.
2 surpass, outdo, πάσῃ παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑ. ἀρετῇ Pl.Ti.24d; ὑ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ Id.R.478c: abs., dub. l. in Thgn. 1015.
III stand over, shield, protect, c. dat., Opp.H.1.710.
IV in pf., to be higher than, δύο [ἐσχάρας] ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν Paul.Aeg.6.44.
B Causal in aor. 1, put over, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, as a direction to one mounting a horse, X.Eq.7.2.

German (Pape)

[Seite 1191] (s. βαίνω), 1) darübergehen; – a) räumlich überschreiten, übersteigen; τεῖχος, Il. 12, 468; οἱ μὲν τεῖχος ὑπέρβασαν, = ὑπερέβησαν, 469; ὅθ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν, Od. 8, 80. 16, 11; οὐχ ὑπερβαίνουσι τείχη θεοί, Eur. Bacch. 653, u. öfter; τοὺς οὔρους, Her. 6, 108; οὔρεα, 4, 25; von Flüssen, über die Ufer treten, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, 2, 13. 14; πάντες ἐξελθεῖν καὶ ὑπερβῆναι τὰ τείχη, Thuc. 3, 20; τοὺς ὅρους, Plat. Legg. VIII, 143 c; – auch mit dem gen., τοῦ πύργου, Her. 3, 54; vgl. Eur. Ion 220. – b) übertreten, z. B. ein Gesetz, νόμους, Soph. Ant. 445. 477; absolut, fehlen, sündigen, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ὁμάρτῃ, Il. 9, 501; vgl. Soph. ὅστις δ' ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται, Ant. 659; ὑπερβαίνοντες καὶ ἁμαρτάνοντες, Plat. Rep. II, 366 a; τὰς συνθήκας, Pol. 3, 26, 4. – c) unbeachtet lassen, übergehen, τί, Her. 3, 89; Plat. Crat. 415 c Tim. 54 a; Dem. u. Folgde. – 2) darüber hinausgehen, übertreffen, besiegen; absolut, Theogn. 1009; Eur. Alc. 1080; τινά τινι, Einen worin, πάσῃ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβεβηκότες ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Pol. 12, 13, 1. 33, 12, 10. – 3) darüberstehen, zum Schutze, vertheidigen, τινί, τεκέεσσιν ὑπερβεβαῶτα, Opp. Hal. 1, 710. – 4) trans., im aor. I., Etwas darüber wegsetzen, tragen, heben, ὑπερβησάτω τὴν κνήμην ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευράς, den Schenkel über das Pferd weg an die rechte Seite setzen, Xen. Equit. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερβήσομαι, ao.2 ὑπερέβην, etc.
I. passer par-dessus, franchir : τεῖχος IL un mur ; οὐδόν OD le seuil d'une maison ; rar. avec le gén. ; abs. ὑπ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων XÉN pénétrer sur le territoire des Thébains ; en parl. de fleuve franchir son lit, déborder : ἐς χώρην HDT inonder un pays;
II. fig. 1 transgresser, violer : νόμους des lois ; abs. pécher, faillir;
2 laisser de côté ; omettre, négliger, acc.;
III. surpasser, l'emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.
Étymologie: ὑπέρ, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβαίνω: (fut. ὑπερβήσομαι, aor. 2 ὑπερέβην - эп. ὑπέρβην, 3 л. pl. ὑπέρβᾰσαν)
1 переходить, переступать, пересекать (τοὺς οὔρους Her.; τάφρους Eur.): ὑ. οὐδόν Hom. и ὑ. δόμους Eur. переступать порог дома; ὑ. τὰ τείχη Eur., Thuc. перелезать через стены;
2 вступать, проникать (εἰς τὴν τῶν Θηβαίων, sc. χῶραν Xen.): ὑ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας Dem. проникнуть через крышу к соседям;
3 выходить из берегов, разливаться (ἐς τὰς ἀρούρας Her.): εἰ ἐθελήσει ῥήξας ὑπερβῆναι ὁ ποταμός Her. если бы река, прорвавшись, разлилась;
4 выходить за пределы, не соблюдать меру: μή νυν ὑπέρβαινε Eur. так не нарушай же меры, т. е. владей собой;
5 переступать, нарушать (νόμους Her., Soph.; ὅρκους Dem.; συνθήκας Polyb.): ὑπερβαίνων καὶ ἁμαρτάνων Plat. совершая преступления и ошибки;
6 обходить молчанием (τινά Her.; τι Dem.): ὑπερβεβηκέναι τῆς οὐσίας Arst. обойти вопрос о сущности;
7 превосходить, превышать (τινὰ ἀρετῇ Plat.): ὑ. τοῦτο (sc. ἡμιασσάριον) Polyb. брать дороже этой цены в пол-асса; πλέον ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα (sc. ἔτη) Plat. перешедший возраст семидесяти лет;
8 переносить, перебрасывать: ὑπερβῆναι ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην Xen. (при посадке на лошадь) перебросить шенкель на правую сторону.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ ὑπερέβην, Ἐπικ. ὑπέρβην. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπέρβᾰσαν Ἰλ. Μ. 469. Βαίνω ὑπεράνω, ἀναβαίνω καὶ διαβαίνω, μετ’ αἰτ., ὑπ. τεῖχος Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐδὸν Ὀδ. Θ. 80, κλπ.· τείχη Εὐρ. Βάκχ. 654, Θουκ. κλπ.· γεῖσα τειχέων Εὐρ. Φοίν. 1187· τάφρους ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111· ὑπ. δόμους, διαβαίνω τὸν οὐδὸν τῆς οἰκίας, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 382, ἐν Ἴωνι 514· ὑπ. τοὺς οὔρους, διαβαίνω τὰ ὅρια, Ἡρόδ. 6. 108· τὰ οὔρεα, Αἷμον ὁ αὐτ. 4. 25, Θουκ. 2. 96· ὑπ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας Δημ. 609. 15· (ἡ μετὰ γενικ. χρῆσις εἶναι ἀμφιβολωτάτη· παρ’ Ἡροδότῳ 3. 54, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσιν ἐπέβησαν· ἐν Εὐριπ. Ἱκέτ. 1049 τὸ δόμων ὑπερβᾶσ’ (δηλ. ἐξελθοῦσα τῶν δόμων) ὁ Kirchhof διώρθωσεν ὑπεκβᾶσ’· ἐν Εὐρ. Ἴωνι 220 ὁ Ἕρμανος προτείνει πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ χωρίου τὴν λέξιν βηλὸν (βαλὸν ὁ Δινδ.)· - ἀπολ., ὑπ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑπ. (ἐξυπακ. τῶν ἡδονῶν) Πλάτ. Πολ. 587C· - ἐπὶ ποταμῶν ὑπερβαινόντων τὰς ὄχθας αὐτῶν, ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ. ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 13, 14· ἀπολ., εἰ ἐθέλει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς αὐτόθι 99. 2) ὑπερβαίνω τὰ ὅρια, παραβαίνω, θέμιν καὶ δίκαν Πινδ. Ἀποσπ. 4· νόμους τῶν Περσέων Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 449, 481, 663· τὰς πίστεις καὶ τοὺς ὅρκους Δημ. 153. 4· τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Πλάτ. Πολ. 373D· - καὶ ἀπολ., παραβαίνω τοὺς νόμους, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ.) καὶ ἁμάρτῃ Ἰλ. Ι. 501· ὑπ. καὶ ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 366Α, πρβλ. ὑπερβασία. 3) παρέρχομαι, παραβλέπω, Λατιν. praetermitto, τοὺς προσεχέας Ἡρόδ. 3. 89· ἐντεῦθεν, παραλείπω, ἀφίνω, Πλάτ. Πολ. 528D, κ. ἀλλ.· ὑπ. τι τῷ λόγῳ Δημ. 51. 7· ὑπ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν ὁ αὐτ. 1398 ἐν τέλει· - μεταβαίνω εἰς τὸν πλησιέστερον κληρονόμον, οἷον ἐν διαθήκῃ, Ἰσαῖ. 43. 34· - ὑπ. τῆς οὐσίας, παραλείπω μέρος αὐτῆς, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2. ΙΙ. προχωρῶ πέραν τινός, πλέον ὑπερβὰς ο΄ ἔτη, ἔχων ἡλικίαν πλειόνων ἢ τῶν 70 ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 755Α· ὑπ. τοῦτο, προβαίνουσι πέραν τούτου ἐν τῇ ἀπαιτήσει των, Πολύβ. 2. 15, 6· - ἀπολ., dies ὑπερβαίνοντες, ὑπεράριθμοι ἡμέραι ἐν τῷ ἡμερολογίῳ, Macrob. Sat. 1, 13. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπ. ἀρετῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· ὑπ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 478C· ἀπολ., Θέογν. 1015. ΙΙΙ. βαίνω ἄνωθέν τινος καὶ ὑπερασπίζω αὐτόν, μετὰ δοτ., τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα, «τεκέων ὑπερανιστάμενον, ὑπερμαχόμενον» (Σχόλ.), Ὀππ. Ἁλ. 1. 710. Β. Μεταβ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορίστ. α΄, ὑπερβάλλω, θέτω ὑπεράνω, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, ὡς ὁδηγία πρὸς τὸν ἀναβαίνοντα ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 7. 2.

English (Autenrieth)

aor. 2 ὑπέρβη, 3 pl. ὑπέρβασαν, subj. ὑπερβήῃ: step over, overstep, transgress.

English (Slater)

ὑπερβαίνω transgress τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (sc. the Aiginetans) (I. 9.6)

English (Strong)

from ὑπέρ and the base of βάσις; to transcend, i.e. (figuratively) to overreach: go beyond.

English (Thayer)

from Homer down; to step over, go beyond; metaphorically, to transgress: δίκην, νόμου, etc., often from Herodotus and Pindar down; absolutely, to overstep the proper limits, i. e. to transgress, trespass, do wrong, sin: joined with ἁμαρτάνειν, Homer, Iliad 9,501; Plato, Pep. 2, p. 366a.; specifically, of one who defrauds another in business, overreaches (Luth. zu weit greifen), with καί πλεονεκτεῖν added, πρᾶγμα, b.).

Greek Monolingual

ὑπερβαίνω ΝΜΑ
1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ.
γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ.
δ. «τεῖχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.)
2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α. «υπερέβη τα εκατό έτη» β. «πλέον ὑπερβὰς ο' ἔτη», Πλάτ.)
3. υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», Πλάτ.)
4. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, παραβαίνω (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», Ηρόδ.
γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για ποτάμια) υπερεκχειλίζω, πλημμυρίζω
2. μτφ. παρέρχομαι, παραβλέπω («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», Ηρόδ.)
3. παραλείπω, αφήνω («ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», Πλάτ.)
4. στέκομαι προστατευτικά πάνω από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)
5. (σε διαθήκη) μεταβαίνω, προχωρώ στον πλησιέστερο κληρονόμο
6. περνώ πάνω από, πηδώ πάνω από μια έκταση
7. (για χρόνο) κυλώ, διαρρέω («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)
8. είμαι ψηλότερος από κάτι άλλο («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)
9. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑπερβαίνω: μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ ὑπερ-έβην, Επικ. ὑπέρ-βην, Επικ. γʹ πληθ. ὑπέρβᾰσαν,
Α. I. 1. βαδίζω, πατώ επάνω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, με αιτ.· ὑπερβαίνω τεῖχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ὑπερβαίνω δόμους, διαβαίνω το κατώφλι, την είσοδο του σπιτιού, σε Ευρ.· ὑπερβαίνω τοὺς οὔρους, διασχίζω τα σύνορα, σε Ηρόδ.· λέγεται για ποταμούς, υπερβαίνω τις όχθες, υπερχειλίζω, πλημμυρίζω, στον ίδ.
2. υπερβαίνω τα όρια, παραβιάζω, καταπατώ, παραβαίνω, τοὺς νόμους, στον ίδ., Σοφ.· τοὺς ὅρκους, σε Δημ.· απόλ., παραβαίνω, καταπατώ, αμαρτάνω, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Επικ. υποτ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
3. παραλείπω, παραβλέπω, αφήνω κάτι να περάσει, αποκλείω, αφήνω έξω, παραλείπω να κάνω κάτι, παραμελώ, σε Ηρόδ., Δημ.
II. προχωρώ πιο πέρα, παραπέρα, ξεπερνώ, προηγούμαι, υπερτερώ, με αιτ., σε Πλάτ.· απόλ., σε Θέογν. Β. Μτβ. σε αόρ. αʹ, θέτω, βάζω από πάνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι aor2 ὑπερ-έβην epic ὑπέρ-βην epic 3rd pl. ὑπέρβᾰσαν
I. to step over, mount, scale, c. acc., ὑπ. τεῖχος Il., etc.; ὑπ. δόμους to step over the threshold of the house, Eur.; ὑπ. τοὺς οὔρους to cross the boundaries, Hdt.:—of rivers, to go over their banks, overflow, Hdt.
2. to overstep, transgress, τοὺς νόμους Hdt., Soph.; τοὺς ὅρκους Dem.: absol. to transgress, trespass, sin, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (epic aor2 subj.) Il.
3. to pass over, pass by, leave out, omit, Hdt., Dem.
II. to go beyond, to surpass, outdo, c. acc., Plat.; absol., Theogn.
B. Causal in aor1, to put over, Xen.

Chinese

原文音譯:Øperba⋯nw 虛胚而-白挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上面-步 相當於: (דָּלַג‎) (יָסַף‎ / סֶפֶת‎) (עָבַר‎)
字義溯源:超越,越過,逾越,越分;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάσις)=腳步)組成,而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀδικέω)同義字
同源字:1) (ἀναβαίνω)上去 2) (ἀποβαίνω)上岸 3) (βασανισμός)腳步 4) (βέβαιος)。堅定的 5) (βέβηλος)易受引誘的 6) (βῆμα)臺階,審判臺 7) (διαβαίνω)橫過 8) (ἐκβαίνω)出來 9) (ἔκβασις)出口 10) (ἐμβαίνω)步入 11) (ἐπιβαίνω)走上去 12) (καταβαίνω)降下 13) (κατάβασις)下傾的斜面 14) (μεταβαίνω)更換地方 15) (παραβιάζομαι)強人之不願 16) (προβαίνω)向前走 17) (προσαναβαίνω)更往上升 18) (συγκαταβαίνω)一同下去 19) (συμβαίνω)同行 20) (συναναβαίνω)一同上升 21) (ὑπερβαίνω)超越
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 越分(1) 帖前4:6

Lexicon Thucydideum

transcendere, to climb over, 2.96.1, 3.20.1, 3.22.5. 3.23.1. 3.23.13.24.2. 3.24.3.
praetergredi, to pass by, bypass, 4.118.4, 4.118.4

Translations

overstep

Bulgarian: престъпвам, прекрачвам; Catalan: ultrapassar; Danish: overtræde; French: outrepasser; Italian: oltrepassare; Russian: переступать; Swedish: överträda

exceed

Arabic: كَبُرَ‎, تَخَطَّى‎, تَجَاوَز‎, فَاقَ‎; Bulgarian: превъзхождам; Burmese: ပို; Catalan: excedir; Czech: převýšit, přesáhnout; Danish: overskride; Dutch: overschrijden, overstijgen, overtreffen; Finnish: ylittää; French: excéder; German: überschreiten, hinausgehen über; Gothic: 𐌿𐍆𐌰𐍂𐍅𐌹𐍃𐌰𐌽; Hungarian: meghalad, túllép; Ido: ecesar; Indonesian: melampaui; Italian: superare; Maori: hipa; Norwegian: overskride; Polish: przewyższać, wykraczać, przekraczać; Portuguese: exceder; Romanian: depăși, întrece; Russian: превосходить; Serbo-Croatian: premašiti; Spanish: sobrepasar, pasarse; Tocharian B: ṣärk-; Western Bukidnon Manobo: lavew

surpass

Arabic: فَاقَ‎, تَجَاوَزَ‎; Egyptian Arabic: اتجاوز‎, علي على‎; Aromanian: astrec, antrec; Azerbaijani: ötmək; Bulgarian: надвишавам, надминавам, надхвърлям; Chinese Cantonese: 超過, 超过; Mandarin: 超過, 超过, 超越, 勝過, 胜过; Czech: překonat; Danish: overgå, overstige, overtræffe; Dutch: overstijgen, overtreffen; Esperanto: superi; Finnish: ylittää; French: surpasser, dépasser, excéder; German: übersteigen, übertreffen, überschreiten, überbieten, überwinden; Ancient Greek: ὑπερέχω, ὑπερβάλλω, καίνυμαι; Ido: superirar; Italian: sorpassare; Japanese: 超える, 勝る; Latin: supero, praecello; Maori: hipa, hau, pahika; Norwegian Bokmål: overgå, overstige, overtreffe; Nynorsk: overgå; Polish: przewyższać, przewyższyć; Portuguese: ultrapassar, superar, suplantar, sobrepassar; Romanian: depăși, întrece; Russian: превосходить, превзойти; Spanish: sobrepasar, superar, pasar, aventajar; Swedish: överskrida, överträffa; Tocharian B: ṣärk-; Ukrainian: перевершувати, перевершити, перевищувати, перевищити

transgress

Bulgarian: нарушавам; Czech: přestoupit; French: transgresser; Italian: trasgredire; Maori: takahi; Portuguese: transgredir; Romanian: greși; Russian: преступать; Scottish Gaelic: peacaich; Spanish: transgredir; Swedish: äverträda

scale

Bulgarian: катеря се; Esperanto: eskali; Finnish: kiivetä, kivuta; French: escalader; German: besteigen, erklimmen; Ido: klimar; Japanese: 登る; Latin: scando, ascendo; Maori: kake, piki; Portuguese: escalar; Russian: взбираться; Spanish: escalar; Swedish: bestiga; Turkish: tırmanmak

climb

Arabic: تَسَلَّقَ‎; Armenian: ելնել, բարձրանալ, մագլցել; Bashkir: менеү; Belarusian: лазіць, палазіць, лезці, палезці; Bikol Central: tukad; Bulgarian: катеря се; Catalan: escalar; Cherokee: ᎦᎴᎦ; Chinese Mandarin: 爬, 登; Czech: lozit, lézt; Dutch: beklimmen; Esperanto: grimpi; Estonian: ronima; Finnish: kiivetä, kavuta, kivuta, nousta; French: escalader, gravir, grimper; German: klettern, steigen; Gothic: 𐍃𐍄𐌴𐌹𐌲𐌰𐌽; Greek: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω; Hebrew: טיפס‎; Hindi: चढ़ना; Icelandic: klífa; Ido: klimar; Indonesian: memanjat; Irish: dreap; Italian: risalire; Japanese: 登る; Korean: 오르다; Latin: scando, ascendo; Macedonian: се јази; Magahi: 𑂒𑂯𑂚𑂪; Mongolian: гарах, авирах, асах, өгсөх; Nepali: चढ्नु; Norwegian Bokmål: klatre; Nynorsk: klatre; Old English: climban, stīgan; Polish: włazić, wleźć; Portuguese: escalar, subir; Romanian: sui; Russian: взбираться, взобраться, лазить, полазить, лезть, залезть; Scots: clim; Scottish Gaelic: dìrich, streap; Somali: korid; Sorbian Lower Sorbian: łazyś, lězć; Upper Sorbian: łazyć, lězć; Spanish: subir; Swedish: bestiga; Thai: ปีน, ไต่; Turkish: tırmanmak, çıkmak; Ukrainian: лазити, полазити, лі́зти, полі́зти, підніматися, підійматися, піднятися; Urdu: چڑھنا‎; Vietnamese: leo, trèo; Welsh: dringo

sin

Arabic: أَثِمَ‎, أَذْنَبَ‎, خَطِئَ‎; Aromanian: amãrtipsescu; Asturian: pecar; Azerbaijani: günah işlətmək, günah etmək; Belarusian: грашыць; Bulgarian: греша; Catalan: pecar; Cebuano: paghimo ug salä; Cherokee: ᎠᏍᎦᏅᎦ; Chinese Mandarin: 作孽, 造孽, 犯罪; Czech: hřešit, zhřešit; Dalmatian: desser; Danish: synde; Dutch: zondigen; Estonian: pattu tegema; Faroese: synda; Finnish: tehdä syntiä; French: pécher; Friulian: pecjâ, pečhâ; Galician: pecar; German: sündigen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌰𐌿𐍂𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: αμαρτάνω; Ancient Greek: ἁμαρτάνω; Hebrew: חטא‎; Hungarian: vétkezik, bűnt követ el; Icelandic: syndga; Ido: pekar; Interlingua: peccar; Irish: peacaigh; Italian: peccare; Japanese: 罪を犯す; Korean: 죄를 짓다; Latin: pecco; Latvian: grēkot; Lithuanian: nusidėti; Lombard: peccà, pecà; Luxembourgish: sëndegen; Macedonian: греши; Maore Comorian: ukosa; Middle English: synnen; Norwegian Bokmål: synde; Occitan: pecar; Old Occitan: peccar; Old English: syngian, sċyldigian; Persian: گناه ورزیدن‎; Plautdietsch: sikj vesindjen; Polish: grzeszyć, zgrzeszyć; Portuguese: pecar; Romanian: păcătui; Russian: грешить, согрешить; Sanskrit: दुष्यति; Sardinian: pecai, pecare; Scottish Gaelic: peacaich; Serbo-Croatian Cyrillic: грешити, гријешити; Roman: gréšiti, grijéšiti; Sicilian: piccari; Slovak: hrešiť; Slovene: grešíti; Spanish: pecar; Swedish: synda; Tagalog: gumawa ng kasamaan; Telugu: పాపం చేయు; Turkish: günah işlemek; Ukrainian: грішити; Venetian: pecar; Vietnamese: phạm tội; Volapük: sinön; Welsh: pechu

overflow

Arabic: فَاضَ‎; Egyptian Arabic: فاض‎; Armenian: հորդել, հեղեղվել, ողողվել; Chinese Mandarin: 溢出, 漫溢; Min Min Eastern Bontoc: choron, kor-as; Esperanto: elrandiĝi; Finnish: ylitäyttää; French: déborder; German: überfließen, überlaufen; Greek: ξεχειλίζω; Hebrew: גָּלַשׁ‎, עָלָה עַל גְּדוֹתָיו‎; Ilocano: lupias; Italian: traboccare, ridondare, sommergere; Japanese: 溢れる; Kapampangan: manyampukaki; Latin: stagno, inundo; Lubuagan Kalinga: lumay-as; Malay: limpah atas; Maori: puha, ngāekieki, renga, ngawhā, engaenga, puhake, tōrena; Norwegian Bokmål: renne over; Nynorsk: renne over; Portuguese: transbordar; Russian: переполняться, переполнять, переливаться; Scottish Gaelic: cuir thairis; Spanish: rebosar, colmar; Tagalog: umapaw, apawan; Tuwali Ifugao: lakbi, habong; Uyghur: تاشماق‎; Venetian: ndar par sora, simar, ẑimar, limegare