ταχύς
English (LSJ)
[ῠ], ταχεῖα, ταχύ:
I of motion, swift, fleet, opp. βραδύς,
1 of persons and animals, either abs., Il.18.69, etc.; or more fully, πόδας ταχύς 13.249,482, 17.709, etc.; ταχὺς ἔσκε θέειν Od.17.308; θείειν τ. Il.16.186, Od.3.112; κύνες, ἔλαφος, πτώξ, ἵππος, Il.3.26, 8.248, 17.676, 23.347, etc.; οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον 24.292, cf. Od.15.526; τ. βαδιστής a quick walker, E.Med.1182; σφοδροὶ καὶ τ. X.Cyr.2.1.31.
2 of things, τ. πόδες Il.6.514, cf. Od.13.261, etc.; τ. ἰός, ὀϊστοί, Il.4.94, Od.22.3, etc.; πτερά Ar.Av.1453; -ύτατα ἅρματα Pi.O.1.77; νῆες, τριήρεις, Hdt.8.23, Th.6.43, etc.; [ἴχνος] τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχύ E.Ion742.
II of thought and purpose, quick, hasty, φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς S.OT617: c. inf., βλάπτειν τ. Ar.Ra.1428; τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Th.1.132, cf. 118, Luc. Dem.Enc.12; also τ. πρὸς ὀργήν Plu.Cat.Mi.1; τὸ ταχύ speed, haste, E.Ph.452, X.Eq.7.18, etc.
2 of actions, events, etc., rapid, sudden, πήδημα S.Aj.833; ᾅδης, μόρος, E.Hipp.1047, Mosch.3.26; πόλεμος Th.4.55, 6.45; φυγή Id.4.44; μεταβολή Pl.R. 553d; short, τ. ἐλπίδες fleeting hopes, Pi.P.1.83; ἐπαυρέσεις Th.2.53; ἀτραπός Ar. Ra.127; ταχεῖ σὺν χρόνῳ S.OC1602; τ. διήγησις short, rapid, Arist. Rh.1416b30.
B Adv.,
1 regul. ταχέως, quickly, opp. βραδέως, Il.23.365, Hes.Th.103, etc.:—rarely in sense perhaps (cf. τάχα ΙΙ), Plb.16.25.8.
2 the Adv. is also expressed by periphrasis, διὰ ταχέων in haste, Th.1.80, 3.13, Pl.Ap.32d, X.An.1.5.9; ἐκ ταχείας S.Tr.395; cf. τάχος ΙΙ.
3 neut. ταχύ as adverb, Pi.P.10.51, N.1.51, S.Ph.349, E.HF885 (lyr.), Ar.Eq.109, Gal.16.665, etc.; ἤδη ἤδη τ. τ. Sammelb. 4321.21, BGU956.3 (both iii A.D.); ἄρτι ἄρτι τ. τ. Arch.Pap.5.393 (ii A.D.); also τάχα (q.v.).
4 the Adj. ταχύς is freq. construed with Verbs, where we should use the Adv., ταχέες δ' ἱππῆες ἄγερθεν Il.23.287; ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις A.Pers.739; ὁρμάσθω ταχύς S.Ph.526; δεῦρ' ἀφίξεται τ. Id.OC307; τ. χάρις διαρρεῖ Id.Aj. 1266, cf. Th.2.75, 5.66.
C Degrees of Comparison:
I Comp.:
1 the form τᾰχύτερος, α, ον, is used by Hdt., ἐποίησα ταχύτερα ἢ σοφώτερα 3.65, cf. 7.194; also in Arist.Mu.394b3, Arr.Ind.9.6, Aret.SD1.16, but not in good Att.; ταχύτερον as adverb, Hdt.4.127, 9.101, Hp. Prog.17.
2 the more usual form is θάσσων, neut. θᾶσσον, gen. ονος, Att. θάττων, neut. θᾶττον, Il.15.570, 13.819 (elsewhere only neut. in Hom.), etc.:—neut. as adverb, freq. in Hom., Od.2.307, al.; θᾶσσον ἂν.. κλύοιμι sooner, i.e. rather, would I hear, S.Ph. 631; θᾶσσον also often stands for the Positive, Il.2.440, Od.15.201, 16.130, Pi.P.4.181, Ar.Nu.506, V.187, Ra.94; οὐ θᾶσσον οἴσεις; i.e. make haste and bring, S.Tr.1183, cf. OT430; θᾶττον νοήματος quicker than thought, X.Mem.4.3.13, cf. Ar.V.824, etc.; with a Conj., ὅτι θᾶσσον, like ὅτι τάχιστα, Theoc.24.48; ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν as soon as.., D.54.5; ἐπειδὰν θ. συνιῇ τις Pl.Prt. 325c; ὅταν θ. φθέγγηται ὁ κόκκυξ Arist.HA563b17, cf. 611a5; ἐὰν or ἢν θ. as soon as.., X.Cyr.3.3.20, An.6.5.20, Pl.Alc.1.105a; ἂν θ. Men. Pk.174; εἰ θ. Pl.Ep.324b; ὡς θ. Plb.1.66.1, 3.82.1; θ. rarely = sooner than, before, ἐξήλαυνον μεσημβρίας οὐ πολλῷ τινι θ. Aristid. Or.51 (27).13 (cf. τάχιον infr. 3).
3 the form ταχίων [ῑ], neut. ιον, is freq. in late Prose, as LXX Wi.13.9, 1 Ma.2.40, Ph.Bel.69.14, 17, 73.23, Gem.1.20, D.H.6.42, D.S.20.6, J. (v. infr.), Plu.2.240d, Ev.Jo. 20.4, Alciphr.3.4; also in Hp.Mul.1.1, Men.402.16; but condemned by Phryn.58, Hdn.Philet.p.436 P.; τὴν ταχίονα τῆς τροφῆς παράθεσιν earlier, sooner, Gal.19.206:—Adv. τάχιον earlier, πλέεται.. περὶ τὸν Σεπτέμβριον μῆνα... οὐδὲν δὲ κωλύει κἂν τ. Peripl.M.Rubr. 24; τ. τῆς ὑποσχέσεως sooner than they had promised, Rev.Ét.Gr. 6.159 (Iasus); τ. τοῦ παραγγέλματος J.BJ4.4.2; εἰς μακρὸν αὐτῶν γῆρας καὶ βίου μῆκος ὅμοιον τοῖς τ. ἐπερχομένων Id.AJ1.3.7; ἀποπαύεται οὔτε τ. ἐτῶν τεσσαράκοντα οὔτε βράδιον ἐτῶν πεντήκοντα Sor. 1.20, cf. 48, al.; formerly, ἐπεσκεύασαν τὸ παρόχιον,.. τ. γενόμενον γυμνάσιον IGRom.3.639 (Lycia, ii A.D.), cf. 4.1517 (Sardis), 1632.14 (Philadelphia), 1665.5 (Tira), Keil-Premerstein Dritter Bericht p.79 (iii A.D.), Hermes 63.229 (Callatis); cf. supr. 2 fin.
II Sup.:
1 the form ταχύτατος is rare, ταχύτατα ἅρματα Pi.O.1.77; ταχύτατα as adverb, X.HG5.1.27 codd., Antiph.87 codd.; but both passages have been corrected.
2 the usual form is τάχιστος, η, ον, used by Hom. only in neut. pl. τάχιστα as adverb, most quickly, most speedily, ὅττι τάχιστα as soon as may be, as soon as possible, Il.4.193, 9.659, al.; ὅτι τάχιστα S.OT1341 (lyr.), Th.3.31, etc.; so ὅσον τ. A.Ch.772, S. OT1436, etc.; ᾳ (prob.) τ. Pi.O.13.79; ὅπως τ. A.Ag.605, S.OT1410, Ar.V.167; ὡς τ. IG12.76.23, Hdt.1.210, Th.4.15, E.Rh.147, X.An.1.3.14: these are ellipt. phrases, as may be seen from the foll. examples, ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Pl.Lg.710b, X.Cyr. 5.4.3; ᾗ δυνατὸν τ. Id.HG6.3.6; ὡς or ᾗ ἠδύνατο τ. Id.Cyr.3.2.14, An.1.2.4; ὡς δύναιτο τ. Hdt.1.79; ὡς or ᾗ ἂν δύνωμαι τ. X.HG4.1.38, Cyr.7.1.9, cf. IG12.106.18.
b τάχιστα after Particles of time, as soon as, ἐπεὶ (Ion. ἐπεί τε) τάχιστα A.Pr.201, Hdt.1.27,75, 7.163, X.An.7.2.6, PCair.Zen.34.12 (iii B.C.); ἐπειδὴ τ. Pl.Prt. 310d, Is.9.3, D.27.16, etc.; ἐπεὰν τ. Hdt.4.134, 7.129, 8.144; ἐπὰν τ. X.An.4.6.9; ἐπειδὰν τ. Id.Cyr.1.3.14, An.3.1.9; ὅταν τ. Id.Cyr.4.5.33: also ὡς τ. separated by one or more words, ὡς ἡμέρη τ. ἐγεγόνεε Hdt.1.11, cf. 19, 47,65, al., X.Cyr.1.3.2, Mem.1.2.16, al.; ὡς δὲ τ. ἐξῆλθε.. κόρον ἔτεκε IG42(1).121.4 (Epid., iv B.C.); ὡς γὰρ τ. εἰσῆλθον Men.Pk.287; ὡς ἂν τ. λάβῃς τὴν ἐπιστολήν PCair.Zen.241.1 (iii B.C.); but ὡς τ. γὰρ ἀπεδήμησας ib.472.7 (iii B.C.); ὅπως τ. A.Pr.230:—the same notion is sometimes expressed by the part., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα, = ὡς ἀπηλλάγη τ., Plu.Dem.8, cf. 25.
3 freq. also in Prose, τὴν ταχίστην (in full, τὴν τ. ὁδόν X.An.1.2.20, Luc.Rh.Pr.4) as adverb, by the quickest way, i.e. most quickly, Hdt. 1.24,73,81,86, Hyp.Eux.7, Men. Pk.75, Plb.1.33.4, etc. (Cf. Lith. (dial.) deñgti, Lett. diêgt, both = 'run quickly', Polish dążyć 'hurry'.)
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
I. adj. vite, rapide :
1 vite, rapide, qui marche, court ou vole rapidement : πόδας ταχύς IL aux pieds agiles ; θείειν ταχύς IL prompt à courir ; ταχέες πόδες IL, OD pieds agiles ; ταχὺς ἰός IL, ὀϊστός OD trait rapide ; ταχεῖαι νῆες HDT, τριήρεις THC navires bons voiliers;
2 qui se produit ou survient rapidement en parl. de choses : ταχὺς ᾅδης EUR mort rapide ; ταχὺς πόλεμος THC guerre qui survient vite ou soudain ; ταχεῖα φυγή THC fuite hâtive;
3 pressé : φρονεῖν ταχεῖς SOPH prompts à penser, à concevoir ; ταχεῖς ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους THC prompts à se jeter dans les guerres;
4 rapide, bref, court : τὴν ταχίστην (ὁδόν) XÉN, ou abs. τὴν ταχίστην HDT par le chemin le plus court, le plus rapidement possible ; διὰ ταχέων THC par les voies rapides, en hâte, vite, bientôt ; ταχεῖ σὺν χρόνῳ SOPH en peu de temps;
Cp. θάσσων, att. θάττων (p. ταζίων, *τάχjων, θάσσων) ; ion. et réc. ταχύτερος, Sp. τάχιστος;
II. adv. • ταχύ rapidement;
Cp. • θᾶσσον, att. θᾶττον, ion. et réc. ταχύτερον ; θᾶσσον adv. s'emploie :
1 au sens d'un Cp. propr. dit : plus vite ; θᾶσσον νοήματος XÉN plus vite que la pensée;
2 au sens d'un Cp. abs. : plutôt ; plus vite qu'il ne faudrait, trop vite, un peu vite;
3 après un relat. ou une particule, au sens d'un Sp. : ἐπειδὴ θᾶσσον ATT, ὡς θᾶσσον XÉN, ἐὰν θᾶσσον XÉN, ἢν θᾶσσον XÉN aussitôt que, dès que;
Sp. • τάχιστα : ὡς δύνατόν ἐστι τάχιστα XÉN le plus promptement possible ; ὡς ἂν δύνωμαι τάχιστα XÉN, ᾗ ἂν δύναμαι τάχιστα XÉN le plus promptement que je pourrai ; ὡς ἠδύνατο τάχιστα XÉN, ᾗ ἠδύνατο τάχιστα XÉN le plus promptement qu'il pourrait ; ellipt. ὡς τάχιστα HDT, ATT, ὅπως τάχιστα SOPH, ὅσον τάχιστα ESCHL, ὅ τι τάχιστα IL le plus promptement possible ; avec une particule de temps : ἐπεὶ τάχιστα aussitôt que ; de même ἐπειὰν τάχιστα HDT, ἐπὰν τάχιστα XÉN, ἐπειδὰν τάχιστα HDT, ὅταν τάχιστα XÉN, ὡς τάχιστα HDT, ὅπως τάχιστα ESCHL ; avec un part. : ἀπαλλαγεὶς γὰρ αὐτῶν τάχιστα PLUT aussitôt qu'il s'en fut délivré.
Étymologie: R. être rapide ; cf. skr. takâmi « je me précipite » ; tâkus « qui se hâte ».
German (Pape)
ταχεῖα, ταχύ: wie θοός und ὠκύς, schnell, rasch, eilig; Hom. gew. von der Geschwindigkeit des Gehens od. Laufens, von Menschen und Tieren; auch mit dem Zusatze πόδας ταχύς, Il. 17.709 und öfter; ταχὺς θέειν, Od. 17.308; Tragg. und in Prosa; Gegensatz βραδύς, Plat. Tim. 80d; Folgde überall; πρὸς ὀργήν, Plut. Cat. min. 1. – Übtr., ἐλπίς, Pind. P. 1.83; auch ταχειᾶν παλαμᾶν, P. 4.202; κἀπὶ τοῖσδε τὴν χάριν ταχεῖαν πρόσθες, Soph. Trach. 1245; ταχεῖαν ὡς ἐμοὶ σκέψιν ἐσιτάττεις, Plat. Soph. 226c. • Adv. ταχέως, Il. 23.365; Hes. Th. 103 und einzeln auch in Prosa; umschrieben, διὰ ταχέων, Thuc. 1.80, 3.109; Plat. Apol. 32d; vgl. Jacobs Ach.Tat. p. 808.
Kompar. und superl.,
a regelmäßig, aber unattisch, ταχύτερος, ταχύτατος, einzeln bei Dichtern, wie ταχυτάτων ἁρμάτων Pind. Ol. 1.77; im Kompar. bei Her. die herrschende Form, vgl. Lobeck Phryn. 77; auch • adv. ταχύτερον, Her. 4.127, 9.101; S.Emp. adv.phys. 2.152.
b gew. Kompar. θάσσων, θᾶσσον, und att. θάττων, θᾶττον; Hom.; Pind. ἵππου θᾶσσον καὶ ναός, Ol. 9.24; P. 4.181; Att. – Das Adverbial gebrauchte neutr. θᾶσσον ist nicht selten in der Bdtg vom Positiv nicht zu unterscheiden, Il. 2.440, 4.64, Od. 16.130 und sonst; οὐ θᾶσσον οἴσεις, Soph. Trach. 1173; οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐχὶ θᾶσσον, O.R. 430, und öfter; ἐὰν θᾶττον, so schnell als, sobald als, bes. Sp. – Superl. τάχιστος, Her. und Folgde überall; Hom. braucht nur • τάχιστα als adv. und ὅτι τάχιστα, so schnell wie möglich, Il. 4.193 und öfter; ὅσον τάχιστα, Soph. Ant. 1090, El. 1425; ὡς τάχιστα, Pind. Ol. 13.79 und Folgde; bei Her. ὡς τάχιστα, gewöhnlich durch einige Wörter getrennt, = sobald als, 1.11, 65, 80, 213 und sonst; τὴν ταχίστην, sc. ὁδόν, auf dem schnellsten Wege, aufs Schnellste, 1.73, 81, 86 und Sp., wie Pol. 1.33.4.
c bei Sp. häufig ταχίων, τάχιον, wie Dion.Hal., DS. 20.92, Plut.; desto seltener bei den Attikern, s. Pierson Moeris p. 436 Meineke ökon. 144.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύς: εῖα, ύ (compar. ταχύτερος, чаще θάσσων - атт. θάττων, поздн. тж. ταχίων; superl. τάχιστος - редко ταχύτατος)
1 быстрый, скорый, проворный (ἔλαφος Hom.; βαδιστής Eur.; νῆες Her.): τ. πόδας Hom. быстроногий; τ. πρός τι Plat. и τ. ποιεῖν τι Thuc., Arph. скорый на что-л.;
2 внезапный, мгновенный (Ἃιδης Eur.; μεταβολή Plat.);
3 минутный, мимолетный (ἐπαυρέσεις Thuc.; ἐλπίδες Pind.);
4 короткий, недолгий (ὁδός Arph.): ταχεῖ ξὺν χρόνῳ Soph. в короткое время - см. тж. ταχύ.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύς: [ῠ], εῖα, ύ· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς τὸ ὠκύς· Ι. ἐπὶ κινήσεως, ταχύς, σπεύδων, ὁρμητικός, ἀντίθετον τῷ βραδύς, Ὅμ., κλπ. 1) ἐπὶ προσώπων ἢ ἀπολ., Ἰλ. Σ. 69, κτλ.· ἢ πληρέστερον ταχὺς πόδας, ταχύπους, Ν. 249. 482., Ρ. 709, κτλ.· ταχὺς ἔσκε θέειν Ὀδ. Ρ. 308· θείειν τ. Ἰλ. Π. 180, Ὀδ. Γ. 112· οὕτως ἐπὶ ζῴων, κύνες, ἔλαφος, πτώξ, ἵππος Ἰλ. Γ. 26., Θ. 248, κτλ.· οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον Ω. 292, πρβλ. Ὀδ. Ο. 526· ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τ. βαδιστής, ὁ ταχέως βαδίζων, Εὐρ. Μήδ. 1182· τ. ὑπηρέτης, ταχύς, εὐκίνητος, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τ. πόδες Ἰλ. Ζ. 514, Ὀδ. Ν. 261, κτλ.· τ. ἰός, ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 94, Ὀδ. Χ. 3, κτλ.· πτερὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1453· ἅρμα Πινδ. Ο. 1. 125· νῆες, τριήρεις Ἡρόδ. 8. 13, Θουκ., κτλ.· (ἴχνος) τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχὺ Εὐρ. Ἴων 742. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ φρονεῖν, σκέπτεσθαι ἢ ποιεῖν τι, φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Σοφ. Ο. Τ. 617· μετ’ ἀπαρ., βλάπτειν τ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1428· τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Θουκ. 1. 132, πρβλ. 118, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 12, ὡσαύτως, τ. πρὸς ὀργήν Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· τὸ ταχύ, ἡ ταχύτης, ἡ σπουδή, Εὐριπ. Φοίν. 452, Ξεν. Ἱππ. 7. 18, κλπ. 2) οὕτως ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., ταχύς, αἰφνίδιος, πήδημα Σοφ. Αἴ. 833· ᾄδης, μόρος Εὐρ. Ἱππ. 1047, Μόσχ. 3. 26· πόλεμος Θουκ. 4. 55., 6. 45· φυγὴ ὁ αὐτ. 4. 44· μεταβολὴ Πλάτ. Πολ. 553D· ― βραχύς, σύντομος, τ. ἐλπίδες, ταχέως παρερχόμεναι, Πινδ. Π. 1. 161· ἐπαυρέσεις Θουκ. 2. 53· ὁδὸς Ἀριστοφάν. Βάτρ. 127· ταχεῖ ξὺν χρόνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1602· τ. διήγησις, βραχεῖα, σύντομος, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 16, 4, κλπ. Β. Ἐπίρρ., 1) ἐν τῷ ὁμαλῷ τύπῳ τᾰχέως, «γρήγορα», ἀντίθετον τῷ βραδέως, Ἰλ. Ψ. 365, Ἡσ. Θεογ. 103, καὶ Ἀττ. 2) τὸ ἐπίρρ. ὡσαύτως ἐκφέρεται περιφραστικῶς, διὰ ταχέων, ἐν σπουδῇ, Θουκ. 1. 80., 3. 13, Πλάτ., κλπ.· ἐκ ταχείας Σοφ. Τρ. 395· πρβλ. τάχος ΙΙ. 3) οὐδ. ταχὺ ὡς ἐπίρρ., Πινδ. Π. 10. 80, Ν. 1. 78, Σοφ. Φιλ. 349, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885, Ἀριστοφ., κτλ.· συχνότερον τάχα (ὃ ἴδε). 4) δυνάμεθα νὰ προσθέσωμεν ὅτι τὸ ἐπίθ. ταχὺς συχνάκις συντάσσεται μετὰ ῥημάτων, ὅπου ἔπρεπε νὰ τεθῇ τὸ ἐπίρρ., οἷον, ταχέες δ’ ἱππῆες ἔγερθεν Ἰλ. Χ. 287· ταχεῖά γ’ ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις Αἰσχύλ. Πέρσ. 739· ὁρμάσθω ταχὺς Σοφ. Φιλ. 526· δεῦρ’ ἀφίξεται τ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 307· τ. χάρις διαρρεῖ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1266, πρβλ. 1253, Θουκ. 2. 75., 5. 66. Γ. Βαθμὸς παραθέσεως: Ι. Συγκρ.: 1) ὁ ὁμαλὸς τύπος τᾰχύτερος, α, ον, εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., ποιέειν ταχύτερα ἢ σοφώτερα 3. 65., 7. 194· καὶ ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 8, ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 77. ταχύτερον ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 4. 127., 9. 101. 2) ὁ συνηθέστερος τύπος εἶναι θάσσων, οὐδ. θᾶσσον, γεν. ονος, νεώτερ. Ἀττ. θάττων, οὐδ. θᾶττον, Ὅμ., κλπ.. ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ὅμ., κλπ., θᾶσσον ἄν... κλύοιμι Σοφ. Φιλ. 631· θᾶσσον, ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατιν. ocius, συχνάκις κεῖται ἀντὶ τοῦ θεττικοῦ, Ἰλ. Β. 440, Ὀδ. Ο. 201., Π. 130, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· οὐ θᾶσσον οἴσεις; δὲν θὰ σπεύσῃς νὰ τὸ φέρῃς; Σοφ. Τρ. 1183, πρβλ. Ο. Τ. 430· θᾶττον νοήματος, ταχύτερον διανοήματος, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 824, κλπ.· μετὰ ἐπιτατικοῦ ἢ μετὰ συνδέσμων, ὅ τι θᾶσσον, ὡς τὸ ὅ τι τάχιστα, Θεόκρ. 24. 48· ἐπειδὴ θᾶττον Δημ. 1257, ἐν τέλ.· ἐπειδὰν θ. Πλάτ. Πρωτ. 325C· ὅτε ἢ ὅταν θ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 7, 1., 9. 4, 5· ὡς θ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57· ἐὰν ἢ ἢν θ. αὐτόθι 3. 3, 20, Ἀνάβ. 6. 3, 20. 3) ὁ τύπος ταχίων [ῑ], οὐδ. ιον, εἶναι συχνὸς παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Διον. Ἁλ., Διόδ., καὶ Πλούτ.· ἀλλὰ σπάνιος παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Piers. εἰς Μοῖριν σ. 436, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 144. ΙΙ. τὸ ὁμαλὸν ὑπερθετ. εἶναι σπάνιον, ταχύτατα ἅρματα Πινδ. Ο. 1. 125· ταχύτατα ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27· κατέφαγε πάμπολλα καὶ ταχύτατα Ἀντιφ. ἐν «Δραπεταγωγῷ» 1. 4. 2) ὁ συνήθης τύπος εἶναι τάχιστος, η, ον, Ὅμ., κλπ.· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. εἶναι ἐν χρήσει μόνον τὸ οὐδ. πληθ. τάχιστα ὡς ἐπίρρ., πολὺ ταχέως, ἐν μεγίστῃ σπουδῇ, ὅττι τάχιστα, ὅσον τὸ δυνατὸν τάχιστα, ὡς τὸ ὅ τι τάχος (ἴδε τάχος ΙΙ), Λατ. quam celerrime, Ἰλ. Δ. 193., 1. 659, κλπ.· Ἀττ.· ὅ τι τάχιστα Σοφ. Ο. Τ. 1341, Θουκ. 3. 31, κλπ.· ― οὕτω, ὅσον τ., Αἰσχύλ. Χο. 772, Σοφ. Ο. Τ. 1436, κλπ.· ὡς τ. Πινδ. Ο. 13. 112, Ἡρόδ. 1. 210, κ. ἀλλ., Ἀττικ.· ὅπως τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 605, Σοφ. Ο. Τ. 1410, Ἀριστοφάν. Σφ. 167· ― αὗται εἶναι ἐλλειπτικαὶ φράσεις, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐκ τῶν ἑπομένων παραδειγμάτων, ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 3· ᾗ δυνατὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 3, 6· ὡς ἢ ᾗ ἠδύνατο τ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 14, Ἀνάβ. 1. 2, 4· ὡς δύναιτο τ. Ἡρόδ. 1. 79· ὡς ἢ ᾗ ἂν δύνωμαι τ. Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 1, 38, Κύρ. 7. 1, 9. β) τάχιστα μετὰ χρονικὰ μόρια, ὡς τὸ Λατ. quum primum, ἐπεὶ (Ἰωνικ. ἐπεί τε) τάχιστα Ἡρόδ. 1. 27, 75, καὶ Ἀττ.· ἐπειδὴ τ. Πλάτ. Πρωτ. 310D, Δημ. κλπ.· ἐπεὰν ἢ ἐπήν, ἐπάν, τ. Ἡρόδ. 4. 134., 7. 129, 163, Ξεν., κλπ.· ἐπειδὰν τ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξενοφ., κλπ.· ὅταν τ. Ξενοφ. Κύρ. 4. 5, 33· ― ὡσαύτως, ὡς... τάχιστα (ἐν ταύτῃ τῇ χρήσει αἱ δύο λέξεις ἀείποτε χωρίζονται δι’ ἄλλων λέξεων), Ἡρόδ. 1. 11, 19, 47, 65, κλπ., καὶ Ἀττ.· ― ὅπως τ. Αἰσχύλ. Πρ. 228· ― ἡ αὐτὴ ἔννοια ἐκφέρεται διὰ τῆς μετοχ., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα = ὡς ἀπηλλάγη τ., Πλουτ. Δημ. 8, πρβλ. 25. 3) συχν. καὶ παρὰ πεζογράφοις, τὴν ταχίστην (πλῆρες: τὴν τ. ὁδὸν Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 20, Λουκ.), ὡς ἐπίρρ., διὰ τῆς ταχίστης ὁδοῦ, δηλ. ὡς τάχιστα, Ἡρόδ. 1. 24, 73, 81, 86, κλπ. (Τὴν ῥίζαν τῆς λέξεως ταύτης εὗρεν ὁ Curt. ἐν τῷ Σανσκρ. tak, tak-âmi (praeceps feror), tak-us (properans)· παραβάλλει δὲ τὸ Ζενδ. tak-a (currens), takh-ma (celer, fortis)· τὸ Λιθ. tek-ù (fluo, curro)· Σλαυ. tek-ŭ (δρόμος), tok-ŭ (ῥεῦμα).)
English (Autenrieth)
εῖα, ύ, comp. θάσσων, sup. τάχιστος: quick, swift, fleet.—Adv. comp. θᾶσσον, sup. τάχιστα: quicker, most speedily; ὅ ττι τάχιστα, ‘with all speed,’ Il. 4.193, Od. 5.112; the comp. is also similarly used for emphasis, Od. 7.152, etc.
English (Slater)
τᾰχύς (-ύς, -έες; -είας, -ειᾶν: ταχυτάτων: adv. ταχύ, τάχιστα.) quick ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.83) ταχέες ἔβαν (P. 4.179) εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (P. 4.202) ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7. γνώμας δὲ ταχείας συν[ (Pae. 14.39) superl., ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων (O. 1.77) adv., εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (O. 1.108) ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε (P. 10.51) ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον (N. 1.51) ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν (O. 13.79) παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv., ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13) ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν (P. 4.126) ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν (N. 10.73) ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23.
English (Strong)
of uncertain affinity; fleet, i.e. (figuratively) prompt or ready: swift.
English (Thayer)
ταχεῖα, ταχύ, from Homer down, quick, fleet, speedy: opposed to βραδύς (as in Xenophon, mem. 4,2, 25), εἰς τό ἀκοῦσαι (A. V. swift to hear), James 1:19.
Greek Monolingual
-εία, -ύ / ταχύς, -εῖα, -ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, -η, -ο, υπερθ. ταχύτατος, -η, -ο και τάχιστος, -η, -ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, -έρα, -ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, -άτη, -ον και τάχιστος, -ίστη, -ον, ΜΑ, και αττ. τ. συγκριτ. θάττων, θᾱττον Α
1. αυτός που κινείται με ταχύτητα, γρήγορος, γοργός
2. αυτός που ενεργεί γρήγορα
3. αυτός που γίνεται γρήγορα, εσπευσμένος, βιαστικός
4. αυτός που διατρέχει μεγαλύτερη απόσταση από κάποιον άλλον κατά τον ίδιο χρόνο (α. «ταχύ πλοίο» β. «ταχέας δ' ἐκχεύατ' ὀιστοὺς αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν», Ομ. Οδ.)
5. ο συχνότερος του κανονικού («ταχύς σφυγμός»)
6. αιφνίδιος, ξαφνικός (α. «ταχεία μεταβολή» β. «μεταβολὴ οὕτω ταχεῖά τε καὶ ἰσχυρά», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ταχεία
(ενν. αμαξοστοιχία) αμαξοστοιχία με μεγάλη σχετικά ταχύτητα, η οποία σταθμεύει μόνον σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς
2. το ουδ. ως ουσ. το ταχύ
η αυγή
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ταχύ
ταχιά
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς
2. το ουδ. ως ουσ. ταχύτητα, γρηγοράδα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ταχέως
4. φρ. α) «πόδας ταχύς» — ταχύπους (Ομ. Ιλ.)
β) «διὰ ταχέων» ή «ἐκ ταχείας» — ταχέως (Θουκ.-Σοφ.)
γ) «ταχὺς πρὸς ὀργήν» — αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος (Πλούτ.).
επίρρ...
ταχέως ΝΜΑ
κατά τρόπο ταχύ, γρήγορα, γοργά (α. «απομακρύνθηκε ταχέως» β. «ταχέως δὲ παρέτραπε δώρα θεάων», Ησίοδ.)
νεοελλ.
σύντομα
αρχ.
(σπάν.) ίσως, πιθανόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαχ- με ανομοίωση (πρβλ. θάπτω: τάφος) + κατάλ. -ύς (πρβλ. παχύς). Ωστόσο, το επί θ. παραμένει άγνωστης ετυμολ., αφού οι συνδέσεις του με τα λιθουαν. dengti «τρέχω γρήγορα, βιάζομαι», αρχ. ινδ. daghnoti «φθάνω» καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα t(h)ngh- της ΙΕ ρίζας t(h)engh- «συρω, τραβώ» δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, αντικείμενο ευρύτερης μελέτης έχει αποτελέσει ο συγκριτικός βαθμός του επιθ. θάσσων (< θαχ-jων), λόγω του δυσερμήνευτου μακρού -ᾱ- που εμφανίζει (πρβλ. ουδ. θᾶσσον). Πρόκειται πιθανότατα για αναλογικό σχηματισμό κατά τα ἆσσον, μᾶλλον. Τέλος, σύμφωνα με άλλη άποψη, λιγότερη πιθανή, ο τ. θάσσων έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. θήσσων (για το -η- του τ., πρβλ. το σύνθ. ανθρωπωνύμιο Τήχιππος < τῆχος αντί του τάχος + ἵππος), διατήρησε όμως το -α- κατ' επίδραση του θετικού βαθμού ταχύς. Σημασιολογικά, το επίθ. ταχύς παραμέρισε το συνώνυμό του ὠκύς, το οποίο περιορίστηκε τελικά μόνον σε ποιητ. κείμενα].
Greek Monotonic
τᾰχύς: [ῠ], -εῖα, -ύ, λέγεται για κίνηση,
Α. I. ταχύς, ορμητικός, γρήγορος, αντίθ. του βραδύς, σε Όμηρ. κ.λπ.· ταχὺς πόδας, σε Ομήρ. Ιλ.· ταχὺ θέειν, σε Όμηρ.
II. 1. λέγεται για σκέψη και σκοπό, γρήγορος, βιαστικός, φρονεῖν γάρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, σε Σοφ.· με απαρ., βλάπτειν ταχύς, σε Αριστοφ.· τὸ ταχύ, ταχύτητα, σπουδή, σε Ευρ.
2. ομοίως, λέγεται για πράξεις, ενέργειες, γεγονότα κ.λπ.· γρήγορος, ταχύς, αιφνίδιος, πήδημα, σε Σοφ.· πόλεμος, σε Θουκ.· ταχεῖαι ἐλπίδες, γρήγορα παρερχόμενες (σύντομες) ελπίδες, σε Πίνδ. Β. επίρρ.,
I. 1. στον ομαλό τύπο τᾰχέως, γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. το επίρρ. εκφέρεται επίσης περιφραστικά, διά ταχέων, με σπουδή, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐκ ταχείας, σε Σοφ.· πρβλ. τάχος II.
3. ουδ. ταχύ ως επίρρ., στον ίδ. κ.λπ.· πιο συχνά τάχα (βλ. αυτ.). Γ. Βαθμοί σύγκρισης:
I. Συγκρ.:
1. ομαλός τύπος τᾰχύτερος, -α, -ον, σε Ηρόδ. 2. θάσσων, ουδ. θᾶσσον, γεν. θάσσονος, νεώτ. Αττ. θάττων, ουδ. θᾶττον, σε Όμηρ., Αττ.· ουδ. ως επίρρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· θᾶσσον ἂν κλύοιμι, γρηγορότερα, δηλ. θα προτιμούσα να άκουγα, σε Σοφ.· επίσης, το θᾶσσον, όπως το Λατ. ocius, συχνά υπάρχει αντί του θετικού βαθμού, οὐ θᾶσσον οἴσεις; δηλ. δεν θα σπεύσεις να το φέρεις; στον ίδ.· ὅτιθᾶσσον, όπως το ὅτι τάχιστα, σε Θεόκρ.· ἐπειδὰν θᾶσσον, σε Πλάτ.
3. ο τύπος ταχίων [ῑ], ουδ. τάχιον, βρίσκεται σπανίως στα δοκίμια των Αττ.
II. 1. ο ομαλός υπερθ. ταχύτατος είναι σπάνιος, σε Πίνδ.· ταχύτατα, ως επίρρ., σε Ξεν.
2. ο συνήθης τύπος είναι τάχιστος, -η, -ον, κυρίως στον πληθ. ουδ. τάχιστα ως επίρρ., ὅττι τάχιστα, όσο το δυνατόν ταχύτερα, Λατ. quam celerrime, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. ὅτι τάχιστα, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, ὅσον τάχιστα, σε Αισχύλ.· ὡς τάχιστα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπως τάχιστα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· αυτές είναι ελλειπτικές φράσεις (βλ. κατωτ.), ὡς δυνατὸν τάχιστα, σε Ηρόδ.· ὡς ή ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστοι, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μετά από χρονικά μόρια, όπως το Λατ. quum primum, ἐπεὶ (Ιων. ἐπεί τε) τάχιστα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπειδὴ τάχιστα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐπεὰν ή ἐπήν, ἐπάν, ἐπειδάν τάχιστα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὅταν τάχιστα, σε Ξεν.
3. συχνά επίσης και στους πεζογράφους, τὴν ταχίστην (ενν. ὁδόν), ως επίρρ., με τον ταχύτερο δρόμο, δηλ. περισσότερο γρήγορα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
I. of motion, quick, swift, fleet, opp. to βραδύς, Hom., etc.; ταχὺς πόδας Il.; ταχὺς θείειν Hom.
II. of thought and purpose, quick, rapid, hasty, φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Soph.; c. inf., βλάπτειν τ. Ar.; τὸ ταχύ speed, haste, Eur.
2. so of actions, events, quick, rapid, sudden, πήδημα Soph.; πόλεμος Thuc.; τ. ἐλπίδες fleeting hopes, Pind.
B. adv.,
1. regul. form τᾰχέως, quickly, Il., Attic
2. the adv. is also expressed by periphrasis, διὰ ταχέων in haste, Thuc., etc.; ἐκ ταχείας Soph.; cf. τάχος II.
3. neut. ταχύ as adv., Soph., etc.; more often τάχα (q.v.).
C. Degrees of Comparison:
I. comp.:
1. regul. form τᾰχύτερος, η, ον, Hdt.
2. θάσσων, neut. θᾶσσον, gen. ονος, new attic θάττων, neut. θᾶττον, Hom., attic:—neut. as adv., Hom., etc.; θᾶσσον ἂν κλύοιμι sooner, i. e. rather, would I hear, Soph.; θᾶσσον also, like Lat. ocius, often stands for the Positive, οὐ θᾶσσον οἴσεις; i. e. make haste and bring, Soph.; ὅ τι θᾶσσον, like ὅ τι τάχιστα, Theocr.; ἐπειδὰν θ. Plat.
3. the form ταχίων [ῑ], neut. ιον, is rare in good Attic
II. the regular Sup. ταχύτατος, is rare, Pind.; ταχύτατα as adv., Xen.
2. the usual form is τάχιστος, η, ον, mostly in neut. pl. τάχιστα as adv., ὅττι τάχιστα as soon as possible, Lat. quam celerrime, Il.; attic ὅ τι τάχιστα Soph., etc.:—so, ὅσον τ. Aesch.; ὡς τ. Hdt., attic; ὅπως τ. Aesch., etc.:—these are ellipt. phrases, for ὡς δυνατὸν τ. Hdt.; ὡς or ᾗ ἂν δύνωμαι τ. Xen., etc.:—also after Particles of time, like Lat. quum primum, ἐπεί (ionic ἐπεί τἐ τάχιστα Hdt., attic; ἐπειδὴ τ. Plat., etc.; ἐπεάν or ἐπήν, ἐπάν, ἐπειδὰν τ. Hdt., etc.; ὅταν τ. Xen.
3. often also in Prose, τὴν ταχίστην (sc. ὁδόν), as adv. by the quickest way, i. e. most quickly, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ταχύς: {takhús}
Meaning: schnell, geschwind (seit Il.).
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. ταχύπωλος mit schnellen Rossen (Il., Theok.). Adv. τάχα schnell, leicht, vielleicht (seit Il.; Schwyzer 622), auch -έως schnell (Ψ 365, Hes. Th. u.a.) mit -εωστί ib. (Pherekr.; wie νεωστί u.a.). Komp. θάσσων, -ττ-, Adv. θᾶσσον, -ττ-, Sup. τάχιστος, Adv. -α (seit Il.). Auch ταχύτερος, -τερον (ion., Arist. u.a.), -τατος, -τατα (Pi. u.a.), -ίων, -ιον (Hp. Mul., hell. u. sp. Prosa).
Derivative: Davon 1. τάχος (für *τῆχος? s. u.) n. ‘Schnel- ligkeit, Geschwindigkeit’, oft adverbiell (seit Il.). 2. ταχυτής, dor. -τάς f. ib. (seit Ψ 740; zur Oxytonierung Schwyzer 382); Versuch einer semantischen Differenzierung zw. τάχος und ταχυτής bei Chantraine Form. 418; vgl. noch Porzig Satzinhalte 246 u. 248. 3. ταχινός = ταχύς (hell. u. sp.; nach ῥαδινός, θαμινός u.a.; nicht alter Stammwechsel mit Specht Ursprung 128) mit ταχίνης, dor. -νας m. Hase (lakon. nach Ael.), nach H. auch = ἔλαφος. 4. ταχύνω, auch m. ἐπι-, συν- u.a., beschleunigen, sich beeilen (ion. att.). 5. καταταχέω sich beeilen, schnell wohin gelangen, zuvorkommen (Plb., Pap. u.a.), Hypostase von κατὰ τάχος.
Etymology: Die obigen Formen gehen alle, den von Haus aus dehnstufigen Komp. ausgenommen, von ταχύς aus. Da die Etymologie unbekannt ist, bleibt auch die Beurteilung von von θάσσων schwierig. Eine an sich mögliche Grundform *θάγχι̯ων hat keinen Anhalt (vgl. unten zur Etymologie). Wegen des PN Τήχιππος (Eretria), der nach Bechtel (Hist. Personenn. 426, Dial. 3, 126) ein altes Nomen *τῆχος = τάχος enthalten soll, was aber sehr unsicher ist (vgl. Vollgraff Mnem. 56, 102 ff., der das Vorderglied zu θήγω anfeuern, anspornen ziehen will; lautlich schwierig), will Seiler Steigerungsformen 40 (zustimmend Fraenkel Gnomon 24, 80) θάσσων, θᾶσσον durch Angleichung an die Klangfarbe von ταχύς, τάχιστος (für *θήσσων) erklären. Für sekundäre Dehnung eines älteren kurzvokaligen θάσσον, θάσσων (so noch bei Hom.?) Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 124f. (Kl. Schr. 2, 1181 f.); vgl. noch Chantraine Gramm. hom. 1, 190 und Schwyzer 538 A. 4 m. älterer Lit. Ausführlich zur Komparation Seiler (s. ob.) 37 ff. — Etymologisch dunkel. Gegen die alte Zusammenstellung mit lit. déngti schnell laufen, eilen usw. s. Fraenkel s. deñgti. Neuer Versuch bei Lane Lang. 11, 191 f. (idg. t(h)engh-, t(h)n̥gh- ziehen, spannen in aw. θang-, aksl. tęgnǫti u.a.; WP. 1, 726f.); abzulehnen. Abzulehnen ebenfalls Pok. 250 (zu aind. daghnóti erreichen u.a. mit Bezzenberger BB 12, 241). Durch ταχύς wurde das sicher altererbte ὠκύς an die Seite gedrängt und lebte nur in der poet. Sprache weiter.
Page 2,861-862
Chinese
原文音譯:tacÚ 他虛
詞類次數:形,副(12)
原文字根:迅速的
字義溯源:即刻,輕易,速即,迅速地,趕緊,不久,快,快要,急忙;源自(ταχύς)*=快快的)
出現次數:總共(12);太(3);可(1);路(1);約(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 快(7) 太28:7; 路15:22; 啓2:16; 啓3:11; 啓22:7; 啓22:12; 啓22:20;
2) 急忙(2) 太28:8; 約11:29;
3) 快要(1) 啓11:14;
4) 輕易(1) 可9:39;
5) 趕緊(1) 太5:25
原文音譯:tacÚj 他虛士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:迅速的 相當於: (מַהֵר) (מְהֵרָה)
字義溯源:快快的*,迅速的;參讀 (ὀξύς)同義字
同源字:1) (τάχα)即刻 2) (ταχέως)短暫地 3) (ταχινός)簡短的 4) (ταχέως)更迅速地 5) (ταχέως)極快地 6) (τάχος)短暫的時間 7) (ταχύς)即刻 8) (ταχύς)快快的
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 快快(1) 雅1:19
English (Woodhouse)
hurried, quick, swift, quickly done, quickly finished
Mantoulidis Etymological
(=γρήγορος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: τάχα (=ἀμέσως), ταχέως, τάχος, τό (=γρηγοράδα), ταχύνω, ἐπιτάχυνσις, ταχυδρόμος, ταχύπους.
Translations
Afrikaans: vinnig; Andi: ххеххи; Arabic: سَرِيع; Egyptian Arabic: سريع; Armenian: արագ; Assyrian Neo-Aramaic: ܓ̰ܲܠܕܹܐ; Asturian: rápidu; Avar: хехаб; Azerbaijani: yeyin, çapıq, iti, sürətli; Bashkir: тиҙ, шәп; Basque: azkar; Belarusian: хуткі, быстры; Bulgarian: бърз; Burmese: မြန်; Buryat: хурдан; Catalan: ràpid, veloç; Chechen: сиха; Chinese Cantonese: 快; Mandarin: 快; Czech: rychlý; Danish: hurtig; Dutch: snel, vlug, rap, kwiek, gezwind; Esperanto: rapida; Even: хинма; Evenki: хима, химамэ; Faroese: skjótur; Finnish: nopea; French: rapide; Galician: rápido; Georgian: სწრაფი, ჩქარი, ცქვიტი, მარდი; German: schnell, geschwind, pfeilschnell, pfeilgeschwind, behend, flink; Alemannic German: gaach, trawig, schnëll, gschwind, gleitig, hurtig, gnoot; Greek: γρήγορος, ταχύς; Ancient Greek: ταχύς, θοός; Greenlandic: sukkavoq; Guaraní: pya'e; Hebrew: מהיר; Higaonon: madali; Hindi: तेज़, तीव्र; Hungarian: gyors, sebes; Icelandic: hraður, hraðskreiður, skjótur, snöggur, kvikur, fljótur, ör; Ido: rapida; Indonesian: cepat; Ingush: сиха; Irish: luath, mear; Italian: veloce, rapido, rapida; Japanese: 速い; Kabardian: псынщӏэ; Kalmyk: хурдн; Khmer: លឿន, ឆាប់; Korean: 빠르다; Kurdish Central Kurdish: خێرا; Northern Kurdish: lezgîn, zû, bilez; Laboya: yayarri, ngattana, ngingata, payarta, geha, giggara; Ladino: presto, prestozo; Lao: ເລວ, ໄວ, ຮັນ; Latin: celer, celox, velox, rapidus; Latvian: ātrs, ašs, straujš, knašs, žigls, nasks; Lithuanian: greitas, greita; Low German: snell, swind, swinn, dallig; Luxembourgish: séier; Macedonian: брз; Malay: laju; Manchu: ᡥᡡᡩᡠᠨ; Maori: tere; Mongolian: хурдан; Nepali: तेज, छिटो, द्रुत, तीव्र; Norman: rapide, vite; Norwegian: rask, kjapp; Bokmål: hurtiggående; Occitan: rapid, velòç; Old English: hræd; Persian: تند, فرز, تیز; Plautdietsch: schwind, flinkj, flott; Polish: szybki, prędki, błyskawiczny, bystry, chyży; Portuguese: rápido, veloz; Romanian: rapid, iute, grăbit, repede; Russian: быстрый, скорый, скоростной; Sanskrit: आशु, रघु, जव, ऋज्र; Scottish Gaelic: luath; Serbo-Croatian Croatian: бр̑з; Roman: bȓz; Slovak: rýchly; Slovene: híter; Spanish: rápido; Swabian: schleunig, dapferle; Swahili: haraka; Swedish: snabb, kvick; Tagalog: mabilis; Tajik: тез, зуд, тунд; Tamil: வேகமான; Telugu: త్వరగా; Thai: เร็ว; Tibetan: མགྱོགས་པོ; Tok Pisin: kwik; Turkish: hızlı; Tuvan: дүрген; Ukrainian: швидкий, прудкий, бистрий; Urdu: تیز; Vietnamese: mau, nhanh, lẹ, chóng; Volapük: vifik, sagitavifik; Welsh: buan, cyflym, clau; White Hmong: ceev; Yiddish: גיך, פֿלינק; Zazaki: pêt