ἀμήχανος
English (LSJ)
Dor. ἀμάχανος, ον,
A without means or resources, helpless, Od.19.363; πενία ἀμήχανος B.1.61; πόριμον αὑτῷ τῇ πόλει δ' ἀ. Ar.Ra.1429; ἀμήχανος καὶ ἄτεχνος Pl.Plt. 274c; of animals, opp. εὐμήχανος, Arist.HA 614b34: hence,
2 incapable, awkward, ἀφραδέες καὶ ἀ. h.Ap. 192, cf. Theoc.1.85; τὸν ἀ. ὀρθοῦν A.Th.227; ἀ. γυνή E.Hipp.643; ἀμήχανος εἴς τι awkward at thing, Id.Med.408. Adv., ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, A.Ch.407, E., etc.
3 c. inf., at a loss how to do, unable to do, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀ. S.Ant.79; ἀμηχανώτατος ὅ τι χρὴ λέγειν πορίσασθαι [D.]60.12, etc.
II more freq. in pass. sense, allowing of no means:
1 impracticable, unmanageable, c. inf., ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι Il.13.726.
b of things, hard, impossible, τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι ib. 14.262; τοῦτο δ' ἀ. εὑρεῖν Pi.O.7.25, cf. Hdt.1.48; ὁδὸς ἀ. εἰσελθεῖν = road hard or impossible to enter on, X.An.1.2.21; ἀ. ἐστὶ γενέσθαι Emp.12, cf. Hdt. 1.48,204, S.Ant.175, etc.: abs., ἀμήχανα impossibilities, ἀμηχάνων ἐρᾶν ib.90, cf. 92; δεινὸς.. εὑρεῖν κἀξ ἀ. πόρον A.Pr.59, cf. Ar.Eq.759: Sup., Them. in Ph.91.12.
2 against whom nothing can be done or against which nothing can be done, irresistible, freq. in Hom. of Zeus, Hera, Achilles; ἀ. ἐσσι, ἀ. ἔπλευ, Il.10.167, 16.29; Ἔρος.. ἀ. ὄρπετον Sapph.40.
b of things, ἀ. ἔργα mischief without help or without remedy, Il.8.130; δόλος Hes.Th. 589; κήδεα Archil.66; δύαι A.Eu.561 (lyr.); ἄλγος, νόσοι, S.El.140 (lyr.), Ant.363 (lyr.); συμφορά Simon.5.11, cf. E.Med.392; κακόν ib.447: Comp. ἀμηχανωτέρα, ἀγλαΐα Them.Or.4.51c.
c especially of dreams, inexplicable, not to be interpreted, Od.19.560.
3 extraordinary, enormous, ποταμῶν ἀ. μεγέθη Pl.Phd. 111d;ἡδοναί Id.Phlb.46e; ἀμήχανον εὐδαιμονίας an inconceivable amount of happiness, Id.Ap.41c: freq.c.acc., ἀμήχανον τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, etc., i.e. inconceivable in point of size, etc., Id.R.584b, 615a, X.Cyr.7.5.38: c. dat., ἀ. πλήθει τε καὶ ἀτοπία Pl.Phdr.229d (nisi leg. ἀμηχάνων πλήθη τε καὶ ἀτοπίαι, where ἀ. = monsters): abs., infinitely great, δύναμις Plot.5.3.16.
b freq. in Pl. with οἷος, ὅσος, ἀμήχανον ὅσον χρόνον Phd 95c; ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι = by it is impossible to say how much more, R.588a; ἀμήχανόν τι οἷον Chrm.155d. Adv., ἀμηχάνως ὡς εὖ = extraordinarily well R.527e; ἀμηχάνως γε ὡς σφόδρα Phdr.263d.
Spanish (DGE)
(ἀμήχᾰνος) -ον
• Alolema(s): dór. ἀμά- Pi.O.7.25
A de seres animados, gener. pers.
I 1que no puede ayudar, que no puede hacer nada, inútil c. gen. ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος Od.19.363, c. dat. πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀ. Ar.Ra.1429, c. giro c. prep. ἐς μὲν ἔσθλ' ἀμηχανώταται E.Med.408, πρὸς φυγὴν ἀμηχάνους εἶναι Plu.Crass.25
•c. inf. incapaz Ἕκτωρ, ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιθέσθαι Héctor, eres incapaz de obedecer consejos, Il.13.726, δρᾶν ἔφυν ἀ. S.Ant.79, δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀ. Io Trag.38, ἁπάντων ἀμηχανώτατος ἦν ... πορίσασθαι D.60.12, ἀ. ἦν ἱππότας ἀμύνειν Plu.Arist.14.
2 perplejo, apurado, desorientado, desconcertado, impotente abs. ἀ. γυνή op. σοφή E.Hipp.643, ἔγωγ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμί E.Heracl.472, τὸν κυβερνήτην μέγας χειμὼν ἐπιπεσὼν ἀμήχανον ἂν ποιήσειεν Pl.Prt.344d, ἀπόρων ἐστι καὶ ἀμηχάνων καὶ ἐν ἀνάγκῃ ἐχομένων X.An.2.5.21, cf. A.Th.227, Theoc.1.85, Plu.Comp.Dio Brut.4
•sin ingenio, sin recursos (ἄνθρωποι) ζώουσ' ἀφραδέες καὶ ἀ., οὐδὲ δύνανται εὑρέμεναι θανάτοιο ... ἄκος h.Ap.192, ἀμήχανοι καὶ ἄτεχνοι κατὰ τοὺς πρώτους ἦσαν χρόνους al principio (los hombres) carecían de arte e ingenio Pl.Plt.274c, οἱ μὲν (los pájaros) εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι Arist.HA 614b34
•sin recursos económicos βουλόμενος αὐτοὺς ὡς ἀμηχανωτάτους εἶναι X.Cyr.7.5.69.
3 casi como insulto o reproche, en estilo directo terco, tozudo σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ Il.10.167, σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ Il.16.29, ἀμήχανε ... Ἥρη Il.15.14.
4 en plu. incontables, muchos ἄνθρωποι ... ἧκον ἀμήχανοι τὸ πλῆθος X.Cyr.7.5.38.
II subst.
1 persona indefensa, desasistida τοῖς ἀμηχάνοις σὺν τῷ δικαίῳ βούλεται προσωφελεῖν E.Heracl.329.
2 monstruo, criatura extraña Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ ἄλλων ἀμηχάνων πλήθη Pl.Phdr.229d.
B de inanimados y abstr.
I 1irremediable, irrehuible ἀμήχανα ἔργα Il.8.130, δόλον ... ἀ. ἀνθρώποισιν Hes.Th.589, ἔρος ... γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον Sapph.130.2, νόσων δ' ἀμηχάνων φυγάς S.Ant.363
•irrompible, indesatable δεσμά h.Merc.157.
2 gener. en neutr., c. inf. imposible de εὑρεῖν Pi.O.7.25, εὑρέμεν Pi.Fr.52f.53, καλύψαι Pi.P.11.26, ἐξευρεῖν Hdt.1.48, διαφυγεῖν Hdt.1.204, ἐκμαθεῖν S.Ant.175, εἰσελθεῖν X.An.1.2.21, ποιήσασθαι Hero Metr.proem.p.2.13, συμβῆναι Heraclit.All.10
•sin inf. como predicado difícil, imposible ἀμήχανόν ἐστι Thgn.583, Emp.B 12, τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι Il.14.262, τοῦτο ἄπορον ... καὶ ἀ. Hdt.5.3, γενναῖα μὲν τάδ' εἶπας, ἀλλ' ἀμήχανα E.Heracl.464, οὐδὲ τοῦτο ἀ. X.Cyr.4.3.14, cf. E.El.529, LXX 2Ma 3.12, Str.6.2.4, Arr.Epict.3.22.18, Ti.Locr.101d, Them.in Ph.91.12.
3 extraordinario τίς μοῦσα ἀμηχανέων μελεδώνων; h.Merc.447, ἔργον Hes.Th.836, θύμ' ἀμηχάνοισι κήδεσι κυκωμένε espíritu atormentado por enormes dolores Archil.211.1, πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων Pi.P.2.19, ἰσχύς Pi.Fr.52k.3, Arist.Cael.291a4, πενία B.1.171, συμφορά Simon.37.16, E.Med.392, Pl.Prt.344d, δύαι A.Eu.561, ἄλγος S.El.140, κακόν E.Med.447, μεγέθη Pl.Phd.111d, ἡδοναί Pl.Phlb.46e, Arist.PA 645a9, θέαι Pl.R.615a, λογισμός Pl.R.587e, ἀμήχανοι τὸ μέγεθος (olores) extraordinarios, enormes Pl.R.584b, πλῆθος ἀμήχανον ἐτῶν Plu.Num.18, ἀμηχάνῳ τάχει D.C.62.22.1, δύναμις Plot.5.3.16, ἀγλαΐα ... ἀμηχανωτέρα καὶ ἀφραστοτέρα Them.Or.4.51c
•c. ὅσος: ἀμήχανον ὅσον χρόνον durante un tiempo enorme Pl.Phd.80c, 95c, cf. R.588a, Euthd.275c, Lg.704c, 782a, Arist.EN 1147a8, Metaph.1071b37, Iambl.VP 214.
4 incomprensible, inexplicable ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι Od.19.560, ἀμήχανόν τι οἷον de manera inexplicable Pl.Chrm.155d.
5 inútil ἀτελέστατα ... καὶ ἀμάχανα τοὺς θανόντας κλαίειν Stesich.67.
II neutr., subst.
1 falta de recursos, dificultades (= ἀμηχανία): ἐξ ἀμηχάνων πόρος A.Pr.59, Ar.Eq.759, ἐν ἀμηχάνῳ Hp.de Arte 12, Polyaen.4.6.4, τὸ γὰρ ἀγεννὲς καὶ ἀμήχανον ... αὐτῶν (de ciertos animales), Plu.2.966b.
2 lo imposible θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα S.Ant.92, ἀμηχάνων ἐρᾷς S.Ant.90, τἀμήχανα ζητῶν E.Alc.202, τὰ δ' ἀ. ἐᾶν E.Heracl.707, τὰ δ' ἀ. σιωπᾶν Plu.2.160e.
3 enormidad, summum ἀμήχανον ἂν εἴη εὐδαιμονίας Pl.Ap.41c.
C adv. ἀμηχάνως
1 en dificultades ἔχειν A.Ch.407.
2 de manera imposible Pl.R.527e, E.Fr.572.
German (Pape)
[Seite 124] (μηχανή), ohne Mittel u. Rath, Hom. zehnmal, in zwei Bedeutungen, Einer der nichts auszurichten weiß, Einer gegen den man nichts auszurichten weiß, πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν εὑρεῖν, ὁ μὴ δυνάμενος μηχανὴν εὑρεῖν; Iliad. 10, 167 σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμήχανος δύο σημαίνει, ἓν μὲν ἀνίκητος (corrupt), ἓν δὲ ἀντὶ τοῦ πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μ ηχανὴν εὑρεῖν, ὅπερ καὶ νῦν σημαίνει, ἵνα τῶν πόνων ἀποστῇ; 15, 14 ἦ μάλα δη κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἕρη, Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις, ἤτοι μὴ δυναμένη μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ἣν οὐκ ἔστι μηχανήσασθαι· ὅπερ καὶ θέλει εἰπεῖν; 16, 29 σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι νῦν ἀμήχανος πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανήσασθαι, οὐκ αὐτὸς μὴ δυνάμενος μηχανήσασθαι; Od. 19, 363 ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνθρώπων ἡχθηρε, Scholl. πρὸς ὃν, δηλονότι τὸν Δία, οὐκ ἔστι τινὰ μηχανὴν εὑρεῖν, bei welcher Erklärung die Interpunction nach ἀμήχανος wegfällt; 560 ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι γίγνονται, Scholl. πρὸς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν, man kann sie nicht deuten, weil sie ἀκριτόμυθοι sind, d. h. verworren reden; Iliad. t 9, 273 οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῦ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποθι Ζεὺς ήθελε, Scholl. Nicanor. τὸ ἀμήχανος τοῖς ἑξῆς συναπτέον, ἵνα ἐπὶ τοῦ Διὸς ᾖ, πρὸς ὃν οὐδείς τι δύναται μηχανήσασθαι; 13, 726 ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιθέσθαι, acc. Graec., ἀμήχανος in Bezug auf das πιθέσθαι, man kann nichts mit dir anfangen, wenn es sich darum handelt, Anderer Rathe zu folgen; 14, 262 νῦν αὖ τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι; 8, 130. 11, 310 ἔνθα κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, καί νύ κεν –, εἰ μή –; – Theocrit. 1, 85 ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμάχανός ἐσσι; Plat. vbdt es mit ἄτεχνος Polit. 274 c, ohne Hülfsmittel; ἀμήχανον ποιεῖν, τιθέναι τινά Prot. 344 d, in Verlegenheit bringen; ἀμήχανος ἔφυν – δρᾶν, ich bin nicht im Stande, Soph. Ant. 79; γυναῖκες εἰς τὰ ἐσθλὰ ἀμηχανώταται, ungeschickt zum Guten, Eur. Med. 408, vgl. Hipp. 643; ἀμηχανώτατος πορίσασθαι ἃ χρὴ λέγειν Dem. 60, 12; mit ἄπορος vbdn Xen. An. 2, 5, 21, vgl. Cyr. 7, 5, 69; Ar. Ran. 1425 dem πόριμος entgegengesetzt; – Hes. O. 83 ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν; Hymn. Merc. 157 δεσμά; δύαι, δυσπραξίαι Aesch. Eum. 531. 739; νεφέλαι Spt. 209, βόσκημα πημονῆς Suppl. 695; κάματοι πολέμιοι Pind. P. 2, 19; ἄλγος, νόσος Soph. El. 138 Ant. 360; ξυμφορά, κακόν Eur. Med. 392. 447; vgl. Simonid. bei Plat. Prot. 344 c; κήδεα Archil. 31; ἄτη Ap. Rh. 2, 625 u. Sp. D.; τὰ ἀμήχανα heilloses Leid, παθεῖν Eur. Hipp. 598; πολλὰ καίἀμήχανα Xen. An. 2, 3, 18; das Unmögliche τὰ ἀμήχανα Aesch. Pr. 59; τῶν ἀμ. ἐρᾶν nach dem Unmöglichen streben Soph. Ant. 90, τὰ ἀμ. θηρᾶν 92; τὰ ἀμήχανα ἐᾶν Eur. Heracl. 707; Ar. Equ. 756 ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους ε ὐμηχάνους πορίζειν, das Unmögliche möglich machen; ἀμήχανόν ἐστι, es ist schwierig, unmöglich, mit folgd. Inf., Her. 1, 48. 204, μήποτε ἐγγίνηται damit arb. 5, 3; ebenso Folgende; ὁδὸς ἀμήχανος ἐςελθεῖν ein Weg, auf dem es unmöglich ist einzudringen Xen. An. 1, 2, 21; ἀμήχανοι τὸ πλῆθος Xen. Cyr. 7, 5, 38, ἀμήχανοι τὸ μέγεθος Plat. Rep. IX, 584 b, eigtl. unmöglich zu zählen an Menge, in unermeßlicher Menge, unglaublich groß; πλῆθος Tim. 39 d. κάλλος Conv. 218 e; ἀμήχανοι τὸ κάλλος Rep. X, 615 a; πλήθει ἀμήχανοι Phil. 47 d. Häufig ist seit Plat. die Vbdg ἀμήχανος ὅσος, mirum quantum, ἀμήχανον ὅσον χρόνον unendlich lange Zeit Phaed. 80 c, σοφίαν ἀμήχανον ὅσην Euthyd. 275 c; ἀμήχανον οἷον Charm. 155 d, auf unaussprechliche Weise. – Adv. ebenso, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα unglaublich sehr Phaedr. 263 d, vgl. Rep. VII, 527 o.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. sans moyens (d'action, de vivre, etc.);
1 qui est dans l'embarras : σέο ἀμήχανος OD (je suis) impuissante en ce qui te regarde, càd pour l'aide dont tu auras besoin;
2 qui ne sait pas se tirer d'une difficulté, inhabile;
II. dont on ne peut venir à bout, d'où
1 impraticable, impossible : παραρρητοῖσι ἀμήχανός ἐσσι πίθεσθαι IL il n'y a pas moyen de te faire obéir aux avertissements ; ὁδὸς ἀμ. εἰσελθεῖν XÉN route où il est impossible de s'engager ; τὰ ἀμήχανα l'impossible ; ἀμήχανόν ἐστι avec l'inf., il est impossible de;
2 contre qui ou contre quoi l'on ne peut rien, qui est sans ressource, sans remède, irrémédiable ; en parl. de pers. infatigable;
3 que l'on ne peut atteindre, égaler ou concevoir, extraordinaire, prodigieux, inconcevable ; ἀμήχανος τὸ πλῆθος, τὸ μέγεθος extraordinaire par le nombre, par la grandeur ; ἀμήχανον ὅσον χρόνον prodigieusement longtemps (litt. inconcevable combien longtemps).
Étymologie: ἀ, μηχανή.
Russian (Dvoretsky)
ἀμήχᾰνος: дор. ἀμάχᾰνος 2 (μᾱ)
1 бессильный, беспомощный, неспособный (ἀ. καὶ ἄτεχνος Plat.; ἀ. εἴς τι Eur.): ἐγὼ σέο ἀ. Hom. я не в силах помочь тебе; ἀ. τῇ πόλει Arph. не умеющий быть полезным государству; ἀ. πρὸς τὸν βίον Arst. неприспособленный к жизни; ἔφυν ἀ. ποιεῖν τι Soph. я от природы не в состоянии сделать что-л.; ἀμήχανόν τινα ποιεῖν или τιθέναι Plat. поставить кого-л. в затруднительное положение;
2 непреодолимый, неотвратимый (συμφορά Eur.);
3 непроходимый (ὁδός Xen., Plut.);
4 неразрывный (δεσμά HH);
5 неутолимый (ἄλγος Soph.);
6 неизлечимый, безнадежный (νόσοι Soph.);
7 непреклонный, несговорчивый, неуступчивый, своенравный (Ζεύς, Ἣρη, Ἀχιλλεύς Hom.): ἀ. παραρρητοῖσι πιθέσθαι Hom. не поддающийся (никаким) уговорам;
8 непоправимый (ἔργα Hom.; δόλος Hes.);
9 невозможный, неисполнимый (ἀμήχανον τελέσσαι Hom.): ἀ. ἐκμαθεῖν Soph. непостижимый;
10 неуловимый (в своем значении), непонятный (ὄνειρος Hom.);
11 невообразимый, невероятный, неописуемый, необычайный (μεγέθη, ἡδοναί Plat., Plut.): ἀ. τὸ πλῆθος Xen. или ἀ. πλήθει Plat. бесчисленный, несметный; ἀ. ὅσος Plat. невероятно большой, необыкновенный.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήχᾰνος: Δωρ. ἀμάχανος, ον, ὁ μὴ ἔχων μέσα ἢ πόρους, ὁ εὑρισκόμενος ἐν ἀπορίᾳ, ὁ μὴ γινώσκων τί νὰ πράξῃ, στερούμενος ἀρωγῆς, ἀνίσχυρος, ἀμήχανός τινος, ἐν ἀπορίᾳ, περί τινος, Ὀδ. Τ. 363· πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· ἀμ. καὶ ἄτεχνος Πλάτ. Πολιτ. 274C: ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ εὐμήχανος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 11, 1: ἐντεῦθεν, 2) (ἔνθα ὁ ἀμήχανος εἶναι ὁ αἴτιος τῆς ἑαυτοῦ καταστάσεως) ἀνίκανος, ἀνεπιτήδειος, ἀφραδέες καὶ ἀμ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 192· τὸν ἀμ. ὀρθοῦν Αἰσχ. Θήβ. 227· ἀμ. γυνὴ Εὐρ. Ἱππ. 643: ἀμ. εἴς τι, ἀνεπιτήδειος εἴς τι, ὁ αὐτ. Μήδ. 408: ― Ἐπίρρ. ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Αἰσχ. Χο. 405, Εὐρ., κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀγνοῶ πῶς καὶ τί νὰ πράξω, ἀδυνατῶ νὰ πράξω τι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Σοφ. Ἀντ. 79· ἀμ. ὅ,τι χρὴ λέγειν Δημ. 1392. 16, κτλ. 4) ἀμ. συμφορὰ = ἀμηχανία, Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344C. ΙΙ. συχνότερον μετὰ παθ. σημασ. = πρὸς ὃν δὲν ἰσχύουσι μέσα. 1) = ἀπραγματοποίητος, ἀδύνατος, δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., ἀμήχανός ἐσσι... πιθέσθαι Ἰλ. Ν. 726, πρβλ. Ξ. 262. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο δ’ ἀμ. εὑρεῖν Πινδ. Ο. 7. 45· ἡ δὲ εἰσβολὴ ἦν ὁδὸς ἁμαξιτός... ἀμήχανος εἰσελθεῖν στρατεύματι = ἣν ἀμήχανον ἦν εἰσελθεῖν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀμήχανόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι δύσκολον, ἀδύνατον, ἀμ. ἐστι γενέσθαι, Ἐμπεδ. 102, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 48, 204, Σοφ. Ἀντ. 175, κτλ.: ― ἀπολ., ἀμήχανα, ἀκατόρθωτα, ἀδύνατα, ἀμηχάνων ἐρᾶν αὐτόθι 90, πρβλ. 92· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον Αἰσχύλ. Πρ. 59· κἀκ τῶν ἀμ. πόρους εὐμηχάνους πορίζων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759. 2) καθ’ οὗ οὐδὲν δύναται νὰ πραχθῇ, ἀκαταγώνιστος, παρ’ Ὁμ. αὕτη εἶναι ἡ κοινὴ χρῆσις ἀναφερομένη εἰς τὸν Δία, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ἀχιλλέα: ἀμήχανός ἐσσι, ἀμ. ἔπλευ Ἰλ. Κ. 167, Π. 29. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀμήχανα ἔργα, «πρὸς ἃ οὐκ ἄν τις σχοίη μηχανὴν εὑρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 130· οὕτως, ἀμ. δόλος Ἡσ. Θ. 589· κήδεα Ἀρχίλ. 60· κακόν, δύη, ἄλγος, ξυμφορά, νόσος, Τραγ. γ) ὡσαύτως ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, Ὀδ. Τ. 560. 3) παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως = ἔκτακτος, ἀκατάληπτος, ἄπειρος, ἄμετρος, μεγέθη Πλάτ. Φαίδων 111D· ἡδοναὶ ὁ αὐτ. Φίλ. 46Ε· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, ὑπερτάτη εὐδαιμονία, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 41C: ― συχνάκις μετ’ αἰτ., ἀμήχανος τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος κτλ., ὅ ἐ. ἀκατανόητος ὡς πρὸς τὸ μέγεθος κτλ. Πλάτ. Πολ. 584Β, 615Α, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ μετὰ δοτ., ἀμ. πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ Πλάτ. Φαῖδρ. 229D. β) ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ὁ Πλάτων ἀγαπᾷ καὶ νὰ συνδέῃ τὰς λέξεις διὰ τῶν ἀναφορ. οἷος, ὅσος καὶ τὸ ἐπίρρημα διὰ τοῦ ὡς, οἷον: ἀμήχανον ὅσον χρόνον, ἀκατανόητον μῆκος χρόνου, Φαίδων 95C· ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι, δι’ οὗ ἀδύνατον νὰ εἴπῃ τις κατὰ πόσον περισσότερον…, Πολ. 588Α· ἀμήχανόν τι οἷον, ὅλως ἀπερίγραπτον, Χαρμίδ. 155D: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., ἀμηχάνως ὡς εὖ Πολ. 527Ε· ἀμ. γε ὡς σφόδρα Φαῖδρ. 263D.
English (Autenrieth)
(μηχανή, μῆχος): (1) act., helpless, despairing, Od. 19.363.—(2) pass., of that with which one can do nothing, impossible, Il. 14.262; ὄνειροι, ‘inscrutable’, Od. 19.560; ἀμήχανα ἔργα, ‘irreparable mischief,’ Il. 8.130; of persons, ‘impracticable,’ ‘unmanageable,’ Il. 10.167; ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι, ‘it is hopeless to expect you to comply,’ Il. 13.726.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμήχανος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος
2. ανίκανος, ανεπιτήδειος
3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος
4. απραγματοποίητος, ακατόρθωτος
5. (για πράγματα) δύσκολος, αδύνατος
6. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος
κραταιός
7. αυτός που δεν μπορεί να αποτραπεί, μεγάλος, φοβερός
8. (για όνειρα) ανεξήγητος, δυσερμήνευτος
9. απίστευτα μεγάλος, απέραντος
10. (για μεγέθη ή ένταση) ασύλληπτος, αδιανόητος
11. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τά ἀμήχανα
α) τα ακατόρθωτα, τα αδύνατα
β) ολέθρια, κακά
12. φρ. (απρόσωπα) «ἀμήχανόν εστι», είναι αδύνατο, ακατόρθωτο
«ἀμηχάνως ἔχω», βρίσκομαι σε αμηχανία
«ἀμήχανος συμφορὰ» αμηχανία
13. συχνά στον Πλάτωνα το επίθετο σε σύνδεση με τις αντωνυμίες οἷος, ὅσος και το επίρρ. με το ὡς: «ἀμήχανον ὅσον χρόνον», ακατανόητο μήκος χρόνου
«ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι», αυτός, για τον οποίο είναι αδύνατο να πει κανείς περισσότερα
«ἀμήχανόν τι οἷον», τελείως απερίγραπτο
«ἀμηχάνως ὡς εὖ» και «ἀμηχάνως γε ὡς σφόδρα», εντελώς ακατανόητα ή απερίγραπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μηχανή. Σημασιολογικά αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχαία Ελληνική κύρια σημασία της λ. ἀμήχανος ήταν να δηλώνει «τον στερούμενο μηχανής», δηλ. μέσων, πόρων, διεξόδου, λύσεως κ. τ. ό, επομένως κυρίως «τον ανίκανο, ανήμπορο, τον ευρισκόμενο σε δύσκολη θέση» — αντίθετα προς τον εὑμήχανον, «τον ικανό», ή τον πολυ-μήχανον ή και τον βιο-μήχανον (αρχ. σημ. «έξυπνος, ικανός να εξευρίσκει τα προς το ζην»). Οπωσδήποτε ήδη στην Αρχαία η λ. απέκτησε τη μετριαστική σημασία «του ευρισκόμενου σε αμηχανία, σε απορία, σε αδυναμία να αποφασίσει τί πρέπει να κάνει», σημασία που δεν μαρτυρείται στην Αρχαία για το παράγωγο ουσ. ἀμηχανία. Στη ν. Ελληνική συνέβη τελικά ώστε το αφηρημένο ουσιαστικό ἀμηχανία να δηλώνει μια σημασία που δεν φαίνεται να είχε στην Αρχαία, ενώ το επίθετο ἀμήχανος από όλο το φάσμα τών σημασιών που δήλωνε αρχικά περιορίστηκε σε μόνη τη σημασία «του ευρισκόμενου σε αμηχανία».
ΠΑΡ. ἀμηχανία
αρχ.
ἀμηχανῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμηχανοεργός, ἀμηχανοποιοῦμαι].
Greek Monotonic
ἀμήχᾰνος: Δωρ. ἀμάχανος, -ον, (μηχανή),
I. 1. αυτός που έχει έλλειψη μέσων ή πόρων, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, τινος, για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμ. εἴς τι, στενόχωρος ως προς κάτι, σε Ευρ.
2. με απαρ., μη γνωρίζοντας τί να πράξει, ανίκανος να πράξει, σε Σοφ., Δημ. κ.λπ.
II. με Παθ. σημασία:
1. απραγματοποίητος, δύσκολος, αδύνατος, με απαρ.· ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁδὸς ἀμ. εἰσελθεῖν, δρόμος δύσκολος στη διάβαση, σε Ξεν.· ἀμήχανόν ἐστι, με απαρ., είναι αδύνατο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ἀμήχανα, ακατόρθωτα, αδύνατα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. αυτό έναντι του οποίου δε μπορεί να γίνει τίποτα, ακατανίκητος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, ἀμήχανα ἔργα, στενοχώρια που δε βρίσκει γιατρειά ή βοήθεια, στο ίδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για όνειρα, ανεξήγητος, ανερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ.
3. ακατάληπτος, άπειρος, άμετρος, σε Πλάτ.· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, υπέρτατη ευτυχία, στον ίδ.· συχνά με αιτ., ἀμήχανος τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, δηλ. ασύλληπτος ως προς το μέγεθος κ.λπ., στον ίδ., σε Ξεν.· ο Πλάτ. συχνά προσθέτει τις αναφ. αντων. οἷος, ὅσος και ὡς, όπως, ἀμήχανον ὅσον χρόνον, μια ασύλληπτη διάρκεια του χρόνου· ἀμηχάνως ὡς εὖ, υπερβολικά, εξαισίως καλά.
Middle Liddell
μηχανή
I. without means or resource, at a loss, τινος about one, Od.; ἀμ. εἴς τι awkward at a thing, Eur.:—adv., ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Aesch., Eur.
2. c. inf. at a loss how to do, unable to do, Soph., Dem., etc.
II. in pass. sense,
1. impracticable, difficult, c. inf., ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι Il.; ὁδὸς ἀμ. εἰσελθεῖν a road hard to enter on, Xen.; ἀμήχανόν ἐστι, c. inf. 'tis impossible, Hdt., etc.:—absol., ἀμήχανα impossibilities, Aesch., etc.
2. against whom nothing can be done, irresistible, of gods, Il.:—of things, ἀμήχανα ἔργα mischief without resource or remedy, Aesch., Hes., Trag.; of dreams, inexplicable, Od.
3. extraordinary, immense, Plat.; ἀμήχανον εὐδαιμονίας an extraordinary amount of happiness, Il.:—often c. acc., ἀμήχανος τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, i. e. inconceivable in point of size, etc., Plat., Xen.:—Plat. often adds the relatives οἷος, ὅσος, and ὡς, as, ἀμήχανον ὅσον χρόνον an inconceivable length of time, ἀμηχάνως ὡς εὖ extraordinarily well.
English (Woodhouse)
astonishing, awkward, clumsy, desperate, difficult, extraordinary, helpless, hesitating, horrible, impossible, impracticable, inconceivable, intricate, wavering, at a loss, at one's wit's end, difficult to deal with, impossible to deal with, perplexed
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν ἔχει πόρους, δύσκολος, ἀνίκανος). Ἀπό τό α στερητ. + μηχανή τοῦ μηχανῶμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμηχανέω, ἀμηχανία.
Léxico de magia
-ον incontrolable de Tifón σὲ καλῶ, ... τὸν ἄδηλον, ἀμήχανον, μισοπόνηρον a ti te llamo, el invisible, incontrolable, tú que odias la maldad P IV 267