τρι-

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐ Medium diacritics: τρι- Low diacritics: τρι- Capitals: ΤΡΙ-
Transliteration A: tri- Transliteration B: tri- Transliteration C: tri- Beta Code: tri

English (LSJ)

stem of τρεῖς, in compounds three times, thrice:—also indefinitely, to add emphasis, e.g. τρίδουλος, τριβάρβαρος, τρίβαφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρι- wortel van τρεῖς, in compos. driewerf, drie maal.

Greek Monolingual

τρι- και τρισ- ΝΜΑ, και τρια- Ν
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα του αριθμ. τρεις, τρία και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί-γωνος, τρι-πλάσιος, τρι-σύλλαβος). Συχνότατα, επίσης, απαντά και η μορφή τρισ-, που ανάγεται στο επίρρ. τρίς και λειτουργεί συν. ως επιτ. της έννοιας του β' συνθετικού (πρβλ. τρισάθλιος, τρισμέγιστος). Το τρισ- μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. tiriseroe (< τρισ- + ἥρως), όν. θεότητας με σημ. «τριπλός ήρωας» είτε γιατί ήταν πολύ αρχαίος είτε γιατί ήταν πολύ ισχυρός. Επιτατική σημ., εξάλλου, έχει ορισμένες φορές και το τρι- (πρβλ. τρίπαλαι, τρισέβαστος), ενώ ανάλογη χρήση έχουν και τα πεντα- (πρβλ. πεντακάθαρος) και τετρα- (πρβλ. τετράγερος). Ειδικότερα, στη Νεοελληνική αποτελεί πρόθημα που υποδηλώνει την παρουσία σε μια χημική ένωση ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας τρεις φορές (πρβλ. τριχλωριούχος
[χημική ένωση] αυτός που περιέχει τρία άτομα χλωρίου).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό τρι- / τρισ-: τριάρμενος, τριόδους, τριπλάσιος, τρίπλευρος, τριπλός(τριπλοῦς), τρίπους, τριπρόσωπος, τρίπτυχος, τρισάγιος, τρίσημος, τρισκελής, τρισπίθαμος, τριπίθαμος, τρίστιχος, τρίστομος, τρισύλλαβος, τρισυπόστατος, τρισχιδής, τρισώματος, τρίφυλλος, τρίχρονος, τρίχρωμος, τρίχωρος, τριώβολο
αρχ.
τρίανδρος, τριάνωρ, τριαυγής, τριβελής, τριορία, τριοῦχος, τρίπαις, τρίπεδος, τριπετής, τρίπλεθρος, τρίπολος, τριπόνητος, τρίπρατος, τρίπτωτος, τρίρριζος, τρίρρυθμος, τρισαριστεύς, τρίσπονδος, τρίσταθμος, τριστάσιος, τρίστεγος, τρίστοος, τρίσχημος, τριφανής, τριφόρος, τρίχαλκον, τριώρυγος
αρχ.-μσν.
τρίαρχος, τριβάρβαρος, τρίπηχυς, τριστάτης, τριφυής, τριχάρακτος
μσν.
τριάδελφος, τρίβαθμος, τριούσιος, τριπέδων, τρίσειρος, τρίστῳον, τριφαής, τριφεγγής, τρίφθογγος
μσν.- νεοελλ.
τρίπατος, τρισέγγονος, τρίστυλος, τρίφωτος, τριώδιο, τριώνυμος, τρίωρος
νεοελλ.
τριανδρία, τρίπηχος, τρίποδος, τρίποντο, τρίπρακτος, τρισθενής, τρίστηλος, τρίστρατο, τρίφωνος, τριψήφιος.Παραδείγματα λ. με επιτατ. τρι- / τρισ-: τρισάθλιος, τρισκατάρατος, τρισμακάριστος, τρισμέγιστος, τρισόλβιος
αρχ.
τρίπαλαι, τριπάνουργος, τριπλανής, τρισαλιτήριος, τρισάνθρωπος, τρισάποτμος, τρισατυχής, τρισβδέλυρος, τρισδείλαιος, τρισδύστηνος, τρισευδαίμων, τρισθανής, τρισμέγας, τρισοϊζυρός
αρχ.-μσν.
τρισάσμενος, τρισμάκαρ, τριτάλας
μσν.
τρισαΐδιος, τρισάναξ, τρισανόητος, τρισάριστος, τρισεξώλης, τρισέραστος, τρισευκλεής, τρισευλόγητος, τρισευτυχής, τρισόσιος, τρίσοφος
μσν.- νεοελλ.
τρισέβαστος
νεοελλ.
τρισαλί(μονο), τρισάξιος, τρίσβαθος, τρισένδοξος, τρισευτυχισμένος, τρισκόταδο, τρισκότεινος, τρισόρφανος, τρισχειρότερος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐ-: ἐκ τοῦ τρὶς ἢ τρίᾰ, ἐν συνθέσει = τρίς, Λατιν. ter· - ὡσαύτως ἀορίστως, χάριν ἐμφάσεως, οἷον τρίδουλος, τριδύστηνος, τριβάρβαρος, τριάνωρ, ὡς τὸ Λατ. terque, quaterque.

Middle Liddell

Prefix, from τρίς or τρίᾰ, in compounds three times, thrice, Lat. ter.