χειρ

From LSJ
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α
1. το χέρι
2. (ιδίως) το άκρο χέρι
3. συνεκδ. το άτομο του οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» — ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης
β. «χειρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «έχω ανά χείρας»
i) έχω λάβει, κρατώ στα χέρια μου
ii) μελετώ
β) «νίπτω τας χείρας» — βλ. νίβω
γ) «έργον τών χειρών μου» — έργο που έγινε αποκλειστικά από εμένα
δ) «χειρ χείρα νίπτει» — η πρόοδος επιτυγχάνεται με αλληλοβοήθεια
ε) «χειρ τάδε» — έγραψε το χειρόγραφο ο τάδε
στ) «δευτέρα χειρ»
(σε παλαιογραφικά κείμενα) δεύτερος μελετητής μετά τον πρώτο αντιγραφέα έκανε την παραπάνω προσθήκη
ζ) «χαλί χειρός» — χειροποίητο χαλί
η) «εργαλεία χειρός» — χειροκίνητα εργαλεία που λειτουργούν, κατά παράδοση, με τη μυϊκή δύναμη εκείνου που τά χρησιμοποιεί
θ) «τείνω χείρα βοηθείας» — βοηθώ
ι) «τείνω χείρα επαιτείας» — ζητιανεύω
αρχ.
1. πόδι ζώου
2. διακυβέρνηση
3. είδος αλοιφής από πέντε συστατικά
4. χούφτα («κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων», Φοίνιξ)
5. (σχετικά με γραπτό κείμενο) αντίγραφο
6. γραφικός χαρακτήρας («τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνεῖσθαι», Υπερείδ.)
7. καλλιτεχνική εργασία ή καλλιτεχνική ικανότητα («Ἡετίωνι χάριν γλαφυρᾱς χερὸς ἄκρον ὑποστὰς μισθόν», Θεόκρ.)
7. πλήθος ανδρών, ιδίως στρατιωτών
8. το φυτό κροκοδίλεον
9. ενέργεια, δράση, σε αντιδιαστολή προς τα λόγια («εἰ δὲ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἤ λόγῳ πορεύεται», Σοφ.)
10. κάθε όργανο που μοιάζει ως προς το σχήμα του με το χέρι, όπως: α) είδος βασανιστήριου οργάνου
β) είδος αρπάγης για την ανάσπαση διαφόρων αντικειμένων
γ) τμήμα τροχού
δ) είδος σιδερένιου γαντιού που αποτελεί τμήμα οπλισμού
ε) (στην ΠΔ) σωρός λίθων σε σχήμα δακτύλου που δείχνει τον ουρανό
στ) η άγκυρα («χεὶρ σιδηρᾷ», Ανθ. Παλ.)
11. στον πληθ. αἱ χεῖρες
μτφ. βίαιες ενέργειες, βίαια μέσα
12. (η γεν.) (τῆς) χειρός
α) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί θέση («χειρὸς εἰς τὰ δεξιά» — στο δεξί σου χέρι, προς τα δεξιά, Σοφ.)
β) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η βίαιη έλξη ή η βίαιη σύλληψη ενός προσώπου («ἡ δ' ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε», Ομ. Οδ.)
13. (η δοτ. εν. και πληθ.) (τῇ) χειρί ή τῇ χερί και ταῖς χερσίν
χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το μέσον ή το όργανο με το οποίο κάνει κανείς κάτι («χερσίν τ' ἠσπάζοντο καὶ ἑδριάασθαι ἄνωγον», Ομ. Οδ.)
14. φρ. α) «χεῖρα λαμβάνω» ή «χεῖρα ἐμβάλλω» — πιάνω ή δίνω το χέρι ως ένδειξη συμφιλίωσης ή κύρωσης συμφωνίας (Σοφ.)
β) «χεῖρας ἀνέχω» ή «χεῖρας ὀρέγω»
(για ικέτη) σηκώνω τα χέρια μου για να προσευχηθώ (Ομ. Ιλ. και Οδ.)
γ) «χεῖρας βάλλω» ή «χεῖρας ἀμφιβάλλω» — σηκώνω τα χέρια μου για να ικετεύσω ένα πρόσωπο ή ως ένδειξη στοργής και αγάπης για αυτό
δ) «χεῖρας αἵρω» — σηκώνω τα χέρια μου προκειμένου να επιδοκιμάσω την εκλογή ενός προσώπου ή προκειμένου να δηλώσω τη συναίνεσή μου σχετικά με ένα θέμα
ε) «τὴν χεῖρα ὀρέγω τινί» και «χεῖρας πετάννυμι» — σπεύδω να βοηθήσω κάποιον (Ξεν.) και (Ομ. Ιλ.)
στ) «χεῖρα ὑπερέχω τινός»
(για θεό) προστατεύω (Ομ. Ιλ.)
ζ) «χεῖρα ἐφίημι, ἐπιφέρω και ἐπιβάλλω» — επιχειρώ να βλάψω κάποιον ενεργώντας με τα χέρια (Ομ. Ιλ.)
η) «χεῖρ' ἐπιφέρω» — αγγίζω κάποιον με ερωτική διάθεση (Ομ. Ιλ.)
θ) «χεῖρας ἐπιτίθημι» — ευλογώ κάποιον με τα χέρια μου (ΚΔ)
ι) «ἀνὰ χεῖρας ἔχω τινά» — έχω στενές σχέσεις με κάποιον (Πολ.)
ια) «τὰ ἀνὰ χεῖρα» — τα θέματα που εξετάζονται (Πλούτ.)
ιβ) «ἀνὰ χεῖράς τινος» — πολύ κοντά σε κάτι (ΠΔ)
ιγ) «ἀπὸ χειρός» — επιπόλαια (Αριστοφ.)
ιδ) «οἱ ἀνὰ χεῖρας χρόνοι» — η σύγχρονη εποχή πάπ.
ιε) «διὰ χειρῶν ἔχω [ή λαμβάνω]» — έχω [ή παίρνω] στα χέρια μου
ιστ) «διὰ χειρὸς ἔχω»
i) έχω στα χέρια μου, υπό την εξουσία μου
ii) αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας ένα έργο ή ασχολούμαι με αυτό
iii) κάνω κάτι συνεχώς
ιζ) «ἡ διὰ χειρὸς πρᾱσις» — πώληση χωρίς διαπραγματεύσεις, χωρίς παζάρια (Χαρίτ.)
ιη) «εἰς χεῖρας λαμβάνω» και «ἄγομαί τι εἰς χεῖρας» — αναλαμβάνω να κάνω κάτι (Ευρ.-Ηρόδ.)
ιθ) «δίδωμί [ή τίθημί] τι εἰς χεῖρά τινος» — αναθέτω κάτι σε κάποιον, το αφήνω στα χέρια του
κ) «εἰς χεῖρας ἱκνοῦμαι» — πέφτω στα χέρια κάποιου (Ομ. Ιλ.)
κα) «εἰς χεῖρας ἔρχομαι» — έχω σχέσεις με κάποιον (Ξεν.)
κβ) «εἰς χεῖρας ἔρχομαι [ἴημι ή συνίημι]» — έρχομαι στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι
κγ) «χειρὸς νόμος» — συμπλοκή (Ηρόδ.)
κδ) «εἰς χεῖρας δὲχομαί τινας» και «εἰς χεῖρας ὑπομένω» — αναμένω την επίθεση κάποιων (Ξεν.-Θουκ.)
κε) «ἐκ χειρός»
i) με ανθρώπινη ενέργεια
ii) (κυρίως για μάχη) εκ του συστάδην
iii) με άμεση ενέργεια
κστ) «ἐν χερὶ τίθημι» — δίνω κάτι στα χέρια κάποιου, προσφέρω (Ομ. Ιλ. και Οδ.)
κζ) «ἐπὶ χεῖρά τινος» — κοντά ή δίπλα σε κάποιον (ΠΔ)
κη) «ἐπὶ χειράς τινος ἐκφέρω» — προσφέρω κάτι σε κάποιον (Πλούτ.)
κθ) «κατὰ χεῖρά σου» — σύμφωνα με τη θέληση σου
λ) «ἐν χερσὶν ἔχω» — ασχολούμαι με κάτι
λα) «ἐν χερσί» — από κοντά
λβ) «ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος» — ο πόλεμος που τώρα διεξάγεται (Δίον. Αλ.)
λγ) «μετὰ χερσὶν ἔχω» — κρατώ στα χέρια μου (Ομ. Ιλ.)
λδ) «μετὰ χεῖρας ἔχω» — καταπιάνομαι με κάτι
λε) «πρὸ χειρῶν» — μπροστά
λστ) «πρὸς χειρός τινος» — με την ενέργεια κάποιου (Αισχύλ.)
λζ) «ὑπὸ χεῖρα ποιοῦμαι» — καθιστώ υποχείριο (Ξεν.)
λη) «οἱ ὑπὸ χεῖρα ὄντες» — αυτοί που βρίσκονται υπό την εξουσία κάποιου (Δημοσθ.)
λθ) «ὑπὸ χεῖρα» — αμέσως (Αριστοτ.)
μ) «ἀδίκων χειρῶν ἄρχω» — κάνω αρχή της αδικίας, αρχίζω πρώτος εγώ να αδικώ (Ξεν.)
15. παροιμ. «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει» δηλώνει ότι η πρόοδος επιτυγχάνεται με την αμοιβαία βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χείρ ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghesr- «χέρι» (ή πιθ. σε τ. όν. ghes-or, ghes-r-es) στον οποίο οδηγούν οι τ.: χεττιτ. keššar, αρμ. jern, τοχαρ. Α tsar, B sar, οι οποίοι πρέπει να συνδεθούν με την ελλ. λ. Ο ΙΕ τ. ghesr- αντιστοιχεί στην Ελληνική σε ένα θ. χεσρ- ή πιθ. χερσ-, από το οποίο, μετά την απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, προήλθαν οι διαλ. μορφές: χειρ-, χηρ- (πρβλ. δωρ. αιτ. χῆρα) και χερρ- (πρβλ. αιολ. αιτ. πληθ. χέρρας), ενώ η μορφή χερσ- διατηρείται σε έναν δωρ. τ. ονομ. χέρς. Στην αττ. διάλ. γενικεύθηκε η κλίση με θ. χειρ-, με εξαίρεση την δοτ. πληθ. χερσί, η οποία έχει προέλθει από τ. χερσ-σι (< θ. χερσ- + κατάλ. -σι της δοτ. πληθ.) με απλοποίηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον τ. χερσί προήλθε το θ. χερ-, από το οποίο σχηματίστηκαν αναλογικά και άλλοι τ. της οικογένειας αυτής (πρβλ. τους τ. του πληθ. χέρες, χέρας, χερῶν, υποκορ. χέριον). Η λ. χείρ απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές χερ- (πρβλ. χέρνιψ), αλλά κυρίως χειρ(ο)- (πρβλ. χειρο-τέχνης, χειρῶναξ) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -χειρ και -χειρος.
ΠΑΡ. χειρίδα(-ίς), χειρίζομαι, χέρι(ον)
αρχ.
χειρητής, χειρικός, χείριος, χειρώ (II).
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό
βλ. λ. χειρο-). (Β' συνθετικό) α) σε -χειρ: αντίχειρ(ας), αριστερόχειρ(ας), αυτόχειρ(ας), εκατόγχειρ, μακρόχειρ(ας), μονόχειρ(ας), πολύχειρ
αρχ.
αδικόχειρ, ακρόχειρ, ανθρωπόχειρ, αριστόχειρ, αρκτόχειρ, αρτίχειρ, βραχύχειρ, βριαρόχειρ, γαστ(ε)ρόχειρ, δαιδαλόχειρ, εγγαστρόχειρ, εγχεσίχειρ, εκατοντάχειρ, εξάχειρ, εύχειρ, ηπιόχειρ, θηλύχειρ, θρασύχειρ, ισόχειρ, καλλίχειρ, καρπόχειρ, καρτερόχειρ, κολόχειρ, κραταιόχειρ, λαϊνόχειρ, μαλακόχειρ, ομπνιόχειρ, οξύχειρ, οπισθόχειρ, παραντίχειρ, πλουσιόχειρ, ροδόχειρ, ταχύχειρ, τεκτονόχειρ, τρίχειρ, υπέρχειρ, υπόχειρ, χρυσόχειρ
νεοελλ.
δεξιόχειρ(ας), δίχειρ, πηρόχειρ
β) σε -χειρος, εκατόγχειρος, ιδιόχειρος, πολύχειρος, πρόχειρος
αρχ.
ακριτόχειρος, απόχειρος, αραξίχειρος, εκατοντάχειρος, ελκεσίχειρος, εξάχειρος, Ηφαιστόχειρος, ποικιλόχειρος, πρόσχειρος
νεοελλ.
δίχειρος, τετράχειρος].