προσφέρω
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
(once ποσφέρω, q.v.), Dor. ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: fut.
A προσοίσω E.Andr.257: Ion. aor. προσένεικα Hdt.3.87: Ion. aor. Pass. προσηνείχθην Id.9.71:—bring to or upon, apply to, π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph.488; πῦρ σοι Id.Andr.257; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against... D.35.39); τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon . ., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.); βίην τισί Hdt.3.19; τινὶ βάσανον Pl.Phlb.23a; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp.189a (Pass.). cf. 187e; τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use, καινὰ σοφά E.Med.298, Ar.Th.1130 (cf. infr. 3); ἴαμα Th.2.51; τεχνήματα A.Fr.322; πάσας μηχανάς E.IT 112; πάντας ἐλέγχους Ar.Lys.484; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; also π. πόλεμον Hdt.7.9.γ (v.l.); ἔρωτα Pl.Smp.187e. 2 add, μηδὲ π. μέθυ S.OC481 (or in signf. A. 1.3a); εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78 (or perh., bear in addition); π. τι πρός τι Hdt. 6.125 (or in signf. A. 1.1). 3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108; λουτρὰ πατρί S.El.434; [τόξα] Id.Ph.775; τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl.1052; τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys.436; δῶρα Th.2.97 (Pass.); οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr.101; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 (Chios); σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25, al., cf. Ep.Hebr.11.4; τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24, etc. b esp. of food, drink, or medicine, θαλλὸν χιμαίραις S.Fr.502; π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26, cf. Pl.Phdr.270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.; π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm.157c; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg.792a: c. inf., π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1; also διψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr.763; χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24; ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23:—Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2; ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph.230c. 4 address proposals, an offer, etc., π. λόγον τινί Hdt.3.134, 5.30, cf. 40; περὶ σπονδῶν Th.3.109; ὅτι . . D.48.6; λόγους π. τισί Th.3.4; λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70, cf. Hdt.8.52; λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57. 5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.). II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9. III intr., resemble, c. acc. of respect in which, π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4; θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43; π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453; cf. infr. B. 1.5. IV bear in addition, v. supr. A. 1.2. B Pass., with fut. προσοίσομαι Th.6.44, D.48.22: aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:—to be borne towards, and of ships, put in, εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6: hence, 2 attack. assault, πρός τινας Hdt.5.34, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R.422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly.223b. 3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96; π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2; πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173. 4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140; τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111, cf. X.Cyr.7.2.16; τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also τίνα τρόπον προσφέρῃ πρὸς τὰ παιδικά Pl.Ly. 205b, cf. Phdr.252d; ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44; πρὸς τὰς τύχας Pl.R.604d; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17. 5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής. II to be added, Longin.Proll.Heph.p.89C. C Med., with fut. -οίσομαι Phld.Sign.8: 3sg.aor. 1 subj. -ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.:—προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc. 2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.). 3 like the Act., apply, κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R.563d; πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.). 4 contribute, πλεῖστα πρός τι Athenio 1.2 (s. v. l.); bring with one as dowry, εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11. 5 declare, μὴ εἰδέναι γράμματα PHamb.39.63 (ii A.D.), cf. POxy.237 vii 26 (ii A.D.), etc. 6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, κυρία ἔσται -ομένη πρὸς πόλιν ἣν ἂν βούληται OGI225.10 (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al. 7 convey property, π. ἐν προσφορᾷ [μέρος οἰκίας] PRyl. 155.7 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 786] (s. φέρω), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, anbringen, anlegen; ἆθλον, Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν μέθυ, Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas vortragen, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch ἔπος, Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, ἴαμα, 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; μήτε τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν ἐμφαγεῖν, Cyr. 7, 1, 1; – eintragen, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ δώδεκα μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, angreifen, oft Her., πρός τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, sich Einem nähern, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, πρός τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ πλῆθος προσενήνεκται, Dem. 24, 111; τίνα τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος ἰτέον τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ παράπαν οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν χάριν ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm ähnlich sein, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas zu sich nehmen, genießen, σῖτον, Xen. Cyr. 4, 2, 41; σῖτον προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ πέπερι προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσφέρω: Δωρ. ποτιφέρω· Ἰων. παθ. ἀόρ. προσενείχθην Ἡρόδ. 9.71. Φέρω πρός τι ἢ ἐπί τινος, προσαρμόζω, ἐφαρμόζω, Λατ. applicare, πρ. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις Εὐρ. Φοίν. 488· πῦρ τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257· μηχανὰς [τοῖς τείχεσι] Ἡρόδ. 6. 18, πρβλ. Θουκ. 2. 58· τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Ἡρόδ. 3. 87· ἀλλά, πρ. χεῖρά τινι, ἐπιβάλλω τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος. Πινδ. Π. 9. 62· πρ. χεῖράς τινι, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, Πολύβ. 3. 79, 4 (ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ φιλικῆς σχέσεως, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31 κἑξ.)· πρ. τινὶ ἀνάγκην ἢ ἀναγκαίην Ἡρόδ. 7. 136, 172, Αἰσχύλ. Χο. 76· βάσανόν τινι Πλάτ. Φίληβ. 23Α· - ἄνευ δοτικ., ἐφαρμόζω, ἐπιβάλλω, μεταχειρίζομαι, πρ. βίην Ἡρόδ. 3. 19· πρ. καινὰ σοφὰ Εὐρ. Μήδ. 299, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1130, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 702· ἴαμα Θουκ. 2. 51· τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· πάσας μηχανὰς Εὐρ. Ι. Τ. 112, κτλ.· πάντας ἐλέγχους Ἀριστοφ. Λυσ. 484· πρ. τόλμαν, βάλλω εἰς ἐνέργειαν, Πινδ. Ν. 10. 55· τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινὶ Δίων Κ. 55. 17· -ὡσαύτως, πρ. πόλεμον Ἡρόδ. 7. 9, 3· ἔρωτα Πλάτ. Συμπ. 187Ε· ἆθλον Πινδ. Ο. 9. 162. 2) προσθέτω, μηδὲ πρ. μέθυ Σοφ. Ο. Κ. 481Ε· εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ Εὐρ. Μήδ. 78, Πλάτ. Θεαίτ. 205C· πρ. τι πρός τι Ἡρόδ. 6. 125, Δημ. 937, 16. 3) ὡς καὶ νῦν, προσφέρω, δίδωμι, δωροῦμαι, λουτρὰ πατρὶ Σοφ. Ἠλ. 434· τὰ τόξα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 775· τὴν δᾷδά τινι Πλ. 1052· τὴν χεῖρά τινι ἄκραν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 436· δῶρα Θουκ. 2. 97· οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Ἀποσπ. 108· οὕτω, πρ. σφάγια καὶ θυσίας Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 42, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 4· τὸ δῶρόν σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 24, κτλ. β) ἰδίως ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, θαλλὸν χιμαίραις Σοφ. Ἀποσπ. 445· πρ. ὃ ἂν δέῃ Ἱππ. 881 ἐν τέλ., προβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157C, Φαῖδρ. 270Β, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Ἰοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. προσοίσω, ao. προσήνεγκα, etc.
I. porter auprès, vers ou contre :
1 porter vers ou à ; fig. προσφέρειν τί τινι dire qch à qqn ; τινι λόγον HDT adresser la parole à qqn ; λόγον προσφέρειν περί τινος THC parler sur qch ; λόγον προσφέρειν περί τινός τινι THC entrer en pourparlers ou négocier avec qqn au sujet de qch ; προσφέρειν λόγους τινί avec un inf. : tenir des discours pour ; apporter, présenter ; avec un inf. : τινι προσφέρειν ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν XÉN présenter à qqn à boire et à manger ; τὰ προσφερόμενα, ce que l’on prend (nourriture, aliment, remède) ; avec idée de contrainte δῶρα THC apporter de force, càd livrer des présents ; payer des contributions ; en gén. contribuer pour : ἑκατὸν τάλαντα HDT pour cent talents;
2 porter contre : χεῖράς τινι XÉN mettre la main sur qqn ou sur qch, càd employer la force ; τινι ἀνάγκην HDT, βίην HDT employer la contrainte ou la force contre qqn ; πόλεμόν τινι HDT porter la guerre contre qqn;
II. porter en outre, ajouter : μέθυ SOPH du vin (à l’eau et au miel d’un sacrifice) ; κακὸν νέον παλαιῷ EUR un mal nouveau à un ancien ; τι πρός τι une chose à une autre;
Pass. (ao. προσηνέχθην);
I. se porter vers :
1 s’approcher de, s’avancer vers, avec πρός et l’acc. ; avec le dat. : τοῖσι Κορινθίοισι HDT aller chez les Corinthiens ; εἰς λιμένα XÉN entrer dans un port ; avec double construct. ἑτέροισι ὑπερέτῃσι προσφέρεσθαι καὶ πρὸς ἵππον HDT s’avancer vers les autres serviteurs et vers le cheval ; avec idée d’hostilité τινι se jeter sur qqn ou sur qch ; πρός τινα, s’élancer contre qqn ; abs. τοὺς προσφερομένους δέχεσθαι THC résister à (litt. recevoir) ceux qui s’avancent contre;
2 avec un suj. de ch. se présenter, se produire : τὰ προσφερόμενα πρήγματα HDT les événements qui se produisent;
II. se comporter à l’égard de (qqn) : ἀπὸ τοῦ ἴσου τινί THC traiter qqn sur un pied d’égalité ; πρός τινα μετὰ πρᾳότητος ISOCR se conduire à l’égard de qqn avec douceur ; ὡς φίλοι προσεφέροντο ἡμῖν XÉN ils se conduisaient à notre égard en amis ; user de, manier : ταῖς ξυμφοραῖς THC, πρὸς τὰ πράγματα THC se comporter (de telle ou telle façon) à l’égard des événements, des affaires;
III. se rapprocher de, avoir du rapport avec, être analogue ou semblable : ἔς τινα, à qqn;
Moy. προσφέρομαι (ao. προσηνεγκάμην);
I. intr. se comporter;
II. tr. 1 porter à sa bouche, prendre (une boisson, une nourriture) acc.;
2 produire à l’égard de, càd témoigner ; χάριν τινί DÉM sa reconnaissance envers qqn.
Étymologie: πρός, φέρω.
English (Slater)
προσφέρω
a offer τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον, ὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων (O. 9.108)
b lay upon c. acc. & dat. “ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν;” Apollo speaks (P. 9.36)
c add to οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν (N. 10.30)
d resemble ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.4) “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.
Spanish
ofrecer, presentar, aplicar, poner junto a
English (Strong)
from πρός and φέρω (including its alternate); to bear towards, i.e. lead to, tender (especially to God), treat: bring (to, unto), deal with, do, offer (unto, up), present unto, put to.
English (Thayer)
imperfect προσέφερον; 1st aorist προσήνεγκα; 2nd aorist προσηνεγκον; perfect προσενήνοχα (προσφέρομαι; 1st aorist προσηνεχθην; (see references under the word φέρω); from (Pindar), Aeschylus, and Herodotus down; the Sept. often for הִקְרִיב, also for הֵבִיא, הִגִּישׁ, etc., sometimes also for הֶעֱלָה where offering sacrifices is spoken of (as Complutensian; to bring to, lead to: τινα τίνι, one to a person who can heal him or is ready to show him some other kindness, τινα) T WH Tr marginal reading; 10:13; L WH text act.); R G T; τινα ἐπί τάς συναγωγάς καί τάς ἀρχάς, Winer s Grammar, § 52,3) (where T Tr text WH εἰσφέρωσιν). προσφέρω τί, to bring br present a thing, τί τίνι, to reach or hand a thing to one, A. V. offering); τί τῷ στόματι τίνος, to put to, to offer: χρήματα, δῶρα, Sept., of persons offering sacrifices, gifts, prayers to God (cf. Kurtz, Brief a. d. Hebrew, p. 154ff): τῷ Θεῷ σφάγια καί θυσίας, θυσίαν, λατρείαν, προσφέρειν δῶρον or δῶρα namely, τῷ Θεῷ, θυσίαν, θυσίας (R G θυσίαν) καί προσφοράς (R G προσφοράν) καί ὁλοκαυτώματα καί περί ἁμαρτίας, ibid. 8); δῶρα τέ καί θυσίας ὑπέρ ἁμαρτιῶν, to expiate (see ὑπέρ, I:4) sins, αἷμα ὑπέρ ἑαυτοῦ καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων, τήν προσφοράν ὑπέρ ἑνός ἑκάστου, passive, προσφέρειν used absolutely (cf. Winer's Grammar, 593 (552)): περί τίνος, on account of (see περί, the passage cited β.), περί τοῦ λαοῦ περί (R G ὑπέρ (see περί, the passage cited δ.)) ἁμαρτιῶν, to offer expiatory sacrifices for the people, τινα, namely, τῷ Θεῷ, to offer up, i. e. immolate, one, ἑαυτόν, of Christ, T Tr marginal reading WH marginal reading; Hebrews 9:(14),25; προσενεχθείς (the passive pointing to the fact that what he suffered was due to God's will) ibid. 28 (it is hardly to be found in native Greek writings used of offering sacrifices; but in Josephus, Antiquities 3,9, 3, we have ἄρνα καί ἔριφον); πρός τινα (God) δέησις τέ καί ἱκετηρίας, προσφέρειν δέησιν, Achilles Tatius 7,1; τῷ Θεῷ εὐχήν, Josephus, b. j. 3,8, 3).
2. The passive with the dative signifies to be borne toward one, to attack, assail; then figuratively, to behave oneself toward one, deal with one: ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός, Thucydides and Xenophon down; Philo de Josepho § 10; de ebrietate § 16; Josephus, b. j. 7,8, 1; Aelian v. h. 12,27; Herodian, 1,13, 14 (7 edition, Bekker)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α φέρω
1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία του προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.)
2. (σχετικά με έδεσμα ή ποτό) παραθέτω, κερνώ, τρατάρω (α. «μετά το γεύμα μάς προσέφεραν καφέ» β. «προσφέρειν τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα», Ιπποκρ.)
3. συνεισφέρω, δίνω συνεισφορά (α. «δεν προσφέρει τίποτε στην κοινωνία» β. «προσφέρω μετοίκιον» — πληρώνω φόρο μετοίκου, Ξεν.)
νεοελλ.
1. κάνω δωρεά
2. προτείνω, δίνω κάτι για πώληση ή ανταλλαγή («το κατάστημα προσφέρει κάθε είδους συσκευές σε τιμή ευκαιρίας»)
3. προτείνω χρηματικό αντάλλαγμα για την απόκτηση δικαιώματος («προσέφερε τη μεγαλύτερη τιμή στον πλειστηριασμό αυτού του πίνακα»)
4. μέσ. προσφέρομαι
α) προθυμοποιούμαι να προσφέρω τις υπηρεσίες μου («προσφέρθηκε να μάς πάρει μαζί του»)
β) είμαι πρόσφορος, κατάλληλος («το κτήμα αυτό προσφέρεται για καλλιέργεια»)
5. (στον τ. προσφέρνω) μοιάζω, προσομοιάζω («προσφέρνει περισσότερο του πατέρα, παρά της μητέρας του»)
(μσν-αρχ.) μέσ. συμπεριφέρομαι («καὶ μὴν φίλοι γε προσφέρεσθε πρὸς φίλον», Ευρ.)
αρχ.
1. φέρνω κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο
2. συνεκδ. εφαρμόζω, προσαρμόζω («τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα», Αίσωπ.)
3. (συν. με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω κάποιον
4. θέτω σε λειτουργία, σε εφαρμογή, μεταχειρίζομαι («τεχνήματα προφέρειν», Αισχύλ.)
5. προσθέτω («Ἀλκμέων πρὸς τὴν δωρεήν, ἐοῡσαν τοιαύτην, τοιάδε ἐπιτηδεύσας προσέφερε», Ηρόδ.)
6. (σχετικά με αναθήματα και θυσίες) αφιερώνω («μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσενέγκητέ μοι... ;», ΠΔ)
7. συνεκδ. υμνώ κάποιον
8. αποτείνω, εκφέρω («ἡ Ἄτοσσα προσέφερε ἐν τῇ κοίτῃ Δαρείῳ λόγον τοιόνδε», Ηρόδ.)
9. (αμτβ.) μοιάζω με κάτι («προσφέρειν τρόπους παιδί», Τραγ. Αδέσπ.)
10. φθάνω («καὶ ὥσπερ εἰς λιμένα ἐκ χειμῶνος προσφέρεσθαι αὐτούς», Ξεν.)
11. κάνω έφοδο, εφορμώ («κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσηνείχθησαν καὶ τούτων ἐκράτησαν», Ηρόδ.)
12. (μέσ. και παθ.) πορεύομαι ή πλέω από ένα σημείο προς κάποιο άλλο
13. αποδίδω πρόσοδο («κλινοποιούς... οἵ δώδεκα μνᾱς ἀτελεῑς αὐτῷ προσέφερον», Δημοσθ.)
14. φρ. α) «προσφέρω χεῑρά τινι» — απλώνω το χέρι μου πάνω σε κάποιον
β) «τὰ προσφερόμενα πράγματα» — οι υποβαλλόμενες υποθέσεις
γ) «προσφέρομαι τι» — τρώω ή πίνω κάτι («τοιοῡτον σίτον ἡμᾱς προσφέρεσθαι δεῑν καὶ τοιοῡτον ποτόν», Ξεν.)
δ) «λόγους προσφέρω» — κάνω λόγο για κάτι, προτείνω κάτι («οὕτω δὴ λόγους προσφέρουσι περὶ ξυμβάσεως τοῑς στρατηγοῑς», Θουκ.)
ε) «ἄπορος προσφέρεσθαι» — το να μην παρέχει κανείς τη δυνατότητα για εκ του συστάδην εμπλοκή (Ηρόδ.).