κατάστασις
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
-εως, ἡ,
I trans., settlement, establishment, institution, χορῶν A.Ag.23, cf. Ar. Th.958; πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κατάστασις πρώτη D.18.188; αὕτη ἡ κατάστασις τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R.557a; ἐπιτροπῆς κατάστασις constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κατάστασις their ordinance, decree, E.Ph.1266.
2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R.414a, 425d; τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2, etc.; αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg.768d.
b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).
3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.
4 κατάστασις ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.
5 pleading of a case, τὰ πρὸς τὴν κατάστασιν δικαιώματα PPetr.3p.55 (iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.; αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al.1438a2; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.
6 settling, quieting, calming, εἰς ἠρεμίαν καὶ κατάστασιν ἐλθεῖν Arist.Ph.247b27; ἔστω πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμισις (ἠρέμησις codd.) ὀργῆς Id.Rh.1380a8; πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def.412d; κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).
7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb.46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κατάστασιν ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib.42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh.1369b34.
8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.
II intr., standing firm, settled condition, fixedness, κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj.1247.
2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κατάστασις so is the condition of man, Hdt.2.173; ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83; ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr.495; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20; αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15; ἀέρος Thphr.HP8.8.7; λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b; θαυμαστή τις εὐδίας κατάστασις Luc.Halc.4; κατάστασις τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4; κατάστασις ὀμμάτων, κατάστασις προσώπου, E.Med.1197, Plu.2.260c; κ. κακῶν E.Hipp.1296; νυκτὸς ἐν καταστάσει in the stillness of night, Id.Rh.111; ἐν τοιαύτῃ καταστάσει τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr.205; τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R.547b; οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA601b7; equiv. to διάθεσις, Id.Rh.1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κατάστασιν the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.
3 settled order or method, system, ἀπὸ φύσιος καὶ καταστάσιός τινος ἀρχαίης Democr.278; especially of political constitutions, ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173; Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92.β; ἡ κατάστασις τῆς πόλεως Pl.R.426c; κατάστασις πολιτείας Id.Lg.832d, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ… τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R.550c; ἡ παροῦσα κατάστασις Isoc.3.55, cf. 26, Arist.Pol.1292a35; τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741 (Aphrodisias); ἡ πρώτη κατάστασις τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b.
4 position of troops in battle, Plb.2.68.9.
5 Gramm., construction, ἡ δέουσα κατάστασις A.D. Synt.132.3 (but τῆς καταστάσεως οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, 1) trans., das Hinstellen, Festsetzen, anordnen; χορῶν Aesch. Ag. 23, wie Ar. Thesm. 958; Einsetzung, Bestallung zu einem Amte, ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Plat. Rep. III, 414 a, δικαστῶν IV, 425 d, ἀρχῶν Legg. V, 735 a; Arist. pol. 4, 15 u. öfter; αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. Legg. VI, 768 d; absol., μετὰ τὴν κατάστασιν θύσας τοῖς θεοῖς, nach Antritt des Amtes, Pol. 3, 88, 7. – In Athen noch bes. die Wahl eines Bürgers zum Reiterdienst, und das ihm aus der Staatskasse zur Ausrüstung gegebene Geld, κατάστασιν ἀναπράττεσθαι Lys. 16, 6, παραλαβεῖν ibd. 7; vgl. Harpocr. u. Herm. griech. Staatsalterth. §. 152; für den Sold der Ritter in Friedenszeit nimmt es Böckh Staatshaush. I p. 269; B. A. 270, 33 steht ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῶν ἱππέων δοκιμασία κατάστασις ἐλέγετο. – Einführung fremder Gesandten in die Volksversammlung, Hdn. 3, 46. 8, 141. 9, 9; – ἐγγυητῶν, das Bürgenstellen, Dem. 24, 103; – das An-, Auf-, Zurückhalten, Unterdrücken, Hemmen, Stillen, Hippocr.; ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Arist. rhet. 2, 3; vgl. Plat. defin. 412 d. – Bei den Rednern constitutio causae. – 2) intrans., Zustand, Beschaffenheit, Stand u. Lage der Dinge; νυκτὸς ἐν καταστάσει, zur Nachtzeit, Eur. Rhes. 111; ἐχρᾶτο δὲ καταστάσει πρηγμάτων τοιῇδε Her. 2, 173; ὅσα ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται 8, 83; τοιαύτης καταστάσεως ἐπιθυμεῖν Isocr. 4, 115; τὴν ὑπάρχουσαν περὶ Μακεδόνας τότε καὶ τοὺς Ἕλληνας κατάστασιν, die Lage u. Verhältnisse der Macedonier u. Griechen, Pol. 2, 71, 2; Staatsverfassung, πόλιος Her. 5, 92; πολιτείας Plat. Legg. VIII, 832 d; πόλεως Rep. IV, 426 c; Xen. Hell. 2, 3, 17; ἡλικίας Hyperid. Stob. fl. 74, 33. – Von Krankheitszuständen, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
A. I. action d'établir, d'où
1 action d'établir, d'installer, d'instituer : τινος qqn ou qch (des magistrats, des danses, etc.);
2 indemnité d'équipement aux cavaliers, à Athènes;
3 présentation des ambassadeurs dans l'assemblée du peuple;
II. action d'arrêter, d'où
1 action de réprimer, de contenir (la colère, la passion, etc.);
2 action de restaurer, de ramener à l'état normal;
B. I. action de se maintenir, fermeté, fixité : νόμου SOPH de la loi;
II. état, condition, nature :
1 au sens phys. κατάστασις ἀνθρώπου HDT condition d'homme;
2 au sens mor. état, condition de l'âme;
3 au sens polit. κατάστασις δημοκρατίας PLAT caractère de la démocratie;
III. manière d'être ou de se tenir, constitution, système, méthode : κατάστασις πόλιος HDT constitution d'une cité.
Étymologie: καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάστασις -εως, ἡ [καθίστημι, καθίσταμαι] met bet. afgeleid van καθίστημι het neerzetten:. χορῶν κατάστασιν het opstellen van koren Aeschl. Ag. 23. het aanstellen:; κ. τῶν ἀρχόντων aanstelling van magistraten Plat. Resp. 414a; het instellen:; κ. τῆς δημοκρατίας instelling van de democratie Plat. Resp. 557a; milit., spec. in Athene, geld bij werving van militairen soldij:. τὰς καταστάσεις ἀναπράττειν παρ’ αὐτῶν hun soldij bij hen terugvorderen Lys. 16.6. pregn. het in een bepaalde toestand brengen, het in orde brengen, het regelen:; κ. δαιμόνων beschikking van de goden Eur. Phoen. 1266; geneesk. het zetten (van botten). met bet. afgeleid van καθίσταμαι het staan:. ὑγρῶν κατάστασις opeenhoping van vocht Hp. Vict. I.33. het aantreden, het zich presenteren:. οἱ δέ σφι τῇ πρώτῃ καταστάσι ὑπεκρίναντο zij antwoordden hun bij hun eerste optreden Hdt. 3.46.1. toestand, gesteldheid:; οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. zo is de situatie van de mens Hdt. 2.173.4; ὀμμάτων κατάστασις stand van de ogen Eur. Med. 1197; aard:; αἱ καταστάσιες τοῦ ἐνιαυτοῦ de weersgesteldheden van het jaar Hp. Aph. 3.15; stand van zaken:; ἡ παροῦσα κ. de huidige situatie Isocr. 3.55; geneesk. gezondheidstoestand; politiek inrichting, systeem:. ἦν πόλιος κατάστασις τοιήδε de staatsinrichting was als volgt Hdt. 5.92.β1; οὐκ ἂν ποτε κατάστασις γένοιτ’ ἂν οὐδένος νόμου er zou geen enkele gevestigde wetsorde kunnen ontstaan Soph. Ai. 1247. herstel, kalmering:. πραγμάτων... κ. πρώτη eerste herstel van de situatie Dem. 18.188; ἔστω δὴ πράϋσις κατάστασις... ὀργῆς laten we ‘kalmeren’ definiëren als het tot rust komen van boosheid Aristot. Rh. 1380a.
Russian (Dvoretsky)
κατάστᾰσις: εως ἡ
1 установление, учреждение, устроение (χορῶν Aesch.);
2 назначение или избрание (τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, δικαστῶν Plat.; τῶν βασιλέων Plut.): αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. назначения на другие руководящие посты; μετὰ τὴν κατάστασιν Polyb. после вступления в должность;
3 постановление, решение (δαιμόνων Eur.);
4 прием послов, аудиенция: τῇ προτεραίῃ τῆς ὑστάτης καταστάσιος Her. накануне последней аудиенции;
5 юр. представление (суду) (ἐγγυητῶν Dem.); предъявление (ἐμφανῶν Dem.);
6 успокаивание, останавливание (τῆς ὀργῆς Plat., Arst.);
7 спокойствие, покой (εἰς κατάστασιν ἐλθεῖν, μετὰ συννοίας καὶ καταστάσεως Arst.);
8 восстановление: ἐν τῇ καταστάσει ἢ τῇ διαφθορᾷ Plat. в процессе восстановления или распада; κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arst. восстановление естественного состояния;
9 нормальное душевное состояние; ἐν καταστάσει Sext. (находясь) в здравом уме;
10 постоянство, устойчивость, твердость (νόμου Soph.);
11 положение, состояние, свойство (φύσεως Arst.; ἀνθρώπου φύσις καὶ κ. Her.): ἡ ὑπάρχουσα περὶ Μακεδόνας κ. Polyb. положение македонян; θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc. замечательно ясная погода; νυκτὸς ἐν καταστάσει Eur. ночною порой; οὐκ ὀμμάτων δῆλος ἦν κ. Eur. (ее) глаз нельзя было узнать;
12 степень, характер (κακῶν Eur.);
13 устройство, организация (τῆς δημοκρατίας, πολιτείας Plat.);
14 (в афинской коннице) отпущенные на экипировку воина деньги, амуниционная сумма: οἱ ἔχοντες τὰς καταστάσεις Lys. (афинские граждане), получившие амуниционные суммы.
Greek Monotonic
κατάστᾰσις: -εως, ἡ,
I. 1. μτβ., εγκατάσταση, διορισμός, καθορισμός, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση, σε Αισχύλ., Δημ.· δαιμόνων κατ., η διαταγή τους, σε Ευρ.
2. διορισμός αρχόντων, σε Πλάτ.
3. προσαγωγή πρεσβευτών μπροστά στη βουλή ή στη σύγκλητο, παρουσίαση, εισήγηση, υπόδειξη, σε Ηρόδ.
4. κ. ἐγγυητῶν, παροχή της εγγύησης κάποιου, η παρουσίασή της, σε Δημ.
5. καθησύχαση, ηρεμία, σε Αριστ.
II. αμτβ., σταθερότητα, όρθια στάση, εμμονή, σταθερότητα, σε Σοφ.
2. κατάσταση, περίσταση, συνθήκη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
3. εγκατάσταση, κατασκευή, σύστημα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάστᾰσις: -εως, ἡ, Ι) μεταβ., τὸ καθιστάναι, διορίζειν, ἵδρυσις, ὁρισμός, χορῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 23, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 958· πραγμάτων ἀρχή καὶ κ. πρώτη Δημ. 291. 9· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. τοῦ ἐνεργοῦντος, δαιμόνων κ., ἀπόφασις, ὁρισμὸς αὐτῶν, ἡ θεία τύχη, Εὐριπ. Φοίν. 1266. 2) ἡ μετὰ τὸν διορισμὸν ἐγκαθίδρυσις, τοποθέτησις ἢ ἐγκατάστασις τῶν ἀρχῶν, ἀρχόντων, δικαστῶν κλ.· ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ κ. τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Πλάτ. Πολ. 414Α, 425Β, κτλ.· αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 768D· ἀρχόντων κατ. Ἀριστ. Πολιτικ. 47. 4, 15· ἀρχῶν καταστάσεις, ὅπερ καὶ καθιστάναι τὰς ἀρχὰς λέγει ὁ αὐτ.· καὶ ἀπολύτ., μετὰ τὴν κατάστασιν θύσας τοῖς θεοῖς Πολύβ. 3. 88, 7· ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάταξις τῶν πολιτῶν εἰς τὸ ἱππικόν, οἱ δὲ κατασταθέντες ἱππεῖς ἐλάμβανον ἐπὶ τῇ καταστάσει ἀργύριόν τι ἐκ τοῦ δημοσίου, ὅπερ ἐπίσης κατάστασις ἐλέγετο,- οὐκ ἐσωφρόνησας, ὦ πρεσβῦτα, τὴν κατάστασιν τήνδε λαμβάνων ἄφνω πρὶν καὶ μαθεῖν τὴν ἱππικὴν Εὔπολις ἐν «Φιλ.» 4, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συρφ.» 5, πρβλ. Böckh P. E. 1. 334· ἀπεδίδετο δὲ τὸ ἀργύριον τοῦτο ὑπὸ τῶν ἱππευσάντων ὅτε αὐτῶν ἕτεροι καθίσταντο, ἀπῄτουν δὲ οἱ φύλαρχοι, Λυσ. 146, 10· κατάστασις προσέτι ἐλέγετο καὶ ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς δοκιμασία τῶν ἱππέων, Β. Ἀνέκδ. 270, 33. 3) ἡ εἰσαγωγὴ πρέσβεων ἐνώπιον τῆς βουλῆς ἢ τῆς ἐκκλησίας, παρουσίασις (σύστασις), οἱ δὲ ἐν τῇ πρώτῃ καταστάσι ὑπεκρίναντο, ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον εἶπε καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, πρβλ. Ἀττ. πρόσοδος, Ἡρόδ. 3. 46., 8. 141., 9. 9· 4) κατάστασις ἐγγυητῶν, τὸ παρέχειν ἐγγυητάς, ἡ παρουσίασις αὐτῶν, Δημ. 727. 5, 14·- ἐξ ἐμφανῶν καταστάσεως ὁ αὐτ. 1251. 3, ἴδε ἐν λέξει ἐμφανής. 5) καθησύχασις, καταπράϋνσις, εἰς κατ. ἐλθεῖν Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 24· τῇ καταστάσει τοῦ προσώπου καὶ τῷ σχολαίῳ τοῦ βαδίσματος γενναῖον ἐνιδών, ἡ πραότης καὶ ἡ ἀταραξία, προσώπου καττ. καθαρὰ καὶ ἀνέμφατος Πλουτ. Ἠθ. 45C· ἔστω δὴ πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 8· πρᾳότης κατάστ. κινήσεως τῆς ὑπ’ ὀργῆς Πλάτ. Ὅροι 412C· πρβλ. καταστατικός·― ἐντεῦθεν ἐπὶ νόσου, ἀντίθετ. τῷ παροξυσμός, Ἱππ. Ἀφ. 1243. 6) ἀποκατάστασις, ἐπανόρθωσις, ἀντίθετ. τῷ διαφθορά, Πλάτ. Φίληβ. 46C· εἴς γε δὴ τὴν αὐτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆναι, ταύτην αὖ τὴν κατ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα αὐτόθι 42D· οὕτω παρ’ Ἀριστ. ἡ ἡδονὴ ὁρίζεται ὡς κατάστασις εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Ρήτ. 1. 11, 1· ἀντίθ. τῇ μανίᾳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 404. 7) ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ καθορισμὸς τῆς ὑποθέσεως, τὸ πρῶτον μέρος τῆς διηγήσεως, τὸ μετὰ τὸ προοίμιον, ἐν ᾧ ὁ λέγων καθίστησι τοὺς δικαστὰς πῶς δεῖ ἀκούειν αὐτοὺς τῶν πραγμάτων, Λατ. constitutio causae, Ernesti Λεξ. Ρητορ. ΙΙ. ἀμεταβ., τὸ ἵστασθαι στερεῶς, σταθερότης, διατήρησις, κ. γένοιτ’ ἂν οὐδενὸς νόμου Σοφ. Αἴ. 1247. 2) κατάστασις, τρόπος ὑπάρξεως, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ., τοιαύτη εἶναι ἡ κατάστασις τοῦ..., Ἡρόδ. 2. 173· ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι ὁ αὐτ. 8. 83· ἡ κ. τῶν ὡρέων, τοῦ καιροῦ, τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 941, πρβλ. 1247F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 7· κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Ἱππ. 85F· κ. τοῦ πυρετοῦ, κτλ., κατάστασις ἢ χαρακτήρ, ὁ αὐτ. 936G, κ. ἀλλ. πρβλ. Foës Oecon.· κ. κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 1296· ὀμμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1197· ἐν καταστάσει νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ἁπλῶς περιφρ., ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111, οὕτως, ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας, ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 441. 15· τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Πλάτ. Πολ. 547Β· αὕτη ἡ κατ. τῆς δημοκρατίας, οὗτος εἶναι ὁ χαρακτὴρ τῆς δημοκρατίας, αὐτόθι 557Α, πρβλ. Νόμ. 832D· οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 4· ἰσοδύναμον τῷ διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 2· θαυμαστή τις εὐδίας κ. Λουκ. Ἁλκ. 4. 3) ἰδίως ὡρισμένη τάξις ἢ μέθοδος, σύστημα, ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Ἡρόδ. 2. 173, ἐν ἀρχ.· Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε ὁ αὐτ. 5. 92, 2· ἡ κ. τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 426C· λέγεις δὲ... τὴν ποίαν κατ. ὁλιγαρχίαν αὐτόθι 550C· ἡ παροῦσα κ. Ἰσοκρ. 38Β, κτλ.· τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἴδε κατάστασις Ι. 2.
Greek Monolingual
η (AM κατάστασις) καθίστημι
ο τρόπος ύπαρξης, ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι σε ορισμένο τόπο ή χρόνο
νεοελλ.
1. οι φυσικές ή κοινωνικές ή άλλες συνθήκες σε δεδομένη στιγμή
2. φυσ. η βασική μορφή τών υλικών σωμάτων ως στερεών, υγρών, αερίων, πλάσματος («αέρια κατάσταση»)
3. στρ. θέση σε σχέση με την υπηρεσία («κατάσταση διαθεσιμότητας»)
4. κατάλογος ή πίνακας με ονόματα προσώπων ή πραγμάτων
5. φρ. α) «κατάσταση πολιορκίας» — κρίσιμη στιγμή που για την αντιμετώπισή της πρέπει να ληφθούν έκτακτα μέτρα
β) «είμαι σε κατάσταση» — είμαι σε θέση, μπορώ να
γ) «η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο» — οι συνθήκες ζωής κατάντησαν ανυπόφορες
δ) «πολιτική κατάσταση» — το σύνολο τών πολιτικών ζυμώσεων και οι διαφοροποιήσεις που προέρχονται από αυτές
ε) «οικονομική κατάσταση» — τα οικονομικά του κράτους ή διαφόρων ατόμων
στ) «ατμοσφαιρική κατάσταση» — οι καιρικές συνθήκες
ζ) «εμπόλεμη κατάσταση» — οι συνθήκες που επικρατούν μετά την κήρυξη του πολέμου
η) «κατάσταση πραγμάτων» — όπως είναι τα πράγματα
θ) «δεν είναι κατάσταση αυτή» — για κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτό πλέον
ι) «κατάσταση προσώπου» — η θέση που κατέχει το άτομο στο Δίκαιο από την άποψη της προσωπικότητας, δηλ. της ικανότητας να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
αρχ.
1. διάταξη, σύσταση, εγκαθίδρυση
2. η εγκαθίδρυση σε κάποιο αξίωμα, η εγκατάσταση τών αρχών
3. (στην Αθήνα) η εκλογή και κατάταξη τών πολιτών στους ιππείς καθώς και το χρηματικό ποσό που έπαιρναν από το δημόσιο ταμείο για εξάρτυση του αλόγου
4. παρουσίαση, εισαγωγή ξένων πρέσβεων ενώπιον της βουλής ή του δήμου
5. η υπεράσπιση μιας υπόθεσης, συνηγορία
6. εξιστόρηση
7. καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση
8. μανία
9. επανόρθωση, αποκατάσταση
10. ανάταξη
11. (ρητ.) ο καθορισμός της υπόθεσης, το πρώτο μέρος της διήγησης μετά το προοίμιο στο οποίο ο ρήτορας κατατόπιζε τους δικαστές για την υπόθεση
12. σταθερότητα, διατήρηση
13. η τοποθέτηση στρατευμάτων στη μάχη
14. γραμμ. σύνταξη
15. φρ. «κατάσταση ἐγγυητῶν» — το να παρέχει κάποιος εγγυητές.
Middle Liddell
κατά-στᾰσις, εως
I. trans. a settling, appointing, appointment, institution, Aesch., Dem.; δαιμόνων κατ. their ordinance, Eur.
2. appointment of magistrates, Plat.
3. a bringing of ambassadors before the senate or assembly, an introduction, presentation, Hdt.
4. κ. ἐγγυητῶν a bringing one's bail forward, Dem.
5. a putting down, calming, Arist.
II. intr. a standing firm, a settled condition, fixedness, Soph.
2. a state, condition, Hdt., Eur., etc.
3. a constitution, system, Hdt., Plat.
English (Woodhouse)
appointment, arrangement, composition, condition, constitution, establishment, fortune, framework, institution, organisation, position, state, structure, system, act of appointing, circumstances, established order, political constitution, setting up, state of affairs
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό καθίστημι → κατά + ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
establishment
Asturian: establecimientu; Bulgarian: основаване; Catalan: establiment; Chinese Mandarin: 建立, 設立/设立, 设立; Danish: etablering, oprettelse, etablering; Dutch: oprichting; Esperanto: estiĝo, establiĝo; Finnish: perustaminen; French: établissement; Galician: establecemento; Greek: ίδρυση; Hebrew: ייסוד \ יִסּוּד; Hungarian: létesítés, alapítás, megalapítás, létrehozás, létrehozatal; Irish: bunaíocht; Italian: istituzione; Japanese: 設立, 設置; Korean: 설립(設立), 설치(設置); Kurdish Central Kurdish: پێکھێنان; Malayalam: സ്ഥാപനം; Polish: założenie, zakładanie, ustanowienie, ustanawianie; Portuguese: estabelecimento, fundação; Romanian: stabilire, așezare, instalare, instituire; Russian: основание, установление; Scottish Gaelic: stèidheachadh; Spanish: establecimiento; Swedish: etablerande, etablering; Ukrainian: заснування, установлення; Vietnamese: sự thành lập
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman
state
Arabic: حَالَة; Armenian: վիճակ; Aromanian: stari; Azerbaijani: halət, hal; Bashkir: хәл, торош; Belarusian: стан, становішча; Bulgarian: състояние; Burmese: အခြေအနေ; Catalan: estat; Chinese Mandarin: 狀態/状态, 状态, 狀況/状况, 状况; Coptic: ⲣⲁ; Czech: stav; Danish: tilstand; Dutch: staat; Esperanto: stato; Finnish: tila; French: état; Friulian: stât; Georgian: მდგომარეობა; German: Zustand; Greek: κατάσταση; Ancient Greek: ἕξις; Hebrew: מַצָּב; Hindi: हालत; Hungarian: állapot; Icelandic: ástand; Ido: stando; Indonesian: keadaan; Irish: stát; Italian: stato; Japanese: 状態; Kazakh: жағдай; Korean: 상태; Kyrgyz: абал; Ladin: stat; Latgalian: stāte; Latin: status; Latvian: stāvoklis; Lithuanian: būsena, būklė; Macedonian: состојба; Malay: keadaan; Mongolian: байдал; Norwegian: tilstand; Pashto: حالت; Persian: حالت; Polish: stan, kondycja; Portuguese: estado; Romanian: stare, stat; Russian: состояние, положение, статус; Sanskrit: अवस्था; Scottish Gaelic: cor; Serbo-Croatian: stanje, sastaj, položaj; Sicilian: statu; Slovak: stav; Slovene: stanje; Spanish: estado; Swahili: hali; Swedish: tillstånd; Tagalog: himtang; Tajik: ҳолат; Thai: สภาพ, ภาวะ; Turkish: durum, hâl; Turkmen: ýagdaýy; Ukrainian: стан, становище; Urdu: حالت, حال; Uzbek: ahvol, holat; Venetian: stato, stado; Vietnamese: tình trạng, trạng thái, chế độ; Walloon: estance; Zazaki: hal
condition
Albanian: gjendje; Arabic: حَالَة, وَضْع; Armenian: վիճակ; Azerbaijani: vəziyyət, halət; Bashkir: хәл, торош; Belarusian: стан, становішча; Bikol Central: kamugtakan; Bulgarian: състояние; Catalan: condició; Chinese Mandarin: 狀態/状态, 状态; Czech: stav; Danish: tilstand; Dutch: toestand; Esperanto: stato; Finnish: tila, kunto, kondis, happi; Galician: condición; Georgian: მდგომარეობა; German: Beschaffenheit, Zustand; Greek: κατάσταση; Ancient Greek: κατάστασις, ἕξις; Hindi: हालत; Hungarian: állapot, viszony, körülmény, karban; Ido: stando; Indonesian: kondisi, keadaan; Irish: bail, caoi, dóigh; Italian: condizione; Japanese: 状態; Kazakh: ахуал, жағдай, күй; Korean: 상태; Kyrgyz: абал; Latin: status, habitus; Macedonian: состојба; Malay: keadaan; Maltese: kundizzjoni; Mizo: dinhmun; Mongolian: байдал; Norwegian: tilstand; Occitan: condicion; Pashto: حالت; Persian: حالت, حال; Plautdietsch: Schekjsol; Polish: stan, kondycja; Portuguese: condição; Romanian: condiție; Russian: состояние, положение; Sanskrit: अवस्था; Scottish Gaelic: cor, càradh; Serbo-Croatian Cyrillic: стање; Roman: stánje; Slovak: stav; Slovene: stanje; Swedish: tillstånd, kondition; Tajik: ҳолат; Telugu: స్థితి; Thai: ภาวะ, สภาพ; Turkish: durum, hâl; Turkmen: ýagdaýy; Ukrainian: стан, становище; Urdu: حالت; Uyghur: ھالەت; Uzbek: holat, ahvol; Vietnamese: tình trạng, tình hình