καθαιρέω

From LSJ
Revision as of 13:00, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιρέω Medium diacritics: καθαιρέω Low diacritics: καθαιρέω Capitals: ΚΑΘΑΙΡΕΩ
Transliteration A: kathairéō Transliteration B: kathaireō Transliteration C: kathaireo Beta Code: kaqaire/w

English (LSJ)

Ion. καταιρέω, Aeol. κατάγρημι, q.v.: A fut. -ήσω Il.11.453, etc.: fut. 2 καθελῶ APl.4.334 (Antiphil.): aor.2 καθεῖλον, inf. καθελεῖν: aor. 1 καθεῖλα LXX 3 Ki.19.14: Ion. pf. part. Pass. καταραιρημένος Hdt.2.172:—take down, καθείλομεν ἱστία Od. 9.149; κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il.24.268; καθαιρέω ἄχθος = take it down, i.e. off one's shoulders, Ar.Ra.10; κ. τὸ σημεῖον And.1.36; κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων some of them, X.HG5.4.8; κ. εἰκόνα ἐξ ἀκροπόλεως Lycurg.117; κ. τινά, from the cross, Plb.1.86.6, Ph.2.529:—Med., κατελέσθαι τὰ τόξα take down one's bow, Hdt.3.78; τοὺς ἱστούς Plb.1.61.1.
2 put down, close the eyes of the dead, ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Il.11.453; ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Od.24.296; χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν 11.426.
3 of sorcerers, bring down from the sky, σελήνην Ar.Nu.750, Pl.Grg. 513a.
4 κατά με πέδον γᾶς ἕλοι may earth swallow me! E.Supp.829 (lyr.).
II put down by force, destroy, ὅτε κέν μιν μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι Od.2.100, 19.145, cf. 3.238, etc.; μὴ καθέλοι μιν αἰών Pi.O.9.60; φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ A.Ag. 398(lyr.); μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε S.Aj.517, cf. E.El.878(lyr.), etc.; kill, slay, ταῦρον ib.1143, cf. Stesich.23, S.Tr.1063, Fr.205; ἐάν τις ἀποκτείνῃ… ἐν ὁδῷ καθελών Lexap.D.23.53:—Pass., of criminals, to be executed, Plu.Them.22.
2 put down, reduce, κ. Κῦρον καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.71, etc.; καθαιρεθῆναι, opp. ἀρθῆναι, D.2.8; esp. depose, dethrone, Hdt.1.124, etc.; κ. τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης remove it utterly from... Th.1.4, cf. POxy.1408.23 (iii A.D.); κ. ὕβριν τινός Hdt.9.27, LXX Za.9.6; ὄλβον S.Fr.646.4; ὑπερηφάνους Aristeas 263:—Pass., καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν bereft of sense, Plu.Per.38; καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος [Ἀρτέμιδος] Act.Ap.19.27.
3 raze to the ground, demolish, πόλεις Th.1.58, al., LXX Is.14.17; τείχη Pl. Mx.244c; τῶν τειχῶν a part of the walls, X.HG4.4.13:—Pass., Th. 5.39, etc.; καθῃρέθη… Οἰχαλία δορί S.Tr.478.
4 cancel, rescind, τὸ Μεγαρέων ψήφισμα Th.1.140, cf. 139, Plu.Per.29; ἔργον κ. λόγῳ Philem.140.
5 as law-term, condemn, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος a verdict of guilty, Lys.13.37: c. inf., ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ… λαβεῖν S. Ant.275; so prob. κατά με… Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν Id.OC1689 (lyr.), cf. E.Or.862; simply, decide, ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι D.H.7.36, 39; in book-keeping, ἃν καθαιρῶσιν αἱ ψῆφοι whatever the counters (or accounts) prove, prob. in D.18.227.
6 reduce, τῶν αὐξανομένων καὶ καθαιρουμένων γραμμῶν Arist.Ph.237b9; τοῦ ἀποστήματος πεφυκότος ἐπὶ πολὺ καθαιρεῖν τὰ μεγέθη Phld.Sign.9; of mild caustics, τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαιρεῖ (prob. for καθαίρει) Hp.Ulc.14, cf. Gal.11.756; τὸ σῶμα κ. διαίταις Plu.Ant.53: Rhet., minimize, Arist.Rh.1376a34.
III overpower, seize, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Od. 9.372; κ. τινά overtake, X.Cyr.4.3.16; κ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ catch in the act of folly, S.Ant.383 (anap.): c. gen. partis, κ. τῶν ὤτων seize by... Theoc.5.133:—Pass., κ. ὑπό τινος Hdt.6.29.
IV fetch down as a reward or prize, καθαιρεῖν ἀγῶνας Plu.Pomp.8: metaph., achieve, ἀγώνιον… εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63: fut. inf. καθαρεῖν, παστόν, μίτραν, Epigr. in Berl.Sitzb.1894.908 (Asia Minor):—Med., φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα E.Supp.749:—Pass., Hdt.7.50.
V less freq. like the simple αἱρεῖν, take and carry off, Id.6.41, cf.5.36 (Pass.). Cf. καθαίρω.

German (Pape)

[Seite 1279] (s. αἱρέω), ion. καταιρέω, herab-, herunternehmen; καθείλομεν ἱστία, wir nahmen die Segel herunter (zogen sie ein), Od. 9, 149; in tmesi, κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24, 268; τὸ ἄχθος, abnehmen, die Last, Ar. Ran. 10; τὸ σημεῖον Andoc. 1, 36, vgl. σημεῖον; – ὄσσε, ὀφθαλμοὺς καθελεῖν, die Augen des Verstorbenen herunter-, zudrücken, Il. 11, 453 Od. 24, 296, wofür auch in tmesi κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν gesagt ist, 11, 426. – Gew. mit Gewalt herunternehmen; herunterziehen, τὴν σελήνην, von Zauberinnen, Plat. Gorg. 513 a; vgl. Ar. Nubb. 740; τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ἐξ ἀκροπ όλεως καθελόντες καὶ συγχωνεύσαντες Lycurg. 117. Dah. niederreißen, niederstürzen, tödten; von Menschen, εἰς ὅτε κέν μιν Μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι, auf den Fall, daß die Möre ihn hinstreckt, Od. 2, 100; 3, 238; μὴ καθέλοι μιν αἰών Pind. Ol. 9, 60; φῶτ' ἄδικον Aesch. Ag. 387; μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε Soph. Ai. 511; γυνὴ μόνη με καθεῖλε φασγάνου δίχα Tr. 1052; Ἀθηναίο υς Thuc. 3, 13; im Gesetz bei Dem. 23, 53 dem ἀποκτεῖναι entsprechend; im Wettkampfe den Gegner niederwerfen, εἰ καθέλοι τοῦτο τὸ ῥῆμα ὥσπερ εὐδοκιμοῦντα ἀθλητήν Plat. Prot. 343 c; von Sachen, χρόνος καθαιρεῖ πάντα, vernichtet Alles, Aesch. Eum. 276; καθῃρέθη Οἰχαλία δορί Soph. Tr. 478; in Prosa, τείχη καθελόντες, zerstören, Plat. Menex. 244 c; herunterbringen, besiegen, Κῦρον καὶ τὴν τῶν Περσέων δύναμιν Her. 1, 71; ἐνεγράφησαν ἐν τοῖς τὸν βάρβαρον κατελοῦσι 8, 82; τὴν Εὐρυσθέως ὕβριν 9, 27; ἡ ἡγεμονία καταιρεθεῖσα, die gebrochene Obergewalt, 1, 46; δύναμις 4, 137; Thuc. öfter, τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης, ausrotten, 1, 4; καθαιρεθῆναι Φίλιππον Dem. 2, 8, im Gegensatz von ἤρθη; so καθ. τινὸς δυναστείαν Luc. Nigr. 23; – ψήφισμα, aufheben, den Beschluß, ihn vernichten, Thuc. 1, 140; Plut. Pericl. 29. 30, καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν, besinnungslos, 38; – ergreifen, nehmen, ναῦν, ein Schiff wegnehmen. Her. 6, 41; τὰ χρήματα καταιρέθη 5, 36; ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες Soph. Ant. 379, ihn dabei ertappen; πάλος καθαιρεῖ, das Loos trifft ihn, 275; τίνα ἀμήχανος συμφορὰ καθαιρεῖ Plat. Prot. 344 c; – ἀγῶνα, ἀγώνισμα, den Kampfpreis erringen, Plut. Pomp. 8; vgl. Her. 7, 50, 2; – verurtheilen, ψῆφος καθαιροῦσα, der σώζουσα entgeggstzt, Lys. 13, 37; τίνες λόγοι καθεῖλον ἡμᾶς Eur. Or. 860. – Med. für sich herab-, herunternehmen, τὰ τόξα Her. 3, 78; ἱστούς Pol. 1, 61, 1 u. Sp. – Ein fut. καθελῶ hat Antiphil. 15 (Plan. 334).

French (Bailly abrégé)

f. καθαιρήσω, postér. καθελῶ, ao.2 καθεῖλον;
I. faire descendre, baisser, abaisser : ἱστία OD caler des voiles ; ἀπὸ πασσαλόφι ζυγόν IL décrocher un joug du clou auquel il est suspendu ; ὄσσε IL, ὀφθαλμούς OD abaisser les paupières, fermer les yeux (d'un mort);
II. particul. avec idée d'efforts pénibles, de violence ou d'hostilité :
1 abattre, renverser;
2 abattre, tuer : τινα faire périr qqn ; fig. Κῦρον καὶ τὴν Πέρσεων δύναμιν HDT détrôner Cyrus et détruire la puissance des Perses ; τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης THC purger la mer des pirates ; ὕβριν τινός HDT abattre l'insolence de qqn;
3 en parl. de décisions légales, de décrets, de sentences : καθαιροῦσα ψῆφος LYS arrêt de condamnation (propr. vote qui jette à bas) ; κ. ψήφισμα THC abroger un décret ; ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ inf. SOPH le sort me condamne à;
4 amoindrir : τὸ σῶμα PLUT exténuer le corps, l'épuiser;
5 s'emparer de, mettre la main sur : τινά s'emparer de qqn ; χρήματα HDT enlever de l'argent ; ἀγῶνα PLAT emporter le prix d'un concours ; fig. μεγάλα πρήγματα HDT accomplir de grandes choses (propr. abattre de grandes besognes);
Moy. καθαιρέομαι, καθαιροῦμαι (f. καθαιρήσομαι, ao.2 καθειλόμην) abaisser pour soi : τὰ τόξα HDT décrocher son arc.
Étymologie: κατά, αἱρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αιρέω, Ion. καταιρέω neerhalen, naar beneden halen:. καθείλομεν ἱστία πάντα wij streken alle zeilen Od. 9.149; ὀφθαλμοὺς καθαιρεῖν de ogen (van de dode) toedoen Od. 24.296; κατά με πέδον γᾶς ἕλοι moge de grond mij verzwelgen Eur. Suppl. 829; τὴν σελήνην de maan omlaag trekken (van Thessalische heksen) Plat. Grg. 513a; μᾶλα καθελεῖν appels plukken Theocr. 3.11. neerhalen, afbreken:; τῶν τειχῶν een deel van de muren afbreken Xen. Hell. 4.4.13; vernietigen, uit de weg ruimen, een eind maken aan:; ἐλπίσας καταιρήσειν Κῦρον in de verwachting Cyrus te zullen vernietigen Hdt. 1.71.1; τὴν Εὐρυσθέος ὕβριν κατείλομεν wij hebben aan de overmoed van Eurystheus een eind gemaakt Hdt. 9.27.2; τὸ λῃστικόν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης hij maakte een eind aan de zeeroverij Thuc. 1.4; ψήφισμα een besluit vernietigen Thuc. 1.140.3; λογισμοὺς spitsvondigheden onderuithalen NT 2 Cor. 10.4; ook med.:; φόνῳ καθαιρεῖσθ᾽, οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα jullie ruimen de problemen uit de weg met moord, niet met rede Eur. Suppl. 749; uitbr.:; τὸ σῶμα λεπταῖς καθῄρει διαίταις zij liet haar lichaam door lichte maaltijden vermageren Plut. Ant. 53.5; ret. afzwakken:; περὶ δε τῶν συνθηκῶν... καθαιρεῖν inzake contracten (kan men argumenten gebruiken om hun belang) af te zwakken Aristot. Rh. 1376a 34; pass. beroofd worden van:. ὡς κατῃρημένου τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ in de veronderstelling dat hij het bewustzijn had verloren Plut. Per. 38.4; καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος αὐτῆς beroofd worden van haar luister NT Act. Ap. 19.27. grijpen, zich meester maken van, overmeesteren:; κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει slaap overmande hem Od. 9.372; τὴν δέ οἱ πέμπτην τῶν νεῶν κατεῖλον van het vijfde schip maakten zij zich meester Hdt. 6.41.2; τῶν ὤτων καθελοῖσα mij bij de oren grijpend Theocr. 5.133; pass.:; εἰ δὲ τὰ χρήματα καταιρεθείη als de schatten in beslag zouden worden genomen Hdt. 5.36.3; behalen:; μεγάλα γὰρ πρήγματα μεγάλοισι κινδύνοισι ἐθέλει καταιρέεσθαι grote resultaten worden doorgaans met grote risico’s behaald Hdt. 7.50.3; κ. ἀγῶνας prijzen behalen Plut. Pomp. 8.7; grijpen, betrappen:; ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες nu zij je op onbezonnenheid betrapt hebben Soph. Ant. 383; pass. met ptc.:; ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῦσα die werd betrapt op het uitvoeren van een begrafenisritueel Soph. Ant. 395; jur. veroordelen:. ἡ καθαιροῦσα ( ψῆφος ) stem voor veroordeling Lys. 13.37; κἀμὲ... πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν en het lot veroordeelt mij dit voorrecht te accepteren Soph. Ant. 275.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιρέω: ион. καταιρέω (fut. καθαιρήσω - поздн. καθελῶ, aor. 2 καθεῖλον, inf. καθελεῖν; aor. 2 pass. καθειλόμην)
1 снимать (ζυγὸν ἀπὸ πασσαλόφι Hom.; τινα ἀπὸ τοῦ ξύλου NT): τὰ τόξα κατελόμενος Her. сняв (схватив) свой лук; снимать (с неба), спускать (на землю) (τὴν σελήνην Arph., Plat., Plut.); снимать, спускать (вниз), сбрасывать долой (ἄχθος Arph.);
2 опускать, убирать, сворачивать (τὰ ἱστία Hom.; med. τοὺς ἱστούς Polyb.);
3 уменьшать, укорачивать (καθαιρουμένη γραμμή Arst.);
4 опускать, закрывать (ὄσσε θανόντι Hom.);
5 низвергать, разрушать, сносить (τείχη Plat.; τὰς πόλεις Thuc.; τὰς ἀποθήκας NT);
6 (тж. κ. ὑψόθεν Plut.) сокрушать (Κῦρον καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Her.);
7 опрокидывать, побеждать (ἀθλητήν Plat.);
8 подавлять, укрощать, смирять (τὴν Εὐρυσθέος ὕβριν Her.; τὴν μεγαλειότητά τινος NT);
9 свергать, низлагать (Ἀστυάγεα Her.; δυνάστας ἀπὸ θρόνων NT);
10 убивать, умерщвлять (τινα Hom., Soph.; ταῦρον Eur.; τὰ ἔθνη NT);
11 истреблять, изгонять (τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης Thuc.);
12 подвергать осуждению, приговаривать к наказанию, осуждать (τινα Eur.): καθαιροῦσα ψῆφος Lys. обвинительный камешек, т. е. голос (при баллотировке приговора);
13 осуждать, обрекать, вынуждать: ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν Soph. жребий заставляет меня принять на себя эту милую (ирон.) задачу;
14 отменять (ψήφισμα Thuc.);
15 ослаблять, подрывать (силу) (τὰς μαρτυρίας, τὰς συνθήκας Arst.);
16 изнурять, истощать (τὸ σῶμα λεπταῖς διαίταις Plut.);
17 схватывать (τινα Her.);
18 завладевать, захватывать (χρήματα, ναῦν Her.): κ. ἀγῶνα или ἀγώνισμα Plut. завоевать приз, выйти победителем из состязания;
19 достигать, осуществлять (μεγάλα πράγματα Her.): λόγῳ τὰ πράγματα καθαιρεῖσθαι Eur. решать (свои) вопросы путем переговоров, т. е. мирным путем.

English (Autenrieth)

fut. καθαιρήσουσι, aor. καθείλομεν, subj. καθέλῃσι, part. καθελοῦσα: take down, ἱστία, ζυγὸν ἀπὸ πασσαλόφι, ι 1, Il. 24.268; of closing the eyes of the dead, Il. 11.453, Od. 24.296; fig., μοῖρα θανάτοιο, bring low, overcome, Od. 2.100, Od. 3.238.

English (Slater)

κᾰθαιρέω
   a destroy ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.60) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως (P. 3.57)
   b seize, i. e. achieve ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63)

English (Strong)

from κατά and αἱρέομαι (including its alternate); to lower (or with violence) demolish (literally or figuratively): cast (pull, put, take) down, destroy.

English (Thayer)

καθαίρω; future καθελῶ (ἀφαιρέω, at the beginning)); 2nd aorist καθεῖλον (from the obsolete έ῾λω); present passive καθαιροῦμαι; from Homer down; the Sept. for הורִיד, to cause to go down; הָרַס, נָתַץ, פָּרַץ;
1. to take down: without the notion of violence, τινα, to detach from the cross one crucified, Polybius 1,86, 6; Philo in Flacc. § 10); τινα ἀπό τοῦ ξύλου, Sept. to throw down, cast down: τινα ἀπό θρόνου, to pull down, demolish: τάς ἀποθήκας, opposed to οἰκοδομεῖν, λογισμούς, the (subtle) reasonings (of opponents) likened to fortresses, equivalent to to refute, to destroy, ἔθνη, Thucydides 1,4; Aelian v. h. 2,25); τήν μεγαλειότητα τίνος, L T Tr WH) to the reading τῆς μεγαλειότητος αὐτῆς, it must be taken as a partitive genitive somewhat of her magnificence; cf. Buttmann, 158 (138) note (so Meyer; cf. Xenophon, Hell. 4,4, 13. Al. translate that she should even be deposed from her magnificence; cf. Winer's Grammar, § 30,6; Buttmann, § 132,5).

Greek Monotonic

καθαιρέω: Ιων. κατ-· μέλ. -ήσω, μέλ. βʹ καθελῶ, αόρ. βʹ καθεῖλον, απαρ. καθελεῖν — Παθ., αόρ. αʹ καθῃρέθην, παρακ. -ῄρημαι·
I. 1. κατεβάζω, καθείλομεν ἱστία, χαμηλώσαμε τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἄχθος, κατεβάζω, διώχνω βάρος, φορτίο, δηλ. από τους ώμους κάποιου, σε Αριστοφ. — Μέσ., καταιρεῖσθαι τὰ τόξα, αχρηστεύω το τόξο κάποιου, σε Ηρόδ.
2. κατεβάζω ή κλείνω τα μάτια νεκρού, σε Όμηρ.
3. λέγεται για μάγους, κατεβάζω απ' τον ουρανό, Λατ. caelo deducere, σελήνην, σε Αριστοφ., Πλάτ.
4. κατά με πέδον γᾶς ἕλοι (σε τμήση), μακάρι να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, σε Ευρ.
II. 1. καταλύω με τη βία, καταστρέφω, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· απλώς, σκοτώνω, σφαγιάζω, σε Ευρ.
2. με ηπιότερη σημασία, ελαττώνω, μειώνω, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· καταλύω, εκθρονίζω, σε Ηρόδ.· κ. τὸ λῃστικόν, εξαλείφω, εξαφανίζω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
3. κατεδαφίζω, καταστρέφω, γκρεμίζω, τὰς πόλεις, στον ίδ.· τῶν τειχῶν, μέρος των τειχών, σε Ξεν.
4. ακυρώνω, καταργώ, ανατρέπω, ανακαλώ, τὸ ψήφισμα, σε Θουκ.
5. ως Αττ. δικανικός όρος, καταδικάζω, σε Σοφ.
6. εξαθλιώνω, αποδυναμώνω, καταβάλλω, αδυνατίζω το σώμα, σε Πλούτ.
III. υπερισχύω, καταλαμβάνω, κυριεύω, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει (σε τμήση), σε Ομήρ. Οδ.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφόρω πάνω στην εκτέλεση μιας τρέλας, ενός παραλογισμού, σε Σοφ.· με γεν. του μέρους, κ. τῶν ὤτων, πάνω από τα αυτιά, σε Θεόκρ.
IV.λαμβάνω ως αμοιβή ή βραβείο, ως έπαθλο, καθαιρεῖν ἀγῶνα ή ἀγώνισμα, σε Πλούτ.· μεταφ., κατορθώνω, πετυχαίνω, σε Πίνδ.· ομοίως και σε Μέσ., φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ τὰ πράγματα, σε Ευρ.· σε Παθ., σε Ηρόδ.
V. σπανιότερα όπως το απλό αἱρέω, παίρνω και μεταφέρω, αρπάζω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιρέω: Ἰων. καταιρέω: μέλλ. -ήσω: μέλλ. β΄καθελῶ Ἀνθ. Πλαν. 334: ἀόρ. β΄ καθεῖλον, ἀπαρ. καθελεῖν: ἀόρ. α΄ παρὰ Βυζ. καθῄρησα καὶ καθῄρεσα. Καταβιβάζω, καθείλομεν ἱστία Ὀδ. Ι. 149· κάδ’ δ’ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον (ἐν τμήσει) Ἰλ. Ω. 268· καθαίρειν ἄχθος, καταβιβάζειν, δηλ. καταβιβάζειν αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὤμων τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 10· κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων, τινὰ ἐξ αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 8· ἐκεῖνον μὲν καθεῖλον, κατεβίβασαν ἐκ τοῦ σταυροῦ, Πολύβ. 1. 86, 6· - οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φθάνει τὰ τόξα κατελόμενος, προφθάνει καὶ καταβιβάζει τὰ τόξα (δηλ. ἐκ τοῦ μέρους ἔνθα ἐκρέμαντο), Ἡρόδ. 3. 78· τοὺς ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 1. 2) κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς νεκροῦ, ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Ἰλ. Λ. 453· ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Ὀδ. Ω. 296· οὕτω, χερσὶ κατ’ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν Λ. 426. 3) ἐπὶ μάγων, κατάγω, καταβιβάζω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Λατ. caelo deducere, σελήνην Ἀριστοφ. Νεφ. 750, Πλάτ. Γοργ. 513Α· καθ. εἰκόνα Λυκοῦργ. 164. 29. 4) κατὰ με πέδον γᾶς ἕλοι, «νἀνοίξ’ ἡ γῆ καὶ νὰ μὲ καταπιῇ», Εὐρ. Ἱκέτ. 829. ΙΙ. καταβάλλω, καταστρέφω, ὅτε κέν μιν Μοῖρ’ ὀλόη καθέλῃσι Ὀδ. Β. 100, Γ. 238, Τ. 145, κτλ.· μὴ καθέλοι μιν ἀιὼν Πινδ. Ο. 9. 90· φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 398· μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε Σοφ. Αἴ. 517, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 878, κτλ.· ἁπλῶς, ἀποκτείνω, φονεύω, ταῦρον αὐτόθι 1143, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1063. 2) καταλύω, ἐλπίσας (ὁ Κροῖσος) καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Ἡρόδ. 1, 71, πρβλ. 1. 4, 95., 2. 147, κτλ., πρβλ. Δημ. 20. 11, κτλ.· ἰδίως, ἐκβάλλω τῆς ἀρχῆς, ἐκθρονίζω, Ἡρόδ. 1. 124., 7. 8· τό τε λῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης, καὶ τὴν πειρατείαν ἠφάνιζεν ἐκ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 1. 4· κ. ὕβριν τινός, ὄλβον, τὸ ἀξίωμα Ἡρόδ. 9. 27, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Πλουτ. Θεμιστ. 22· καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν, ἑστερημένος, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 38. 3) κατεδαφίζω, τὰς πόλεις Θουκ. 1. 58, πρβλ. 2, 14., 5, 39· τῶν τειχῶν, μέρος τῶν τειχῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13· καθῃρέθη... Οἰχαλία δόρει Σοφ. Τρ. 478, κτλ. 4) ἐξαλείφω, ἀπαλείφω, καταργῶ, ἀκυρῶ, τὸ Μεγαρέων ψήφισμα Θουκ. 1. 140, πρβλ. 139, Πλουτ. Περικλ. 29· ἔργον κ. λόγῳ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 18. 5) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὄρος, καταδικάζω, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος, καταδικαστικὴ ψῆφος, Λυσ. 133. 12· μετ’ ἀπαρ., ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ... λαβεῖν Σοφ. Ἀντ. 275· καὶ οὕτω πιθαν., κατὰ με... Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1689, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 862· ἁπλῶς ἀποφασίζω, ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι Διον. Ἁλ. 7. 36, πρβλ. 39. 6) ἐλαττώνω, ὑποβιβάζω, μειῶ, ἀντίθετον τῷ αὔξω, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 20, πρβλ. Φυσ. 6. 6, 9· - ἐλαττώνω, καθιστῶ τι ἰσχνότερον, σῶμα κ. διαίταις Πλουτ. Ἀντών. 53· πρβλ. καθαίρεσις 2. ΙΙΙ. νικῶ, καταλαμβάνω, κυριεύω, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Ὀδ. Ι. 372· κατ. τινὰ Ἡρόδ. 6. 29, Ξεν.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνειν τινὰ ἐν τῇ ἐκτελέσει ἀφροσύνης, Σοφ. Ἀντ. 383· μετὰ γεν. τοῦ μέρους, κ. τῶν ὤτων, λαμβάνειν ἐκ τῶν ὤτων..., Θεόκρ. 5. 132· πρβλ. καθευρίσκω. IV. λαμβάνω ὡς ἀμοιβὴν ἢ βραβεῖον, καθαιρεῖν ἀγῶνα ἢ ἀγώνισμα Πλουτ. Πομπ. 8· μεταφ., κατορθώνω, ἀγώνιον... εὖχος ἔργῳ καθελὼν Πινδ. Ο. 10. 75· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φόνῳ καθαιρεῖσθ’, οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 749· ἐν τῷ Παθ., Ἡρόδ. 7. 50, § 2· πρβλ. αἱρέω ΙΙ. 3, συγκαθαιρέω. V. σπανιώτερον ὡς τὸ ἁπλοῦν αἱρεῖν, λαμβάνω καὶ ἀποκομίζω, ἁρπάζω, Ἡρόδ. 6. 41, πρβλ. 5. 36.

Middle Liddell

ionic κατ- fut. ήσω fut. 2 καθελῶ aor2 καθεῖλον inf. καθελεῖν Pass., aor1 καθῃρέθην perf. -ῄρημαι
I. to take down, καθείλομεν ἱστία we lowered sail, Od.; κ. ἄχθος to take a load down, i. e. off one's shoulders, Ar.:—Mid., καταιρεῖσθαι τὰ τόξα to take down one's bow, Hdt.
2. to put down or close the eyes of the dead, Hom.
3. of sorcerers, to bring down, Lat. caelo deducere, σελήνην Ar., Plat.
4. κατά με πέδον γᾶς ἕλοι (in tmesi) may earth swallow me! Eur.
II. to put down by force, destroy, Od., Trag.: simply to kill, slay, Eur.
2. in a milder sense, to put down, reduce, Hdt., Dem., etc.: to depose, dethrone, Hdt.; κ. τὸ λῃστικόν to remove it utterly, Thuc.
3. to rase to the ground, pull down, τὰς πόλεις Thuc.; τῶν τειχῶν a part of the walls, Xen.
4. to cancel, rescind, τὸ ψήφισμα Thuc.
5. as Attic law-term, to condemn, Soph.
6. to reduce in flesh, Plut.
III. to overpower, seize, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει (in tmesi) Od.; καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ to catch in the act of folly, Soph.: c. gen. partis, κ. τῶν ὤτων to seize by the ears, Theocr.
IV. to fetch down as a reward or prize, καθαιρεῖν ἀγῶνα or ἀγώνισμα Plut.: metaph. to achieve, Pind.; so in Mid., φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα Eur.; in Pass., Hdt.
V. more rarely like the simple αἱρέω, to take and carry off, seize, Hdt.

Chinese

原文音譯:kaqairšw 卡特-埃雷哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:向下-舉起 相當於: (יָרַד‎)
字義溯源:取下,取下來,下來,攻破,拆了,滅了,拆毀,銷滅,毀壞,毀滅;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (αἱρέομαι)取為己有 2) (καθαίρεσις)毀壞,拆除 3) (καθαιρέω)取下,拆毀
出現次數:總共(9);可(2);路(3);徒(3);林後(1)
譯字彙編
1) 取下來(3) 可15:46; 路23:53; 徒13:29;
2) 攻破(1) 林後10:5;
3) 他叫⋯下來(1) 路1:52;
4) 銷滅了(1) 徒19:27;
5) 既滅了(1) 徒13:19;
6) 我要拆了(1) 路12:18;
7) 取下(1) 可15:36