δημόσιος

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόσιος Medium diacritics: δημόσιος Low diacritics: δημόσιος Capitals: ΔΗΜΟΣΙΟΣ
Transliteration A: dēmósios Transliteration B: dēmosios Transliteration C: dimosios Beta Code: dhmo/sios

English (LSJ)

Dor. δᾱμ-, α, ον (ος, ον Hp. (v. infr.)),

   A belonging to the people or state, κτέανα Xenoph.2.8; τὰδ. Hdt.5.29, Ar.V.554; δ. χρήματα Cratin.171; πλοῦτος Th.1.80; χώρα, opp. ἱερά, ἰδία, Arist.Pol. 1267b34; ἡ δ. τράπεζα IG22.1013; τὰ ἱερὰ τὰ δ., opp. ἰδιωτικά, SIG 1015.9 (Halic.); ἀγῶνες, δίκαι, Aeschin.1.2, Arist.Pol.1320a12; δ. λόγος, = Lat. fiscus, BGU193.27, OGI1669.21; δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι, to be, become state-property, be confiscated, Th.2.13, IG22.1100.40 (Hadr.), Pl.Lg.742b, etc.; γῆν δ. ποιεῖν Lys.18.14.    b used by the public, βαλανεῖα, λουτρόν, Plb.26.1.12, Hdn.1.12.4.    2 common, δημοσιώτατος τρόπος, τόπος, Arist.Top.162a35, SE165a5; δημόσιος κακίη epidemic, Hp.Ep.19 (Hermes 53.67).    II as Subst.:    a δημόσιος (sc. δοῦλος), ὁ, any public slave or servant, as, the public crier, Hdt.6.121; policeman, Ar.Lys.436; public notary, = γραμματεύς, D. 19.129, etc.; public executioner, D.S.13.102: generally, public official, τὸν ἀρχέφοδον καὶ τοὺς ἄλλους δημοσίους POxy.69.13 (ii A. D.).    b public victim, = φάρμακος, Ar.Eq.1136, cf. Sch. ad loc.    c harlot, prostitute, Procop.Arc.9 (cf. Sapph.148).    III neut., δημόσιον, τό, the state, Hdt.1.14, Aeschin.3.58; οἱ ἐκ δ. public officials, X. Lac.3.3.    b public building, hall, Hdt.6.52.    c treasury, = τὸ κοινόν, ἀργύριον ὀφείλοντες τῷ δ. And.1.73, cf. D.21.182, Din.2.2; ὁ ἐκ δ. μισθός Th.6.31; ἡ ἐκ τοῦ δ. τροφή Pl.R.465d; τελεῖν εἰς τὸ δ. BGU1188.12 (Aug.), 1158.18 (i B. C.).    d the public prison, Th.5.18.    2 τὰ δ. public archives, OGI229.108 (Smyrna).    b public dues, taxes, in pl., PLond.3.938.11 (iii A. D.), BGU1018.21 (iii A. D.).    IV fem., δαμοσία (sc. σκηνή), ἡ, tent of the Spartan kings: hence οἱ περὶ δαμοσίαν the king's council, X.HG4.5.8, Lac.13.7.    V as Adv.:    1 dat. δημοσία, Ion. -ίῃ, at the public expense, Hdt.1.30, Ar.Av.396, etc.; by public consent, D.21.50; on public service, δ. ἀποδημεῖν Id.45.3; δ. κρίνειν try in the public courts, And.1.105; δ. τεθνάναι to die by the hands of the public executioner, D.45.81.    2 as a community, opp. ἰδίᾳ, Pl.Ap.30b.    3 commonly, popularly, τὰ δ. νομιζόμενα ἀγαθά Luc.Nigr.4.    4 regul. Adv. -ίως A.D. Adv.151.12; on public business, καταπλεῦσαι SIG520.7 (Naxos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 564] (Sp. auch 2 End.), dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich, Ggstz ἴδιος, z. B. ἀγρός, Her. 5, 29; πλοῦτος, Thuc. 1, 80; Plat. Gorg. 469 e u. öfter; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, confisciren, Lys. 18, 14; δημόσιον γίγνεσθαι, εἶναι, Staatsgut werden, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι Thuc. 2, 13; δημόσιον γίγνεσθαι, d. i. öffentlich verkauft werden, Plat. Legg. V, 742 b; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte, Ar. Vesp. 554; οἰκοδομήματα u. ähnl., Plat. Legg. XII, 952 c; ἀγών, auf öffentliche Kosten veranstaltet, XI, 865 a; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprocesse, Aesch. 1, 2; Arist. pol. 6, 3; – ὁ δημόσιος, a) jeder öffentliche Diener in Athen, Her. 6, 121 u. Folgde, nach B. A. 234 ὁ τῆς πόλεως δοῦλος, vgl. Lob. ad Phryn. 476; so Ar. Lys. 436, wo es Einer von der Stadtwache ist, vgl. Böckh Staatshh. I, S. 222; Dem. 2, 19, bei dem auch ein öffentlicher Schreiber so heißt, wie App. B. C. 3, 14. – b) der Folterknecht, Aesch. 2, 36; der Scharfrichter, Henker, D. Sic. 13, 102. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird, Ar. Equ. 1114, Schol. φαρμακός, w. m. s.; – τὸ δημόσιον, der Staat, Her. 1, 14; Ggstz βασιλεύς, 6, 59; das Gemeinwesen, ὅταν τὸ δ. ὑπό τινος τῶν πολιτῶν ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι Plat. Legg. VI, 767 b; ἐκ τοῦ δημοσίου, von Staatswegen, Xen. Lac. 3, 4; πρὸς τὸ δημόσιον προσιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen, Dem. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου μισθός, Thuc. 6, 31; Xen. Hell. 5, 2, 10; ἡ ἐκ δ. τροφή, Plat. Rep. V, 465 d. Auch = Staatsgefängniß, Thuc. 5, 18; Staatsarchiv, Dem. 18, 142. Bei Pol. 6, 13, 3 sind τὰ δημόσια Staatsgebäude; – ἡ δημοσία, dor. δαμοσία, sc. σκηνή, das Zelt der spartanischen Könige, Xen. Lac. 13, 7, vgl. Hell. 4, 5, 8. – Bei Plat. Phil. 51 c, δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt.

Greek (Liddell-Scott)

δημόσιος: Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ ἴδιος, ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· πλοῦτος Θουκ. 1. 80· χώρα, ἀντίθ τῷ ἱερά, ἴδιος, Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. τράπεζα Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι, εἶναι, γίνεται δημοσία περιουσία, δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) κοινός, δημοσιὼτατος τρόπος Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) ὁ δημόσιος (ἐνν. δοῦλος), δημόσιος δοῦλοςὑπάλληλος, οἷον δημόσιος κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· ἀστυνόμος ἢ ἀστυνομικὸς ὑπηρέτης, Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· συμβολαιογράφοςδημόσιος γραμματεύς, Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ δήμιος, ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον θῦμα, = φαρμακός, ΙΙ, κάθαρμα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. δήμιος ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ πολιτεία, Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον οἰκοδόμημα, Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ ταμεῖον, ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) ἡ δημοσία εἱρκτή, Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία περιουσία, Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., ἡ δαμοσία (ἐνν. σκηνή), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα συμβούλιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. δημοσίᾳ, Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· ἀλλά, δ. κρίνειν, κρίνω ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, ἀποθνήσκω διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
A. adj. de l’État :
1 qui appartient à l’État, public;
2 qui se fait au nom ou aux frais de l’État, qui a un caractère public;
B. subst.
I. à Athènesδημόσιος (δοῦλος ou οἰκέτης);
1 crieur public;
2 agent ou garde de police;
3 greffier de l’État;
4 exécuteur public, bourreau;
II. ἡ δαμοσία dor. (s.e. σκηνή) la tente des rois de Sparte ; οἱ περὶ δαμοσίαν XÉN le conseil du roi;
III. τὸ δημόσιον :
1 la chose publique, l’État;
2 lieu public;
3 édifice public;
4 prison de l’État;
5 trésor public;
6 archives de l’État;
IV. τὰ δημόσια les biens de l’État, les revenus publics;
C. adv. • δημοσίᾳ :
1 au nom de l’État;
2 pour le service de l’État;
3 aux frais de l’État;
4 mourir de la main du bourreau.
Étymologie: δῆμος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Hippon.126.4, Hdt.1.30, dór. δαμ- CEG 143.4 (Corcira VII a.C.), 364.2 (Argos V a.C.), SEG 30.380.1-4 (Tirinto VII a.C.), X.HG 4.5.8, Lac.13.7, IAssos 3.1 (IV a.C.), Call.Cer.43, tes. δάμοσσος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189.A.71, 75 (Tesalia II a.C.), argól. δαμόἱος SEG 36.332 (Nemea II a.C.), eretr. δημόριος IG 7.235.28, 35 (Oropo IV a.C.)
A Isent. socio-político
1 público, del pueblo, de la comunidad
a) gener. δ. δὲ καϙόν CEG l.c., cf. Sol.3.26, Thgn.50, δημόσιον ἀγαθόν Luc.Scyth.11, ταῦτα ... δημόσια esos asuntos al alcance del pueblo, e.e. comprensibles para el pueblo Luc.Pisc.31;
b) institucionalizado público, del pueblo, incluso estatal frec. op. ἴδιος: ὅπως ... ὄληται βουλῇ δημοσίῃ de modo que muera por decisión del pueblo Hippon.l.c., σύλλογοι Pl.Phdr.261a, δημόσιόν τι ἐπιδεικνύμενοι Luc.Harm.3, τὰ δημόσια πράγματα op. τὰ ἰδιωτικά TAM 3(1).3A.7 (Termeso II d.C.), δημοσίοις ἀγῶσι en los conflictos públicos Plu.2.798b;
c) que emana o está respaldado por el estado, oficial πρεσβεῖαι Aen.Tact.10.11, cf. 10.20, σφραγίς TAM 3(1).7.27 (Termeso II d.C.), τὰ σκεύεά ἐσσι δαμόσια estas son las medidas oficiales, IAssos l.c., μέτρῳ δημοσίῳ con medida oficial, BGU 2027.8 (III d.C.), cf. PKell.G.79.8 (IV d.C.);
d) rom. δημόσια πράγματα trad. de lat. res publicae, los asuntos del Estado y p. ext. la República romana IG 7.2225.12 (Tisbe II a.C.), IPr.41.14 (II a.C.), Thasos 174C.4, IUrb.Rom.1.7 (ambas I a.C.), τὰ δημόσια πράγματα τοῦ δήμου τῶν Ῥωμαίων IGLS 718.17 (I a.C.), IStratonikeia 505.28, 81 (I a.C.), τριῶν ἀνδρῶν τῆς τῶν δημοσίων πραγμάτων διατάξεως lat. triumuirorum reipublicae constituendae, IAphrodisias 6.3 (I a.C.), cf. I.AI 14.320, IGLS 718.9 (I a.C.), SB 4224.2 (I a.C.);
e) jur. que afecta al estado, político ἐπὶ τοῖς δημοσίοις ἀγῶσιν sobre los procesos políticos Aeschin.1.2, δίκαι Arist.Pol.1320a12.
2 econ. que pertenece al estado, público, estatal κτέανα Xenoph.2.8, Sol.3.12, πλοῦτος Th.1.80, ἀργύριον Isoc.18.5, χρήματα Cratin.183, D.C.47.31.3, PWash.Univ.7.7 (V/VI d.C.), τὰ δημόσια χρηματιστήρια los archivos públicos, IClaros 1.P.3.43 (II a.C.), τράπεζα banca pública, IG 22.1013.4 (II a.C.), 2336.180 (I a.C.), POxy.835 (I a.C.), δ. λόγος erario público, ITemple of Hibis 4.21 (I d.C.), ἀναλώματα D.C.56.33.2, θησαυροί Hdn.2.7.2, ἐπιδόσεις ... δημοσίας ἐπιδιδόναι hacer donaciones al estado Artem.2.30, τὰ πλοῖα Pl.Grg.469e, POxy.2715.8 (IV d.C.)
de tierras χώρα tierra pública, tierra estatal Arist.Pol.1267b34, δημόσιαι γέαι SIG 279.40 (Zelea IV a.C.), γῆ IEphesos 3.2 (III a.C.), cf. PAmh.99a.10 (II d.C.), PTeb.336.12 (II d.C.), τόποι IEphesos 3046.17 (II d.C.)
de edificios ἐν τηρήσει δημοσίᾳ en la cárcel pública, Act.Ap.5.18, ἔργα ... δημόσια obras públicas, AP 9.799 (Anon.), ἀγωγός δ. acueducto público, ITyr.108
de uso público ἐν τοῖς δημοσίοις βαλανείοις Plb.26.1.12, λουτρόν Hdn.1.12.4, (ὄνειροι) δημόσιοι sueños relacionados con edificios y monumentos públicos Artem.1.2, 4.1, ῥύμη PKell.G.30.16 (IV d.C.)
en uso pred. δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι o ποιῆσαι ser o convertirse en propiedad del Estado, ser confiscado αὐτὰ δημόσια εἶναι Th.2.13, δημόσιόν τε γιγνέσθω Pl.Lg.742b, γῆν δημοσίαν ποιῆσαι Lys.18.14, τὸ δὲ ἥμισυ ἔστω δημόσιον sea la mitad propiedad del Estado, e.e. sea confiscada, IG 22.1100.40 (II d.C.)
público, a expensas o por cuenta del Estado ἄεθλα CEG 364.2 (Argos V a.C.), τροφαί Arist.Rh.1361a36;
f) de pers. pagado por el Estado, público ἀράτειρα Call.l.c., οἰκέται Charito 3.4.7, cf. D.Chr.66.14, οἱ στρατιῶται D.C.57.2.3, δημόσιοι γεωργοί aparceros de tierras públicas e.e. que comparten los beneficios con el Estado PGrenf.1.45.3 (I a.C.), PTeb.576 (I a.C.), PBerl.Leihg.44.1 (II d.C.), PTeb.288.7 (III d.C.), δ. ἰατρός POxy.3926.37 (III d.C.), CPR 17A.23.5 (IV d.C.), καμινάριος δ. encargado de las termas públicas, ITyr.111 (crist.).
3 en el ámbito relig. ἱερὰ δημόσια celebraciones religiosas públicas u oficiales e.d. sufragadas por el estado θύσει τὰ ἱερὰ τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά SIG 1015.9 (Halicarnaso III a.C.), cf. 279.39 (Zelea IV a.C.), ἑορταί Aristid.Quint.59.4
de dioses que recibe culto oficial Δημήτηρ SEG 4.187.23 (Halicarnaso III a.C.), Διόνυσος ITralleis 3.6 (I a.C.), ἱερεῖα δὲ φερέτω εἰς τοὺς δημοσίους θεούς Sokolowski 1.79.3 (Pisidia I a.C.), cf. δημοτελής.
II sent. no político
1 común τρόπος Arist.Top.162a35, τόπος Arist.SE 165a5, ἡλίου γὰρ οὔτε θεσπεσιώτερον ... οὐδὲν οὔτε δημοσιώτερον nada mas divino ni común que el sol Synes.Insomn.5
general, común a todo el mundo ἐπίνοια D.Chr.12.39, πρόφασις Hld.7.4.4, δημόσια γράμματα caracteres comunes, populares ref. a la escritura demótica egipcia, op. ἱερός ‘sagrado’ ref. a la jeroglífica Hymn.Is.7 (Cime), cf. ISyène 1.11 (III a.C.).
2 de mujeres del común, prostituída τὰς θυγατέρας ὑμῶν ... δημοσίας ποιήσετε haréis de vuestras hijas mujeres públicas, TIud.23.2.
B subst.
I ὁ δ.
1 esclavo público, esp. el verdugo oficial ὁ δ. ... βασανιεῖ ἐναντίον ὑμῶν Aeschin.2.126, ὑπὸ τῶν δημοσίων ἐπὶ τὸν θάνατον ἄγεσθαι D.S.13.102, cf. Plu.Phoc.36.
2 funcionario, agente público con diferentes funciones: de pregonero público τὰ χρήματα αὐτοῦ κηρυσσόμενα ὑπὸ τοῦ δημοσίου sus bienes anunciados (para su venta) por medio del pregonero público Hdt.6.121
esp. de custodia guardián, guardia Ar.Lys.436, AP 11.85 (Lucill.), Charito 4.5.6, Plu.Cat.Ma.6, del notario a cuyo cargo están los archivos públicos, D.19.129, de un ayudante del ἀρχέφοδος POxy.69.10, 13 (II d.C.), calificando genéricamente a distintos funcionarios locales POxy.3774.5 (IV d.C.).
3 víctima pública, chivo expiatorio, fármaco εἰ τούσδ' ἐπίτηδες ὥσπερ δημοσίους τρέφεις ἐν τῇ πυκνί Ar.Eq.1136, cf. Sch.ad loc.
II ἡ δ.
1 en Esparta tienda de los reyes espartanos οἱ περὶ δαμοσίαν los en torno a la tienda, e.e. el consejo del rey X.HG 4.5.8, Lac.13.7.
2 cárcel pública τοῦτον ... παραδώσωμεν ἐν δημοσίᾳ (sc. φυλακῇ) ἐπὶ τῆσδε τῆς πόλεως PMich.inv.3780.18 (V d.C.) en ZPE 62.1986.134.
III τὸ δ.
1 el Estado τοῦ δημοσίου ... ὁ θησαυρός Hdt.1.14, Aeschin.3.58, D.C.49.15.3, οἱ ἐκ δημοσίου los funcionarios públicos X.Lac.3.3.
2 el erario público δίδοσθαι ἐκ τοῦ δημοσίου Hdt.6.57, cf. Th.6.31, D.C.49.15.5, ἥ τ' ἐκ τοῦ δημοσίου τροφή Pl.R.465d, τοῦ μὲν δημοσίου δραχμὴν τῆς ἡμέρας τῷ ναύτῃ ἑκάστῳ διδόντος Th.6.31, cf. Hld.2.27.1, 4.20.3, ἐμοί τι ἀτύχημα πρὸς τὸ δημόσιον συνέβη me ocurrió una desgracia con el fisco Is.10.20, οἱ μὲν ἀργύριον ὀφείλοντες τῷ δημοσίῳ And.Myst.73, cf. D.21.182, Din.2.2, D.C.60.10.4, τὰ δὲ εἰς τὸ δημό(σιον) τελούμεν(α) BGU 1158.18 (I a.C.), cf. 1188.12 (I d.C.), POxy.3352.11 (I d.C.).
3 edificio público, edificio del Estado τὸ παιδίον ... τρέφειν ἐν τῷ δημοσίῳ Hdt.6.52, πόλις ἔχουσα ... δημόσια Mac.Aeg.Serm.C 19 (p.99)
prisión del Estado Th.5.18, Hsch.
anfiteatro ἤγοντο ἐπὶ τὰ θηρία εἰς τὸ δημόσιον A.Mart.5.1.37
lugar público εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι exponer (copias de un edicto) en el lugar más público posible, PFay.20.22 (III d.C.).
4 colect. el público, el pueblo προῆλθεν εἰς τὸ δημόσιον Charito 1.1.16.
5 peyor. mujer pública, ramera φιλία τις δηλαδὴ πολυρέμβαστος καὶ καλὸν δοκοῦσα -εἴποι ἂν ἡ Σαπφὼ- δημόσιον Eust.Op.345.56.
IV τὰ δ.
1 los asuntos públicos εἰ δὲ ἀμελέοι τις τῶν δημοσίων op. τῶν ἑωυτῶν Democr.B 253, cf. SEG 30.380.1-4 (Tirinto VII a.C.), Hdt.5.29, Call.Epigr.28.4, ἐπιδόσεις δὲ δημοσίας Artem.2.30, D.C.56.7.5, Vett.Val.379.30, Gr.Naz.M.36.384A.
2 los caudales o ingresos públicos σιτεόμενοι ... τὰ δημόσια Hdt.6.57, τὴν χεῖρ' ἁπαλὴν τῶν δημοσίων κεκλοφυῖαν Ar.V.554, ἀπὸ δημοσίων χρηματιζόμενον enriqueciéndose con los ingresos públicos Plu.2.819e, τὰς χεῖρας ἐπιβάλλοντες τοῖς δημοσίοις Gr.Naz.M.35.992C
los impuestos públicos, PPrag.36.11 (I d.C.), PSoterichos 1.14, 2.12 (I d.C.), BGU 1018.21 (III d.C.), Iust.Nou.128.10.
3 los archivos públicos ἀνανεγράφθαι δὲ αὐτὸ καὶ ἐν τοῖς δημοσίοις ISmyrna 573.108 (III a.C.).
4 víctimas sacrificiales públicas τὰ σκέλɛ̄ καὶ τὰ δέρματα φέρɛ̄ν τον δɛ̄μοσίον IG 13.35.11 (V a.C.), ἀπὸ τῶν δημορίων λαμβανέτω ὦμον SEG 31.416.35 (Oropo IV a.C.).
5 tierras públicas τōν ἀποτόμον καὶ τōν δαμοσίον de las fincas privadas y de las públicas, IG 92(1).609.3 (Naupacto V a.C.).
V dat. fem. sg. δημοσίᾳ, jón. -ίῃ como adv.
1 públicamente op. ἰδίᾳ Th.1.128, Pl.Ap.30b, Cra.385a, Is.7.30, 8.12, Chrys.Sac.6.4.32, δ. εἰσαγγελθεὶς πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.3.62, δ. τεθνάναι ser ejecutado públicamente D.45.81, δ. περιαγαγόντες αὐτὰς πόλιν llevándolas en público por la ciudad LXX 2Ma.6.10, δ. με καταλεύσατε Charito 1.5.4, δείραντες ... δ. Act.Ap.16.37, τὸ ἀντίγραφον δ. ... προθεῖναι BGU 1086.2.3 (II/III d.C.), cf. Origenes Cels.2.63, δ. προανεγίνωσκε Hierocl.Facet.68.
2 por cuenta del Estado, oficialmente, en el servicio público δ. κρίνει And.Myst.105, δ. πάντας ὑμᾶς προξένους αὑτῶν ποιήσασθαι D.21.50, ἐμοῦ δ. τριηραρχοῦντος D.45.3, δ. παρατίθεσθαι actuar en nombre del Estado Aen.Tact.10.2
a expensas del Estado esp. del enterramiento σῆμα δ' ἐφ' ἡμῖν ... δ. κέχυται Simon.FGE 689, δ. ... ἔθαψαν Hdt.1.30, cf. Ar.Au.396, Isoc.4.74, Πυθαγόρην ἔθεσαν ... δ. IG 13.1154.4 (V a.C.), cf. D.Chr.31.94, BGU 1024.4.4 (IV d.C.), μυῆσαι αὐτὸν τὰ μυστήρια τὰ μεγάλα δ. iniciarle (a Hipócrates) en los grandes misterios a expensas del estado Hp.Decret.402, οὓς (παῖδας) ... ἐφυλάττομεν ἐν ἀκροπόλει δ. Pl.Virt.379b, ἐπεύχονται ... δ. X.Eph.1.12.2, cf. 5.11.2.
3 comúnmente, vulgarmente τῶν δ. νομιζομένων ἀγαθῶν Luc.Nigr.4.
C adv. -ίως
1 públicamente τυφθῆναι Aristox.Fr.42c, προϊών A.Mart.21.1.2, cf. A.D.Adu.151.12.
2 en misión oficial καταπλεύσαντες IG 12(5).36.7 (Naxos III a.C.).

English (Strong)

from δῆμος; public; (feminine singular dative case as adverb) in public: common, openly, publickly.

English (Thayer)

δημοσίᾳ, δημοσιον, especially frequent in Attic; belonging to the people or state, public (opposed to ἴδιος): δημοσίᾳ used adverbially (opposed to ἰδίᾳ) (cf. Winer s Grammar, 591 (549) note), publicly, in public places, in view of all: δημόσιος καί κατ' οἴκους, by public authority, at the public expense).

Greek Monolingual

-ια και -ία, -ιο (AM δημόσιος, -ία, -ον
Α και δαμόσιος, -ία, -ον)
I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια»)
2. αυτός που ανήκει στο κράτοςδημόσια κτήματα» «τὰς δημοσίας σιταποθήκας», «καὶ τῶν δημοσίων οὕτω δὴ... ἐπιμελήσασθαι ὥσπερ τῶν σφετέρων»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ενώπιον του λαού ή μεταξύ του λαού («δημόσιος έλεγχος», «δημόσιος έρανος»)
2. φρ. α) «δημόσιος βίος» — η πολιτική ζωή, οι παράγοντες που τή διαμορφώνουν και οι πολιτικές ενέργειες προσώπων και κομμάτων
β) «δημόσιος ανήρ ή άνδρας» — πολιτικός, όποιος ασχολείται με τα κοινά
γ) «δημόσιος υπάλληλος» — υπάλληλος που υπηρετεί σε κρατική υπηρεσία και μισθοδοτείται από το κράτος
δ) «δημόσιος κίνδυνος» — οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε είναι επικίνδυνο για την κοινωνία, για ομάδες ανθρώπων ή συγκεκριμένα πρόσωπα
ε) «δημόσιος κατήγορος» — ο εκπρόσωπος του νόμου σε ορισμένα δικαστήρια
στ) «δημόσια γνώμη» — η κοινή γνώμη, η κοινή αντίληψη που διαμορφώνεται για κάποιο ζήτημα ή γεγονός
ζ) «δημόσια διοίκηση» — η διοίκηση και λειτουργία τών κρατικών υπηρεσιών
η) «δημόσια επιχείρηση» — επιχείρηση που διευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου
θ) «δημόσια οικονομία»
(i) η διαχείριση τών οικονομικών του δημοσίου, του κράτους
(ii) η δημόσια οικονομική
ι) «δημόσια οικονομική» — ο κλάδος της οικονομικής επιστήμης που μελετά τα προβλήματα τών οικονομικών του κράτους
ια) «δημόσια τάξη» — η προστασία από τις αρμόδιες αρχές της κανονικής κοινωνικής συμβίωσης, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους
ιβ) «δημόσια υπηρεσία»
(i) η υπηρεσία στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου
(ii) ο χρόνος της υπηρεσίας ενός δημόσιου υπαλλήλου
ιγ) «δημόσιες δαπάνες» — η διάθεση τών χρημάτων του δημοσίου
ιδ) «δημόσιες επενδύσεις» — το σύνολο τών δημόσιων δαπανών που αποσκοπούν στη δημιουργία κεφαλαιουχικών αγαθών, στην εξυπηρέτηση της πολιτικής της ανάπτυξης και στη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας
ιε) «δημόσιες σχέσεις» — οι ενέργειες κράτους, κρατικής υπηρεσίας, ιδιωτικής επιχείρησης, συλλόγου, οργανισμού, ατόμου για τη διαμόρφωση ευνοϊκής στάσης της κοινής γνώμης, του Τύπου, ομάδων, κρατών κ.λπ.
ιστ) «δημόσιο χρέος»
(i) το χρέος του κράτους από τη σύναψη δανείων
(ii) το σύνολο τών δανείων που έχει συνάψει το κράτος
ιζ) «δημόσια έργα» — τα έργα κοινής ωφέλειας που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες
ιη) «δημόσια θεάματα» — παραστάσεις, προβολές, καλλιτεχνικές κ.ά. εκδηλώσεις ενώπιον του κοινού
μσν.
1. (για φόρο) εκείνος που καταβάλλεται στο κράτος από τους υπηκόους του
2. (για εγκλήματα και αδικήματα) όποιο στρέφεται κατά του κράτους
3. φρ. α) «δημοσία ὄψις» — διαπόμπευση
β) «δημοσία ἀπόλυσις» παραγραφή αδικήματος
II. το αρσ. ως ουσ. ο δημόσιος
αρχ.-μσν.
ο δήμιος
μσν.
το δημόσιο ταμείο, ο δημόσιος θησαυρός
αρχ.
1. υπάλληλος ή δούλος του δημοσίου (δημόσιος κήρυκας, αστυνομικός υπάλληλος, συμβολαιογράφος, γραμματέας)
2. δημόσιο θύμα, αποδιοπομπαίος, (φαρμακός, κάθαρμα) που θανατώνεται ή κακοποιείται για εξιλασμό της κοινότητας
3. ο κατ' επάγγελμα κίναιδος
III. το θηλ. ως ουσ. η δημόσια (AM δημοσία
Α και δαμοσία)
η πόρνη
αρχ.
η σκηνή τών βασιλέων της Σπάρτης
IV. το ουδ. εν. ως ουσ. το δημόσιο (AM το δημόσιον)
το κράτος, η πολιτεία («χρωστάει στο δημόσιο», «ὁπόταν τὸ δημόσιον... ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι»)
νεοελλ.
ο λαός, το κοινό («πρέπει να γίνουν γνωστά στο δημόσιο»)
μσν.
1. ο φόρος που επιβάλλει το κράτος σε κτήματα
2. δικαστήριο
αρχ.
1. κτήριο ή ίδρυμα κρατικό
2. δεσμωτήριο
3. το κρατικό ταμείο
4. το γυναικείο αιδοίο
V. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημόσια (AM δημόσια)
νεοελλ.
1. οι κρατικές ή πολιτικές υποθέσεις (σε αντίθεση με τις ιδιωτικές ή οικογενειακές)
2. τα πορνεία
μσν.
εγκλήματα κατά του κράτους
αρχ.
τα αρχεία του κράτους
VI. επίρρ. δημόσια και δημοσίᾳ και δημοσίως (AM δημοσίᾳ και δημοσίως)
σε δημόσια εμφάνιση, μπροστά σε κοινό
αρχ.
1. με απόφαση του δήμου
2. εκτελώντας δημόσια υπηρεσία, κρατική αποστολή
3. σε δικαστήριο του δήμου
του λαού
4. (φρ. «ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ» — και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο
5. «θνήσκω δημοσίᾳ» — πεθαίνω με απόφαση του δικαστηρίου από το χέρι του δημίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. δημόσιος, μολονότι σημασιολογικώς παρέχει την εντύπωση πως προέρχεται από το δήμος, είναι παράγωγο του δημότης (δημότης > δημότ-ιος > δημόσιος) όπως και το επίθ. δημοτ-ικός (> δημοτ-ικός)].

Greek Monotonic

δημόσιος: Δώρ. δαμ-, , -ον,
I. αυτός που ανήκει στο λαό ή στο κράτος, Λατ. publicus, αντίθ. προς το ἴδιος, σε Ηρόδ., Αττ.· δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι, κατάσχεται, δημεύεται, σε Θουκ., Πλάτ.
II. ως ουσ., ὁ δημόσιος (ενν. δοῦλος), δημόσιος υπηρέτης, όπως ο δημόσιος κλητήρας, σε Ηρόδ.· δημόσιος γραμματέας, συμβολαιογράφος, σε Δημ.
III. 1. ως ουδ., δημόσιον, τό, κράτος, πολιτεία, Λατ. respublica, σε Ηρόδ., Αττ.
2. κάθε δημόσιο κτήριο, δημόσιος χώρος εκδηλώσεων, σε Ηρόδ.
3. κεντρικό δημόσιο ταμείο, αλλού τὸ κοινόν, σε Δημ.
4. δημόσια φυλακή, σε Θουκ.
5. τὰ δημόσια (ενν. χρήματα), δημόσια περιουσία, σε Αριστοφ.
IV.ως θηλ., δαμοσία (ενν. σκηνή), σκηνή των Σπαρτιατών βασιλιάδων, σε Ξεν.
V.ως επίρρ.:
1. δοτ., δημοσίᾳ, Ιων. -ίῃ, με κρατικά έξοδα, δημοσία δαπάνη, σε Ηρόδ.· με κοινή συγκατάθεση, κοινή συναινέσει, σε Δημ.· δ. τεθνάναι, πεθαίνω από τα χέρια δημοσίου εκτελεστή, στον ίδ.
2. ουδ. πληθ., δημόσια, με δημόσια έξοδα, δημοσία δαπάνη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δημόσιος: I дор. δᾱμόσιος 3 (обще)народный, общественный, государственный (ἀγρός Her.; πλοῦτος Thuc.; πλοῖα Plat.; ἀγών Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς τρία μέρη τὴν χώραν, τὴν μὲν ἱερὰν, τὴν δὲ δημοσίαν, τὴν δ᾽ ἰδίαν Arst.): δίκαι δημόσιαι Arst. процессы по обвинениям в государственных преступлениях.
II
1) глашатай Her.;
2) блюститель порядка, полицейский Arph.;
3) писец Dem.;
4) палач Diod.;
5) искупительная жертва Arph. (ср. φαρμακός).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόσιος -α -ον Dor. δᾱμόσιος [δῆμος] van de staat, staats-:. δ. εἶναι staatseigendom zijn Thuc. 2.13.1; ἐν... ἄθλοις δημοσίοις bij nationale kampioenschappen Plat. Lg. 865a. openbaar, publiekelijk:. δ. ὁδός openbare weg Men. Dysc. 115. subst. m. ὁ δημόσιος staatsslaaf, staatsdienaar, die kan optreden als deurwaarder, politie-agent, klerk, beulsknecht. n. τὸ δημόσιον staat, staatskas, staatsarchief:. οὐ... τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός het schathuis is niet van de staat Hdt. 1.14.2; τοῦ δημοσίου δραχμήν... τῷ ναύτῃ... διδόντος terwijl de schatkist een drachme per matroos geeft Thuc. 6.31.3; ἡ ἐκ τοῦ δημοσίου τροφή onderhoud uit de schatkist Plat Resp.. 465d; γράμματ ’ ἔχων ἐν τῷ δημοσίῳ κείμενα met brieven die in het staatsarchief liggen Dem. 18.142; τὰ δημόσια πράττειν zich met de staatszaken bezig houden Plut. Sol. 5.2. f. ἡ δημοσία ( sc. σκηνή ) staatstent (van Spartaanse koning). adv. δημοσίᾳ, Ion. δημοσίῃ publiekelijk, van staatswege:. μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ... ἔθαψαν de Atheners hebben hem op staatskosten begraven Hdt. 1.30.5; δημοσίᾳ... ἐξεπέμφθη hij werd van staatswege uitgezonden Thuc. 1.128.3.

Middle Liddell


I. belonging to the people or state, Lat. publicus, opp. to ἴδιος, Hdt., attic:— δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι to be confiscated, Thuc., Plat.
II. as Subst., ὁ δημόσιος (sc. δοῦλος), a public servant, as the public crier, Hdt.; a public notary, Dem.
III. as neut., δημόσιον, ου, τό, the state, Lat. respublica, Hdt., attic
2. any public building, a public hall, Hdt.
3. the treasury, elsewhere τὸ κοινόν, Dem.
4. the public prison, Thuc.
5. τὰ δημόσια (sc. χρήματα) state-property, Ar.
IV. as fem., ἡ δαμοσία (sc. σκηνή) the tent of the Spartan kings, Xen.
V. as adv.:
1. dat. δημοσίαι, ionic -ίηι, at the public expense, Hdt.; by public consent, Dem.; δ. τεθνάναι to die by the executioner, Dem.
2. neut. pl. δημόσια, at the public cost, Ar.