δικαιόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 , :")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δῐκαιόω:''' ион. [[δικαιέω|δῐκαιέω]] (fut. δικαιώσω и δικαιώσομαι)<br /><b class="num">1)</b> оценивать по достоинству: κακοῦ χαλκοῦ τρόπον δικαιωθείς Aesch. оцененный по достоинству как плохой медяк (о преступнике);<br /><b class="num">2)</b> считать правильным, признавать справедливым, законным, нужным: ἁγὼ (= ἃ ἐγὼ) [[δικαιῶν]] μὴ παρ᾽ ἀγγέλων ἄλλων ἀκούειν Soph. считая нужным услышать об этом не через посторонних вестников; δικαιῶ σημαίνειν σοι Her. считаю своим долгом поставить тебя в известность; τι ἂν αὐτὸς ἕληται καὶ δικαιοῖ Her. то, что ему заблагорассудится выбрать; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι τὴν πόλιν Thuc. считая невозможным для себя лишиться родины;<br /><b class="num">3)</b> [[соглашаться]]: τοιούτῳ τρόπῳ προσηγάγετο τοὺς Αἰγυπτίους, [[ὥστε]] [[δικαιοῦν]] δουλεύειν Her. (Амасий) так расположил к себе египтян, что они согласились служить (ему);<br /><b class="num">4)</b> [[вершить суд]], [[воздавать по заслугам]] (ἀδικεῖσθαι καὶ δικαιοῦσθαι Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[осуждать]], [[присуждать к наказанию]], [[карать]] (ἑκάστου ἀδικήματος Her.; med. τινα Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> требовать, желать: ἠνάγκασεν ἐμμεῖναι πάντας, [[οἶς]] ἐδικαίωσε Plut. он заставил всех согласиться на то, чего требовал (персидский царь);<br /><b class="num">7)</b> [[оправдывать]], [[одобрять]] (οἱ ποιηταὶ νόμου δικαιωθήσονται NT).
|elrutext='''δῐκαιόω:''' ион. [[δικαιέω|δῐκαιέω]] (fut. δικαιώσω и δικαιώσομαι)<br /><b class="num">1)</b> оценивать по достоинству: κακοῦ χαλκοῦ τρόπον δικαιωθείς Aesch. оцененный по достоинству как плохой медяк (о преступнике);<br /><b class="num">2)</b> считать правильным, признавать справедливым, законным, нужным: ἁγὼ (= ἃ ἐγὼ) [[δικαιῶν]] μὴ παρ᾽ ἀγγέλων ἄλλων ἀκούειν Soph. считая нужным услышать об этом не через посторонних вестников; δικαιῶ σημαίνειν σοι Her. считаю своим долгом поставить тебя в известность; τι ἂν αὐτὸς ἕληται καὶ δικαιοῖ Her. то, что ему заблагорассудится выбрать; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι τὴν πόλιν Thuc. считая невозможным для себя лишиться родины;<br /><b class="num">3)</b> [[соглашаться]]: τοιούτῳ τρόπῳ προσηγάγετο τοὺς Αἰγυπτίους, [[ὥστε]] [[δικαιοῦν]] δουλεύειν Her. (Амасий) так расположил к себе египтян, что они согласились служить (ему);<br /><b class="num">4)</b> [[вершить суд]], [[воздавать по заслугам]] (ἀδικεῖσθαι καὶ δικαιοῦσθαι Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[осуждать]], [[присуждать к наказанию]], [[карать]] (ἑκάστου ἀδικήματος Her.; med. τινα Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> [[требовать]], [[желать]]: ἠνάγκασεν ἐμμεῖναι πάντας, [[οἶς]] ἐδικαίωσε Plut. он заставил всех согласиться на то, чего требовал (персидский царь);<br /><b class="num">7)</b> [[оправдывать]], [[одобрять]] (οἱ ποιηταὶ νόμου δικαιωθήσονται NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:29, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιόω Medium diacritics: δικαιόω Low diacritics: δικαιόω Capitals: ΔΙΚΑΙΟΩ
Transliteration A: dikaióō Transliteration B: dikaioō Transliteration C: dikaioo Beta Code: dikaio/w

English (LSJ)

Ion. impf. A ἐδικαίευν Hdt.1.100: fut. -ώσω Orac. ap. eund.5.92.β, Th.5.26; -ώσομαι Id.3.40:aor. ἐδικαίωσα Id.2.71:—Pass., fut. -ωθήσομαι LXX Si.18.2: aor. ἐδικαιώθην A.Ag. 393 (lyr.): pf. δεδικαίωμαι LXXEz.21.13(18). I set right, νόμος… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.Fr.169.3; δικαιωθείς proved, tested, A. l. c. II hold or deem right, claim or demand as a right, c. inf., Hdt.1.89, 133, Hp.Fract.31; δεινά με δικαιοῖ δρᾶν S.OT640, cf. 575; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτήν Th.2.41: with inf. omitted, οὕτω δ. (sc. γενέσθαι) Hdt.9.42; δίκας δ. (sc. γενέσθαι) ib.93; ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.Ph.781; οὐκ ὀρθῶς δ. Th.5.26; pronounce judgement, Id.2.71: c. inf., ἐδικαίωσεν ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον PRyl.119.14 (i A. D.); consent, δουλεύειν Hdt.2.172, cf. 6.86; οὐκ ἐδικαίου οὐδένα οἱ ἐσαγγεῖλαι he would not allowId.3.118:—Pass., τὸ δικαιωθὲν ὑπό τινος that which is ordained, D.H.10.1. III do a man right or justice: hence, 1 chastise, punish, Hdt.1.100:—Pass., Id.3.29, Pl.Lg.934b, D.C.Fr.57.47; pass sentence on, ὑμᾶς αὐτοὺς δικαιώσεσθε Th.3.40. 2 Pass., also, have right done one, opp. ἀδικεῖσθαι, Arist.EN1136a18. 3 pronounce and treat as righteous, justify, vindicate, LXXEx.23.7, Je.3.11; ἑαυτούς Ev.Luc.16.15, etc.:—freq. in Pass., ib.7.35, etc.

German (Pape)

[Seite 627] fut. δικαιώσομαι Thuc. 3, 40, für recht u. billig erachten; γένοιτο πλοῦς, ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Soph. Phil. 770; δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pind. frg. 151; vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; u. pass., δικαιωθείς, bewährt, Aesch. Ag. 382. Dah. – a) wie ἀξιόω, für recht halten, fordern, wollen; οὐ γὰρ δικαιοῖς κλύειν Soph. Tr. 1234; vgl. O. R. 6; u. mit folgd. ὥςτε O. C. 1350; νεκροὺς θάψαι δικαιῶ Eur. Suppl. 526. So auch Her. 3, 42. 79; Thuc. 4, 122 u. Sp., wie Plut. Thes. 17. – b) richten, strafen, verurtheilen; Her. 1, 100; Plat. Legg. XI, 934 b; Thuc. 3, 40; Plut. Ages. 23; – δικαιοῦσθαι, iusta pati, Ggstz ἀδικεῖσθαι Arist. Eth. Nic. 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιόω: Ἰων. ἀπαρέμφ. δικαιεῦν, Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, νόμος… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, νομίζω κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ ἀξιόω Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. πολλάκις παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· οὕτως, ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. ἀπονέμω δικαιοσύνην εἴς τινα, δικάζω, ὅ ἐ. 1) καταδικάζω, κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· κολάζω, τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ δικαιοσύνη, ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.
2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., αὐτόθι ζ΄,35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δικαιώσω et δικαιώσομαι, ao. ἐδικαίωσα, pf. inus;
Pass. f.
δικαιωθήσομαι, ao. ἐδικαιώθην, pf. δεδικαίωμαι;
I. rendre juste, établir comme juste ; prouver;
II. regarder comme juste, juger légitime ; p. suite :
1 désirer, vouloir;
2 consentir à, inf.;
III. rendre justice à ; condamner, châtier, punir;
Moy. δικαιόομαι, δικαιοῦμαι rendre justice ; condamner.
Étymologie: δίκαιος.

English (Slater)

δῐκαιόω
   1 make just sens. dub. ?punish, justify Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3.

Spanish (DGE)

(δῐκαιόω)
• Morfología: [jón. pres. part. δικαιεῦντος Hdt.9.42; impf. 2a sg. ἐδικαίευ Hdt.1.100]
I c. ac.
1 considerar justo (δίκας) Hdt.9.93, en v. pas. τὸ δικαιωθὲν ὑπ' ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν D.H.10.1.
2 justificar νόμος ... ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί Pi.Fr.169a.3, τὴν θείαν ... κρίσιν Eus.HE 8.2.2, en v. pas. κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος Eu.Luc.18.14, καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ πάντων τῶν τέκνων αὐτῆς Eu.Luc.7.35, cf. Eu.Matt.11.19, ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας Ep.Rom.6.7, ἀπὸ πάντων ... ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι Act.Ap.13.38
c. un pred. τοῦτο γὰρ ... ἀνδράσι δὲ ἀνάρμοστον ἐδικαίωσεν pues esto lo justificó como inapropiado para los hombres, Const.App.1.3.11.
3 someter a la justicia, castigar, condenar τοῦτον Hdt.1.100, ὀλίγους D.C.57.47, Κόρινθον AP 14.86, cf. Hsch.
en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ αὐτοὺς μᾶλλον δικαιώσεσθε Th.3.40
en v. pas. sufrir castigo κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον ... μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς el hombre injusto, A.A.393, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο Hdt.3.29, τοὺς ἰδόντας αὐτὸν δικαιούμενον Pl.Lg.934b, οἱ δικαιούμενοι los condenados D.C.58.5.6, cf. Poll.8.25.
4 tratar con justicia, defender los derechos de χήραν LXX Is.1.17, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων LXX Ex.23.7, en v. pas., op. ἀδικεῖσθαι: ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες Arist.EN 1136a22, ἔνθα πάντες δικαιοῦνται, μόνη ἔγωγε ἠδίκημαι ἀδίκως Aesop.255.
5 en la Biblia, c. sent. legal declarar justo καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν θεόν Eu.Luc.7.29, ἑαυτούς Eu.Luc.16.15, en v. pas. κύριος μόνος δικαιωθήσεται LXX Si.18.2, ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται LXX Si.31.5, τὰ κρίματα κυρίου ... δεδικαιωμένα LXX Ps.18.10, Is.42.21.
6 fact. hacer (que sea) justo τοῦτον ὁ μισθὸς δικαιοῖ la recompensa (en el más allá) hace que ése sea justo Clem.Al.Strom.4.22.144, τὸν ἀνθρώπου βίον Cels.Phil.4.7.
II c. inf.
1 considerar justo o conveniente, creer oportuno μαθεῖν S.OT 575, δρᾶσαι S.OT 640, cf. Ai.1072, Tr.1244, πειρᾶν τῆς πόλιος Hdt.6.82, σημαίνειν Hdt.1.89, cf. 2.172, 3.118, θάψαι E.Supp.526, cf. Heracl.190, μὴ ἀφαιρεθῆναι Th.2.41, εἴρια ἐπιδεῖν Hp.Fract.31, ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον PRyl.119.14 (I d.C.), ἀγοράσαι PGiss.47.16 (II d.C.), cf. Ph.1.470, Plu.2.97e, Pomp.23, Luc.Syr.D.54, D.H.1.87, Athenag.Res.5.1, c. el inf. sobreentendido ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.Ph.781, cf. Th.2.71
c. ὥστε S.OC 1350.
2 tard. pensar, opinar πάντας ἀνίστασθαι ... αὐτοὶ δικαιοῦσιν Athenag.Res.14.6, τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου ... μὴ παρέρχεσθαι Mac.Magn.Apocr.4.11, cf. Ath.Al.M.28.1189B.
III usos abs.
1 c. adv. emitir un juicio, dar una interpretación, estimar τούτου δὲ οὕτω δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδείς habiendo él dado esta interpretación nadie replicó Hdt.9.42, εἶχε δὲ καὶ ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως μᾶλλον ᾗ οἱ Ἀθηναῖοι ἐδικαίουν la verdad sobre la defección era más bien como la interpretaban los atenienses Th.4.122.
2 hacer justicia, vengar τὸν δικαιώσοντα, πολλάκις καὶ ἐπὶ πολλῶν εὑρεῖν ἐστιν Plb.3.31.9.

English (Strong)

from δίκαιος; to render (i.e. show or regard as) just or innocent: free, justify(-ier), be righteous.

English (Thayer)

δικαίῳ; future δικαιώσω; 1st aorist ἐδικαίωσα; passive (present δικαιοῦμαι); perfect δεδικαίωμαι; 1st aorist ἐδικαιωθην; future δικαιωθήσομαι; (δίκαιος); the Sept. for צִדֵּק and הִצְדִּיק;
1. properly, (according to the analogy of other verbs ending in, as τυφλόω, δουλόω) to make δίκαιος; to render righteous or such as he ought to be; (Vulg. justifico); but this meaning is extremely rare, if not altogether doubtful; ἐδικαίωσα τήν καρδίαν μου stands for לְבָבִי זִכִּיתִי in I have shown my heart to be upright be preferred as the rendering of the Greek there).
2. τινα, to show, exhibit, evince, one to be righteous, such as he is and wishes himself to be considered (τήν ψυχήν αὐτοῦ, δικαιοῦν δίκαιον, ἡ σοφία ἐδικαιώθη ἀπό τῶν τέκνων αὐτῆς, the wisdom taught and exemplified by John the Baptist, and by Jesus, gained from its disciples (i. e. from their life, character, and deeds) the benefit of being shown to be righteous, i. e. true and divine (cf. Buttmann, 322 (277); others interpret, was acknowledged to be righteous on the part of (nearly, equivalent to, by) her children; cf. Buttmann, 325 (280); see ἀπό, II:2d. bb.), T Tr text WH read ἔργων, i. e. by her works); passive, of Christ: ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, evinced to be righteous as to his spiritual (divine (?) cf. e. g. Ellicott at the passage or Meyer on ὅπως δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, κύριος μόνος δικαιωθήσεται, to show oneself righteous: of men, (τί δικαιωθῶμεν; τινα, to declare, pronounce, one to be just, righteous, or such as he ought to be, (cf. ὁμοιόω to declare to be like, liken, i. e. compare; ὁσιόω, ἀξιόω, which never means to make worthy, but to judge worthy, to declare worthy, to treat as worthy; see also κοινόω, 2b.);
a. with the negative idea predominant, to declare guiltless one accused or who may be accused, acquitted of a charge or reproach, (δικαιοῦν τόν ἀσεβῆ in ἑαυτόν, οὐ δεδικαίωμαι, namely, with God, ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν added, to be declared innocent and therefore to be absolved from the charge of sins (cf. Buttmann, 322 (277)), ἀπό ἁμαρτίας, to be absolved, namely, from the payment of a vow, to be freed, ἀπό τῆς ἁμαρτίας, from its dominion, to Judges, declare, pronounce, righteous and therefore acceptable, (God is said δικαιοῦν δίκαιον, ἑαυτόν, ἐδικαίωσαν τόν Θεόν, declared God to be righteous, i. e. by receiving the baptism declared that it had been prescribed by God rightly, ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, got his reputation for righteousness (namely, with his countrymen (but see Meyer (edited by Weiss) at the passage)) by works, ἐκ τῶν λόγων, by thy words, in contrast with καταδικάζεσθαι, namely, by God, δικαιοσύνη, 1c.): thus absolutely, δικαιοῦν τινα, ἡμᾶς, opposed to ἐγκάλειν); with the addition of ἐκ (in consequence of) πίστεως, διά τῆς πίστεως, δικαιοῦσθαι, δικαιωθῆναι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, δωρεάν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, πίστει, ἐκ πίστεως, by means of faith, ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ (as the meritorious cause of their acceptance, as the old theologians say, faith being the apprehending or subjective cause), ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ κυρίου Ἰησοῦ καί ἐν τῷ πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, by confessing the name of the Lord (which implies faith in him, ἐν Χριστῷ through Christ, δικαιοῦται ἐξ ἔργων νόμου, ἐνώπιον αὐτοῦ, i. e. of God, δικαιοσύνην, 1c. under the end) — a statement which is affirmed by James in ἐξ ἔργων δικαιοῦται, significantly omitting νόμου); to the same purport Paul denies that a man δικαιοῦται ἐν νόμῳ, in obeying the law, or by keeping it, παρά τῷ Θεῷ, in the sight of God, δικαιοῦται by deep sorrow for his sins, which so humbles him that he hopes for salvation only from divine grace. The Pauline conceptions of δίκαιος, δικαιοσύνη, δικαιόω, are elucidated especially by Winzer, De vocabulis δίκαιος, etc., in Ep. ad Romans, Lipsius 1831; Usteri, Paulin. Lehrbegriff, p. 86f edition 4etc.; Neander, Gesch. der Pfianzung as above with ii., p. 567ff et passim, edition 3 (Robinson's translation of edition 4, pp. 382ff, 417ff); Baur, Paulus, p. 572ff (Zeller's) edition 2, vol. ii 145-183; English translation, vol. ii, p. 134ff); Rauwenhoff Disquisitio etc., Lugd. Bat. 1852; Lipsius, Die paulin. Rechtfertigungslehre, Lpz. 1853; Schmid, Biblical Theologie des N. T., p. 562ff edition 2 (p. 558ff edition 4; English translation, p. 495f); Ernesti, Vom Ursprung der Sunde as above with i., p. 152ff; Messner, Lehre der Apostel, p. 256ff (summary by S. R. Asbury in Bib. Sacr. for 1870, p. 140f); Jul. Kostlin in the Jahrbb. fur deutsche Theol. 1856 fasc. 1, p. 85ff; Wieseler, Commentar u. d. Br. an d. Galater, pp. 176ff (see in Schaff's Lange's Romans, p. 122 f); Kahnis, Lutherische Dogmatik, Bd. i., p. 592ff; Philippi, Dogmatik, v. 1, p. 208ff; Weiss, Biblical Theol. des N. T. § 65; Ritschl, Die christl. Lehre v. d. Versohnung u. Rechtf. ii. 318ff; Pfleiderer, Paulinismus, p. 172ff (English translation, vol. i., p. 171ff; but especially Dr. James Morison, Critical Exposition of the Third Chapter of the Epistle to the Romans, pp. 163-198. On the patristic usage see Reithmayr, Galaterbrief, p. 177f; Cremer, Worterbuch, 4te Aufl., p. 285; Suicer, Thesaurus under the word). In classic Greek δικαιόω (Ionic δικαιέω, Herodotus) is:
1. equivalent to δίκαιον νομίζω, to deem right or fair: τί, often followed by the infinitive; to choose what is right and fair, hence, universally, to choose, desire, decide: Herodotus, Sophocles, Thucydides, others.
2. with the accusative of person, τό δίκαιον ποιῶ τινα to do one justice, in a bad sense, viz. to condemn, punish, one: Herodotus, Thucydides, Plato, others; hence, δικαιοῦσθαι, to have justice done oneself, to suffer justice, be treated rightly, opposed to ἀδικεῖσθαι, Aristotle, eth. Nic. 5,9, 11, p. 1136{a}, 18ff (In like manner the German rechtfertigen in its early forensic use bore a bad sense, viz. to try judicially (so for ἀνακρίνειν, condemn; execute judgment, especially put to death.)

Greek Monotonic

δῐκαιόω: Ιων. παρατ. δικαιεῦν, μέλ. -ώσω και -ώσομαι, αόρ. αʹ ἐδικαίωσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδικαιώθην (δίκαιος
I. καθιστώ κάτι σωστό, επανορθώνω, διορθώνω — Παθ., δικαιωθείς, δοκιμασμένος, ελεγμένος, αποδεδειγμένος, σε Αισχύλ.
II. θεωρώ κάτι δίκαιο, το θεωρώ κατάλληλο, έχω την αξίωση, απαιτώ κάτι ως δίκαιο, με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με παράλειψη απαρ., όπως στο οὕτω δικαιοῦν (ενν. γενέσθαι), στον ίδ.· συναινώ, δουλεύειν, στον ίδ.· οὐ δ., αρνούμαι, δεν συναινώ, σε Θουκ.· με αιτ. προσ. και απαρ., επιθυμώ να κάνει κάποιος κάτι, σε Ηρόδ.
III. απονέμω δικαιοσύνη σε κάποιον ή (του) δίνω δίκιο, δικάζω, κρίνω, δηλ.:
1. καταδικάζω, σε Θουκ.· κολάζω, τιμωρώ, σε Ηρόδ.
2. αποδίδω δίκαιο σε κάποιον, αθωώνω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιόω: ион. δῐκαιέω (fut. δικαιώσω и δικαιώσομαι)
1) оценивать по достоинству: κακοῦ χαλκοῦ τρόπον δικαιωθείς Aesch. оцененный по достоинству как плохой медяк (о преступнике);
2) считать правильным, признавать справедливым, законным, нужным: ἁγὼ (= ἃ ἐγὼ) δικαιῶν μὴ παρ᾽ ἀγγέλων ἄλλων ἀκούειν Soph. считая нужным услышать об этом не через посторонних вестников; δικαιῶ σημαίνειν σοι Her. считаю своим долгом поставить тебя в известность; τι ἂν αὐτὸς ἕληται καὶ δικαιοῖ Her. то, что ему заблагорассудится выбрать; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι τὴν πόλιν Thuc. считая невозможным для себя лишиться родины;
3) соглашаться: τοιούτῳ τρόπῳ προσηγάγετο τοὺς Αἰγυπτίους, ὥστε δικαιοῦν δουλεύειν Her. (Амасий) так расположил к себе египтян, что они согласились служить (ему);
4) вершить суд, воздавать по заслугам (ἀδικεῖσθαι καὶ δικαιοῦσθαι Arst.);
5) осуждать, присуждать к наказанию, карать (ἑκάστου ἀδικήματος Her.; med. τινα Thuc.);
6) требовать, желать: ἠνάγκασεν ἐμμεῖναι πάντας, οἶς ἐδικαίωσε Plut. он заставил всех согласиться на то, чего требовал (персидский царь);
7) оправдывать, одобрять (οἱ ποιηταὶ νόμου δικαιωθήσονται NT).

Middle Liddell

[from δίκαιος
I. to set right: Pass., δικαιωθείς proved, tested, Aesch.
II. to hold or deem right, think fit, demand, c. inf., Hdt., etc.; inf. omitted, as οὕτω δικαιοῦν (sc. γενέσθαἰ Hdt.:— to consent, δουλεύειν Hdt.; οὐ δ. to refuse, Thuc.:—c. acc. pers. et inf. to desire one to do, Hdt.
III. to do a man right or justice, to judge, i. e.,
1. to condemn, Thuc.: to chastise, punish, Hdt.
2. to deem righteous, justify, NTest.

Chinese

原文音譯:dikaiÒw 笛開俄哦
詞類次數:動詞(40)
原文字根:稱為義 相當於: (זָכָה‎) (צַדִּיק‎) (צָדַק‎)
字義溯源:稱義,公義,義,善,定為無罪,宣告為義,以為義,稱為義,算為義,定為義,顯為是,有理;源自(δίκαιος)=公平的);而 (δίκαιος)出自(δίκη / καταδίκη)*=公正)。本來沒有義的人,現在可以因著信基督而被稱為義,也就是因信稱義( 羅3:28)
出現次數:總共(40);太(2);路(5);徒(2);羅(15);林前(2);加(8);提前(1);多(1);雅(3);啓(1)
譯字彙編
1) 稱義(13) 徒13:39; 羅2:13; 羅3:24; 羅4:2; 加2:16; 加2:16; 加2:17; 加3:8; 加3:11; 提前3:16; 雅2:21; 雅2:24; 雅2:25;
2) 我們⋯稱義(4) 羅5:1; 羅5:9; 加2:16; 加3:24;
3) 稱⋯為義(2) 羅3:26; 羅8:30;
4) 被稱義(2) 羅3:20; 羅3:28;
5) 已經稱義(1) 林前6:11;
6) 以⋯為義(1) 路7:29;
7) (稱義)(1) 啓22:11;
8) 要稱⋯為義(1) 羅3:30;
9) 我們⋯得稱為義(1) 多3:7;
10) 你們⋯稱義的(1) 加5:4;
11) 稱⋯為義的(1) 羅4:5;
12) 得以稱義(1) 林前4:4;
13) 所稱為義(1) 羅8:30;
14) 稱義的(1) 路16:15;
15) 有理(1) 路10:29;
16) 稱為義了(1) 路7:35;
17) 你要被稱義(1) 太12:37;
18) 算為有義了(1) 路18:14;
19) 都稱義了(1) 徒13:39;
20) 就顯為是(1) 太11:19;
21) 已被稱義(1) 羅6:7;
22) 公義(1) 羅3:4;
23) 所稱義的(1) 羅8:33