βιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(T21)
(7)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[βία]]); to [[use]] [[force]], to [[apply]] [[force]]; τινα, to [[force]], [[inflict]] [[violence]] on, [[one]]; the [[active]] is [[very]] [[rare]] and [[almost]] [[exclusively]] poetic (from [[Homer]] [[down]]); [[passive]] (Buttmann, 53 (46)) in ἡ [[βασιλεία]] [[τοῦ]] οὐρανοῦ βιάζεται, the [[kingdom]] of [[heaven]] is taken by [[violence]], carried by [[storm]], i. e. a [[share]] in the [[heavenly]] [[kingdom]] is sought for [[with]] the [[most]] [[ardent]] [[zeal]] and the intensest [[exertion]]; cf. [[Xenophon]], [[Hell]]. 5,2, 15 (23) πόλεις τάς βεβιασμενας; ([[but]] [[see]] Weiss, James Morison, Norton, in the [[place]] cited). The [[other]] [[explanation]]: the [[kingdom]] of [[heaven]] suffereth [[violence]] [[namely]], from its enemies, agrees [[neither]] [[with]] the [[time]] [[when]] Christ spoke the words, [[nor]] [[with]] the context; cf. Fritzsche, DeWette, Meyer, at the [[passage]], [[middle]], βιάζομαι followed by [[εἰς]] τί to [[force]] [[one]]'s [[way]] [[into]] a [[thing]], (ἐς [[τήν]] Ποτιδαιαν, [[Thucydides]] 1,63; ἐς τό [[ἔξω]], 7,69; [[εἰς]] [[τήν]] παρεμβολήν, [[Polybius]] 1,74, 5; [[εἰς]] τά [[ἐντός]], [[Philo]], vit. Moys. i., § 19; [[εἰς]] τό [[στρατόπεδον]], [[Plutarch]], [[Otho]] 12, etc.): [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν [[τοῦ]] Θεοῦ, to [[get]] a [[share]] in the [[kingdom]] of God by the [[utmost]] [[earnestness]] and [[effort]], [[παραβιάζομαι]].)  
|txtha=([[βία]]); to [[use]] [[force]], to [[apply]] [[force]]; τινα, to [[force]], [[inflict]] [[violence]] on, [[one]]; the [[active]] is [[very]] [[rare]] and [[almost]] [[exclusively]] poetic (from [[Homer]] [[down]]); [[passive]] (Buttmann, 53 (46)) in ἡ [[βασιλεία]] [[τοῦ]] οὐρανοῦ βιάζεται, the [[kingdom]] of [[heaven]] is taken by [[violence]], carried by [[storm]], i. e. a [[share]] in the [[heavenly]] [[kingdom]] is sought for [[with]] the [[most]] [[ardent]] [[zeal]] and the intensest [[exertion]]; cf. [[Xenophon]], [[Hell]]. 5,2, 15 (23) πόλεις τάς βεβιασμενας; ([[but]] [[see]] Weiss, James Morison, Norton, in the [[place]] cited). The [[other]] [[explanation]]: the [[kingdom]] of [[heaven]] suffereth [[violence]] [[namely]], from its enemies, agrees [[neither]] [[with]] the [[time]] [[when]] Christ spoke the words, [[nor]] [[with]] the context; cf. Fritzsche, DeWette, Meyer, at the [[passage]], [[middle]], βιάζομαι followed by [[εἰς]] τί to [[force]] [[one]]'s [[way]] [[into]] a [[thing]], (ἐς [[τήν]] Ποτιδαιαν, [[Thucydides]] 1,63; ἐς τό [[ἔξω]], 7,69; [[εἰς]] [[τήν]] παρεμβολήν, [[Polybius]] 1,74, 5; [[εἰς]] τά [[ἐντός]], [[Philo]], vit. Moys. i., § 19; [[εἰς]] τό [[στρατόπεδον]], [[Plutarch]], [[Otho]] 12, etc.): [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν [[τοῦ]] Θεοῦ, to [[get]] a [[share]] in the [[kingdom]] of God by the [[utmost]] [[earnestness]] and [[effort]], [[παραβιάζομαι]].)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[βιάζω]])<br />Ι.1. [[μεταχειρίζομαι]] βία [[εναντίον]] κάποιου, [[αναγκάζω]] με τη βία<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] με τη βία [[πρόσωπο]] σε σαρκική [[ένωση]] [[μαζί]] μου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πιέζω]] κάποιον φορτικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπιέζω]], [[φέρνω]] σε δύσκολη [[θέση]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]] έντονα κάποιον<br /><b>3.</b> [[καταπονώ]], [[βασανίζω]]<br />II. βιάζομαι (AM βιάζομαι)<br />επείγομαι, [[σπεύδω]] (α. «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» β. «δρόμῳ βιάσασθαι ἐς τὴν Ποτείδαιαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επισπεύδω]] [[κάτι]] ή έχω άμεση [[ανάγκη]] για [[κάτι]] («το βιάζομαι το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε δύσκολη [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβάλλω]] έντονη [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] κάποιον με τη [[δύναμη]] μου<br /><b>2.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] με τη βία<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] βία<br /><b>4.</b> [[επιμένω]] με [[πείσμα]] σε κάποια [[άποψη]]<br /><b>5.</b> (για [[ασθένεια]]) [[χειροτερεύω]], επιδεινώνομαι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «βιάζομαι νόμους» — [[παραβιάζω]], [[καταπατώ]]<br />β) «βιάζομαι ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]]<br />III. (μτχ. παθ. παρκμ.) [[βεβιασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />όποιος έχει υποστεί [[κάτι]] με τη βία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βιασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />όποιος έχει υποστεί βιασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει βιαστικά, με [[προχειρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βεβιασμένο [[χαμόγελο]]» — όχι αληθινό, επίπλαστο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>οι βεβιασμένοι</i><br />οι υπόδουλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[βιάζω]] και <i>βιάζομαι</i> αποτελούν παρεκτεταμένες μορφές των [[βιάω]], -<i>ώ</i> και <i>βιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, τα οποία [[είναι]] επικοί τ. που προέρχονται από το ουσ. <i>βία</i>, [[εκτός]] αν το <i>βιώμαι</i> θεωρηθεί [[πρωταρχικός]] [[ριζικός]] τ. Το ρ. <i>βιάζομαι</i> από τον Όμηρο χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ. και αντικατέστησε το <i>βιώμαι</i> στον [[αττικό]] πεζό λόγο. Επιπλέον παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη σημασιολογική [[εξέλιξη]] στη νέα Ελληνική, δηλ. από την παλαιά σημ. «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη βία, [[καταβάλλω]] έντονη [[προσπάθεια]], [[αγωνίζομαι]] να κατορθώσω [[κάτι]]» μετέπεσε στη σημ. «[[σπεύδω]]», [[επειδή]] αυτός που προσπαθεί έντονα να φέρει [[κάτι]] σε [[πέρας]] ενεργεί με [[ταχύτητα]]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐάζω Medium diacritics: βιάζω Low diacritics: βιάζω Capitals: ΒΙΑΖΩ
Transliteration A: biázō Transliteration B: biazō Transliteration C: viazo Beta Code: bia/zw

English (LSJ)

   A constrain, Act. once in Hom., ἦ μάλα δή με βιάζετε Od.12.297; ἐβίασε τὴν γυναῖκά μου Alc.Com.29: abs., εἰ πάνυ ἐβίαζον if they used force, Hp.Epid.2.24; cf. infr.1.2:—Pass., fut. βιασθήσομαι Paus. 6.5.9: aor. ἐβιάσθην, pf. βεβίασμαι (v. infr.):—to be hard pressed or overpowered, βελέεσσι βιάζεται Il.11.589; βιάζετο γὰρ βελ. 15.727; βιασθέντες λύᾳ Pi.N.9.14; νόσῳ Ar.Fr.20 (= Trag.Adesp.70); to be forced or constrained to do, c. inf., Id.Th.890: c. acc. cogn., βιάζομαι τάδε S.Ant.66, cf. 1073; βιασθείς Id.El.575; ἐπεὶ ἐβιάσθη Th.4.44; ὑπό τινος Id.1.2; opp. ἀδικεῖσθαι, ib.77; βιασθεὶς ἄκων ἔπραξεν D.6.16; ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν . . ἢ βιασθῶσιν Id.18.175; βιαζόμενος ὑπό τινος ἐξήμαρτεν Antipho 4.4.5; βεβιασμένοι forcibly made slaves, X.Hier.2.12; πόλεις βεβ. Id.HG5.2.23: βιαζόμενος ὑπὸ τῆς παρούσης ἀπορίας Th.7.67; τὸ βιασθέν those who are forced, Arist.Pol.1255a11; of things, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν forced from one by anger, S.OT 524; τὸ βεβιασμένον forced to fit a hypothesis, Arist.Metaph.1082b2; βεβ. σχήματα forced figures of speech, D.H.Th.33, cf. Porph.Antr. 36.    2 Act., make good, suffice to discharge a debt, PFlor.56.13.    II more freq. βιάζομαι, aor. Med. ἐβιασάμην, pf. βεβίασμαι D.19.206, Men.Sam.63, D.C.46.45:—overpower by force, press hard, ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.229, etc.; β. τοὺς πολεμίους dislodge them, X.An.1.4.5; β. νόμους to do them violence, Th. 8.53; βιασάμενος ταῦτα πάντα having broken through all these restraints, Lys.6.52; β. γυναῖκα force her, Ar.Pl.1092; opp. πείθειν, Lys.1.32; β. αὑτόν lay violent hands on oneself, Pl.Phd.61c, 61d; β. τινά, c. inf., force one to do, X.An.1.3.1; τί με βιάζεσθε λέγειν; Arist. Fr.44: with inf. omitted, β. τὰ σφάγια force the victims [to be favourable], Hdt.9.41; β. ἄστρα Theoc.22.9: c. dupl. acc., αὐδῶ πόλιν σε μὴ β. τόδε A.Th.1047.    2 c. acc. rei, carry by force, βιάσασθαι τὸν ἔκπλουν force an exit, Th.7.72; τὴν ἀπόβασιν Id.4.11: c. acc. neut., And.4.17, X.HG5.3.12.    3 abs., act with violence, use force, A.Pr. 1010, Ag.1509 (lyr.), S.Aj.1160, etc.; πρὸς τὸ λαμπρὸν ὁ φθόνος βιάζεται Trag.Adesp.547.12; opp. δικάζομαι, Th.1.77; β. διὰ φυλάκων force one's way, Id.7.83; β. ἐς τὸ ἔξω, β. εἴσω, ib.69, X.Cyr.3.3.69; δρόμῳ β. Th.1.63: c. inf., β. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν Id.7.79; βιαζόμενοι βλάπτειν using every effort to hurt me, Lys.9.16; but βιαζόμενοιμὴ ἀποδιδόναι refusing with violence to repay, X.HG5.3.12: esp. in part., ἵνα βιασάμενοι ἐκπλεύσωσι may sail out by forcing their way, Th.7.67; συνεξέρχονται βιασάμενοι X.An.7.8.11; ἐπὶ μᾶλλον ἔτι β. (of a famine) grow worse and worse, Hdt.1.94.    4 contend or argue vehemently, c. inf., Pl.Sph.246b; β. τὸ μὴ ὂν ὡς ἔστι κατά τι ib. 241d: abs., persist in assertion, D.21.205.

German (Pape)

[Seite 443] bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic. βιάζετε: Ζηνόδοτος βιάζεσθ' οἶον ἐόντα, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσθαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; medium Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, passiv. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. Activ. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; passiv . das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσθην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. βιάζομαι: 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα οὔτε μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασθέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνθρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείθειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; ἄλλοθεν βιασθέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ νόμος πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; εἴσω, mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ πύλη 4, 18 u. öfter; πρόσω, vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς ναῦς, die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασθαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ ἄττα εἴδη – τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

βιάζω: μεταγ. τύπος τοῦ βιάω, τό ἐνεργ. μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ ἦ μάλα δὴ με βιάζετε Ὀδ. Μ. 297· ἐβίασε τὴν γυναῑκά μου Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3· ἀπολ., εἰ ἐβίαζον, ἂν μετεχερίζοντο βίαν, Ἱππ. 1016Η· - παθ., μέλλ. βιασθήσομαι Παυσ. 6. 5., 9 (ἴδε βιάω 1)· ἀόρ. ἐβιάσθην, πρκμ. βεβίασμαι (ἴδε κατωτ.)· - ἰσχυρῶς πιέζομαι, ἀναγκάζομαι, καταβάλλομαι, βελέεσσι βιάζεται Ἱλ. Λ. 589· βιάζετο γὰρ βελ. Ο. 727· βιασθέντες λύᾳ Πίνδ. Ν. 9. 34· νόσῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ἀναγκάζομαι ἢ πιέζομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. Θεσμ. 890· ἀπολ., βιάζομαι τάδε, ἐν τούτοις ὑποφέρω βίαν, Σοφ. Ἀντ. 66, πρβλ. 1073· βιασθεὶς ὁ αὐτ. Ἡλ. 575· ἐπεὶ ἐβιάσθη Θουκ. 4. 44, πρβλ. 1. 2., 4. 10· βιασθεὶς ἄκων Δημ. 69. 14· ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν … ἢ βιασθῶσιν ὁ αὐτ. 286. 26· βιαζόμενος ὑπό τινος ἐξήμαρτεν Ἀντιφῶν 128. 32· βεβιασμένοι, διὰ βίας γενόμενοι δοῦλοι, Ξεν. Ἱέρ. 2, 12, πρβλ. Ἑλλ. 5. 2, 23· τὸ βιασθέν, ὅσοι ἐβιάσθησαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 6, 2· - ἐπὶ πραγμάτων, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν, βίᾳ ἐξενεχθὲν ἔνεκα ὀργῆς, Σοφ. Ο. Τ. 524· τὸ βεβιασμένον, ὅ,τι ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας εἴς τινα, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 7, 24· βεβ. σχήματα, σχήματα λόγου οὐχὶ φυσικά, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 33. ΙΙ) κοινότερον ὡς ἀποθ., βιάζομαι, μετὰ μέσ. ἀορ. ἐβιασάμην, καὶ ἐνίοτε πρκμ, βεβίασμαι (Δημ. 405. 21, Δίων Κ. 46. 45)· - καταβάλλω διὰ δυνάμεως, πιέζω βαρέως, ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Χ. 229· οὕτως ἐν Ὀδ. Κ. 410, Πίνδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. ἀγέλαστος)· βιάζεσθαι νόμους, παραβιάζω, Θουκ. 8. 53· βιασάμενοι πάντα, διασπάσαντες πάντα

French (Bailly abrégé)

ao. ἐβίασα;
1 user de force ou de violence : β. τινά OD faire violence à qqn ; Pass. être l’objet de violence;
2 soumettre par la force ; βελέεσαι βιάζεσθαι IL être dompté par la force des traits;
3 p. ext. forcer, contraindre;
Moy. βιάζομαι (f. βιάσομαι, ao. ἐβιασάμην);
I. intr. 1 user de violence : β. ἐς τὸ ἔξω THC ou β. εἴσω XÉN sortir ou entrer de force ; β. διὰ τῶν φυλάκων THC s’ouvrir de force un chemin à travers les gardes ; avec un inf. : β. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν THC s’ouvrir de force un chemin vers la colline ; au participe et joint à un verbe : ἵνα βιασάμενοι ἐκπλεύσωσι THC afin qu’ils s’ouvrent un passage de force et s’échappent sur leurs vaisseaux;
2 devenir violent, en parl. de choses (famine, mal, etc.);
II. tr. violenter, d’où
1 presser avec force, maltraiter, traiter avec violence ou dureté τινα qqn ; β. ἑαυτόν PLAT user de violence envers soi-même, càd se tuer;
2 écarter ou repousser par la force ; fig. β. νόμους THC faire violence aux lois;
3 contraindre par la force, forcer;
4 se procurer par la force : τι qch ; ἀπόβασιν THC opérer de force un débarquement ; ἔκπλουν THC forcer la sortie d’un port en parl. de navires bloqués.
Étymologie: βία.

English (Autenrieth)

and βιάω (βίη), pres. 2 pl. βιάζετε, perf. βεβίηκα, mid. and pass. pres. βιάζεται, βιόωνται, opt. βιῴατο, ipf. βιάζετο, βιόωντο, mid. fut. βιήσομαι, aor. (ἐ)βιήσατο, part. βιησάμενος: force, constrain, mid., overpower, treat with violence; met., ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς, ‘overwhelmed,’ Il. 10.145; pass. βιάζεσθαι βελέεσσιν, Il. 11.576; ὄνος παρ' ἄρουραν ἰὼν ἐβιήσατο παῖδας, ‘forces his way in spite of the boys,’ Il. 11.558 ; νῶι ἐβιήσατο μισθόν, ‘forcibly withheld from us’ (two accusatives as w. a verb of depriving), Il. 21.451 ; ψεύδεσσι βιησάμενος, ‘overreaching,’ Il. 23.576.

Spanish (DGE)

• Morfología: raro en v. act.; v. βιάω
A tr.
I fís.
1 por las armas o la fuerza, esp. c. compl. de pers. batir, acosar frec. en v. pas. βιαζόμενον βελέεσσι Il.11.576, cf. 589, 15.727, Q.S.7.508
apremiar, forzar βιαζόμενοι ὑπό τινων αἰεὶ πλειόνων de los primitivos habitantes de Grecia, Th.1.2, ὑπ' ἐκείνου βιαζόμενος ἐξήμαρτεν del que actúa en defensa propia, Antipho 4.4.5, βιασθέντες λύᾳ forzados por la sedición Pi.N.9.14, ὀργῇ βιασθέν (ὄνειδος) S.OT 524, cf. Th.4.44, D.6.16
en v. med. mismo sent. τοὺς πολεμίους X.An.1.4.5
violentar, forzar εἴσοδον Arsameia 205 (I d.C.), ἑαυτὸν βιάζεσθαι atentar contra sí mismo, suicidarse Pl.Phd.61d
en v. pas. ser forzado, verse obligado ᾗσιν (ἀνάγκαις) ἡ φύσις ἀζήμιος βιασθεῖσα Hp.de Arte 12, c. inf. (ἡ φύσις) βιάζεται ... φλέγμα διεχεῖν Hp.de Arte 12, τοὺς αὑτοῦ στρατιώτας ἐβιάζετο ἰέναι X.An.1.3.1
abs. en v. med. emplear la fuerza, ejercer la violencia πείσας ἢ βιασάμενος Gorg.B 11a.14, cf. S.Ai.1160, Pl.Grg.517b, Arist.Pol.1324b31, op. χρήμασι πείσας Plb.3.41.7, ὁ τύραννος ... βιάζεται ... ὢν κρείττων Arist.Pol.1281a23, cf. Arr.Epict.4.8.40, Luc.Nec.20, IG 22.1366.8 (I d.C.), Ep.Diog.7.4.
2 desde el punto de vista político y social oprimir, someter, sojuzgar (δῆμος) μήτε λίαν ἀνεθεὶς μήτε βιαζόμενος Sol.5.8, πόλεις ... βεβιασμέναι ciudades sojuzgadas X.HG 5.2.23
de esclavos, X.Hier.2.12, ὡς δεινὸν <ὂν> εἰ τοῦ βιάσασθαι δυναμένου ... ἔσται δοῦλον ... τὸ βιασθέν qué terrible sería si el sometido fuera esclavo del que ejerce la fuerza Arist.Pol.1255a9
en v. med. mismo sent. ὅδε βιάζεται πόλιν E.Or.1623, βιάζεσθαι τοὺς μὴ βουλομένους Arist.Pol.1286b30
actuar abusivamente, cometer abusos, atentar contra με PGiss.19.13 (II d.C.), PFlor.296.24 (VI d.C.), ἡμᾶς Hierocl.Facet.46.
3 c. compl. ref. a mujeres violar, forzar ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα Alc.Com.31, en v. med., LXX De.22.25, I.AI 2.58, Q.S.3.393, en v. pas., Phryn.47
fig., Herod.2.71.
4 de elementos naturales presionar, empujar el viento, el calor, Hp.Aër.8, 9, Epicur.Ep.[3] 111, Plu.2.139d.
II no fís.
1 c. ac. de pers. o asimilados hacer violencia, obligar, presionar desde el punto de vista psicológico o c. palabras με βιάζετε μοῦνον ἐόντα Od.12.297, en v. pas. ἐκ σοῦ βιάζονται τάδε S.Ant.1073, cf. El.575, βιασθεὶς ὑπὸ τῶν πραγμάτων Plb.14.12.4, οὔτε βιάζεται ὑπό τινος οὔτ' αὐτὸς βιάζει τινά Chrysipp.Stoic.3.150, c. inf. μηδέ σ' ... ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα y que no te obligue a conducir tu mirada desatinada por este camino Parm.B 7.3
en v. med. mismo sent. μηδένα ... κακότητι βιάζεο Thgn.547, cf. 485, E.Alc.1116, 325, Med.339, Fr.340, LXX Ge.33.11, βιαζόμενóς με violando mis derechos, PEnteux.68.11, cf. 69.4 (ambos III a.C.), c. inf. ψυχὴν βιάζου τἀμὰ συμφέρειν κακά E.HF 1366, cf. Longin.34.3, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ... Arist.Fr.44, μ' ἀέκοντα βιάζεο μαντεύεσθαι Call.Del.89, cf. Ael.VH 12.1
de sentimientos, el carácter ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι forzando los rostros que no ríen A.A.793, τὴν Ἀννίβου φύσιν Plb.9.26.1, τὸν αὑτοῦ τρόπον LXX 4Ma.2.8
c. doble ac. αὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε te prevengo que no hagas esa violencia a la ciudad A.Th.1042.
2 de normas o leyes naturales, humanas o divinas, en v. med. desafiar, violar νόμους S.Ant.663, θεούς E.Fr.1076, ἄστρα Theoc.22.9
violentar σφάγια las víctimas del sacrificio para que muestren presagios favorables, Hdt.9.41, cf. Th.8.53, Lys.6.52
apropiarse contra todo derecho, usurpar τὸ ληγᾶτον PWisc.14.14 (II d.C.), en v. pas. ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται el reino de los cielos es usurpado, Eu.Matt.11.12
abs. ocupar indebidamente la tierra, producirse usurpación de la tierra βεβιασμένοι usurpadores, PEnteux.55.17 (III a.C.), β. ἄνευ συναλλάξεων PTeb.6.31 (II a.C.), cf. PRyl.659.9 (IV d.C.).
3 lóg., ret. violentar, forzar τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον Arist.Metaph.1082b2, βεβιασμένα σχήματα formas forzadas D.H.Th.33.2, cf. Porph.Antr.36, Clem.Al.Strom.1.5.29.
4 abs., c. suj. no de pers., en v. med. apremiar, constreñir el hambre, Hdt.1.94, τύχη βιάζεται S.Fr.686, φύσις E.Fr.840, πεπρωμένη ... ἡμέρα E.Alc.147, ὕλη Plu.2.719e.
5 abs., dud. cubrir, saldar una deuda διὰ τὸ μὴ βιάζειν en una reclamación (aunque quizá sent. A II 2) Mitteis Chr.241.13 (III d.C.).
B usos esp. de la v. med.
I tr.
1 esforzarse contra, desafiar c. ac. compl. dir. δυσμενέων βέλεα Mimn.13.8
abs. forcejear ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ A.Pr.1010.
2 esforzarse, empeñarse c. conj. βιάζεσθαι τό τε μὴ ὂν ὡς ἔστι y empeñarse en que el no ser existe Pl.Sph.241d, cf. Diog.Oen.102.7
c. inf. y suj. en ac. νοητὰ ... εἴδη βιαζόμενοι τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν εἶναι empeñarse en que formas ideales son la realidad verdadera Pl.Sph.246b
sólo c. inf. βλάπτειν Lys.9.16, β. μὴ ἀποδιδόναι empeñarse en no devolver X.HG 5.3.12, ἀναβῆναι LXX Ex.19.24, cf. Arr.Epict.4.7.20, Origenes Io.13.11.
II intr. hacer un esfuerzo al comer y beber a la fuerza, Plu.2.101c, cf. tb. en act., Hp.Epid.2.2.24, βιαζομένων αἰζηῶν Q.S.14.266
en la guerra o fig. abrirse paso, forzar la salida o entrada, asaltar βιάζεται δ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων ... Ἄρης Ares se abre paso entre fraternas avenidas de sangre A.A.1509, cf. Th.7.67, X.An.7.8.11, διὰ τῶν φυλάκων Th.7.83, ἐς τὸ ἔξω Th.7.69, X.Cyr.3.3.69, δρόμῳ ... ἐς τὴν Ποτείδαιαν Th.1.63, cf. Plb.6.55.1, D.19.327, εἰς αὐτήν abrirse paso hacia él (el reino de los cielos) Eu.Luc.16.16, c. inf. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν Th.7.79, cf. Aen.Tact.18.22, Plb.2.67.2, 5.76.7, ἀποβῆναι D.Chr.11.74.

• Etimología: v. βία.

English (Abbott-Smith)

βιάζω (< βία), and depon. -ομαι, [in LXX for פּרץ, פּצר, etc.;]
to force, constrain, rare in act. (poet, and late prose), but found in cl. in pass., and so perh. βιάζεται, suffereth violence, Mt 11:12, EV (but v. infr.), whether
(a)in good sense, of disciples (Thayer, al.), or
(b)in bad sense, of the enemies of the kingdom (Meyer, in l.; Dalman, Words, 139ff.; Cremer, 141ff.). Mid., advanceth violently, Mt, l.c. (Deiss., BS., 258; Banks, v. ref. in DCG, ii, 803f.); seq. εἰς, to press violently, or force one's way into, Lk 16:16 (v. ICC, in l., and in Mt, l.c.; cf. παραβιάζομαι and v. MM, s.v.).†

English (Strong)

from βίος; to force, i.e. (reflexively) to crowd oneself (into), or (passively) to be seized: press, suffer violence.

English (Thayer)

(βία); to use force, to apply force; τινα, to force, inflict violence on, one; the active is very rare and almost exclusively poetic (from Homer down); passive (Buttmann, 53 (46)) in ἡ βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ βιάζεται, the kingdom of heaven is taken by violence, carried by storm, i. e. a share in the heavenly kingdom is sought for with the most ardent zeal and the intensest exertion; cf. Xenophon, Hell. 5,2, 15 (23) πόλεις τάς βεβιασμενας; (but see Weiss, James Morison, Norton, in the place cited). The other explanation: the kingdom of heaven suffereth violence namely, from its enemies, agrees neither with the time when Christ spoke the words, nor with the context; cf. Fritzsche, DeWette, Meyer, at the passage, middle, βιάζομαι followed by εἰς τί to force one's way into a thing, (ἐς τήν Ποτιδαιαν, Thucydides 1,63; ἐς τό ἔξω, 7,69; εἰς τήν παρεμβολήν, Polybius 1,74, 5; εἰς τά ἐντός, Philo, vit. Moys. i., § 19; εἰς τό στρατόπεδον, Plutarch, Otho 12, etc.): εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, to get a share in the kingdom of God by the utmost earnestness and effort, παραβιάζομαι.)

Greek Monolingual

(AM βιάζω)
Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία
2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου
μσν.- νεοελλ.
πιέζω κάποιον φορτικά
νεοελλ.
1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον
2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα κάποιον
3. καταπονώ, βασανίζω
II. βιάζομαι (AM βιάζομαι)
επείγομαι, σπεύδω (α. «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» β. «δρόμῳ βιάσασθαι ἐς τὴν Ποτείδαιαν», Θουκ.)
νεοελλ.
1. επισπεύδω κάτι ή έχω άμεση ανάγκη για κάτι («το βιάζομαι το φόρεμα»)
2. βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση
μσν.
καταβάλλω έντονη προσπάθεια
αρχ.
1. καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου
2. πετυχαίνω κάτι με τη βία
3. χρησιμοποιώ βία
4. επιμένω με πείσμα σε κάποια άποψη
5. (για ασθένεια) χειροτερεύω, επιδεινώνομαι
6. φρ. α) «βιάζομαι νόμους» — παραβιάζω, καταπατώ
β) «βιάζομαι ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ
III. (μτχ. παθ. παρκμ.) βεβιασμένος, -η, -ο
όποιος έχει υποστεί κάτι με τη βία
νεοελλ.
βιασμένος, -η, -ο
όποιος έχει υποστεί βιασμό
νεοελλ.
1. αυτός που έχει γίνει βιαστικά, με προχειρότητα
2. φρ. «βεβιασμένο χαμόγελο» — όχι αληθινό, επίπλαστο
αρχ.
οι βεβιασμένοι
οι υπόδουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βιάζω και βιάζομαι αποτελούν παρεκτεταμένες μορφές των βιάω, -ώ και βιάομαι, -ώμαι, τα οποία είναι επικοί τ. που προέρχονται από το ουσ. βία, εκτός αν το βιώμαι θεωρηθεί πρωταρχικός ριζικός τ. Το ρ. βιάζομαι από τον Όμηρο χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ. και αντικατέστησε το βιώμαι στον αττικό πεζό λόγο. Επιπλέον παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη σημασιολογική εξέλιξη στη νέα Ελληνική, δηλ. από την παλαιά σημ. «καταβάλλω κάποιον με τη βία, καταβάλλω έντονη προσπάθεια, αγωνίζομαι να κατορθώσω κάτι» μετέπεσε στη σημ. «σπεύδω», επειδή αυτός που προσπαθεί έντονα να φέρει κάτι σε πέρας ενεργεί με ταχύτητα].