ἥλιος
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ὁ, Ep. ἠέλιος, as always in Hom. (exc. in the late passage Od.8.271) and Hes., cf. Hp.Alim.42: Dor. ἀέλιος [ᾱ] Pi.P.4.144, Call. Cer.92, Lav.Pall.89, and lyr. in Trag., S.Ant.809, E.Ph.175, al., but ἅλιος [ᾱ], S.Tr.96, E.Alc.395 (ᾰέλιος S.Tr.835): Cret. ἀβέλιος (i.e. ἀϝ-), Hsch.: Aeol. ἀέλιος Sapph.79(= Oxy.1787Fr.1.25), Supp.25.7; ἄλιος Sapph.69 (s.v.l.): Arc. ἀέλιος (or ἁ-) IG5(2).4.12 (Tegea, iv B.C.):—A sun, Il.7.421, etc.; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο to see the light of life, live, 18.61, etc.; ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι 4.44; γυνὴ . . ἀρίστη τῶν ὑφ' ἡλίῳ E.Alc.151; οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ ib.395; also ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Th.2.102; οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι D.18.270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥ. μεγίστων ἡγεμονιῶν Plu.Luc.30: prov., οὐδ' ὁ ἥ. εἴσεται Hld.7.21; ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ (sc. ὅμοιος) a pale reflection, Com.Adesp.5.15D. 2 to determine the cardinal points, πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε towards the East, opp. πρὸς ζόφον: εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Il. 12.239, cf. Od.9.26; ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, ἠδ' ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον 13.240; πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, opp. πρὸς ἑσπέρην, Hdt.7.58; τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα Id.4.40; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες the eastern . ., Id.7.70. 3 day, S.El. 424; a day, Pi.O.13.37, Hp.Alim.42, E.Hel.652(pl.), Ps.-Luc.Philopatr. 4,26, etc.; later, year, Herod.10.1. 4 sunshine, sun's heat, ἐπὶ τοῖς ὄρεσιν Pl.Phd.116e; ἥ. πολύς Luc.Nav.35, cf.Herm.25; πολὺντὸν ἥ. ἐμφαίνειν, of a sunburnt person, Id.Ind.3, cf. Rh.Pr.9: pl., sunbeams, Thphr.Sign.22, Ael.NA16.17; hot sunny days, Th.7.87. 5 metaph., sunshine, brightness, ψυχῆς Plu.2.994e, cf. Artem.2.36, etc.; of a person, Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον IG14.1188; of Ptol. VI, UPZ15.33; νέος Ἥ., of Nero and Caligula, SIG814.34, 798.3. II as pr. n., Helios, the sun-god, Od.8.271, etc.; νὴ τὸν Ἥ. Men.Sam. 108; ὑπὸ Δία Γῆν Ἥλιον, in manumission-formula, POxy.48.6, 49.8 (i A.D.), IG9(1).412 (Aetolia), IPE2.54.10(iii A.D.); [Ἥλιος] δούλους ἐλευθέρους ποιεῖ Artem.2.36; identified with Apollo, Carm.Pop.12, E.Fr.781.11; with Dionysus, D.Chr.31.11, etc. 2 Ἡλίου ἀστήρ, of the planet Saturn, v.l. in Pl.Epin.987c, cf. D.S.2.30, Theo Sm. p.130H. (I.-E. sāwelios, cf. Cret. ἀβέλιος, Lith. sáulė, Lat. sōl.)
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, poet. ἠέλιος, u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. ἅλιος u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die Sonne, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσθαι, andere Dichter ἀνέρχομαι, τέλλω, in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσθαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; ἐκλείπω, ἔκλειψις, von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, δύσις, φάος, φέγγος, αἴγλη, αὐγαί, σέλας, ἀκτίς, βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι πόληες Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνθρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελθών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, ἥλιος πολύς Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἥλιος: ὁ, Δωρ, ἅλιος (Σοφ. Τρ. 96, Ἠλ. 824), Ἐπ. ἠέλιος, ὡς ἀείποτε παρ᾿ Ὁμ. (πλήν ἐν Ὀδ. Θ. 271, ἔνθα κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὡς κυρ. ὄν.) καὶ Ἡσ.· Δωρ. ἀέλιος παρὰ Πίνδ., Καλλ., καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τοῦ Σοφ. καὶ Εὐρ., ἴδε ἀέλιος· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁ ἥλιος. Περὶ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὰ ῥήμ. ἀνιέναι, ἀνορούειν, καὶ (ἐν Ὀδ. Κ. 192) ἀνανέεσθαι· οἱ δὲ μετέπειτα συγγραφεῖς τὰ ἀνατέλλειν (πρβλ. ἀνατολή, τέλλω), ἀνίσχειν, κτλ.· περὶ τῆς δύσεως, δῦναι, καταδῦναι, συνήθως κατὰ μετοχ. (πρβλ. δύσις)· ― φάος ἠελίοιο, ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, ζῆν, Ἰλ. Σ. 61, κτλ.· ὡσαύτως, ὑπ᾿ ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι Ἰλ. Δ. 44· οὕτω, γυνὴ τῶν ὑφ᾿ ἡλίῳ ἀρίστη Εὐρ. Ἀλκ. 151· οὐκέτ᾿ εἰνι ὑφ᾿ ἡλίῳ, δὲν ζῶ πλέον, αὐτόθι 394· ὡσαύτως, ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο Θουκ. 2. 102· ὑπὸ τὸν ἥλιον Δημ. 316. 16, κτλ. Ὁ Ὅμ. παριστάνει τὸν ἥλιον ὡς ἀνατέλλοντα ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ πάλιν βυθιζόμενον εἰς τὸν Ὠκεανόν, Ἰλ. Η. 422, Θ, 485, Σ. 239, Ὀδ. Γ. 1, Κ. 191, Τ. 433, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 68· νεώτεροι ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς φερόμενον ἐκ δυσμῶν εἰς τὴν ἀνατολὴν διὰ μέσου τοῦ Ὠκεανοῦ ἐντὸς χρυσοῦ ποτηρίου, Μίμνερμ. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6· ἐπειδὰν ἥλ. τραπῇ, ἐπὶ τῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 416. ― Ὁ ἥλιος παρέσχε τὸν ἀρχαιότατον τρόπον προσδιορισμοῦ τῶν σημείων τοῦ ὁρίζοντος· ἐντεῦθεν, πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, πρὸς ἀνατολάς, ἀντιθ. πρὸς ζόφον, διότι ὁ Ὅμ. ἐσημείου μόνον δύο σημεῖα, ἀνατολὴν καὶ δύσιν (ἴδε ἐν λ. ζόφος), εἴτ᾿ ἐπὶ δεξι᾿ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, εἴτ ἐπ’ ἀριστερὰ τοίγε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Ἰλ. Μ. 239, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Ι. 26· ὅσσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε, ἠδ’ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον Ὀδ. Ν. 240· ὁ Ἡρόδ. 7. 58 ὡσαύτως ἀντιτάσσει: πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς πρὸς τὸ πρὸς ἑσπέρην, τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατάλλοντα αὐτόθι 4. 40· οἱ ἀπ’ ἡλίου ἀνατολέων, οἱ ἐξ ἀνατολῶν.., ὁ αὐτ. 7. 70· πρβλ. ἀπηλιώτης, ὁ ἐξ ἀνατολῶν ἄνεμος. Παρὰ μετγν. συγγραφ., πρὸς ἥλιον, ἦτο ἡ μεσημβρία· πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Κ. 190. 2) ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. sol, Σοφ. Ἠλ. 424, Πίνδ. Ο. 13. 51, Εὐρ. Ἑλ. 652, Ψευδολουκ. Φιλοπάρτ. 4. 26, κτλ.· βραδύτερον = ἔτος, Ἡρῴδης παρὰ Στοβ. 591. 32, πρβλ. Sillig Catull. 5. 4., 8. 3. 8. 3) φῶς τοῦ ἡλίου, θερμότης αὐτοῦ, ἥλιος πολὺς Λουκ. Πλοίῳ 35, πρβλ. Ἑρμοτ. 25· πολὺν τὸν ἥλιον ἐμφαίνειν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἡλιοκαοῦς, ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδ. 3, Ρητ. Διδασκ. 9· ― ἐν τῷ πληθ., ἡλιακαὶ ἀκτῖνες, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 22· οὕτω θερμαί, πλήρεις ἡλίου ἡμέραι, ὡς τὸ Λατ. soles, Θουκ. 7. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 5, 9. 4) μεταφ., φῶς, χαρά, εὐτυχία, τῆς ψυχῆς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι Ἀρτεμίδ. 2. 36, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, Ἥλιος, ὁ θεὸς τοῦ ἡλίου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ εἶναι πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἐννοεῖ τὸν ἥλιον ἢ τὸν θεὸν αὐτοῦ. ― Ὁ Wolf προτιμᾷ τὸ κύριον ὄνομα, ἔτι καὶ ἐν τῷ πρὸς Ἠῶ τε Ἠέλιόν τε, διότι οἱ Ἕλληνες ὑπερηγάπων τὴν προσωποποιΐαν. Ὁ Ὅμηρος θεωρεῖ αὐτὸν υἱὸν τοῦ Ὑπερίονος. Βραδύτερον ὁ Ἥλιος ταυτίζεται μετὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ἢ Φοίβου, Αἰσχύλ. Θήβ. 859, κτλ., πρβλ. Cic. N. D. 2. 27, κτλ. (Ὁ παλαιὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ἀϝέλιος (ἀβέλιον· ἥλιον, Κρῆτες Ἡσύχ.)· πρβλ. τὸ ἀρχ. Λατ. Auselius (ἀνατολικὸς ἄνεμος) συγγενὲς τῷ aurora (ausosa), αὔως, ἠώς. ― Ἡ ἑτέρα λέξις ἡ σημαίνουσα τὸν ἥλιον, σείριος, Λατ. Sol, πιθ. ἀνήκει εἰς ἄλλην ῥίζαν, Curt. Gr. Et. ἀρ. 612).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. soleil : ἡλίου κύκλος ESCHL le disque du soleil ; ἔστ’ ἂν αὐτὸς ἥλιος ταύτῃ μὲν αἴρῃ, τῇδε δ’ αὖ δύνῃ πάλιν SOPH tant que le même soleil se lèvera de ce côté, et se couchera ensuite de celui-ci ; ἀφ’ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου ESCHN depuis le lever jusqu’au coucher du soleil ; δύσετό τ’ ἠέλιος OD et le soleil se plongea (dans l’Océan) ; ἐς ἠέλιον καταδύντα IL vers le coucher du soleil ; μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου XÉN peu avant le coucher du soleil;
II. p. suite l’idée du soleil sert à exprimer :
1 l’idée de vie sur terre : ὁρᾶν φάος ἠελίοιο IL etc., voir la lumière du soleil ; οὐκέτ’ εἶναι ὑφ’ ἁλίῳ (dor.) EUR n’être plus sous le soleil, avoir cessé de vivre;
2 la région du ciel où le soleil se lève, l’orient : πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε IL vers l’orient et la région du soleil ; πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, ou πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα HDT m. sign. ; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων HDT ceux de l’orient;
3 l’idée de la course du soleil pour marquer la durée : ἡλίους δέκα, δώδεχ’ ἡλίους dix, douze soleils, càd jours;
4 l’idée de chaleur : ὁ ἥλιος πολύς LUC forte chaleur ; πολὺν τὸν ἥλιον ἐπὶ τῷ σώματι ἐμφαίνειν LUC avoir le corps brûlé par le soleil ; οἱ ἥλιοι la chaleur du soleil;
5 fig. chaleur de l’âme, joie, bonheur.
Étymologie: pour *ἀϜέλιος > ἠέλιος, att. ἥλιος, de la R. Ὑς, brûler, briller ; cf. ἠώς.
English (Autenrieth)
see ἠέλιος.
Spanish
English (Strong)
from hele (a ray; perhaps akin to the alternate of αἱρέομαι); the sun; by implication, light: + east, sun.
English (Thayer)
ἡλίου, ὁ (often anarthrous, Winer s Grammar, 120 (114); Buttmann, 89 (78)) (ἕλη (root us to burn, cf. Curtius, § 612)); the Sept. for שֶׁמֶשׁ; the sun: the rays of the sun, the light of day: μή βλέπων τόν ἥλιον, of a blind Prayer of Manasseh , Acts 13:11.
Greek Monolingual
και γήλιος, ο (AM ἥλιος, Α, επικ. τ. ἠέλιος, δωρ. και αιολ. τ. ἀέλιος, δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. ἀέλιος ή ἁέλιος)
1. φωτεινό ουράνιο σώμα (το κέντρο του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την ημέρα ενώ η απουσία του φέρνει τη νύχτα («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)
2. η ακτινοβολία, το φως ή η θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος (α. «μ' έκαψε ο ήλιος» β. «ἥλιον εἶναι ἐπὶ τοῑς ὄρεσι», Πλάτ.)
3. φως, χαρά, ελπίδα («ἡλίους τὰ ἀρσενικά τέκνα οἱ γονεῑς ὑποκοριζόμενοι καλοῡσι», Αρτεμίδ.)
4. φρ. «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο
νεοελλ.
1. αστρον. κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο του πλανητικού συστήματος
2. το φυτό ηλίανθος
3. η εικόνα, η απεικόνιση του ήλιου
4. ο πολύ ωραίος, ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)
5. παροιμ. α) «με τον ήλιο τά μπάζω, με τον ήλιο τά βγάζω
τί έχουν τα έρμα και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν αργά την καθημερινή τους εργασία και σταματούν νωρίς
β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, αλλά μάταιες προσπάθειες
γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα
δ) «σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός» — τα ανήλια σπίτια είναι ανθυγιεινά
6. παροιμ. φρ. «ήλιος ήλιος και βροχή που παντρεύονται οι φτωχοί»
7. φρ. α) «μέ πιάνει ο ήλιος»
«μαυρίζω» από τις ακτίνες του ήλιου
β) «ήλιος με δόντια» — παγερή μέρα με λιακάδα
γ) «η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία
δ) «μέχρι τέρματος ηλίου» — ώς τη συντέλεια του κόσμου
ε) αστρον. «ηλίου κύκλος» — περίοδος 28 ετών κατά την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την ίδια τάξη στο ιουλιανό ημερολόγιο, ενώ στο γρηγοριανό η ίδια τάξη ημερών επανέρχεται κάθε 400 έτη
στ) «δεν έχω στον ήλιο μοίρα» — είμαι απροστάτευτος ή δεν έχω καθόλου χρήματα
ζ) «θα πάω εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή χώρα
νεοελλ.-μσν.
«κάθεται ο ήλιος» ή «κλίνει ο ήλιος» — βασιλεύει ο ήλιος
μσν.
1. στον πληθ. οἱ ἥλιοι
αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο
2. φρ. α) «δίδει ό ήλιος» — ανατέλλει ο ήλιος
β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά
γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — απόγευμα
δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — μέρα νύχτα
αρχ.
1. το φως της ημέρας, η ημέρα («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει λεχώ» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η λεχώ, Ευρ.)
2. το έτος
3. πληθ. α) οι ακτίνες του ήλιου
β) οι ηλιόλουστες ημέρες
4. φρ. «ἡλίου ἀστήρ» — ο πλανήτης Κρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σaFέλıoc. To F διατηρείται στον κρητικό τ. ἀβέλιος < ἁFέλıoς, με ψίλωση σε ορισμένες διαλέκτους, πρβλ. δωρ., αιολ., αρκ. ἀέλιος, ενώ στη γλώσσα τών επών ἠέλιος). Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sāwel-, η απαθής βαθμίδα της οποίας απαντά επίσης στο γοτθ. sauil «ήλιος», ενώ η μηδενισμένη της sūl- στα αρχ. ινδ. sura, surya «ήλιος» και το αρχ. ιρλ. sūil «μάτι». Το λατ. sōl «ήλιος» ανάγεται σε μεταπτωτική βαθμίδα swōl- της sāwel- με μηδενισμένη βαθμίδα ως προς το πρώτο φωνήεν και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως προς το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. πρέπει να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -l-/ -n-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. hvarә και την gāthā- αβεστ. γεν. xveng «ηλίου» καθώς και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (πρβλ. γοτθ. sauil αλλά και sunno «ήλιος», αγγλοσαξ. sōl αλλά και sunne «ήλιος», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. sun και γερμ. Sonne. Η σύνδεση, τέλος, με την ΙΕ ρίζα swel- «(σιγο)καίω» είναι εντελώς αμφίβολη.
ΠΑΡ. (η)λιάζομαι, (η)λιάζω, ηλιακός
αρχ.
Ηλιάδες, ηλιάς, ηλίτης, ηλιώδης, ηλιάω-ώ, ηλιόω-ώ/ούμαι, ηλιώτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηλιανθές, ηλιαυγής, ηλιωπός
μσν.
ηλιωνυμία
νεοελλ.
ηλιανθέλαιο, ηλιάνθεμο, ηλιανθίνη, ηλίανθος, ηλιέλαιο (βλ. και λ. ηλιο-). (Β' συνθετικό) ανήλιος, ανθήλιος, αντήλιος, ευήλιος, παρήλιος, προσήλιος, υφήλιος
αρχ.
αυτοήλιος, δυσήλιος, μισήλιος, πανήλιος, πολυήλιος, φυξήλιος.
Greek Monotonic
ἥλιος: ὁ, Δωρ. ἅλιος, Επικ. ἠέλιος, Δωρ. ἀέλιος,
I. 1. ο ήλιος, Λατ. sol, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, είμαι ζωντανός, ζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ο ήλιος παρέσχε τον αρχαιότατο τρόπο προσδιορισμού των σημείων του ορίζοντα· πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, προς ανατολάς, αντίθ. προς το πρὸς ζόφον, σε Όμηρ.· πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, αντίθ. προς το πρὸς ἑσπέρην, σε Ηρόδ.
2. ημέρα, όπως το Λατ. sol, σε Πίνδ., Ευρ.· στον πληθ., θερμές ηλιόλουστες ημέρες, όπως το Λατ. soles, σε Θουκ.
II. ως κύριο όνομα, Ἥλιος, ο θεός Ήλιος, σε Όμηρ.· στους μεταγεν. ποιητές, ο Απόλλωνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἥλιος: эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὁ
1) солнце: ἡλίου κύκλος Trag., Arst. солнечный диск; ἡλίου βολαί или τόξα Eur. (= ἀκτῖνες) солнечные стрелы, т. е. лучи; ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. солнечный зной; ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. солнце взошло; ἅμ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. с восходом солнца; ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. до захода солнца; δύσετο ἠέλιος Hom. солнце зашло; ἀφ᾽ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. от восхода солнца до (его) заката; ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. быть освещенным солнцем; μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. незадолго до захода солнца; περὶ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. во время солнечного затмения; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. видеть солнечный свет, т. е. быть в живых, жить; ὑπ᾽ ἠελίῳ Hom., ὑφ᾽ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. под солнцем, т. е. на земле, на свете; οὐκέτ᾽ εἶναι ὑφ᾽ ἁλίῳ Eur. не быть больше в живых;
2) место восхода солнца, восток: πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. к востоку, на восток; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. восточные эфиопы;
3) дневной путь солнца, т. е. день: φῶς ἓν ἡλίου Eur. свет одного дня, т. е. всего лишь один день; ἁλίῳ ἀμφ᾽ ἑνί Pind. в течение одного лишь дня; ἡλίους δέκα Luc. десять дней;
4) солнечная жара, зной: ὁ ἥ. πολύς Luc. сильная жара; οἱ ἥλιοι καὶ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc. зной и духота мучили (пленников);
5) солнечный свет (ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.);
6) светлое настроение, ясность (τῆς ψυχῆς Plut.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: sun (Il.).
Other forms: ep. ἠέλιος, Dor. Aeol. Arc. ἀέλιος, Dor. (trag.) also ἅλιος
Compounds: Several compp., a. o. as plant- and animals-names, e. g. ἡλιο-τρόπιον, -κάνθαρος (Strömberg Pflanzennamen 48 und 75, Wortstudien 11).
Derivatives: ἡλιώτης (ἠελ-), f. -τις belonging to the sun (S., AP ), ἡλιακός (ἁλ-) id. (hell.; cf. Chantraine Formation 393f.); `Ηλιάδες f. pl. daughters of the sun (Parm., A. R. ; also sg. as adj. [Luc.]) with masc. `Ηλιάδης son of the sun (Str., D. S.); s. Chantraine 356 u. 362f.; ἡλιώδης sunlike (Chaerem.), `Ηλιών m. month name (Termessos), ἡλίτης (λίθος Dam. Isid. 233; cf. Redard Les noms grec en -της 54). Denomin. verbs: 1. ἡλιόομαι be in the sun, be sun-struck (IA) with ἡλίωσις (Hp., Thphr.), -όω expose to the sun (Aët.). 2. ἡλιάζομαι bake in the sun (Arist.), -άζω id. (Str.) with ἡλίασις exposure to the sun (Gal., D. C.), ἡλιαστήριον place in the sun (Str., Pap.). 3. ἡλιάω expose to the sun, be like the sun (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [881] *seh₂u-el- sun
Etymology: Cretan ἀβέλιος in H. (after Herakleid. Mil. Pamphyl.; cf. Bechtel Dial. 2, 667), i. e. ἀϜέλιος, points to an original *σαϜέλιος, differing from Skt. sū́rya- sun (beside sū́ra-) only in ablaut. Both languages have an l-stem, IE *sāu̯el-, *sūl- (cf. Skt. súvar n. < *suu̯el; full grade also in Lith. sáulė, Welsh haul, zero grade e. g. in OIr. sūil eye) with a personifiing i̯o-suffix. The basis is a neutral heteroclitic l-n-stem, still seen in Av. hvarǝ (= Skt. s(ú)var), gen. xvǝng (< PIIr. *su̯an-s) and also seen in Germanic in the change between Goth. sauil, ONord. OE. sōl and Goth. sunno, OE. sunne sun. Further see W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. sōl, Vasmer Russ. et. Wb. s. sólnice. Connection with IE *su̯el- burn (s. εἵλη) is impossible. - In Etr. avil year Maresch Μνημης χάριν 2, 27f. proposes to see a loan from Gr. ἁϜέλιος.
Middle Liddell
ἥλιος, ὁ,
I. the sun, Lat. sol, Hom., etc.; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, i.e. to be alive, Il.—The Sun furnished the earliest mode of determining the points of the heaven, πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, i. e. towards the East, opp. to πρὸς ζόφον, Hom.; πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, opp. to πρὸς ἑσπέρην, Hdt.
2. day, a day, like Lat. soles, Pind., Eur.: so in pl. hot sunny days, Thuc.
II. as prop. n., Helios, the sun-god, Hom.; in later Poets = Apollo, Aesch., etc.
Frisk Etymology German
ἥλιος: {hḗlios}
Forms: ep. ἠέλιος, dor. äol. ark. ἀέλιος, dor. (Trag.) auch ἅλιος
Grammar: m.
Meaning: Sonne (seit Il.).
Composita : Mehrere Kompp., u. a. als Pflanzen- und Tiernamen, z. B. ἡλιοτρόπιον, -κάνθαρος (Strömberg Pflanzennamen 48 und 75, Wortstudien 11).
Derivative: Ableitungen: ἡλιώτης (ἠελ-), f. -τις zur Sonne gehörig (S., AP u. a.), ἡλιακός (ἁλ-) ib. (hell. u. spät; vgl. Chantraine Formation 393f.); Ἡλιάδες f. pl. Sonnentöchter (Parm., A. R. u. a.; auch sg. als Adj. [Luk.]) mit dem Mask. Ἡλιάδης ‘Sohn d. S.’ (Str., D. S., Luk.); vgl. Chantraine 356 u. 362f.; ἡλιώδης sonnenartig (Chaerem. u. a.), Ἡλιών m. Monatsname (Termessos), ἡλίτης (λίθος Dam. Isid. 233; vgl. Redard Les noms grec en -της 54). Denominative Verba: 1. ἡλιόομαι von der Sonne beschienen werden, den Sonnenstich bekommen (ion. att.) mit ἡλίωσις (Hp., Thphr. u. a.), -όω der Sonne aussetzen (Aöt.). 2. ἡλιάζομαι sich sonnen (Arist. usw.), -άζω an der Sonne backen (Str. u. a.) mit ἡλίασις Sonnenbestrahlung (Gal., D. C.), ἡλιαστήριον Sonnenplatz (Str., Pap.). 3. ἡλιάω der Sonne aussetzen, der Sonne ähnlich sein (Arist. usw.).
Etymology : Das bei H. als kretisch überlieferte ἀβέλιος (nach Herakleid. Mil. pamphyl.; vgl. Bechtel Dial. 2, 667), d. h. ἀϝέλιος, bezeugt ein ursprüngl. *σαϝέλιος, das sich von aind. sū́rya- Sonne (neben sū́ra-) nur im Ablaut unterscheidet. In beiden Sprachen ist ein l-Stamm, idg. *sāu̯el-, *sūl- (vgl. aind. súvar n. aus *suu̯el; Hochstufe noch z. B. in lit. sáulė, kymr. haul, Schwundstufe z. B. in air. sūil Auge) durch ein personifizierendes i̯o-Suffix erweitert worden. Zugrunde liegt ein neutraler heteroklitischer l-n-Stamm, der in aw. hvarə (= aind. s(ú)var), Gen. xvə̄ng (aus urar. *su̯an-s) noch lebt und auch im Germanischen im Wechsel zwischen got. sauil, anord. ags. sōl und got. sunno, ags. sunne ‘Sonne’ zu verspüren ist. Weitere Formen aus den verschiedenen Einzelsprachen mit reichen Literaturangaben bei WP. 2, 446f., Pok. 881f., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. sōl, Vasmer Russ. et. Wb. s. sólnice. Ob Beziehung zu idg. su̯el- schwelen, brennen (s. εἵλη) vorliegt, ist gänzlich unsicher. — In etr. avil Jahr will Maresch Μνημης χάριν 2, 27f. eine Entlehnung aus gr. ἀϝέλιος finden.
Page 1,631-632
Chinese
原文音譯:¼lioj 赫利哦士
詞類次數:名詞(32)
原文字根:太陽 相當於: (מִזְרָח) (שֶׁמֶשׁ)
字義溯源:太陽,日光,日頭,日;源自(ἐλεφάντινος)Y=光線*),或出自(αἱρέομαι)*=取為己有)。這字一面是說實際的太陽,和合本常譯為:日頭( 太5:45)。另一面,也用來反映榮耀( 太17:2)。其次,也用日出之地來表示東方( 啓7:2)
出現次數:總共(32);太(5);可(4);路(3);徒(4);林前(1);弗(1);雅(1);啓(13)
譯字彙編:
1) 日頭(16) 太5:45; 太13:6; 太17:2; 太24:29; 可4:6; 可13:24; 路23:45; 徒2:20; 啓6:12; 啓7:16; 啓8:12; 啓9:2; 啓10:1; 啓12:1; 啓16:8; 啓19:17;
2) 日(8) 可1:32; 路4:40; 路21:25; 弗4:26; 啓7:2; 啓16:12; 啓21:23; 啓22:5;
3) 太陽(6) 太13:43; 可16:2; 徒26:13; 徒27:20; 雅1:11; 啓1:16;
4) 日的(1) 林前15:41;
5) 日光(1) 徒13:11