ἔοικα
English (LSJ)
A as, ε, etc., pf. with pres. sense, to be like: rarely in other tenses, 3sg. impf. εἶκε it was opportune, Il.18.520 (unless fr. εἴκω III): fut. εἴξω will be like, Ar.Nu.1001; pf. 3dual ἔϊκτον Od.4.27; 1pl. ἔοιγμεν S.Aj.1239, Ichn.95, E.Cyc.99; ἐοίκαμεν Pl.La.193d; 3pl. εἴξασι E.Hel.497, Ar.Av.96, Pl.Plt. 291a, Sph.230a, Pl.Com.22,153, Eub.98.8; ἐοίκασι Pl.R. 584d; inf. εἰκέναι E.Fr.167, Ar.Nu.185 (cf. προσέοικα); part. εἰκώς (also ἐϊκώς Il.21.254, v. sub εἰκός); εἰοικυῖαι 18.418: Ion. (not Ep.) οἶκα, ας, ε, Hdt.4.82,5.20,106, part. οἰκώς Id.6.125; but ἔοκια, ἐοικώς are found in other Ionic writers, as Semon. 7.41, Anacr.84, Heraclit.1, Hp.Aër.6, Democr.266, and codd. of Hdt. vary; 2sg. εἶκας (v.l. οἶκας) Alcm.80: plpf. ἐῴκειν, εις, ει, Od. 1.411, etc.; 3pl. ἐῴκεσαν Th.7.75, etc., Ep. ἐοίκεσαν Il.13.102; Ep. 3dual ἐΐκτην 1.104, Od.4.662, Hes.Sc.390 codd.: Att. plpf. ᾔκειν Ar. Av.1298 (Dawes from Sch.):—Pass., 3sg. pf. ἤϊκται Nic.Th.658: plpf. ἤϊκτο Od.20.31, al., ἔϊκτο Il.23.107.
I to be like, look like, c. dat., Il.14.474, etc.; Μαχάονι πάντα ἔοικε 11.613; κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ Od.1.208; so εἶδός τε μέγεθός τε, δέμας, etc., Il.2.58, 21.285, etc.; εἰς ὦπα ἔοικεν, ἄντα ἐῴκει, 3.158, 24.630, al.; μελαίνῃ κηρὶ ἔοικε is considered like, i.e. hated like, death, Od.17.500: c. part., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην seemed always just about to set foot upon the chariot, Il.23.379; ἔοικε σημαίνοντι seems to indicate, Pl.Cra.437a; τοὐναντίον ἔοικεν σπεύδοντι seems to urge the opposite, Id.Prt.361b, cf. X.Mem.1.6.10,4.3.8, Arist.Sens.437b24; ἔοικεν τοῦτο ἀτόπῳ this is like an absurdity, seems absurd, Pl.Phd. 62d; δαιμονίᾳ ἔοικεν εὐεργεσίᾳ D.2.1: used by A. in this sense only in part. εἰκώς like, c. dat., Ag.760 (lyr.), Ch.560 (cf. IV.1).
2 ἐοικέναι κατά τι to be analogous to, Plot.4.4.39.
II seem, c. inf. (where we make the Verb impersonal): c. inf. pres., methinks, ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ I seem to sing (i.e. methinks I sing) to thee, as to a god, Od.22.348; χλιδᾶν ἔοικας methinks thou art delicate, A.Pr.971; ἔοικα θρηνεῖν μάτην Id.Ch.926, cf. 730; ἔοικα.. οὐκ εἰδέναι S.OT744; ἔοικα.. ἐποικτίρειν σε Id.Ph.317: c. fut. inf., θέλξειν μ' ἔοικας it seems likely that thou wilt... A.Eu.900; ἐρεῖν ἔοικας Id.Pr.984; ἔοικα θεσπιῳδήσειν Id.Ag.1161; κτενεῖν ἔοικας Id.Ch.922; τὸν ἄνδρ' ἔοικεν ὕπνος ἔξειν S.Ph.821; ἔοικα πράξειν οὐδέν E.Hec.813, cf. Cyc.99: c. aor. inf., πικροὺς ἔοιγμεν.. ἀγῶνας κηρῦξαι methinks we proclaimed, S.Aj.1239: c. pf. inf., ἔοικεν ἐπωνομάσθαι Pl.Cra.419c: c. part., ἔοικε κεκλημένη seems to be called, ibid.; ἐοίκατε ἡδόμενοι X.HG6.3.8; κατακεκομμένη ἔοικεν ἡ σύνθεσις καὶ εὐκαταφρόνητος Demetr.Eloc.4.
2 impers., ἔοικε it seems: ὡς ἔοικε as it seems, S.Ant.576,740, El.772, 1341, E.Andr.551, etc., used by Pl. merely to modify a statement, probably, I believe, Phd.61c, R.332b, al.; ἔοικεν in answers, so it seems, ib.334a, 346c, al.
3 personal in the same sense, ὡς ἔοικας S.El.516, Tr.1241; ὡς εἴξασιν E.Hel.497.
III beseem, befit, c. dat. pers., τὸ μὲν ἀπιέναι.. οὐδενὶ καλῷ ἔοικε X.An.6.5.17 (unless οὐδενὶ κ. is neut.); ἀνδράσι ἔοικεν τὰ τῆς γεωργίας POxy. 899.18 (200 A.D.): c. dat. et inf., τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσιν ἔοικεν ἄνδρεσσιν φορέειν Il.10.440; cf. 111.2 fin.
2 most freq. impers., ἔοικε it is fitting, reasonable, mostly with neg. and followed by inf., οὐκ ἔστ' οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Il.14.212; οὐ γὰρ ἔοικ' ὀτρυνέμεν 4.286: freq. c. acc. et inf., 12.212, al.; in Od.22.196 an inf. must be supplied, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν (sc. καταλέξασθαι); ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε (sc. εἶναι) Il.1.119:—rare in Att., ἔοικεν νέῳ.. ὀργὴν ὑποφέρειν Pl.Lg.879c.
IV part. ἐοικώς, εἰκώς, Ion. οἰκώς, υῖα, ός,
1 seeming like, like, Il.3.449, etc.:—the longer form is found in Att. Prose, φόβος οὐδενὶ ἐοικώς Th.7.71; εἰκώς A.Ag.760 (lyr.), Ch.560, E.Cyc.376, Ar.V.1321.
2 fitting, seemly, μῦθοί γε ἐοικότες... ὧδε ἐοικότα μυθήσασθαι, Od.3.124,125, cf. 4.239; ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ 1.46; ἐϊκυῖαν ἄκοιτιν a suitable wife, 'a help meet for him', Il.9.399.
3 likely, probable, εἰκός ἐστι, = ἔοικε, S.El.659, 1488, etc.; esp. ὡς εἰκός, Ion. ὡς οἰκός, = ὡς ἔοικε, Hdt.1.45 (sc. ἦν), S.Ph.498, etc.; οἷον εἰκός Pl.R. 406c; καθάπερ εἰκός Id.Ti.24d; also ὡς τὸ εἰκός Id.Phd.67a, R.407d, etc.; οἱ εἰκότες λόγοι, μῦθοι, Id.Ti. 48d, 59c; ἀδύνατα εἰκότα plausible miracles, opp. δυνατὰ ἀπίθανα, Arist.Po.1460a27.
4 καὶ τὰ ἐοικότα and the like, αἶγες, αἴλουροι, καὶ τὰ ἐ. S.E.P.1.47, cf. 3.180; ἄρτιον, περιττόν, τέλειον, τὰ ἐ. Nicom. Ar.1.3.
5 neut. Subst. εἰκός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 891] perf. von εἴκω (Fεικ), ion. οἶκα, plusqpf. ἐῴκειν, Hom. auch ἐοίκεσαν, Il. 13, 102, partic. ἐοικώς, Hom. auch εἰοικυῖα, Il. 18, 418, u. ἐϊκυῖα, Il. 9, 399 (so richtig Bekker), εἰκώς, 21, 254, im Att. in der Bedtg sich ziemen die gewöhnl. Form, s. oben; ep. Form des perf. ἔϊκτον im dual., Od. 4, 27, wie im plusqpf. ἐΐκτην, Il. 1, 401. 21, 285 Od. 4, 662; ἔϊκτο Il. 23, 107, ἤϊκτο Od. 4, 796, plusqpf. pass., war gleich. – Attisch εἴξασι, = ἐοίκασι, Eur. I. A. 648 Hel. 504; Plat. Polit. 291 a u. öfter, u. Comic.; 1. Perf, ἔοιγμεν, Soph. Ai. 1218; Eur. Cycl. 99; – εἶκεν = ἔοικεν, Ar. Av. 1298; εἰκέναι = ἐοικέναι, Nub. 185 Eccl. 1161; Eur. Bacch. 1284; – fut. εἴξω, Ar. Nub. 1001. – 1) ähnlich sein, gleichen; ἀθανάτοισιν Od. 7, 209; μελαίνῃ Κηρί, er gleicht dem schwarzen Verderben, ist wie der Tod verhaßt, 17, 500; τινί τι, Jemandem worin, κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ 1, 208; δέμας βασιλῆϊ 20, 194; εἰς ὦπα ἔοικεν Il. 3, 158; ἄντα ἐῴκει 24, 630; ξένῳ Aesch. Ch. 553; χαρὰ ἔοικεν ἄλλῃ μῆκος οὐδὲν ἡδονῇ Soph. Ant. 389; in att. Prosa; τοῦτο δαιμονίᾳ ἔοικεν εὐεργεσίᾳ, sieht ihr ähnlich, ist einer göttlichen Wohlthat zuzuschreiben, Dem. 2, 1; ἔοικε σημαίνοντι, ὅτι, ist einem Andeutenden ähnlich, d. i. scheint anzudeuten, Plat. Crat. 437 a, vgl. Theaet. 209 e Prot. 361 b; ἔοικας τὴν εὐδαιμομίαν οἰομένῳ τρυφὴν εἶναι Xen. Mem. 1, 6, 10; so auch mit dem bloßen adj., ἔοικε τοῦτο ἀτόπῳ, ist dem Wunderlichen ähnlich, d. i. scheint wunderlich, Plat. Phaed. 62 c. So auch partic., gew. ἐοικώς, φόβος οὐδενὶ ἐοικώς, die keiner gleicht, sehr große Furcht, Thuc. 7, 71; λόγοι οὐδὲν εἰκότες τοῖς πράγμασιν, d. i. unwahr, Ar. Vesp. 1321. – 2) wonach aussehen, das Ansehen haben, scheinen; Pind., Tragg.; in Prosa, gew. mit dem inf., selten mit partic., ἔοικε κεκλημένη Plat. Crat. 408 b, öfter; ἔοικε κατάδηλον γενόμενον ἂν μᾶλλον, εἰ, es scheint, es wäre deutlicher geworden, 408 e; προθυσόμενος ἔοικε Ar. Th. 38; ἐοίκατε τυραννίσι μᾶλλον ἢ πολιτείαις ἡδόμενοι Xen. Hell. 6, 3, 8. Wie das lat. videri ist ἔοικα bei Attikern, bes. Plat., feinerer Ausdruck eines Schlusses, ὁ ἔλεγχος οὐδὲν ἔοικε, zeigt sich als nichtig, Gorg. 475 e; ἔοικε φιλία ἡ διὰ τὸ ἡδύ Arist. Eth. 8, 6. Häufig in Antworten, ἔοικε, ἔοικε γοῦν, so ist's, gut, Plat.; oft wo die größte Gewißheit ausgedrückt werden soll; eben so das so häufig parenthetisch vorkommende ὡς ἔοικε, was auch einen sichern Schluß andeutet. Zu merken ist Soph. Tr. 1226 ἀνὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν, οὐ νέμειν, für νέμει, vgl. 736. – Sp. brauchen es wie das lat. mihi videor; auch wie Luc. Chsr. 6 ἔοικα νῦν καταβήσεσθαι, ich gedenke hinabzusteigen. Vgl. aber auch ἔοικα θρηνεῖν μάτην Aesch. Ch. 926; ἔοικα πράξειν οὐδέν Eur. Hec. 813. – 31 geziemen, wohl anstehen; ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥστε θεῷ, es geziemt mir, vor dir zu singen, Od. 22, 548; ἔοικα κἀγὼ τοῖς ἀφιγμένοις ἴσα ξένοις ἐποικτείρειν σε Soph. Phil. 317, wo Herm. zu vergl.; sonst unpersönlich, ἔοικέ τινι, es ziemt sich für Einen, oder absolut, es gebührt sich, gew. mit der Negat., οὐκ ἔστ' οὐδὲ ἔοικε Il. 14, 212 Od. 8, 358; mit dem inf., Il. 4, 286; mit acc. c. inf. häufiger; νύκτα φυλάξεις εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικε, sc. καταλέξασθαι, Od. 22, 196. Selten in Prosa, ἔοικε νέῳ ῥᾳθύμως ὀργὴν ὑποφέρειν Plat. Legg. IX, 879 c; ἀπιέναι ἀπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε (eigtl. sieht ihm nicht ähnlich) Xen. An. 6, 3, 17. – So ist auch oft ὡς ἔοικε zu erklären. – Auch ἐοικώς, wie ἐοικότα καταλέξω Od. 4, 239; ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, er unterliegt dem gebührenden, verdienten Verderben, 1, 46; ἐϊκυῖα ἄκοιτις, die mir ansteht, angenehm ist, Il. 9, 399. Die Att. brauchen in dieser Bdtg fast immer εἰκώς, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. *εἴκω.
Russian (Dvoretsky)
ἔοικα: атт. εἶκα, ион. οἶκα [pf. к неупотреб. *εἴκω (part. ἐοικώς - атт. εἰκώς в знач. praes.; ppf. ἐῴκειν - атт. ᾔκειν в знач. impf.)
1 быть сходным, быть похожим, походить (τινί Hom., Trag., Plat., Arst.): τινὶ εἶδος ἔ. Hom. чертами (лицом) быть похожим на кого-л.; ἔοικε τοῦτ᾽ ἀτόπῳ Plat. это похоже на бессмыслицу;
2 иметь вид, казаться: ἐοίκατε ἡδόμενοι (v.l. ἡδομένοις) Xen. вы, кажется, довольны; impers. (ὡς) ἔοικε Xen., Plat., Arst. (как) кажется, повидимому; ὡς ἔοικας Soph. как видно по тебе; ἔοικα θρηνεῖν μάτην Aesch. я, видно, плачу напрасно; ἔοικα πράξειν οὐδέν Eur. я, вероятно, ничего не добьюсь;
3 быть к лицу, приличествовать, подобать: οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι Hom. не пристало тебе робеть; ὥς σε ἔοικεν Hom. как тебе (и) подобает; οὐδὲν ἔοικεν Hom. etc. не годится (это); οὐδενὶ καλῷ ἔοικε Xen. (это) не пристало ни одному порядочному человеку; см. тж. ἐοικώς;
4 pass. быть похожим, походить Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἔοικα: ας, ε, κτλ., πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω. Τοῦ ῥήματος τούτου ὁ Ὅμηρος ἔχει τὸ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατατικοῦ εἶκε, ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, ἔνθα ἐφάνη αὐτοῖς ἁρμόδιον τὸ μέρος νὰ ἐνεδρεύσωσι» Ἰλ. Σ. 520· μέλλων τις εἴξω, θὰ γείνω ὅμοιος, ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, καὶ ἀόρ. α΄ εἶξα ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σελ. 208· ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ πρκμ.: - Ἐκτὸς τῶν κοινῶν τύπων ἔοικα, ας, ε, κτλ., ἔχομεν παρ’ Ἐπικ. γ. δυϊκ. ἔϊκτον ἀντὶ ἐοίκατον, Ὀδ. Δ. 27, μετοχ. εἰοικυῖαι Ἰλ. Σ. 418· α΄ πληθ. ἔοιγμεν Σοφ. Αἴ. 1239, Εὐρ. Κύκλ. 99· γ΄ πληθ. εἴξασι, ὁ αὐτὸς Ἑλ. 497, Ἀριστοφ. Ὄρν. 96, Πλάτ. Πολιτικ. 291Α, Σοφιστ. 230Α, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, ἐν «Συμμαχίᾳ» 2, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 8· ἀπαρ. εἰκέναι Εὐρ. Ἀποσπ. 167, Ἀριστοφ. Νεφ. 185 (πρβλ. προσέοικα), μετοχ. εἰκώς, ἥτις εἶνε ἐν χρήσει καὶ ἐν Ἰλ. Φ. 254, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν τύπον ἐϊκώς, τῷ ἐϊκὼς, ἤϊξεν, ἴδε ἐν λ. εἰκός: - Ἰων. ἀλλ’ οὐχὶ Ἐπικ. οἶκα, ας, ε, Ἡρόδ. 4. 82., 5. 20, 106, μετοχ. οἰκὼς ὁ αὐτ.: - Ὑπερσ. ἐῴκειν, εις, ει, Ὅμ., κλ., γ΄. πληθ. ἐῴκεσαν, Θουκ. 7. 75, κλ., Ἐπικ. ἐοίκεσαν Ἰλ. Ν. 102· Ἐπικ, γ΄. δυϊκ. ἐΐκτην ἀντὶ ἐῳκείτην Α. 104. Ὀδ. Δ. 662· Ἀττ. τις τύπος ᾔκειν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1298 (ὡς διωρθώθη ἐκ τοῦ Σχολιαστοῦ): - ἀπαντῶσιν ὡσαύτως παθητ. τύποι μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, γ΄ ἑν. πρκμ. ἤϊκται, Νικ. Θηρ. 658 (πρβλ. προσέοικα)· Ὑπερσ. ἤϊκτο, τετράκις ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἄνευ αὐξήσ. ἔϊκτο Ἰλ. Ψ. 107. (Τὰ Ὁμηρικὰ παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ἡ ῥίζα πρέπει νὰ εἶχεν ὡς γράμμα σύμφωνον, καὶ ἐπειδὴ οὐδεὶς τύπος ἐν ταῖς συγγενέσι γλώσσαις δεικνύει ἴχνος τι τοῦ δίγαμμα, ὁ Κούρτιος συμπεραίνει ὅτι ἡ ῥίζα δὲν ἦτο ϜΙΚ, ἀλλὰ πιθανῶς ΔΙΚ ἢ DΥΙΚ, δηλαδὴ ἡ ῥίζα τοῦ δείκνυμι· καὶ ὅτι ἡ Ὁμηρ. λέξις ἦτο yéyοικα). Ι. εἶμαι ὅμοιος, φαίνομαι ὅμοιος, τινι Ὅμ., κτλ.· Μαχάονι πάντε ἔοικε Ἰλ. Λ. 612· κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ Ὀδ. Α. 208· οὕτως εἶδός τε μέγεθός τε, δέμας, πάντα, κτλ., Ὅμ.: γίνεται ἐμφαντικώτερον διὰ τῶν φράσεων, εἰς ὦπα ἔοικεν, ἄντα ἐῴκει, ἄγχιστα ἐῴκει Ἰλ. Γ. 158, Ω. 630, κ. ἀλλ.· μελαίνῃ Κηρὶ ἔοικεν, ὁμοιάζει μὲ τὸν μαῦρον θάνατον, Ὀδ. Ρ. 500: - ὡσαύτως μετὰ μετοχ., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην, «ἀεὶ γὰρ ἐοίκεσαν ἐπιβησομένοις τοῦ ὀχήματος» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 379· ἔοικε σημαίνοντι ὅτι, φαίνεται ὡς σημαῖνον ὅτι, Πλάτ. Κρατ. 437Α· ἔοικε σπεύδοντι, φαίνεται ὡς σπεύδων, Πρωτ. 361Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 10., 4. 3, 8· καὶ ἄνευ μετοχ., ἔοικε τοῦτ’ ἀτόπῳ· τοῦτο φαίνεται ὡς ἄτοπον, Πλατ. Φαῖδρ. 62D: ἡ σημασία τοῦ φαίνομαι ὅμοιός τινι ἀπαντᾷ καὶ παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν τῇ μετοχ. εἰκώς, σφετέρᾳ δ’ εἰκότα γέννᾳ Ἀγ. 760· ξένῳ γὰρ εἰκὼς Χο. 560. ΙΙ. ἔοικα μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ Λατ. videre, ἐν φράσεσιν ἃς ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκφέρομεν ἀπροσώπως, ἔοικα δέ τοι παραείδειν, ὥστε θεῷ, μοὶ φαίνεται ὅτι ᾄδω εἰς σὲ ὡς εἰς θεόν, Ὀδ. Χ. 348· χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971, πρβλ. 984· ἔοικα θρηνεῖν μάτην ὁ αὐτὸς Χο. 925, πρβλ. 730· ἔοικ’ ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινὰς προβάλλων ἀρτίως οὐκ εἰδέναι Σοφ. Ο. Τ. 744· ἔοικα... ἐποικτείρειν σε ὁ αὐτὸς ἐν Φιλ. 317· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., θέλξειν μ’ ἔοικας Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· ἔοικα θεσπιῳδήσειν, ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1161· κτενεῖν ἔοικας, ὁ αὐτὸς ἐν Χο. 922· τὸν ἄνδρα ἔοικεν ὕπνος ἕξειν Σοφ. Φιλ. 821. πρβλ. 911, Εὐρ. Ἑκ. 813, πρβλ. Κύκλ. 99· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., πικροὺς ἔοιγμεν... ἀγῶνας κηρῦξαι, φαίνεται ὅτι ἐκηρύξαμεν πικροὺς ἀγῶνας, Σοφ. Αἴ. 1239· - σπαν. μετὰ μετοχ., ἔοικε κεκλημένη Πλάτ. Κρατ. 419C· ἐοίκατε ἡδόμενοι Ξεν. Ἑλλην. 6. 3, 8· ἀλλ’ ὁ Heind καὶ ὁ Cobet προτιμῶσι κεκλημένῃ ἡδομένοις, ὡς ἀνωτ. Ι. 2) ἀπροσώπ., ἔοικε, φαίνεται· ὡς ἔοικε, ὡς φαίνεται, δεδογμέν’, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν Σοφ. Ἀντ. 576· ὅδ’, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ αὐτόθι 740, Ἠλ. 772, 1341, Εὐρ., Θουκ., κλ.· - ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 551, τό μοι ἀνήκει εἰς τὸ τόδ’ ἔργον, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· τὸ ὡς ἔοικε, μεταχειρίζεται πολλάκις ὁ Πλάτων ὅπως κολάσῃ τὸ λίαν ὁριστικὸν φράσεώς τινος, ἄπειμι δέ, ὡς ἔοικε, τήμερον Φαίδων 61Β· ᾐνίξατο ἄρα,... ὡς ἔοικεν, ὁ Σιμωνίδης ποιητικῶς τὸ δίκαιον ὃ εἴη, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 332Β, κτλ. ἐν ἀποκρίσει τὸ ἔοικεν = οὕτω φαίνεται, Πολ. 334Α, 346C, κ. ἀλλ. 3) ὡσαύτως προσωπικ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ὡς ἔοικας Σοφ. Ἠλ. 516, Τρ. 1241, ὡς εἴξασι Εὐρ. Ἠλ. 497. ΙΙΙ. σχεδὸν ἀεὶ ἀπροσώπως, προσήκει, πρέπει, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητ. ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφ., οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358· οὐ γὰρ ἔοικ’ ὀτρυνέμεν Ἰλ. Δ. 286· συχν. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὅμ.· ἐν δὲ τῷ ἐν Ὀδ. Χ. 196 χωρίῳ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν, πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ τὸ ἀπαρέμφ., καταλέξασθαι· οὕτω, καὶ ἐν τῇ φράσει, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε, ἐξυπακουστέον τὸ εἶναι, Ἰλ. Α. 119· ἡ χρῆσις αὕτη εἶνε σπανία παρ’ Ἀττ. ὡς ἐν Πλάτ. Νόμοις 879C. IV. μετοχ. ἐοικώς, εἰκώς, καὶ Ἰων. οἰκώς, υῖα, ός, 1) φαινόμενος ὅμοιος, ὁμοιάζων, συχν. παρ’ Ὁμ.: ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὸν μακρότερον τύπον οἷον, φόβος οὐδενὶ ἐοικὼς Θουκ. 7. 71· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ εἰκὼς Αἰσχύλ. Ἀγ. 760, Χο. 560, Εὐρ. Κύκλ. 376, Ἀριστοφ. Σφ. 1321. 2) ἀρμόδιος, ἁρμόζων, κατάλληλος, μῦθοί γε ἐοικότες... ὧδε ἐοικότατα μυθήσασθαι Ὀδ. Γ. 124, 125· ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Ὀδ. Α. 46· εἰκυῖα ἄκοιτις, κατάλληλος σύζυγος, Ἰλ. Ι. 399, πρβλ. Ὀδ. Δ. 239: - οὕτω παρ’ Ἀττ., ἔλλογος, εὔλογος, λογικός, οἱ εἰκότες λόγοι, μῦθοι Πλάτ. Τίμ. 48D, 59C, κτλ. 3) πιθανόν. εἰκός ἐστι ἀντὶ τοῦ ἔοικε, Σοφ. Ἠλ. 659, 1488, κτλ.: μάλιστα, ὡς εἰκός, Ἰων. ὡς οἰκός, ἀντὶ τοῦ ὡς ἔοικε, Ἡρόδ. 1. 45, Σοφ. Φιλ. 498, κτλ.· οἷον εἰκὸς Πλάτ. Πολ. 406D· καθάπερ εἰκὸς ὁ αὐτὸς, Τίμ. 24D· ὡσαύτως, ὡς τὸ εἰκός, ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδωνι 67Α, Πολ. 407D, κτλ. 4) καὶ τὰ ἐοικότα, καὶ τὰ ὅμοια, αἶγες αἴλουροι, καὶ τὰ ἐοικότα Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1 47., 3. 180. 5) περὶ τοῦ οὐδ. εἰκός, ὅπερ κατέστη οὐσιαστ. ἴδε τὴν λέξιν.
English (Autenrieth)
(ϝέϝοικα), 3 du. ἔικτον, part. ἐοικώς, εἰκώς, fem. εἰκυῖα, ἐικυῖα, ἰκυῖα, pl. εἰοικυῖαι, plup. ἐῴκειν, du. ἐίκτην, 3 pl. ἐοίκεσαν, also ἔικτο, ἤικτο (an ipf. εἶκε, Il. 18.520, is by some referred here, by others to εἴκω): (1) be like, resemble, τινί (τι), ἄντα, εἰς ὦπα, Od. 1.208, Ω, Il. 3.158; ‘I seem to be singing in the presence of a god when I sing by thee’ (ἔοικα = videor mihi), Od. 22.348. —(2) impers., be fitting, suitable, be- seem; abs., οὐδὲ ϝέϝοικεν, Il. 1.119, and w. dat. of person, Il. 9.70, also w. acc. and inf., Il. 2.190; freq. the part. as adj., μῦθοι ἐοικότες, Od. 3.124; ἐοικότα μῦθήσασθαι, καταλέξαι, γ 12, Od. 4.239.
English (Slater)
ἔοικα (ἔοικε(ν); εἰκώς, -ότ(α), εἰκός nom., ἐοικότ(α) nom., acc.)
1 seem (videor) τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι i. e. I believe I have (O. 13.102)
2 impersonal, it befits, is fitting
a c. inf. only. ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6.
b c. acc. & inf. ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν (N. 4.32)
c c. dat. & inf. ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῆσαι (I. 1.52)
3 part., ἐοικώς, fitting
a ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά (O. 1.35) παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (O. 4.27) τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ' ἀνὴρ (P. 2.29) χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν θναταῖς φρασίν (P. 3.59) ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι (N. 2.10) εἰ δ' ἐὼν καλὸς ἔρδων τ ἐοικότα μορφᾷ ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφάνεος (N. 3.19) τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (N. 7.58) μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων (I. 5.24)
b likely, probable ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (P. 1.34)
c like, similar to c. dat. τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (sc. Μέλισσος) (I. 4.45)
Greek Monolingual
ἔοικα (Α)
1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.)
2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ' ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.)
3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», Ομ. Ιλ.)
4. μού φαίνεται, νομίζω («ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», Ομ. Οδ.)
5. απρόσ. ἔοικε
α) φρ. «ὡς ἔοικε» — καθώς φαίνεται
β) (σε απάντηση) ἔοικε
έτσι φαίνεται, φαίνεται πως έτσι έχει το πράγμα
6. αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», Ξεν.)
7. (μτχ.) ἐοικώς, -υῑα, -ός και εἰκώς, υῖα, -ός
α) όμοιος με κάποιον
β) κατάλληλος
γ) εύλογος
δ) πιθανός
ε) φρ. «ὡς εἰκός» — καθώς φαίνεται.
επίρρ...
ἐοικότως και εἰκότως (Α)
1. όμοια, ανάλογα με κάποιον ή κάτι
2. εύλογα, όπως αναμενόταν
3. δίκαια
4. στο τέλος της προτάσεως για έμφαση («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῖ εἶναι, εἰκότως», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έοικα, αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα είκω, προερχόμενος από τ. Fε-Fοικ-α, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας weik- «αληθεύω, ομοιάζω» (πρβλ. κυπρ. Fεικόνα < εικών), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. εοικώς, όπως και το απρμφ. παρακμ. εοικέναι. Ο υπερσ. εφκει (< (ε)- Fε-Fοικ-ει) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (Fωκ-), ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα (Fικ-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού έϊκτον (< Fε-Fικ-τον), στη μτχ. παρακμ. εικώς (< Fε-Fικ-Fώς), όπως επίσης και στον «ποιητικό» ενεστώτα εισκω «παρομοιάζω, συγκρίνω» (< Fε-Fικσκω), ο οποίος μαρτυρείται στον Όμηρο και στη Σαπφώ, όπου απαντά και τ. ίσκω «καθιστώ κάτι παρόμοια
μαντεύω». Τέλος, οι ιων. τ. οίκα, οίκασι, οικώς είτε είναι προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του έοικα είτε είναι απλώς μη διπλασιασμένοι τύποι].
Greek Monotonic
ἔοικα: -ας, -ε, παρακ. με ενεστ. σημασία, μοιάζω (από το εἴκω, από το οποίο έχουμε και γʹ ενικ. παρατ. εἶκε, φάνηκε καλό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλ., εἴξω, θα γίνω όμοιος, σε Αριστοφ.).· εκτός από τους κοινούς τύπους ἔοικα, -ας, -ε, έχουμε Επικ. γʹ δυϊκ. ἔϊκτον αντί ἐοίκατον, αʹ πληθ. ἔοιγμεν, γʹ πληθ. εἴξασι· απαρ. εἰκέναι, μτχ. εἰκώς· — Ιων., οἶκα, μτχ. οἰκῶς, υπερσ. ἐῴκειν, -εις, -ει· γʹ πληθ. ἐῴκεσαν, Επικ. ἐοίκεσαν· Επικ. γʹ δυϊκ. ἐΐκτην αντί ἐῳκείτην· υπερσ. ἤϊκτο· ἔϊκτο·
I. είμαι όμοιος, φαίνομαι όμοιος, τινι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., εκεί που χρησιμ. απαρ., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην, έδειχναν πάντα έτοιμοι να επιβιβαστούν πάνω στο άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔοικε σπεύδοντι, φαίνεται ανήσυχος, ανυπόμονος, σε Πλάτ.
II. 1. μοιάζει, είναι πιθανό· με απαρ., σε φράσεις που αποδίδουμε τρέποντας το ρήμα σε απρόσωπο, όπως στο Λατ. videro videre, μου φαίνεται, νομίζω, βλέπω, χλιδᾶν ἔοικας, μου φαίνεται, νομίζω ότι είσαι αβρός, τρυφηλός, πολυτελής, σε Αισχύλ.· ἔοικα οὐκ εἰδέναι, σε Σοφ.
2. απρόσ., ἔοικε, φαίνεται· ὡς ἔοικε, όπως φαίνεται, στον ίδ. κ.λπ.· ὡς ἔοικε, χρησιμ. για να προσδιοριστεί ένας ισχυρισμός, πιθανόν, πιστεύω, θεωρώ, πρέπει, με δοτ. προσ., σε Ξεν.
3. απρόσ. ἔοικε, είναι ταιριαστό, είναι ορθό, σωστό, είναι αποδεκτό, παραδεκτό, είναι λογικό, κυρίως με αρνητ. και ακολουθ. από απαρ., οὐκ ἔστ', οὐδὲ ἔοικε, ἀρνήσασθαι, δεν είναι δυνατόν, ούτε και παραδεκτό να αρνείσαι, σε Όμηρ.
IV. μτχ. ἐοικώς, εἰκώς, Ιων. οἰκώς, -υῖα, -ός.
1. αυτός που φαίνεται όμοιος, αυτός που μοιάζει, στον ίδ. κ.λπ.
2. ταιριαστός, αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος, στον ίδ.
3. πιθανός, ενδεχόμενος, εἰκός ἐστι αντί ἔοικε, σε Σοφ.· επίσης ὡς εἰκός, Ιων. ὡς οἰκός, αντί ὡς ἔοικε, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: resemble (Il.); s. Chantraine Gramm. hom. 1, 424f., 479f., Schwyzer 769, 773, 541.
Other forms: ep. du. ἔϊκτον, Att. pl. ἐοίκαμεν, pret. sg. ἐῴκειν, ep. du. ἐΐκτην, Att. pl. ἐῴκεσαν, med. ep. ἔϊκτο, ἤϊκτο, ptc. εἰκώς (Φ 254, Att.) beside ἐοικώς (for *Ϝε-Ϝικ-Ϝώς after ἔοικα? Leumann Celtica 3, 241ff.), f. ἐϊκυῖα, n. εἰκός; οἶκα, οἰκώς (Hdt.)
Compounds: Also with prefix ἐπ-, ἀπ-έοικα a. o.
Derivatives: Innovation factitive εἰκάζω (s. v.) and ἐΐσκω (Il., only present-stem, ipf. ἴσκε(ν), ptc. ἴσκοντ-) make equal, compare, suppose.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1129] *u̯eik- be fitting?
Etymology: The old intransitive perfect ἔοικα (from where through hyphaeresis οἶκα etc.; diff. Schwyzer 766f.) continues, as is shown by the metre (Chantraine 1, 129), *Ϝέ-Ϝοικ-α, du. *Ϝέ-Ϝικ-τον, plusquamperf. *(ἐ-)Ϝε-Ϝοίκ-ει (> ἐῴκει; Debrunner Mus. Helv. 2, 199); innovations were *Ϝε-Ϝίκ-σκ-ω (> ἐΐσκω), *Ϝε-Ϝικ-άζω > ἐϊκάζω, εἰκάζω (diff. Schwyzer 298 with Schulze KZ 43, 185). A form without reduplication *Ϝικ-σκ-ω is supposed in ἴσκε(ν), ἴσκοντ' (e. g. Schwyzer 708; Chantraine 317). No reduplication in (Ϝ)εικών (s. v.); for εἰκώς however is beside Ϝεικ- (Schwyzer 541, 767; thus also s. εἰκών) also *Ϝε-Ϝικ-Ϝώς (s. above) possible. On εἴκελος s. ἴκελος; on ἐπιεικής s. v. - No certain cognate. The comparison with the Baltic root Lith. į-vỹkti occur, happen, get real, pa-véikslas example etc. is doubtful.
Middle Liddell
[from εἴκω, of which we have 3rd sg. imperf. εἶκε, it seemed good, Il.; fut. εἴξω, will be like, Ar.] [perf. with pres. sense
to be like:
I. to be like, look like, τινι Hom., etc.:—with the part., where we use the inf., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην seemed always just about to set foot upon the chariot, Il.; ἔοικε σπεύδοντι seems anxious, Plat.
II. to seem likely, c. inf., in phrases which we render by making the Verb impersonal, as in the Lat. videor videre, methinks I see, χλιδᾶν ἔοικας methinks thou art delicate, Aesch.; ἔοικα οὐκ εἰδέναι Soph.
2. impers., ἔοικε it seems; ὡς ἔοικε as it seems, Soph., etc.; ὡς ἔοικε used to modify a statement, probably, I believe, Plat.:—so also personal, ὡς ἔοικας Soph.
III. to beseem, befit, c. dat. pers., Xen.
2. impers., ἔοικε it is fitting, right, seemly, reasonable, mostly with a negat. and foll. by inf., οὐκ ἔστ', οὐδὲ ἔοικε, ἀρνήσασθαι it is not possible, nor is it seemly, to deny, Hom.
IV. part. ἐοικώς, εἰκώς, ionic οἰκώς, υῖα, ός,
1. seeming like, like, Hom., etc.
2. fitting, seemly, meet, Hom.
3. likely, probable, εἰκός ἐστι, for ἔοικε, Soph.; also ὡς εἰκός, ionic ὡς οἰκός, for ὡς ἔοικε, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἔοικα: (seit Il.),
{éoika}
Forms: ep. du. ἔϊκτον, att. pl. ἐοίκαμεν, Prät. sg. ἐῴκειν, ep. du. ἐΐκτην, att. pl. ἐῴκεσαν, Med. ep. ἔϊκτο, ἤϊκτο, Ptz. εἰκώς (Φ 254, att.) neben ἐοικώς (für *ϝεϝικϝώς nach ἔοικα? Leumann Celtica 3, 241ff.), f. ἐϊκυῖα, n. εἰκός; οἶκα, οἰκώς (Hdt.)
Grammar: v.
Meaning: ähnlich sein, gleichen; weitere Formen bei Chantraine Gramm. hom. 1, 424f., 479f., Schwyzer 769, 773, 541.
Composita: Auch mit Präfix ἐπ-, ἀπέοικα u. a.
Derivative: Dazu als Neubildung die faktitiven εἰκάζω (s. d.) und ἐΐσκω (ep. poet. seit Il., nur Präsensstamm, Ipf. ἴσκε(ν), Ptz. ἴσκοντ-) gleich machen, finden, vergleichen, vermuten.
Etymology: Das alte intransitive Perfekt ἔοικα (woraus durch Hyphärese οἶκα usw.; anders Schwyzer 766f.) geht, wie schon aus dem Metrum erhellt (Chantraine 1, 129), auf *ϝέϝοικα, du. *ϝέϝικτον, Plusquamperf. *(ἐ-)ϝεϝοίκει (> ἐῴκει; Debrunner Mus. Helv. 2, 199) zurück; dazu wurden *ϝεϝίκσκω (> ἐΐσκω), *ϝεϝικάζω > ἐϊκάζω, εἰκάζω neugebildet (anders über ἐΐσκω, schwerlich richtig, Schwyzer 298 mit Schulze KZ 43, 185). Ein reduplikationsloses *ϝικσκω wird in ἴσκε(ν), ἴσκοντ’ vermutet (z. B. Schwyzer 708); daneben auch mit Prothese *ἐϝίσκω ι 321 usw.? (Chantraine 317). Ohne Reduplikation ist jedenfalls (ϝ)εικών (s. d.); für εἰκώς kommt dagegen neben ϝεικ- (Schwyzer 541, 767; so auch s. εἰκών) auch *ϝεϝικϝώς (s. oben) ernstlich in Betracht. Zu εἴκελος s. ἴκελος; zu ἐπιεικής s. bes. — Eine sichere außergriechische Entsprechung von ἔοικα usw. fehlt. Der Vergleich mit der baltischen Sippe lit. į-vỹkti eintreffen, zutreffen, wahr werden, pa-véikslas Beispiel usw. ist sehr fraglich; s. WP. 1, 233 m. Lit.
Page 1,530
Chinese
原文音譯:e‡kw 誒可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:模擬
字義溯源:相似*,好像,就像,像;或源自(εἴκω)=情願軟弱,容讓*)
同源字:1) (ἔοικα)相似 2) (εἰκών)相像 3) (ἐπιείκεια)適當 4) (ἐπιεικής)適當的
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 好像(1) 雅1:23;
2) 就像(1) 雅1:6
Lexicon Thucydideum
similem esse, to be like, 3.38.7, 7.71.2, 7.75.5,
ut videtur, as it seems, 1.77.4.
Translations
probably
Arabic: مِن اَلْمُحْتَمَل, رُبَّمَا; Hijazi Arabic: على الأغلب, مُحتمل; Moroccan Arabic: وقيل; Armenian: հավանաբար; Azerbaijani: yəqin; Basque: seguraski; Belarusian: верагодна, напэўна; Bulgarian: вероятно; Catalan: probablement; Chinese Mandarin: 大概, 或許, 或许; Czech: pravděpodobně, asi, spíš, spíše; Danish: sandsynligvis; Dutch: waarschijnlijk; Esperanto: verŝajne, kredeble; Finnish: todennäköisesti, luultavasti; French: probablement, sans doute, sûrement; Georgian: ალბათ; German: wahrscheinlich, glaublich; Greek: πιθανώς, μάλλον; Ancient Greek: εἰκότως, ἐκ τοῦ εἰκότος, ἐναλήθως, ἔοικα, ἐοικότως, ἐπιεικέως, ἐπιεικῶς, ἦπου, ἴσως, κατὰ τὸ εἰκός, οἰκότως, ποθι, ποθί, πρὸς τὸ ἐπιεικές, τάχα, ὡς τὸ εἰκός; Hebrew: כנראה; Hungarian: valószínűleg; Icelandic: líklega, sennilega; Ido: probable; Indonesian: mungkin, kemungkinan; Interlingua: probabilemente; Irish: is dócha; Italian: probabilmente; Japanese: 多分, 十中八九, 恐らく; Khmer: មុខជា; Korean: 아마; Kurdish Central Kurdish: لەوانەیە; Latin: probabiliter, fortasse, fortassis; Latvian: droši vien; Macedonian: веројатно; Malay: barangkali; Maori: puano; Norwegian Bokmål: antakeligvis, trolig, sannsynlig; Polish: prawdopodobnie, przypuszczalnie, chyba; Portuguese: provavelmente; Romanian: probabil; Russian: вероятно, наверно; Serbo-Croatian Cyrillic: вероватно / вјероватно, веројатно / вјеројатно; Roman: verovatno / vjerovatno, verojatno / vjerojatno; Slovak: pravdepodobne; Slovene: verjetno; Spanish: probablemente, seguro, sin duda, seguramente; Swedish: nog, sannolikt, troligen, antagligen, förmodligen, troligtvis; Tagalog: baká; Thai: ท่าจะ; Turkish: muhtemelen, her halde; Ukrainian: певно, імові́рно / ймові́рно; Vietnamese: có lẽ, có thể; Volapük: luveratiko; Walloon: dandjreus, probåbe, azår; Yiddish: מסתּמא; Yup'ik: -yugnarqe; Zazaki: teqez, mı het ke, muhtemelen