σώζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σῴζω]], ΝΜΑ, και [[σώνω]] Ν, και σώω και επικ. τ. [[σαόω]], Α<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σώο, [[απαλλάσσω]] από κίνδυνο, από [[φθορά]], από [[καταστροφή]], από θάνατο, [[διασώζω]], [[περισώζω]], [[γλυτώνω]] (α. «τον έσωσε η έγκαιρη [[εγχείρηση]]» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ<br />δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) [[τηρώ]], [[φυλάγω]] (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την [[πίστη]] τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[λυτρώνω]] από την [[αμαρτία]], [[επαναφέρω]] κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ [[πίστις]] σου σέσωκέ σε», ΚΔ<br />β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σώζομαι</i><br />α) [[μένω]] [[ζωντανός]], [[γλυτώνω]] από κίνδυνο ή [[συμφορά]]<br />β) λυτρώνομαι από την [[αμαρτία]]<br />γ) [[αναλαμβάνω]] οικονομικά, [[προκόβω]] (α. «αγόρασαν φτηνά το [[χτήμα]] και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό [[είναι]] αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῡτα μόνα [[περί]] | |mltxt=[[σῴζω]], ΝΜΑ, και [[σώνω]] Ν, και σώω και επικ. τ. [[σαόω]], Α<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σώο, [[απαλλάσσω]] από κίνδυνο, από [[φθορά]], από [[καταστροφή]], από θάνατο, [[διασώζω]], [[περισώζω]], [[γλυτώνω]] (α. «τον έσωσε η έγκαιρη [[εγχείρηση]]» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ<br />δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) [[τηρώ]], [[φυλάγω]] (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την [[πίστη]] τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[λυτρώνω]] από την [[αμαρτία]], [[επαναφέρω]] κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ [[πίστις]] σου σέσωκέ σε», ΚΔ<br />β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σώζομαι</i><br />α) [[μένω]] [[ζωντανός]], [[γλυτώνω]] από κίνδυνο ή [[συμφορά]]<br />β) λυτρώνομαι από την [[αμαρτία]]<br />γ) [[αναλαμβάνω]] οικονομικά, [[προκόβω]] (α. «αγόρασαν φτηνά το [[χτήμα]] και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό [[είναι]] αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῡτα μόνα [[περί]] τοῦ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[σώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[εκτοξεύω]] («ώς πού το σώνει το [[λιθάρι]];»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]], [[καλύπτω]] ορισμένο [[διάστημα]] χώρου ή χρόνου, [[καλύπτω]] ορισμένη [[ποσότητα]] (α. «[[είναι]] [[ψηλά]] το [[κλαδί]] και δεν το [[σώνω]]» β. «δεν έσωσε τα [[σαράντα]], πέθανε [[νέος]]» γ. «σώνει δεν σώνει τα [[είκοσι]] κιλά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντέχω]] («δεν σώνει η [[ψυχή]] μου να μιλήσω»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σώζω]] τα προσχήματα» — [[τηρώ]] τους τύπους, [[διατηρώ]] την [[επίφαση]]<br />β)»[[σώζω]] την [[κατάσταση]]» — [[αποσοβώ]] επαπειλούμενο κίνδυνο<br />γ) «να μη σώσεις!»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην προλάβεις<br />δ) <b>ειρων.</b> «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να περιμένει [[αποτέλεσμα]] από μια [[ενέργεια]]<br />ε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίες<br />στ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε [[πλέον]] αυτό που περίμενα<br />ζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — [[είναι]] [[πλέον]] βέβαιο<br />η) «δεν σώνεται με [[τίποτε]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφής<br />θ) «σώθηκε το [[λάδι]] του» ή «σώθηκε το [[καντήλι]] του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανε<br />ι) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με [[κάθε]] τρόπο, με το [[ζόρι]]<br />ια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε [[περίπτωση]] άμεσου καθολικού κινδύνου, [[οπότε]] [[κανείς]] δεν έχει να περιμένει [[βοήθεια]] από κανέναν και [[πρέπει]] να προσπαθήσει να σωθεί [[μόνος]] του<br />ιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που μετανοεί [[κανείς]] για προηγούμενη [[πράξη]] ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) [[τελειώνω]], εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το [[κρασί]]» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόν<br />και [[ὅπου]] σώσει ἡ [[ἀπόλυσις]], ἐσθίομεν»)<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ σεσωσμένοι</i><br /><b>εκκλ.</b> ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς<br />(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) <b>ως επίθ.</b> <i>ὁ σῴζων</i><br />[[προσωνυμία]] αρχαίας θεότητας<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Σῴζων</i><br />όνομα αγίων της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[διασφαλίζω]], [[κατοχυρώνω]] την [[ασφάλεια]] ή [[διατηρώ]] σε [[ασφάλεια]] («πόλιν και [[άστυ]] σώζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]], [[επαληθεύω]] («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμούμαι]] («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον [[ὥσπερ]] τὰς κακὰς σῴζουσί με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεσμούς, [[πολίτευμα]], [[πόλη]]) διαφυλάγω αναλλοίωτο, [[προστατεύω]], [[προασπίζω]] από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b> β. «τὰς δε [[πόλις]] αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έθιμα, με νόμους) [[τηρώ]], [[εφαρμόζω]] (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>7.</b> (η προστ. ή η ευκτ. σε [[επιστολή]] ή σε [[προσφώνηση]]) <i>σώζεο</i>, <i>σώζοισθε</i><br />γειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά<br /><b>8.</b> (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ σῴζουσα</i><br />α) (ενν. [[ψήφος]]) η αποφασιστικής σημασίας [[ψήφος]]<br />β) το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>9.</b> (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[φυλάγω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σῴζω]] λόγον» — [[κρατώ]] ένα [[μυστικό]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[σῴζω]] καιρόν» — [[ανακτώ]] μια [[ευκαιρία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[σῴζω]] τινὰ εἴς τι [ή [[πρός]] τι, ἐπί τι]» — [[φέρνω]] κάποιον σώο [[κάπου]]<br />(<b>Ομ.</b>, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Σοφ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[σῴζω]] τινὰ ἔκ τινος» — [[διασώζω]] κάποιον από ένα [[κακό]] απομακρύνοντάς το (Όμ., <b>Σοφ.</b>, <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[μόλις]] [ή [[μόγις]]] σῴζεσθαι» — [[γλυτώνω]] με [[δυσκολία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «σῴζομαι φεύγων» — [[γλυτώνω]] τρεπόμενος σε [[φυγή]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σῴζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σω</i>-<i>ίζω</i>) έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. <i>σώσω</i>, αόρ. <i>σῶσαι</i>, <i>σωθῆναι</i>, οι οποίοι έχουν προέλθει με [[συναίρεση]] από τους αντίστοιχους επικ. τ. [[σαώσω]], <i>σαῶσαι</i>, <i>σαωθῆναι</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>σαῶ</i>, [[σώος]]). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. [[σώζω]], η οποία προήλθε από το -<i>ι</i>- της κατάλ. -<i>ίζω</i>. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[σῴζω]] απαντούν και οι τ.: <i>σαῶ</i>, <i>σώω</i>, [[σωννύω]], ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. [[σώνω]] (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. <i>έσωσα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>στεφάνωσα</i>: [[στεφανώνω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:45, 25 March 2021
German (Pape)
[Seite 1058] fut. σώσω; perf. pass. σέσωσμαι u. σέσωμαι, wie Bekker aus mss. an vielen Stellen hergestellt hat, vgl. Plat. Critia. 109 d, aber Dem. 34, 12 steht ohne var. σεσωσμένος, vgl. Xen. Cyr. 3, 2, 15. 5, 4, 11; σωστέος, Eur. Herc. f. 1388, Ar. Lys. 580; ἀνασωιζόμενοι steht Inscr. 231, vgl. Keil Anal. p. 115 f; aor. immer ἐσώθην (zuerst Her. 4, 97); die tempp. also z. Th. von σαόω (σώω) abgeleitet, welche Form bei Hom. vorherrscht, s. oben; – retten, erhalten: σπέρμα πυρὸς σώζων, Od. 5, 490; πόλιν, Aesch. Spt. 731, u. öfter; πόλις σέσωσται, Spt. 802; ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ, Ag. 589; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος πάλιν ἥξει, Ag. 604; σῶσαί μ' ἐς οἴκους, Soph. Phil. 311; ἐκ γῆς τινα, 524; auch τινά τινος, wie σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα, Ant. 1147; ἢ σεσώσμεθα ἢ πίπτομεν, Trach. 83; dah. bewahren, καὶ φυλάσσειν, Phil. 755; τῶνδε τῶν ὅπλων, ἃ νῦν σὺ σώζεις, 792; u. vom Beobachten der Gesetze, Ant. 1101; vgl. σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους, Aesch. Eum. 232; σωζόμενον ῥυθμόν, Ch. 786; oft bei Eur., τοὺς νόμους Suppl 313; τὰ πατρῷα, Ar. Thesm. 819; u. in Prosa : σώζει ἐκ θανάτου τοὺς ἀνθρώπους, Plat. Gorg. 511 c; vgl. ἐκ θανάτοιο, ἐκ πολέμοιο u. ähnl. Il. 5, 469. 11, 752. 17, 452. 21, 274. 22, 175 Od. 4, 793; τὸν βίον, Plat. Prot. 356 e; τὴν ἀρχαίαν φωνήν, τὸν νόμον, Crat. 418 c Legg. VIII, 847 a; ἐξ Αἰγίνης δεῦρο, Gorg. 511 d; so auch bei Hom. u. sonst, nach einem Orte glücklich, unversehrt durchbringen, ἐς προχοάς Od. 5, 452, ἐπὶ νῆα Il. 17, 692, πόλινδε 5, 224; Ggstz ἀπολλύναι, Xen. An. 4, 1, 38. – Pass. gerettet werden, am Leben bleiben, Ggstz von ἀπολέσθαι, Il. 15, 503, oder ἀποθνήσκειν, Xen. An. 3, 2, 3 Cyr. 3, 3, 51; ὀπίσω εἰς οἶκον σωθῆναι, glücklich, unversehrt nach Hause zurückgelangen, Her. 4, 77; πρός τινα, Xen. Cyr. 5, 4, 16; είς, ἐπί, An. 6, 2, 8. 3, 20; ἐσώθησαν εἰς τὰς πόλεις, sie retteten sich durch die Flucht in die Städte, Pol. 3, 117, 2; πρὸς τοὺς ἀναγκαίους, 6, 58, 5; οἱ σωθησόμενοι, Plat. Theaet. 176 d, Menschen, die bestehen oder glücklich sein wollen oder sollen; ἀργυρίῳ πρὸς χαλκὸν κεκραμένῳ χρώμενοι σώζονται, Dem. 24, 214, erhalten sie sich oder kommen ohne Nachtheile durch. – Med. sich Etwas erhalten, σώσασθαι τὸ σῶμα, sich den Leib, seinen Leib erhalten; bes. Etwas im Gedächtniß behalten, wie auch wir ohne Zusatz »behalten« sagen, Soph. El. 1248; παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ' ἐσωζόμην, χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν, Trach. 679; Eur. Suppl. 916 Bacch. 792 u. öfter, wie in Prosa: κτᾶταί τε μαθήματα καὶ σώζεται, Plat. Theaet. 153 b; ὁ δὲ μηδ' ἃ ἔμαθε σώζοιτο, Rep. V, 455 d; auch σωζόμενοι μνήμην, Theaet. 163 d, vgl. Gorg. 501 a; u. so findet sich auch das act. bei Eur. Hel. 274 gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
σώζω: (μετὰ ὑπογεγραμμένου ι ὁσάκις μετὰ τὸ ζ ἀκολουθεῖ ω. οἷον σῴζω, Δίδυμος ἐν Ἐτυμ. Μέγ. 741, καὶ οὕτως ἐν Ἐπιγραφαῖς, π.χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448Ι. 7., 4838b, 5774. 51, κ. ἀλλ.), κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ σάω, σαόω, σώω (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. σέσωκα. ― Μέσ., μέλλ. σώσομαι Εὐριπ. Βάκχ. 793, Ξεν.· ἀόρ. ἐσωσάμην Ἀττ. ― Παθητ., μέλλ. σωθήσομαι Θουκ. 5. 111, Πλάτ., κλπ.· ἀόρ. ἐσώθην Ἡρόδ., Ἀττ. (ἐσώσθην μόνον παρ’ Ἡσύχ.)· πρκμ. σέσωσμαι, σέσωσται, κλπ., Αἰσχύλ. Θήβ. 820, Σοφ. Τρ. 83, Εὐρ., Ξενοφ., κλπ.· ἀλλὰ σέσῳται Πλάτ. Κριτί. 109D, πρβλ. 110Α· τοῦτο δὲ τὸν τύπον νομίζει ὡς τὸν Ἀττικὸν ὁ Φώτ., ἴδε L. Dind. εἰς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 25. ― Ἐκ τοῦ συνήθους τύπου ὅστις ἐγένετο κοινὸς ἀπὸ τοῦ Θεόγνιδος καὶ ἐφεξῆς ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. σώζων Ὀδ. Ε. 490, καὶ ὁ Ἡσ. τὴν εὐκτικὴν σώζοι ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ Ἔργ. κ. Ἡμ. 374· ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει οἱ ἑξῆς τύποι παρ’ Ὁμήρῳ καὶ τοῖς Ἀττικοῖς Ποιηταῖς: 1) ἐκ τοῦ σόω, ὑποτ. σόῃς, -ῃ, -ωσι Ἰλ. Ι. 681, 424, 393· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σοεῖς, σοῦται ὡς = σώζεις, σώζεται. 2) ἐκ τοῦ σαόω, γ΄ ἑνικ. σαοῖ Θέογν. 868, Καλλ., κλπ.· γ΄ πληθ. σαοῦσι Τυρταῖ. 8. 13· προστ. σάω, ἀντὶ σῶζε, Ὀδ. Ν. 230., Ρ. 595, Καλλ., κλπ.· (ἀλλὰ καὶ σάου Ὕμν. Ὁμ. 12. 3, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 347, κλπ., ἂν καὶ τῶν ἐκδοτῶν τινὲς ἐπανορθοῦσι σάω)· ὡσαύτως σάω ὡς γ΄ ἑνικ. παρατ., Ἰλ. Π. 363., Φ. 238· ― μέλλ. σαώσω, ἀόρ. ἐσάωσα, Ὅμ., Πίνδ., κλπ.· ἀόρ. παθ. ἀπαρ. σαωθῆναι Ἰλ. Ο. 503, Ὀδ. Κ. 473· προστ. σαωθήτω Ἰλ. Ρ. 228· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐσάωθεν Ὀδ. Γ. 185· μέσ. μέλλ. σᾰώσομαι Φ. 309. 3) ἐκ τοῦ συνῃρ. ἐνεστ. σάω, μετοχ. σώοντες Η. 430· Ἰων. παρατ. σώεσκον Ἰλ. Θ. 363· ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ἔχει προσέτι σώετε καὶ μέσ. σώεσθαι. 4) ἐκ τοῦ σάωμι, Αἰολ. β΄ ἑνικ. σάως, Ἀλκαῖ. 69. ― Τούτοις προσθετέον, 5) Λακων. σοΐδδω, μέλλ. -ΐξω, Valck. Ep. ad Röver σ. Ixviii. 6) σωννύω, «ἀντὶ τοῦ σώζω» Δεινόλοχ. ἐν «Μηδείᾳ» Α. Βεκ. 114, 5. 7) μέλλ. σωῶ, ἐν ἀρχαίᾳ Ἀττ. Ἐπιγρ., ἴδε Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 107. Ὡς καὶ νῦν, διαφυλάττω, διατηρῶ: 1) ἐπὶ προσώπων, σῴζω ἀπὸ τοῦ θανάτου, διατηρῶ ζῶντα, διαφυλάττω, σώοντες ἑταίρους Ὀδ. Ι. 430· ζωοὺς σάω Ἰλ. Φ. 238· σ. ἀπολλυμένους Ἀλκαῖ. 69, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38· πόδες καὶ γοῦνα σ. τινὰ Ἰλ. Φ. 611· νὺξ σ. στρατὸν Ι. 78· κλπ.· ὡσαύτως, διασῴζω, φείδομαι, Ὀδ. Χ. 357, πρβλ. Θουκ. 1. 91. ― Παθητ., σῴζομαι, διατηροῦμαι ἐν τῇ ζωῇ, ἀντίθετον τῷ ἀπολέσθαι, Ἰλ. Ο. 503, Ὀδ. Γ. 185, κλπ.· σώζεσθαι ἀγαπητῶς Λυσί, 147. 18· καθόλου, εἶμαι καλά, εὐτυχῶ, προάγομαι, προοδεύω, οἱ σωθησόμενοι, οἱ ἄξιοι εὐτυχίας, Πλάτ. Θεαίτ. 176D· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεστ. σωζόμενος, Θέογν. 68. 235 θεραπεύομαι, ἀναλαμβάνω ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἰσαῖ. 36. 12· ― σώζεο, ὡς εὐχή, = ὁ Θεὸς νὰ σὲ διαφυλάττῃ, χαῖρε, Καλλ. εἰς Δῆλ. 150, Ἀνθολ. Π. 5. 241., 9. 372· σώζοισθε αὐτόθι 171· ὡσαύτως, σῴζω ἐμαυτόν, διαφεύγω, ἐκφεύγω, σώθητι Πλάτ. Κρίτων 44Β μόγις ἢ μόλις σώζεσθαι Πλάτ. Ἐπιστ. 332C, Διόδ., κλπ.· χαλεπῶς σ. Θέογν. 675· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διαφυλάττω, διατηρῶ τι ἀσφαλές, σπάνιον παρ’ Ὁμ., σάω μὲν ταῦτα, σάω, δ’ ἐμὲ Ὀδ. Ν. 230· σπέρμα πυρὸς σώζων Ε. 490 (ἂν καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησι Ποιηταῖς τὸ πῦρ λαμβάνεται ὡς ζῶν στοιχεῖον)· σ. πόλιν καὶ ἄστυ Ἰλ. Ρ. 144· σαώσει Ἀργείους καὶ νῆας Κ. 45, πρβλ. Ι. 230· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι συνήθης, σ. φάρμακον Σοφ. Τρ. 686· τὰ τόξα ὁ αὐ. ἐν Φιλ. 766· τὰ σκεύη, οἶκον, χρήματα, καρπούς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 730, Ὄρν. 380, 1062· τὰ πατρῷα, τὰ ὑπάρχοντα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 820, Θουκ. 1. 70. σ. πόλιν, διατηρῶ, διαφυλάττω τὴν πόλιν ἢ τὴν πολιτείαν, Ἡρόδ. 8. 34, Αἰσχύλ. Θήβ. 749, Σοφ. Ἀντ. 1058, Πλάτ., κλπ.· τὰ πράγματα Θουκ. 1. 94· τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Λυσ. 525· τὴν πολιτείαν, τὴν δημοκρατίαν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 1, 1., 5. 8, 8· ― τόνδε γὰρ [λόγον] σώζων, τηρῶν αὐτὸν μυστικόν, Αἰσχύλ. Πρ. 524, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1530· ― σ. καιρὸν Δημ. 343. 4, πρβλ. 622. ― Μέσ., διατηρῶ ἢ διαφυλάττω δι’ ἐμαυτόν, τι Σοφ. Ἠλ. 994, Εὐρ. Ἀλκ. 146, κλπ.· αὐτὸς αὑτῷ σ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402, πρβλ. Ἱππ. 1017. ― Παθ., διασῴζομαι, ὑπάρχω ἀκόμη, ἐπὶ βιβλίων, Λογγίν. Ἀποσπ. 5. 4, Δίων Κ. 70. 2. 3) τηρῶ, φυλάττω, ἐκτελῶ, τοὺς νόμους, κλπ., σ. ἐφετμὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 241 τὸν παρόντα νοῦν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 392 τοὺς καθεστῶτας νόμους Σοφ. Ἀντ. 1114· τοὺς σοὺς λόγους Εὐρ. Ἑλ. 1552, κλπ. ― Παθ., διατηροῦμαι, διαφυλάττομαι, τὸ ἄπραγμον οὐ σώζεται Θουκ. 2. 63· τοῦ μήκους σωζομένου Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 7. 4) διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, ἐνθυμοῦμαι, Εὐρ. Ἑλ. 266, Πλάτ. Πολ. 486C· ― ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη εἶναι κοινοτέρα ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρῇκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ’ ἐσωζόμην... ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφὴν Σοφ. Τρ. 682, πρβλ. Ἠλ. 1257· οὕτω καὶ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 219· μηδ’ ἃ ἔμαθε σώζοιτο Πλάτ. Πολ. 455Β, πρβλ. Θεαίτ. 153Β· ― πλῆρες, σώζεσθαι μνήμην τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 302, Πλάτ. Γοργ. 501Α, Θεαίτ. 163D. ΙΙ. Συντάσσσεται: 1) ἁπλῶς μετ’ αἰτ., ἴδε ἀνωτ. 2) μετὰ τῆς ἐννοίας κινήσεως εἰς τόπον, φέρω τινὰ σῶον εἰς..., τὸν δ’ ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 452 ἐς ὅμιλον Ἰλ. Υ. 401· πόλινδε Ε. 224, κτλ.· ἐς οἴκους Σοφ. Φιλ. 311· πρὸς ἤπειρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· ― ἐν τῷ παθητ. τύπῳ, ἐξέρχομαι σῶος, καταφεύγω καὶ διασῴζομαι εἴς τινα τόπον, σώζεσθαι ὀπίσω ἐς οἶκον Ἡρόδ. 4. 97, πρβλ. 9. 104 δεῦρο Εὐρ. Φοίν. 725· οἴκαδε Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 7· ἐπὶ τὴν ὑμετέρην [χώρην] Ἡρόδ. 5. 98 ἐς δόμους Σοφ. Τρ. 611· ἐπὶ θάλατταν Ξεν. Ἀν. 6. 3, 20 πρὸς ἤπειρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· μετὰ δοτικ. προσώπ., μόλις ὗμιν ἐσώθη Θεόκρ. 15. 4. 3) σ. τινὰ ἐκ φλοίσβοιο, ἐκ πολέμου Ἰλ. Ε. 469, Λ. 752· ἐκ ποταμοῦ Φ. 274· ἐκ θανάτοιο Ὀδ. Δ. 753, καὶ οὕτω παρ’ Ἀττικ.· ― ὡσαύτως, σ. τινὰ ἀπὸ στρατείας Αἰσχύλ. Ἀγ. 603· ― ἐν Ἰλ. Θ. 363, τειρόμενον σώεσκον... ὑπ’ ἀέθλων, ἡ ὑπὸ δύνατα νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ τειρόμενον· ― διὰ δεινῶν πραγμάτων σώζεσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 5, 8· ― καὶ μετὰ γεν., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα, νὰ σώσῃ αὐτὴν ἀπὸ τῶν ἐχθρ., Σοφ. Ἀντ. 1162· σῶσαί τινα κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 919· σωθῆναι κακῶν Εὐρ. Ὀρ. 779. ― Ἀμφότεραι αὗται αἱ συντάξεις δύνανται νὰ συνδυασθῶσι, σ. τινὰ ἐκ πολέμου ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ρ. 452· ἐκ πολ. μετὰ νῆας Μ. 123 ἐξ Αἰγίνης δεῦρο Πλάτ. Γοργ. 511D. 4) μετὰ δοτ. προσώπ., διασῴζω χάριν τινός, καί μοι φίλον υἷα σάωσον Ὀδ. Δ. 765· θᾶκόν τινι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1517· ἡμῖν τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 357Α, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., σώζεταί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1022, Ξεν. Ἀν. 8. 7, 56. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., αἵ σε σώζουσι θανεῖν, αἵτινες σὲ σῴζουσιν ἐκ τοῦ θανάτου, Εὐρ. Φοίν. 600. 6) μετὰ μετοχῆς, σώζεσθαι φεύγοντες, διὰ τῆς φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 51. 7) ἀπολ., τὰ σώζοντα, τὰ ὁποῖα πιθανῶς θέλουσι σῴσῃ, Δημ. 66 27· ἡ σώζουσα (ψῆφος) Λουκ. Ἁρμον. 3. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.
English (Strong)
from a primary sos (contraction for obsolete saos, "safe"); to save, i.e. deliver or protect (literally or figuratively): heal, preserve, save (self), do well, be (make) whole.
Greek Monolingual
σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α
1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τον έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ
δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», Θουκ.
ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)
2. (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) τηρώ, φυλάγω (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την πίστη τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», Σοφ.
δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)
3. εκκλ. λυτρώνω από την αμαρτία, επαναφέρω κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», ΚΔ
β. «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)
4. (μέσ. και παθ.) σώζομαι
α) μένω ζωντανός, γλυτώνω από κίνδυνο ή συμφορά
β) λυτρώνομαι από την αμαρτία
γ) αναλαμβάνω οικονομικά, προκόβω (α. «αγόρασαν φτηνά το χτήμα και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», Πλάτ.)
δ) εξακολουθώ να υπάρχω, διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό είναι αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῡτα μόνα περί τοῦ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
(στον τ. σώνω)
1. (μτβ.) πετώ, ρίχνω μακριά, εκτοξεύω («ώς πού το σώνει το λιθάρι;»)
2. (αμτβ.) φθάνω ώς ένα σημείο, καλύπτω ορισμένο διάστημα χώρου ή χρόνου, καλύπτω ορισμένη ποσότητα (α. «είναι ψηλά το κλαδί και δεν το σώνω» β. «δεν έσωσε τα σαράντα, πέθανε νέος» γ. «σώνει δεν σώνει τα είκοσι κιλά»)
3. μτφ. αντέχω («δεν σώνει η ψυχή μου να μιλήσω»)
4. φρ. α) «σώζω τα προσχήματα» — τηρώ τους τύπους, διατηρώ την επίφαση
β)»σώζω την κατάσταση» — αποσοβώ επαπειλούμενο κίνδυνο
γ) «να μη σώσεις!»
(ως κατάρα) να μην προλάβεις
δ) ειρων. «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε περίπτωση που δεν πρέπει κανείς να περιμένει αποτέλεσμα από μια ενέργεια
ε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίες
στ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε πλέον αυτό που περίμενα
ζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — είναι πλέον βέβαιο
η) «δεν σώνεται με τίποτε» — λέγεται σε περίπτωση αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφής
θ) «σώθηκε το λάδι του» ή «σώθηκε το καντήλι του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανε
ι) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με κάθε τρόπο, με το ζόρι
ια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε περίπτωση άμεσου καθολικού κινδύνου, οπότε κανείς δεν έχει να περιμένει βοήθεια από κανέναν και πρέπει να προσπαθήσει να σωθεί μόνος του
ιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε περίπτωση που μετανοεί κανείς για προηγούμενη πράξη ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό αποτέλεσμα
νεοελλ.-μσν.
(το μέσ.) τελειώνω, εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το κρασί» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόν
και ὅπου σώσει ἡ ἀπόλυσις, ἐσθίομεν»)
μσν.
(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ σεσωσμένοι
εκκλ. ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς
(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) ως επίθ. ὁ σῴζων
προσωνυμία αρχαίας θεότητας
β) ως κύριο όν. ὁ Σῴζων
όνομα αγίων της Εκκλησίας
αρχ.
1. φυλάγω κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με πράγμ.) διασφαλίζω, κατοχυρώνω την ασφάλεια ή διατηρώ σε ασφάλεια («πόλιν και άστυ σώζειν», Ομ. Ιλ.)
3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επαληθεύω («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», Αριστοτ.)
4. διατηρώ στη μνήμη, θυμούμαι («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον ὥσπερ τὰς κακὰς σῴζουσί με», Ευρ.)
5. (σχετικά με θεσμούς, πολίτευμα, πόλη) διαφυλάγω αναλλοίωτο, προστατεύω, προασπίζω από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», Αριστοτ. β. «τὰς δε πόλις αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», Ηρόδ.)
6. (σχετικά με έθιμα, με νόμους) τηρώ, εφαρμόζω (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», Σοφ.
β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)
7. (η προστ. ή η ευκτ. σε επιστολή ή σε προσφώνηση) σώζεο, σώζοισθε
γειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά
8. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ σῴζουσα
α) (ενν. ψήφος) η αποφασιστικής σημασίας ψήφος
β) το φυτό αρτεμισία
9. (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», επιγρ.)
β) φυλάγω κάτι για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», Αριστοφ.
β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», Σοφ.)
10. φρ. α) «σῴζω λόγον» — κρατώ ένα μυστικό (Αισχύλ.)
β) «σῴζω καιρόν» — ανακτώ μια ευκαιρία (Δημοσθ.)
γ) «σῴζω τινὰ εἴς τι [ή πρός τι, ἐπί τι]» — φέρνω κάποιον σώο κάπου
(Ομ., Ηρόδ., Σοφ., Ξεν.)
δ) «σῴζω τινὰ ἔκ τινος» — διασώζω κάποιον από ένα κακό απομακρύνοντάς το (Όμ., Σοφ., Ευρ.)
ε) «μόλις [ή μόγις] σῴζεσθαι» — γλυτώνω με δυσκολία (Πλάτ.)
στ) «σῴζομαι φεύγων» — γλυτώνω τρεπόμενος σε φυγή (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σῴζω (< σω-ίζω) έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατά τα ρ. σε -ίζω από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. σώσω, αόρ. σῶσαι, σωθῆναι, οι οποίοι έχουν προέλθει με συναίρεση από τους αντίστοιχους επικ. τ. σαώσω, σαῶσαι, σαωθῆναι (βλ. και λ. σαῶ, σώος). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. σώζω, η οποία προήλθε από το -ι- της κατάλ. -ίζω. Παρλλ. προς τον τ. σῴζω απαντούν και οι τ.: σαῶ, σώω, σωννύω, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. σώνω (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. έσωσα, κατά το σχήμα στεφάνωσα: στεφανώνω].
Russian (Dvoretsky)
σώζω: и σῴζω (pf. pass. σέσωσμαι и σέσωμαι), эп. σαόω и σώω (fut. σαώσω, aor. ἐσάωσα)
1) спасать (τινά и τι Hom.; τὸν βίον τινί Plat.): σ. τινός Soph., ἀπό τινος Aesch. и ἔκ τινος NT спасать (избавлять) от кого(чего)-л.; ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα Soph. освободить страну от врагов; σωθῆναι κακῶν Eur. спастись от бед; σ. τινὰ θανεῖν Eur. спасать кого-л. от смерти; φεύγοντας σώζεσθαι Xen. спасаться бегством; ἀγαπητῶς σεσωσμένοι Lys. едва спасшись; ἡ σώζουσα ψῆφος Luc. спасительный, (спасающий, решающий в благоприятную сторону) голос;
2) благополучно уносить, уводить, увозить (τινὰ πόλινδε Hom.; τινὰ ἐς οἴκους Soph.): σωθέντος ἐμεῦ ὀπίσω ἐς οἶκον Her. благополучно вернувшись домой; ἢν σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν Xen. если мы благополучно достигнем моря; σαῶσαί τινα ἐς ποταμοῦ προχοάς Hom. укрыть кого-л. в устье реки; σῶσαί τινα ἐξ Αἰγύπτου δεῦρο Plat. доставить сюда из Египта кого-л. здравым и невредимым;
3) беречь, оберегать, (с)охранять (πόλιν καὶ ἄστυ Hom.): σπέρμα πυρὸς σ. сохранять искру пламени; σώζεσθαι μνήμην Plat. сохранять у себя воспоминание; ἄνδρες οἵους δεῖ τοὺς σωθησομένους Plat. люди, которых следует беречь; σ. καὶ φυλάσσειν τὰ τόξα Soph. бережно хранить лук; σ. τὰ ὑπάρχοντα Thuc. хранить, что имеем; σώζεο!, σώζοισθε! Anth. прощай!, прощайте!; σῷζε τὸν παρόντα νοῦν Aesch. сохраняй (свой) теперешний образ мыслей; τὰ σώσοντα Dem. то, что поддерживает существование, полезное; ἔστιν καὶ σώζεται Plut. существует в полной сохранности;
4) блюсти, соблюдать (ἐφετμάς Aesch.; νόμους Soph.): σώζεσθαι τὴν εὐλάβειαν Soph. соблюдать осторожность;
5) хранить в тайне (τόνδε λόγον Aesch.): ἀλλ᾽ αὐτὸς αἰεὶ σῷζε Soph. ты же всегда храни (эту тайну);
6) преимущ. med. хранить в памяти, помнить (τι Soph., Plat.).
Middle Liddell
[σῶς]
to save, keep:
1. of persons, to save from death, keep alive, preserve, Hom., attic
2. of things, to keep safe, preserve, Hom.:—Mid. to keep or preserve for oneself, Soph., etc.
3. to keep, observe, maintain laws, etc., Trag.:—Pass., Thuc.
4. to keep in mind, remember, Eur., Plat.:—so in Mid., Soph., Plat.
II. with a sense of motion to a place, to bring one safe to, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.; σω. τινὰ πρὸς ἤπειρον Aesch.:—in Pass. to come safe, escape to a place, ἐς οἶκον Hdt.; ἐπὶ θάλατταν Xen.
2. to carry off safe, rescue from danger, ἐκ πολέμου Il.; ἐκ θανάτοιο Od.; ἀπὸ στρατείας Aesch.:—c. gen., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα to rescue the land from enemies, Soph.; Pass., σωθῆναι κακῶν Eur.
3. c. inf., αἵ σε σώζουσιν θανεῖν who save thee from dying, Eur.
4. absol., τὰ σώσοντα what is likely to save, Dem.