ἄνεμος
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A wind, πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο Il.12.207; ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13.795; ὦρσεν . . ἀνέμοιο θύελλαν 12.253; ἀνέμοιο . . δεινὸς ἀήτης 15.626, cf. 14.254; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.407, etc.; ἀνέμων πνεύματα Hdt.7.16.ά, E.HF102; ῥιπαί S.Ant.137.930 (both lyr.); ἀήματα A.Eu.905; αὖραι E.Med.838; πνοιαί Ar.Av.1396; ἀνέμων φθόγγος Simon.37.10; ἀνέμου κατιόντος μεγάλου = a gale having come on, Th.2.25; ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου = just as when a wind suddenly turns foul [1] Eup.320; ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς = the wind being set in the north, Th.6.104; ἀνέμοις φέρεσθαι παραδιδόναι τι = cast a thing to the winds, E.Tr.419, cf. A.R.1.1334; κατ' ἄνεμον στῆναι = stand to leeward, Arist.HA541a26, cf. Plu.2.972a; κατ' ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι ib.979c: metaph., ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος = 'unstable as the wind', Eup.376; φέρειν τιν' ἄρας (sic l.) ἄνεμος = a very wind to carry off, Antiph.195.5 (Lobeck); ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις = try to catch the wind, and ἀνέμῳ διαλέγεσθαι = talk to the wind, Zen.1.38; ἀνέμους γεωργεῖν 'plough the sands', ib.1.99.
2 cardinal point, quarter, ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων LXXZa.2.6, Annales du Service19.40 (Theadelphia, 93 B.C.), Ev.Matt.24.31, al., Vett.Val. 140.6, PFlor.50.104: sg., ib.20.19 (ii A.D.); τὸ κατ' ἄνεμον = aspect by compass direction, POxy.100.10 (ii A.D.).
II wind in the body, Hp.Mul.2.179, al. (From ἀνε- 'blow, breathe', cf. Skt. áni-ti 'breathes', Goth. uzanan 'expire', etc.)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: tb. ἤνεμος Hsch. (prob. error)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1viento en gener. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207, cf. Hes.Th.253, Pi.P.3.105, Ar.Au.1396, E.Hel.1504, ἀνέμων ἀϋτμή Od.11.407, tb. en gen. dependiente de ἀῆται Hes.Op.621, ἀήματα A.Eu.905, αὖραι E.Med.838, πνεύματα Hdt.7.16α, A.Pr.1085, E.HF 102, ῥιπαί Pi.N.3.59, S.Ant.137, 930, ἀέλλη Il.13.795, Od.5.305, θύελλα Il.12.253, Hes.Op.551, E.Cyc.109, ἴς Il.17.739, μένος Od.5.478, βία Il.23.713, κέλευθα Il.15.620, φθόγγος Simon.38.15
•ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481, φύλλ' ἄνεμος ... δονεῖ B.5.65, οὔτε μίμνειν ἄνεμος οὔτ' ἐκπλεῖν ἐᾷ A.Fr.400, cf. Procl.H.7.6, ὑπὸ ἀνέμων ἀλλήλοισιν ἐναντιωθέντων ἐξαίφνης Hp.Aër.8, ἀνέμοισι φορεύμενος ἀργαλέοισιν zarandeado por vientos tempestuosos Sol.1.45
•c. n. de los vientos Βορέῃ ἀνέμῳ Il.15.26, Ζεφύρῳ Il.16.150, βασιλεὺς ἀνέμων ... Βορέας Pi.P.4.181
•como n. propio Ἄνεμοι los vientos Antag.1.6, Orph.h.ad Mus.38
•c. adj. ἄνεμοι χαλεποί galernas, Od.12.286, χειμέριοι Archil.80.5, ἄγριοι A.Pr.1046, μέγας Th.2.25, D.50.23, πολύς D.59.103, ἄνεμος τυφωνικός huracán, Act.Ap.27.14, ὀμβροφόροι A.Supp.35, βαρύγδουποι Pi.P.4.210, φορὸς ἄνεμος viento favorable de popa Plb.1.60.6, ἐναντίος ἄνεμος Eu.Matt.14.24, ἐαρινοί Arist.Mu.395a4, Nonn.D.48.515
•de creencias rel. c. el viento λόγους ψυχῆς ἀνέμους Pythag.B 1a, θάλασσα ... πηγὴ δ' ἀνέμοιο Xenoph.B 30.1, ψυχὴν ... φερομένην ὑπὸ τῶν ἀνέμων Orph.Fr.27, ὑπὸ τῶν ἀνέμων διαφυσηθεῖσα καὶ διαπτομένη (sc. ἡ ψυχή) Pl.Phd.84b
•en refranes y sentencias ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος el hombre es viento y perdición Eup.376, τῶν δὲ κακῶν ἄνεμοι δειλὰ φέρουσιν ἔπη las miserables palabras de los malos se las llevan los vientos Thgn.1168, φέρειν τιν' ἄραντ' ἄνεμος un viento para arrastrar consigo al que se ha hecho a la mar Antiph.195.5, ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις intentar pescar el viento Diogenian.1.2.28, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι = predicar en el desierto Zen.1.38, ἀνέμους γεωργεῖν dar palos al aire Zen.1.99
•ὀνείδη καὶ Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ' lanzo a los vientos, para que se los lleven, improperios y loas a los frigios E.Tr.419.
2 viento, punto cardinal ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων LXX Za.2.10, cf. Eu.Matt.24.31, Apoc.7.1, Eu.Marc.13.27, Vett.Val.140.6, PFlor.50.104, 20.19 (II d.C.), τὸ κατ' ἄνεμον la orientación, POxy.100.10 (II d.C.).
II fig.
1 viento de pasión, impulso ἄνεμοι ψυχῆς S.Ant.929, περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας dejándonos llevar de un lado a otro por todo tipo de viento doctrinal, Ep.Eph.4.14, πονηρὸς ἄνεμος = mal viento del pecado op. Espíritu Santo, Mac.Aeg.M.34.465A.
2 del hálito de Dios ῥῦσε ἱμᾰς, κύριε ἀπὸ κατεγγα[λιῶν] φυσō σὺ ἄνεμον MAMA 1.428.5
•de los ángeles, Dion.Ar.M.3.333C.
III medic., dentro del cuerpo aire de la matriz, Hp.Mul.1.78 (p.184), ἄνεμον ξὺν τῷ ποτῷ ψυχρὸν εἰσάγειν Hp.Epid.6.3.19.
• Diccionario Micénico: a-ne-mo/a-ne-mo-i-je-re-ja.
• Etimología: De *H2enHu̯-/H2neHu̯- ‘soplar’, cf. ai. navate ‘resonar’, anila- ‘viento’, ‘soplo’, lat. animus, an. andi ‘aliento’, etc.
German (Pape)
[Seite 222] (ἄημι), ὁ, das Wehen, Lufthauch, Wind, von Hom. an überall; ἀργαλέων ἀνέμων ἀέλλῃ Iliad. 13, 795; πάσας ἀέλλας παντοίων ἀνέμων Od. 5, 293; ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη Iliad. 15, 626; ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν Od. 11, 400; λιγέων ἀνέμων ἀυτμένα Od. 3, 289; ἀνέμοιο θύελλαν Iliad. 12, 253; ἀνέμου πνοιή Od. 6, 20; πνοιῇς ἀνέμοιο Iliad. 12, 207; πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων 17, 56; τὸν δ' οὔ ποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων 2, 397. Übertr., ἐχθίστων ἀνέμων ῥιπαί Soph. Ant. 137, vom Grimme des Wuth schnaubenden Kriegers; δοῦναί τι ἀνέμοις, etwas in den Wind schlagen, Ap. Rh. 1, 1334. – Eupol. B. A. 13 ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος, ein windiger Mensch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 vent;
2 fig. agitation de l'âme, passion tumultueuse.
Étymologie: cf. lat. animus, anima.
Russian (Dvoretsky)
ἄνεμος: (ᾰ) ὁ ветер Hom., Trag., Xen., Plat., Arst.: ἀνέμων ἀέλλη Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. вихрь, буря; κατ᾽ ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. плыть по ветру и по течению; οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. душевные бури.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεμος: ὁ, ῥεῦμα ἀέρος, Ὅμ., κτλ. πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ Ν. 795· ὦρσεν... ἀνέμοιο θύελλαν Μ. 253· ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης Ο. 626, πρβλ. Ξ. 254· ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 407, κτλ.: - οὕτως, ἀνέμων πνεύματα Ἡροδ. 7.16, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ῥιπαὶ Σοφ. Ἀντ. 137, 929· ἀήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 90· αὖραι Εὐρ. Μήδ. 838· πνοιαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1396· ἀνέμου φθόγγοι Σιμωνίδ. 7.12· ἀνέμου κατιόντος μεγάλου, ἐπελθούσης ἰσχυρᾶς καταιγίδος, Θουκ. 2. 25· ἀνέμου ’ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25· ἁρπασθεὶς ὑπ’ ἀνέμου ... ὃς ἐκπνεῖ ταύτῃ μέγας κατὰ Βορέαν ἑστηκώς, ὅταν ᾖ βόρειος, Θουκ. 6. 104· ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ’, ῥίπτω τι εἰς τοὺς ἀνέμους, Λατ. ventis tradere, Εὐρ. Τρῳ. 419, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1334· κατ’ ἄνεμον στῆναι, ἵσταμαι οὕτως ὥστε νὰ προσβάλλωμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5. 13, πρβλ. Πλούτ. 2. 972Α: - Παροιμ. ἄνεμος... ἄνθρωπος, ἀσταθὴς ὡς ὁ ἄνεμος, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 78· τοιουτοσὶ τίς εἰμι.. .φέρειν τιν’ ἄρας (οὕτως ἀναγνωστέον) ἄνεμος, νὰ σηκώσω τινὰ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸν φέρω εἶμαι σωστὸς ἄνεμος, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 5· ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις, «πιάνω τὸν ἄνεμο μὲ τὸ δίχτυ», καί, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι, Παροιμιογρ. - Ὁ Ὅμηρ. καὶ ὁ Ἡσ. ἀναφέρουσι μόνον τέσσαρας ἀνέμους, Βορέαν, Εὖρον, Νότον (ὁ Ἡσ. Ἀργέστην) καὶ Ζέφυρον· πρβλ. Γλάδστωνος Ὁμηρικὰς Μελέτας 3. 272 κἑξ. Ὁ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 6, ὀνομάζει δώδεκα, οἵτινες ἐχρησίμευαν πρὸς ὁρισμὸν τῶν διαφόρων σημείων τοῦ ὁρίζοντος, πρβλ. Güttl. Ἡσ. Θ. 379. ΙΙ. ἄνεμος ἐν τῷ σώματι, φῦσα, Ἱππ. 665. 24 [Ἐκ τῆς √ ΑΝ πρβλ. Σανσκρ. an, an-imi (spiro), an-as (spiritus) an-ilas (ventus)· Λατ. an-imus, an-ima (πρβλ. Ὁρατ. ᾮδ. 4. 12, 2 Κικ.Tusc. 1. 9· Γοτθ. ahma (πνεῦμα) us-an-an (ἐκπνεῖν)· Παλαιο-Σκανδιν. an-di önd (anima). - Ἡ ῥίζα τοῦ Λατ. ventus, κτλ. φαίνεται ὅτι εἶναι διάφορος, ἴδε ἐν λ. ἄημι].
English (Autenrieth)
wind; often in gen. w. synonymous words, ἀνέμοιο θύελλα, ἀήτης, ἀυτμή, πνοιαί, and ἲς ἀνέμοιο, Il. 15.383; Βορέῃ ἀνέμῳ, Od. 14.253. The other winds named by Homer are Eurus, Notus, and Zephyrus.
English (Slater)
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους) wind ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις (O. 11.1) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.105) βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας (P. 4.181) ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει (P. 4.195) βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες (P. 4.210) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (P. 5.120) τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι (P. 6.12) “ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” (P. 9.48) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν (P. 11.39) χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) (N. 3.45) θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν (N. 3.59) σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (N. 7.17) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.110) ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Pae. 8.64) ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*.
English (Strong)
from the base of ἀήρ; wind; (plural) by implication, (the four) quarters (of the earth): wind.
English (Thayer)
ἀνέμου, ὁ (ἄω, ἄημι, to breathe, blow, (but etymologists connect ἄω with Sanskrit va, Greek ἀήρ, Latin ventus, English wind, and ἄνεμος with Sanskrit an, to breathe, etc.; cf. Curtius, §§ 419,587; Vanicek, p. 28)) (from Homer down), wind, a violent agitation and stream of air (cf. (Trench, § lxxiii.) πνεῦμα, 1at the end): οἱ τέσσαρες ἄνεμοι, the four principal or cardinal winds (τῆς γῆς, ἄνεμος τῆς διδασκαλίας, variability and emptiness (?) of teaching, Ephesians 4:14.
Greek Monolingual
ο (AM ἄνεμος)
1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση
2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα
μσν.- νεοελλ.
(κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας
νεοελλ.
φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ ανέμου» — καταστρέφεται ή καταστράφηκε
μσν.
το πνεύμα του Θεού, ο Θεός
αρχ.-μσν.
αέρια των εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άνεμος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα an∂- «φυσώ, πνέω». Από την ίδια ρίζα προήλθαν όχι μόνο τα αρχ. ινδ. anilas «πνοή, άνεμος, αέρας», αρχ. ιρλδ. anal «πνοή» κ.ά., αλλά και τα λατ. anima «πνοή, άνεμος, αέρας» και animus «ψυχή, πνεύμα» (και οι δύο σημασίες συνενώνονται στο αρχ. ελλην. πνεύμα) και animal «το έχον ψυχή, ζωή, το ζώο». Από τις λατινικές αυτές λέξεις προήλθαν σημαντικές λέξεις του λατινογενούς (ρωμανικού) ευρωπαϊκού λεξιλογίου, όπως λ.χ. η λ. ame «ψυχή» μέσω του αρχ. γαλλ. alme / arme) της Γαλλικής, η λ. alma «ψυχή» της Ισπανικής και anima «ψυχή» της Ιταλικής, το ισπανικό καί ιταλικό animo «πνεύμα» καί το ευρύτερης χρήσης animal «ζώο» (ιταλ., γαλλ., ισπ., αγγλ., κ.ά.). Αντιθέτως το ελλ. άνεμος χρησιμοποιήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στη διεθνή επιστημονική ορολογία ως α΄ συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων
πρβλ. λ.χ. αγγλ. anemogram (ανεμόγραμμα), anemograph (ανεμογράφος), anemometer (ανεμόμετρο), anemoscope (ανεμοσκόπιο) αλλά καί anemochorous, anemophilous, anemotaxis, anemotropism κ.ά. Σημειώνεται ακόμη πως λέξεις που δήλωναν «τον άνεμο» τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες (ινδο)ευρωπαϊκές γλώσσες προήλθαν από τη συνώνυμη ΙΕ ρίζα wē-«πνέω, φυσώ» (πρβλ. ελλην., άελλα άημι, αήτες, αήτης, αύρα, κ.ά, λατ. ventus «άνεμος», γαλλ. vent, αγγλ. wind και weather «καιρός», γερμ. Wind και Wetter «καιρός» κ.λπ. βλ. λ. άημι). Τέλος, μεγάλη παραγωγική δύναμη εμφανίζει στην Ελληνική (αρχαία και νέα) η λ. άνεμος ως α΄ συνθετικό ανεμ(ο)-και ως β΄ συνθετικό -ανεμος (και αρχ. -ήνεμος)].Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνεμος:
ΠΑΡ. αρχ. ανεμία, ανεμόεις, ανεμούμαι, ανεμώλιος, Ανεμώτις
αρχ.-μσν.
ανεμώδης
μσν.
ανέμωοις
μσν.- νεοελλ.
ανέμη, ανεμίζω, ανεμικός.
ΣΥΝΘ. (Α΄ ΣΥΝΘ.) ανεμόδαρτος, ανεμοστρόβιλος
αρχ.
ανεμοκοίτης, ανεμοσκεπής, ανεμόστροφος, ανεμοσφάραγος, ανεμοτρεφής, ανεμοφόρητος ανεμώκης
μσν.
ανεμοδούριον, ανεμομαχώ, ανεμόπτερος, ανεμοφθόρητος
μσν.- νεοελλ.
ανεμοζάλη
νεοελλ.
ανεμόβραχος, ανεμόβροντο, ανεμόβροχο, ανεμογάμης, ανεμογγάστρι(-ά), ανεμοδαρμένος, ανεμοδέρνω, ανεμοκαίω, ανεμοκίνητος, ανεμοκουνώ, ανεμοκυκλογύριστος, ανεμοκυκλοπόδης, ανεμομάζωμα, ανεμόμυλος, ανεμόπληκτος, ανεμοπόδαρος, ανεμοπύρι, ανεμοπύρωμα, ανεμοράχη, ανεμοριπή, ανεμορούφουλας, ανεμόσαρκος, ανεμόσκαλα, ανεμοσκορπίζω, ανεμοσουρίζω, ανεμόσυκο, ανεμοσυρμή, ανεμοταραχή, ανεμότρατα, ανεμοχάφτω, ανεμόχιονο, ανεμόχολο, ανεμαλώνι, ανεμαντλία, ανεμάρπαστος, ανεμοβλογιά, ανεμογνωμόνιο, ανεμόγραμμα, ανεμογραφία, ανεμογράφος, ανεμοδείκτης, ανεμολογία, ανεμολόγος, ανεμομετρία.(Β ΣΥΝΘ.) -ΑΝΕΜΟΣ: αλεξάνεμος, επάνεμος, Ευάνεμος, Ευδάνεμος, ισάνεμος, κωλυσάνεμος, λαθάνεμος, παυσάνεμος.-ΗΝΕΜΟΣ: αλεξήνεμος, απήνεμος, διήνεμος, δυσήνεμος, ευήνεμος, κατήνεμος, ποδήνεμος, προήνεμος, προσήνεμος, πυρήνεμος, συνήνεμος, υπερήνεμος, υπήνεμος, φιλήνεμος.
Greek Monotonic
ἄνεμος: [ᾰ], ὁ (√ΑΝ, πρβλ. ἄημι), άνεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀνέμου κατιόντος, έχοντας ξεσπάσει μεγάλη καταιγίδα, σε Θουκ.· ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς, ο άνεμος είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι, ρίχνω κάτι στους τέσσερις ανέμους, Βορέας, Σύρος, Νότος (ή Άργηστης), Ζέφυρος· ο Αριστ. δίνει δώδεκα, που χρησίμευαν ως σημεία της πυξίδας.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wind (Il.).
Dialectal forms: Myc. anemo (ijereja) KN /anemon (hiereia)/.
Compounds: νηνεμίη calm < *n̥-h₂n-
Derivatives: ἠνεμόεις windy, windreich (metr. length.); ἀνεμώλιος idle, useless (Il.), after ἀποφώλιος (Bechtel Lex., Chantr. Form. 43; Risch 113 reminds of ἀπατήλιος); s. on μεταμώνιος. ἀνεμώτας ὄνος ἄφετος, ἱερός, τοῖς ἀνέμοις θυόμενος ἐν Ταραντίνοις H.; ἀνεμῶτις epithet of Athena (who calms the wind; Paus.). - ἀνεμώνη s. v.
Origin: IE [Indo-European] [38] *h₂enh₁-mo- wind
Etymology: Gr. ἄνεμος agrees with Lat. animus (< *anamo, cf. Osc. anamúm-); Skt. ánila- m. wind, air has -lo-. Further Arm. hoɫm wind (with dissim. of n-m) with o-vocalism. In Celtic with tlo-suffix, W. anadl breath. - The root *h₂enh₁- in Skt. áni-ti breathe, Goth. us-anan expire. - See ἄσθμα, ἄνται.
Middle Liddell
[Root !αν, cf. ἄημι
wind, Hom., etc.; ἀνέμου κατιόντος a squall having come on, Thuc.; ἄν. κατὰ βορέαν ἑστηκώς the wind being settled in the north, Thuc.; ἀνέμοις φέρεσθαι παραδοῦναί τι to cast a thing to the winds, Lat. ventis tradere, Eur.:—Hom. and Hes. mention only four winds, Boreas, Eurus, Notus (or Argestes), Zephyrus; Arist. gives twelve, which served as points of the compass.
Frisk Etymology German
ἄνεμος: {ánemos}
Grammar: m.
Meaning: Wind (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἠνεμόεις windig, windreich (metr. Dehnung, wonach dor. ἀ̄νεμόεις; ep. poet.); ἀνεμώλιος eitel, unnütz (ep.), aus *ἀνεμώνιος durch Dissimilation, bzw. nach dem Synonym ἀποφώλιος (Bechtel Lex., Chantraine Formation 43; Risch 113 erinnert an ἀπατήλιος); ἀνεμώδης windig (Hp., Arist., hell. u. spät); ἀνεμιαῖος windig, eitel (Pl., Kom., Alkiphr. u. a.), nach den Maßadj. auf -ιαῖος? (worüber Chantraine 49). — ἀνεμώτας· ὄνος ἄφετος, ἱερός, τοῖς ἀνέμοις θυόμενος ἐν Ταραντίνοις H.; ἀνεμῶτις Epithet von Athene (als Windstillerin; Paus.). — ἀνεμία Blähung (Hp.). — ἀνεμώνη s. d. — Denominative Verba: ἀνεμόομαι vom Winde aufgebläht werden (Hp., Pk. usw.); ἀνεμίζομαι mit dem Winde treiben (Ep. Jak.).
Etymology: Gr. ἄνεμος ist mit lat. animus formal identisch; auch aind. ánila- m. Wind, Luft kann dazu stimmen, falls aus *anima- dissimiliert. Zum mo-Suffix Porzig Satzinhalte 285f. In Betracht kommt ferner arm. hoɫm Wind (mit Dissimilation aus n-m), aber der Anlaut macht Schwierigkeiten; s. darüber Lidén Armen. Stud. 39 A. 1, Petersson KZ 47, 246, Meillet BSL 26, 11. Eine andere Bildung im Keltischen, z. B. kymr. anadl Atem (mit tlo-Suffix). — Zugrunde liegt ein zweisilbiges Wurzelverb, aind. áni-ti atmet; vgl. got. us-anan ausatmen und Schwyzer Mél. Boisacq 2, 231ff. — S. auch ἄσθμα und ἄνται.
Page 1,105
Chinese
原文音譯:¥nemoj 安尼摩士
詞類次數:名詞(31)
原文字根:風 相當於: (רוּחַ)
字義溯源:風;源自(ἀήρ)=空氣);而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)。這個‘風’字包括狂風,微風,風的方向,如( 太24:31; 可13:27)的四方,原文乃是四風;也包括人的呼吸。有時也隱喻一些事物,如( 弗4:14)的異教之風。幾個有關的編號比較: (θύελλα)風暴, 來12:18
( 「」),旋風, 彼後2:17
( 「」),雷雨, 路12:54
( 「」),氣,靈,風, 來1:7
,氣息,風, 徒2:2
同義字:1) (ἄνεμος)風 2) (δαιμόνιον)鬼魔,邪神 3) (δαίμων)鬼 4) (πνεῦμα)氣,靈 5) (ψυχή)呼吸,氣息
出現次數:總共(31);太(9);可(7);路(4);約(1);徒(4);弗(1);雅(1);猶(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 風(30) 太7:25; 太7:27; 太8:26; 太8:27; 太11:7; 太14:24; 太14:30; 太14:32; 太24:31; 可4:37; 可4:39; 可4:39; 可4:41; 可6:48; 可6:51; 路7:24; 路8:23; 路8:24; 路8:25; 約6:18; 徒27:4; 徒27:7; 徒27:14; 徒27:15; 弗4:14; 雅3:4; 猶1:12; 啓6:13; 啓7:1; 啓7:1;
2) 方(1) 可13:27
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα αν σανσκριτική. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνεμόω (=ἐκθέτω στόν ἄνεμο), ἀνεμώδης, ἀνεμόδαρτος, ἀνεμώνη, νήνεμος (=ἥσυχος), νηνεμία (=γαλήνη), προσήνεμος, ὑπήνεμος, ὑπηνέμιος.
Lexicon Thucydideum
ventus, wind, 1.54.1, [nonnulli codd. addunt some manuscripts add τοῦ] 1.65.1, 2.25.4, 2.77.4, 2.84.2. 2.85.6. 2.93.4. 2.94.1. 3.22.1, 3.22.13.23.5. 3.74.2, 4.23.2, 4.26.7, 6.2.4, 6.104.2, [vulgo commonly ἀναρπασθεὶς] 7.34.6. 7.53.4, 8.31.3, 8.31.4. 8.99.1.
Translations
Abaza: пша; Abkhaz: аԥша; Adyghe: жьыбгъэ; Afar: caacaya; Afrikaans: wind; Ainu: レラ; Aklanon: hangin; Alabama: mahli; Albanian: erë; Aleut: slagux; Amharic: ነፋስ; Apalaí: tyryrykane; Arabic: رِيح; Egyptian Arabic: ريح; Hijazi Arabic: رياح, هوا; Moroccan Arabic: ريح; Aragonese: viento; Armenian: քամի; Old Armenian: հողմ, քամի; Aromanian: vimtu; Assamese: বতাহ; Asturian: vientu; Avar: гьури; Aymara: saxra; Azerbaijani: külək, yel; Bahnar: kial; Baluchi: گوات; Bashkir: ел; Basque: haize; Bau Bidayuh: sobak; Baure: vir; Belarusian: вецер; Bengali: বায়ু; Bikol Central Bikol Legazpi: paros; Bikol Naga: duros; Bislama: win; Bouyei: ndumx; Breton: avel; Old Breton: auel; Brunei Bisaya: angin; Brunei Malay: angin; Bulgarian: вятър; Burmese: လေ; Buryat: һалхин; Catalan: vent; Cebuano: hangin; Central Atlas Tamazight: ⴰⴹⵓ; Central Melanau: pangai; Chamicuro: timili; Chechen: мох; Chepang: मारुः; Cherokee: ᎦᏃᎸᎥᏍᎬ, ᎤᏃᎴ; Chichewa: mphepo; Chickasaw: mahli; Chinese Cantonese: 風, 风; Dungan: фын; Hakka: 風, 风; Jin: 風, 风; Mandarin: 風, 风; Min Dong: 風, 风; Min Nan: 風, 风; Wu: 風, 风; Chuvash: ҫил; Cornish: awel, gwyns; Corsican: ventu; Crimean Tatar Latin: yel, ruzgâr; Czech: vítr; Dakota: tate; Dalmatian: viant; Danish: vind, blæst, luftstrøm; Dhivehi: ވައި; Dolgan: тыал; Drung: nvmbeung; Dupaningan Agta: paras; Dutch: wind; Dzongkha: རླུང་མ།; Egyptian TAw w; Emilian: vänt; Erzya: варма; Esperanto: vento; Estonian: tuul; Even: хунӊэ, эдэн; Evenki: эдын; Ewe: aya; Extremaduran: vientu; Faroese: vindur; Fijian: cagi; Finnish: tuuli; Franco-Provençal: vinse; French: vent; Friulian: vint; Gagauz: lüzgär; Galician: vento; Georgian: ქარი; German: Wind; Gothic: 𐍅𐌹𐌽𐌳𐍃; Greek: άνεμος; Ancient Greek: ἄνεμος; Greenlandic: anori; Guaraní: yvytu; Gujarati: પવન; Haitian Creole: van; Hausa: iska; Hawaiian: makani; Hebrew: רוּחַ or; Hiligaynon: hangin; Hindi: हवा, पवन; Hungarian: szél; Iban: angin; Icelandic: vindur; Ido: vento; Ilocano: angin; Indonesian: angin; Ingrian: tuuli; Ingush: мух; Interlingua: vento; Inuktitut: ᐊᓄᕆ; Iranun: andu'; Irish: gaoth; Old Irish: feth, gáeth; Isthmus Zapotec: bi; Istriot: vento; Italian: vento; Iu Mien: nziaaux; Japanese: 風; Javanese: angin; Jingpho: nbung; Kabuverdianu: vent'; Kalmyk: салькн; Kannada: ಗಾಳಿ; Kapampangan: angin; Karachay-Balkar: жел, джел; Karelian: tuuli; Kashubian: wiater; Kaurna: warri; Kazakh: жел; Ket: бей; Khakas: чил; Khmer: ខ្យល់; Kildin Sami: пӣӈӈк; Kimaragang: sarup; Komi-Zyrian: тӧв; Kongo: tembo; Korean: 바람; Koryak: кытэг; Kumyk: ел; Kurdish Central Kurdish: با; Laki: ڤا; Northern Kurdish: ba; Southern Kurdish: وا; Kyrgyz: жел, шамал; Ladino: ayre; Lak: марч; Lao: ລົມ; Latgalian: viejs; Latin: ventus; Latvian: vējš; Laz: ixi; Lithuanian: vėjas; Livonian: tūļ; Lotud: tongus; Luganda: embuyaga; Luxembourgish: Wand; Lü: ᦟᦳᧄ; Macedonian: ветер; Malay Jawi: اڠين, باد, بايو, ڤاوان, ريح; Rumi: angin, bad, bayu, pawana, rih; Malayalam: കാറ്റ്; Maltese: riħ; Manchu: ᡝᡩᡠᠨ; Mansi: во̄т; Manx: geay; Maori: hau; Mapudungun: kvrvf; Maranao: hangin; Marathi: वारा; Mari Eastern Mari: мардеж; Mauritian Creole: labriz; Yucatec Maya: iik'; Middle Persian: 𐭥𐭠𐭲; Mirandese: biento; Miyako: カジ; Mohawk: ówera; Mohegan-Pequot: wutun; Moksha: варма; Mon: ကျာ; Mongolian: салхи; Mòcheno: bint; Nahuatl Classical: ehēcatl; Guerrero: ajakatl; Highland Puebla: ejecat; Mecayapan: ejecaꞌ; Michoacán: ijyecal; Northern Puebla: yehyecatl; Tetelcingo: yejyecatl; Tlamacazapa: yejyekatl; Nanai: хэдун; Navajo: níłchʼi, níyol; Negidal: эдын; Nepali: हावा; Newar: phē; Ngarrindjerri: mayi; Ngazidja Comorian: upepo 11; Norman: vent; North Frisian: winj; Northern Ohlone: túj̄e; Northern Sami: biegga; Northern Thai: ᩃᩫ᩠ᨾ; Norwegian: vind; Occitan: vent; Ojibwe: noodin; Old Church Slavonic Cyrillic: вѣтръ; Glagolitic: ⰲⱑⱅⱃⱏ; Old English: wind; Old French: vent; Oriya: ବାତ; Oroch: эдин, эди; Orok: хэдун, хэду; Oromo: bubbee; Ossetian: дымгӕ, уад; Parthian: 𐭅𐭀𐭃; Pashto: باد; Paumarí: sirisiri; Persian: باد; Picard: vint; Piedmontese: vent; Pipil: ejekat; Pitjantjatjara: waḻpa; Plautdietsch: Wint; Polabian: v́otĕr; Polish: wiatr; Portuguese: vento; Punjabi: ਹਵਾ; Quechua: wayra, waira; Romani: balval; Romanian: vânt; Romansch: vent; Rungus: bbarat; Russian: ветер; Rwanda-Rundi: umuyaga; S'gaw Karen: ကလံၤ; Saanich: SPW̱ELO¸; Samoan: matagi; Sanskrit: वात, वायु, अनिल, पवनमारुत; Sardinian: bentu, ventu; Scottish Gaelic: gaoth; Sebop: kepo, celevut; Serbo-Croatian Cyrillic: вје̏тар, ве̏тар; Roman: vjȅtar, vȅtar; Seychellois Creole: labriz; Shan: လူမ်း; Shona: mhepo Shor: салғын; Sichuan Yi: ꃅꆳ; Sicilian: ventu; Sindhi: ھوا; Sinhalese: හුළඟ; Slovak: vietor; Slovene: veter; Slovincian: vjãtăr; Somali: dabayl; Sorbian Lower Sorbian: wětš; Upper Sorbian: wětřik; Sotho: moya; Southern Altai: салкын, јел; Southern Sami: bïegke; Spanish: viento; Sranan Tongo: winti; Sumerian: tumu; Sundanese: maruta, bayu; Svan: ბიქვ; Swahili: upepo; Swedish: vind, blåst; Tabasaran: микӏ; Tagal Murut: livut; Tagalog: hangin; Tahitian: matai; Tajik: бод; Tamil: காற்று; Taos: wǫ́nemą; Tashelhit: ⴰⴹⵓ, ⴰⵊⴰⵡⵡⵏ; Tatar: җил; Tausug: hangin; Telugu: పవనము, తెమ్మెర; Thai: ลม; Tibetan: རླུང; Timugon Murut: bagiu; Tocharian A: want; Tocharian B: yente; Tok Pisin: win; Tongan: matangi; Turkish: rüzgâr, yel, esin, esinti; Turkmen: ýel; Tuvan: салгын, хат; Udihe: эди; Udmurt: тӧл; Ugaritic: 𐎗𐎈; Ukrainian: ві́тер; Ulch: хэду; Urdu: ہوا, پون; Uyghur: شامال; Uzbek: shamol, yel; Venetian: vent, vènt, vento; Veps: tullei; Vietnamese: gió; Volapük: vien; Voro: tuul'; Votic: tuuli; Walloon: vint, air; Waray-Waray: hangin; Welsh: awel, gwynt; West Coast Bajau: beriu; West Frisian: wyn; White Hmong: cua; Wolof: ngelaw, ngelew; Xhosa: umoya; Yagara: buran; Yagnobi: шамол; Yakut: тыал; Yiddish: ווינט; Yoruba: afẹ́fẹ́, ẹ̀fúfú; Yurok: rookw; Yámana: uša; Zazaki: va; Zealandic: wind; Zhuang: rumz; Zulu: umoya ǃXóõ: ǂqhùe