ναῦς

From LSJ
Revision as of 22:31, 11 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναῦς Medium diacritics: ναῦς Low diacritics: ναύς Capitals: ΝΑΥΣ
Transliteration A: naûs Transliteration B: naus Transliteration C: nays Beta Code: nau=s

English (LSJ)

ἡ, (v. infr.) ship, Hom., etc. (but rare in non-literary Hellenistic Greek, once in NT, Act.Ap.27.41, πλοῖον being generally used); ἐν νήεσσι or ἐν νηυσίν = at the ships, i.e. in the camp formed by the ships drawn up on shore, Il.2.688, 11.659; νῆες μακραί = ships of war, built long and taper for speed, Th.1.41, etc.; opp. νῆες στρογγύλαι = round-built merchant ships, Hdt.1.163, etc.; νέες alone, = τριήρεις, opp. πεντηκόντεροι, Id.8.1; νῆες κεναί, i.e. without fighting men in them, D.3.5; ναῦς μακρά collective for μακραί, A.Pers.380.— Att. decl. ναῦς, νεώς, νηΐ, ναῦν, dual gen. νεοῖν, pl. νῆες, νεῶν (νηῶν is v.l. in Lys.13.15), ναυσί, ναῦς; in later writers, nom. pl. ναῦς, acc. pl. νῆας, D.S.13.13, Plb.5.2.4, etc., cf. Phryn.147:— Ep. νηῦς, νηός, νηΐ, νῆα, pl. νῆες, νηῶν, νηυσί or νήεσσι, νῆας (but also gen. and acc. sg. νεός, νέα [the latter as monosyll. in Od.9.283], pl. νέες, νεῶν, νέεσσι, νέας); Ep. gen. and dat. pl. ναῦφι, -φιν, Il.2.794, 16.281, Od.14.498; in late Ep., nom. νῆυς dub. l. in Mosch.2.104, cf. EM440.17; acc. sg. and pl. νηῦν, νηῦς, A.R.1.1358, Herod.2.3, Dem. Bith.4.6: Hdn.Gr.1.401, 2.675,553 also gives νεῦς, νεΐ (v.l. in Hdt. 7.184), and νευσί (Hp.Ep.27, Sammelb.5829):—Ion. νηῦς, νεός, νηΐ, νέα, pl. νέες, νεῶν, νηυσί (νηυσίν Epigr. in IG12(8).683 (Thasos, vi/v B. C.)), νέας (but νηός Archil.(?) in PLit.Lond.54; νηός is freq. in codd. of Hdt., νηῶν 7.160):—Dor. ναῦς (νᾶς Hdn.Gr.1.400), νᾱός Pi. P.4.185, al., νᾱΐ Id.O.13.54, al. (νᾷ perhaps to be read in Alcm.23 iii 27), ναῦν Pi.P.4.245, Fr.234 (νᾶν Hdn.Gr.1.328, νᾶα B.16.89); pl. νᾶες Pi.O.12.4,al., ναῶν Id.P.1.74, ναυσί, ναυσίν, Id.N.7.29, P.3.68 (νάεσσι ib.4.56), νᾶας f.l. in Theoc.22.17:—Aeol. sg. gen. νᾶος, dat. νᾶϊ, pl. dat. νάεσσι, Alc.19,18,79, gen. νᾱων Id.Supp.12.9, Sapph. Supp.5.2:—Trag. commonly use Dor. forms in lyr., Att. in dialogue (but sometimes ναός, ναῶν, A.Th.62, Pers.340, etc.); the Ep. forms νηός S. Fr.761, νηῶν E.IT1485, νῆας A.Supp.744 (lyr.), νηυσίν Id.Pers.370 (cod. M) are prob. corrupt. (Cf. Skt. naús, Lat. navis, etc.)

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, ion. u. ep. νηῦς, dor. νᾶς; gen. νεώς, ion. u. ep. νηός u. νεός, dor. ναός, Aesch. Pers. 305 Ag. 871, der auch νηός hat, Spt. 62; auch im Trimeter ναός, Soph. Ant. 711 Ai. 859; dat. νηΐ, dor. ναΐ; accus. ναῦν, bei Ap. Rh. 1, 1358 auch νηῦν, ion. νῆα u. νέα, Od. 9, 283 als eine lange Splbe zu sprechen, dor. νᾶν; dual. gen. νεοῖν, Thuc. 2, 8; plur. νῆες, ion. νέες, Her., auch Hom., dor. νᾶες, u. in späterer Prosa auch ναῦς, was die Gramm. tadeln, vgl. Lob. zu Phryn. p. 170; gen. νεῶν, ion. νηῶν, bei Xen. ist jetzt diese Form getilgt und mit νεῶν vertauscht, An. 7, 5, 12, vgl. Hell. 1, 1, 36; dor. ναῶν; dat. ναυσί, ion. u. ep. νηυσί, ep. auch νήεσσι, selten νέεσσι, Il. 3, 46. 19, 135, dor. νάεσσι, Pind. P. 4, 56; auch ναῦφιν, ep. für gen. u. dat.; accus. ναῦς, ion. u. ep. νῆας, selten bei Hom. νέας, wie Il. 13, 101 Od. 3, 153, aber bei Her. die gewöhnliche Form, dor. νᾶας, sp. Ep. auch νηῦς; die dorischen Formen kommen auch bei attischen Dichtern vor; eigtl. von νάω, das Schwimmende, Latein. navis, – das Schiff; Hom. u. Folgde überall; Beiwörter des Schiffes bei Hom. sind ἀμφιέλισσα, γλαφυρή, εὔσελμος, θοή, κορωνίς, κυανόπρωρος, μέλαινα, ποντοπόρος u. ä., die man unter den betreffenden Artikeln nachsehe; ἐπὶ νηός, auf dem Schiffe, oft bei Hom.; νῆες ὡς ὠκύπτεροι ἥκουσι, Aesch. Suppl. 751, oft, wie bei Soph., Eur. u. in Prosa; man sagt πλεῖν ἐν τῇ νηΐ, Plat. Rep. I, 341 d, u. ναῦς ἐν θαλάττῃ πλέουσα, Legg. VI, 758 a; Thuc. u. A.

French (Bailly abrégé)

(ἡ), gén. νηός, att. νεώς;
navire, vaisseau.
Étymologie: R. Σνυ > Νυ > Ναυ, ΝαϜ, couler ; cf. νᾶμα, lat. navis.

Russian (Dvoretsky)

ναῦς: эп.-ион. νηῦς, дор. ναῦς ἡ (gen. νεώς, dat. νηΐ, acc. ναῦν, gen. dual. νεοῖν; pl.: nom. νῆες, gen. νεῶν, dat. ναυσί, acc. ναῦς; эп.-ион.: gen. νηός и νεός, acc. νῆα и νέα; pl.: nom. νέες, gen. νεῶν, dat. νηυσί - эп. νήεσσι, νέεσσι и ναῦφι(ν), acc. νῆας и νέας; дор.: gen. νᾱός, dat. ναΐ, acc. νᾶα и νᾶν; pl.: nom. νᾶες, gen. ναῶν, dat. νάεσσι, acc. νᾶας) корабль, судно: ναῦς μακρά Aesch. собир. (лат. navis longa) военный флот; ἐν νήεσσι или ἐν νηυσίν Hom. у кораблей (вытащенных на берег).

Greek (Liddell-Scott)

ναῦς: ἡ, (ἴδε κατωτ.), πλοῖον, Ὅμηρ., κλ.· ἐν νήεσσι ἢ ἐν νηυσίν, δηλ. ἐν τῷ στρατοπέδῳ ὅπερ ἐσχημάτιζον τὰ πλοῖα ἐξηγμένα εἰς τὴν παραλίαν, Ἰλ. Β. 688, Λ. 659 νῆες μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικὰ πλοῖα κατεσκευασμένα μακρὰ καὶ στενὰ κατὰ τὰ ἄκρα χάριν ταχύτητος, ἐν ᾧ τὰ ἐμπορικὰ ἦσαν στρογγύλα (νῆες στρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες), Ἡρόδ., κλ.· ναῦς κενάς, δηλ. ἄνευ πολεμιστῶν ἐν αὐταῖς, Δημ. 30. 4. ― ναῦς μακρά, περιληπτικῶς ἀντὶ νῆες μακραί, ὡς, ἡ ἵππος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 380. ― Ἀττ. κλίσ., ναῦς, νεώς, νηί, ναῦν: δυϊκ. γεν. καὶ δοτ. νεοῖν: πληθ. νῆες, νεῶν, ναυσί, ναῦς· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, οἷον παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ., ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ναῦς, νῆας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 170: γεν. νηῶν Λυσ. 131. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 5, 12. ― Ἐπικ. κλίσις, νηῦς, νηός, νηί, νῆα: πληθ. νῆες, νηῶν, νηυσὶ ἢ νήεσσι, νῆας (ἀλλ’ ὡσαύτως γεν. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. νεός, νέα [τὸ τελευταῖον εἶναι μονοσύλλ. ἐν Ὀδ. Ι. 283]: πληθ. νέες, νεῶν, νέεσσι, νέας)· μετὰ ἰδιαιτέρας Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν Ὀδ. Ξ. 498, καὶ συχνάκις ἐν Ἰλ.· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ὀνομ. νηῦς Μόσχ. 2. 60, νηῢς αὐτόθι 104, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 440. 17· αἰτ. ἑνικ. νηῦν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1358, καὶ πληθ. νῆας Δημοσθ. ὁ Βιθυνὸς παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἡραία· ― Ἰων. κλίσ., νηῦς, νεός, νηί, νέα: πληθ. νέες, νεῶν, νηυσί, νέας, Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. xl.· ― Δωρ. κλίσ., ναῦς, νᾱός, νᾱί, ναῦν: πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ (νάεσσι Πινδ. Π. 4. 98), νᾶας, Θεόκρ.· ― Τραγ. κλίσ. ναῦς, ναὸς ἢ νεώς, ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ἢ νεῶν, ναυσί, ναῦς, ― ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον νηὸς (Σοφ. Ἀποσπ. 699), νηὶ (Φιλ. 343, 891)· νῆες (Αἰσχύλ. Πέρσ. 417, Ἱκέτ. 734), νηῶν (Εὐρ. Ι. Τ. 1485). Ἐκ √ΝΑΥ ἢ ΝΑϜ, ἴσως συγγενοῦς τῷ νέω (νέϜ-ω), νεύσομαι, κολυμβῶ· ὅθεν καὶ ναύτης, ναυτίλος, ναῦλος, ναῦσθλον, ναυτία· προβλ. Σανσκρ. nâus, nâu-ka· Λατ. nav-is, nav-ita, nau-ta, nav-igo· Ἀρχ. Σκανδ. nau-st (statio navatis)· ὡσαύτως Ἀρχ. Γερμ. nach-o (nach-en), Ἀγγλο-Σαξον. nac-a).

English (Autenrieth)

see νηῦς.

English (Slater)

ναῦς (νᾶός, νᾶί, ναῦν, νᾶα; νᾶες, νᾶῶν, ναυσί(ν), νεσσι.) ship οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτἐν ναυσὶ κοίλαις (O. 6.10) ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας ναῶν πλόον εἶπε (O. 7.32) θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24) τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.4) Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ (O. 13.54) ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν (P. 1.74) καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον (P. 3.68) “ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων” (P. 4.25) “νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” (P. 4.56) “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” (P. 4.164) ναὸς Ἀργοῦς (P. 4.185) δεσπόταν λίσσοντο ναῶν Poseidon (P. 4.207) “βασιλεὺς ὅστις ἄρχει ναόςJason, master of the Argo (P. 4.230) πεντηκόντερον ναῦν (P. 4.245) (ἄνδρες), τοὺς Ἀριστοτέλης ἄγαγε ναυσὶ θοαῖς (P. 5.87) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν (P. 10.29) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (N. 6.55) θοαῖς ἂν ναυσὶ (N. 7.29) παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.5) ἆγε ἐν ναυσὶν Ἀλκμήνας τέκος (I. 6.30) ]χαν νᾶα κύματος ακ[ fr. 1a. 4. ]ναὶ μολόντας[ fr. 140a. 52 (26). τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 5. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. met., of the ship of song, ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)

English (Strong)

from nao or neo (to float); a boat (of any size): ship.

English (Thayer)

accusative ναῦν, ἡ (from ναῷ or νεώ, to flow, float, swim), a ship, vessel of considerable size: Homer down; the Sept. several times for אנִי and אנִיָה.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ναῦς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς)
πλοίο
νεοελλ.
μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού
μσν.
επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου
αρχ.
1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο
2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης
3. μτφ. α) ναός
β) εκκλησίασμα
4. (στους Πυθαγορείους) η ενότητα
5. φρ. α) «νῆες κεναί» — πλοία χωρίς πολεμιστές
β) «νῆες μακραί» — πολεμικά πλοία που ήταν μακρά και στενά για να είναι ταχύτερα
γ) «νῆες στρογγύλαι» — εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότατη ΙΕ λ. που διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσια σε πολλές ΙΕ γλώσσες (πρβλ. αρχ. ελλ. ναῦς, αρχ. ινδ. naus, περσ. nav, αρμ. naw, λατ. navis, αρχ. ιρλδ. nau κ.λπ.). Ο ΙΕ αρχικός τ. nāu-s δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, η δε κλίση του έχει επίσης, εν πολλοίς, διασωθεί στις επιμέρους ΙΕ γλώσσες
πρβλ. αιτ. εν. nāw-m, αρχ. ελλ. νῆ(F)-α, αρχ. ινδ. nāv-am (με το -m αναλογικώς προς άλλες αιτ. εν.), λατ. nav-em (απ' όπου υποχωρητικά σχηματίστηκε η τριτόκλιτη ονομ. εν. nav-is)
ονομ. πληθ. nāw-es, αρχ. ελλ. νῆ(F)-ες, αρχ. ινδ. nāv-as
αιτ. πληθ. nāw-ns, αρχ. ελλ. νῆ(F)-ας, αρχ. ινδ. nāv-as. Η γεν. πληθ. νεῶν < νη-ῶν (< νᾱ-ῶν) με βράχυνση φωνήεντος πριν από φωνήεν, ενώ η ονομ. πληθ. νέες < νῆες επίσης με βράχυνση ή αναλογικά προς τη γεν. νεῶν (πρβλ. βασιλέες). Η γεν. εν., τέλος, νεώς < νηός με αντιμεταχώρηση. Η λ. ναῦς εμφανίζεται ως α' συνθ. σε σύνθ. με τη μορφή ναυ- (< θ. ονομ.) και με τη μορφή ναυσι- (< θ. δοτ. πληθ. ναυσί). Επίσης εμφανίζεται και σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Ναυσικράτης, Ναυσιχάρης, Ναυσίας, Ναύσων). Το β' συνθετικό του ανθρωπωνυμίου Ναυσικᾶ δεν είναι σαφές. Κατά μία άποψη, το όνομα Ναυσικᾶ είναι υποκοριστικό ενός αμάρτυρου Ναυσικάστη.
ΠΑΡ. ναύτης
αρχ.
ναύσθλον, νήϊος, νηΐτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ναυ-) ναυαγός, ναυάρχης, ναύαρχος, ναυβάτης, ναύδετο(ν), ναύκληρος, ναυκράτης, ναυμάχος, ναυπηγός, ναύσταθμος, ναύφθορος
αρχ.
ναυβαρώ, ναυηγέτης, ναύκραρος, ναύμαχος, ναυμέδων, ναυπηγής, ναύπορος, ναυπόρος, ναύπρηστις, ναυπρύτανις, ναύσταθμον, ναύστολος, ναυφάγος, ναύφρακτος
νεοελλ.
ναύκλαστρο, ναυπάθεια. (Α' συνθετικό ναυσι-) ναυσιπόρος
αρχ.
ναυσιβάτης, ναυσίβιος, ναυσίδρομος, ναυσικλειτός, ναυσικλυτός, ναυσιπέδη, ναυσιπέρατος, ναυσίπομπος, ναυσίπορος, ναυσίστονος, ναυσιφθόρος, ναυσιφθόρητος, ναυσοίκητος
αρχ.-μσν.
ναυσίποδες
μσν.
ναυσίπλους
νεοελλ.
ναυσιβλάβεια. (Α συνθετικό νεω- < θ. γεν. νεώς) νεώριο(ν)
αρχ.
νεωλκός, νεωρός. (Α' συνθετικό -ναυς) αρχ. άναυς, ελέναυς, λιπόναυς, χιλιόναυς. (Β' συνθετικό -νεως) αρχ. λιπόνεως, περίνεως.

Greek Monotonic

ναῦς: ἡ (βλ. κατωτ.), πλοίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐν νήεσσι ή ἐν νηυσίν, στα πλοία, δηλ. στο στρατόπεδο που σχηματίζεται από τα αραγμένα στην παραλία πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· νῆες μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικά πλοία, τα οποία κατασκευάζονταν μακρόστενα στο σχήμα ώστε να αναπτύσσουν γρήγορα ταχύτητα, ενώ τα εμπορικά σκάφη (νῆεςστρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες) ήταν κατασκευασμένα στρογγυλά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Αττ. κλίση: ναῦς, νεώς, νηί, ναῦν, γεν. και δοτ. δυϊκ. νεοῖν, πληθ. νῆες, νεῶν, ναυσί, ναῦς· Επικ. κλίση: νηῦς, νηός, νηί, νῆα, πληθ. νῆες, νηῶν, νηυσί ή νήεσσι, νῆας, με μία ιδιαίτερη Επικ. γεν. και δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν· στη μεταγεν. Επικ., ονομ. νηῦς· Ιων. κλίση: νηῦς, νεός, νηί, νέα, πληθ. νέες, νεῶν, νηυσί, νέας· Δωρ. κλίση: ναῦς, νᾱός, νᾱΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ (ποιητ. νάεσσι), νᾶας· Τραγ. κλίση: ναῦς, ναός ή νεώς, ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ή νεῶν, ναυσί, ναῦς.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ship (Il.; details on the inflection in Schwyzer 578, with Sommer Μνήμης χάριν 2, 142ff.).
Other forms: (ep. Ion. νηῦς), νεώς (νηός, νεός, Dor. ναός), νηΐ (ναΐ), ναῦν (νῆα, νέα), pl. νῆες (νέες, να̃ες), νεῶν (νηῶν, ναῶν), ναυσί (νηυσί, νήεσσι), ναῦς (νῆας, νέας).
Compounds: Several compp., e.g. ναύ-αρχος ship-commander (IA.), νε-ώριον, νε-ωλκέω (s. v.); with dat. pl., e.g. ναυσί-κλυτος, -κλειτος famous for his ship (ep. poet. Od.; Leumann Hom. Wörter 37), ναυσί-πορος (X., Arist.) = ναύ-πορος (A., A. R.) sailed by ships; as 2. member a.o. in χιλιό-ναυς consisting of thousand ships (E., Str.); amalgamation with ία-suffix e.g. (πεντεκαι-) δεκα-να-ΐα f. fleet of fifteen/ten ships (Plb. resp. D.; Schulze Kl. Schr. 364). On ναυ-αγός, ναύ-κληρος s. v.
Derivatives: A. νήϊος, Dor. νάϊος (Il.), νηΐτης (νῃ̃της?; s. Redard 12 a. 43 w. n. a. lit.; Th., A. R.) consisting of ships, belonging to the ship. -- B. ναύτης, Dor. -τας (ναύστης pap. w. anal. -σ-; cf. Schwyzer 500) m. sailer, ship-passenger, (Il.) with several derivv: 1. f. ναῦτις, -ιδος adjunct of γυναῖκες (Theopomp. Com.), ναύτρια (Ar.Fr.825; Fraenkel Nom. ag. 1, 75; 2, 118); 2. ναυτ-εία f. shipping (hell. inscr. a. pap.), after στρατεία (: στρατεύω) a.o.; 3. ναυτ-ία (Arist., Aret.), Ion. ναυσίη (Semon.), seasickness, disgust (Scheller Oxytonierung 41) with ναυτι-ώδης prone to seasickness, sickening (medic., Plu.), ναυτ-ιάω be seasick, be disgusted (Att.; ναυτία partly backformation), -ιασμός = ναυτία (Hippiatr.); 4. ναυτ-ικός consisting of seamen, nautical also (referring to ναῦς) nautical (IA.; Chantraine Études 116ff.); 5. ναυτ-ίλος subst. m. a. adj. shipper, seaman, nautical (Hdt., trag.), also name of a mollusc, paper nautilus, Argonauta argo (Arist.; Thompson Fishes s.v.; on the formation Schwyzer 484 f., Chantraine Form. 248 f.); ναυτιλ-ία, -ίη navigation, sea-journey (θ 253; also connected with ναυτίλλομαι, Scheller Oxytonierung 35; cf. also Krarup Class. et Med. 10, 9), ναυτίλλομαι be sailor, sail (Od.); 6. Ναυτεύς m. PN (θ 112 beside πρυμνεύς; Wackernagel KZ 24, 297 = Kl. Schr. 758, Bosshardt 94). -- C. On ναῦλον and ναῦσθλον s. v.
Origin: IE [Indo-European] [755] *neh₂us ship
Etymology: Old IE word for ship, which is also found in Indo-Iran., Armen., Lat., Celt., Germ. and Illyr. The original inflection is in Greek as in Skt. and in Lat. largely preserved, e.g. ναῦς = Skt. náuṣ, IE *neh₂u-s; νῆ(Ϝ)α = Skt. nā́vam (with analog. -m), Lat. nāv-em (to which nom. navis), IE *neh₂u̯-m̥; νῆ(Ϝ)ες = Skt. nā́vas, IE *neh₂u̯-es, νῆ(Ϝ)ας = Skt. nā́v-as, IE *neh₂u̯-n̥s etc. -- Forms from other languages: Iran., e.g. NPers. nāv, Arm. naw (iran. LW [loanword]?), Celt., e.g. OIr. nau, Germ., e.g. OWNo. nōr m., Illyr. ON Nau-na, Nau-portus. Details in Schwyzer 578, W.-Hofmann s. navis, Mayrhofer s. náuḥ, Wackernagel -Debrunner III 217ff. On the laryngeals Szemerenyi KZ 73, 185ff. -- Lat. LW [loanword] nauta, nausea.

Middle Liddell


a ship, Hom., etc.; ἐν νήεσσι or ἐν νηυσίν at the ships, i. e. in the camp formed by the ships drawn up on shore, Il.; ναῦς μακραί, Lat. naves longae, ships of war, which were built long for speed, while the merchant-vessels (ναῦς στρόγγυλαι, γαῦλοι, ὁλκάδεσ) were round-built, Hdt., etc

Frisk Etymology German

ναῦς: {naũs}
Forms: (ep. ion. νηῦς), νεώς (νηός, νεός, dor. ναός), νηΐ (ναΐ), ναῦν (νῆα, νέα), pl. νῆες (νέες, να̃ες), νεῶν (νηῶν, ναῶν), ναυσί (νηυσί, νήεσσι), ναῦς (νῆας, νέας)
Grammar: f.
Meaning: Schiff (seit Il.; weitere Einzelheiten zur Flexion bei Schwyzer 578, dazu Sommer Μνήμης χάριν 2, 142ff.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. ναύαρχος Schiffsbefehlshaber (ion. att.), νεώριον, νεωλκέω (s. bes.); mit Dat.pl., z.B. ναυσίκλυτος, -κλειτος schiffsberühmt (ep. poet. seit Od.; Leumann Hom. Wörter 37), ναυσίπορος (X., Arist. u.a.) = ναύπορος (A., A. R.) von Schiffen befahren; als Hinterglied u.a. in χιλιόναυς aus tausend Schiffen bestehend (E., Str.); Zusammenschweißung mit ία-Suffix z.B. (πεντεκαι-) δεκαναΐα f. ‘Flotte von (fünf)zehn Schiffen’ (Plb. bzw. D.; Schulze Kl. Schr. 364). Zu ναυαγός, ναύκληρος s. bes.
Derivative: Ableitungen: A. νήϊος, dor. νάϊος (ep. poet. seit Il.), νηΐτης (νῇτης?; s. Redard 12 u. 43 m. A. u. Lit.; Th., A. R.) aus Schiffen bestehend, zum Schiff gehörig. — B. ναύτης, dor. -τας (ναύστης Pap. m. anal. -σ-; vgl. Schwyzer 500) m. Schiffer, Seemann, Schiffspassagier, (seit Il.) mit mehreren Ableitungen: 1. f. ναῦτις, -ιδος Beiw. von γυναῖκες (Theopomp. Kom.), ναύτρια (Ar.Fr.825; Fraenkel Nom. ag. 1, 75; 2, 118); 2. ναυτεία f. Schiffahrt (hell. Inschr. u. Pap.), nach στρατεία (: στρατεύω) u.a.; 3. ναυτία (Arist., Aret. u.a.), ion. ναυσίη (Semon.), Seekrankheit, Ekel (Scheller Oxytonierung 41) mit ναυτιώδης zur Seekrankheit geneigt, ekelhaft (Mediz., Plu.), ναυτιάω ‘die Seekrankheit haben. Ekel empfinden’ (att.; ναυτία wenigstens teilweise Rückbildung), -ιασμός = ναυτία (Hippiatr.); 4. ναυτικός aus Seeleuten bestehend, zu Seeleuten auch (auf ναῦς bezogen) zur Schiffahrt gehörig (ion. att.; Chantraine Études 116ff.); 5. ναυτίλος Subst. m. u. Adj. Schiffer, Seemann, zur Schiffahrt gehörig (Hdt., Trag.), auch Bez. eines Mollusken, Papierboot, Argonauta argo (Arist. u.a.; Thompson Fishes s.v.; zur Bildung Schwyzer 484 f., Chantraine Form. 248 f.); davon ναυτιλία, -ίη Schiffahrt, Seereise (vorw. ep. ion. poet. seit θ 253; auch auf ναυτίλλομαι bezogen, Scheller Oxytonierung 35; vgl. noch Krarup Class. et Med. 10, 9), ναυτίλλομαι Seemann sein, segeln (vorw. ep. ion. poet. seit Od.); 6. Ναυτεύς m. PN (θ 112 neben πρυμνεύς u.a.; Wackernagel KZ 24, 297 = Kl. Schr. 758, Bosshardt 94). — C. Zu ναῦλον und ναῦσθλον s. bes.
Etymology: Altes idg. Wort für Schiff, Boot, das auch im Indoiran., Armen., Lat., Kelt., Germ. und Illyr. zu belegen ist. Die ursprüngliche Flexion ist im Griech. wie im Altind. und im Lat. in weitem Umfang noch erhalten, z.B. ναῦς (mit Kürzung des Langdiphthongs) = aind. náuṣ, idg. *nāu-s; νῆ(ϝ)α = aind. nā́vam (mit analog. -m), lat. nāv-em (wozu Nom. nāvis), idg. *nāu̯-; νῆ(ϝ)ες = aind. nā́vas, idg. *nāu̯-es, νῆ(ϝ)ας = aind. nā́v-as, idg. *nāu̯-n̥s usw. — Formen aus anderen Sprachen: iran., z.B. npers. nāv, arrn. naw (iran. LW?), kelt., z.B. air. nau, germ., z.B. awno. nōr m., illyr. ON Nau-na, Nau-portus. Weitere Einzelheiten zur vergl. Flexion m. Lit. bei Schwyzer 578, W.-Hofmann s. nāvis, Mayrhofer s. náuḥ, Wackernagel -Debrunner III 217ff. (sehr reichhaltig). Laryngalbetrachtungen bei Szemerenyi KZ 73, 185ff. (m. Lit.). — Lat. LW nauta, nausea.
Page 2,292-293

Chinese

原文音譯:naàj 腦士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:船舶
字義溯源:船;源自(Ναχώρ)X*=漂浮)
同源字:1) (ναυαγέω)船被破毀 2) (ναύκληρος)船長 3) (ναῦς)船 4) (ναύτης)船員
同義字:1) (ναῦς)船 2) (πλοιάριον)小船 3) (πλοῖον)船,帆船 4) (σκάφη)輕舟
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 船(1) 徒27:41

Mantoulidis Etymological

-νεώς(=πλοῖο). Ἀπό ρίζα ναυ- ἤ ναϝ-, ἴσως συγγενική μέ τό νέω (=κολυμπῶ) ἤ μέ τό νήχω (=κολυμπῶ). Λατιν. navis -is.
Παράγωγα: ναῦλος καί ναῦλον, ναυλόω -ῶ, ναύτης, ναυτία, ναυτιάω, ναυτικός, ναυτίλλομαι (=ταξιδεύω στή θάλασσα), ναυτίλος, ναυτιλία καί τά σύνθετα: ναυαγός, ναυαγῶ, ναυαγία, ναυάγιον, ναύαρχος, ναυαρχῶ, ναυαρχία, ναυαρχίς, ναυβάτης, ναύκληρος, ναυκληρία, ναυκληρῶ, ναύκραρος, ναυκρατῶ, ναυκράτης, ναυλοχῶ, ναύλοχος, ναυμαχῶ, ναύμαχος, ναυμαχία, ναυμαχικός, ναυμαχητέον, ναυμαχησείω (ἐφετικό), ναυπηγῶ, ναυπηγός, ναυπηγία, ναυπηγήσιμος, ναυπηγικός, Ναύπακτος, ναυσίπλοος, ναυσίπορος (=πλωτός), ναύσταθμος (=λιμάνι), ναυστολῶ (=μεταφέρω στή θάλασσα), ναύφρακτος (=ζωσμένος μέ πλοῖα), νεωλκῶ, νεωλκός, νεωρός, νεώριον, νεώσοικος, ναύφθορος, ον (=αὐτός πού ναυάγησε).

Translations

ship

Abkhaz: аӷба; Afrikaans: skip; Aghwan: 𐕎𐔽𐔰; Albanian: anije; Ambonese Malay: kapal; Amharic: መርከብ, ላከ; Arabic: سَفِينَة‎; Gulf Arabic: سَفينة‎; Armenian: նավ; Old Armenian: նաւ; Assamese: জাহাজ; Assyrian Neo-Aramaic: ܣܦܝܼܢ݇ܬܵܐ‎, ܓܵܡܝܼ‎; Asturian: barcu; Azerbaijani: gəmi; Baluchi: جہاز‎; Bashkir: карап; Basque: itsasontzi; Belarusian: карабе́ль, су́дна; Bengali: জাহাজ; Brahui: جاز‎; Bulgarian: ко́раб, парахо́д; Burmese: သင်္ဘော; Catalan: vaixell, nau; Chechen: кема; Cherokee: ᏥᏳ; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 船舶; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: карап; Crimean Tatar: gemi; Czech: loď; Danish: skib; Dutch: schip; Elfdalian: stjipp; Erzya: иневенч; Esperanto: ŝipo; Estonian: laev; Faroese: skip; Finnish: laiva; French: vaisseau, bateau, navire; Friulian: nâf, nâv; Galician: navío, nave, barcia, beote, vaixel; Georgian: გემი, ხომალდი; German: Schiff; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: πλοίο, καράβι; Ancient Greek: ναῦς, πλοῖον; Greenlandic: umiarsuaq; Gujarati: જહાજ; Hawaiian: moku; Hebrew: סְפִינָה‎, אֳנִיָּה \ אונייה‎; Hindi: पोत, जहाज़, जलयान; Hungarian: hajó; Icelandic: skip; Indonesian: kapal; Inuktitut: ᐅᒥᐊᕐᔪᐊᖅ; Irish: long, árthach; Italian: nave, bastimento, vascello, transatlantico, piroscafo, naviglio, battello; Japanese: 船, 船舶; Javanese: kapal; Kalmyk: керм; Kannada: ನೌಕೆ; Karelian: laiva; Kashmiri: जहाज़; Kazakh: кеме; Khmer: កប៉ាល់, នាវា, សំពៅ; Korean: 배, 선박(船舶), 선(船); Kurdish Central Kurdish: که‌شتی‎, گه‌می‎; Northern Kurdish: keştî, gemî; Kyrgyz: кеме; Ladino: nave, vapor; Lao: ກຳປັ່ນ, ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: kuģis; Lezgi: гими; Lithuanian: laivas; Lombard: nav; Low German German Low German: Schipp; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲᦉᦗᧁ; Macedonian: брод, лаѓа, кораб; Maguindanao: kapal; Malay: kapal; Malayalam: കപ്പല്‍, നൌക; Maltese: vapur; ġifen; Manx: lhong; Maori: kaipuke; Maranao: kapal; Marathi: जहाज; Mon: က္ၜၚ်; Mongolian Cyrillic: усан онгоц, онгоц, хөлөг; Uyghurjin: ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠬᠥᠯᠭᠡ; Nahuatl Central: acalli; Classical: acalli; Navajo: tsin naaʼeeł; Neapolitan: barca; Nepali: जहाज; Ngazidja Comorian: meli; Nogai: кеме; North Frisian: schap; skap, Skep; Northern Sami: skiipa, láivi; Norwegian Bokmål: skip; Nynorsk: skip; Occitan: nau, vaissèl; Old Church Slavonic Cyrillic: корабл҄ь, корабь; Old East Slavic: корабль; Old English: sċip; Old High German: skif; Oriya: ଜାହାଜ; Oromo: doonii; Ossetian: науӕ, нау; Ottoman Turkish: گمی‎; Palauan: diall; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ‎, کيښتۍ‎, بېړۍ‎, ابګوټ‎; Persian: کشتی‎, ناو‎, جهاز‎, سماری‎; Polish: statek, okręt, korab; Portuguese: navio; Punjabi: ਜਹਾਜ਼, ਨਾਵ; Shahmukhi: جہاز‎; Romanian: navă, corabie, vas; Romansch: nav, bartga, bastiment; Russian: корабль, судно, пароход; Rusyn: корабе́ль; Sanskrit: नौ, नाव, पोत; Santali: ᱡᱟᱦᱟᱡᱽ; Scots: gailey; Scottish Gaelic: long; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, ла̑ђа, ко̏раб/кора̑б, ко̏рабаљ/ко̏ра̄баљ; Roman: brȏd, lȃđa, kȍrāb/korȃb, kȍrābalj/korȃbalj; Silesian: statek; Sindhi: جہاز‎; Sinhalese: නැව; Slovak: loď; Slovene: ladja; Somali: markab; Sorbian Lower Sorbian: łoź; Upper Sorbian: łódź; Southern Altai: кереп; Spanish: barco, buque, nave; Sranan Tongo: sipi; Swahili: meli, jahazi; Swedish: skepp, fartyg; Tabasaran: гими; Tagalog: barko, daong; Tajik: киштӣ, сафина; Tamil: கப்பல்; Tatar: кораб; Telugu: ఓడ, నావ, నౌక; Thai: เรือ, กำปั่น; Tibetan: གྲུ་གཟིངས; Tigrinya: መርከብ; Tok Pisin: sip; Turkish: gemi; Turkmen: gäämi, gämi, korabl, parohod; Udmurt: корабль; Ugaritic: 𐎀𐎐𐎊𐎚; Ukrainian: корабе́ль, судно́; Urdu: جہاز‎, پوت‎; Uyghur: پاراخوت‎, كېمە‎; Uzbek: kema, paroxod; Vietnamese: tàu thuỷ, tàu; Volapük: naf; Waray-Waray: barko; Welsh: llong; Yakut: хараабыл; Yiddish: שיף‎; Zhuang: ruz