διαλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
m (Text replacement - "Antheil" to "Anteil")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) auseinander nehmen, trennen, [[teilen]]; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]] 3, 117; τὸν ἀριθμὸν πάντα [[δίχα]] δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; [[ἐνταῦθα]] δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; [[χώρα]] χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Teile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Antheil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, [[varia lectio|v.l.]] ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. [[ergreifen]], festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Übertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; [[περί]] τινος, 18, 28; [[ὑπέρ]] τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. [[περί]] τινος, Greg. Cor. p. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) auseinander nehmen, trennen, [[teilen]]; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]] 3, 117; τὸν ἀριθμὸν πάντα [[δίχα]] δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; [[ἐνταῦθα]] δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; [[χώρα]] χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Teile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Anteil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, [[varia lectio|v.l.]] ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. [[ergreifen]], festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Übertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; [[περί]] τινος, 18, 28; [[ὑπέρ]] τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. [[περί]] τινος, Greg. Cor. p. 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:49, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλαμβάνω Medium diacritics: διαλαμβάνω Low diacritics: διαλαμβάνω Capitals: ΔΙΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: dialambánō Transliteration B: dialambanō Transliteration C: dialamvano Beta Code: dialamba/nw

English (LSJ)

fut. διαλήψομαι: aor. διέλᾰβον: pf. διείληφα: pf. Pass. διείλημμαι, also
A διαλέλημμαι Ar.Ec.1090, Ion. διαλέλαμμαι Hdt.4.68:—take or receive severally, i.e. each his own share, ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια X.Cyr.7.3.1, cf. An.5.3.4; δ. οἰκίας Lys.12.8.
II grasp or lay hold of separately, διαλαβόντες… τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.4.94: hence, seize, arrest, τινά Id.1.114, Pl.R. 615e; διαλελαμμένος ἄγεται Hdt.4.68, cf. Ar.Ec.1090 (v. Sch. ad loc.).
2 in wrestling, grasp round the waist, seize by the middle, διαλαβὼν ἀγκυρίσας cj. Casaub. in Ar.Eq.262; διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plu.Ant.33; in full, μέσον δ. τινά Ach.Tat.3.13; also, tie up, σπάρτῳ PHolm.12.13: metaph. of the soul, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Pl.Phd. 81c.
3 treat, handle, ταύτῃ τοὺς νόμους Lys. 14.4; τὸν ἡγεμόνα ὡς ἀνδράποδον Philostr.VA5.36.
4 metaph., embrace, ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν δ. comprehend in a general statement, Theophrastus HP8.1.6.
III divide, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Hdt.1.190, cf. 202, 5.52; τριχῆ δώδεκα μέρη δ. divide 12 parts into 3 (i.e. of 4 each), Pl.Lg.763c; ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, of a person taking his seat between two others, Id.Smp.222e; δ. εἰς δύο πάντας divide them into two parties, Arist.Pol.1296a11; δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους, ib.1272b11, 1320b8; τὴν σύμπασαν ἀρχὴν κατὰ ἔθνη Id.Mu.398a29:—Pass., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ divided into five channels, Hdt.3.117; of troops, Aen.Tact.10.25; θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν ὤμων, στήθους κτλ. coat-armour having its weight distributed so as to be borne by... X.Mem.3.10.13.
2 mark at intervals, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Decr. ap. D.18.154; τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις provide them at intervals with.., Arist.Pol. 1331a20 (Pass.), cf. OGI701.13 (Egypt): of time, τὰ τῶν ὡρῶν ἐνιαυτοῖς διειλημμένα Pl.Lg.886a.
b make a pause, δ. λέγοντα Id.Prt.346e: abs., διαλαβών = at intervals, Hp.Mul.1.68.
c give relief, make a break, Arist.Pr.880b22.
3 cut off, intercept, τὰ στενόπορα Th.7.73 codd.; ὁ πορθμὸς ὁ δ. τὴν Σικελίαν Arist.Mir.840a2; δ. τάφρῳ Plb. 5.99.9; δ. φυλακαῖς διαστήματα Id.1.18.4, etc.
4 mark off, distinguish, αἱ πολιτεῖαι… τοὺς πλείστους διειλήφασιν Isoc.4.16.
5 diversify, intersperse, ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν Arist.Po.1459a36; λόγον περιόδοις D.H.Comp.2; παραπληρώμασι ib.16; ποιήσεις μέτροις ib.26:—Pass., γῆ χρώμασι διειλημμένη marked with various colours, Pl.Phd. 110b; λειμῶνες παντοδαποῖς φυτοῖς διειλ. Luc.Patr.Enc. 10.
b in pf. part. Pass., διειλημμένος = distinct, Phld.D.1.24; κατ' οὐ δ. δόξας ibid.; cf. διειλημμένως.
6 divide or distinguish in thought, ταῦτα δ. τοῖς διανοήμασι Pl.Lg.777a; δ. δίχα [αὐτοὺς] τῷ παίζειν καὶ μή ib.935d, cf. E.El.373; διὰ τῶν ἔργων λαμβάνειν τὴν πίστιν = draw distinctive arguments from facts / arrive at conviction in the light of the actual facts, dub. l. in Arist.Pol.1323a40; περί τινος Id.PA665a31, PAmh.2.35.44 (ii B.C.): ὑπέρ τινος Plb. 2.42.7; δ. τί δεῖ ποιεῖν Id.4.25.1, cf. PRyl.68.23 (i B.C.): hence, determine, define, τὸν καιρόν Plb.15.5.2: c. inf., Id.30.9.2; grasp, apprehend, Epicur.Ep.1p.5U., al.; perceive, ὅτι… Phld.Sign.29; give a judicial decision, BGU195.36 (ii A.D.), 15 i 16 (ii A.D.): in later Prose, simply, think, believe, J.AJ2.16.5, Anon.Lond.24.32, etc.
7 state distinctly, Philipp. ap. D.12.23; περί τινος A.D.Synt. 22.8, etc.:—Med., ib.162.27.
8 to be preeminent throughout, ἀρεταῖς πᾶσαν τὴν ὑφ' ἡλίῳ OGI520.5 (Iasus).

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. part. διαλελημμένος Ar.Ec.1090, jón. διαλελαμμένος Hdt.3.117, 4.68]
A c. διάa través
I 1dividir entre varios, un plu. o un colect. repartir, repartirse, dividir de pers., ciu., etc., siendo suj. una persona que se sienta en medio de otras dos ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ Pl.Smp.222e, ἵνα ... διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια X.Cyr.7.3.1, τριχῇ δώδεκα μέρη τῆς πόλεως διαλαβόντες Pl.Lg.763c, αἱ γὰρ πολιτεῖαι ... τοὺς πλείστους αὐτῶν διειλήφασιν Isoc.4.16, διαλαμβάνοντες τὸν δῆμον Arist.Pol.1272b11, ἐν δὲ ταῖς μικραῖς ῥᾴδιόν τε διαλαβεῖν εἰς δύο πάντας Arist.Pol.1296a11, τὴν δὲ σύμπασαν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας ... διειλήφεσαν κατὰ ἔθνη Arist.Mu.398a29, τὸν ὄχλον διελάμβανον Plu.TG 19, en v. pas., dicho en boca del joven que se siente acuciado por las dos viejas βινεῖν δεῖ με διαλελημμένον Ar.Ec.1090, ἔστωσαν δὲ διειλημμένοι Aen.Tact.10.25
abs., ref. a anim. ἐπὶ γὰρ τοῦτο διέλαβεν ἡ φύσις a este respecto la naturaleza hizo una división Arist.PA 672b19
de la abertura que tienen los cetáceos para expulsar el agua διελάμβανε γὰρ ἂν ἀπὸ τῆς ῥάχεως αὐτόν Arist.PA 697a25
de seres inanimados τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων ἀργύριον γενόμενον X.An.5.3.4, οἰκίας Lys.12.8, διαλαμβάνει ... ὑγρόν Hp.Loc.Hom.9
dividir una entidad continua ποταμὸν ... ἐς τριηκοσίας καὶ ἑξήκοντα διώρυχάς μιν διαλαβών Hdt.1.190, cf. en v. pas. Hdt.3.117
de un discurso dividir en partes ταῖς περιόδοις διαλαβεῖν εὖ τὸν ὅλον λόγον D.H.Comp.2.5
trocear una salchicha πνικτῷ διέλαβεν περικομματίῳ Athenio 1.30
en v. pas., del alma ψυχὴν ... διειλημμένην γε οἶμαι ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Pl.Phd.81c, ἡ ψυχὴ ὅλη καὶ οὐ διειλημμένη Plot.2.2.1, cf. 5.8.10, del mundo ὁ κόσμος ... οὐ διειλημμένος Plot.6.4.12
c. entidades discontinuas distribuir de los sonidos τὸ μὲν ἥμισυ διαλαβόντες αὐτῆς (τῆς χορδῆς) Aristid.Quint.97.18
en v. pas., c. ac. de rel. ser distribuido (θώρακες) διειλημμένοι τὸ βάρος X.Mem.3.10.13, ref. a las estaciones del año μησὶν διειλημμένα Pl.Lg.886a
del cuerpo σώματα ἤδη σχήμασι διειλημμένα Plot.6.3.9
estar repartido en colores γῆ ... χρώμασι διειλημμένη Pl.Phd.110b.
2 apartar, separar a los contendientes en una lucha διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plu.Ant.33.
3 c. valor local poner jalones στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Decr. en D.18.154, en v. pas. τὰ δε τείχη διειλῆφθαι φυλακτηρίοις καὶ πύργοις que las murallas habían sido jalonadas de puestos de guardia y torres Arist.Pol.1331a20, ὁδὸς ... ὑδρεύμασι ἀφθόνοις ... διειλημμένη Pan 80.13 (II d.C.)
cortar, interceptar τὰ στενόπορα τῶν χωρίων διαλαβόντας ... φυλάσσειν Th.7.73 (cód.), τὰ δὲ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων τάφρῳ καὶ διπλῷ χάρακι διαλαβών Plb.5.99.9
c. ref. a intervalos o separación διαστήματα φυλακαῖς δ. ocupar los huecos con puestos de guardia Plb.1.18.4, τὸ τεῖχος φρουραῖς ἐπιμελεστέραις διελάμβανεν I.BI 6.381, en v. pas. τῆς ζωῆς ἡμῶν δύο πέρασιν ἑκατέρωθεν διειλημμένης estando limitada nuestra vida por ambos lados, e.e. por dos términos Gr.Nyss.Or.Catech.68.13
fig. salpicar, intercalar (Ὅμηρος) ἄλλοις ἐπεισοδίοις [δὶς] διαλαμβάνει τὴν ποίησιν (Homero) da variedad a la poesía intercalando otros episodios Arist.Po.1459a37, παραπληρώμασιν εὐφώνοις διείληφεν D.H.Comp.16.18
sembrar en v. pas. λειμῶνες παντοδαποῖς φυτοῖς διειλημμένοι Luc.Patr.Enc.10.
4 c. valor temp. interrumpir, hacer una pausa ἐνταῦθα δεῖ ... διαλαβεῖν λέγοντα entonces conviene que el que habla haga una pausa Pl.Prt.346e, οὐδὲν γὰρ κωλύει διαλαβεῖν τὸν λόγον Isoc.12.149, πολλάκις δὲ τῇ φωνῇ διαλαμβάνειν τὸν λόγον interrumpir repetidamente el discurso quedándose en silencio Alcid.1.21
abs. διαλαβών a intervalos Hp.Mul.1.68
dar descanso τὰ μέρη Arist.Pr.880b22.
II ref. al intelecto
1 distinguir, seleccionar o elegir entre criterios diferentes πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ; E.El.373, διαλαβόντες ἕκαστοι τοῖς διανοήμασιν Pl.Lg.777a, cf. 935d, Δημόκριτος δ' ἔοικεν οὐ καλῶς διαλαβεῖν περὶ αὐτῶν Arist.PA 665a31, ref. a dos personas que piensan de manera diferente, Anon.Lond.24.32
de los sonidos distinguir unos de otros διαλαμβάνει γὰρ πρῶτον περὶ φθόγγων Aristid.Quint.7.9, de los sentimientos δεῖ ... περὶ τούτων ὧδε διαλαβεῖν Plot.3.6.3.
2 considerar, tratar, tener en cuenta ταύτῃ τοὺς νόμους διαλαμβάνειν Lys.14.4, ταῦτα δὲ διαλαβόντας Epicur.Ep.[2] 38, χρὴ δὲ τὰς ἀναβλαστήσεις καὶ τὰς διαφύσεις ταύτας ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν διαλαβεῖν es preciso tener en consideración, en general, estas épocas de brote o germinación Thphr.HP 8.1.6, διαλαβόντες τὸν ἡγεμόνα, ὥσπερ ἀνδράποδον Philostr.VA 5.36, ἀμφιβολίας ἐν κοινῷ συνεδρίῳ Gr.Nyss.Eun.1.158, c. constr. prep. ὑπὲρ τούτων Plb.2.42.7, περὶ τῶν ὅλων Plb.18.45.7, ἀφελέστερον περὶ τῶν πραγμάτων D.L.7.84, ref. a las partes de la or. δέον διαλαβεῖν περὶ ἑκάστου A.D.Synt.22.8, cf. 162.26, en v. pas. διειλημμέναι ... δόξαι opiniones examinadas cuidadosamente Phld.D.1.24.24.
3 opinar, pensar, creer περὶ τῆς τῶν παίδων ἀγωγῆς, τίνα τρόπον διειλήφασιν οἱ πατέρες Hieronym.Phil.19.2, πρῶτον μὲν τοῦτο <δεῖ> διαλαβεῖν Ocell.44, περὶ μὲν οὖν τούτων ὡς ἑκάστῳ δοκεῖ διαλαμβανέτω I.AI 2.348, c. inf. ὁμόδουλον εἶναι διαλαβών Men.Her.argumen.6, διέλαβεν ἁρμόζειν ἑαυτῷ D.S.18.58, φυγεῖν αἰσχρὸν διέλαβεν D.S.19.42, διέλαβεν ἀποστατεῖν τὴν Ἰουδαίαν LXX 2Ma.5.11, οἱ μὲν οὖν Ἀθηναῖοι διέλαβον αὐτὸν ἥκειν D.S.18.65, cf. IClaros 1.P.4.37 (II a.C.), ὅθεν διέλαβον ... φυτεύειν (el versículo) a partir del cual creían plantar (el fundamento de su herejía), Epiph.Const.Haer.69.20.1, en v. pas., c. pred. ἃ καὶ τοῖς ἀλόγοις ζῴοις μέγιστα καὶ σπουδαιότατα διείληπται Lycurg.131
abs. ὡς αὐτοὶ διελάμβανον según creían LXX 2Ma.6.29.
4 comprender, captar λόγους τῆς διανοίας αὐτοῦ οὐ διαλήμψεσθε LXX Iu.8.14, ταῦτα οὖν εὖ μάλα διειληφὼς ὁ προφήτης Eus.DE 4.15 (p.174)
percibir, darse cuenta διειληφότες οὖν τόδε τὸ ἔθνος ... κείμενον LXX Es.3.13e, c. complet. c. ὅτι Phld.Sign.29.4, Origenes M.17.136C, c. inf. διαλαβόντες τοῦτο καλῶς ἕξειν PCair.Zen.637.9 (III a.C.), c. interr. indir. διελάμβανε μετὰ τούτων τί δεῖ ποιεῖν Plb.4.25.1
en v. pas. ὡς ἐπίβουλοι διαλαμβάνονται Vett.Val.171.18.
5 decidir, tomar la decisión de c. inf. (τὸν Πολυάρατον) εἰς τὴν Ῥόδον ἀποστέλλειν διέλαβε Plb.30.9.2
jur. y admin., frec. en uso abs. tomar una decisión, determinación o resolución y esp. dictar sentencia c. περί y gen. περὶ τῶν καθ' ὑμᾶς Philipp.Maced.2.24, περὶ αὐτῶν εἰσβεβιασμένων ... ἐν τῇ ἐμῇ οἰκίᾳ διαλαβεῖν PTor.Choachiti 11bis.32 (II a.C.), περὶ αὐτοῦ ὡς καθήκει UPZ 5.50 (II a.C.), περὶ δὲ ἧς πεποίηται βίας καὶ χειρογρ(αφίας) διαλαβεῖν dictar sentencia en relación con la violencia y el perjurio de que ha hecho uso, PAmh.35.44 (II a.C.), περὶ αὐτῶν διαλαβεῖν μισοπονήρως, ἵν' ὦ τετευχὼς τῆς σῆς δικαιοσύνης BGU 1824.29 (I a.C.), cf. PSI 1160.22 (I a.C.), περὶ τοῦ πράγματος POsl.17.18 (II d.C.), ἐντευχθεὶς Αὐρηλιανὸς αἰσιώτατα περὶ τοῦ πρακτέου διείληφεν Eus.HE 7.30.19, en v. pas. ἵν' ἐὰν μέν τι πάθω δια ληφθῇ περὶ αὐτῆς κατὰ τὰ περὶ τούτων προστεταγμένα para que, si algo me sucede, se dicte sentencia sobre ella de acuerdo con lo estipulado en estos casos, PRyl.68.23 (I a.C.).
B c. διάde parte a parte
I tr.
1 coger, agarrar τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.4.94, cf. Hp.Art.4, κρέσσονα (ἄνδρα) διαλαβὼν ... χερσίν Hp.Fract.3, τὴν ἀσπίδα καὶ <τὸν> θώρακα καὶ τὸ κράνος Plb.11.9.5
ref. a pers. prender ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν Hdt.1.114
en v. pas. ser llevado preso διαλελαμμένος ἄγεται Hdt.4.68
en la lucha coger por la cintura, sujetar con ambos brazos τιν' αὐτῶν ... διαλαβὼν ἀγκυρίσας Ar.Eq.262, cf. Gal.6.141, abs. σὺ διάλαβε anón. en POxy.466.28, cf. Hsch.s.u. διαλαβεῖν, AB 36.3, Sch.Ar.Ec.1090D.
coger con violencia τοὺς μὲν διαλαβόντες ἦγον Pl.R.615e
coger en medio, rodear οἱ δὲ λῃσταὶ ... μέσους διαλαβόντες ἔμενον Ach.Tat.3.13.1, τὴν κεφαλὴν ἐν κύκλῳ διαλαμβάνουσα Cyr.Al.M.69.836C
atar, amarrar (λεπίδα) πρήσας σπάρτῳ διάλαβε plegando (una hoja) átala con un junco, PHolm.74.
2 ocupar un territorio διαλαβεῖν τὴν Ἀσίαν Isoc.5.120, τὴν διαδοχὴν Ἀγριππῖνος διαλαμβάνει Eus.HE 4.20, τῶν ... τὴν ἔπαρχον διειληφότων ἐξουσίαν Eus.VC 2.44
apoderarse de, adueñarse de κτύπου καὶ ταραχῆς ἀθρόας διαλαβούσης τὸ στρατιωτικόν Eus.VC 2.9, τὸν ... ἀρεταῖς πᾶσαν διειληφότα τὴν ὑφ' ἡλίου del emperador Juliano IIasos 14.5 (IV d.C.).
3 fig. deducir, inferir τεκμήριον δὲ καὶ τούτων ἐκ [τῶν] γεγραμμένων σοι ὑπὸ Διονυσίου διαλάβοις ἄν una prueba de estas cosas puedes deducirla de lo que te ha escrito Dionisio, UPZ 146.43 (II a.C.), cf. BGU 1764.10 (I a.C.) en BL 3.23
elegir διαλήψεσθαι τὸν καιρόν elegir el momento oportuno Plb.15.5.2.
4 arq. cubrir διέλαβε τὸν ναὸν καὶ ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν ξύλοις κεδρίνοις ἁλύσεσι παχείαις συνδεδεμένοις I.AI 8.70.
II intr. extenderse fig. περισσοτέρως ... διέλαβεν ... ἡ θρησκεία αὐτῶν Agathan.V.Gr.Ill.68.

German (Pape)

[Seite 586] (s. λαμβάνω), 1) auseinander nehmen, trennen, teilen; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ 3, 117; τὸν ἀριθμὸν πάντα δίχα δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; ἐνταῦθα δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; χώρα χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Teile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Anteil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, v.l. ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. ergreifen, festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Übertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; περί τινος, 18, 28; ὑπέρ τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. περί τινος, Greg. Cor. p. 7.

French (Bailly abrégé)

f. διαλήψομαι, ao.2 διέλαβον, pf. διείληφα, etc.
I. recevoir chacun son dû;
II. séparer :
1 diviser, séparer : δ. ποταμὸν ἐς διώρυχας HDT partager le cours d'un fleuve par des canaux ; (θώρακες) διειλημμένοι τὸ βάρος XÉN (cuirasses) dont le poids se répartit (sur tous les points du corps);
2 particul. séparer de distance en distance : στήλαις δ. τοὺς ὅρους DÉM marquer de distance en distance les limites par des bornes;
3 abs. couper, intercepter : τὰ στενόπορα THC les défilés;
4 séparer, distinguer : λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι LUC prairies parsemées de plantations;
5 distinguer par la parole ou par la pensée ; définir, déterminer, décider;
III. prendre par le milieu, saisir à bras le corps, embrasser.
Étymologie: διά, λαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λαμβάνω, perf. med.-pass. ook διαλέλημμαι; Ion. ptc. διαλελαμμένος als zijn deel ontvangen:. ἵνα... διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια opdat iedereen kreeg waar hij recht op had Xen. Cyr. 7.3.1. verdelen, scheiden:; δ. τὸν δῆμον het volk in kampen verdelen Aristot. Pol. 1272b11; pass.:; διειλημμένοι τὸ βάρος (pantsers) met een goede verdeling van het gewicht Xen. Mem. 3.10.13; onderbreken, een scheiding aanbrengen:; ἐνταῦθα δεῖ... διαλαβεῖν λέγοντα hier moet men bij het spreken even pauzeren Plat. Prot. 346e; ( ἐπεισόδια ) οἷς διαλαμβάνει τὴν ποίησιν episoden waarmee hij zijn gedicht onderverdeelt Aristot. Poët. 1459a36; pass.: δεῖ... τὰ δὲ τείχη διειλῆφθαι φυλακτηρίοις en de stadsmuren moeten her en der gemarkeerd zijn door wachtposten Aristot. Pol. 1331a20. onderscheiden, beschouwen:; ταύτῃ τοὺς νόμους διαλαμβάνειν de wetten op zo’n manier te definiëren Lys. 14.4; ταῦτα διαλαβόντες ἕκαστοι τοῖς διανοήμασιν omdat iedereen daarover verschillende opvattingen heeft Plat. Lg. 777a; pass.: ποικίλη χρώμασι διειλημμένη gekenmerkt door een bonte mengeling van kleur Plat. Phaed. 110b. vastgrijpen:; δ. τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας bij handen en voeten pakken Hdt. 4.94.2; arresteren:; ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν hij gaf de andere kinderen opdracht hem te arresteren Hdt. 1.114.3; afpakken:. διαλαβεῖν τὴν Ἀσίαν Klein Azië afpakken Isocr. 5.120.

Russian (Dvoretsky)

διαλαμβάνω: (fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. διείληφα)
1 схватывать поперек, охватывать (τινά Her.): διαλαβὼν τὸ δόρυ Plut. с копьем наперевес;
2 перехватывать, перерезывать, преграждать (τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; χώρα χαράδραις διειλημμένη Diod.);
3 захватывать, занимать (τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τὴν θάλασσαν Plut.);
4 окружать, оцеплять, укреплять (τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.);
5 прерывать, перемежать (κίνησις στάσει διαλαμβάνεται Arst.): ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. сделать остановку на слове «ἕκων», т. е. произнести его с ударением;
6 размечать, размежевывать (στήλαις τοὺς ὅρους Dem.);
7 разделять (τὸν ἀριθμὸν δίχα Plat.; πάντας εἰς δύο Arst.; κατὰ μέρος τὸ ἔργον Plut.): ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ Her. река, разделенная на пять рукавов;
8 распределять (τὴν σύμπασαν ἀρχὴν κατὰ ἔθνη Arst.): θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος Xen. панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом;
9 получать по распределению (κατ᾽ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.): ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. чтобы каждый получил должное;
10 разукрашивать (γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.);
11 различать, обособлять (διαλαβεῖν καὶ διελεῖν τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arst.);
12 схватывать, понимать, постигать (τοῖς διανοήμασί τι Plat.): πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ; Eur. как же, заметив это, можно правильно судить?;
13 обдумывать, решать, определять (τι, περί и ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и τί δεῖ ποιεῖν Polyb.).

Greek Monolingual

(AM διαλαμβάνω)
1. περιλαμβάνω σε κείμενο, αναφέρω, πραγματεύομαι
2. ορίζω, καθορίζω, εντέλλομαι
αρχ.
1. παίρνω κατά σειρά το μερίδιο μου
2. (για τόπο) περνώ διαδοχικά, διέρχομαι κατά σειρά
3. κρατώ κατά μέρος, συλλαμβάνω
4. (για πάλη) πιάνω από τη μέση
5. (για χρόνο) διακόπτω, κάνω παύση
6. διαχωρίζω
7. διαιρώ, κατανέμω
8. διαποικίλλω, στολίζω
9. διακρίνω με τον νου μου, αναλογίζομαι
10
σκέπτομαι, συμπεραίνω
11. προσδιορίζω, καθορίζω
12. συγκεφαλαιώνω
13. παθ. μτφ. διαλαμβάνομαι
(για την ψυχή) περιορίζομαι.

Greek Monotonic

διαλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ διέλᾰβον, παρακ. διείληφα, Παθ. παρακ. -είλημμαι ή -λέλημμαι, Ιων. -λέλαμμαι·
I. λαμβάνω, παίρνω ή δέχομαι χωριστά, δηλ. ο καθένας παίρνει για τον εαυτό του, ο καθένας παίρνει το μερίδιό του, σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. πιάνω ή αρπάζω ξεχωριστά, διαλαβόντες τὰςχεῖρας καὶ τοὺς πόδας, σε Ηρόδ.· γενικά, πιάνω, αρπάζω, δράττομαι, συλλαμβάνω, τινά, στον ίδ.
2. ως όρος της γυμναστικής, πιάνω από τη μέση, κρατώ γερά με λαβή, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για τη ψυχή, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς, σε Πλάτ.
III. 1. διαιρώ, διαχωρίζω, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ., σε Ηρόδ. — Παθ., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, διαιρεμένος σε πέντε κανάλια, διώρυγες, στον ίδ.· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος, θώρακες που έχουν το βάρος τους κατανεμημένο, σε Ξεν.
2. σημειώνω κατά διαστήματα, σε Ψήφ. παρά Δημ.
3. κόβω, αποκόπτω, διαχωρίζω, διακόπτω, σε Θουκ.
4. χαράσσω γραμμή, σημειώνω, διακρίνω — Παθ., χρώμασι διειλημμένη, ευδιάκριτη, σημειωμένη, με ποικιλία χρωμάτων, σε Πλάτ.
5. ξεχωρίζω στη σκέψη, διακρίνω στο μυαλό, στον ίδ.· εκθέτω, διατυπώνω, αναπτύσσω με σαφήνεια, παρά Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διαλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀόρ. διέλᾰβον, πρκμ. διείληφα, παθ. πρκμ. διείλημμαι, ὡσαύτως διαλέλημμαι, Ἀριστοφ Ἐκκλ. 1090, Ἰων. -λέλαμμαι Ἡρόδ. (ἴδε λαμβάνω). Λαμβάνω ἢ δέχομαι χωριστὰ κατὰ σειράν, δηλ. ἕκαστος (ἡμῶν) λαμβάνει δι’ ἑαυτόν, ἤτοι τὸ μέρος του, ἵνα λαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, πρβλ. Ἀν. 5. 3, 4· δ. οἰκίας Λυς. 120. 41, πρβλ. Δημ. 918. 10, κτλ. ΙΙ. καταλαμβάνω, ἐπιλαμβάνομαι χωριστά, ιδιαιτέρως, διαλαβόντες... τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Ἡρόδ. 1. 94· - ἐντεῦθεν, καταλαμβάνωσυλλαμβάνω, τινὰ ὁ αὐτ. 1. 114, Πλάτ. Πολ. 615Ε· διαλελαμμένος ἄγεται Ἡρόδ. 4. 68. 2) ὡς γυμναστικὸς ἢ παλαιστικὸς ὅρος, λαμβάνω, πιάνω ἀπὸ τὴν μέσην, ἐκ τῆς ὀσφύος, διαλαβὼν ἠγκύρισας (ἴδε ἀγκυρίζω) Ἀριστοφ. Ἱππ. 262· διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλισεν Πλούτ. Ἀντων. 33· πλῆρες, μέσον δ. τινὰ (Τερέντ. medium arripere), Ἀχ. Τάτ. 3. 13· - ἐπὶ τῆς ψυχῆς, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Πλάτ. Φαίδωνι 81C. 2) μεταφ., περιλαμβάνω πολλὰ εἰς ἕν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 6, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 1, 6. ΙΙΙ. διαιρῶ, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Ἡρόδ. 1. 190, 202., 5. 52· τριχῇ δώδεκα μέρη δ., διαιρῶ 12 μέρη εἰς 3 (δηλ. ἐκ τεσάρων μερῶν ἕκαστον), Πλάτ. Νόμ. 763C· ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, ἐπί τινος καθεζομένου μεταξὺ δύο ἄλλων, ὁ αὐτ. Συμπ. 222Ε· δ. εἰς δύο πάντας, διαιρῶ εἰς δύο μερίδας, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 13· ὁ πορθμὸς δ. τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. Θαυμας. 105. - Παθ., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, διηρημένος εἰς πέντε διώρυχας, Ἡρόδ. 3. 117· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, ἔχοντες τὸ βάρος οὕτω διανενεμημένον ὥστε νὰ φέρηται ὑπὸ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) σημειώνω κατὰ διαστήματα, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 23· τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις, ἐφοδιάζω, ὀχυρώνω κατὰ διαστήματα διὰ..., Ἀριστ. Πολ. 7. 12. 1· ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν ὁ αὐτ. Ποιητ. 23, 5· - ἐπὶ χρόνου, τὰ τῶν ὡρῶν ἐνιαυτοῖς διειλημμένα Πλάτ. Νόμ. 886Α. 3) διακόπτω, διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, τὰ στενόπορα Θουκ. 7. 73· δ. τάφρῳ Πολύβ. 5. 99, 9· δ. φυλακαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 4, κτλ.· - ἀπολ., διαλαβών, κατὰ διαλείμμματα, Ἱππ. 617. 34. 4) σημειῶ χωρίς, διακρίνω, αἱ πολιτεῖαι ... τοὺς πλείστους διειλήφασιν Ἰσοκρ. 44Α· δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14., 6. 5, 10. - Παθ., γῆ χρώμασι διειλημμένη, Λατ. coloribus distincta, Πλάτ. Φαίδωνι 110Β. 5) διαχωρίζω, «ξεχωρίζω», διακρίνω ἐν λογισμῷ, κατὰ διάνοιαν, ταῦτα δ. τοῖς διανοήμασι ὁ αὐτ. Νόμ. 777Α· δ. δίχα αὐτοὺς τῷ παίζειν καὶ τῷ μὴ αὐτ. 935Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 373· διὰ τῶν ἔργων δ. τὴν πίστιν, συνάγω ὡρισμένα ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολ. 7. 1. 6· - ἐντεῦθεν. ὁρίζω, τι Πολύβ. 15. 5, 2· περί τινος Ἀριστ. Ζ. Μ. 3.4,1· ὑπέρ τινος Πολύβ. 2. 42, 7· δ. τί δεῖ ποιεῖν ὁ αὐτ. 4. 25, 1, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., 30. 9, 2· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς ἁπλῶς, νομίζω, πιστεύω, Λουκ. Νιγρ. 26, κτλ. 6) ὁρίζω, λέγω σαφῶς, λεπτομερῶς, Λατ. disserere, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 27. 9, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Schäf. Γρηγ. 7. 931· πρβλ. διειλημμένως. 7) συζητῶ, Φίλιππ. παρὰ Δημοσθ.165,17. 8) διακόπτω ὁμιλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, 2, κτλ. 9) ἀναφέρω χωρίον τι, μνημονεύω, Βυζ.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι aor2 διέλᾰβον perf. διείληφα perf. pass. -είλημμαι or -λέλημμαι ionic -λέλαμμαι
I. to take or receive severally, i. e. each for himself, each his share, Xen., etc.
II. to grasp or lay hold of separately, διαλαβόντες τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.:—generally, to seize, arrest, τινά Hdt.
2. as a gymnastic term, to seize by the middle, Ar.: metaph. of the soul, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Plat.
III. to divide, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Hdt.:—Pass., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ divided into five channels, Hdt.; θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος breast-plates having their weight distributed, Xen.
2. to mark at intervals, Decret. ap. Dem.
3. to cut off, intercept, Thuc.
4. to mark off, distinguish:— Pass. χρώμασι διειλημμένη, marked with various colours, Plat.
5. to distinguish in thought, Plat.: to state distinctly, ap. Dem.

Translations

think

Adnyamathanha: udikanda; Andi: ургьунну; Arabic: فَكَرَ‎, فَكَّرَ‎, تَفَكَّرَ‎; Hijazi Arabic: فَكَّر‎; Masri: فَكَّر‎; Armenian: մտածել; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܵܫܹܒ݂‎; Avar: ургьизе; Bashkir: уйлау; Bulgarian: мисля; Catalan: pensar; Cherokee: ᎠᏓᏅᏖᎭ; Chichewa: -ganiza; Chinese Cantonese: 諗, 谂; Dungan: нян; Mandarin: 念; Danish: tænke, reflektere; Dutch: denken, nadenken, peinzen, overdenken; Esperanto: pensi; Finnish: miettiä, harkita, kelata; French: réfléchir à, ruminer, penser; Friulian: pensâ; Galician: pensar; Georgian: ფიქრი, მოფიქრება; German: nachdenken, überlegen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌰𐌽, 𐌰𐌷𐌾𐌰𐌽; Greek: σκέφτομαι; Ancient Greek: φρονέω; Haitian Creole: panse; Hawaiian: noʻonoʻo; Hebrew: חָשַׁב‎; Hungarian: gondol; Indonesian: fikir, pikir; Irish: smaoinigh, síl; Italian: pensare, cogitare, ponderare; Japanese: 考える; Javanese: pikir; Kaurna: mukapapanthi, payinthi; Khmer: ពិចារណា, រិះគិត; Kyrgyz: ойлоо; Latin: puto, cogito, meditor, reor, arbitror; Lombard: pensà; Low German: denken, dinken; Macedonian: мисли, размислува; Malay: fikir; Manchu: ᡤᡡᠨᡳᠮᠪᡳ, ᠪᠣᡩᠣᠮᠪᡳ; Mansaka: dumdum; Mauritian Creole: panse; Middle Low German: denken; Mizo: ngaihtuah; Norman: penser; North Frisian: teenk; Norwegian: tenke, fundere; Occitan: pensar; Old Occitan: pensar; Old Saxon: thenkian; Old Turkic: 𐰇‎, 𐰽𐰴𐰣‎; Oriya: ବିଚାର କରିବା, ଚିନ୍ତା କରିବା; Oromo: yaaduu; Persian: فکر کردن‎, اندیشیدن‎; Polish: zastanawiać się; Portuguese: pensar; Quechua: yuyay; Rapa Nui: mana'u; Romanian: gândi, cugeta; Russian: обдумывать, обдумать; Rusyn: думати, удумати; Sanskrit: मन्यते; Scots: hink; Scottish Gaelic: smaoinich; Serbo-Croatian: razmišljati, razmisliti; Slovene: razmišljati, razmisliti; Spanish: pensar; Sundanese: ngamanah; Swahili: -fikiri; Swedish: tänka över; Tagalog: mag-isip; Tamil: யோசி, நினை, எண்ணு; Ternate: ngitu; Thai: คิด, นึก; Tibetan: སྙམ; Tok Pisin: ting, tingting; Turkish: düşünmek; Volapük: meditön, ninälön, süenikön; Walloon: tuzer, pinser; Welsh: meddwl, tybio; West Frisian: tinke; Zealandic: dienke