χρηστός

From LSJ
Revision as of 11:50, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστός Medium diacritics: χρηστός Low diacritics: χρηστός Capitals: ΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: chrēstós Transliteration B: chrēstos Transliteration C: christos Beta Code: xrhsto/s

English (LSJ)

χρηστή, χρηστόν, (χράομαι) of things,
A like χρήσιμος, useful, good of its kind, serviceable, [τόξα] χρηστὰ οὐδέν Hdt.3.78; ἀτραπὸς οὐδὲν χ. τισι Id.7.215; χρηστὰ ἐπίπλοα Id.1.94; (γῆ) E.Hec.594; οἰκία, opp. μοχθηρά, Pl.Grg.504a; ἡ χρηστὴ μέλιττα, opp. οἱ κηφῆνες, Arist.HA 624b23: freq. of wholesome food, μελίτωμα Batr.39; ποτόν, σῖτος, Pl.R.438a; περὶ τὸ σῶμα Pl.Prt.313d: c. gen., for a thing, νεύρων for the sinews, Ael.NA14.21; ῥάφανος Alex.15.8; ὄψον Antiph.242, etc. (but pleasant to taste, nice, Thphr. Char.2.10): generally, πολιτεία Isoc.12.135; βίος Aeschin.1.179; of victims and omens, auspicious, ἱρά, σφάγια, Hdt.5.44, 9.61,62; τελευτὴ χρηστή = a happy end or issue, Id.7.157; εἰ . . τοῦτό γε δοκέει ὑμῖν εἶναι χρηστόν Id.5.92.ά: pl., τὰ χρηστά, as substantive, benefits, kindnesses, Id.1.41, 42; χρηστὰ φέρειν Id.4.139; χρηστόν τι συμβουλεύειν, χρηστὰ ἐπιτηδεύειν, Ar.Nu.793, Antipho 3.3.9; χρηστὰ λέγειν, χρηστὰ πράττειν, etc., Men. 725,787, etc.: but τὰ χρηστά also, happy event, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά A.Pers. 228 (troch.); prosperity, success, τὰ χρηστά δ' αὔθ' ἕκαστ' ἔχει φίλους E.Hec.1227.
2 in moral sense, opp. κακός, Eup. in PSI11.1213.2; opp. πονηρός, Pl.Prt.313d; τὸ χρηστόν, opp. τὸ αἰσχρόν, S.Ph. 476; χρηστός, opp. λυπρός, E.Med.601: but λῦπαι χρησταί = pains with a beneficial result / if working for good, Pl.Grg.499e.
3 good for its purpose, effective (even for evil), τραῦμα, δῆγμα, Luc.Symp.44, Alex.55.
4 Gramm., in use, current, ποιηταῖς χρηστά Eust.215.8.
II of persons, good, especially in war, valiant, true, Hdt.5.109, 6.13, S.Ph.437, etc.: generally, good, honest, worthy, Id.OT610; οἰκέται X.Oec.9.5; of women, ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή· Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν Eub. 117.11, cf. Men.Mon.634; of good citizens, useful, deserving, D.20.7: c. acc. cogn., ἃ χρηστοὶ ἐγένεσθε Th.3.64; χ. περὶ τὴν πόλιν γεγενημένος Lys.14.31; χ. καὶ φιλόπολις Ar.Pl.900; collectively, ὀλίγον τὸ χ. Id.Ra.783; but also ironically, ὁ χ. οὑτοσί Id.Nu. 8; οἱ χ. πρέσβεις οὗτοι D.18.30, cf. 89; ἐκλελάκτικεν ὁ χ. ἡμῖν μοιχός Men.16.
b freq. on Epitaphs, IG3.3149,3155, al.
c c. inf., ὅσοι προβατεύειν χ. Him.Or.14.32.
2 οἱ χρηστοί, like οἱ ἀγαθοί, those of good family, X.Ath.1.4,6.
3 of the gods, propitious, merciful, bestowing health or bestowing wealth, θεῶν χρηστῶν ἥκειν εὖ Hdt.8.111, cf. M.Ant.9.11.
4 of men, good, kindly, δούλῳ . . χ. γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς Antiph.265; ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν Men.Mon.556, cf. Philem.227; ὁ χ., ὡς ἔοικε, καὶ χρηστοὺς ποιεῖ Men.203b, cf. Plu.Phoc.10; χ. περί τινα D.59.2; ἐπί τινας Ev.Luc.6.35; εἰς ἀλλήλους Ep.Eph.4.32.
b sometimes simple, silly, like εὐήθης, χρηστὸς εἶ ὅτι ἡγῇ... you're a nice fellow, to think that... Pl.Phdr.264b, cf. Tht.161a; ὦ χρηστέ D.18.318.
5 of a man, strong, able in body for sexual intercourse, = γυναικὶ χρῆσθαι δυνάμενος, Hp.Genit.2.
6 of the dead, whence χρηστὸν ποιεῖν = ἀποκτιννύναι, in a treaty between the Spartans and Tegea, Arist.Fr. 592.
III Adv. χρηστῶς = well, properly, suitably, Hdt.4.117, Hp.Art.32; χ. ἔχειν Ar.Ec.219; σκευάσαι χρηστῶς τοὖψον Alex.149.6.: ironically, χρηστῶς τὴν πατρίδα ἐπετρόπευσας Hdt.3.36.

German (Pape)

[Seite 1376] adj. verb. von χράομαι, 1) brauchbar, nützlich, tauglich, Her., übh. gut in seiner Art, seiner Bestimmung entsprechend, τινί, bequem wozu zu gebrauchen, 7, 215; τὰ χρηστά, nützliche Dienste, Wohlthaten, ἔς τινα, 1, 41. 42; übh. gut, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά Aesch. Pers. 224; Soph. öfter, z. B. φρένες χρησταί, γνώμας ἔχων χρηστάς, Ant. 299. 632; oft bei Eur.; χρηστόν τι πράττων Ar. Plut. 341; Gegensatz von μοχθηρός, z. B. οἰκία Plat. Gorg. 504 b; ὅ τι χρηστὸν ἢ πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα Prot. 313 d, u. sonst; – heil- oder glückbringend, θεοί Her. 8, 111; dah. auch τελευτὴ χρηστή, ein glückliches Ende, 8, 157; von Opfern u. Vorbedeutungen, Glück verheißend, ἱρά, σφάγια χρηστά, 5, 44. 9, 61. 62; – heilsam für Etwas, τινός, z. B. χρηστὰ τῶν νεύρων, heilsam für die Sehnen, Ael. – Bei den Gramm. = gebräuchlich, üblich, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 360. – 2) vom Menschen gut, brav, bieder; Gegensatz von πονηρός Soph. Phil. 435, wo der Nebenbegriff »tapfer« ist; von κακός O. R. 610 Ant. 516; ὁ ἐσθλὸς χρηστός ἐστ' ἀεί Eur. Hec. 598; treu-, gutherzig, einfach, Plat. öfter; einfältig, im guten u. im schlimmen Sinne, dumm, gemein, wie εὐήθης, Plat. Theaet. 161 a, öfter, u. Folgde. – Wie χρήσιμος von Staatsbürgern = um den Staat verdient, verdienstvoll, Dem. Lpt. 7; – οἱ χρηστοί, die ersten, vornehmsten Familien im Staate, optimates. – Vom Manne = tüchtig zum Beischlaf, od. der eine Frau gebrauchen kann, Hippocr. – Adv., χρηστῶς ἔχειν Ar. Eccl. 219.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
I. dont on peut se servir, p. suite :
1 de bonne qualité;
2 au mor. honnête, honorable, brave, vertueux : τὰ χρηστά ATT les choses bonnes, honorables;
3 noble ; οἱ χρηστοί XÉN les principaux citoyens, les grands;
4 heureux : χρηστὴ τελευτή HDT fin heureuse ; τὰ χρηστά ESCHL événements heureux;
5 bénin : τραῦμα LUC une blessure légère, bénigne ; δῆγμα LUC morsure légère;
II. qui rend service :
1 bon, dévoué, serviable, obligeant, empressé : τινι, περί τινα, à l'égard de qqn ; particul. bon citoyen, citoyen utile ; ironiq. débonnaire, simple, crédule, niais ; en apostrophe : ὦ χρηστέ DÉM mon bon !;
2 bienfaisant, secourable ; τὰ χρηστά ἔς τινα HDT les bienfaits à l'égard de qqn ; χρηστὰ τῶν νεύρων ÉL remèdes bons pour les nerfs ; χρηστοὶ θεοί HDT dieux secourables ; ἱρὰ χρηστά HDT sacrifices favorables, qui portent bonheur.
Étymologie: adj. verb. de χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρηστός: [adj. verb. к χράομαι I]
1 хороший, отличный (γῆ Eur.; ποτόν, σῖτος Plat.);
2 добрый, благожелательный, благосклонный (θεοί Her.; δεσπότης Men.): χρηστὰ χρηστοῖσι ἔς τινα ἀμείβεσθαι Her. отплатить кому-л. добром за добро; χρηστόν τι συμβουλεύειν Arph. дать добрый совет;
3 счастливый, благоприятный, успешный (ἱρά, τελευτή Her.): ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά! Aesch. да будет же счастлив исход!; τὰ χρηστὰ ἔχει φίλους Eur. где счастье, там друзья;
4 порядочный, честный (βίος Aeschin.): χ. καὶ φιλόπολις Arph. честный патриот; ὀλίγον τὸ χρηστόν ἐστιν собир. Arph. порядочных людей (в Афинах) мало;
5 кроткий, покорный: ἀρνεῖσθαι χρηστὸν εἶναι Her. отказывать в повиновении;
6 благоустроенный, упорядоченный (πολιτεία Isocr.; οἰκία Plat.);
7 полезный, благотворный πρὸς τὴν ψυχήν Plat.; αἱ μὲν χρησταί εἰσιν λῦπαι, αἱ δὲ πονηραί Plat.: χ. περὶ τὴν πόλιν γεγενημένος Lys. оказавший услуги государству; χρηστὰ μέλιττα Arst. пчела-работница;
8 знатный, именитый: οἱ χρηστοί Xen. родовитые люди, аристократия;
9 ирон. простоватый, недалекий Arph., Dem., Men.: φιλόλογός γ᾽ εἶ ἀτεχνῶς καὶ χ. Plat. охотник до споров ты большой, но и простак тоже;
10 изрядный, сильный (δῆγμα Luc.; χρηστὸν καὶ βαθὺ τραῦμα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρηστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χράομαι· - ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ χρήσιμος, ὁ χρησιμεύων εἴς τι, ὠφέλιμος, τινι Ἡρόδ. 7. 215., 3. 78· χρ. ἐπίπλοα ὁ αὐτ. 1. 94· γῆ Εὐρ. Ἑκ. 594· αἱ χρ. μέλιτται, ἀντίθετον τῷ οἱ κηφῆνες, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 21· - συχνάκις ἐπὶ καλῆς ἢ ὑγιεινῆς τροφῆς, μελίτωμα Βατραχομ. 39· ποτόν, σῖτος Πλάτ. Πολ. 438Α· χρηστή ... ῥάφανος Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 8· ὄψον Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 28· κτλ.· - καθόλου, πολιτεία Ἰσοκρ. 260D· βίος Αἰσχίνης 25. 32· ἐπὶ θυμάτων καὶ οἰωνῶν, προμηνύων ἀγαθόν, αἴσιος, εὔτυχής, ἱρά, σφάγια Ἡρόδ. 5. 44., 9. 61, 62· τελευτὴ χρηστή, εὐτυχὲς τέλος, ὁ αὐτ. 7. 157· εἰ ... τοῦτό γε δοκέειμ ἡμῖν εἶναι χρηστὸν ὁ αὐτ. 5. 92, 1· - τὰ χρηστά, ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτ. 1. 41, 42· χρηστὰ φέρειν ὁ αὐτ. 4. 139· χρηστὰ συμβουλεύειν, ἐπιτηδεύειν Ἀριστοφ. Νεφ. 793, Ἀντιφῶν 123. 23· χρηστὰ λέγειν, πράττειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 186, 246, κλπ.· ἀλλά, τὰ χρηστά, ὡσαύτως, = εὐτυχὲς ἀποτέλεσμα, εὐχάριστον τέλος, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά Αἰσχύλ. Πέρσ. 228· ὡσαύτως, res secundae, Εὐριπ. Ἑκάβ. 1227. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀντίθετον τῷ μοχθηρός, πονηρός, Πλάτ. Γοργ. 504Α, Πρωταγ. 313D· τὸ χρηστόν, ἀντίθετον τῷ τὸ αἰσχρόν, Σοφ. Φιλ. 476· χρηστός, ἀντίθετον τῷ λυπρός, Εὐρ. Μήδ. 601· - ἀλλά, λῦπαι χρησταὶ, αἱ ἔχουσαι καλὸν ἀποτέλεσμα, Πλάτ. Γοργ. 499Ε. 3) καλός, ὑγιεινός, ὠφέλιμος, τῶν νεύρων, διὰ τοὺς τένοντας, ὡς το ἀγαθός, Αἰλ. π. Ζ. 14. 21. 4) καλὸς εἰς τὸ ἔργον του, ἀποτελεσματικὸς (ἔτι καὶ πρὸς κακόν), τραῦμα, δῆγμα Λουκ. Λαπίθ. 44, Ἀλέξανδρ. 55. 5) παρὰ τοις γραμματ., ὁ ἐν χρήσει ὤν, συνήθης, Schäf. Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 360, πρβλ. 21. 8. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀγαθός, ἱκανός, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ἀνδρεῖος, γενναῖος, Ἡρόδ. 5. 109., 6. 13, Σοφ. Φιλ. 437, κλπ.· καθόλου, καλός, τίμιος, ἀξιόπιστος, Σοφ. Ο. Τ. 610· οἰκέται Ξεν. Οἰκ. 9. 5· ἐπὶ γυναικῶν, ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή, Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστὴν Εὔβουλος ἐν «Χρυσίλλῃ» 1. 10, κἑξ.· πρβλ. Μενάνδρου Μονόστ. 634· - ὡσαύτως ὡς τὸ χρήσιμος, ἐπὶ ἀγαθῶν, χρησίμων πολιτῶν, πιστὸς καὶ ἐπρωφελὴς τῇ πατρίδι, Θουκ. 3. 64, Δημ. 459. 10· χρ. περὶ πόλιν Λυσί. 142. 34· χρ. καὶ διλόπολις Ἀριστοφ. Πλ 900· περιληπτικῶς, ὀλίγον τὸ χρ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 783· - εἰρωνικῶς, οἱ χρ. πρέσβεις οὕτοι Δημ. 235. 23· - χρηστὴ μέλιττα, ἡ ἐργάτις, ἡ ἐργατικὴ μέλισσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 21· - συχνάκις ἐπὶ ἐπιταφίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 968, κ. ἀλλ.· - χρηστὸς πρός τι αὐτόθι 6324. 2) οἱ χρηστοί, ὡς οἱ ἀγαθοί, οἱ ἐκ καλῆς οἰκογενείας, εὐπατρίδαι, λατ. optimates, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 4 κἑξ.· πρβλ. ἀγαθός Ι. 1. 3) ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀγαθός, εὔνους, εὐμενής, ἐλεήμων, οἰκτίρμων, ἐπιδαψιλεύων ὑγείαν ἢ πλοῦτον, χρηστῶν θεῶν ἥκειν εὖ Ἡρόδ. 8. 111. 4) ἐπὶ ἀνθώπων, ἀγαθός, πρᾶος, ἤπιος, δούλῳ ... χρ. γενόμεός ἐστι δεσπότης πατρὶς Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 50· ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν Μενάνδρου Μονόστ. 556, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63b· ὁ χρηστός, ὡς ἔοικε, καὶ χρηστοὺς ποιεῖ Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 3, πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 10, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. δ΄, 32· ἐντεῦθεν, β) ἐνίοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀνόητος, μωρός, ὡς τὸ εὐήθης· ὁ χρ. οὑτοσί, εἰρωνικῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 8· χρηστὸς εἶ ὅτι ἡγεῖ.., ἔξυπνος εἶσαι νὰ νομίζῃς ὅτι.., Πλάτων ἐν Φαίδρῳ 264Β, πρβλ. Θεαίτ. 161Α· ὦ χρηστὲ Δημ. 330, 27, πρβλ. 255. 13· ἐκλελάκτικεν ὁ χρ. ἡμῖν μοιχὸς Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10 (ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ἀντάλλαγον) ἴδε ἡδὺς ΙΙ, γλυκὺς 2. 2) ἐπὶ ἀνδρός, ἰσχυρὸς τὸ σῶμα, ἔχων σωματικὰς δυνάμεις ἱκανὰς πρὸς συνουσίαν, = γυναικὶ χρῆσθαι δυνάμενος, Ἱππ. 232 ἴδε Foës. Oec. -Πρβλ. χράω (Γ) Γ. ΙΙΙ. 2. καὶ χρῆσις. 6) κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπ. 550), οἱ Ἀρκάδες καὶ Σπαρτιᾶται ἐχρῶντο τῇ φράσει χρηστὸν ποιεῖν = ἀποκτείνειν· πρβλ. μάκαρ ΙΙΙ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. χρηστῶς, καλῶς, προσηκόντως, Ἡρόδ. 4. 117, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830· εἰρωνικῶς, χρ. ἐπετρόπευσας τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· χρ. ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 219· τὸν ὀψοποιὸν σκευάσαι χρηστῶς μόνον δεῖ τοὖψον Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 6.

English (Strong)

from χράομαι; employed, i.e. (by implication) useful (in manner or morals): better, easy, good(-ness), gracious, kind.

English (Thayer)

χρηστη, χρηστόν (χράομαι), from Herodotus down, the Sept. for טוב;
1. properly, fit for use, useful; virtuous, good: ἤθη χρηστά, Treg. χρηστά (but cf. Buttmann, 11)), see ἦθος, 2).
2. manageable, i. e. mild, pleasant (opposed to harsh, hard, sharp, bitter): of things, χρηστότερός οἶνος, pleasanter, T Tr text χρηστός; so WH in brackets) (of wine also in Plutarch, mor., p. 240d. (i. e. Lacaen. apophtheg. (Gorgias 2); p. 1073a. (i. e. de com. notit. 28)); of food and drink, Plato, de rep. 4, p. 438a.; σῦκα, the Sept. ὁ ζυγός (opposed to burdensome), A. V. easy); of persons, kind, benevolent: of God, A. V. gracious) from τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ equivalent to ἡ χρηστότης (Winer's Grammar, § 34,2), εἰς τινα toward one, ἐπί τινα, A. V. kind).

Greek Monolingual

-ή, -ό / χρηστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρειστός, -ή, -όν, Α
αυτός που είναι σύμφωνος με τους κανόνες του ορθού και του πρέποντος, ενάρετος, ηθικός, τίμιος
νεοελλ.
φρ. «χρηστά ήθη»
(νομ.) το σύνολο τών βάσει του νόμου αξιόλογων θεμιτών τρόπων συμπεριφοράς του μέσου κοινωνικού ανθρώπου
αρχ.
1. (για πράγμ.) χρήσιμος, ωφέλιμος
2. (για τρόφιμα) α) υγιεινός
β) ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος
3. (για θύματα και οιωνούς) αυτός που προμηνύει ευτυχία, αίσιος
4. αυτός που φέρει αποτέλεσμα, είτε θετικό είτε αρνητικό («ὡς φιλήσω... δήγματι χρηστῷ χωλὴν αὐτῷ ἐποίησα τὴν χεῖρα», Λουκιαν.)
5. ιαματικός
6. (για πρόσ.) α) (κυρίως σχετικά με πολεμική δραστηριότητα) ανδρείος, γενναίος
β) επωφελής για την πατρίδα του
γ) πράος, ήπιος
δ) ευγενικός
ε) (με αρνητική σημ.) ευήθης, ανόητος
στ) (κατ' ευφημ.) νεκρός
7. (για θεό) φιλεύσπλαγχνος, ελεήμων
8. (για άνδρα) ικανός για ερωτική συνεύρεση
9. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιείται
10. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρηστοί
α) αυτοί που έχουν ευγενική καταγωγή, ευπατρίδες
β) (κατά τον Ησύχ.) «καταδεδικασμένοι»
11. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστά
α) ευχάριστο τέλος, ευτυχής έκβαση
β) συνεκδ. ευτυχία
12. φρ. α) «λῡπαι χρησταί» — λυπηρά γεγονότα που έχουν θετικό αποτέλεσμα (Πλάτ.)
β) «ποιεῖν χρηστόν» — φονεύω (Αριστοτ.)
γ) «ἡ χρηστὴ μέλιττα» — η εργάτρια, σε αντιδιαστολή προς τον κηφήνα (Αριστοτ.).
επίρρ...
χρηστώς / χρηστῶς, ΝΜΑ, και χρηστά Ν
με χρηστό τρόπο
αρχ.
όπως πρέπει, με ορθό τρόπο («καὶ διοικεῖ τὰ πάντα χρηστῶς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ., και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί» εξελίχθηκε στη σημ. «άριστος, γενναίος», ενώ για τη σημ. «σκοτώνω» βλ. λ. χρή].

Greek Monotonic

χρηστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χράομαι, όπως χρήσιμος·
I. 1. χρήσιμος, καλός στο είδος του, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για θύματα και οιωνούς, αυτός που προμηνύει αγαθά, αίσιος, σε Ηρόδ.· τελευτὴ χρηστή, καλό τέλος ή έκβαση, στον ίδ.· τὰ χρηστά, ως ουσ., καλές υπηρεσίες, αγαθά, ευχαριστίες, στον ίδ.· χρηστὰ συμβουλεύειν, σε Αριστοφ.
2. λέγεται με ηθική έννοια, ηθικός, αντίθ. προς το μοχθηρός, σε Πλάτ.· τὸ χρηστόν, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν, σε Σοφ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, καλός, αγαθός και ικανός, ανδρείος, γενναίος· γενικά, καλός, τίμιος, άξιος, αξιόπιστος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, όπως το χρήσιμος, λέγεται για καλούς πολίτες, χρήσιμος, επωφελής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. οἱ χρηστοί όπως οἱ ἀγαθοί, Λατ. optimates, σε Ξεν.
3. χρησιμ. για τους θεούς, ευμενής, ελεήμων, σε Ηρόδ.
4. αγαθός, πράος, ήπιος, καλός, σε Καινή Διαθήκη· με αρνητική σημασία, ανόητος, μωρός, όπως το εὐήθης, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ὦ χρηστέ, σε Δημ.
III. επίρρ. χρηστῶς, καλώς, δεόντως, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χρηστός, ή, όν verb. adj. of χράομαι like χρήσιμος
I. useful, good of its kind, serviceable, τινι Hdt., Eur.; of victims and omens, boding good, auspicious, Hdt.; τελευτὴ χρηστή a happy end or issue, Hdt.:— τὰ χρηστά, as substantive, good services, benefits, kindnesses, Hdt.; χρηστὰ συμβουλεύειν Ar.
2. in moral sense, good, opp. to μοχθηρός, Plat.; τὸ χρηστόν, opp. to τὸ αἰσχρόν, Soph.
II. of men, good, a good man and true; generally, good, honest, worthy, trusty, Hdt., Soph., etc.;—also like χρήσιμος, of good citizens, useful, deserving, Ar., Thuc., etc.
2. οἱ χρηστοί, like οἱ ἀγαθοί, Lat. optimates, Xen.
3. of the gods, kind, propitious, Hdt.
4. good, mild, kind, kindly, NTest.:—in bad sense, simple, silly, like εὐήθης, Ar., Plat.; ὦ χρηστέ Dem.
III. adv. χρηστῶς, well, properly, Hdt.

Chinese

原文音譯:CrhstÒj 赫雷士拖士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:用 相當於: (טָבַב‎ / טִבָּה‎ / טֹוב‎ / טֹובָה‎)
字義溯源:合用的,善,好,美好,容易的,有名聲的,恩,恩慈,慈惠,友愛的;源自(χράομαι)*=對待,供應)。參讀 (ἀγαθός / ἀγαθοεργός)的同義字
出現次數:總共(7);太(1);路(2);羅(1);林前(1);弗(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 恩慈(2) 羅2:4; 弗4:32;
2) 善(1) 林前15:33;
3) 美好的(1) 彼前2:3;
4) 恩(1) 路6:35;
5) 好(1) 路5:39;
6) 是容易的(1) 太11:30

English (Woodhouse)

beneficent, excellent, good, high-principled, honest, ironically, noble, respectable, useful, of character, of value, virtuous man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὠφέλιμος, καλός, γενναῖος). Ρημ. ἐπίθετο τοῦ χράομαι – χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

useful

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios or; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎