ἰθύς
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
(A) [ῑ], ἰθεῖα, ἰθύ, Ion. fem. A ἰθέα Hdt.2.17, Eus.Mynd.63 (but ἰθείης, ἰθείῃ, ἰθείαν are prob. in oblique cases)† Comp. ἰθύντερος Hdn.Gr.2.927: Sup. ἰθύντατος or ἰθύτατος (v. infr.):—Ion. and Ep. form of Att. εὐθύς: 1 straight, used by Hom. in this sense only in Adv. ἰθύς (infr. ΙΙ); ἰθείῃ τέχνῃ straightway, forthwith, Hdt.9.57; ἰθέα ὁδός Id.2.17; ἰθεῖαν (sc. ὁδόν) straight on, Id.7.193; ἐκ τῆς ἰθείης outright, openly, Id.2.161, al.; ἰ. ἀτραπός Nic.Th.265, cf. AP10.3; ἰθύντατον ἴχνος D.P.651; γραφίδες ἰθύταται AP6.63 (Damoch.); ἰθύτατον ὄρος steepest, App.Hisp.1. 2 in moral sense, straight-forward, just, εἰ δ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς δικάσω, . . ἰθεῖα γὰρ ἔσται [ἡ δίκη] Il.23.580; ἰθείῃσι δίκῃσιν h.Cer.152, Hes.Th.86, cf.Op.36; opp. σκολιαὶ δίκαι, ib.224: in Sup. Adv., δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν to give judgement the most fairly, Il. 18.508; later οὔποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα πέφυκεν Thgn.535; πρήξιες ἰθύτεραι Id.1026; Δίκα ἰθεῖα B.14.54; ἰθύς τε καὶ δίκαιος Hdt.1.96; λόγος ἰθύς ib.118. II ἰθύς, or less freq. ἰθύ, as adverb, straight at, mostly c. gen. objecti, βῆ ῥ' ἰθὺς Διομήδεος Il.5.849, cf. 16.584; ἰθὺς κίεν οἴκου went straight towards the dwelling, 24.471, cf. Od.15.511; ἰθὺ βέλος πέτετ' οὐδ' ἀπολήγει Il.20.99; ἔπλεε ἰθὺ τοῦ Ἴστρου Hdt.4.89; ἰθὺ τῆς ἀρχῆς τῆς Τομύριος 1.207, cf. 6.95, al.; ἰθὺ βαδίζειν Semus 20; ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἔκιον Il.12.137; ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης Hdt.5.64. 2 abs., ἰθὺς φρονέων resolving to go straight on, Il.12.124, cf. 13.135; ἰθὺς μεμαώς 11.95, etc.; of a bird's flight, SIG1167.7 (Ephesus, vi B.C.); ἰθὺς μαχέσασθαι to fight face to face, Il.17.168; μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον 5.506; also τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ (v.l. πρὸς ἰθύν, cf. sq.) he fronted him face to face, 14.403; κατ' ἰθὺ γούνασιν opposite, i.e. vertically below, the knees, Hp.Off.3; of time, straightway, Hdt.3.58. 3 regul. Adv. ἰθέως Id.2.121.β, al.; πλέειν ἰθέως ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον Id.8.108.
(B) [ῑθῡ], ἡ, used by Hom. only in acc. ἰθύν: 1 ἀν' ἰθύν,= against, πρὸς ῥόον ἀΐσσοντος ἀν' ἰθύν against the stream, Il.21.303; ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν' ἰθὺν πειρήσαντο in throwing straight upwards, Od. 8.377; πρὸς ἰθύν v.l. in Il.14.403. 2 enterprise, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ' ἰθύν Od.4.434; ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε Il.6.79; γυναικῶν γνώομεν ἰθύν their mood, designs, Od.16.304; ἐμὴν ἰ. dub. in h.Ap.539.
German (Pape)
[Seite 1246] -ύος, ἡ, nur im acc. sing. vorkommend, das grade darauf Losgehen, grader Angriff, ἑταίρους, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ' ἰθύν Od. 4, 434; übh. Unternehmung, ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰθύν ἐστε, μάχεσθαί τε φρονέειν τε Il. 6, 79; Verlangen, Wunsch, Neigung, Od. 16, 304; h. Ap. 549; – ἀν' ἰθύν, grad aufwärts, in die Höhe, Il. 21, 303 Od. 8, 377. εῖα (auch ἰθέα, Her. 2, 17), ύ, ion. u. ep. = εὐθύς, gerade, gerade entgegengerichtet; ἔγχος, βέλος, Il. 14, 403. 20, 99; sp. D.; εἰς Ἀΐδην ἰθεῖα κατήλυσις Ep. ad. 443 (X, 3); übertr., gerade, gerecht, aufrichtig, wahrhaft; ἡ ἰθεῖα, sc. δίκη, der gerechte Richterspruch; δίκαι ἰθεῖαι, im Gegensatz der σκολιαί, Hes. O. 224, vgl. Tb. 86; so auch δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν, am gerechtesten Recht sprechen, Il. 18, 508; ἰθείῃ τέχνῃ Her. 9, 57; λόγος 1, 118; ἰθὺς καὶ δίκαιος ἀνήρ 1, 96; den compar. ἰθύντερος erwähnt Hdn. περὶ μον. λ. p. 21; superl. ἰθύτατος, App. Hisp. 1. – Adverbial, τὴν ἰθεῖαν, sc. ὁδόν, grades Weges, z. B. ἔπλεον Her. 7, 193; vgl. Nic. Th. 265. 481; ähnl. ἐκ τῆς ἰθείης, z. B. ἀπέστησαν, στρατὸν ἐπ' αὐτὸν πέμπειν, gradezu, ganz offen, ohne Rückhalt, Her. 2, 161. 3, 127. – Adv. ist ἰθύς, gradeaus, grade darauf zu, oft bei Hom., gew. bei Verbis der Bewegung mit dem gen., ἢ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο Od. 15, 511, ἰθὺς κίεν οἴκου, grade auf das Haus zu oder grade hinein, Il. 24, 471; vom Angreifen, ἃς ἰθὺς Λυκίων, Πατρόκλεις, ἔσσυο καὶ Τρώων Il. 16, 584, ἰθὺς Δαναῶν ἴομεν, laßt uns gegen die Danaer grade anrücken, 17, 340, öfter; auch ἰθὺς πρὸς τεῖχος, 12, 137; ohne Casus, οἱ δ' ἰθὺς ἐφρόνεον, 13, 135, sie wollten grade vorwärts, ἰθὺς μαχέσασθαι 17, 168, grad entgegen kämpfen, ἰθὺς τετραμμένος 227, grade gegen ihn gewendet. Bei Her. so ἰθύ, z. B. ἰθὺ τοῦ Ἴστρου ἔπλεον 2, 119; κατ' ἰθύ, grade gegenüber, 9, 51. S. auch das Folgde.
French (Bailly abrégé)
1εῖα, ύ;
I. qui va en droite ligne, droit, direct :
1 droit en longueur : ἰθεῖαν (s.e. ὁδόν) HDT ou ἐκ τῆς ἰθείης HDT en droite ligne, directement ; πρὸς ἰθύ IL, κατ’ ἰθύ HDT en droite ligne, face à face;
2 droit en hauteur;
II. fig. droit, sans détour, juste, équitable : ἰθεῖα (s.e. δίκη) IL jugement droit, équitable ; ἡ ἰθεῖα IL justice équitable ; avec un gén. : ἰθείη Διός ESCHL par la justice de Zeus ; en parl. de pers. ἰθύς τε καὶ δίκαιος HDT droit et juste.
Étymologie: R. Ἰ, aller.
2adv.
1 en droite ligne, directement : ἰθὺς μάχεσθαι IL combattre face à face ; ἰθὺς φρονεῖν IL être résolu à marcher droit (à l'ennemi) ; avec le gén. : ἰθὺς Δαναῶν IL droit aux Grecs ; ἰθὺς τοῦ Ἴστρου HDT droit à l'Ister ; ἰθὺς πρὸς τεῖχος IL droit au mur ; ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης HDT droit sur la Thessalie;
2 avec idée de temps tout de suite, aussitôt;
3 au sens moral avec droiture : δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν IL prononcer un jugement d'une souveraine équité.
Étymologie: ἰθύς¹.
3ύος (ἡ) :
seul. acc. sg. ἰθύν;
I. course en ligne droite : ἀν’ ἰθύν IL droit devant (lui), de front;
II. effort direct vers, d'où
1 entreprise;
2 direction, sentiments.
Étymologie: R. Ἰ, aller ; ἰθύς¹ et ἰθύς².
Russian (Dvoretsky)
ἰθύς: II adv.
1 прямо, напрямик: ἰ. φρονεῖν Hom. устремляться прямо (вперед), рваться вперед; ἰ. μεμαώς Hom. ворвавшийся;
2 прямо напротив, лицом к лицу (μαχέσασθαι Hom.): ἰ. φέρειν χαλκόν Hom. прямо выступить с оружием;
3 тотчас же: ἰ. ἡ Πυθίη λέγει τάδε Her. Пифия сразу же говорит следующее; οὔτε τότε ἰ. οὔτε τῶν Σαμίων ἀπιγμένων Her. ни тотчас же, ни по прибытии самийцев.
III praep. cum gen. (тж. с πρός или ἐπί) прямо к, прямо в, прямо на: ἰ. Δαναῶν Hom. прямо на данайцев; ἰ. πρὸς τεῖχος Hom. прямо к крепостной стене; ἰ. ἐπὶ Θεσσαλίης Her. прямо (или немедленно) в Фессалию.
ἡ (только acc. sing. ἰθύν)
1 верх, высь: ἀν᾽ ἰθύν Hom. вверх, ввысь, высоко; σφαίρῃ ἀν᾽ ἰθὺν πειρᾶσθαι Hom. состязаться в бросании мяча вверх;
2 стремление, намерение, предприятие (γνῶναι ἰθύν τινος Hom.): οἷσι πεποίθεα πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν Hom. (товарищи), которые, я был уверен, готовы на любое дело; ἄριστοι πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε Hom. вы - лучшие во всех делах брани и совета.
ἰθεῖα (ион. тж. ἰθέα), ἰθύ (ῑθ)
1 прямой, прямолинейный (ὁδός Her.; κατήλυσις εἰς Ἀΐδην Anth.);
2 прямой, открытый, решительный: ἰθέῃ τέχνῃ ἀπολιπεῖν τινα Her. решительным образом (т. е. открыто) покинуть кого-л.;
3 прямой, честный, правдивый (λόγος Her.);
4 справедливый (δίκη Hom., Hes.; ἀνήρ Her.). - см. тж. ἰθεῖα, ἰθεῖαν, ἰθύ.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύς: ἰθεῖα, ἰθύ, θηλ. ἰθέα Ἡρόδ. 2. 17, ἂν καὶ ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσιν ἔχει ἰθείης, ῃ, αν. ῑ πλὴν ἐν τῷ Ἐπικ. συνθέτῳ ἰθαιγενής, Ὀδ. Ξ. 203. Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπος τοῦ Ἀττ. εὐθύς, «ἴσιος». 1) εὐθύς, κατ’ εὐθεῖαν, Λατ. rectus, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μόνον ἐν τῷ Ἐπιρρ. ἰθὺς (κατωτ. ΙΙ)· ἰθείῃ τέχνῃ, κατ’ εὐθεῖαν, ἀμέσως, Ἡρόδ. 9. 57· ἰθέα ὁδὸς 2. 17· ἰθεῖαν (δηλ. ὁδόν), κατ’ εὐθεῖαν, Λατ. recla (δηλ. via), 7. 193· ἐκ τῆς ἰθέης, ἀπ’ εὐθείας, φανερά, 2. 161., 9. 37· κατ’ ἰθὺ εἶναι, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, 9. 51· ἰθ. ἀτραπὸς Νικ. Θηρ. 265, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 3· ἰθύντατον ἴχνος Διον. Π. 651· γραφίδες ἰθύταται Ἀνθ. Π. 6. 63· ἰθύτατον ὄρος, καθ’ ὑπερβολὴν ἀπότομον, Ἀππ. Ἰβηρ. ἐν ἀρχῇ. 2) τὸ ἐπίθ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, εὐθύς, δίκαιος, εἰ δ’ ἄγ’ ἐγὼν αὐτὸς δικάσω, … ἰθεῖα γὰρ ἔσται ἡ δίκη Ἰλ. Ψ. 580 (ἐντεῦθεν, ἐν Αἰσχύλ. Ἰκ. 84, ὁ Ἕρμανος ἀναγινώσκει, ἰθείη Διός· πρβλ. Ἡσύχ., «ἰθεῖα· δικαιοσύνη»)· διακρινώμεθα νεῖκος ἰθείῃσι δίκαις Ἠσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 36· ἀντίθετον τῷ σκολιαὶ δίκαι αὐτόθι 219, 222, Θεογ. 86· οὕτως ἐν τῷ Ὑπερθ. Ἐπιρρ., δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν, κρῖναι δικαιότατα, Ἰλ. Σ. 508· οὕτω καὶ ἀκολούθως, ἰθεῖα κεφαλὴ Θέογν. 535· πρήξιες ἰθύτεραι ὁ αὐτ. 1020· ἰθύς τε καὶ δίκαιος Ἡρόδ. 1. 96· λόγος ἰθὺς αὐτόθι 118. ΙΙ. ἰθύς, ἢ σπανιώτερον, ἰθύ, ὡς Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν πρός, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. ἀντικειμένου, αὐτὰρ ὁ βῆ ῥ’ ἰθὺς Διομήδεος Ἰλ. Ε. 849· ἰθὺς Δαναῶν Ρ. 340· ἰθὺς Λυκίων... ἔσσυο καὶ τρώων Π. 584· ἰθὺς κίεν οἴκου, ὑπῆγε κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸν οἶκον (δηλ. τὴν κλισίην, σκηνὴν τοῦ Ἀχιλλέως), Ω. 471, πρβλ. Ὀδ. Ο. 511· τοῦ γ’ ἰθὺ βέλος πέτετ’ οὐδ’ ἀπολήγει Ἰλ. Υ. 99· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἰθὺ τοῦ Ἴστρου 4. 89· ἰθὺ τῆς ἀρχῆς τῆς Τομύριος 1. 207, πρβλ. 6. 95, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως, ἰθὺς πρὸς τεῖχος Ἰλ. Μ. 137· ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης Ἡρόδ. 5. 64. 2) ἀπολ., τῇ ῥ’ ἰθὺς φρονέων ἵππους ἔχε, «ἐκεῖσε δὴ κατ’ εὐθὺ ἐπὶ φρονήματι ἐπαιρόμενος ἤλαυνε τοὺς ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 124, Ν. 135· ἰθὺς μεμαὼς Λ. 95, κτλ.· ἰθὺς μαχέσασθαι, «ἐπ’ εὐθείας μάχεσθαι» (Θ. Γαζῆς), Ρ. 168· οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον, «οἱ δὲ (ἀναβάται) τὴν τῶν χειρῶν ἰσχὺν εὐθὺ τῶν ἐναντίων ἔφερον» (Θ. Γαζῆς), Ε. 506, πρβλ. Υ. 108· ἐπεὶ τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ, δηλ. ἐπεὶ προσετέτραπτό οἱ ἰθύ, ἀντεμετώπισεν αὐτόν· ἐστράφη ἐναντίον του πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, Ἰλ. Ξ. 403· - ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, ἀμέσως, Ἡρόδ. 3. 58. 3) ἰθέως, Ἐπίρρ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., κατὰ τὸν αὐτὸν ἀκριβῶς τρόπον, 2. 121, 2. κτλ.· ἰθέως ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον 8. 108.
Greek Monolingual
(I)
ἰθύς, -εῖα, -ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ)
1. ευθύς, ίσιος
2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής
μσν.
φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» — επί του θέματος
αρχ.
1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ
α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου
β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς
2. (το θηλ. στην αιτ. ως επίρρ.) ἰθεῖαν
κατευθείαν
3. φρ. α) «ἰθέῃ τέχνῃ» — αμέσως, ευθύς
β) «ἐκ τῆς ἰθείης» — απευθείας, φανερά, στα ίσα.
επίρρ...
ἰθέως (Α)
1. (για τόπο) κατευθείαν
2. (για χρόνο) αμέσως, χωρίς χρονοτριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἰθύς συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με αρχ. ινδ. sādhu- «ευθύς, δίκαιος», sādhati, sādhnoti «πετυχαίνω τον στόχο μου» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα seidh-, sīdh- «πετυχαίνω κατευθείαν τον στόχο μου». Ο τ. ἰθύς, όπως και το εὐθύς με το οποίο συνδέεται, χρησιμοποιήθηκε και ως επίρρ. αντί τών σπανιότερων τ. ἰθύ, ἰθέως. Ο τ., τέλος, του υπερθ. του επιρρ. ἰθύντατα πιθ. να σχηματίστηκε κατά το ρ. ιθύνω.
ΠΑΡ. ιθύνω
αρχ.
ιθύς (η), ιθύτης, ιθύω.
ΣΥΝΘ. ιθύφαλλος
αρχ.
ιθύβιος, ιθυβόλος, ιθύγραμμος, ιθυδίκης, ιθύδικος, ιθυδρόμος, ιθύθριξ, ιθυκέλευθος, ιθυκρήδεμνος, ιθυκτέανος, ιθυκυφής, ιθύκυφος, ιθύλορδος, ιθυμάχος, ιθύνους, ιθυπόρος, ιθυπτίων, ιθύρροπος, ιθυσκόλιος, ιθυτενής, ιθυτμής, ιθύτομος, ιθύτονος, ιθυτρεχής, ιθυφανής, ιθύφρων, ιθυωρίη].
(II)
ἰθύς, -ύος, ἡ (Α)
1. πορεία σε ευθεία γραμμή
2. (γενικώς) πορεία
3. πράξη που απαιτεί ταχεία εκτέλεση
4. κλίση, διάθεση, επιθυμία
5. φρ. «ἀν' ἰθύν» — κατευθείαν προς τα πάνω, ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἰθύς, από το οποίο διαφοροποιείται (το ἰθύς, η δεν αποτελεί δηλ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ἰθύς) λόγω του μακρού -υ- της λ. έναντι του βραχέος του επιθ.].
Greek Monotonic
ἰθύς: ἡ, μόνο στην αιτ. ἰθύν·
1. λέγεται για ευθεία πορεία· ἀν' ἰθύν, = ἀν' ὀρθόν, κατευθείαν προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ.
2. λέγεται για επιχείρηση, ενέργεια που απαιτεί ταχεία εκτέλεση, πᾶσαν ἐπ' ἰθύν, στον ίδ.· γυναικῶν γνώομεν ἰθύν, σε Ομήρ. Οδ.
• ἰθύς: ἰθεῖα, ἰθύ, Ιων. θηλ. ἰθέα, Ιων. αντί εὐθύς·
I. 1. λέγεται για κίνηση, ίσιος, ευθύς, Λατ. rectus, χρησιμ. από τον Όμηρ., με αυτή τη σημασία μόνο, στο επίρρ. ἰθύς(βλ. κατωτ. II)· ἰθείῃ τέχνῃ, κατ' ευθείαν, αμέσως, σε Ηρόδ.· ἰθεῖαν (ενν. ὁδόν), κατ' ευθείαν, Λατ. recta (ενν. via), στον ίδ.· ἐκ τῆς ἰθείης (ενν. ὁδοῦ), απευθείας, φανερά, στον ίδ.· κατ' ἰθὺ εἶναι, κατευθείαν απέναντι, στον ίδ.
2. με θετική σημασία, ευθύς, δίκαιος, ακριβής, τίμιος, ἰθεῖαγὰρ ἔσται (ἡ δίκη), σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθείῃσι δίκῃσιν, σε Ησίοδ.· ομοίως στον υπερθ., ως επίρρ., δίκηνἰθύντατα εἰπεῖν, αποφαίνομαι δικαιότατα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πρήξιες ἰθύτεραι [ῠ], σε Θέογν.· ἰθύς τε καὶ δίκαιος, σε Ηρόδ.
II. 1. ἰθύς, ή σπανιότερα ἰθύ, ως επίρρ., κατευθείαν προς· με γεν. αντικ., ἰθὺς Δαναῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθὺς κίεν οἴκου, πήγε κατευθείαν προς τον οίκο (δηλ. τη σκηνή του Αχιλλέα), στο ίδ.· ἰθὺ τοῦ Ἴστρου, σε Ηρόδ.· επίσης, ἰθὺς πρὸς τεῖχος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης, σε Ηρόδ.
2. απόλ., ἰθὺς φρονέων ἵππους εἴχε, κατηύθυνε τα άλογα αποφασίζοντας να πάει κατευθείαν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθὺςμαχέσασθαι, παλεύοντας σώμα με σώμα, εκ του συστάδην, απευθείας, στο ίδ.· ἐπεὶ τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ,, αφού τον αντιμετώπισε πρόσωπο με πρόσωπο, στο ίδ.· λέγεται για τον χρόνο, αμέσως, σε Ηρόδ.
3. ἰθέως, κανονικό επίρρ., σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: straight, just, also adv. (beside rare ἰθύ, ἰθέως) straightforward (Il.; cf. on εὑθύς); superl. ἰθύντατα (Hom.; after ἰθύνω?, diff. Schwyzer 534).
Compounds: Often as 1. member (s. Strömberg Prefix Studies 156), e. g. ἰθυ-ωρίη, see on εὑθυωρία. ἰθυ-βέλεια epithet of Artemis whose arrows go straight (ZPE 88, 1991, 70 l. 11, Ia).
Derivatives: 1. ἰθύς f. straight direction, enterprise, only in acc. ἀν' ἰθύν, πᾶσαν ἐπ' ἰθύν etc. (Hom.); for the explanation Schwyzer 463 w. n. 8, Frisk Eranos 43, 221. 2. ἰθύτης f. id. (Aret.). Denomin. verbs: 1. ἰθύω, aor. ἰθῦσαι, also with ἐπι-, go straight, be eager, desire (Il.); 2. ἰθύνω, aor. ἰθῦναι, pass. ἰθυνθῆναι, also with prefix, δι-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-ιθύνω etc., make straight, direct, steer, lead (Il.; Schwyzer 733) with ἰθυντήρ who steers, leader (Theoc., A. R.), f. ἰθύντειρα (Orph. A. 352), adj. -τήριος steering, leading (S. Ichn. 73); also ἰθύντωρ (Orph.), ἰθύντης (H.) id.; postverbal ἴθυνα = εὔθυνα (Chios V-IVa).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The comparison with Skt. sādhú- straight, just (beside sā́dhati, sādhnoti come to a goal) with Skt. zero grade in sídhyati id., ptc. siddha-, gives *s(e)Hdh-; Pok. 892. (Earlier reconstructions with a long diphtong can now be forgotten.) Here perhaps also Arm. aǰ dexter, straight < *seh₂dhi̯o-, poss. *sHdhi̯o- (Lidén Armen. Stud. 75f.). Older lit. in Bq. Wrong Sommer IF 11, 208, Wood ClassPhil. 7, 324, id. Mod. langu. notes 18, 13f. From this form the Greek forms cannot be explained. A Cret. fem. εἰθεῖα confirmes a form *εἰθύς, Lamberterie (1990) 287f. Cf. εἶθαρ, εὐθύς.
Middle Liddell
1 [ionic for εὐθύς
1. of motion, straight, direct, Lat. rectus, used by Hom. in this sense only in adv. ἰθύς (infr. II); ἰθείῃ τέχνῃ straightway, forthwith, Hdt.; ἰθεῖαν (sc. ὁδόν) straight on, Lat. recta (sc. via), Hdt.; ἐκ τῆς ἰθείης (sc. ὁδοῦ) outright, openly, Hdt.; κατ' ἰθὺ εἶναι to be right over against, opposite, Hdt.
2. in moral sense, straight, straight-forward, just, ἰθεῖα γὰρ ἔσται [ἡ δίκη Il.; ἰθείῃσι δίκαις Hes.: so in Sup. adv., δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν to give judgment most fairly, Il.; so, πρήξιες ἰθύτεραι [ῠ] Theogn.; ἰθύς τε καὶ δίκαιος Hdt.
II. ἰθύς, or less commonly ἰθύ, as adv., straight at, right at, c. gen. objecti, ἰθὺς Δαναῶν Il.; ἰθὺς κίεν οἴκου went straight towards the home, Il.; ἰθὺ τοῦ Ἴστρου Hdt.;—also, ἰθὺς πρὸς τεῖχος Il.; ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης Hdt.
2. absol., ἰθὺς φρονέων resolving to go straight on, Il.; ἰθὺς μαχέσασθαι to fight hand to hand, Il.; τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ, i. e. προσετέτραπτό οἱ ἰθύ, he fronted him face to face, Il.:—of time, straightway, Hdt.
3. ἰθέως, regul. adv., Hdt.
2 only in acc. ἰθύν,]
1. a straight course, ἀν' ἰθύν straight upwards, on high, Hom.
2. a direct attempt, purpose, πᾶσαν ἐπ' ἰθύν Hom.; γυναικῶν γνώομεν ἰθύν Od.
Frisk Etymology German
ἰθύς: {īthús}
Forms: Superl. ἰθύντατα (Hom.; nach ἰθύνω?, anders Schwyzer 534).
Grammar: Adj.
Meaning: gerade, gerecht, auch Adv. (neben selteneren ἰθύ, ἰθέως) geradeswegs (ep. ion. poet. seit Il.; vgl. zu εὐθύς);
Composita : Oft als Vorderglied (darüber Strömberg Prefix Studies 156), z. B. ἰθυωρίη, vgl. zu εὐθυωρία.
Derivative: Ableitungen: 1. ἰθύ̄ς f. gerade Richtung, Gang, Unternehmen, nur im Akk. ἀν’ ἰθύν, πᾶσαν ἐπ’ ἰθύν usw. (Hom.); zur Erklärung Schwyzer 463 m. A. 8, Frisk Eranos 43, 221. 2. ἰθύτης f. gerade Richtung (Aret.). Denominative Verba: 1. ἰθύω, Aor. ἰθῦσαι, auch mit ἐπι-, gerade angehen, angreifen, streben (ep. ion. poet. seit Il.); 2. ἰθύνω, Aor. ἰθῦναι, Pass. ἰθυνθῆναι, auch mit Präfix, δι-, ἐξ-, ἐπ-, κατιθύνω usw., gerade machen, richten, lenken, führen (ep. ion. poet. seit Il.; Schwyzer 733) mit ἰθυντήρ Lenker, Führer (Theok., A. R. u. a.), f. ἰθύντειρα (Orph. A. 352), Adj. -τήριος lenkend, führend (S. Ichn. 73); auch ἰθύντωρ (Orph. u. a.), ἰθύντης (H.) ib.; postverbal ἴθυνα = εὔθυνα (Chios V-IVa).
Etymology : Der nicht abzuweisende Vergleich mit aind. sādhú- gerade, richtig (neben sā́dhati, sādhnoti zum Ziel kommen) setzt einen ursprünglichen Langdiphthong, idg. sā[i]dh- : sīdh- voraus, der indessen sonst ausgeschaltet ist; die aind. Schwundstufe zeigt ĭ in sídhyati zum Ziel kommen, Ptz. siddha-. Hierher vielleicht noch arm. aǰ dexter, recht aus *sādhi̯o-, evtl. *sədhi̯o- (Lidén Armen. Stud. 75f.). Ältere Lit. bei Bq und WP. 2, 450. Abzulehnen Sommer IF 11, 208, Wood ClassPhil. 7, 324, ders. Mod. langu. notes 18, 13f.
Page 1,716
Mantoulidis Etymological
(=ἴσιος, εὐθύς). Ἀπό ρίζα ι- τοῦ ρήμ. εἶμι.
Παράγωγα: ἰθέως, ἰθύτης, ἰθυτενής (=ἴσιος), ἰθύνω, ὅπου δές καί γιά ἄλλα παράγωγα.