ἐξουσία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
m (Text replacement - "down" to "down")
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> pouvoir de faire une chose :<br /><b>1</b> liberté, faculté : [[ἐξουσία]] ποιεῖν [[τι]] PLAT donner à qqn la liberté <i>ou</i> le moyen de faire qch;<br /><b>2</b> pouvoir, puissance, autorité  : [[οἱ]] [[ἐν]] ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT <i>au sens collect.</i> les magistrats ; juridiction;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> abondance, ressources;<br /><b>2</b> éclat, splendeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]¹.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> pouvoir de faire une chose :<br /><b>1</b> liberté, faculté : [[ἐξουσία]] ποιεῖν [[τι]] PLAT donner à qqn la liberté <i>ou</i> le moyen de faire qch;<br /><b>2</b> pouvoir, puissance, autorité  : οἱ [[ἐν]] ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT <i>au sens collect.</i> les magistrats ; juridiction;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> abondance, ressources;<br /><b>2</b> éclat, splendeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]¹.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 21:22, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουσία Medium diacritics: ἐξουσία Low diacritics: εξουσία Capitals: ΕΞΟΥΣΙΑ
Transliteration A: exousía Transliteration B: exousia Transliteration C: eksousia Beta Code: e)cousi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἔξεστι) A power, authority to do a thing, c. inf., χαίρειν καὶ νοσεῖν ἐξουσία πάρεστι S.Fr.88.11 codd.; αὐτῷ ἐξουσία ἦν σαφῶς εἰδέναι Antipho 1.6, cf. Th.7.12; ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε permission to do... Pl. Smp.182e; ἐξουσία ποιεῖν Id.Cri.51d, etc.; ἐξουσία λαβεῖν And.2.28, X.Mem.2.6.24, etc.; λαβὼν ἐξουσίαν ὥστε . . Isoc.3.45; ἐπὶ τῇ τῆς εἰρήνης ἐξουσία with the freedom permitted by peace, D.18.44: c. gen. objecti, ἐξουσίαν ἔχειν θανάτου power of life and death, Poll.8.86; πρᾶγμα οὗ τὴν ἐξουσίαν ἔχουσιν ἄλλοι control over... Diog.Oen.57; ἐξουσία τινός power over, licence in a thing, τοῦ λέγειν Pl.Grg.461e; ἐν μεγάλῃ ἐξουσία τοῦ ἀδικεῖν ib.526a, cf. R.554c; κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως from want of qualification for .., Th.5.50: abs., power, authority, E.Fr.784. 2 abuse of authority, licence, arrogance, ὕβρις καὶ ἐξουσία Th.1.38, cf. 3.45, D.19.200; ἡ ἄγαν ἐξουσία. ib.272; ἄμετρος ἐξουσία OGI669.51 (i A.D.). 3 Lit. Crit., ἐξουσία ποιητική = poetic licence, Str.1.2.17, Jul.Or.1.10b. II office, magistracy, ἀρχαὶ καὶ ἐξουσία Pl.Alc.1.135b; οἱ ἐν ταῖς ἐξουσία Arist.EN1095b21; οἱ ἐν ἐξουσία ὄντες Id.Rh. 1384a1; οἱ ἐπ' ἐξουσιῶν LXX Da.3.2; ἡ ὑπατικὴ ἐξουσία = the consulate, D.S. 14.113, etc.; also ἡ ὕπατος ἐξουσία D.H.7.1; ἡ ταμιευτικὴ ἐξουσία = the quaestorship, Id.8.77; δημαρχικὴ ἐξουσία, v. δημαρχικός; ἡ τοῦ θαλάμου ἐξουσία, in the Roman empire, lordship of the bedchamber, Hdn.1.12.3. 2 concrete, body of magistrates, D.H.11.32; αἱ ἐξουσίαι (as we say) the authorities, Ev.Luc.12.11,al., Plu.Phil.17. b ἡ ἐξουσία as an honorary title, POxy.1103 (iv A.D.), etc. III abundance of means, resources, ἐξουσίας ἐπίδειξις Th.6.31; πλοῦτος καὶ ἐξουσία Id.1.123, cf. D. 21.138; ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς τὴν ἐξουσία Th.4.39; τῶν ἀναγκαίων ἐξουσία Pl.Lg. 828d; excessive wealth, opp. οὐσία, Com.Adesp.25a.5D. IV pomp, Plu.Aem.34.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ (ἔξεστι), die Erlaubniß, Freiheit, Etwas zu thun, das Recht; ἐπιτροπὴ νόμου Plat. defin. 415 b; τοῦ λέγειν Gorg. 461 e; ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ἀδικεῖν γενόμενος, da er die Macht hatte, Unrecht zu thun, 526 a; ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε τῷ ἐραστῇ θαυμαστὰ ἔργα ἐργαζομένῳ ἐπαινεῖσθαι, sich durch bewundernswürdige Thaten Lob zu erwerben, Conv. 182 e; π οιεῖν τινι, ἐξεῖναι ἀπιέναι, daß es ihm freisteht, wegzugehen, Crit. 51 d. Oft ἐξουσία ἦν αὐτῷ, mit folgdm inf., Antiph. 1, 6 u. A.; auch περὶ τοῦ ποιεῖν, Plat. Legg. XI, 936 a; ἐπ' ἐξουσίας ἐστί, es steht frei, nach Luft u. Belieben, Dem. u. A.; ἐξουσίαν ἔχω κλέπτειν Xen. Mem. 2. 6, 24, u. öfter bei Sp. ἔχειν, λαμβάνειν u. ä. – Auch im schlimmen Sinne, Frechheit, Dem. u. bes. Sp. – Gewalt, Macht im Staate, οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις, die Machthaber, Arist. Eth. 1, 5, 3 u. Sp.; ἡ ὑπατικὴ ἐξ., das Amt, die Macht des Consuls, D. Sic. 14, 113. Auch die Machthaber selbst, D. Hal. 11, 32; ὑπ' ἐξουσίαν τεταγμένος Matth. 8, 9. – Τῶν ἀναγκαίων, der Überfluß, wie περιουσία, Plat. Legg. VIII, 828 d; vgl. Thuc. 1, 123; äußere Pracht, Plut. Aemil. 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. pouvoir de faire une chose :
1 liberté, faculté : ἐξουσία ποιεῖν τι PLAT donner à qqn la liberté ou le moyen de faire qch;
2 pouvoir, puissance, autorité  : οἱ ἐν ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT au sens collect. les magistrats ; juridiction;
II. p. ext.
1 abondance, ressources;
2 éclat, splendeur.
Étymologie: ἔξειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐξουσία:
1) возможность (делать что-л.), право (на что-л., свобода чего-л.): ἐξουσίαν ἔχειν (τοῦ) ποιεῖν τι Xen., Plat. или περὶ τοῦ ποιεῖν τι Plat. иметь право или возможность делать что-л.; ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ποιεῖν τι γενόμενος Plat. получивший полную свободу делать что-л.; ἐξουσίαν διδόναι (ποιεῖν, παρέχειν) τινί Plat., Arst. кому-л. давать возможность, предоставлять право; κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως Thuc. за отсутствием права участвовать в состязании; ἐξουσία (ἐστί) … Arst. или ἐπ᾽ ἐξουσίας ἐστί … Dem. предоставляется право …, можно …;
2) (тж. ἡ ἄγαν ἐξουσία Dem.) (личный) произвол, своеволие (ἐπ᾽ ἐξουσίας πονηρός Dem.): ἐξουσία ποιητική рит. (licentia poetica) поэтическая вольность;
3) власть, могущество (πλοῦτός τε καὶ ἐ. Thuc.): οἱ ἐνἐξουσίᾳ ὄντες или οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Arst. власть имущие, стоящие у власти, власти; ἡ ὑπατικὴ ἐ. Diod. консульская власть; ἄνθρωπος ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος NT подвластный человек;
4) изобилие, достаток (τῶν ἀναγκαίων Plat.);
5) пышность, блеск (τοσαύτης ἐξουσίας ἀξιοθέατος Plut.);
6) признак власти или подвластности (ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσία: ἡ, (ἔξεστι) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν ἢ τὸ δικαίωμα τοῦ πράττειν τι, μετ’ ἀπαρ., χαίρειν καὶ νοσεῖν ἐξ. πάρεστι Σοφ. Ἀποσπ. 109· ἐξ. ἐστί μοι Ἀντιφῶν 112. 13, Θουκ. 7. 12· ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε τῷ ἐραστῇ... ἐπαινεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 182Ε· ἐξουσίαν πεποιηκέναι Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ Κρίτων 51Δ, κτλ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐξ. ἔχειν, ἐξ. λαμβάνειν, κτλ., Ἀνδοκ. 23. 14, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24, κτλ.· τῇ τῆς εἰρήνης ἐξουσίᾳ, μετὰ τῆς ἐλευθερίας ἣν ἐπιτρέπει ἡ εἰρήνη, Δημ. 240. 23· ἐξ. ἔχειν θανάτου Ἀριστ. Ἀποσπ. 374· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἀντικ., πλείστη ἐξουσία τοῦ λέγειν, πλείστη ἐλευθερία, Πλάτ. Γοργ. 461Ε· ἐν μεγάλῃ ἔξ. τοῦ ἀδικεῖν αὐτόθι 526Α, πρβλ. Πολ. 554C· περί τινος, ὁ αὐτὸς ἐν Νὸμοις 936Α· κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως, δι’ ἔλλειψιν προσόντων ἢ διότι δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα, Θουκ. 5. 50. 2) ἔπαρσις, ἀλαζονεία, Δημ. 559. 24, πρβλ. 403. 26· ἡ ἄγαν ἐξ., ὁ αὐτὸς 428. 22. ΙΙ. ἀπολ., δύναμις, ἐξουσία, ἰσχύς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ὅ,τι εἶναι δίκαιον ἢ ὀρθὸν, Εὐρ. Ἀποσπ. 778, Θουκ. 1. 38, πρβλ. 3. 45. 2) ἀξίωμα, ἀρχή, Λατ. potestas, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135Β· οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 3· οἱ ἐν ἐξουσίᾳ ὄντες ὁ αὐτὸς ἐν Ρητ. 2. 6, 9· οἱ ἐπ’ ἐξουσιῶν Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 2)· ἡ ὑπατικὴ ἐξ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου, Διόδ. 14. 113, κτλ.· ἡ ταμιευτικὴ ἐξ. Διον. Ἁλ. 8. 77· ἡ τοῦ θαλάμου ἐξ., κατὰ τοὺς Ρωμ. αὐτοκρατορ. χρόνους ἄρχων τοῦ θαλάμου, κοιτῶνος, ἀρχιθαλαμηπόλος, Ἡρῳδιαν. 1. 12. 3) ὡς ἀφηρημ. οὐσιαστ., τὸ σύνολον τῶν ἀρχόντων, ἡ ἀρχή, Λατ. potestas, οἱ ραβδοῦχοι κελευσθέντες ὑπὸ τῆς ἐξουσίας Διον. Ἁλ. 11. 32· αἱ ἐξουσίαι, αἱ ἀρχαὶ (ὡς λέγομεν νῦν), Πλουτ. Φιλοποίμ. καὶ συχνὸν ἐν τῇ Καιν. Διαθ.: πρβλ. τὴν λέξιν τέλος. ΙΙ. ὡς τὸ περιουσία, ἀφθονία ὑπαρχόντων ἢ μέσων, ἐξουσίας ἐπίδειξις Θουκ. 6. 31, πρβλ. 1. 123· ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς τήν ἐξ., ὁ αὐτ. 4, 39· τῶν ἀναγκαίων ἐξ. Πλάτ. Νόμ. 828D. ΙV. πομπή, ἀνὴρ καὶ δίχα τοσαύτης ἐξουσίας ἀξιοθέατος Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ «παρουσία».

Spanish

poder, Potencias

English (Abbott-Smith)

ἐξουσία, -ας, ἡ (< ἔξεστι), [in LXX: IV Ki 20:13, Ps 113 (114):2 135 (136)8, 9, Is 39:2, Je 28 (51):28 (מֶמְשָׁלָה), freq. in Da for Aram. שָׁלְטָן, etc., Wi 10:14, Si 9:13, al.;]
1.prop., liberty or power to act, freedom to exercise the inward force or faculty expressed by δύναμις (q.v.): I Co 9:12; ἐξουσία ἔχειν, II Th 3:9; id. seq. inf., Jo 10:18, I Co 9:4, 5; c. gen. obj., Ro 9:21; seq. ἐπί, c. acc., Re 22:14; περί, I Co 7:37.
2.Later(cf. Milligan, Th., 114; MM, Exp., xiv), of the power of right, authority: Mt 21:33, Mk 11:28, Lk 20:2; of Messianic authority, Mt 9:6, Mk 2:10, al.; of apostolic authority, II Co 10:8 13:10; of the authority of government: Mt 8:9 28:18, Ju 25, Re 12:10, al.; especially of judicial authority, Lk 20:20, Jo 19:10, 11.
3.Meton.,
(a)jurisdiction: Lk 23:7 (cf. I Mac 6:11, Is 39:2);
(b)a ruler or magistrate: Ro 13:1-3; pl., Lk 12:11, Ro 13:1, Tit 3:1;
(c)of supramundane powers (syn. with ἀρχή, δύναμις, θρόνος, κυριότης): I Co 15:24, Eph 1:21 3:10, Col 2:10, I Pe 3:22, al. (Cremer. 236). SYN.: v.s. δύναμις.

English (Strong)

from ἔξεστι (in the sense of ability); privilege, i.e. (subjectively) force, capacity, competency, freedom, or (objectively) mastery (concretely, magistrate, superhuman, potentate, token of control), delegated influence: authority, jurisdiction, liberty, power, right, strength.

English (Thayer)

ἐξουσίας, ἡ (from ἔξεστι, ἐξόν, which see), from Euripides, Xenophon, Plato down; the Sept. for מֶמְשָׁלָה and Chaldean שָׁלְטָן; power.
1. power of choice, liberty of doing as one pleases; leave or permission: ἔχειν ἐξουσίαν, WH brackets ἐξουσία); followed by an infinitive with τοῦ, L T Tr WH omit τοῦ); with a genitive of the thing or the person with regard to which one has the power to decide: Buttmann, 260 (224))); ἐπί τό ξύλον τῆς ζωῆς, permission to use the tree of life, ἐπί, C. I:2e.); ἐξουσίαν ἔχειν περί τοῦ ἰδίου θελήματος (opposed to ἀνάγκην ἔχειν (cf. Winer's Grammar, § 30,3 N. 5)), ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία (appointed, see τίθημι, 1a. sub at the end) according to his own choice, ἐν τῇ σῇ ἐξουσία ὑπῆρχεν, i. e. at thy free disposal, τοῦ with the infinitive αὕτη ἐστιν ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους, this is the power that darkness exerts, ποιεῖν ἐξουσίαν to exert power, give exhibitions of power, ἐν ἐξουσία εἶναι, to be possessed of power and influence, ἐξουσίαν ἔχειν (both expressions refer to the ability and weight which Jesus exhibited in his teaching) κατ' ἐξουσίαν powerfully, ἐν ἐξουσία, the power of authority (influence) and of right: ἐν ποίᾳ ἐξουσία; clothed in what authority (i. e. thine own or God's?), delegated authority (German Vollmacht, authorization): παρά τίνος, with the genitive of the person by whom the authority is given, or received, R G).
4. the power of rule or government (the power of him whose will and commands must be submitted to by others and obeyed (generally translated authority));
a. universally: λαμβάνειν, ἐξουσίαν ὡς βασιλεύς, εἰμί ὑπό ἐξουσίαν, I am under authority, τασσόμενος added, (L WH brackets); ἐξουσία τίνος, the genitive of the object, authority (to be exercised) over, as τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτά added, ἐξουσίαν πάσης σαρκός, authority over all mankind, πάσης σαρκός κυρειαν, Bel and the Dragon, verse 5); (the genitive of the subject, τοῦ Σατανᾶ, ἐπί τινα, power over one, so as to be able to subdue, drive out, destroy, ἐπί τά δαιμόνια, ἐπί τάς πληγάς, the power to inflict plagues and to put an end to them, ἐπί τῶν ἐθνῶν, over the heathen nations, ἐπί τίνος, to destroy one, ἔχειν ἐξουσίαν ἐπί τοῦ πυρός, to preside, have control, over fire, to hold it subject to his will, ἐπί τῶν ὑδάτων, ἐπάνω τίνος ἐξουσίαν ἔχειν, to be ruler over a thing, α. of the power of judicial decision; ἐξουσίαν ἔχειν with an infinitive of the thing decided: σταυρῶσαι and ἀπολῦσαι τινα, κατά τίνος, the power of deciding against one, παραδοῦναι τινα ... τῇ ἐξουσία τοῦ ἡγεμόνος, β. of authority to manage domestic affairs: α. a thing subject to authority or rule: jurisdiction: ἐκ τῆς ἐξουσίας ἡδωρου ἐστιν, β. one who possesses authority; (cf. the Latin use of honestates, dignitates, auctoritates (so the English authorities, dignities, etc.) in reference to persons); αα. a ruler, human magistrate (Dionysius Halicarnassus 8,44; 11,32): ββ. the leading and more powerful among created beings superior to Prayer of Manasseh, spiritual potentates; used in the plural of a certain class of angels (see ἀρχή, δύναμις, θρόνος, κυριότης): Romans, vol. ii., p. 226f; (Lightfoot on Colossians, the passage cited)); with ἐν τοῖς ἐπουρανίοις added, πᾶσα ἐξουσία, Lob. ad Phryn., p. 469), ἡ ἐξουσία τοῦ ἀέρος (see ἀήρ), τοῦ σκότους, α.) above (cf. σκότος as personified; see σκότος, b.).
d. a sign of the husband's authority over his wife, i. e. the veil with which propriety required a woman to cover herself, βασιλεία is used by Diodorus 1,47 for the sign of regal power, i. e. a crown). (Synonym: see δύναμις, at the end. On the infinitive after ἐξουσία, and ἐξουσία ἔχειν cf. Buttmann, 260 (223 f).)

Greek Monolingual

η (AM ἐξουσία)
1. η κυβέρνηση, η άσκηση της αρχής
2. το σύνολο τών αρχόντων
3. άδεια, δικαιοδοσία
4. προνόμιο
5. τάξη τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα Σεραφείμ»)
αρχ.-μσν.
αξίωμα, αρχή
μσν.
1. επικράτεια, διοικητική περιοχή («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)
2. κυριαρχία, κατοχή
3. (κυριαρχική) δύναμη
4. αφθονία
αρχ.
1. κατάχρηση εξουσίας, αλαζονεία
2. (για ποιητές) ποιητική άδεια
3. αφθονία μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», Θουκ.)
4. υπερβολικός πλούτος
5. επιδεικτική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. έξεστι
εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. ουσ- του θηλ. της μετοχής ούσα του ρ. ειμί με επίθημα -ία (πρβλ. ουσία < οντ- (ων, όντ-ος) + -ία)].

Greek Monotonic

ἐξουσία: ἡ (ἔξεστι),
I. δυνατότητα ή δικαιοδοσία να γίνει κάτι, με απαρ., σε Θουκ., Ξεν.· με γεν., εξουσία πάνω σε, δικαίωμα, σε Θουκ., Πλάτ.
II. 1. απόλ., δύναμη, εξουσία, ισχύ, αντίθ. προς το δίκαιο, σε Θουκ.· επίσης άδεια, προνόμιο, σε Δημ.
2. αξίωμα, αρχή, Λατ. potestas, σε Πλάτ.
3. ως αφηρημένο ουσ. επίσης όπως το Λατ. potestas, σώμα αρχόντων, στον πληθ., οι αρχές, σε Καινή Διαθήκη
III. αφθονία μέσων, πόροι, σε Θουκ.
IV. πομπή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐξουσία, ἡ, ἔξεστι
I. power or authority to do a thing, c. inf., Thuc., Xen.; c. gen. power over, licence in a thing, Thuc., Plat.
II. absol. power, authority, might, as opp. to right, Thuc.: also licence, Dem.
2. an office, magistracy, Lat. potestas, Plat.
3. as concrete, also like Lat. potestas, the body of the magistrates, in plural, the authorities, NTest.
III. abundance of means, resources, Thuc.
IV. pomp, Plut.

Chinese

原文音譯:™xous⋯a 誒克士-烏西阿
詞類次數:名詞(103)
原文字根:出去-是著 相當於: (מֶמְשָׁלָה‎) (שָׁלְטָן‎)
字義溯源:特權,權柄,有權柄的人,權能,能力,權,權勢,權利,權下,主權,掌權,自由,管轄;源自(ἔξεστι / ἔξειμι2)=對的);由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(εἰμί)*=是)組成。權柄的基本觀念:
1)屬於神的。是絕對的,不受限制的( 徒1:7),有如窯匠之於泥土( 羅9:21)
2)屬於主耶穌基督的。父將權柄賜給子( 約17:2),乃是天上地下所有的權柄( 太28:18),有權柄賜人永遠的生命,有權柄審判( 約17:2; 5:27)
3)屬於信徒的。信的人有權柄作神的兒女( 約1:12)。此外,地上所有掌權的,要服從耶穌基督( 西1:16, 彼前3:22),我們因著主耶穌的緣故,要順服地上掌權的。參讀 (δύναμις)同義字
出現次數:總共(103);太(10);可(10);路(16);約(8);徒(7);羅(6);林前(10);林後(2);弗(4);西(4);帖後(1);多(1);來(1);彼前(1);猶(1);啓(21)
譯字彙編
1) 權柄(72) 太7:29; 太9:6; 太9:8; 太10:1; 太21:23; 太21:23; 太21:24; 太21:27; 太28:18; 可2:10; 可3:15; 可6:7; 可11:28; 可11:28; 可11:29; 可11:33; 可13:34; 路4:6; 路4:32; 路4:36; 路5:24; 路9:1; 路10:19; 路12:5; 路19:17; 路20:2; 路20:2; 路20:8; 約1:12; 約5:27; 約10:18; 約10:18; 約17:2; 約19:10; 約19:10; 約19:11; 徒1:7; 徒8:19; 徒9:14; 徒26:10; 徒26:12; 羅9:21; 羅13:1; 羅13:1; 羅13:2; 林前9:4; 林前9:5; 林前9:6; 林前9:12; 林前9:12; 林前9:18; 林前11:10; 林後10:8; 林後13:10; 帖後3:9; 猶1:25; 啓2:26; 啓6:8; 啓11:6; 啓11:6; 啓12:10; 啓13:2; 啓13:4; 啓13:5; 啓13:7; 啓13:12; 啓14:18; 啓16:9; 啓17:12; 啓17:13; 啓20:6; 啓22:14;
2) 掌權的(8) 羅13:3; 弗1:21; 弗3:10; 弗6:12; 西1:16; 西2:10; 西2:15; 多3:1;
3) 能力(4) 啓9:3; 啓9:3; 啓9:10; 啓9:19;
4) 權(3) 太8:9; 路7:8; 路20:20;
5) 有權柄的(2) 羅13:1; 彼前3:22;
6) 掌權者(2) 林前15:24; 弗2:2;
7) 主權(2) 徒5:4; 林前7:37;
8) 權勢(2) 路22:53; 西1:13;
9) 權柄的(2) 可1:27; 啓18:1;
10) 權利(1) 來13:10;
11) 權柄的人(1) 可1:22;
12) 有權柄的人(1) 路12:11;
13) 權下(1) 徒26:18;
14) 管轄(1) 路23:7;
15) 自由(1) 林前8:9

English (Woodhouse)

authority, licence, power, freedom licence, permission

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἔξεστι (=εἶναι δυνατό) τοῦ εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἐξουσία: ἐξουσιάζω, ἐξουσιαστής, ἐξουσιαστικός.

Léxico de magia

ἡ 1 poder sobrenatural, que poseeen dioses y démones ὑπεράσπισόν μου πρὸς πᾶσαν ὑπεροχὴν ἐξουσίας δαίμονος ἀερίου defiéndeme contra todo exceso de poder mágico de demon aéreo P I 215 P IV 1193 δός μοι τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Σαβαώθ dame el poder mágico y la fuerza de Sabaot P VII 1019 P XVIIa 5 SM 41 8 ἔρχου μοι ὡδὶ αἶψα, ὁ ἔχων τὴν ἐξουσίαν ven junto a mí, aquí, inmediatamente, tú que tienes el poder P XII 147 2 plu. Potencias uno de los nueve coros angélicos, en pap. crist. αἱ ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι καὶ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους, ... εἶτε ἐξουσίαι τοῦ ἀντικειμένου· μὴ ἰσχύσωσι κατὰ τῆς εἰκόνος que los Principados y Potencias y los señores de las tinieblas, ya poderes del adversario, que no tengan fuerza contra esta imagen C 13 15