αἱρέω

From LSJ
Revision as of 14:29, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρέω Medium diacritics: αἱρέω Low diacritics: αιρέω Capitals: ΑΙΡΕΩ
Transliteration A: hairéō Transliteration B: haireō Transliteration C: aireo Beta Code: ai(re/w

English (LSJ)

impf.

   A ᾕρεον Il.24.579, Ion. αἵρεον Hdt.6.31, but contr. ᾕρει even in Il.17.463, ᾕρευν Hes.Sc.302: fut. αἱρήσω Il.9.28, etc.: aor. 1 ᾕρησα late (ἀν-) Q.S.4.40, etc.: pf. ᾕρηκα A.Ag.267, Th.1.61, etc., Ion. ἀραίρηκα or αἵρηκα (ἀν-) Hdt.5.102: plpf. ἀραιρήκεε 3.39:—Med., fut. αἱρήσομαι Il.10.235, etc.: aor. 1 ᾑρησάμην Plb.38.13.7 s. v.l., Gal.19.53, etc.: pf. in med. sense ᾕρημαι Ar.Av.1577, X.An.5.6.12, D.2.15, etc.: 3pl. plpf. ᾕρηντο Th.1.62:—Pass., fut. αἱρεθήσομαι Hdt. 2.13, Pl.Mx.234b; rarely ᾑρήσομαι Id.Prt.338c: aor. ᾑρέθην and pf. ᾕρημαι D.20.146, al.; pf. part. ἀραιρημένος Hdt.4.66: plqf. ᾕρηντο X. An.3.2.1, ἀραίρητο Hdt.1.191, etc.—From [root ]ἑλ-: fut. ἑλῶ only late (δι-) Test.Epict.6.18, (ἀν-) D.H.11.18, (καθ-) APl.4.334 (Antiphil.): aor.1 εἷλα (ἀν-) Act.Ap.2.23, (ἀν-) Epigr.Gr.314.24 (Smyrna): elsewh.aor.2 εἷλον Il.10.561, etc., Ep. ἕλον 17.321, Ion. ἕλεσκε 24.752:— Med., fut. ἑλοῦμαι D.H.4.75, (ἀφ-) Timostr.5, (δι-) D.H.4.60, (ἐξ-) Alciphr.1.9: aor. 1 εἱλάμην Epigr.Gr.314.5 (Smyrna), (ἀφ-) v.l. in Ath.12.546a, (δι-) AP9.56 (Phil.): elsewh. aor. 2 εἱλόμην Il.16.139, etc., 2sg. ἤλεο Sapph.Oxy.1787.6.3:—Cret. forms αἰλεθῇ Leg.Gort. 2.21, ἀν-αιλῆθαι ib.7.10, al.:—the etym. is doubtful, and ἀγρέω (q.v.) prob. has a difft. root.    A Act., take with the hand, grasp, seize, αἱ. τι ἐν χερσίν Od.4.66; αἱ. τινὰ χειρός to take one by the hand, Il.1.323; κόμης τινά ib.197; μ' ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν Od.23.76: part.ἑλών adverbially, κατακτεῖναί μ' ἑλών S.Ant.497; ἄξω ἑλών Il.1.139, cf. Pi.O.7.1; but ἔνθεν ἑλών having taken up [the song], Od.8.500.    2 take away, ἀπ' ἀπήνης ᾕρεον ἄποινα Il.24.579.    II take, get into one's power, νῆας ib.13.42; esp. take a city, 2.37, S.Ph.347, etc.; overpower, kill, Il.4.457, etc.; ἕλοιμί κεν ἤ κε ἁλοίην 22.253:—freq. of passions, etc., come upon, seize, χόλος Il.18.322; ἵμερος 3.446; ὕπνος 10.193; λήθη 2.34, etc.: c. dupl.acc., τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε 16.805; of disease, Pl.Tht.142b.    2 catch, take, ζωὸν ἑλεῖν Il.21.102; take in hunting, Hes.Sc.302, Hdt. 1.36, etc.; overtake, in a race, Il.23.345; get into one's power, entrap, S.OC764, etc.; in good sense, win over, X.Mem.2.3.16, cf. 3.11.11, Pl.Ly.205e, etc.    b c. part., catch, detect one doing a thing, S. Ant.385,655; ἐπ' αὐτοφώρῳ ἑλεῖν E.Ion1214; φῶρα ἐπὶ κλοπῇ ἑλεῖν Pl.Lg.874b.    3 generally, win, gain, κῦδος Il.17.321; στεφάνους Pi.P.3.74, etc.; esp. in games, Ἴσθμι' ἑλὼν πύξ Simon.158; with double sense, overcome and win, ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε Il.11.328; ἕλεν Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Pi.O.1.88, cf. S.Tr.353:— Pass., ἁγὼν ᾑρέθη the fight was won, S.OC1148.    b generally, get, obtain, Pl.R.359a, Ti.64b, etc.    4 as law-term, convict, τινά τινος Ar.Nu.591, Is.9.36, Aeschin.3.156; εἷλέ σ' ἡ Δίκη E. Heracl.941, cf. Supp.608: c. part., αἱ. τινὰ κλέπτοντα to convict of theft, Ar.Eq.829, Pl.Lg.941d; ᾑρῆσθαι κλοπεύς (sc. ὤν) S.Ant.493, cf. 406.    b αἱ. δίκην, γραφήν get a verdict for conviction, Antipho 2.1.5, etc.; also ἑλεῖν τινα obtain a conviction against one, Is.7.13; ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθ έντα convict the evidence of falsehood, Isoc.18.15.    c abs., get a conviction, οἱ ἑλόντες, opp. οἱ ἑαλωκότες, D.21.11; δολίοις ἕλε Κύπρις λόγοις Aphrodite won her cause... E.Andr.289, cf. Pl.Lg. 762b, etc.    d of a thing or circumstances which convict, τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρεῖ Id.Ap.28a.    5 ὁ λόγος αἱρέει reason or the reason of the thing proves, Hdt.2.33: c. acc. pers., reason persuades one, i.e. it seems good to one, Id.1.132, 7.41; ὡς ἐμὴ γνώμη αἱ. Hdt.2.43; ὅπῃ ὁ λόγος αἱ. βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R.604c, cf. Lg.663d: c. inf., R.440b; ὁ αἱρῶν λόγος Chrysipp.Stoic.3.92; αἱρεῖ alone, proves, Plu.2.651b.    b τὸ αἱροῦν the sum due, PRyl.167.25 (i A. D.); τὰ αἱροῦντα [τάλαντα] PGrenf.2.23.14 (ii B. C.), PRyl.88.19 (ii A. D.).    III grasp with the mind, understand, Pl.Phlb.17e, 20d, Plt. 282d.    B Med., with pf. ᾕρημαι (v. supr.), take for oneself, ἔγχος ἑλέσθαι take one's spear, Il.16.140, etc.; ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199; δόρπον, δεῖπνον take one's supper, Il.7.370, 2.399; πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι Od.11.584; Τρωσὶν… ὅρκον ἑλ. obtain it from... Il.22.119; and so in most senses of the Act., with the reflexive force added.    II take to oneself, choose, ἕταρον Il.10.235, cf. 9.139, Od.16.149, etc.; prefer, τι πρό τινος Hdt.1.87; τι ἀντί τινος X.An.1.7.3, D.2.15; τί τινος S.Ph.1101, cf. Theoc.11.49.    b c. inf., prefer to do, Hdt. 1.11, etc.; ἑλέσθαι μᾶλλον τεθνάναι X.Mem.1.2.16, cf. Pl.Ap.38e; μᾶλλον ἂν ἕλοιτό μ' ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν S.Ph.47: without μᾶλλον, Pi.N.10.59, Lys.2.62.    c αἱ. εἰ… to be content if., AP 12.68 (Mel.).    2 αἱ. τά τινων take another's part, join their party, Th.3.63, etc.; αἱ. γνώμην to adopt an opinion, Hdt.4.137.    3 choose by vote, elect to an office, αἱ. τινὰ δικαστήν, στρατηγόν, etc., Id.1.96, Eup.117, etc.; τινὰς ἀριστίνδην Lex ap.D.43.57; αἱ. τινὰ ἐπ' ἀρχήν Pl.Men.90b; αἱ. τινὰ ἄρχειν Id.Ap.28e, cf. Il.2.127.    C Pass., to be taken, Hdt.1.185, 191, 9.102; more commonly ἁλίσκομαι.    2 v. supr. A. 11.3.    II Pass. to med. sense, to be chosen, in pf. ᾕρημαι A.Ag.1209, etc.; Ion. ἀραίρημαι Hdt.7.118, 172,173, al.; στρατηγεῖν ᾑρημένος X.Mem.3.2.1; ἐπ' ἀρχῆς ᾑρῆσθαι ib.3.3.2; ἐπὶ τὴν τῶν παίδων ἀρχήν Pl.Lg.809a; τοῦ ἔτους… ᾑρημένοι elected for the year... IGRom.3.1422 (Bithyn.):—aor. ᾑρέθην is always so used, A.Th.505, Ar.Av.799, Th.7.31, etc.; pres. rarely, αἱροῦνται πρεσβευταί are chosen, Arist.Pol.1299a19, cf. And.4.16.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρέω: παρατ. ᾕρεον, Ἰλ., Ἰων. αἵρεον, Ἡρόδ., ἀλλὰ συνῃρ. ᾕρει, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 463: ― μέλλ. αἱρήσω, Ἰλ. Ἀττ.: ἀόρ. ᾕρησα, εἶναι μεταγεν. (ἀν-), Κ. Σμ. 4, 40, κτλ: πρκμ. ᾕρηκα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 267, Θουκ., κτλ., Ἰων. ἀραίρηκα ἢ αἵρηκα, (ἀν-), Ἡρόδ. 4. 66., 5. 102: ― ὑπερσ. ἀραιρήκεε, 3. 39: Μέσ. μέλλ. αἱρήσομαι, Ἰλ., Ἀττ.: ἀόρ. ᾑρησάμην, Πολύβ., κτλ. (πρβλ. ἐξαιρέω): πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ. ᾕρημαι, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1517, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12., Δημ. 22. 21, κτλ.: γϳ πληθ. ὑπερσ. ᾕρηντο, Θουκ. 1. 62: ― Παθ. μέλλ. αἱρεθήσομαι, Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ.: σπαν. ᾑρήσομαι, Πλάτ. Πρωτ. 338C: ἀόρ. ᾑρέθην καὶ πρκμ. ᾕρημαι, ἴδε κατωτέρ. C. καὶ ἀλλ: ὑπερσ. ᾕρηντο, Ξεν. Ἀν. 3. 2. 1· ἀραίρητο, Ἡρόδ. 1. 191, κτλ. ― Ἐκ √ ἙΛ σχηματίζονται τὰ ἑπόμ.: μέλλ. ἑλῶ, μόνον παρὰ μεταγεν. (δι-), Ἐπιγρ. Θηρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. VI, 19· (ἀν-), Διον. Ἁλ. 11. 18., Διόδ., (καθ-), Ἀνθ. Πλατ. 334: ἀόρ. αϳ εἷλα (ἀν-), Πράξ. Ἀπ. βϳ, 23· (ἀν-), Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 24, ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἷλον, Ὅμ., κλπ.: ― Ἰων. ἕλεσκε, Ἰλ. Ω. 752: ― Μέσ. μέλλ. ἑλοῦμαι, Διον. Ἁλ. 4. 75. Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 184, (ἀφ-), Τιμόστρ. ἐν «Φιλοδεσπότῃ», 1, Ἀνθ., (δι-), Διον. Ἀλ., (ἐξ-), Ἀλκίφρ. ― ἀόρ. αϳ εἱλάμην, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 5· (ἀφ), Ἀθήν. 546Α, (δι-), Ἀνθ. Π. 9. 56: ― ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἱλόμην, Ὅμ., κτλ. ― Πρβλ. ἀν-, ἀφ-, δι-, ἐξ-, καθ-, περ-, περι-, προ-, προσ-, συν-, ὑφαιρέω· (ὁ Κούρτιος πιστεύει ὅτι αἱ ῥίζαι αἱρ (ἁρι), ἑλ δυνατὸν νὰ ἔχωσι στενὴν συγγένειαν· πρβλ. ὡσαύτως ἁλίσκομαι, ὅπερ συχνάκις χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ αἱρέω). Α. Ἐνεργ. λαμβάνω διὰ τῆς χειρός, δράττομαι, ἁρπάζω· αἱρεῖν τι ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, λαμβάνω τι ἀνὰ χεῖρας, Ὀδ. Δ. 66., Θ. 372· αἱρεῖν τινα χειρός, λαμβάνω τινὰ ἐκ τῆς χειρός, Ἰλ. Α. 323· κόμης τινά, αὐτόθι 197· μ’… ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, Ὀδ. Ψ. 76· ὡσαύτως αἱρ. χερσὶ δόρυ, κτλ.: ― ἡ μετοχὴ ἑλὼν ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. καθὼς τὸ λαβών, δηλ. διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ἀντιγ. 497, ἀλλ’, ἔνθεν ἑλὼν = ἀναλαβὼν τὴν συνέχειαν, ἐξακολουθήσας (τὸ ᾆσμα), Ὀδ. Θ. 500. 2) ἀφαιρῶ, ἀποκομίζω, τι ἀπό τινος, Ὅμ. ἀλλὰ καὶ τινά τι, ὡς τὸ ἀφαιρεῖσθαι, Ἰλ. Π. 805. ΙΙ. κυριεύω, λαμβάνω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ναῦς, Ἰλ. Ν. 42· ἰδίως κυριεύω πόλιν, Β. 37, Σοφ. Φ. 347, κτλ., πρβλ. ἄκρα 3: ― ὑπερισχύω, φονεύω, Ὅμ., κτλ.: ― συχνάκις ἐπὶ παθῶν, κτλ., καταλαμβάνω, ἐπέρχομαι, ὡς χόλος, Ἰλ. Σ. 322· ἵμερος, Γ. 446· ὕπνος, Κ. 39· λήθη, Β. 33, κτλ.: ἐπὶ νόσου, Πλάτ. Θεαίτ. 142Β. ― ἁπλῶς, νικῶ (ἐν ἀγῶνι δρόμου ἢ ἁρματοδρομίας), οὐκ ἔσθ’ ὅς κε σ’ ἕλῃσι μετάλμενος, Ἰλ. Ψ. 345: ― τὸ μέσ. ἐνίοτε κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ κυριεύω, κακά νιν ἕλοιτο μοῖρα, Σοφ. Ο. Τ. 887, πρβλ. Αῃ 396. 2) συλλαμβάνω, πιάνω, ζωοὺς ἕλον, Ἰλ. Φ. 102: συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ, Ὅμ., κτλ. Ὡσαύτως λαμβάνω, κερδαίνω, αἰχμαλωτίζω, ἐξαπατῶ, παγιδεύω, Σοφ. Ο. Κ. 764, κτλ. καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, πείθω, ἑλκύω πρὸς τὸ μέρος μου, Ξεν. Ἀπομ. 2. 3, 16, πρβλ. 3. 11, 11, Πλάτ. Λύσ. 205Ε, κτλ. β) μ. μετοχ. καταλαμβάνω, συλλαμβάνω τινὰ ποιοῦντά τι, Σοφ. Ἀντ. 385, 655· ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἑλεῖν, συλλαμβάνω ἐν τῇ πράξει, Εὐρ. Ἴων 1214· φῶρα ἐπὶ κλοπῇ ἑλεῖν, Πλάτ. Νόμ. 874Β. 3) καθόλου, κερδαίνειν, κτᾶσθαι, κῦδος, Ἰλ. Ρ. 321· στεφάνους, Πίνδ., κτλ. ἰδίως ἐπὶ τῶν δημοσίων ἀγώνων, Ἴσθμια ἑλεῖν, κτλ., Σιμων. 158: ― Παθ., ἁγὼν ᾑρέθη, ὁ ἀγὼν ἐκερδήθη, Σοφ. Ο. Κ. 1148, πρβλ. καθαιρέω, IV. β) καθόλου, τυγχάνω τινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκφεύγω, Πλάτ. Πολ. 359Α· πρβλ. Τίμ. 64Β, κτλ. 4) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀποδεικνύω τινὰ ἔνοχόν τινος, τινά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 591· εἷλέ σ’ ἡ Δίκη, Εὐρ. Ἡρακλ. 636· ὡσαύτως μ. μετοχ. αἱρεῖν τινα κλέπτοντα, ἀποδεικνύναι αὐτὸν ἔνοχον κλοπῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλάτ. Νόμ. 941D· οὕτως, ᾑρῆσθαι κλοπεὺς (ἐνν. ὤν), Σοφ. Ἀντ. 493, πρβλ. 406. β) αἱρεῖν δίκην ἢ γραφήν, λαμβάνω ψῆφον πρὸς καταδίκην τοῦ ἀντιδίκου, Ἀντιφῶν 115. 24, κτλ., ἀλλὰ καὶ δίκην ἑλεῖν τινα, καταδικάζω τινὰ διὰ δίκης, Ἰσαῖος 64. 19· ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθέντα, καταδικάζω τὰς μαρτυρίας ὡς ψευδεῖς, Ἰσοκρ. 374Β. γ) ἀπολ. κερδαίνω τὴν δίκην, οἱ ἁλόντες, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἑαλωκότες, Δημ. 518. 16· Κύπρις εἷλε λόγοις αἰόλοις (οὕτως ὁ Musgr. ἀντὶ τοῦ δολίοις) = ἡ Ἀφροδίτη ἐκέρδησε..., Εὐρ. Ἀνδρ. 290· πρβλ. Ἱκ. 608. Πλάτ. Νόμ. 762Β, κτλ. δ) περὶ πράγματος ἢ συμβεβηκότος ὅπερ καταδικάζει τινά, τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Α. 5) ὁ λόγος αἱρέει, Λατ. ratio evincit, ὁ ὀρθὸς λόγος ἢ ὁ λόγος τοῦ πράγματος ἀποδεικνύει, Ἡρόδ. 2. 33· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὁ λόγος πείθει τινά, ὁ αὐτ. 1. 132., 7. 41· ὡς ἐμὴ γνώμη αἱρέει, Ἡρόδ. 2. 43· ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστα ἔχειν, Πλάτ. Πολ. 604C, πρβλ. 607Β. ― μετ’ ἀπαρ. αὐτόθι 440Β. ΙΙΙ. συναρπάζω διὰ τῆς φρενός, καταλαμβάνω διὰ ταχείας ἀντιλήψεως, ἀντιλαμβάνομαι, Πλάτ. Φίληβ. 17Ε, 20D, Πολιτικ. 282D. Β. Μέσ., μ. παρακ. ᾕρημαι (ἴδε ἀνωτέρω), λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, ἔγχος ἑλέσθαι, λαμβάνω τὸ δόρυ μου, Ἰλ. Π. 140, κτλ.· δόρπον, δεῖπνον, δειπνῶ, Η. 370., Β. 399· πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, Ὀδ. Λ. 584· Τρωσίν… ὅρκον ἑλ., λαμβάνω, δέχομαι παρά..., Ἰλ. Χ. 119. Καὶ οὕτως ἐν ταῖς πλείσταις τῶν σημασιῶν τοῦ ἐνεργητικοῦ προστιθεμένης πάντοτε τῆς ἀντανακλαστικῆς δυνάμεως τοῦ μέσου. ΙΙ. λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, ἐκλέγω, Ἰλ. Κ. 235, Ὀδ. Π. 149: ἐντεῦθεν λαμβάνω κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ τι ἑτέρου, τι πρό τινος, Ἡρόδ. 1. 87· τι ἀντί τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 7. 3, Δημ. 22. 21· ὡσαύτως, τί τινος, Σοφ. Φ. 1100· τι μᾶλλον ἤ... ἢ μᾶλλόν τινος, συχν. παρ’ Ἀττ., καὶ ἐνίοτε, ὡς τὸ βούλεσθαι, αἱρεῖσθαι ἤ..., ἄνευ τοῦ μᾶλλον, Πινδ. Ν. 10. 110, Θεόκρ. 11. 49, ἔτι δὲ καὶ παρὰ τοῖς πεζ. τῶν Ἀττ., Λυσ. 196. 23. β) μετ’ ἀπαρεμ., προτιμῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ. ὡσαύτως, μᾶλλον αἱρεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ τοῦ Κικέρωνος, potius malle, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε, κτλ. γ) αἱρεῖσθαι εἰ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἐάν..., Ἀνθ. Π. 12. 67. 2) αἱρεῖσθαι τά τινος ἢ τινά, λαμβάνω τὸ μέρος τινός, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ἡρόδ. 1. 108, κτλ.· αἱρ. γνώμην, ἀποδέχομαι γνώμην τινά, ὁ αὐτ. 4. 137. 3) ἐκλέγω διὰ ψήφου, ἐκλέγω τινὰ εἴς τι ἀξίωμα, αἱρεῖσθαί τινα ἄρχοντα, στρατηγόν, κτλ., συχν. παρ’ Ἀττ., ὡσαύτως αἱρ. τινὰ ἐπ’ ἀρχήν, Πλάτ. Μένων 90Β· αἱρ. τινὰ ἄρχειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Ε, πρβλ. Ἰλ. Β. 127. 4) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ, 1. Γ. Παθ. κυριεύομαι, Ἡρόδ. 1. 185, 191., 9. 102., ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τὸ ἁλίσκομαι εἶναι ἐν συχνοτέρᾳ χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. ὡς παθ. 2) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 3. ΙΙ. ὡς παθητικὸν τῆς τοῦ μέσ. σημασίας, ἐκλέγομαι, κατὰ πρκμ. ᾕρημαι (ὅστις εἶναι ὡσαύτως καὶ μέσ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1209, κτλ.· ― Ἰων. ἀραίρημαι, Ἡρόδ. 7. 118, 172, 173, καὶ ἀλλ., στρατηγεῖν ᾑρημένος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 2, 2· ἐπ’ ἀρχῆς ᾑρῆσθαι, ὁ αὐτ. 3. 3, 2· ἐπ’ ἀρχήν τινα, Πλάτ. Νόμ. 809Α· ὁ ἀόρ. ᾑρέθην εἶναι πάντοτε ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Θ. 505. Ἀριστοφ. Ὄρ. 759, Θουκ., κτλ. Ὁ ἐνεστὼς σπανίως: αἱροῦνται πρεσβευταί = ἐκλέγονται, Ἀριστ. Πολ. 4. 15. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ᾕρουν, f. αἱρήσω, ao.2 εἷλονimpér. ἕλε, sbj. ἕλω, opt. ἕλοιμι, inf. ἑλεῖν, part. ἑλών ; pf. ᾕρηκα;
Pass. f. αἱρεθήσομαι, ao. ᾑρέθην, pf. ᾕρημαι;
I. 1 prendre dans ses mains, saisir : ινα κόμης, χερός IL qqn par les cheveux, par la main ; ἀχλὺν ἀπ’ ὀφθαλμῶν IL enlever les ténèbres des yeux ; τινά τι IL enlever qch à qqn ; part. abs. • ἑλών ayant pris de force, par force;
2 prendre à la chasse ou à la guerre, capturer : ζῶντας XÉN faire des prisonniers (litt. prendre les hommes vivants) ; p. ext. s’emparer de, se rendre maître de : πόλιν d’une ville ; χώραν d’un pays ; p. ext. αἱρεῖν κῦδος IL remporter la gloire ; en parl. de l’intelligence αἱρ. τι saisir, comprendre qch ; en parl. des impressions phys. ou mor. μηδέ τιν’ ὕπνος αἱρείτω IL que nul ne se laisse prendre par le sommeil ; ἐμὲ δέος ᾕρει OD la crainte s’emparait de moi;
3 saisir, surprendre en flagrant délit ; convaincre : τὰ διαμαρτυρηθέντα ISOCR convaincre de faux témoignage ; τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει PLAT voilà ce qui me convaincra ; αἱρεῖν δίκην ou γραφήν avoir gain de cause ; αἱρέει ἐμὴ γνώμη HDT mon opinion me persuade que;
II. Pass. 1 être pris;
2 être gagné, être remporté (prix, victoire, etc.);
3 être choisi (surt. à l’ao. et au pf.) : αἱρεθεὶς ἑκών EUR chargé de cette mission de son plein gré ; στρατηγεῖν ᾑρημένος XÉN élu général;
Moy. αἱρέομαι-οῦμαι (f. αἱρήσομαι, ao.2 εἱλόμηνimpér. ἑλοῦ, sbj. ἕλωμαι, opt. ἑλοίμην, inf. ἑλέσθαι, part. ἑλόμενος ; pf. ᾕρημαι);
1 prendre pour soi ou qch à soi : τεύχεα IL, δεῖπνον XÉN ses armes, son repas ; ὕπνον THC prendre son repos en dormant;
2 prendre de préférence, choisir : αἱρεῖσθαι τὰ Ἀθηναίων THC, Ἀθηναίους THC embrasser le parti des Athéniens ; αἱρεῖσθαι γνώμην HDT adopter une opinion ; αἱρεῖσθαί τι πρό τινος, τι ἀντί τινος, τί τινος préférer une ch. à une autre ; αἱρεῖσθαι τι μᾶλλονou simpl. τι ἤ faire une ch. plutôt qu’une autre ; μᾶλλον αἱρ. PLAT ou simpl. αἱρεῖσθαι avec l’inf. HDT préférer faire ; abs. αἱροῦμαι ESCHL j’agrée ; particul. choisir par un vote, élire : τινα στρατηγόν, δικαστήν élire qqn général, juge.
Étymologie: R. Ἁρ, Ϝαρ, prendre.

English (Autenrieth)

fut. -ήσω, aor. εἷλον, ἕλον (ϝέλον), iter. ἕλεσκον, mid. αἱρεύμενοι, αἱρήσομαι, εἱλόμην, ἑλόμην: I. act., take, ‘grasp,’ ‘seize’ (freq. w. part. gen.), ‘capture,’ ‘overtake’ in running; of receiving prizes (Il. 23.779), embracing (Od. 11.205), putting on (‘donning’) garments (Od. 17.58), ‘taking up’ a story at some point (Od. 8.500); γαῖαν ὀδὰξ ἑλεῖν, ‘bite the dust;’ freq. of hitting in combat, and esp. euphemistic, ἕλεν, he ‘slew’; met. of feelings, χόλος αἱρεῖ με, ἵμερος, δέος, etc., so ὕπνος.—II. mid., take as one's own, to or for oneself, choose; of taking food, robbing or stripping another, taking an oath from one (τινός, Od. 4.746, τινί, Il. 22.119); also met., ἄλκιμον ἦτορ, φιλότητα ἑλέσθαι, Il. 16.282.

English (Slater)

αἱρέω (aor. ἕλε(ν), ἕλον, εἷλε; ἕλῃ; ἑλών; ἑλεῖν: med. εἵλετ. pres. not found, cf. (P. 1.75) ).
   1 act.
   a take up, take away φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ (O. 7.1) λέγοντι μὰν Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (O. 9.53)
   b seize, capture, overcome ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ (O. 13.84) Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (N. 3.34) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (sc. Ἀλκυονεύς. overcame. ) (N. 4.29) εἶλε δὲ Περγαμίαν (I. 6.31) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι (I. 7.14) Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν (Pae. 5.36) εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7. cf. infra (e).
   c win, gain νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών (O. 8.66) ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.100) εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον (P. 2.26) στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ (P. 3.74) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών (P. 5.21) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinx. codd., post ἆμαρ Bergk. ἑλεῖν Byz.: ἐλθεῖν codd.) (P. 9.113) ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν (N. 5.52) εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. met., κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον (O. 1.56) ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (Byz.: ἔσχε, ἔχε codd.) (P. 2.30)
   d take, grasp παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (P. 9.122) —
   e in zeugma, overcome, win ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον (O. 1.88)
   2 med.
   a choose ἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.59) — [
   b dub. (ἀν)ελέσθαι (v. l. ἀρέσθαι.) (O. 9.102) αἱρέομαι (codd. contra met.: ἀρέομαι Dawes.) (P. 1.75) ]

Spanish (DGE)

• Alolema(s): hαιρ- Sol.Lg.5a

• Morfología: cret. pres. inf. αἰλε͂ν ICr.App.28.B7 (Lito VI/V a.C.), impf. ᾕρουν Il.17.463, ᾕρευν Hes.Sc.302; pas. fut. αἱρεθήσομαι Hdt.2.13, Pl.Mx.234b; pas. aor. εἱρέθην IG 22.223B.11 (IV a.C.), cret. subj. 3a sg. αἰλεθε͂ι ICr.4.72.2.21 (Gortina V a.C.); perf. med.-pas. ᾕρημαι D.20.146, part. ἀραιρημένος Hdt.4.66, plusperf. act. 3a sg. ἀραιρήκεε Hdt.3.39, med.-pas. ἀραίρητο Hdt.1.191. Tema ἑλ-: aor. act. ἕλον Il.17.321, ἕλεσκον Il.24.752, ἔλε- Inc.Lesb.30.5, med.-pas. 2a sg. ἤλεο Sapph.71.3, 3a plu. tes. εἵλονθο IG 9(2).513.8 (Larisa III a.C.), ἵλαντο Ath.Council.293.5 (I a.C.), inf. ἑλέσθη Corinn.1.3.21, ἑλέστειν IG 9(2).513.7 (Larisa III a.C.)
A c. suj. de pers.
I 1coger, tomar con las manos, de cosas ἡνία Il.8.319, en part. γέρας ... ἄξω ἑλών Il.1.139, φιάλαν ... ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν Pi.O.7.1, de pers. μιν ἑλὼν ῥίψω Il.8.13, χεῖρα Od.1.121
c. ac. de pers. y gen. partitivo κόμης ... Πηλεΐωνα Il.1.197, χειρὸς ... Ὀδυσσῆα Od.7.168
c. gen. sólo ἕλκε δὲ δουρὸς ἑλών Il.16.406, μέσσου δουρὸς ἑλών Il.3.78
en v. med. coger, coger para sí pero frec. se puede traducir en el mismo sent. que la act. εἵλετο δὲ σκῆπτρον Il.2.46, εἵλετ' ἔγχος Od.1.99, ἑλέσθαι ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4
c. ἀπό y gen. coger, quitar ἀπ' ἀπήνης ᾕρεον ... ἄποινα Il.24.579, ἔγχος ... ἀπὸ χειρός Il.15.126
en v. med. quitarse ἀπὸ μὲν κεφαλῆς κόρυθ' εἵλετο Il.15.125
c. giros pregnantes τὸν ῥ' ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρήν Od.21.419.
2 tomar comida o bebida οἶνον Od.21.294, δεῖπνον X.Cyr.8.1.38
frec. en v. med. δεῖπνον ἕλοντο Il.2.399, δόρπον Od.4.786, ὕπνον τε καὶ σῖτον Th.2.75.
3 de un aedo coger el hilo del poema, comenzar ἔνθεν ἑλὼν ὡς οἳ μὲν ἐϋσσέλμων ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον cogiendo el hilo en el momento en que ellos embarcados en sus naves se hicieron a la mar ..., Od.8.500.
II 1ref. a pers., sólo c. ac. capturar, coger σε Il.24.206, Ἄδρηστον ... ζωὸν ἕλ' Il.6.38, cf. X.Cyr.4.1.11
alcanzar en la carrera ὅς κέ σ' ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ Il.23.345
ref. a anim. coger, cazar, pescar según los contextos, Hes.l.c., Hdt.1.73, X.Cyr.1.6.40
frec. matar ἄνδρα Il.4.457, cf. 5.37, Od.14.220, Hdt.1.214
gener. vencer βασιλέα X.HG 3.5.1, τοὺς ἐναντίους X.Eq.Mag.5.14.
2 atraer hacia sí τὴν δὲ προτὶ οἷ εἷλε Il.21.508
fig. ganarse, atraerse τὰ πονηρὰ ἀνθρώπια X.Mem.2.3.16, cf. 3.11.11.
3 coger, sorprender a uno haciendo algo, c. part. pred. τήνδ' εἵλομεν θάπτουσαν S.Ant.385, cf. 655, ἐπ' αὐτοφώρῳ πρέσβυν ὡς ἔχονθ' ἕλοι E.Io 1214, φῶρα εἰς οἰκίαν εἰσιόντα ἑλών Pl.Lg.874b.
4 como término jur. c. diversas constr. probar la culpabilidad de uno, condenar a uno como c. part. o adj. pred. σε κλέπτονθ' αἱρήσω Ar.Eq.829, Pl.Lg.941d, ᾑρῆσθαι κλοπεύς S.Ant.493
gener. τινὰ τινός Ar.Nu.591, Is.9.36, Aeschin.3.156
sólo c. ac. de obj. ext. τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρεῖ Pl.Ap.28a, cf. Is.7.13, ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθέντα demostrar la falsedad de los testimonios Isoc.18.15
c. ac. int. ἑλεῖν δίκην, γραφήν ganar la causa Antipho 2.1.5
abs. οἱ ἑλόντες op. οἱ ἑαλωκότες D.21.11, E.Andr.289, Pl.Lg.762b, ᾑρῆσθαι τὸ πρᾶγμα haberse perdido el proceso, POxy.653.10 (II d.C.).
III 1apoderarse de νῆας Il.13.42, τριήρεις Th.1.100
esp. conquistar ciudades, regiones, islas Il.2.37, cf. 2.12, 141, Hdt.1.14, 1.15, 2.182, S.Ph.347, Tr.353.
2 lograr, obtener κῦδος Il.17.321, στεφάνους Pi.P.3.74, cf. Pl.R.359a, Ti.64b, αἱ. ὥστε ... Pl.R.410b
en v. media Τρῶσιν ... ὅρκον ἑλ. Il.22.119, de cosas concretas, en juegos λεβῆτα Il.23.613, βοῦν Il.23.779
vencer Ἴσθμι' ἑλὼν πύξ Simon.150D.
c. zeugma ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε capturaron el carro y mataron a los dos hombres, Il.11.328, ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον mató a Enómao y consiguió a la doncella como esposa Pi.O.1.88
raptar γυναῖκα ἑλέσθαι Mitteis Chr.372.2.21 (II d.C.).
3 captar, comprender ἄλλο ὁτιοῦν ... ἕλῃς Pl.Phlb.17e, 20d, cf. Plt.282d.
B c. suj. no personal
1 de fuerzas externas, c. compl. dir. de personas apoderarse de uno, sobrevenirle χόλος δέ μιν ... ᾕρει Il.4.23, οἶκτος αἱ. λαόν Od.2.81, θάμβος Od.3.372, νόσημα Pl.Tht.142b, λήθη Il.2.34, σκότος Il.5.47, 13.672, ὕπνος Il.10.193
c. dos ac. τὸν δ' ἄτη φρένας εἶλε Il.16.805.
2 c. λόγος, γνώμη como suj. y ac. de persona persuadir μιν λόγος αἱ. Hdt.1.132, 7.41, cf. 2.43
c. inf. probar, imponerse αἱροῦντος λόγου μὴ δεῖν ἀντιπράττειν Pl.R.440b, cf. 604c, Plu.2.651b
c. ὡς: χαλεπώτερον ἑλεῖν ὡς οὐκ ἀληθεῖς Pl.Tht.179c
abs. ὁ λόγος ... αἱρέει Hdt.2.33, cf. 43, Pl.Prm.141d, ὁ αἱρῶν λόγος la razón rectora Chrysipp.Stoic.3.92, M.Ant.2.5.
3 de dinero, bienes corresponder subst. τὸ αἱροῦν la suma correspondiente a cada plazo PRyl.167.25 (I d.C.) en BL 1.389, τὰ αἱ. (τάλαντα) PGrenf.2.23.14 (II a.C.), τὰς αἱ. δραχμάς PRyl.88.19 (II d.C.), τὰ αἱροῦντα τῆς κτήσεως lo que corresponde a su propiedad, PPanop.15.2.10 (IV d.C.), σὺν τῷ αἱροῦντι μέρει con la parte correspondiente, PGen.116.12 (III d.C.).
C usos especiales de la v. med.
1 elegir c. ac. γυναῖκας Il.9.139, τούτος ... ἀρ[ι] στίνδην hαιρέσθον Sol.Lg.5a, γνώμην Hdt.4.137, D.43.57
c. doble ac. τὸν μὲν δὴ ἕταρόν γ' αἱ. Il.10.235, cf. Hdt.1.96, Eup.384.8
usos pregnantes αἱ. αὐτὸν ἐπὶ τὰς ἀρχάς Pl.Men.90b, c. inf. οὓς ὑμεῖς εἵλεσθε ἄρχειν μου Pl.Ap.28e
en pas. c. inf. ᾑρημένον ἐς ... ἄρχειν Th.8.64, ᾑρέθη λέγειν Th.2.34
en contextos legales y contractuales παρὰ τοῖς ἐκ κοινοῦ ἑρεθεῖσι (l. αἱρ-) PMerton 117.9 (II d.C.).
2 c. constr. compar. preferir πόλεμον πρὸ εἰρήνης Hdt.1.87, τὴν ἐλευθερίαν ἑλοίμην ἂν ἀντὶ ὧν ἔχω πάντων X.An.1.7.3, D.2.15, τί τινος S.Ph.1099, μᾶλλον ἂν ἕλοιτο μ' ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν S.Ph.47, ἤ Lys.2.62
c. inf. μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε ἀπολογησάμενος τεθνάναι ἢ ἐκείνως ζῆν Pl.Ap.38e, τεθνάναι X.Mem.1.2.16, βέλτιον πολιτεύεσθαι IGENLouvre 4.15 (Ptolemaide III a.C.).
3 abrazar el partido, ser partidario τοῖς τἀκείνων ἑλομένοις Th.2.7, cf. 3.63.

• Etimología: Etim. desconocida.

English (Abbott-Smith)

αἱρέω, [in LXX for אמר hi., בּחר, etc. ;]
to take; Mid., -ομαι (M, Pr., 158 f.; MM, VGT, s.v.), to choose: Phl 1:22, II Th 2:13, He 11:25. (Cf. ἀν-, ἀφ-, δι-, ἐξ-, καθ-, περι-, προ-αιρέω.) †

English (Thayer)

(ῶ: (thought by some to be akin to ἄγρα, ἀγρέω, χείρ, English grip, etc.; cf. Alexander Buttmann (1873) Lexil. 1:131 — but see Curtius, § 117); to take. In the N. T. in the middle only: future αἱρήσομαι; 2nd aorist εἱλόμην, but G L T Tr WH ἑιλάμην, Tdf. Proleg., p. 123; WH s Appendix, p. 165;) Winer s Grammar, § 13,1a.; Buttmann, 40 (35), see ἀπέρχομαι at the beginning; (participle ἑλόμενος, to take for oneself, to choose, prefer: μᾶλλον followed by infinitive with ἤ (common in Attic), ἀναιρέω, ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐξαιρέω, καθαιρέω, περιαιρέω, προαιρέω.)

Greek Monotonic

αἱρέω: παρατ. ᾕρεον, Ιων. αἵρεον, μέλ. αἱρήσω, παρακ. ᾕρηκα, Ιων. ἀραίρηκα ή αἵρηκα· υπερσ. ἀραιρήκεε — Μέσ., μέλ. αἱρήσομαι, παρακ. με Μέσ. σημασία ᾕρημαι· γʹ πληθ. υπερσ. ᾕρηντο — Παθ., μέλ. αἱρεθήσομαι, σπάνια ᾑρήσομαι, αόρ. αʹ ᾑρέθην, παρακ. ᾕρημαι· γʹ ενικ. υπερσ. ᾕρητο, Ιων. ἀραίρητο. Από τη √ΕΛ προέρχονται οι χρόνοι: μέλ. ἑλῶ, αόρ. αʹ εἷλα, μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς· αόρ. βʹ εἷλον, Ιων. ἕλεσκον — Μέσ., μέλ. ἑλοῦμαι, αόρ. βʹ εἱλόμην·
Α. Ενεργ.,
I. 1. παίρνω με το χέρι, αρπάζω, πιάνω· αἱρεῖν τι ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, παίρνω κάτι στο χέρι μου, σε Ομήρ. Οδ.· αἱρεῖν χερσὶ δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.· αἱρεῖν τινα χειρός, παίρνω κάποιον από το χέρι, στο ίδ.· η μτχ. ἑλῶν χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως επίρρ., δια της βίας, σε Σοφ.
2. αφαιρώ, αποσπώ, σε Όμηρ.
II. 1. κυριεύω με τη βία, καταλαμβάνω πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· υπερισχύω, σκοτώνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά λέγεται για πάθη κ.λπ., καταλαμβάνω, κυριεύω, επιπίπτω, στον ίδ. κ.λπ.· νικώ (σ' έναν αγώνα), σε Ομήρ. Ιλ.
2. πιάνω, συλλαμβάνω, όπως στο κυνήγι· με θετική σημασία, κατακτώ κάποιον, αποκτώ την συμπάθειά του, σε Ξεν. κ.λπ.· με μτχ., πιάνω, συλλαμβάνω ή ανακαλύπτω κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ.
3. κερδίζω, αποκτώ· κῦδος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται ιδίως για τους δημόσιους αγώνες, σε Σιμων. κ.λπ.
4. ως Αττ. δικανικός όρος, αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι· τινά τινος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με μτχ., αἱρεῖν τινα κλέπτοντα, αποδεικνύω κάποιον ένοχο κλοπής, στον ίδ.· ᾑρῆσθαι κλοπεύς (ενν. ὤν), σε Σοφ.· τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, σε Πλάτ.
5.λόγος αἱρέει, Λατ. ratio evincit, ο λόγος αποδεικνύει, σε Ηρόδ.Β. Μέσ.,
I. παίρνω για τον εαυτό μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· αἱρεῖν δόρπον, δεῖπνον, παίρνω το δείπνο μου, δειπνώ, στον ίδ.· ομοίως και στις περισσότερες σημασίες της Ενεργ.,
II. 1. επιλέγω, εκλέγω, στον ίδ.· λαμβάνω κατά προτίμηση, προτιμώ κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, τι πρό τινος, σε Ηρόδ.· τι ἀντί τινος, σε Ξεν.· επίσης, τί τινος, σε Σοφ.· τι μᾶλλον ἤ... ή μᾶλλόν τινος, σε Αττ.· με απαρ., προτιμώ να κάνω κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. αἱρεῖσθαι τά τινος ή αἱρεῖσθαί τινα, παίρνω το μέρος κάποιου άλλου, προσχωρώ στην ομάδα του, στην παράταξή του, στον ίδ. κ.λπ.
3. εκλέγω δια ψήφου, εκλέγω με ψηφοφορία κάποιον σ' ένα αξίωμα, σε Πλάτ. κ.λπ. Γ. Παθ.,
I. κυριεύομαι, σε Ηρόδ.· αλλά με τη σημασία αυτή το ἁλίσκομαι χρησιμοποιείται στους Αττ. ως Παθ.
II. ως Παθ. της σημασίας της Μέσ., επιλέγομαι, εκλέγομαι· στον παρακ. ᾕρημαι (ο οποίος είναι επίσης και Μέσ.), σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

αἱρέω: (impf. ᾕρεον и ᾕρουν - ион. αἵρεον, fut. αἱρήσω, aor. 2 εἷλον, pf. ᾕρηκα - ион. ἀραίρηκα; med.: fut. αἱρήσομαι, aor. 1 ᾑρησάμην и εἱλάμην, aor. 2 εἱλόμην, inf. aor. ἑλεῖν, pf. ᾕρημαι; pass.: fut. αἱρεθήσομαι и ᾑρήσομαι, aor. ᾑρεθην, pf. ᾕρημαι) тж. med.
1) брать, хватать (τι χερσίν, ἐν и μετὰ χερσίν, χειρὸς ἑλεῖν τινα Hom.): κατακτεῖναί τινα ἑλών Soph. схватить и убить кого-л.; ἑλέσθαι ἔγχος Hom. взять свое копье; ὕπνον τε καὶ σῖτν αἱρεῖσθαι Thuc. спать и (= или) есть; ἄριστον αἱρεῖσθαι Her. завтракать;
2) ловить (λέοντα ἐν βρόχοις Eur.; τοὺς φεύγοντας Lys.; μέγαν ἰχθύν Theocr.);
3) завладевать, захватывать (πόλιν Hom., Aesch., Her., Thuc.; χώραν Soph.): αἱ. τὰς πόλιας χώμασι Her. брать города с помощью осадных работ; σκότος μιν εἷλεν Hom. тьма охватила его; κακά νιν ἕλοιτο μοῖρα Soph. да постигнет его злая судьба; δελεάσμασί τινα ἑλεῖν Arph. поймать кого-л. на приманку; ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ ἑλεῖν τινα Eur. поймать кого-л. на месте преступления; ἐμὲ δέος ᾕρει Hom. страх объял меня; μῶν σ᾽ οἶκτος εἷλε; Eur. разве тебя охватило сострадание?;
4) понимать, постигать: ἱκανῶς αἱρήσειν τι Plat. получить достаточное представление о чем-л.;
5) приобретать, выигрывать (на состязании) (στεφάνους Pind.): κῦδος ἑλεῖν Hom. стяжать славу;
6) выигрывать: αἱ. δίκην или γραφήν Dem., Plut.: выигрывать судебный процесс; οἱ δίκῃ καὶ ψήφῳ ἑλόντες Dem. выигравшие процесс по приговору суда; ἀγὼν ᾑρέθη Soph. борьба окончилась победой;
7) поражать, убивать (τινα χαλκῷ или ἔγχεσιν, Ἓκτωρ ἕλε Σχεδίον Hom.): τοῦτ᾽ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, ἐάν περ αἱρῇ Plat. если меня что-л. погубит, то именно это;
8) одерживать верх, побеждать (τινα Hom.): αἱ. κακά Eur. превозмогать несчастья;
9) привлекать на свою сторону (τὰ πονηρὰ ἀνθρώπια Xen.; ὑπὸ χρημάτων αἱρεθῆναι Plut.);
10) побуждать, убеждать, внушать: ὅ τί μιν ὁ λόγος αἱρέει Her. столько, сколько ему заблагорассудится; αἱροῦντος λόγου Plat. по велению здравого смысла; ὅ τι ἂν αὐτὸς ὁ λογισμὸς αἱρῇ Aeschin. как показал бы (простой) расчет; χαλεπώτερον ἑλεῖν, ὡς … трудновато доказать, что …;
11) med. принимать, одобрять: τὴν γνώμην τινὸς αἱρέεσθαι Her. присоединяться к чьему-л. мнению; Ἀθηναίους или τὰ Ἀθηναίων ἑλέσθαι Thuc. стать на сторону афинян; τὰ Ἀριστοτέλους ᾑρῆσθαι Luc. примкнуть к школе Аристотеля; σὺ οὖν πότερον αἱρεῖ; Plat. так к которому же (мнению) ты склоняешься?; οὐ μὴν εἱλόμην ῥαθυμεῖν Isocr. однако я не сложил рук;
12) отнимать, снимать (ἀχλὺν ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν Hom.): τὸν δ᾽ ἄτη φρένας εἷλε Hom. ум у него помутился (досл. помрачение отняло у него разум);
13) изобличать, уличать (τινά τινος Arph., τινά τι Isocr.): αἱ. τινα κλέπτοντα Arph., Plat.: уличать кого-л. в воровстве;
14) преимущ. med. выбирать, избирать: Ὠρίων᾽ ἕλετο Ἠώς Hom. Эос избрала себе Ориона (в мужья); αἰρεῖσθαί τινά τινα Her., Thuc., Xen.: выбирать кого-л. кем-л. (в качестве кого-л.); αἱρεῖσθαί τινα ἄρχειν или ἐπὶ τὴν ἀρχήν Plat. выбирать кого-л. начальником;
15) med. предпочитать (τι πρό τινος Her., Xen., τι ἀντί τινος Xen., Arst., Dem. и τί τινος Soph.): μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε τεθνάναιἐκείνως ζῆν Plat. я предпочитаю так умереть, чем этак жить.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to take, grasp, seize, med. take to oneself, choose (Il.).
Other forms: For the aorist is used ἑλεῖν.
Dialectal forms: Cret. αἱλέω contaminated from αἱρέω and ἑλεῖν; Pamphyl. ἀγλέσθω from ἀγρέω and ἑλεῖν; other such forms Vendryes Mél. Boisacq 2, 331ff.
Derivatives: αἵρεσις taking, choice; philosoph. school (whence heresy) (Ion.-Att.); αἱρετός that may be taken (Ion.-Att.),
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym.

Middle Liddell

[The forms εἷλον etc. come from the stem ἑλ-.]
A. Act. to take with the hand, grasp, αἱρ. τι ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν to take a thing in hand, Od.; αἱρ. χερσὶ δόρυ Il.; αἱρ, τινὰ χειρός to take one by the hand, Il.:—part. ἑλών is sometimes used as adv., by force, Soph.
2. to take away, Hom.
II. to take by force, to take a city, Il., etc.; to overpower, kill, Hom., etc.:—often of passions, etc., to seize, Hom., etc.:—to conquer (in a race), Il.
2. to take, catch, as in hunting, in good sense, to win over, Xen., etc.:—c. part. to catch or detect one doing a thing, Soph.
3. to win, gain, κῦδος Il.; of the public games, Simon., etc.
4. as attic law-term, to convict a person of a thing, τινά τινος Ar., etc.: also c. part., αἱρεῖν τινὰ κλέπτοντα to convict of theft, Ar.; ἡιρῆσθαι κλοπεύς (sc. ὤν) Soph.; τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει Plat.
5.λόγος αἱρέει, Lat. ratio evincit, reason proves, Hdt.
B. Mid. to take for oneself, Hom., etc.; αἱρ. δόρπον, δεῖπνον to take one's supper, Hom.:—so in most senses of Act.
II. to choose, Hom.: to take in preference, prefer one thing to another, τι πρό τινος Hdt.; τι ἀντί τινος Xen.; also, τί τινος Soph.; τι μᾶλλον ἢ… , or μᾶλλόν τινος attic:—c. inf. to prefer to do, Hdt., etc.
2. αἱρεῖσθαι τά τινος or τινά to take another's part, join his party, Hdt., etc.
3. to choose by vote, elect to an office, Plat., etc.
C. Pass. to be taken, Hdt.; but ἁλίσκομαι is used in attic for Pass.
II. as Pass. to the mid. sense, to be chosen, in perf. ᾕρημαι (which is also mid.), Hdt., attic

Frisk Etymology German

αἱρέω: {hairéō}
Forms: seit ältester Zeit als Simplex und mit Präverbien; Aorist, bis auf späte Formen (ἀνῄρησα Q. S. u. a.), ἑλεῖν.
Grammar: v.
Meaning: greifen, nehmen, Med. an sich nehmen, wählen,
Derivative: Ableitungen: αἵρεσις Einnahme, Wahl, Partei (ion. att.) mit αἱρέσιμος einnehmbar (X., vgl. Arbenz Die Adjektive auf -ιμος 63); αἱρετός zu nehmen, zu wählen, erwählt (ion. att.), αἱρετικός zu wählen, Parteiungen anstiftend, auch auf αἵρεσις zu beziehen (spät); αἱρετής Erwähler (Vett. Val.), auch Titel eines Bibliotheksbeamten (Pap.); καθαιρέτης Zerstörer schon Th.; fem. αἱρετίς f. Erwählerin (LXX), wohl retrograde Bildung von αἱρετίζω auserwählen (hell. und spät), das als Denominativum von αἱρετός verständlich ist (Schwyzer 706 : 4). Von αἱρετίζω wiederum αἱρετιστής Erwähler, Parteigänger (Plb., D. L. usw.). — Zum Gebrauch von αἱρέω s. die Diss. von K. Wlaschim (Titel s. ἄγρα); zur Bildung der Tempusstämme Fraenkel Nom. ag. 1, 228f.
Etymology : Mehrere Erklärungsversuche, von denen keine befriedigt: Brugmann IF 32, 1ff. (zu ὁρμή usw., s. d.), McKenzie Cl. Quart. 15, 46f. (geht von ἐξαίρετος aus, das aus ἔξαιτος und -άγρετος kontaminiert wäre; ἐξαιρέω somit älter als αἱρέω, was zu den Tatsachen schlecht stimmt, vgl. Kretschmer Glotta 13, 272). — Kret. αἱλέω ist aus αἱρέω und ἑλεῖν kontaminiert; pamphyl. ἀγλέσθω aus ἀγρέω und ἑλεῖν; weitere Mischformen bei Vendryes Mél. Boisacq 2, 331ff.
Page 1,43-44