Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρατός

From LSJ
Revision as of 22:06, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτός Medium diacritics: στρατός Low diacritics: στρατός Capitals: ΣΤΡΑΤΟΣ
Transliteration A: stratós Transliteration B: stratos Transliteration C: stratos Beta Code: strato/s

English (LSJ)

ὁ, Aeol. στρότος Sapph.Supp.5.1:—
A army, host; ἀνὰ στρατόν Il.1.53,384, al.; κατὰ στρατόν ib.318, al.; ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ 13.308, cf. 326; κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν 1.229, al.; ἐνὶ στρατῷ 14.371; πόλιν ἀμφὶ δύω στρατοὶ ἥατο λαῶν 18.509; Ep. gen. στρατόφι 10.347; στρατὸς ἀνδρῶν a military force, Hdt.1.53; without ἀ., SIG1 (Abu Simbel, vi B.C.); of a naval force, στρατὸς ναυβάτας A.Ag.987 (lyr.); χιλιόναυς E.Or.352 (anap.); νηΐτης Th.4.85; στρατὸς ναυτικός Id.7.71, A.Ag.634; στρατὸς ἰππήων, στρατὸς πέσδων, στρατὸς νάων, Sapph. l.c.; in Prose it is to be supplied with ὁ πεζός, ὁ ναυτικός, Hdt.8.130, etc., cf. 7.124 and πεζὸς στρατός A.Pers. 728 (troch.).
2 the commons, people, = λαός, δῆμος, opp. οἱ σοφοί, Pi.P.2.87, cf. O.9.95, A.Eu.683,762, S.El.749.
3 band or body of men, as of the Amphictyons, Pi.P.10.8; of the Centaurs, ib.2.46; of the Amazons and Arimaspi, A.Pr.723,804: metaph., ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος Pi.P.6.12.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ (στορέννυμι), Lager, Feldlager, Heerlager, gew. das Kriegsheer, Kriegsvolk; οὗτος ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται, Il. 10, 341; ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, Od. 2, 30. 42, ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ, Il. 15, 296, u. sonst oft, wie Hes., στρατόφι, Il. 10, 347, στρατὸν ἐλαύνων, Pind. Ol. 11. 66; ἁρμόζειν, N. 8, 11. u. oft, wie Tragg.: στείλας στρατόν, Aesch. Pers. 173; στρατὸς γὰρ πᾶς ὄλωλε βαρβάρων, 251; Γιγάντων, Soph. Trach. 1048; die ganze Versammlung, El. 739, vgl. Tr. 797; ναυσιπόρος, Eur. Rhes. 48; in Prosa gew. das Heer; νηΐτης Thuc. 4, 85, ναυτικός 7, 71. – Auch ohne Beziehung auf den Krieg, S haar, Volksmenge, Tragg.: τὸ σὸν πόλισμα καὶ στρατὸν τεύξω μέγαν, Aesch. Eum. 638, vgl. 849, öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 armée : ναυτικός ou ναυβάτας ESCHL armée navale, flotte ; νηΐτης THC armée de débarquement;
2 p. ext. troupe, foule ; peuple.
Étymologie: R. Σταρ, étendre, déployer ; v. στορέννυμι, lat. sterno.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατός, στρατοῦ, ὁ Aeol. στρότος [~ στορέννυμι] ep. gen. στρατόφι Il. 10.347 leger, krijgsmacht (te land en ter zee): ἀνὰ στρατόν door het hele leger heen; κατὰ στρατόν in het hele leger; ἱππήων στρότον,... πέσδων,... νάων een leger van ruiters, van voetvolk, van schepen Sapph. 16.1; πεζὸς στρατός = landleger, infanterie Aeschl. Pers. 728; στρατὸς ναυβάτας = στρατὸς νηΐτης = στρατὸς ναυτικός = vloot. (verzamelde) menigte, volk.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτός: ὁ (эп. gen. στρατόφι)
1 войско, армия Hom., Her.: σ. νηΐτης Thuc. десантное войско, морская пехота;
2 вооруженные силы: σ. ναυβάτης или ναυτικός Aesch. морские силы, флот;
3 флот: χιλιόναυς σ. Eur. флот в тысячу кораблей;
4 толпа, народ, тж. население Soph.: Αἰγέως σ. Aesch. народ Эгея, т. е. население Аттики.

English (Autenrieth)

(στρώννῦμι), gen. στρατόφιν: army, host, Od. 2.30. In the Iliad στρατός is the encamped army of the Greeks before Troy, the 1186 ships, with streets throughout the camp, Il. 10.66. The tents or barracks stood parallel with the ships, and opposite the intervals between them, Il. 15.653 ff. At first the camp had no wall, the presence of Achilles rendering such defence needless, but after his withdrawal from warfare, by the advice of Nestor (Il. 7.436-441), a massive wall was built, with gates and towers, Il. 12.118-123.

English (Slater)

στρᾰτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν.)
   a people, folk σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν (O. 5.12) Παρρασίῳ στρατῷ (O. 9.95) ἷκεν δὲ Μιδέαθεν στρατὸν ἐλαύνων (sc. Ἡρακλέης) (O. 10.66) ἐγγυάσομαι ὔμμιν φυγόξεινον στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (the people of Epizephyrian Lokris) (O. 11.17) νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (P. 1.86) ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός (the Centaurs) (P. 2.46) πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ (P. 2.58) χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.87) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν (P. 10.8) ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (P. 11.8) ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ (N. 1.61) οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν (N. 8.11) ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (the Thebans) (I. 1.11) “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (the original inhabitants of Keos) Πα. . . Κάδμου στρατὸν (Pae. 9.44) pl. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται (wanders from his people: Στράτων Lübbert) fr. 105b. 1.
   b army, expedition Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν Μολίονες (O. 10.32) ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν (O. 10.43) Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν (O. 13.89) καὶ ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (P. 4.191) “ἐκ Δαναῶν στρατοῦ” (the army of the Epigonoi) (P. 8.52) καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (the Seven against Thebes) (N. 9.18) †λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ (λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) (I. 7.28) σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (I. 9.3) ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[ς fr. 33a. “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.75) καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Πα. 2. 1. Σύριον εὐρυαίχμαν διεῖπον στρατὸν (the Amazons) fr. 173. 1. met., χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.12)
   c fragg. ]ώων στρατῷ fr. 60b. 8. ]ου στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων fr. 169. 52.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρότος και σταρτός Α
πολυπληθές άθροισμα οπλισμένων ανδρών οργανωμένων για πόλεμο ξηράς και, ιδίως, για την άμυνα μιας χώρας ή για την επίθεση εναντίον άλλης χώρας
νεοελλ.
1. το σύνολο του έμψυχου και άψυχου υλικού που διαθέτει μια χώρα για να αντιμετωπίζει τους κατά ξηραν πολέμους
2. το στρατιωτικό επάγγελμα και όσοι ανήκουν σε αυτό
3. φρ. «οργανισμός στρατού» — σύνολο διατάξεων σχετικών με τη συγκρότηση, σύνθεση, οργάνωση, διοίκηση και εκπαίδευση του στρατού
αρχ.
1. (στον Όμ.) οι στρατιώτες χωρίς τους αρχηγούς τους
2. ο λαός, σε αντιδιαστολή προς τους σοφούς
3. σώμα ανδρών και, ιδίως, το σώμα τών Αμφικτιόνων, τών Κενταύρων, τών Αμαζόνων και τών Αριμασπών
4. φρ. «στρατὸς ἀνδρῶν» — στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στρα-τός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης μορφής της ΙΕ ρίζας sters- / strē- / ster- «απλώνω, εκτείνομαι, σκορπίζω, διασπείρω» (βλ. και λ. στρώνω, στέρνο). Η λ. με την αρχική σημ. «απλωμένος, διασκορπισμένος» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική πρώτα για το στρατοπεδευμένο πλήθος στρατιωτών και στη συνέχεια για να δηλώσει γενικά τον στρατό. Δευτερευόντως, η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τον λαό, σε αντιδιαστολή προς τους σοφούς. Η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. strta- «απλωμένος, διασκορπισμένος», το αβεστ. stәrәta- και το αρχ. ιρλδ. sreth. Στον αιολ. τ. στρότος, η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζεται με φωνηεντισμό -ρο- (πρβλ. βροτός).
ΠΑΡ. στρατεύω, στρατιά
αρχ.
στρατικός, στράτ(ε)ιος, στρατῶ
νεοελλ.
στρατώνα(ς).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στρατάρχης, στρατηγέτης, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατολογώ, στρατόπεδο(ν)
αρχ.
στράταρχος, στρατοκήρυξ, στρατόμαντις, στρατονομάρχης, στρατόπλωτος, στρατοϋπηρέτης, στρατουργία, στρατοφύλαξ
μσν.- νεοελλ.
στρατολόγος
νεοελλ.
στρατοδικείο, στρατοδίκης, στρατοκράτης, στρατονόμος. (Β' συνθετικό) αρχ. αγέστρατος, δεξίστρατος, νεόστρατος, φοβέστρατος
νεοελλ.
απόστρατος, επίστρατος, λιπόστρατος, φυγόστρατος].

Greek Monotonic

στρατός: ὁ,
1. στρατοπεδευμένο στράτευμα· γενικά, στράτευμα, ἀνὰ στρατόν ή κατὰ στρατόν, καθ' όλο το στράτευμα, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. στρατόφι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ναυτική στρατιωτική δύναμη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. στρατιώτες, σύνολο απλών στρατιωτών, οπλιτών, χωρίς τη στρατιωτική ηγεσία, σε Όμηρ.· ομοίως, κοινοί, ανώνυμοι άνθρωποι, πλήθος, λαός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
3. κάθε όμιλος ή σώμα αντρών, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτός: ὁ, (ἴδε στορέννυμι)· - κυρίως ἐστρατοπεδευμένον στράτευμα, καθόλου, στρατός, δύναμις στρατιωτική, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου ὅστις ἔχει συχνότατα, ἀνὰ στρατὸν ἢ κατὰ στρ., καθ’ ὅλον τὸ στράτευμα· Ἐπικ. γενικ. στρατόφι Ἰλ. Κ. 347·στρ. ἀνδρῶν, στρατιωτικῆ δύναμις, Ἡρόδ. 1. 53· ἐπὶ ναυτικῆς δυνάμεως, στρ. ναυβάτης, χιλιόναυς, νηίτης, ναυτικὸς Αἰσχυλ. Ἀγ. 987, 634, Εὐρ. Ὀρ. 341, Θουκ. 4. 85, 7. 71· παρὰ τοῖς πεζογράφοις συμπληροῦνται διὰ προσδιορισμῶν, ὁ πεζός, ὁ ναυτικός, Ἡρόδ. 8. 130, κτλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 728. 2) παρ’ Ὁμήρ. στρατός ἀείποτε σημαίνει τοὺς στρατιώτας, - τὸν λαόν, χωρίς τῶν ἀρχηγῶν· οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, = λαός, δῆμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς σοφούς, Πινδ. Π. 2. 160, πρβλ. Ο. 9. 143, Αἰσχύλ. Εὐμ. 683, 762, Σοφ. Ἠλ. 749· οὕτω, στόλος Ι. 3. 3) οἱονδήποτε σῶμα ἀνδρῶν, οἷον τῶν Ἀμφικτυόνων, Πινδ. Π. 10, 12· τῶν Κενταύρων, αὐτόθι 2. 86· μεταφορ., ἐριβρόμου νεφέλας στρ. ἀμείλιχος αὐτόθι 6. 11.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: troop, department of the people (Pi., trag., Crete), troop of warriors, army, navy (Il.), also (army-, ships)camp (Il.); στάρτοι αἱ τάξεις τοῦ πλήθους H.
Other forms: Aeol. στρότος (Sapph.), Cret. σταρτος (inscr.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. στρατ-ηγός (IA.), -αγός (Dor. Arc.) m. army-commander (cf. Chantraine Études 90), στρατό-πεδον n. army-camp, army, fleet (IA.; Risch IF59,15); also as 2. member e.g. δεξί-στρατος recieving a host (B.); to this numerous PN.
Derivatives: 1. Collective formation στρατ-ίά, -ιή f. troop, host, army, also campaign = στρατεία (Pi., IA.; Scheller, Oxytonierung 84f.) with -ιώτης m. warrior, soldier (IA.), -ιωτικός (Att.; Chantraine Études 126). -ιωτάριον n. meaning uncertain, perhaps soldiers sack (pap. IIIp). 2. -ιος, f. -ία warlike, also as surn. of Zeus, of Ares, resp. of Athena a.o. (Alc., Hdt. a.o.); also -ειος, -εία id. (Mylasa IIa). 3. στρατύλλαξ m. disparaging dimin. of στρατηγός (Cic. Att.; cf. Delph. Στρατυλλις). Denom. 4. στρατ-άομαι (-όομαι?), also w. ἀμφι-, ἐπι-, συν-, to troop together, only in ep. ipf. ἐστρατόωντο (Il., A. R., Nonn.; cf. Leumann Hom. Wörter 185, Chantraine Gramm. hom. 1, 80; 359; 364); -όομαι certain in the ptc. στρατωθέν (στόμιον) consisting of an army (A. Ag. 133 [lyr.]; Wackernagel Unt. 125). 5. -εύω, -εύομαι, also w. ἐκ-, ἐπι-, συν- a.o., to take the field, to serve in the army (IA.) with -εία, Ion. -ηΐη f. (ἐκ-, ἐπι-, συν-) campaign, war-service (IA.), -ευμα n. campaign, army (IA.), -ευσις (ἐπι-) f. campaign (Hdt., D.H. u.a.), -εύσιμος, -ευτικός.
Origin: IE [Indo-European] [1029] *ster- camp, spread out
Etymology: Orig. meaning troop, department of people, from there troop of warriors, army, second. camp. -- With Skt. str̥ta- thrown down, sprinkled (older á-str̥ta- unconquered, unconquerable), Av. stǝrǝta- spread out, also with OIr. sreth strues (IE *str̥tā) formally identical, but with unclear development of meaning: prop. spread (or spreading) heap? Cf. Persson Beitr. 1, 451 ff. (with older lit.), who however starts from the meaning ordened troop, row. Quite diff. Strunk Münch. Stud. 17, 77 ff. (w. extensive streatment), Nasalpräs. u. Aor. (1967) 111 w. n. 309 (w. lit.): στρατός prop. *which can be thrown down > *enemy's army or *which throws down. -- Further s. στόρνυμι (with lit.); older lit. also in Bq. -- The oldest meaning may have been camping army.

Middle Liddell

στρᾰτός, οῦ, ὁ,
1. an encamped army, generally, an army, host, ἀνὰ στρατόν or κατὰ στρ. throughout the army, Hom.; epic gen. στρατόφι Il.; of a naval force, Aesch., etc.
2. the soldiery, people, exclusive of the chiefs, Hom.: so, the commons, people, Pind., Aesch.
3. any band or body of men, Pind.

Frisk Etymology German

στρατός: {stratós}
Forms: äol. στρότος (Sapph.), kret. σταρτος (Inschr.)
Grammar: m.
Meaning: Schar, Volksabteilung (Pi., Trag., Kreta), ‘Kriegerschar, Land., Schiffsheer’ (seit Il.), auch ‘(Heeres-, Schiffs-)lager’ (Il.); στάρτοι· αἱ τάξεις τοῦ πλήθους H.
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. στρατηγός (ion. att.), -αγός (dor. ark.) m. Heerführer (vgl. Chantraine Études 90), στρατόπεδον n. Heerlager, Heer, Flotte (ion. att.; Risch IF59,15); auch als Hinterglied. z.B. δεξίστρατος eine Heerschar aufnehmend (B.); dazu zahllose PN.
Derivative: Davon 1. Kollektivbildung στρατίά, -ιή f. Schar, Heerschar, Heer, auch Feldzug = στρατεία (Pi., ion. att.; Scheller, Oxytonierung 84f.) mit -ιώτης m. Krieger, Soldat (ion. att.), -ιωτικός (att.; Chantraine Études 126). -ιωτάριον n. Bed. unsicher, viell. Soldatensack (Pap. IIIp). 2. -ιος, f. -ία kriegerisch, auch als Bein. des Zeus, des Ares, bzw. der Athena u.a. (Alk., Hdt. u.a.); auch -ειος, -εία ib. (Mylasa IIa). 3. στρατύλλαξ m. herabsetzendes Demin. von στρατηγός (Cic.Att.; vgl. delph. Στρατυλλις). Denom. 4. στρατάομαι (-όομαι?), auch m. ἀμφι-, ἐπι-, συν-, sich scharen, nur im ep. Ipf. ἐστρατόωντο (Il., A. R., Nonn.; vgl. Leumann Hom. Wörter 185, Chantraine Gramm. hom. 1, 80; 359; 364); -όομαι sicher im Ptz. στρατωθέν (στόμιον) ‘aus einem Heer be- stehend' (A. Ag. 133 [lyr.]; Wackernagel Unt. 125). 5. -εύω, -εύομαι, auch m. ἐκ-, ἐπι-, συν- u.a., ins Feld ziehen, im Heere dienen (ion. att.) mit -εία, ion. -ηΐη f. (ἐκ-, ἐπι-, συν-) Feldzug, Kriegsdienst (ion. att.), -ευμα n. Feldzug, Kriegsheer (ion. att.), -ευσις (ἐπι-) f. Feldzug (Hdt., D.H. u.a.), -εύσιμος, -ευτικός.
Etymology: Urspr. Bed. Schar, Volksabteilung, daraus Kriegerschar, Heer, sekund. Lager. — Mit aind. str̥ta- niedergestreckt, bestreut (älter á-str̥ta- unbesiegt, unüberwindlich), aw. stərəta- ausgebreitet, auch mit air. sreth strues (idg. *str̥tā) formal identisch, aber mit unklarer Bed.entwicklung: eig. ‘ausgebreiteter (oder sich ausbreitender) Haufen’? Vgl. Persson Beitr. 1, 451 ff. (mit älterer Lit.), der indessen von der Bed. geordnete Schar, Reihe ausgeht. Ganz andere Strunk Münch. Stud. 17, 77 ff. (m. ausführlicher Behandlung), Nasalpräs. u. Aor. (1967) 111 m. A. 309 (m. Lit.): στρατός eig. ‘*niederstreckbar’ > ‘*Feindesheer’ oder ‘*Niederstrecker’. — Weiteres s. στόρνυμι (wo auch Lit.); ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,806

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό στορέννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Abkhaz: армия, ар; Afrikaans: leër; Albanian: armatë, ushtri; Amharic: ሰራዊት, የጦር ኃይል; Arabic: جَيْش‎; Egyptian Arabic: جيش‎; Hijazi Arabic: جيش‎; Aragonese: exercito; Armenian: բանակ; Aromanian: ashcheri, urdhii, oaste; Assamese: সেনা; Asturian: exércitu; Avar: аскар; Azerbaijani: ordu, qoşun, ərteş; Bashkir: ғәскәр; Basque: gudaroste, armada; Belarusian: армія, войска; Bengali: সেনা, ফৌজ, লস্কর; Bulgarian: армия, войска; Burmese: စစ်တပ်, တပ်မတော်, ကြည်းတပ်; Catalan: exèrcit, host; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵙⵔⴷⴰⵙⵜ; Chechen: эскар, арми; Chinese Cantonese: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Dungan: җүндуй; Mandarin: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Min Nan: 陸軍, 陆军; Wu: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Chuvash: ҫар; Crimean Tatar: ordu; Czech: armáda, vojsko; Danish: hær, arme, landstyrke; Dutch: leger, landmacht, weermacht; Erzya: ушмо; Esperanto: armeo; Estonian: maavägi; Faroese: herur; Finnish: maavoimat, armeija; French: armée; Friulian: armade, esercit; Galician: exército; Ge'ez: ጸብእ; Georgian: ჯარი, არმია, სახმელეთო ჯარი, სახმელეთო ჯარები, სახმელეთო ძალები, ლაშქარი, სპა; German: Heer, Landstreitkräfte, Armee; Gothic: 𐌷𐌰𐍂𐌾𐌹𐍃; Greek: στρατός, στράτευμα, στρατιά; Ancient Greek: στρατός, στράτευμα, στρατιά; Gujarati: આર્મી, સેના; Gullah: aa'my; Hebrew: צָבָא‎; Hindi: सेना, आर्मी, थलसेना, लश्कर, लशकर, फ़ौज, फौज, अस्कर, सैन्य, थल सेना; Hungarian: hadsereg; Icelandic: her; Ido: armeo; Indonesian: tentara, angkatan darat; Ingush: эскар; Irish: arm, armáil; Italian: esercito; Japanese: 陸軍, 軍隊; Javanese: perjurit; Kannada: ಸೇನೆ; Karachay-Balkar: аскер; Kazakh: әскер; Khmer: កងទ័ព, ទ័ព, តស្ករ; Komi-Zyrian: чукӧр; Korean: 육군(陸軍), 륙군(陸軍), 군대(軍隊); Kurdish Central Kurdish: ئۆردوو‎, جاش‎; Northern Kurdish: artêş, ordî; Kyrgyz: армия, аскер; Lao: ກອງທັບບົກ, ທັບ, ກອງທັບ, ພົນລະກາຍ, ພົນລະຂັນ, ພົນ, ແສນຍາກອນ, ໂຍທາທັບ; Latin: exercitus; Latvian: armija, karaspēks; Lithuanian: armija, kariuomenė; Luhya: ejeshi; Luxembourgish: Arméi; Macedonian: војска, армија; Malay: tentera; Malayalam: പട്ടാളം; Maltese: armata; Manchu: ᠴᠣᠣᡥᠠ; Maori: ope; Marathi: आर्मी, लष्कर, सेना; Middle English: armee, ferde; Middle Persian Mongolian Cyrillic: арми, цэрэг; Nanai: чаоха; Navajo: siláo; Nepali: सेना; Norwegian Bokmål: hær, armé; Nynorsk: hær, armé; Occitan: armada; Old Church Slavonic Cyrillic: воиска; Old East Slavic: воиско; Old English: here, fierd; Old Javanese: bala; Oriya: ସେନା; Oromo: raayaa; Ossetian: ӕфсад, арми; Ottoman Turkish: لشكر‎, عسكر‎; Pali: yuddhasenā, senā; Pashto: پوځ‎, لښکر‎; Persian: ارتش‎, لشکر‎, عسکر‎‎; Plautdietsch: Häa; Polish: armia, wojsko; Portuguese: exército; Punjabi: ਸੈਨਾ; Romanian: armată, oaste; Romansch: armada, armeda; Russian: армия, войско); Sanskrit: स्थलसैन्यं, सेना; Sardinian: esertzitu; Scottish Gaelic: armailt; Serbo-Croatian Cyrillic: војска, а̀рмија; Roman: vójska, àrmija; Sicilian: esèrcitu, asèrcitu; Sinhalese: ඇණිය, කඳවුර; Slovak: armáda, vojsko; Slovene: vojska, armada; Somali: askar; Spanish: ejército; Sudovian: kar'as; Swahili: jeshi; Swedish: armé, här; Tagalog: hukbong-kati; Tajik: армия, артиш, лашкар, аскар; Tamil: படை; Tatar: армия, гаскәр, чирү; Telugu: సేన; Thai: ทัพ, กองทัพ, พล, กองทัพบก; Tibetan: དམག་དཔུང; Tigrinya: ሰራዊት; Tocharian B: retke; Turkish: ordu, leşker; Turkmen: goşun, oorda; Ugaritic: 𐎕𐎁𐎜; Ukrainian: армія, ві́йсько; Urdu: فوج‎, لشکر‎; Uyghur: ئارمىيە‎, قوشۇن‎; Uzbek: armiya, qoʻshin, askar; Vietnamese: quân đội, lục quân; Vilamovian: draowa; Volapük: milit; Walloon: årmeye; Welsh: byddin; West Frisian: leger; Xhosa: umkhosi; Yakut: аармыйа; Yiddish: אַרמיי‎, חייל‎; Zazaki: aspar, lecker, esker, cond; Zhuang: ginhdui; Zulu: impi