πολύς
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
Att. πολλή, πολύ; gen. πολλοῦ, ῆς, ou=; dat. πολλῷ, ῇ, ῷ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ:—Ion. πολλός Anacr.43.3,
A πολλή, πολλόν Xenoph.9, Democr.219, Hp.VM1, Herod.3.19; also in Trag., S.Ant.86, Tr.1196; acc. πολλόν, πολλήν, πολλόν: Hdt. uses the Ion. forms, but codd. have πολύν 2.121.δ, 3.57, v.l. in 6.125, πολύ 2.106,3.38,6.72,7.46,160 (πολύ also in Heraclit.114, Democr. 244):—both sets of forms are found in Ep., also gen. sg. πολέος Il.4.244, etc.: nom. pl. πολέες 2.417, al., once contr. πολεῖς 11.708; gen. πολέων (trisyll.) 5.691, (disyll.) 16.655; dat. πολέσι 10.262,al.; πολέσσι 13.452, al.; πολέεσσι 9.73, Od.5.54, Hes.Op.119, etc.; acc. πολέας (trisyll.) Il.3.126, etc., (disyll.) 1.559,2.4, Hes.Op.580 (freq. with v.l. πολεῖς Il.15.66, etc.); in later Ep. πολέες is used as fem., Call.Del.28, also πολέας Id.Dian.42, A.R.3.21; neut. πολέα Q.S.1.74 (v. infr.):—Ep. also have πουλύς (once in Hes., Th.190, also Thgn. 509, sts. fem. in Hom., πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27, ἠέρα πουλύν 5.776), neut. πουλύ Od.19.387; these forms are found in codd. of Hp. and Aret. (who uses πολύ, πουλύ and πολλόν in neut.), but not in Hdt.:— Lyr. and Trag. (lyr.) sts. use Ep. forms, dat. sg. πολεῖ A.Supp.745; nom. pl. πολέες B.10.17; neut. πολέα A.Ag.723; πολέων E.Hel.1332 (fem., B.5.100); dat. pl. πολέσι E.IT1263. [ῠalways.] I of Number, many, Il.2.417, etc.; ἐκ πολλῶν, opp. ἐξὀλίγων, Hes.Th.447; τριηκόντων ἐτέων πόλλ' ἀπολείπων wanting many of thirty years, Id.Op.696; παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε Pl.Phd.58d; οὐ πολλοί τινες A.Pers.510: with Nouns of multitude, πουλὺς ὅμιλος Od.8.109; πλῆθος πολλόν Hdt.1.141; ἔθνος πολλόν Id.4.22; later πουλὺ . . ἐπ' ἔτος many a year, AP6.235 (Thall.); π. ἦν ὁ καταπλέων Plb.15.26.10; of anything often repeated, περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Hdt.1.30; πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος Id.2.2, cf. 3.137, etc.; πολὺ . . τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας S.OC305; τούτῳ πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ often, D.21.29; τοῦτο ἐπιεικῶς πολὺ νῦν ἐστι is fairly frequent, Luc.Hist.Conscr.15. 2 of Size, Degree, Intensity, much, mighty, ὄμβρος, νιφετός, Il.10.6; π. ὕπνος Od.15.394; πῦρ . . π. 10.359; π. ὑμέναιος a loud song, Il.18.493; π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, etc., 2.810, Od.9.315, etc.; π. ἀνάγκη strong necessity, E.Ph.1674; π. γέλως, βοή, much or great, S.Aj.303, 1149; μωρία ib. 745; ὄλβος, αἰδώς, A.Pers.251, Ag.948; ἀσφάλεια Th.2.11; ἀλογία, εὐήθεια, Pl.Phd.67e, Phdr.275c, etc. b rarely of a single person, great, mighty, μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Hdt.7.14, cf. E.Hipp.1; ὁ π. σοφιστής, στρατηγός, Chor.p.23 B., Id.in Rev.Phil.1.68; ὁ πάντα π. Id.p.27 B.; ὁ πολύς alone, of Hippocrates, Gal.19.530; of Trajan, Lyd.Mag.2.28; ῥώμην σώματος πολύς D.H.2.42. c joined with a Verb, Κύπρις γὰρ οὐ φορητός, ἢν πολλὴ ῥυῇ if she flow with full stream, metaph. from a river, E.Hipp.443; θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι D. 18.136; from the wind, ὡς π. ἔπνει καὶ λαμπρός was blowing strong and fresh, Id.25.57, cf. Ar.Eq.760, AP11.49 (Even.): generally, with might or force, ὅταν ὁ θεὸς . . ἔλθῃ πολύς E.Ba.300; ἢν π. παρῇ Id.Or.1200; π. καὶ τολμηρὸς ἅνθρωπος D.40.53: with part. and εἰμί, πολλὸς ἦν λισσόμενος was all entreaties, Hdt.9.91; ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος Id.1.98; Ἐτεοκλέης ἂν εἷς π. . . ὑμνοῖθ' A.Th.6; π. ἐνέκειτο λέγων Hdt.7.158; π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται D.18.199; also π. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Hdt.8.59; πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Plb.5.49.7; ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ D.S.14.107: without a Prep., π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής Aeschin.2.41; π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται will be often mentioned, Id.1.166. 3 of Value or Worth, πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562, cf. Od.8.405; πολλοῦ ἄξιος X.An.4.1.28, etc.; πολλῶν ἄξιος Ar.Pax918; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Lat. magni facere, cf. περί A. IV; ἐπὶ πολλῷ at a high price, D.8.53; ἐπὶ π. ἐρραθυμηκότες Id.1.15; πολύ ἐστί τι it is worth much, of great conscquence, X.Oec.18.7. 4 of Space, large, wide, π. χώρη, πεδίον, Il.23.520,4.244, etc.; πόντος, πέλαγος, Hes.Op.635, S.Ph.635; χῶρος πλατὺς καὶ π. Hdt.4.39; λίμνη μεγάλη τε καὶ π. ib.109; π. ἡ Σικελία Th. 7.13; π. ἡ Ἑλλάς Pl.Phd.78a, etc.; πολλὸς ἔκειτο he lay outstretched wide, Il.7.156, cf. 11.307; π. κέλευθος a far way, A.Pers.748 (troch.): without ὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν... πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν . . X.An.6.3.16: διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, v. infr. IV. 5 of Time, long, χρόνος S.Aj.1402 (anap.), etc.; πολὺν χρόνον Il.2.343, etc.; οὐ π. χρ. S.Ph.348, etc.; so πολλοῦ χρόνου Ar.Pl.98; χρόνῳ πολλῷ S.Tr.228; διὰ πολλοῦ (sc. χρόνου) Luc.Nec.15; ἐκ πολλοῦ Th.1.58, D. 21.41; πρὸ πολλοῦ long before, D.S.14.43; οὐ μετὰ πολύ Luc.Tox.54; ἔτι πολλῆς νυκτός while still quite night, Th.8.101; πολλῆς ὥρας late in the day, Plb.5.8.3; ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35; ἔτι ἔστιν ἡμέρα πολλή LXX Ge.29.7. II Special usages: 1 c. partit.gen., e.g. πολλοὶ Τρώων, for πολλοὶ Τρῶες, Il.18.271, etc.; neut., πολλὸν σαρκός, for πολλὴ σάρξ, Od.19.450: in Prose, the Adj. generally takes the gender of the gen., τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Hdt.1.24; τῆς γῆς οὐ πολλήν Th.6.7; τῆς ἀθάρης πολλήν Ar.Pl.694; πολλὴν τῆς χώρας X.Cyr. 3.2.2; ὁ π. τοῦ λόγου D.44.6; v. infr. 3. 2 joined with another Adj., πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch.277, cf. 585 (lyr.), etc.: more freq. joined to another Adj. by καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί many men and good, Il.6.452, etc.; πολέες τε καὶ ἄλκιμοι 21.586; πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.2.312; παλαιά τε πολλά τε ib.188; ἄκοσμά τε π. τε Il.2.213; πολλαί γε . . καὶ ἄλλαι Hes.Th.363; π. τε καὶ κακά Hdt.4.167, etc.; π. κἀγαθά Ar.Th.351 (but π. ἀγαθά IG12.76.45); π. καὶ ἀνόσια Pl.R.416e; π. καὶ μακάρια Id.Plt.269d; π. καὶ πονηρά X.Mem.2.9.6; πολλά τε καὶ δεινά Id.An.5.5.8; μεγάλα καὶ π. D.36.22; π. καὶ καλοὺς (s.v.l.) κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα, Din.1.109. 3 with the Art. (in Hom. without the Art., Il.2.483, 5.334, 22.28), of persons or things well known, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ π. ψυχὰς ὀλέσασ' those many lives, A.Ag.1456 (lyr.), cf. S.OT845, Th.3.87, Pl.Phd.88a, Ti.54a, Act.Ap.26.24: with abstract Nouns, τᾶς πολλᾶς ὑγιείας A. Ag.1001 (lyr., dub.); τὸ πολλόν numbers, Hdt.1.136. b οἱ π. the many, i.e. the greater number, Ἀθηναῖοι . . ἀπῆλθον οἱ πολλοί Th. 1.126, cf. 3.32, etc. (so in sg., ὁ πολλὸς λόγος the prevailing report, Hdt.1.75); τοῖς π. κριταῖς S.Aj.1243: with gen., τοῖς π. βροτῶν ib.682; οἱ π. τῶν ἀνθρώπων X.Cyr.8.2.24; οἱ πολλοὶ ἅπαντες far the most, Hp.Aër.20 (v.l. μάλιστα for ἅπαντες); for τὰ πολλὰ πάντα, v. infr. 111.1a: hence οἱ πολλοί the people, the commonalty, opp. οἱ μείζω κεκτημένοι, Th.1.6; opp. οἱ κομψότεροι, Pl.R.505b; οἱ π., = Lat. plebs, D.S.20.36; τῶν πολλῶν εἷς one of the multitude, D.21.96; also ὁ π. λεώς Luc.JTr.53, cf. Rh.Pr.17; ὁ π. ὅμιλος Id.Luct.2. Hdn.1.1.1, etc.; ὁ π. δῆμος Luc.Apol.15; ὁ π. ὄχλος Ph. 2.4; ὁ π. alone, = vulgus, v.l. in D.S.2.29; the ordinary man, Epicur.Fr.478, Phld.Rh.2.154S.; νίμμα ὁ π. λέγει, ἡμεῖς ἀπόνιπτρον λέγομεν Phryn.170, cf.369; ὁ ἐμπαθὴς καὶ π. ἄνθρωπος 'l'homme moyen sensuel', Herm.in Phdr.p.146A.; ὁ π. ἄνθρωπος (with pl. Verb) the average man, opp. τὸ ἐξαίρετον, Eun.Hist.p.216 D. c τὸ πολύ, c. gen., τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.8.100; τὸ π. τοῦ χρόνου Hp.Aër. 20; τῶν λογάδων τὸ π. Th.5.73; τῶν ὅπλων τὸ π. Pl.Plt.288b; also ὁ στρατὸς ὁ πολλός Hdt.1.102; ἡ δύναμις ἡ π. Th.1.24; ὁ π. βίοτος the best part of life, S.El.185 (lyr.). d τὰ πολλά the most, Od.22.273, and perh. 2.58, 17.537 (elsewh. in Hom. πολλά, as Subst., means much riches, great possessions, Il.11.684, Od.19.195); τὰ π. τοῦ πολέμου Th.2.13; πρὸς τὸ τῶν π. μέγεθος in regard to the size of the average, Arist.Rh.1363b11. 4 pl. πολλά very much, too much, πολλὰ πράσσειν, = πολυπραγμονεῖν, E.Supp.576, Ar.Ra.228; π. ἔπαθεν Pi.O.13.63, etc.; π. ἔρξαι τινά to do one much harm, A. Th.923 (lyr.). 5 πολλάς with Verbs of beating (πληγάς being omitted), v. πληγή 1. 6 πολύς repeated, ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν E.Med.579, cf. A.Supp.451; τὰ μὲν οὖν πολλὰ πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι Pl.R.615a, etc.; πολλοῦ πολύς, v. infr. 111.1b: with Advbs. πολλάκις, πολλαχῇ, etc. (qq. v., cf. 111.1 e). III Adverbial usages: a neut. πολύ (Ion. πολλόν) , πολλά, much, πόλλ' ἀεκαζομένη Il.6.458, etc.; strengthd., μάλα πολλά 8.22, al.; πάνυ πολύ Pl.Alc.1.119c; πολύ τι Id.R.484d; esp. of repetition, often, Il.2.798, Od.13.29, Hes.Op.322; so of earnest commands and entreaties, πολλὰ κελεύων, πόλλ' ἐπέτελλον, πολλὰ λισσομένη, πολλὰ μάλ' εὐχομένω, Il.5.528, 11.782, 5.358, 9.183: with the Art., τὸ πολύ for the most part, Pl.Prt.315a, etc. (but with numerals, at most, Vett. Val.9.5); ὡς τὸ π. X.Mem.1.1.10, etc.; τὰ πολλά Th.1.13, 2.11,87, etc.; ὡς τὰ π. Id.5.65, etc.; τὰ π. πάντα Hdt.1.203, 2.35, 5.67. b of Degree, far, very much, ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Id.6.82: also abs. gen. πολλοῦ very, θρασὺς εἶ πολλοῦ Ar.Nu.915, cf. Eup.74; πολλοῦ δύνασθαι Alciphr.1.9 (s.v.l.); πολλοῦ πολύς, πολλὴ πολλοῦ, much too much, Ar.Eq.822,Ra.1046. c of Space, a great way, far, οὐ πολλόν Hdt.1.104; πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Th.1.15, etc. d of Time, long, ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο Hdt.4.126, cf. 6.129. e of Probability, ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς, perh. = ἐὰν πολλάκις τέκῃς,POxy. 744.9 (i B.C./i A.D.); ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Ar.Ec.1105. 2 πολύ is freq. joined with Adjs. and Advbs., a with a Comp. to increase its comp. force, πολὺ μεῖζον, πολλὸν παυρότεροι, Il.1.167, Od.14.17; πολὺ μᾶλλον much more, Il.9.700; πολύ τι μᾶλλον f.l. in D.H. Comp.4 (p.22 U.-R.): with words, esp. Preps., between πολύ and its Adj., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ, Th.1.35, Pl.R.589e; πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων Id.Phd.110c; π. σὺν φρονήματι μείζονι X.An.3.1.22, cf.3.2.30, Smp.1.4 (but the Prep. freq. comes first, ἐκ π. ἐλάττονος And.1.109, etc.); so πολλῷ is freq. used with the Comp., by far, A.Pr.337, Hdt. 1.134, etc.; π. μᾶλλον S.OT1159, Pl.Phd.80e; οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον not a great deal weaker, Hdt.1.181, cf. 2.48,67, etc.: πολύ with all words implying comparison, πολὺ πρίν much sooner, Il.9.250; π. πρό 4.373: with the comp. Verb φθάνω, ἦ κε πολὺ φθαίη 13.815; so πολὺ προβέβηκας ἁπάντων, πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων, 6.125, 11.217; προὔλαβε πολλῷ Th.7.80: with βούλομαι, = prefer, ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι νίκην Il.17.331, cf. Od.17.404; πολύ γε in answers, after a Comp. or Sup., ἀργὸς . . γενήσεται μᾶλλον; Answ. πολύ γε Pl.R.421d, cf. 387e, etc. b with a Sup., πολὺ πρώτιστος, πολλὸν ἄριστος, far the first, etc., Il.2.702, 1.91, etc.; προθυμία π. τολμηροτάτη Th.1.74, etc.; πολλόν τι μάλιστα Hdt.1.56; π. δή, π. δὴ γυναῖκ' ἀρίσταν E.Alc.442 (lyr.), cf. Ar.Av.539, Archestr.Fr.34.9; also πολλῷ πλεῖστοι Hdt.5.92.έ, 8.42; π. μεγίστους Id.4.82. c with a Positive, to add force to the Adj., ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag.1295; also ἐς πόλλ' ἀθλία πέφυκ' ἐγώ E.Ph.619 (troch.); πολὺ ἀφόρητος Luc.DMeretr. 9.3; cf. πλεῖστος. IV with Preps., 1 διὰ πολλοῦ at a great interval of Space or Time, v. διά A.1.5, 11.2. 2 εἰς πολύ for a long time, Plot.2.1.3. 3 ἐκ πολλοῦ from a great distance, Th.4.32, etc.; for a long time, v. ἐκ 11.1. 4 ἐπὶ πολύ, a over a great space, far, οὐκ ἐπὶ πολλόν Hdt.2.32; ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας, Th.1.50,4.3, etc.; to a great extent, Id.1.6,18,3.83; cf. ποιέω B.11.2. b for a long time, long, Id.5.16; τῆς ἡμέρας ἐπὶ π. Id.7.38, cf. 39. c ὡς ἐπὶ π. very generally, Id.1.12 (v.l.), Archyt. ap. Stob.3.1.195; ὡς ἐπὶ τὸ π. for the most part, Th.2.13, Pl.Plt.294e, etc.; μὴ καθ' ἓν ἕκαστον, ἀλλ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Isoc.4.154; τό γ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Id.8.35. 5 παρὰ πολύ by far, v. παρά C.111.5. 6 περὶ πολλοῦ, v. supr. 1.3. 7 πρὸ πολλοῦ far before, τῆς πόλεως D.H.9.35; also of Time, οὐ πρὸ π. not long before, Id.5.62. 8 σὺν πολλῷ in no small degree, only too much or too well, Hld.2.8,9.20, 10.9 (cf. CR41.53). V for Comp. πλείων, πλέων, Sup. πλεῖστος, v. sub vocc. (Cf. Skt. purú-, Goth. filu 'much'.)
German (Pape)
[Seite 672] ὁ, schlägt Xen. Cyn. 7, 5 als Hundenamen vor. πολλή, πολύ, gen. πολλοῦ, πολλῆς, πολλοῦ u. s. w.; attisch sind von der Form πολύς nur nom. u. acc. sing. masc. u. neutr., πολύς, πολύν, πολύ; in der epischen Sprache hat sich aber daneben noch erhalten: gen. πολέος, Il. 4, 244 u. öfter; plur. πολέες, 2, 417 u. oft, auch zsgz. πολεῖς, 11, 708; πολέων, 15, 680 u. sonst; dat. πολέσι, 4, 388, wie Pind. Ol. 13, 44, u. öfter, auch πολέσσι, Il. 13, 452. 17, 236. 308, u. πολέεσσι, 12, 399 u. öfter, wie Hes. O. 1191 acc. πολέας, Il. 4, 230 u. öfter, 1, 559 zweisylbig zu lesen, wo Einige πολεῖς schreiben, wie Pind. P. 4, 56; πολέα, Aesch. Ag. 705, der auch πολεῖ als dat. sing. hat, Spt. 726; u. so πολέων, πολέσι, im Chor, Eur. Hel. 1332 I. T. 1263; Hom. hat auch die poetische Form πουλύς, πουλύν, selbst als fem. πουλὺν ἐφ' ὑγρήν, Il. 10, 27 Od. 4, 709; u. wie die Ionier, Pind. u. a. D., πολλός, πολλόν, nom. u. acc. (s. Beispiele unten); πολύς selten bei Her., wie πολύν, 3, 57. 6, 125, πολύ, 2, 106. 3, 38, πολέας, 2, 107; – 1) viel; zunächst – a) von der Menge, za h treich, häufig, im Ggstz von ὀλίγος, wie ἐξ ὀλίγων u. ἐκ πολλῶν einander entgegstzt sind Hes. Th. 447; λαός, Il. 9, 22 u. oft; ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς, Aesch. Spt. 80; στρατιά, Pers. 25; ὄχλος, Soph. Trach. 424; ὃμιλος, Od. 8, 109; πολλοὶ ἑταῖροι, ἱππῆες, λαοί, ἄνδρες, Il. 2, 417. 4, 143 u. sonst; μῦθοι, Od. 11, 379; μοῦνος ἐὼν πο λέσι, 20, 30; πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν, 5, 54; πολλὸν πλῆθος, Her. 1, 141; ἔθνος, 4, 22; auch πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος, ein oft gelobter, 1, 98; πολλὸς λέγων, λισσόμενος, der oft spricht, fleht, 7, 158. 9, 91; πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος, 2, 2. Es wird so auch mit dem gen. partit. vrbdn, πολλοὶ Τρώων, ein großer Theil der Troer, = πολλοὶ Τρῶες, Il. 18, 271 u. sonst; auch im sing., πολλὸν σαρκός, πολλὸν βίης, = πολλὴ σάρξ, βία, Od. 19, 450. 21, 185; πολὺ γάρ τι κακῶν ὑπερεκτήσω , Soph. El. 210; eben so häufig bei den Attikern richtet sich πολύς in dieser Vrbdg nach dem Genus des folgenden subst., ὁ πολὺς τοῦ χρόνου, πολλὴ τῆς γῆς, πολλὴ τῆς στρατιᾶς, vgl. Brunck Ar. Ach. 350 Hemsterh. zu Luc. Tim. 9; auch bei Her. 1, 24 u. sonst (vgl. auch unter 3). – b) von räumlicher Ausdehnung, gr oß; ὀστεόφιν θίς, Od. 12, 45; πεδίον, Il. 4, 244 u. öfter; ἄγχι μάλα, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς, 23, 520; πολλὸς γάρ τις ἔκειτο, lang hingestreckt, 7, 156, vgl. 11, 307 Od. 22, 384; πολλὴ ὁδός, ein langer Weg; πολὺν διὰ πόντον, Hes. O. 637; wenn aber Her. 4, 109 vrbdt λίμνη μεγάλη τε καὶ πολλή, so bezeichnet er damit die reiche Wasserfülle; πολὺ πέλαγος, Soph. Phil. 631; Ar. u. Folgde; χῶρος πολλός, Her. 4, 39; χώρα, Xen. An. 2, 4, 21; ὁδός, 6, 1, 16 u. öfter; πορεία, Plat. Rep. X, 614 e. – c) von der Zeit, lang; χρόνος, Il. 2, 243 u. oft, Aesch. Ag. 607 u. sonst, eine der geläufigsten Verbindungen, οὐ πολὺν χρόνον, nicht lange, Soph. Phil. 348 u. sonst; u. sehr gewöhnlich in Prosa, z. B. Plat. Rep. II, 376 e; Xen. An. 1, 9, 25. 5, 2, 17 u. Folgende; dah. ἐκ πολλοῦ, seit langer Zeit, Pol. 10, 4, 2 u. A.; u. eben so πολλοῦ γὰρ αὐτοὺς οὐχ ἑώρακα χρόνου, Ar. Plut. 98; – διὰ πολλοῦ, in, nach langer Zeit, Luc. Necyom. 15. – d) allgemeiner, von intensiver Fülle, Kraft u. Nachdruck, groß, gewaltig, mächtig; ὀρυμαγδός, Il. 2, 810 u. oft; κέλαδος, 18, 530; ὑμέναιος, lauttönender Hochzeitsreigen, 493, wie ὕμνος Pind. N. 6, 34; βοή, Soph. Ant. 1237; πόνος, Il. 6, 525; νιφετός, ὑετός, starkes Schneegestöber, heftiger Regen, ὄμβρος, Hes. O. 679; ὕπνος, tiefer, fester Schlaf, Od. 15, 394; ἱδρώς, Il. 16, 110 u. oft; χειμών, Od. 4, 566; πῦρ, 20, 25; ὄλβος, Pind. P. 5, 13; Aesch. Pers. 247 (χρυσός, Eur. Hec. 10), wie πλοῦτος, Pind. N. 1, 31; εἰράνα, P. 9, 22; αἰδώς, Aesch. Ag. 922; πολλὴ ἀνάγκη, Soph. El. 301 u. oft; ungewöhnlich von einzelnen Personen, μέγας καὶ πολλός groß u. gewaltig, mächtig, Her. 7, 14; πολλὴ ἐλπίς, viele, starke Hoffnung, πολλὴ σιγή , tiefes Schweigen, πολλὴ ἀμέλεια, große Nachlässigkeit, Her. 1, 30. 75; πολλὸς λόγος, ein weit verbreitetes Gerede; auch οὔνομα πολλόν, 3, 137; οὐκ ἂν πολὺς ἐπιδείξειε μῦθος, Plat. Legg. VI, 761 c; πολὺν λόγον ποιεῖσθαι περί τινος, viel über Etwas sprechen, Phaedr. 270 a u. oft; aber ib. 253 e steht πολύς, εἰκῆ συμπεφορημένος dem ὀρθὸς καὶ διηρθρωμένος entgegen; πολλὴ σπουδή, großer Eifer, ib. 248 e; ἀλογία, Phaed. 67 e; πτόησις, Conv. 206 d; πολλῆς ἂν εὐηθείας γέμοι, Phaedr. 275 c; τὸ τῆς πολλῆς καὶ παντοδαπῆς ἀγνοίας πάθος, Soph. 228 e, vgl. ταύτης πολλῆς οὔσης καὶ παντοίας μάχης Phil. 15 d; πολλὴν καὶ τὴν μεγίστην ἴσχειν ἔχθραν καὶ στάσιν, Polit. 308 b; πολὺ ἔργον προστάττεις, eine große Arbeit, Parm. 136 d; σπάνις, Xen. An. 7, 2, 15; φόβος, 1, 2, 18; πολλὴν ποιησάμενος τὴν ἐπιμέλειαν, Pol. 5, 48, 16; ὀδυρμός, Matth. 2, 18. – Bes. ist hier noch der Gebrauch, der sich an den unter a) erwähnten des Her. anreiht, zu merken, πολὺς ἦν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, er lebte ganz in der Philosophie, vergleiche πλείων und πλεῖστος. So besonders bei Sp., πολὺς ἦν πρὸς ταῖς παρασκευαῖς, Pol. 5, 49, 7, πολὺς ἦν συναθροίζων τὰς ναῦς, 16, 6, 4; Plut. – Aber πολὺς ὁ Φίλιππος ἔσται ist = er wird mächtig sein, Aesch. 1, 166; πολὺς γάρ, πολὺς καὶ τολμηρός ἐστιν ἄνθρωπος, Dem. 40, 53, er ist ein gewaltiger, gefährlicher Mensch; vgl. πολὺς ἦν ἐν τῇ Ἑλλάδι, πολὺς δὲ καὶ τοῖς παρὰ τῆς Κρήτης ἰοῦσιν, Strab. 10, 4, 10. – Πολύς τις, manch einer, πολύ τι, mancherlei, besonders Attiker. – e) auch vom Werthe od. von der Schätzung einer Sache, vielwerth, vollständig πολέος ἄξιος, Od. 8, 405 Il. 23, 562, wie bei den Attikern πολλοῦ ἄξιος, aber oft auch ohne ἄξιος, πολλοῦ ἐστιν, es ist viel werth, theuer, wobei man τιμήματος zu ergänzen pflegt; u. so in der bekannten Vrbdg περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, hochschätzen, hohen Werth darauf legen; auch πολύ ἐστί τι, es hat viel Werth, kommt viel darauf an, es gehört Viel dazu. – 2) Sehr gewöhnlich tritt πολύς anders als bei uns im Griechischen als vollständiges Prädikat für sich auf und wird daher, wenn noch ein anderes adj. dazutritt, durch καί mit diesem verbunden, πολέες τε καὶ ἐσθλοί, Il. 6, 452 Od. 6, 284 u. sonst, wo wir einfacher sagen »viele Wackere«, die Griechen aber »Viele und auch Wackere«; so πολλὰ καὶ ἐσθλά, 2, 312; πολέες τε καὶ ἄλκιμοι, Il. 21, 586; παλαιά τε πολλά τε, Od. 2, 188 u. sonst; πολλαὶ καὶ ἄλλαι, Hes. Th. 363; πολύν γε καὶ καλὸν φθεῖραι στρατόν, Aesch. Pers. 420; πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ, Ag. 63; u. die andern Tragg., Ar. u. in Prosa überall; auch bei subst., πολλοὶ καὶ καλοὶ χιτῶνες, viel schöne Kleider; πολλὴ καὶ ἄφθονος, Xen. An. 5, 6, 25; πολλά τε καὶ δεινά, 5, 5, 8; πολλὰ καὶ ἀνόσια γέγονε, Plat. Rep. III, 416 e; πολλῶν καὶ μακαρίων μετείληφε, Polit. 269 e; πολλὰ καὶ ἀγαθά, Xen. An. 4, 6, 27. 6, 2, 8; doch wird auch in dieser Vrbdg ἀγαθά als Substantivum behandelt und πολλά μοι ἀγαθὰ γένοιτο gesagt, 5, 6, 4, wie πολλὰ ὁρῶντες ἀγαθά, 3, 1, 22, und τὰς μὲν γυναῖκας πόλλ' ἀγαθὰ λέγων, σὲ δὲ πολλὰ κακά, Ar. Eccl. 435. – Auch in umgekehrter Stellung, πονηροὶ καὶ πολλοί, Ar. Lys. 253; vgl. Lob. peralipp. p. 60. – 3) Mit dem Artikel, οἱ πολλοί, die Vielen, die Menge, der große Hause, die Mehrzahl, auch als Substantiv, die Meisten, weil darin der Begriff der absoluten Vielheit liegt, vgl. Valck. diatr. 217 b u. Schäfer melet. p. 3, 65. Bei Hom. so auch ohne Artikel, Il. 2, 483. 21, 524. 22, 28; ὡς οἱ πολλοὶ λέγουσιν, Plat. Rep. II, 379 c; πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας, Polit. 306 a, u. oft; Xen. An. 3, 1, 10 u. sonst; τοῖς μὲν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἤρεσκεν, 2, 4, 2; daher οἱ πολλοί die gemeinen Soldaten im Ggstz des Heerführers, Pol. 1, 33, 4, das Volk im Ggstz des Senats, 1, 11, 1 u. oft; – auch τὸ πολύ, der größere Theil, die Mehrzahl, Xen. An. 1, 7, 20; u. c. gen., τὸ πολὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ οὕτω ἐπείσθη, 1, 4, 13, wie Her. τῆς στρατιῆς ἀπάγων τὸ πολλόν, 8, 100; τῶν Ἀργείων τὸ πολὺ ἐσώθη, Thuc. 5, 73; τῆς δυνάμεως τῆς πολλῆς ἐστερήθησαν, des größten Theils, 1, 24; ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν, 2, 48, wie περιπλεῦσαι Ἀραβίαν τὴν πολλήν, Arr. An. 7, 1, 1; vgl. noch τῶν ὅπλων τὸ πολύ, Plat. Polit. 288 b; τὸ πολὺ μέρος, der größere Theil, Pol. 3, 92, 11; τὸ πολὺ τῆς ἀποσκευῆς, 5, 5, 14; τὸ πολὺ τῆς βίας, 3, 43, 3; aber ohne Artikel ist πολὺ τοῦ στρατεύματος nur ein großer Theil, Xen. An. 4, 1, 11; – τὸ πολλόν, die große Menge, das Volk, Her. 1, 136; τὰ πολλά, das Meiste, Od. 2, 58. 17, 537; Hes. O. 37, u. oft im Att., nicht selten an die Bdtg πάντα hinanstreifend. – 4) Das neutr. πολύ, ion. πολλόν, auch der plur. πολλά werden häufig adverbial gebraucht; viel, sehr, Hom. u. Folgde überall; verstärkt μάλα πολλά, Hom., sowohl von der Menge, Anzahl, als der Größe u. innern Kraft, auch die mehrmalige Wiederholung derselben Handlung ausdrückend, vielmals, oft, häufig, Il. 2, 798. 6, 2. 17, 430. 23, 116 Cd. 1, 1. 13, 29. 20, 218; Hes. O. 324; u. so kann man auch die Vrbdgn μάλα πολλὰ κελεύων, μάλα πόλλ' ἐπέτελλε, λισσομένη μάλα πολλά, εὐχόμενος μάλα πολλά u. dgl. eben so gut von oft wiederholtem, als von dringendem, heftigem Befehlen und Bitten verstehen; übrigens ist in den meisten hom. Stellen πολλά noch sehr leicht als wirklicher Objectsaccusativ zu dem dabeistehenden Verbum zu ziehen, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη ist etwa = πολλὰ πλανήματα ἐπλάγχθη, u. diese Erklärung ist auch bei den folgenden Schriftstellern überall als die ursprüngliche Auffassungsweise festzuhalten, wenngleich die Uebersetzung sich oft mit dem einfachen Adverbium sehr begnügen muß, wie πολλὰ κάμπτονται, πολλὰ ζημιοῦνται, Plat. Theaet. 173 a Legg. XI, 916 d, mit vielfachen Krümmungen, mit vielen Strafen; vgl. noch πόλλ' ἀεκαζομένη, Il. 6, 458, ὅς τοι πόλλ' ὄφελος ἐγένετο, in vielen Fällen, 17, 152, πολλὸν ἀάσθη, 10, 113; vom Raume, groß, weit, Her. 1, 104. 6, 82; ὄπιθεν οὐ πολλόν, Pind. Ol. 11, 37; von der Zeit, la nge, Her. 4, 126. 6, 129; καταδαρθεῖν πάνυ πολύ, Plat. Conv. 223 b; bei weitem, um Vieles, gar sehr, Her. 1, 126. 140. 6, 158; so auch πολλοῦ, gar sehr, Ar. Nubb. 912; πολλοῦ πολύς, πολλή, viel zu viel, Equ. 829 Nubb. 1057. – Bes. häufig steht πολύ beim compar. u. superl., viel, sehr, πολὺ κέρδιον, γλύκιον, Il. 17, 414. 18, 109, u. oft πολὺ μᾶλλον, viel mehr, πολλὸν ἀμείνων, weit, viel besser, 6, 479 u. oft; πολὺ μείζων, Aesch, Ag. 1155; πολὺ δεύτερος, Soph. O. C. 1230; πολλὸν ἐχθίων ἔσει, Ant. 86; u. in Prosa: πολὺ μείζων κίνδυνος, Plat. Prot. 314 a; πολὺ ἐν πλείονι ἀπορίᾳ εἰμί, Crat. 413 c, u. oft, wie Xen. An. 1, 5, 2 u. oft; er setzt gern zwischen πολύ u. den compar. ein od. mehrere Wörter, Bornem. Conv. 1, 4, vgl. πολὺ σὺν φρονήματι μείζονι, An. 3, 1, 22. 3, 2, 30; u. ähnl. Thuc. 6, 86, πολὺ δὲ ἐπὶ ἀληθεστέραν γε σωτηρίαν; doch wird auch eben so πολλῷ μᾶλλον ὧδε ἔχει verbunden, Plat. Phaed. 80 e; πολλῷ μεῖζον, Polit. 274 e; Soph. O. R. 1159; Her. 1, 134; Xen. An. 2, 5, 32. 4, 5, 36; – πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν, bei weitem der Beste, Il. 1, 91; πολὺ φίλτατος, 4, 51; πολὺ πλεῖσται φάλαγγες, 15, 448; u. oft πολὺ πρῶτος; u. eben so in Prosa: Her. 5, 92, 3. 8, 42; πολὺ μεγίστη, Plat. Conv. 209 c; πολὺ κράτιστόν ἐστι, Phaedr. 228 c; Xen. An. 4, 2, 14 u. sonst; auch πολλῷ πρῶτος, Soph. Ant. 1327. – Aehnlich bei vergleichenden adv. u. solchen Verbis, die eine Vergleichung ausdrücken, πολὺ πρίν, Hom. oft, πολὺ πρό, Il. 4, 373, πολύ κε φθαίη, 13, 815; u. so bei προβαίνω, προτρέχω, προμάχομαι, 6, 125. 11, 217; u. ähnlich auch ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσιν νίκην, 17, 331, vgl. Od. 17, 404, wo in βούλομαι der Begriff des Lieberwollens liegt. – Eben so bei διαφέρειν, ἀποστατεῖν u. ä. – Seltener tritt es bei den Attikern auch zum Positiv, um die Bdtg des Adjectivs zu verstärken, οἱ πολύ oder πολλὰ δυστυχεῖς, die in Vielem, die sehr Unglücklichen, Valck. Phoen. 624. – Ἐπὶπολύ, weit, z. B. ἄνειν, Plat. Crat. 415 a; ἐπὶ πολλόν, weit entfernt, Her. 2, 32; gew. ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, meistentheils, gewöhnlich, in den allermeisten Dingen, zumeist, 1, 203. 2, 35. 5, 67, auch in einem Worte geschrieben; Plat. Polit. 294 e Rep. II, 377 b; Ggstz von καθ' ἓν ἕκαστον, Isocr. 4, 154; vgl. noch τὰ μὲν ἐπ' ὀλίγον, τὰ δ' ἐπὶ πολλά, Plat. Soph. 254 b; ὡς τὰ πολλά, meistentheils, Dem. 1, 11, wie ὡς τὸ πολύ, Luc. Hermot. 28; so auch das einfache τὰ πολλά, z. B. Plat. καὶ γὰρ τὰ πολλὰ Πρωταγόρας ἔνδον διατρίβει, Prot. 311 a; Phaed. 59 d; οἷα δὴ τὰ πολλὰ ἀεὶ μετ' ἐμοῦ ξένοι τινὲς ἕπονται, wie gewöhnlich folgen mir immer, Menex. 235 b; – παρὰ πολύ, um vieles, beim compar. od. superl., Pol. 4, 21, 5; – ἐπὶ πολλῷ, z. B. ῥᾳθυμεῖν, um einen theuern Preis, seine Trägheit theuer büßen müssen, Dem. 1, 15, wo man aus dem Zusammenhange leicht τόκῳ ergänzen kann; vgl. ἐπὶ πολλῷ γεγενῆσθαι, ib. 8, 53, u. δέδοικα, μὴ λελήθαμεν ὥςπερ οἱ δανειζόμενοι ἐπὶ πολλῷ ἄγοτες, 19, 96. – Ueber die häufigen Zusammenstellungen wie πολλοὶ πολλάκις, πολλοὶ πολλαχῆ, f. Lob. paralipp. p. 56. – Den compar. u. superl. πλέων, πλείων u. πλεῖστος s. oben bes. angeführt. – [Υ ist überall kurz, die epischen Formen πολέων, πολέας sind Il. 16, 635. 1, 559. 2, 4 Od. 3, 262 u. πολλέων immer zweisylbig zu lesen.]
Greek (Liddell-Scott)
πολύς: πολλή, πολύ, γεν. πολλοῦ, ῆς, οῦ· δοτ. πολλῷ, ῇ, ῷ· αἰτ. πολύν, πολλήν, πολύ· ― Ἰων. πολλός, πολλή, πολλόν, αἰτ. πολλόν, πολλήν, πολλόν, διετηρήθη δὲ ἡ Ἰων. αὕτη κλίσις παρὰ τοῖς Ἀττ.· ἁπανταχοῦ πλὴν τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἀρσ. καὶ οὐδ. Ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ τε Ἰων. καὶ τῷ Ἀττ. τύπῳ ἀδιαφόρως· παρ’ Ἡροδ. τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πολὺν ἐν 3. 57., 6. 125, πολὺ ἐν 2. 106., 3. 30., 6. 72., 7. 46, 160, ― πιθαν. ἐσφαλμένως, Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xIii· ἐν ᾧ ὁ τύπος πολλὸν ἀπαντᾷ δὶς ἐν Τραγ. διαλόγῳ, Σοφ. Ἀντ. 86, Τρ. 1196. Οἱ ἑξῆς τύποι εὕρηνται παρ’ Ἐπικ. ποιηταῖς, ― ἑνικ. γεν. πολέος, Ἰλ. Δ. 241, κτλ.· πληθ. ὀνομ. πολέες Ὅμ., συνῃρ. πολεῖς μόνον ἐν Ἰλ. Λ. 708· γεν. πολέων Ε. 691, κτλ.· δοτ. πολέσι Κ. 262, κτλ.· πολέσσι Ν. 452, κτλ.· πολέεσσι Ι. 73, Ὀδ. Ε. 54, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119, κτλ.· αἰτ. πολέας ὡς τρισύλλ. Ἰλ. Γ. 126, κτλ., ἀλλ’ ὡς δισύλλ., Α. 559., Β. 4, κτλ. (συχν. μετὰ διαφ. γραφ. πολεῖς Ο. 66., Υ. 313, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πολέες, πολέας εἶναι ἐν χρήσει ὡς θηλ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 42, εἰς Δῆλ. 28, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 21· οὐδ. πολέα Κόϊντ. Σμ. 1. 74. Τέλος, πουλύς, οὐδ. πουλύ, εἶναι ὡσαύτως Ἐπικ. τύποι, ὧν τὸ πουλὺς κεῖται ἐνίοτε ὡς θηλ., π.χ. πουλὺν ἐφ’ ὑγρὴν Ἰλ. Κ. 27· ἠέρα πουλὺν Ἰλ. Ε. 776, ἂν καὶ ἐν Ρ. 269 εὑρίσκομεν ἠέρα πολλήν· τὸ οὐδ. πουλὺ εὕρηται μόνον ἐν Ὀδ. Ο. 387· ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἅπαξ ἐν τῷ ἀρσ., Θεογ. 190: περὶ τῶν λέξεων συνθέτων μετὰ τοῦ πουλυ-, ἴδε ἐν λ. πουλυβότειρα. Οἱ τύποι πουλύς, -ύ, ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. καὶ Ἀρεταίου, ἀλλ’ οὐδέποτε παρ’ Ἡροδ. Ἴχνη τινὰ τῶν Ἐπικ. τύπων εὕρηνται καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, μάλιστα τοῖς Τραγ., οἷον δοτ. πολεῖ ἐν χορικῷ στίχ. τῶν Αἰσχύλ. Ἱκετ. 745· πολέα ἐν ἑτέρῳ χορικῷ τοῦ Αἰσχύλου ἐν Ἀγ. 723, κτλ.· πολέων ἐν χορικῷ, Εὐρ. Ἑλ. 1332· πολέσι ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1263. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πρβλ. πλέες, πλείων, πλεῖστος, πλήν· Σανσκρ. pur-us (Βεδ. pul-us)· Λατ. plu-res (Ἀρχ. Λατ. ple-ores), plus, plerique· Γοτθ. fil-u (πολύς), filu-sna (πλῆθος)· Ἀρχ. Σκανδιν. flei-ri, fle-ster (πλείων, πλεῖστος), κτλ.). [Προσῳδ.: ― ῠ ἀείποτε· γεν. πληθ. πολέων, αἰτ. πολέας εἶναι δισύλλ., Ἰλ. Π. 655, Α. 559· πολλέων εἶναι κατ’ ἀνάγκην δισύλλ. παρ’ Ὁμ.]. Ι. κυρίως ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλίγος, Ὅμ., κλπ.· ἐξ ὀλίγων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ πολλῶν, Ἡσ. Θ. 447· μήτε τριήκοντα ἐτέων πολλὰ ἀπολείπων, μήτε πολὺ νεώτερος τῶν τριάκοντα ἐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 694· παρῆσάν τινες καὶ πολλοί γε Πλάτ. Φαίδων 58D· οὐ πολλοί τινες Αἰσχύλ. Πέρσ. 510· ― μετὰ ὀνομάτων δηλούντων πλῆθος, πουλὺς ὅμιλος Ὀδ. Θ. 109· πολλὸν πλῆθος Ἡρόδ. 1. 141· πολλὸν ἔθνος ὁ αὐτ. 4. 22· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως πουλύ... ἐπ’ ἔτος ἀντὶ τοῦ πολλὰ ἔτη, Ἀνθ. Π. 6. 235· πολὺς ἦν ὁ καταπλέων Πολύβ. 15. 26, 10· ― ὡσαύτως ἐπὶ πράγματος συχνάκις ἐπαναλαμβανομένου, περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Ἡρόδ. 1. 30· πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος 2. 2, πρβλ. 3. 137, κτλ.· πολύ... τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας Σοφ. Ο. Κ. 305· τούτῳ πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ, συχνάκις, Δημ. 523. 27. 2) οὐ μόνον ἐπὶ ἀριθμοῦ ἀλλὰ καὶ μεγέθους, βαθμοῦ, δυνάμεως, ἐπιτάσεως, σφοδρός, ἰσχυρός, ὄμβρος, νιφετὸς Ἰλ. Κ. 6· π. ὕπνος, βαθὺς ὕπνος, Ὀδ. Ο. 394· π. πῦρ Κ. 359· π. ὑμέναιος, ἠχηρὸς γαμήλιος ὕμνος, Ἰλ. Σ. 493· π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, κτλ., Β. 810, κτλ.· π. ἀνάγκη, ἰσχυρά, κραταιὰ ἀνάγκη, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1668 (1674)· π. γέλως, βοή, πολύς, μέγας, Σοφ. Αἴ. 303, 1149· μωρία αὐτόθι 745· ὄλβος, αἰδὼς Αἰσχύλ. Πέρσ. 251, Ἀγ. 948· ἀλογία, εὐήθεια Πλάτ. Φαίδων 67Ε, Φαῖδρ. 275C, κτλ. β) σπανίως ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου, ἰσχυρός, σημαίνων, σημαντικός, σπουδαῖος, μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Ἡρόδ. 7. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1· οὕτως ἐπὶ προσώπων, πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος Ἡρόδ. 2. 98· Ἐτεοκλῆς ἂν εἷς πολύς... ὑμνοῖτο Αἰσχύλ. Θήβ. 6· ῥώμην σώματος πολὺς Διον. Ἁλ. 2. 42. γ) συναπτόμενον μετὰ ῥήματος, Κύπρις γὰρ οὐ φορητόν, ἢν πολλὴ ῥυῇ, ἐὰν ῥεύσῃ μὲ πλῆρες τὸ ῥεῖθρόν της, κατὰ μεταφορὰν εἰλημμένην ἐκ ποταμοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 443· θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι Δημ. 272. 22· κατὰ μεταφορὰν εἰλημμένην ἐκ τοῦ ἀνέμου, ὡς πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρός, ἐφύσα δυνατὸς καὶ δροσερός, ὁ αὐτ. 787. 22, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 760, Ἀνθ. Π. 11. 49· καὶ καθόλου, ἰσχυρός, ὅταν π. ὁ θεὸς ἔλθῃ Εὐρ. Βάκχ. 300· ἢν π. παρῇ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1200· π. καὶ τολμηρὸς Δημ. 1024. 3· ― οὕτω καὶ μετὰ μετοχ. καὶ τοῦ εἰμί, π. χ. πολλὸς ἦν λισσόμενος, «ἦτον ὅλος παρακάλια», Λατ. multus erat in precando, Ἡρόδ. 9. 91· π. ἐνέκειτο λέγων ὁ αὐτ. 7. 158· π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται Δημ. 294. 21· οὕτω, π. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Ἡρόδ. 8. 59· πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Πολυβ. 5. 49, 7· ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ Διόδ. 14. 107· καὶ ἄνευ προθέσ., π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις Αἰσχίν. 33. 27· π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται, συχνάκις θὰ μνημονεύηται, ὁ αὐτ. 23, ἐν τέλ.· πρβλ. γνώμη ΙΙΙ. ― Ἐν πάσαις ταύταις ταῖς περιπτώσεσιν ὑπάρχει συνημμένη ἔννοιά τις ἐπαναλήψεως μετὰ τῆς τοῦ βαθμοῦ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν μνημονευθέντων παραδειγμάτων, πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 142, Pors. Advers. σ. 307. 3) ἐπὶ τῆς ἀξίας ἢ σπουδαιότητος πράγματός τινος, πολέος δὲ οἱ ἄξιος ἔσται Ἰλ. Ψ. 562, Ὀδ. Θ. 405· πολλοῦ ἄξιος, συχν. παρ’ Ἀττ.· πολλῶν ἄξιος Ἀριστοφ. Εἰρ. 918· πολλοῦ καὶ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Λατ. magni facere, πρβλ. περὶ Α. IV· ἐπὶ πολλῷ, ἀντὶ πολλοῦ, εἰς μεγάλην τιμήν, Δημ. 13. 22, πρβλ. 103. 2· ― πολύ ἐστί τι, πολὺ ἀξίζει, ἔχει πολλὴν σπουδαιότητα, Ξεν. Οἰκ. 18. 7. 4) ἐπὶ χώρου καὶ ἐκτάσεως, μέγας, μακρός, ἐκτεταμένος ἀντίθετον τῷ μικρός, συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. κτλ.· π. χώρη, πεδίον Ἰλ. Ψ. 520, Ἡσ., κτλ.· πόντος, πέλαγος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633, Σοφ.· χῶρος πλατὺς καὶ π. Ἡρόδ. 4. 39· λίμνη μεγάλη τε καὶ π. αὐτόθι 109· π. ἡ Σικελία Θουκ. 7. 13· π. ἡ Ἑλλὰς Πλάτ. Φαίδων 78Α, κτλ.· ― πολλὸς ἔκειτο, ἔκειτο κατέχων πολλὴν ἔκτασιν, Ἰλ. Η. 456, πρβλ. Λ. 307· ― π. κέλευθος, μακρὰ ὁδός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 748· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ κέλευθος ἢ ὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν… πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν... Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 16· ― διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, ἴδε κατωτ. IV. 5) ἐπὶ χρόνου, μακρός, χρόνος Σοφ. Αἴ. 1402, κτλ.· πολὺν χρόνον Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· οὐ π. χρ. Σοφ. Φιλ. 348, κτλ.· οὕτω, πολλοῦ χρόνου Ἀριστοφ. Πλ. 98· χρόνῳ πολλῷ Σοφ. Τρ. 228· διὰ πολλοῦ (ἐξυπ. χρόνου) Λουκ. Νεκυομ. 15· ἐκ πολλοῦ Θουκ. 1. 58, Δημ. 527. 19· ὡς ἐκ πλείστου φυλάττεσθαι ὁ αὐτ. 585. 3· ἐπὶ πολλῷ ὁ αὐτ. 13. 22· πρὸ πολλοῦ, δηλ. χρόνου, Διόδ. 14. 43· οὐ μετὰ πολὺ Λουκ. Τόξ. 54· ― ἔτι πολλῆς νυκτός, Λατ. multa nocte, ἐν ᾧ ἦτο ἀκόμη πολλὴ νύξ, πολὺ πρὶν ἐξημερώσῃ, Θουκ. 8. 101· πολλῆς ὥρας, ἀργά, πρὸς τὴν ἑσπέραν, Πολύβ. 5. 8, 3. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) μεριστικὸν μετὰ γεν., π. χ. πολλοὶ Τρώων, ἀντὶ πολλοὶ Τρῶες, Ἰλ. Σ. 271, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδ., οἷον πολλὸν σαρκός, π. βίης, ἀντὶ πολλὴ σάρξ, π. βίη, Ὀδ. Τ. 450, Φ. 185· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἐπίθ. συνήθως λαμβάνει τὸ γένος τῆς γενικῆς, τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Ἡρόδ. 1. 24· τῆς γῆς οὐ πολλὴν Θουκ. 6. 7· τῆς ἀθάρης πολλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 694·. πολλὴν τῆς χώρας Ξεν. Κύρ. 3. 2. 2. ― Περὶ τῆς προσθέσεως ἢ παραλείψεως τοῦ ἄρθρου ἴδε κατωτ. 3. 2) τὸ πολὺς ἐνίοτε συνάπτεται μετ’ ἄλλου ἐπιθέτου, πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277, πρβλ. 585, κτλ.· ― ἀλλὰ συχνάκις κεῖται ὡς κατηγορούμενον ἢ προσδιορισμὸς συναπτόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιθέτου διὰ τοῦ καί, οἷον, πολέες τε καὶ ἐσθλοί, πολλοὶ ἄνδρες καὶ καλοί, Ἰλ. Ζ. 452, κτλ.· πολέες τε καὶ ἄλκιμοι Ἰλ. Φ. 586· πολλὰ καὶ ἐσθλὰ Ὀδ. Β. 312; παλαιά τε πολλά τε αὐτόθι 188· ἄκοσμά τε π. τε Ἰλ. Β. 213· πολλαί γε... καὶ ἄλλαι Ἡσ. Θ. 363· καὶ συχνάκις παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., π. τε καὶ κακὰ Ἡρόδ. 4. 167, κτλ.· π. κἀγαθὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 351· π. καὶ ἀνόσια Πλάτ. Πολ. 416Ε· π. καὶ μακάρια ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 269D· π. καὶ πονηρὰ Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 6· πολλά τε καὶ δ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 5. 5, 8· μεγάλα καὶ π. Δημ. 951. 5· καλοὺς καὶ π. κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα Δείναρχ. 104. 10 κἑξ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 60. 558. 3) παρὰ τοῖς Ἀττ. μετὰ τοῦ ἄρθρου ὅταν ὁ λόγος εἶναι περὶ πραγμάτων λίαν γνωστῶν, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ’, ἐκείνας τὰς πολλὰς ψυχάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1456, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 845· ὡς ὁ πολλὸς λόγος, ἡ κοινὴ φήμη, Ἡρόδ. 1. 75· ― ὡσαύτως μετ’ ἀφῃρημένων ὀνομάτων, τᾶς πολλᾶς ὑγιείας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· τὸ πολλὸν = πολλοί, πλήθη, Ἡρόδ. 1. 136. β) οἱ πολλοὶ = τὸ πλῆθος, οἱ περισσότεροι, (ὡς τὸ οἱ πλεῖστοι), Ἀθηναῖοι… ἀπῆλθον οἱ πολλοὶ Θουκ. 1. 126, πρβλ. 3. 32, κτλ.· τοῖς π. κριταῖς Σοφ. Αἴ. 1243· ἢ μετὰ γεν., τοῖς π. βροτῶν αὐτόθι 682· οἱ π. τῶν ἀνθρώπων Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· (ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Ἰλ. Φ. 524, Χ. 28)· ― κατ’ ἐπίτασιν δέ: οἱ πολλοὶ ἅπαντες, οἱ περισσότεροι κατὰ πολύ, Ἱππ. 292. 28· περὶ τοῦ τὰ πολλὰ πάντα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1· ― ἐντεῦθεν οἱ πολλοί, ὡς τὸ πλῆθος, ὁ λαός, οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι, ἀντίθετον τῷ οἱ μείζω κεκτημένοι Θουκ. 1. 6· ἀντίθετον τῷ οἱ κομψότεροι Πλάτ. Πολ. 505Β· κτλ.· εἷς τῶν πολλῶν, εἷς ἐκ τοῦ κοινοῦ πλήθους, Δημ. 545. 22· ― οὕτως, ὁ λεὼς ὁ πολὺς Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 17· ὁ π. ὅμιλος ὁ αὐτ. π. Πένθους 2, Ἡρῳδιαν., κλπ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 193. 390· ―παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., πολὺς λαός, συχνότερον πολλοὶ λαοί)· ― οὕτω καί, γ) τὸ πολύ, μετὰ γεν., τῆς στρατιῆς τὸ πολλὸν Ἡρόδ. 8. 100· τῶν λογάδων τὸ πολὺ Θουκ. 5. 73· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ στρατὸς ὁ πολλὸς Ἡρόδ. 1. 102· ἡ δύναμις ἡ π. Θουκ. 1. 24· ὁ π. βίοτος, τὸ κάλλιστον μέρος τῆς ζωῆς, Σοφ. Ἠλ. 185. δ) τὰ πολλά, συχν. ἀντὶ τοῦ πάντα, Ὀδ. Β. 58, Ρ. 537, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 37· (ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ., πολλά, ὡς οὐσιαστ., σημαίνει πολὺν πλοῦτον, πολλὰ κτήματα, Ἰλ. Ι. 333, Ὀδ. Τ. 195)· ― παρ’ Ἀριστ., πρὸς τὸ τῶν πολλῶν μέγεθος, ἐν σχέσει πρὸς τὸ μέγεθος τοῦ μέσου ὅρου, Ρητορ. 1. 5, 2, ἴδε Cope ἐν τόπῳ. 4) τὸ πληθυντ. πολλὰ κεῖται μετὰ ῥημάτων ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ παρὰ πολλά, καθ’ ὑπερβλολὴν πολλά, πολλὰ πράσσειν = πολυπραγμονεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 576. Ἀριστοφ. Βάτρ. 228· π. παθεῖν Πινδ. Ο. 13. 90, κτλ.· π. ἔρξαι τινά, βλάψαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 924. 5) πολλάς, μετὰ ῥημάτων σημαινόντων τὸ δέρειν παραλειπομένου τοῦ οὐσιαστ. πληγάς, ἴδε ἐν λ. πληγὴ Ι. 6) τὸ πολὺς ἐπαναλαμβάνεται ἐν πολλαῖς φράσεσιν, ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτοῖς Εὐρ. Μήδ. 579, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 451· τὰ μὲν οὖν πολλὰ πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι Πλάτ. Πολ. 615Α κτλ.· ― ὡσαύτως πολλοῦ πολύς, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1. b· ― οὕτω μετὰ τῶν ἐπιρρημ. πολλάκις, πολλαχῆ, κτλ. ΙΙΙ. Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: α) οὐδ. πολὺ (Ἰων. πολλόν), πολλά, ὡς καὶ νῦν, «πολύ», Ὅμ., κλπ.· ἐπιτετ. μάλα πολλὰ Ὅμ.· πάνυ πολὺ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 119C· πολύ τι ὁ αὐτ. Πολ. 484D· ― ἀλλὰ καὶ ἐπὶ συχνῆς ἐπαναλήψεως, πολλάκις, δηλ. συχνάκις, πολὺ συχνά, Ἰλ. Β. 798, Ὀδ. Α. 1, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 320· καὶ τὰ Ὁμηρικὰ δέ: μάλα πολλὰ κελεύων, μάλα πόλλ’ ἐπέτελλε, λισσομένη μάλα πολλά, εὐχόμενος μάλα πολλὰ κτλ., δύνανται νὰ νοηθῶσιν ἐπ’ ἴσης ἐπὶ ἐπαναλαμβανομένων ὡς καὶ ἐπὶ ἐνθέρμων παρακλήσεων, παρακελεύσεων κτλ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ πολὺ κατὰ τὸ πλεῖστον, Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κτλ.· ὡς τὸ π. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 10, κτλ.· οὕτω, τὰ πολλὰ Θουκ. 1. 13., 2. 12, 87, κτλ.· ὡς τὰ π. ὁ αὐτ. 5. 65, κτλ.· τὰ π. πάντα Ἡρόδ. 2. 203., 2. 35., 5. 67. β) ἐπὶ βαθμοῦ, πολύ, ἐπὶ πολύ, παρὰ πολύ, κατὰ πολύ, ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Ἡρόδ. 6. 82· ἡ ἔννοια τοῦ βαθμοῦ ὑπάρχει ὡσαύτως ἐν τῇ ἀπολύτῳ γενικῇ πολλοῦ. = κατὰ πολύ· θρασὺς εἶ πολλοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 915· πολλοῦ πολύς, πολλοῦ πολλή, πολλοῦ πολύ, παρὰ πολύ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 822, Βάτρ. 1046, πρβλ. Δινδ. εἰς Νεφ. 915. γ) ἐπὶ διαστήματος, ἢ ἀποστάσεως, πολὺ μακράν, οὐ πολλὸν Ἡρόδ. 1. 104· πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Θουκ. 1. 15, κτλ. δ) ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ πολύ, ἐπὶ μακρόν, ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγένετο Ἡρόδ. 4. 126, πρβλ. 6. 129. 2) τὸ πολὺ συνάπτεται συχνάκις μετ’ ἐπιθ. καὶ ἐπιρρημάτων, α) μετὰ συγκριτικοῦ πρὸς ἐπίτασιν τῆς συγκριτικῆς αὐτοῦ δυνάμεως, πολὺ κάλλιον, μεῖζον, μείων, πολλὸν ἀμείνων, νεώτερος, παυρότεροι, κατὰ πολύ, παρὰ πολὺ κάλλιον, κτλ., Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· πολὺ μᾶλλον, πολύ τι μᾶλλον, κατὰ πολὺ περεσσότερον, Schäf εἰς Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 70, κτλ.· ― δύνανται δὲ νὰ τεθῶσι λέξεις ἄλλαι μεταξὺ τοῦ πολὺ καὶ τοῦ ἐπιθ. παρ’ Ἀττ., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ Θουκ. 1. 35, κτλ.· π. σὺν φρονήματι μείζονι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22, πρβλ. 3. 2, 30, Bornem. εἰς Ξεν. Συμπ. 1. 4· τὸ πολλῷ συχνάκις κεῖται ἐν χρήσει μετὰ τοῦ συγκρ. ἀντὶ τοῦ πολύ, Ἡρόδ. 1. 134, Αἰσχύλ. Πρ. 335, κτλ.· πολλῷ μᾶλλον Σοφ. Ο. Τ. 1159, Heind. εἰς Πλάτ. Φαίδωνα 80Ε· οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 48., 67, κτλ.· ― ὡσαύτως μετὰ πάσης λέξεως σημαινούσης σύγκρισιν, οἷον πολὺ πρὶν συχν. παρ’ Ὁμ.· π. πρὸ Ἰλ. Δ. 373· μετὰ τοῦ ἐνέχοντος συγκριτικὴν ἔννοιαν ῥήματος φθάνω, πολύ κε φθαίη Ν. 815· καὶ ὁμοίως μετὰ τοῦ προβαίνω, προτρέχω, προμάχομαι, κτλ., Ζ. 125., Λ. 217· προὔλαβε πολλῷ Θουκ. 7. 80.· ― ἐντεῦθεν δυνάμεθα ὡσαύτως νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ Ὁμηρικόν: ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δανοῖσιν νίκην Ἰλ. Ρ. 331, Ὀδ. Ρ. 404 ― ἐπειδὴ τὸ π. βούλεται κεῖται ἀντὶ τοῦ μᾶλλον βούλεται· ― πολύ γε ἐν ἀποκρίσεσι μετὰ συγκρ., ἀργός… γενήσεται μᾶλλον; Ἀπόκρ. πολύ γε Πλάτ. Πολ. 421D, πρβλ. 387Ε, κτλ. β) ὁμοίως μετὰ ὑπερθ., πολὺ πρῶτος, φίλτατος, κάλλιστος, πολλὸν ἄριστος Ἰλ. Η. 162, κτλ.· π. τολμηρότατος, μέγιστος, κτλ., Θουκ. 1. 74, κτλ.· πολλόν τι μάλιστα Ἡρόδ. 1. 56· ὡσαύτως, π. δή, π. δὴ γυναῖκ’ ἀρίστην Εὐρ. Ἄλκ. 442, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 539, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 302Α· ― ὡσαύτως, πολλῷ πλεῖστοι Ἡρόδ. 5. 92, 5., 8· 42· π. μεγίστους 4. 82. γ) ἐνίοτε παρ’ Ἀττ. μετὰ θετικοῦ πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτοῦ, ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ’ αὖ σοφὴ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1295· ὡσαύτως, ἐς πόλλ’ ἀθλία πέφυκ’ ἐγὼ Εὐρ. Φοίν. 320.· πολὺ ἀφόρητος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 3· ― οὕτω καὶ τὸ πλεῖστα καὶ τὸ πάντα εὕρηνται. IV. μετὰ προθέσεων, 1) διὰ πολλοῦ, εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, ἴδε διὰ Α. ΙΙ. 2. 2) ἐκ πολλοῦ, ἐκ μεγάλης ἀποστάσεως, Θουκ. 4. 32, κτλ.· ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἴδε ἐκ ΙΙ. 1. 3) ἐπὶ πολύ, α) ἐπὶ μέγα διάστημα, μακράν, οὐκ ἐπὶ πολλὸν Ἡρόδ. 2. 32· ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας Θουκ. 1. 50., 4. 3, κτλ.· ― εἰς πολλὴν ἔκτασιν, ὁ αὐτ. 1. 6, 18., 3. 83· ἴδε ἐν λ. ποιέω Β. ΙΙ. 2. β) ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἐπὶ πολύ, ὁ αὐτ. 5. 16· ἐπὶ π. τῆς ἡμέρας ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. 39. γ) ὡς ἐπὶ πολὺ ἢ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, συνήθως, Θουκ. 1. 12, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 80· ὡς ἐπὶ τὸ π., κατὰ τὸ πλεῖστον, Θουκ. 2. 13, Πλάτ., κτλ.· μὴ καθ’ ἓν ἕκαστον, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ π. Ἰσοκρ. 72Ε· τό γ’ ὡς ἐπὶ τὸ π. ὁ αὐτ. 166Β. 4) κατὰ πολύ, νικᾶν Διον. Ἁλ. 3. 66. 5) παρὰ πολύ, ὡς καὶ νῦν, ἴδε πρόθεσιν παρὰ Γ. 1. 5. 6) περὶ πολλοῦ, ἴδε ἀνωτ. Ι. 3. 7) πρὸ πολλοῦ, πολὺ πρό..., τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 9. 35· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4. V. περὶ τοῦ συγκρ. πλείων, πλέων καὶ τοῦ ὑπερθ. πλεῖστος, ἴδε τὰς λέξεις.
French (Bailly abrégé)
πολλή, πολύ ; gén. πολλοῦ, πολλῆς, πολλοῦ ; dat. πολλῷ, πολλῇ, πολλῷ ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ ; plur. nom. πολλοί, πολλαί, πολλά, etc.
I. nombreux : πολύς λαός IL peuple nombreux ; πολλοὶ ἑταῖροι IL nombreux compagnons ; πολλοὶ Τρώων IL beaucoup de Troyens ; subst. au neutre : πολλὸν σαρκός OD beaucoup de chair ; πολλὸν βίης OD beaucoup de force ; en prose, πολύς prend le genre du nom au gén. : τῆς γῆς οὐ πολλὴ THC une petite partie de la terre ; πολλὴ τῆς χώρας XÉN une grande partie du pays ; en ce sens πολύς s’ajoute souv. à un autre adj. marquant une qualité (cf. fr. beaucoup de belles choses, lat. tot et tanta) : πολέες (ion.) τε καὶ ἐσθλοί IL beaucoup de vaillants guerriers ; πολλὰ καὶ ἀγαθά, ou sans καί : πόλλ’ ἀγαθά XÉN beaucoup de bonnes choses ; précédé de l’article, πολύς a la valeur d’un Sp. : οἱ πολλοί, la plupart des hommes, et, p. suite, foule, commun du peuple, peuple en gén. ATT ; avec un gén. part. : οἱ πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων XÉN la masse des Grecs ; de même au sg. : ὁ πολὺς ἄνθρωπος LUC la plupart des hommes ; τὸ πολύ THC ou τὸ πολλόν (ion.) HDT ou τὰ πολλά OD la foule, la multitude ; τὸ πολλὸν τοῦ χρόνου HDT la plus grande partie du temps ; τὸ πολὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ XÉN la plus grande partie de l’armée grecque ; fréquent : πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος HDT souvent loué par tout homme ; πολλὸς λέγων IL qui parle souvent ; πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος HDT c’était là une parole souvent répétée;
II. p. ext. grand :
1 haut, élevé : πολὺς ὀστεόφιν OD un grand amoncellement d’os;
2 vaste, spacieux : πολὺ πεδίον IL vaste plaine ; πολὺ πέλαγος, vaste mer;
3 long : πολλὴ ὁδός HDT longue route ; πολὺς χρόνος IL longtemps ; οὐ πολὺν χρόνον SOPH non pendant longtemps ; πολλοῦ χρόνου AR depuis longtemps;
4 de grande valeur : πολέος (ion.) ἄξιος IL, OD, πολλοῦ ἄξιος ATT digne d’un grand prix ; grand et fort : μέγας καὶ πολλός HDT grand et fort ; πολὺς κέλαδος IL bruit fort ; πολλὴ βοή SOPH grand cri ; πολὺς ὕπνος OD profond sommeil ; au sens mor. πολὺς ὁ Φίλιππος ESCHL Philippe sera puissant ; πολλὴ ἀνάγκη SOPH nécessité irrésistible;
Adv. au neutre;
I. • πολύ, beaucoup, HOM, etc., surtout devant un Cp. πολὺ μᾶλλον HOM beaucoup plus ; πολὺ μείζων ESCHL beaucoup plus grand ; en ce cas, il est qqf séparé du comparatif par un ou plusieurs mots : πολὺ σὺν φρονήματι μείζονι XÉN avec beaucoup plus de réflexion ; devant un Sp. πολὺ φίλτατος IL de beaucoup le plus cher ; devant un adv. ou un verbe d’antériorité, de supériorité, de préférence : • πολὺ πρίν OD bien avant ; • πολὺ πρό IL beaucoup en avant ; ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσιν νίκην IL c’est nous bien plutôt que les Grecs qu’il veut voir vainqueurs;
II. • πολλόν poét. et ion. beaucoup : πολλὸν ἀμείνων IL bien meilleur ; πολλὸν ἄριστος IL de beaucoup le plus brave;
III. • πολλῷ devant un Cp. πολλῷ μᾶλλον SOPH beaucoup plus ; πολλῷ μεῖζον XÉN bien plus grand;
IV. • πολλά;
1 beaucoup HOM, etc. ; μάλα πολλά HOM tout à fait, extrêmement ; dev. un adj. πολλὰ τάλαινα ESCHL tout à fait malheureuse;
2 souvent : ὅς τοι πόλλ’ ὄφελος γένοτο IL qui certes vint souvent en aide;
V. Locutions diverses avec des particules (conj., prép.);
1 • ὡς τὸ πολύ ATT le plus souvent, d’ordinaire ; • ὡς τὰ πολλά ATT ou simpl. • τὰ πολλά ATT m. sign.
2 • διὰ πολλοῦ à une grande distance ; • ἐκ πολλοῦ à une grande distance, longtemps d’avance;
3 • ἐπὶ πολύ au loin, très avant : ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης THC très avant sur mer ; ou à un très haut degré : ἐπὶ πολὺ τῆς δόξης THC à un très haut degré de gloire ; ou pendant longtemps : ἐπὶ πολὺ τῆς ἡμέρας THC pendant une grande partie du jour ; ὡς ἐπὶ πολύ THC ou ὡς ἐπὶ τὸ πολύ THC la plupart du temps, le plus souvent, presque toujours;
4 • μετὰ πολύ après un long temps;
5 • παρὰ πολύ en grande partie;
6 • περὶ πολλοῦ ATT à un haut prix;
Cp. πλείων, Sp. πλεῖστος.
Étymologie: R. Πολ, être plein ; cf. R. Πλε, v. πλέως, etc. ; cf. πόλις, lat, plus, plures, plurimi, plerique, populus.
English (Autenrieth)
peculiar forms, πολλός, πολλόν, πουλύς (also fem.), πουλύ, gen. πολέος (Od. 20.25), acc. πουλύν, pl. nom. πολέες, πολεῖς, gen. πολέων (Il. 16.655), πολλάων, πολλέων, dat. πολέσι, πολέεσσι, acc. πολέας, for comp. and sup. see πλείων, πλεῖστος: much, many, with numerous applications that call for more specific words in Eng., as ‘long,’ of time, ‘wide,’ ‘broad,’ of space, ‘loud,’ ‘heavy,’ of a noise or of rain, etc. πολλοί (Att. οἱ πολλοί), the many, the most, the greater part, Il. 2.483, and w. part. gen., πολλοὶ Τρώων, etc. Freq. as subst., πολλοί, πολλά, ‘many men,’ ‘many things,’ but predicative in Od. 2.58, Od. 17.537; often with other adjectives, πολέες τε καὶ ἐσθλοί, πολλὰ καὶ ἐσθλά, ‘many fine things,’ Od. 2.312. —Neut. as adv., πολύ, πολλόν, πολλά, much, far, by far, very; πολλὰ ἠρᾶτο, prayed ‘earnestly,’ ‘fervently,’ Il. 1.35; w. comp. and sup., πολὺ μᾶλλον, πολλὸν ἀμείνων, ἄριστος, so πολὺ πρίν, πολλὸν ἐπελθών, Il. 20.180.
English (Abbott-Smith)
πολύς, πολλή, πολύ, [in LXX chiefly for רַב and cognate forms;]
1.as adj., much, many, great, of number, space, degree, value, time, etc.: ἀριθμός, Ac 11:21; ὄχλος, Mk 5:24; θερισμός, Mt 9:37; χόρτος, Jo 6:10; χρόνος, Mt 25·19; γογγυσμός, Jo 7:12; πόνος, Col 4:13; δόξα, Mt 24:30; σιγή, Ac 21:40; pl., προφῆται, Mt 13:17; ὄχλοι, Mt 4:25; δαιμόνια, Mk 1:34; δυνάμεις, Mt 7:22,
2.As subst., pl. masc, πολλοί, many (persons): Mt 7:22, Mk 2:2, al.; c. gen. partit., Mt 3:7, Lk 1:16, al.; seq. ἐκ, Jo 7:31, Ac 17:12; c. art., οἱ π., the many, Mt 24:12, Ro 12:5, I Co 10:17, 33 II Co 2:17; opp. to ὁ εἶς (Lft., Notes, 291), Ro 5:15, 19; neut. pl., πολλά: Mt 13:3, Mk 5:26, al.; acc. with adverbial force, Mk 1:45, Ro 16:6 (Deiss., LAE, 317), I Co 16:12, Ja 3:2, al.; neut. sing., πολύ: Lk 12:48; adverbially, Mk 12:27, al.; πολλοῦ (gen. pret.), Mt 26:9; c. compar. (Bl., §44, 5), π. σπουδαιότερον, II Co 8:22; πολλῷ πλείους, Jo 4:41. Compar., πλείων, neut., πλεῖον and πλέον (v. WH, App., 151), pl., πλείονες, -ας, -α, contr., πλείους, -ω(cf. Mayser, 69), more, greater;
1.as adj.: Jo 15:2, Ac 18:2o, He 3:3; seq. παρά, He 11:4 (cf. Westc, in l. Was ΠΛΙΟΝΑ here a primitive error for ΗΔΙΟΝΑ?); pi., Ac 13:31, al.; c. gen. compar., Mt 21:36; c. num. (ἤ of comp. omitted), Ac 4:22 24:11, al.
2.As subst., οἱ π., the greater number: Ac 10:32 27:12, I Co 10:5 15:6; also (Bl., §44, 3) others, more, the more: II Co 2:6 4:15, Phl 1:14; πλείονα, Lk 11:53; πλειον, πλέον, Mt 20:10, II Ti 3:9; c. gen. comp., Mk12:43, Lk 21:3; π. Ἰωνᾶ ὧδε, Mt 12:41; adverbially, Ac 4:17 20:9 24:4.
3.As adv., πλεῖον: seq. ἤ, Lk 9:13; c. gen. comp., Mt 5:20; πλείω: c. num., Mt 26:53. Superl., πλεῖστος, -η, -ον,
(a)prop., most: Mt 11:20 21:8; adverbially, τὸ π., I Co 14:27;
(b)elative (M, Pr., 79), very great: ὄχλος π., Mk 4:1.