δόλος

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλος Medium diacritics: δόλος Low diacritics: δόλος Capitals: ΔΟΛΟΣ
Transliteration A: dólos Transliteration B: dolos Transliteration C: dolos Beta Code: do/los

English (LSJ)

(A), ὁ, prop.
A bait for fish, Od.12.252: hence, any cunning contrivance for deceiving or catching, as the net in which Hephaestus catches Ares, 8.276; the Trojan horse, ib.494; Ixion's bride, Pi. P.2.39; the robe of Penelope, Od.19.137 (pl.); ξύλινος δόλος = mousetrap, Batr.116.
b generally, any trick or stratagem, πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187, etc.: in plural, wiles, δόλοι καὶ μήδεα 3.202; δόλοισι κεκασμένε 4.339, etc.
2 in the abstract, craft, cunning, treachery, δόλῳ ἠὲ βίῃφι Od.9.406; ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142; οὐ κατ' ἰσχὺν… δόλῳ δέA.Pr.215, cf. Ch.556, etc.; δόλοις ib.888, S.OT960, etc.; ἐκ δόλου Id.El.279; ἐν δόλῳ Id.Ph.102; σὺν δόλῳ A.Pers.775; μετὰ δόλου καὶ τέχνης Isoc.9.36; δόλῳ πονηρῷ, = Lat. dolo malo, Supp.Epigr.1.161.53; μετὰ δόλου πονηροῦ IG12(2).510.9 (Methymna); χωρὶς δ. π. OGI629.112 (Palmyra).
3 spy, Hsch.

(B) πάσσαλος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ clavo Hsch.
-ου, ὁ
• Morfología: [poét. sg. gen. -οιο Opp.C.4.97; plu. dat. -οισι A.R.3.373]
1 cebo de pesca ἰχθύσι ... δόλον ... βάλλων Od.12.252, cf. Opp.H.5.355, de caza, para leones, Opp.C.4.108
trampa para ratones, cepo ξύλινος δ. Batr.(1)116, ἐπεὶ σμίνθοις κρυπτὸν ἔτευχε δόλον Call.SHell.259.16, para comadrejas, Babr.27.1, para leopardos, Opp.H.3.393, para leones, Opp.C.4.97, para pulpos, Opp.H.4.300.
2 engaño, ardid
a) ref. a cosas concr.: al caballo de Troya Od.8.494, AP 9.156 (Antiphil.), Triph.107, 221, a la red con que Hefesto atrapó a Ares y Afrodita Od.8.276, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω pero yo devano engaños dice Penélope Od.19.137, δ. ... ἀμήχανος de Pandora, Hes.Op.83, cf. Th.589, cf. E.Rh.215, (νεφέλα) ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι una nube que como engaño le dispusieron las mañas de Zeus Pi.P.2.39, δ. στυγερός de la trampa de Medea contra Apsirto, Orph.A.1029;
b) de diversas maquinaciones de dioses y héroes ardid, estratagema εἰδὼς παντοίους τε δόλους de Odiseo Il.3.202, cf. 4.339, δόλον ὑφαίνειν tramar un engaño, Il.6.187, σὸς δ., Ἥρη Il.15.14, Κίρκης δ. Od.23.321, δόλου μεμνημένος αἰεί Zeus del engaño de Prometeo, Hes.Th.562, cf. 175, Sc.30, δόλοις ὀλούμεθ' dice Clitemestra, A.Ch.888;
c) gener. δόλους τ' ἀπάτας τε πολυπλοκίας τ' ἐφίλησαν Thgn.67, (ἑταῖρος) ὅτῳ μή τις ἔνεστι δ. Thgn.416, δ. γυναικήιος Hdt.1.91, κλαίω, στένομαι, καὶ δ. οὐδείς lloro, desfallezco y no hay engaño A.Th.873, μή τις εἴη δ. E.Or.1420, op. ἁπλοῖ τρόποι Ar.Pl.1158, op. ἀρετά AP 7.146 (Antip.Sid.), δόλοι τε καὶ μηχαναί Pl.R.548a, τίς δὲ δ., τίς μῆτις A.R.3.781, cf. Orph.A.842, βασκανία καὶ δ. Plb.4.87.4, δόλοι καὶ ἐπιβουλαί Vett.Val.38.28, ἔλεξε δὲ ὅτι ἐν τοῖς ἱεροῖς φαίνοιτό τις δ. καὶ ἐπιβουλὴ ἐμοί X.An.5.6.29, πάντα δόλον τεύχοισα Theoc.1.50, cf. Plb.5.72.5, πλήρης παντὸς δόλου un mago Act.Ap.13.10, Eu.Marc.7.22, δ. πανοῦργος Vett.Val.235.18, παῦσον ... τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον Basil.M.29.373D, c. gen. obj. εὑρεῖν ... δόλον θήρης descubrir un ardid para cazar Babr.95.48;
d) esp. en dat. con engaño, con malas artes δόλῳ, οὐ ... κράτεΐ γε Il.7.142, δόλῳ ἠὲ βίηφιν Od.9.406, cf. 11.120, A.Ch.556, X.HG 7.1.46, LXX Ex.21.14, Ph.1.557, δόλῳ πεδάσαι Pi.N.5.26, δόλῳ ... κρατεῖν A.Pr.213, μὴ δόλῳ αὐτοὺς προάγοιεν Hdt.9.90, S.OC 1026, σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας Ar.Pax 1099, cf. Lys.622, ἔειπε τοῖα δόλῳ A.R.3.687, οὐ πορεύσῃ δόλῳ LXX Le.19.16, cf. Ph.2.366, Babr.33.25, δόλῳ ... ἀφήρπασεν αὐχένα κούρης Perseo a la Gorgona, Orph.L.552, δόλῳ καὶ ἀπάτῃ D.H.3.23, δόλῳ καὶ βίᾳ Numen.27.43, tb. en plu. ὁ πατὴρ ἀπώλετο ... δόλοις λαθραίοις Ar.Ra.1143, cf. Eq.686, A.R.3.373, 4.343;
e) δ. πονηρός fraude, alevosía en doc. públicos, esp. en la expr. δόλῳ πονηρῷ y equiv., trad. de lat. dolo malo, dolosamente, con engaño, SEG 35.823.16 (Maronea II a.C.), FD 4.37C.21 (II/I a.C.), χωρὶς δόλου πονηροῦ SEG 39.1180.28 (Éfeso I a.C.), OGI 629.112 (Palmira II d.C.), ἄνευ δόλου πονηροῦ IKnidos 31.2.15 (II/I a.C. a.C.), μετὰ δόλου πονηροῦ IG 12(2).510.9 (Metimna II a.C.), en disposiciones funerar. εἰ δέ τις ... δόλον πονηρὸν ποιήσῃ περὶ τὸ μνημεῖον IKyzikos 1.83.6 (imper.), cf. ISmyrna 210.7 (II d.C.), en un testamento ταύτῃ τῇ διαθήκη δ. πονηρὸς ἀπέστη BGU 326.2.3 (II d.C.);
f) en giro prep. con engaño, con argucias ἐκ δόλου Pi.P.11.18, S.El.279, σὺν δόλῳ A.Pers.775, S.Ai.1245, E.Hec.884, 1269, ἐν δόλῳ S.Ph.102, Amph.Seleuc.71, διὰ ... δόλου Vett.Val.71.28, εἰς δὲ δόλον ἐκάλεσε Ar.Au.333, μετὰ δόλου καὶ τέχνης Isoc.9.36, cf. Plb.4.8.11, συμφρονήσαντες ἐπὶ δόλῳ Plb.3.52.3
sin engaño, sin dolo ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης Hdt.1.69, cf. Plb.7.9.8, ἄτερ δόλου AP 9.241 (Antip.Thess.), δίχα παντὸς δόλου PFlor.294.4 (VI d.C.);
g) δόλου τράπεζα· ἐπὶ τοῦ ἥπατος. σημεῖον ἐν θυτικῇ ref. al lóbulo del hígado que en la adivinación daba los malos augurios, Hsch.
3 engaño, infidelidad amorosa, Pi.P.3.31.
• Etimología: Et. dud.: lat. dolus, osc. ac. dolom pueden ser préstamos. Se ha propuesto la rel. c.: a) aisl. tālengaño’, ags. taelcensura’; b) lat. dolāre, gr. δαιδάλλω q.u.; c) δέλεαρ q.u., pero habría un tratamiento anómalo de la labiovelar.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ (vgl. δέλος, δείλατα, δέλεαρ u. Lat. dolus). 1) Köder, Lockspeise, für Fische Od. 12, 252; jedes Mittel, um Einen zubetrügen u. zu fangen wie das trojanische Pferd, Odyss. 8, 494 ἵππου δουρατέου, ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς, Aristarch u. Aristophanes Byz. lasen δόλῳ, s. Scholl. Didym.; die Fesseln, in denen Hephästus den Ares fängt, 8, 276; Batrach. 116 ist ξύλινος δ. die Mausefalle. – 2) übh. List, listiger Anschlag; Hom. u. Folgde; καὶ μήδεα Il. 3, 702; πολυμηχανίη τε Od. 23, 321; καὶ μηχαναί Plat. Rep. VIII, 548 a; Gegensatz ist offene Gewalt, δόλῳ ἠὲ βίηφιν Od. 9, 406; ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il. 7, 142; κατ' ἰσχύν Aesch. Prom. 213; πρὸς βίαν Soph. Phil. 91; den ἁπλοῖ τρόποι entgeggstzt Ar. Plut. 1159; – ähnl. in Prosa.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. amorce;
II. p. ext. 1 tout objet servant à tromper, piège;
2 ruse, artifice.
Étymologie: R. Δελ, tromper, cf. δέλος, δέλεαρ.

Russian (Dvoretsky)

δόλος:
1 приманка (ἰχθύσι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλειν Hom.);
2 ловушка, западня (τεῦξαι δόλον Hom.; ξύλινος δ., ἣν παγίδα καλέουσι Batr.; δ. δονακόεις Anth.);
3 тж. pl. хитрость, обман, коварство Hom., Aesch. etc.: δόλῳ, δόλοις, ἐκ δόλου и ἐν δόλῳ Soph., σὺν δόλῳ Soph., Eur. и μετὰ δόλου Isocr. хитростью, обманом.

Greek (Liddell-Scott)

δόλος: ὁ, κυρίως, δόλωμα πρὸς ἁλιείαν τῶν ἰχθύων, δέλεαρ, Ὀδ. Μ. 252· ἐντεῦθεν, πᾶν ἔντεχνον μηχάνημα πρὸς ἐξαπάτησιν ἢ σύλληψιν, οἷον τὸ δίκτυον, ἐν ᾧ ὁ Ἥφαιστος συνέλαβε τὸν Ἄρη, Ὀδ. Θ. 276· ὁ δούρειος ἵππος, αὐτόθι 494, πρβλ. Πίνδ. Π. 2. 71· ὁ ἱστὸς τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Τ. 137· ξύλινος δ., παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Βατραχομ. 116· - καθόλου, πᾶν τέχνασμαστρατήγημα, πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινεν Ἰλ. Ζ. 187, κτλ.· κατὰ πληθ., πανουργίαι, δόλοι καὶ μήδεα Ἰλ. Γ. 202· δόλοισι κεκασμένε Ἰλ. Δ. 339, κτλ.· πρβλ. μέλω ἐν ἀρχῇ. 2) ἀφῃρημένως, δόλος, ἀπάτη, πανουργία, Λατ. dolus, δόλῳ ἠὲ βίῃφι Ὀδ. Ι. 406· ἔπεφνε δόλῳ, οὔτι κράτεΐ γε Ἰλ. Η. 142· οὕτω παρ' Ἀττ., οὐ κατ' ἰσχὺν…, δόλῳ δὲ… Αἰσχύλ. Πρ. 213, πρβλ. χο. 556, κτλ.· δόλοις αὐτόθι 888, Σοφ. Ο. Τ. 960, κτλ.· ἐκ δόλου αὐτόθι Ἠλ. 279· ἐν δόλῳ αὐτόθι Φ. 102· σὺν δόλῳ Αἰσχύλ, Πέρσ. 775, Σοφ. Ἠλ. 279· μετὰ δόλου Ἰσοκρ. 195Ε· ἴδε ἐν λ. ἀπάτη. (Πρβλ. δέλος, δέλεαρ· Λατ. dolus· Παλαιο-Σκανδιν. tâl, Ἀγγλο-Σαξ. tœl· Παλαιο-Γερμ. zâla).

English (Autenrieth)

bait, trick, deceit; ἰχθύσι, Od. 12.252; of the wooden horse, Od. 8.276; δόλῳ, ‘by craft,’ ‘stratagem,’ opp. ἀμφαδόν, Od. 1.296; βίηφι, Od. 9.406; pl., wiles, Od. 9.19, Il. 3.202; δόλον (δόλους) ὑφαίνειν, τεύχειν, ἀρτύειν, τολοπεύειν.

English (Slater)

δόλος cunning, treachery φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις in wrestling (O. 9.91) θυγατέρι ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα (= ψεῦδος γλυκύ v. 37) (P. 2.39) καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (P. 3.32) τὸν δὴ (sc. Ὀρέσταν) — Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) ὥς τέ νιν (= Πηλέα) — Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε (N. 5.26) ]αιον δόλον ἀπνευ[ (Pae. 8.87)

English (Strong)

from an obsolete primary verb, dello (probably meaning to decoy; compare δελεάζω); a trick (bait), i.e. (figuratively) wile: craft, deceit, guile, subtilty.

English (Thayer)

δόλου, ὁ (from δέλω, to catch with a bait (?); Latin dolus, cf. Curtius, § 271); see δελεάζω above); properly, bait, Homer, Odyssey 12,252; a lure, snare; hence, craft, deceit, guile: οὐκ ἐστι ἐν δόλῳ, there is no deceit under it); 1 Peter 2:(1), 22, and, after λαλεῖν δόλον to speak deceitfully (1 Peter 3:10.

Greek Monolingual

ο και δόλος, το (AM δόλος
Μ και δόλος, το και δόλον, το)
1. η τροφή που στερεώνεται σε αγκίστρι ή παγίδα για να πιάνουν ψάρια, ζώα ή πουλιά, δόλωμα, δέλεαρ
2. κάθε έντεχνο κατασκεύασμα (όργανο ή μέσο) για σύλληψηξύλινος δόλος» — ποντικοπαγίδα)
3. τέχνασμα, στρατήγημα, πανουργία
4. τάση, διάθεση για δολίευση, δολιότητα
νεοελλ.
(ως νομ. όρος) η βούληση να παραχθεί παράνομο αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να επιφέρει ζημιά σε άλλον
αρχ.
1. κατάσκοπος
2. πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα del- «αποβλέπω, σκοπεύω, εκτιμώ». Συνδέεται με τα λατ. dolus, οσκ. dolom, αν αυτά δεν είναι ήδη δάνεια από την Ελληνική (πρβλ. και αρχ. ισλανδ. tal «λογαριασμός, λόγος», tāl «πονηριά, απάτη», αγγλοσαξ. tοēl «επιτίμηση»). Αν υποτεθεί ως αρχική η σημασία «θέλγητρο», τότε ο τ. δόλος μπορεί να συνδεθεί με το δέλεαρ, ενώ λιγότερο πιθανή είναι η σχέση του με το λατ. dolare και το αρχ. ελλ. δαιδάλλω.

Greek Monotonic

δόλος: ὁ, (από √ΔΕΛ, βλ. δέλ-εαρ),·
1. κυρίως, δόλωμα για ψάρια, δέλεαρ, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, κάθε έντεχνο μέσο για εξαπάτηση ή σύλληψη, όπως ο Δούρειος ίππος, ο ιστός της Πηνελόπης, στο ίδ.· γενικά, κάθε τέχνασμα ή στρατήγημα, κόλπο, «μηχανή», σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., πανουργίες, στο ίδ.
2. απάτη, πονηριά, καπατσοσύνη, δόλος, Λατ. dolus, σε Όμηρ., Τραγ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bait, any trick or stratagem for catching, trick (Il.).
Derivatives: δόλιος deceiving, tricky (Od.) with δολιότης (LXX), δολιεύομαι deceive (LXX) and δολιόω id. (LXX); - δολερός id. (Ion.-Att.), δολόεις cunning (Od.). - Lengthened δόλευμα trick (Aen. Tact.; s. Chantr. Form. 186f.). - Denomin. δολόω beguile (Hes.) with δόλωσις (X.) and δόλωμα (A.; Chantraine l.c.); also δολίζω falsify (Dsc.). - Here also δολία = κώνειον, hemlock (Ps.-Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 64; cf. Latte z. St.; δολάνα μαστροπός. <Λάκωνες> H.; familiar word, see Chantraine 199; also δόλοπα κατάσκοπον, μαστροπόν with δολοπεύει ἐπιβουλεύει, ἐνεδρεύει H. - On δολεών ὁ δοθιήν H. s.v. δοθιήν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The identity of δόλος and Lat. dolus, Osc. dolom, -ud (acc., abl.) seems evident; but is the Italic word a loan from Greek? One compares also a Germanic word: ONord. tāl f. deception, trick, OE tæl f. blame, slander, derision, OHG zāla f. danger, PGm. *tēlō, would be IE *dēlā with long e (see Brugmann Grundr.2 2: 1, 153f.). - There is no primary verb. Connection with dolāre and δαιδάλλω (s. v.) is quite hypothetical. Given its concrete basic meaning, it could well be a Pre-Greek word. - Unclear δόλος πάσσαλος H.; cf. Specht Ursprung 157 and 219. - On δόλων s.v.

Middle Liddell

δόλος, ὁ, n [from Root !δελ]
1. properly, a bait for fish, Od.: then, any cunning contrivance for deceiving or catching, as the Trojan horse, the robe of Penelope Od.:—generally, any trick or stratagem, Il.; in plural, wiles, Il.
2. guile, craft, cunning, treachery, Lat. dolus, Hom., Trag.

Frisk Etymology German

δόλος: {dólos}
Grammar: m.
Meaning: Lockspeise, Lockmittel, Trug, List (vorw. poet. seit Il.).
Derivative: Ableitungen: δόλιος arglistig, trügerisch (poet. seit Od., hell. Prosa) mit δολιότης (LXX), δολιεύομαι betrügen (LXX, S. E.) und δολιόω ib. (LXX, Sm.); — δολερός ib. (ion. att.), δολόεις listig, geschickt (poet. seit Od.). — Erweiterte Form δόλευμα List (Aen. Tact.; vgl. Chantraine Formation 186f.). — Denominatives Verb δολόω überlisten, berücken, verstellen, verfälschen (seit Hes.) mit δόλωσις (X. u. a.) und δόλωμα (A., Aen. Tact.; Chantraine a. a. O.); daneben δολίζω verfälschen (Dsk.). — Hierher noch δολία = κώνειον, Schierling (Ps.-Dsk.), vgl. Strömberg Pflanzennamen 64; δολεών· ὁ δοθιήν H., vgl. Latte z. St.; δολάνα· μαστροπός. <Δάκωνες> H.; familiäres Wort, vgl. ähnliche Bildungen bei Chantraine 199; auch δόλοπα· κατάσκοπον, μαστροπόν mit δολοπεύει· ἐπιβουλεύει, ἐνεδρεύει H.
Etymology: Unklar δόλος· πάσσαλος H.; vgl. Latte z. St. m. Lit.; unsichere Hypothese bei Specht Ursprung 157 und 219. — Zu δόλων s. bes. Die Identität von δόλος und lat. dolus, osk. dolom, -ud (Akk. bzw. Abl.) liegt auf der Hand; sie hat die Frage hervorgerufen, ob nicht das italische Wort einfach Entlehnung aus dem Griechischen ist (W.-Hofmann s. v.). Auch eine germanische Wortgruppe wird zum Vergleich herangezogen: anord. tāl f. Betrug, Arglist, ags. tǣl f. Tadel, Verleumdung, Spott, ahd. zāla f. Nachstellung, Gefahr, urg. *tēlō, das einem idg. *dēlā mit gedehnter e-Stufe entsprechen würde (vgl. die Bildungen bei Brugmann Grundr.2 2: 1, 153f.). — Das primäre Verb, das hinter δόλος und Verw. vermutet werden kann, ist nirgends bewahrt. Beziehung zu dolāre und δαιδάλλω (s. d. und W.-Hofmann s. dolus mit reicher Lit.) muß als hypothetisch betrachtet werden (eig. ‘Spalt-Falle’?; Porzig Satzinhalte 315).
Page 1,407-408

Chinese

原文音譯:dÒloj 多羅士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:詐欺 相當於: (מִרְמָה‎) (עָרְמָה‎)
字義溯源:詭計,詐欺,詭詐,奸詐,心計,誘惑,謊言;源自(δελεάζω)X*=誘捕);比較(δελεάζω)=餌誘)。這字有如釣魚用的餌,極其詭譎,滿了心計,引人落入圈套。這就是那些長老和大祭司所使用的詭計,要來拿住並殺害主耶穌( 太26:3,4)
出現次數:總共(11);太(1);可(2);約(1);徒(1);羅(1);林後(1);帖前(1);彼前(3)
譯字彙編
1) 詭詐(8) 可7:22; 約1:47; 徒13:10; 羅1:29; 帖前2:3; 彼前2:1; 彼前2:22; 彼前3:10;
2) 誘惑(1) 林後12:16;
3) 詭計(1) 可14:1;
4) 用詭計(1) 太26:4

English (Woodhouse)

artifice, craft, cunning, deceit, deception, plot, stratagem, trap, trick, crafty design

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δόλωμα, τέχνασμα, ἀπάτη). Ἀπό ρίζα δελ (δέλεαρ=δόλωμα), λατιν. dolus.
Παράγωγα: δολόω (=ἐξαπατῶ), δόλωμα, δόλωσις, δολοφόνος.

Translations

deception

Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع‎, خَدْع‎; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם‎, מִרְמָה‎; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی‎: چاوبەست‎, فڕوفێڵ‎; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب‎; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا‎, فریب‎; Uyghur: ئالداش‎; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối

treachery

Azerbaijani: xəyanət, vəfasızlıq, xəyanətkarlıq, namərdlik; Bulgarian: измяна, предателство; Chinese Mandarin: 背信棄義/背信弃义; Finnish: petos; French: traîtrise; German: Verrat; Greek: δολιότητα, κακοπιστία, επιβουλή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπιστία, ἀπιστίη, δόλος, ἐνέδρα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλή, ἐπιβουλία, τὸ ἄπιστον, τὸ ἄσπονδον, ὑπουλότης; Italian: tradimento, slealtà, inganno; Japanese: 裏切り; Kapampangan: kasukaban, kesukaban; Latin: perfidia; Maori: kaikaiwaiūtanga, kaikaiwaiū; Russian: предательство, измена, вероломство; Swedish: svek, förräderi; Tagalog: kataksilan; Welsh: brad, bradau

trick

Azerbaijani: qurğu, hiylə, kələk, telə; Basque: azerikeria; Bulgarian: хитрост, измама; Chinese Mandarin: 詭計/诡计, 騙術/骗术, 惡作劇/恶作剧; Danish: trick, knep; Esperanto: truko; Estonian: vemp, temp, trikk; Finnish: temppu, trikki; French: tour; Galician: truco, artimaña, retranca; German: List, Falle, Finte, Trick; Ancient Greek: δόλος, πανούργημα, ἀπάτη; Hebrew: טריק‎, תכסיס‎, לַהֲטוּט‎; Hungarian: trükk, csíny, csel; Japanese: 欺き, 企み; Latin: dolus, sutela, captio; Macedonian: итрина, финта, измама; Norman: farche; Norwegian: trick, trikk, triks, knep; Ottoman Turkish: اویون‎; Persian: حقه‎, نیرنگ‎, ترفند‎; Plautdietsch: Faks; Portuguese: artimanha, truque; Russian: обман, трюк, уловка; Scottish Gaelic: cleas, car; Spanish: truco, artimaña, engañifa, treta, triquiñuela, cancamusa, candonga; Swedish: trick, fint, knep; Telugu: జిత్తు; Welsh: tric; Yiddish: קונץ‎

bait

Aklanon: paon; Arabic: طُعْم‎; Armenian: խայծ; Basque: amuzki, beita, jaki; Bikol Central: paon; Brunei Malay: umpan; Bulgarian: стръв; Catalan: esquer; Chinese Mandarin: 誘餌/诱饵, 魚餌/鱼饵; Cornish: treustrumm; Czech: návnada; Dutch: aas, lokaas; Faroese: agn; Finnish: syötti; French: appât; Galician: engado, isca, gueldo, raba; German: Köder; Greek: δόλωμα; Ancient Greek: δεῖλαρ, δέλεαρ, δέλετρον, δόλος; Hungarian: csali; Indonesian: umpan; Italian: esca; Japanese: 餌; Korean: 미끼, 먹이; Kurdish Central Kurdish: چەشە‎; Latin: esca; Macedonian: мамец; Malay: umpan; Malayalam: ഇര; Mansaka: paan; Maori: māunu, mōunu, parangia, poapoa; Mongolian Cyrillic: өгөөш; Mongolian: ᠥᠭᠭᠦᠭᠡᠰᠢ; Norman: bète; Norwegian: beita, agn; Persian: طعمه‎; Polish: przynęta; Portuguese: isca; Romanian: momeală, nadă; Russian: наживка, приманка; Serbo-Croatian Cyrillic: мамац; Roman: mamac; Slovak: návnada; Slovene: vaba; Spanish: carnada, cebo, señuelo; Swahili: chambo; Swedish: agn; Tagalog: pain; Tausug: umpan; Thai: เหยื่อ; Turkish: yem; Ukrainian: принада, наживка; Vietnamese: mồi; Volapük: bätazib; Welsh: abwyd; Yakan: umpen