πύργος
English (LSJ)
ὁ,
A tower, esp. such as were attached to the walls of a city, Il.7.219, al., Hes.Sc.242, Hdt.3.74, al., Th.2.17, al., Plb.5.99.9, etc.: in plural, city walls or ramparts with their towers, Il.7.338, 437; in sg., ἧντ' ἐπὶ πύργῳ 3.153, cf. 22.447; πόλιος ἣν πέρι πύργος ὑψηλός Od.6.262; πέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν E.Hec.1209; πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Pl.Criti.116a.
b movable tower for storming towns, X.Cyr.6.1.53, 6.2.18; π. ὑπότροχοι Onos. 42.3.
c tower on the back of war-elephants, Arr.Tact.2.4.
d Ζανὸς πύργος, Pythag. name for the central fire of the universe, Arist. Fr.204.
2 metaph., tower of defence, τοῖος . . σφιν π. ἀπώλεο, of Ajax, Od.11.556; ἄνδρες πόλιος π. ἀρεύϊος Alc.Supp.1a.10; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει π. μέγαν E.Alc.311, cf. Med.390; ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρίς Trag.Adesp.392; θανάτων δ' ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστα a tower of defence from deaths, S.OT1201 (lyr.).
3 the part of a house (prob. a separate building) in which the women lived and worked, αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται D.47.56; esp. if unmarried, as Hero in her tower, Musae.32,187, cf. Philostr.Jun.Im.1; of the workman's hut of Timon the misanthrope (which also became his tomb, cf. Luc.Tim.42), Paus.1.30.4, cf. AP 7.402 (Antip.); outbuildings, esp. if used in industry, LXX Is.5.2, Mi.4.8, PStrassb.110.6 (iii B.C.), BGU1194.9 (ii B.C.), 650.8 (i A.D.), POxy.243.15 (i A.D.), Ev.Marc.12.1, Ev.Luc.14.28, PGiss.67.16 (ii A.D.), IG22.2776.65 (ii A.D.); π. ἐν ᾧ βαφεῖον καὶ ἕτερα χρηστήρια PLond.2.371.3 (i A.D.).
II part of an army drawn up in close order, column, Il.4.334,347.
2 at Teos, a division of the people, CIG3064,3081, al.
III dice-box, AP9.482.24 (Agath.); cf. Lat. pyrgus.
German (Pape)
[Seite 820] ein Wort mit unsrer Burg, Thurm; bes. die zur Vertheidigung auf der Stadtmauer angebrachten Mauerthürme, πόλιος, ἣν πέρι πύργος ὑψηλός, Od. 6, 262, u. öfter in der Il., die Ringmauer mit ihren Thürmen, im plur. Il. 7, 338. 436; ἄστεος, Pind. P. 5, 52; übh. jedes hochragende, thurmähnliche Gebäude, Il. 21, 526. 22, 447, vgl. 440; übh. Befestigungswerk, Schutzwehr, Bollwerk, vgl. Αἴας φέρων σάκος ἠΰτε πύργον, 11, 485. 17, 128; so heißt Aias selbst πύργος Ἀχαιοῖς, Od. 11, 556; Achilleus π. ἀϋτῆς, Theocr. 22, 220. – Oft bei Tragg. für Thurm, Mauer, z. B. Aesch. Spt. 33. 198, öfter; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; Soph. auch = Schutz, σμικροὶ μεγάλων χωρὶς σφαλερὸν πύργου ῥῦμα πέλονται, Ai. 159; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, Eur. Alc. 312; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστήσαντες, Plat. Critia. 116 a; ξύλινος, Thuc. 4, 90, u. A.; auch von einzelnen auf Rädern beweglichen, als Belagerungsmaschinen gebrauchten Thürmen. – Bei Dem. 47, 56 ein Hintergebäude mit einem Thurm oder Altan, in welchem das weibliche Gesinde ist; auch nach Schol. Ap. Rh. 3, 238 sind πύργοι = ὑψηλότεραι οἰκοδομαί, Zimmer im oberen Stockwerke. – Eine in geschlossenen Gliedern vorrückende Heeresabtheilung, ein Viereck oder ein Zug, Il. 4, 334. 347. Vgl. πυργηδόν.
Greek (Liddell-Scott)
πύργος: ὁ, μάλιστα ὁ ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως μετὰ τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι πύργος ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· πέριξ δὲ πύργος εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς πύργος δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων πύργος, πρβλ. πυργοφόρος, πυργοῦχος. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ ὑπεράσπισις, ὡς ὁ Αἴας καλεῖται πύργος Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· παῖς ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, ἀμυντήριος δύναμις ἐναντίον τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. ἀκρόπολις ΙΙ.
3) τὸ ὕψιστον μέρος παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς οἴκημα τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ πύργος τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ καλύβη τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. μέρος στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· ἐντεῦθεν πυργηδόν, ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις διαίρεσις τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ δῆμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.
ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, θήκη τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. πυργίσκος. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, ὡσαύτως δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, ἅπερ πάλιν εἶναι πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 tour ; p. ext. enceinte garnie de tours ; citadelle, rempart;
2 p. anal. sorte de bataillon carré.
Étymologie: cf. Πέργαμον.
English (Autenrieth)
tower, turreted wall; fig., of Ajax, πύργος Ἀχαιῶν, Il. 11.556; his shield also is compared to a tower, Il. 7.219, Il. 11.485; of a ‘column,’ ‘compact body’ of troops, Il. 4.334.
English (Slater)
πύργος
1 tower δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς (O. 8.38) met., ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (cf. Πα. 2. 38) (I. 5.45)
English (Strong)
apparently a primary word ("burgh"); a tower or castle: tower.
English (Thayer)
πύργου, ὁ (akin to German Burg, anciently Purg; (yet cf. Curtius, § 413)), as in Greek writings from Homer down, a tower; a fortified structure rising to a considerable height, to repel a hostile attack or to enable a watchman to see in every direction. The πύργος ἐν τῷ Σιλωάμ (which see)) seems to designate a tower in the walls of Jerusalem near the fountain of Siloam, Luke 14:28.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. υψηλό και οχυρό οικοδόμημα ή παράρτημα οικοδομήματος αποτελούμενο από περισσότερους του ενός ορόφους, και χαρακτηριζόμενο από περιορισμένη οριζόντια επιφάνεια και από ύψος σαφώς μεγαλύτερο από το πλάτος, το οποίο στο παρελθόν χρησίμευε κυρίως για άμυνα, αλλά αργότερα και για ασφαλή διαμονή τών ιδιοκτητών του, κν. κάστρο, καστέλο (α. «πρέπει να κρέμονται ψηλά σ' αραχνιασμένο πύργο», δημ. τραγούδι
β. «ἐν τοῖς πύργοις τῶν τειχῶν», Θουκ.)
2. μτφ. ισχυρή υπεράσπιση ή δυνατός προστάτης (α. «τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ δόρυ», Πρόδρ.
β. «τοῑος... σφιν πύργος ἀπώλεο», δηλ. ο Αίαντας, Ομ. Οδ.)
3. (στον εν. και στον πληθ.) τείχη ή επάλξεις πόλεων («πέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν», Ευρ.)
4. (στη χριστιανική λατρευτική αρχιτ.) το κωδωνοστάσιο
5. φρ. «ο Πύργος της Βαβέλ» — πύργος πιθανότατα κτισμένος σε ογκώδη τετράγωνη βάση πλευράς 90 μέτρων, πάνω από την οποία ανελισσόταν σπειροειδές ζιγκουράτ που κατέληγε σε ναό
νεοελλ.
1. πολύ υψηλό οικοδόμημα του οποίου η κορυφή υπερέχει όλων τών κτισμάτων που βρίσκονται γύρω από αυτό και είναι θεατή από μεγάλη απόσταση («ο πύργος της Πίζας»)
2. ναυτ. πυργωτό θωρακισμένο υπερκατασκεύασμα του πολεμικού πλοίου, μέσα στο οποίο είναι εγκατεστημένα τα κύρια πυροβόλα του, καθώς και το προσωπικό που διευθύνει τη βολή
3. στρ. αμυντικό οχυρό οικοδόμημα που είτε είναι ενσωματωμένο με σύστημα οχύρωσης, είτε είναι μεμονωμένο και το οποίο αποτέλεσε ουσιώδες συστατικό της οχυρωτικής μέχρι την ανακάλυψη της μεταλλικής σφαίρας τον 16ο αιώνα
4. το υψηλότερο διαμέρισμα οικίας με μορφή πυργίσκου
5. πυργοειδής και βασικός πεσσός του σκακιού
6. υπερπολυτελές πολυώροφο κτίσμα («ο πύργος της Αθήνας»)
7. (κατ' επέκτ.) α) μεμονωμένο και συνήθως πολυτελές και ψηλό εξοχικό μέγαρο, έπαυλη, βίλα («η νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο», Κρυστ.)
β) ψηλός τοίχος («εκεί όπου στέκει ο πύργος», Σολωμ.)
γ) σωρός σε σχήμα πύργου
8. (γεωμορφ.) επιφανειακές βραχώδεις μάζες με διακλάσεις και κατακερματισμένα ρηξιτεμάχη που ξεπερνούν σε ύψος τα 15 μέτρα και υπέρκεινται ενός αναλλοίωτου υποβάθρου
9. μτφ. (για πρόσ.) ισχυρός, ακλόνητος («σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω», Ερωτόκρ.)
10. φρ. α) «πύργος ελέγχου»
(αερον.) ψηλό πυργοειδές οικοδόμημα που στεγάζει, σε κάθε αεροδρόμιο, την επιφορτισμένη με τον τοπικό έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας υπηρεσία, καθώς και τα σχετικά όργανα
β) «χάρτινος πύργος» — λέγεται για φαινόμενα και καταστάσεις τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι η αστάθεια, ο εφήμερος βίος και η απότομη εξαφάνιση («κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος»)
γ) «κλείνομαι σε γυάλινο πύργο» — λέγεται συνήθως για να χαρακτηρίσει την εθελούσια απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο ενός ατόμου, ιδίως διανοητή ή καλλιτέχνη, ο οποίος εθελοτυφλεί έναντι τών όσων συμβαίνουν γύρω του, μακάριος μέσα στην αυταρέσκειά του
Greek Monotonic
πύργος: ὁ,
I. πύργος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 1. α) στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. β) κινητός πύργος με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν.
2. μεταφ., πύργος ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο Αίας καλείται πύργος Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων πύργος, πύργος υπεράσπισης από τον θάνατο, αμυντήριος πύργος, σε Σοφ.
3. το ψηλότερο μέρος κάθε οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μέρος στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, φάλαγγα, στο ίδ.· πρβλ. πυργηδόν.
Russian (Dvoretsky)
πύργος: ὁ
1) городская башня Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;
2) осадная башня Xen., Polyb.;
3) башенка, вышка (для женщин, род светлицы или терема) Her.;
4) (пирамидальный) футляр для игральных костей Anth.;
5) перен. твердыня, оплот (π. Ἀχαιοῖς Hom. = Αἴας): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;
6) воен. «башня» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύργος -ου, ὁ toren toren (als onderdeel van de stadsmuur), bolwerk. stadsmuur met torens. verplaatsbare belegeringstoren. post-klass. torenvormig gebouw, uitkijktoren. overdr. van pers. die bescherming biedt:. τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο jij, die zo’n ‘rots in de branding’ voor hen was, bent hun ontvallen Od. 11.556. dicht aaneengesloten deel van het leger colonne.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: tower, wall-tower, also the fortification wall itself (Il.), metaph. closed division of warriors, column (Il.), siege-tower (X.), farm-building, (LXX, pap., NT; lit. in Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).
Compounds: Compp., e.g. πυργο-δάϊκτος destroying towers (A. Pers. 105 [lyr.]; prop. with destroyed towers? Fraenkel Nom. ag. 1, 82; s. also E. Williger Sprachl. Unt. zu den Kompp. der gr. Dicht. des V.Jh.s [Göttingen 1928] 45 n. 1), εὔ-πυργος with fair towers, well-towered (Η 71 a.o.).
Derivatives: 1. Dimin. πυργ-ίον, -ίδιον, -ίς, -ίσκος, -ίσκιον, -ισκάριον (mostly hell. a. late); 2. -ωμα, mostly pl. -ώματα n. tower structures (Orac. ap. Hdt., A., E.); 3. πυργιτρον n. form a. meaning unclear (pap.VIp); 4. πυργ-ίτης n. kind of sparrow (Gal. a.o.; s. Redard 84 and on σποργίλος); -ῖτις βοτάνη H. 5. Adj. πύργ-ινος consisting of towers (A. in lyr.), -ειος tower-like (Ion., trag.), -ώδης id. (S.), -ῶτις towered (A. in lyr.; f. on *-ώτης, Redard 8); -ήρης provided with towers, enclosed within towers or walls (Orac. ap. Paus.) with -ηρέομαι to be enclosed within towers or walls, to be besieged (A., E.). 6. Adv. -ηδόν columnwise (Il.), towerwise (Aret.). 7. Verb πυργ-ῶσαι, -όω to fence with towers, to pile up (λ 264) with -ωτός piled up (Str. a.o.). 8. Πυργ-αλίδαι m. pl. n. of a guild in Kameiros (inscr.); after Τανταλ-ίδαι?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Building technical expression; because of the striking similarity with NHG Burg, Goth. baurgs town, tower by Kretschmer Glotta 22, 100ff. taken as German. LW [loanword] through Northbalkan. (Macedon. ?) mediation. By others taken as Pre-Greek (Pelasgian as a form of Indo-European can now be forgotten. s. Furnée 40-55; s. Heubeck Praegraeca 63ff. w. further lit. In the same way is considered Πέργαμος, -ον, -α the citadel (of Troy), also PlN, to NHG Berg, Hitt. parkuš high etc.), s. Heubeck l.c. (Pok. 140f.), where also on the H.-glosses φύρκος τεῖχος and φ<ο>ύρκορ ὀχύρωμα (on this also Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 22 n. 1); there is also a stronghold in Elis called Πύργος (Hdt. 4, 148, Str.) and a Φύρκος (Th. 5,49) -- On Lat. burgus (from Germ. or only influenced by it?) W.-Hofmann s.v. with Nachträgen. -- The forms with φυρκ- show well-known Pre-Greek alternations. To Asia Minor may point Urart. burgana palace. As to Περγαμον, the suffix -αμο- is Pre-Greek (cf. κάρδαμον). (Its non-IE character is confirmed by the place names Περγασα\/Παργασα\/Βαργασα, Furnée 64 n. 268, cf. on πάγασα) So the word is a normal Pre-Greek word.
Middle Liddell
πύργος, ὁ,
I. a tower, Il., Hdt., etc.:—in pl. the city walls with towers, Il.; so, collectively, in sg., Od., Eur.
b. a movable tower for storming towns, Xen.
2. metaph. a tower of defence, as Ajax is called πύργος Ἀχαιοῖς, Od.; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν Eur.; θανάτων π. a tower of defence from deaths, Soph.
3. the highest part of any building, where the women lived, Il.
II. troops drawn up in close order, a column, Il.; cf. πυργηδόν.
Frisk Etymology German
πύργος: {púrgos}
Grammar: m.
Meaning: Turm, Mauerturm, auch auf die Burgmauer selbst bezogen (seit Il.), übertr. geschlossene Kriegerabteilung, Kolonne (Il.), Belagerungsturm (X.), Wirtschaftsgebäude, (LXX, Pap., NT; Lit. bei Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).
Composita : Kompp., z.B. πυργοδάϊκτος turmzerstörend (A. Pers. 105 [lyr.]; eig. mit zerstörten Türmen? Fraenkel Nom. ag 1, 82; s. noch E. Williger Sprachl. Unt. zu den Kompp. der gr. Dicht. des V.Jh.s [Göttingen 1928] 45 A. 1), εὔπυργος mit schönen Türmen, wohlumtürmt (Η 71 u.a.).
Derivative: Davon 1. die Demin. πυργίον, -ίδιον, -ίς, -ίσκος, -ίσκιον, -ισκάριον (vorw. hell. u. sp.); 2. -ωμα, meist pl. -ώματα n. ‘Turmbau(ten)’ (Orac. ap. Hdt., A., E.); 3. πυργιτρον n. Form n. Bed. unklar (Pap.VIp); 4. πυργίτης n. Art Sperling (Gal. u.a.; s. Redard 84 und zu σποργίλος); -ῖτις· βοτάνη H. 5. Adj. πύργινος ‘aus Türmen be- stehend’ (A. in lyr.), -ειος turmartig (Ion. Trag.), -ώδης ib. (S.), -ῶτις getürmt (A. in lyr.; f. zu *-ώτης, Redard 8); -ήρης ‘mit Türmen versehen, in Türmen od. Mauern eingeschlossen’ (Orac. ap. Paus.) mit -ηρέομαι ‘in Türmen od. Mauern eingeschlossen sein, belagert werden’ (A., E.). 6. Adv. -ηδόν kolonnenweise (Il.), turmweise (Aret.). 7. Verb πυργῶσαι, -όω ‘türmen, um-, auftürmen’ (seit λ 264) mit -ωτός getürmt (Str. u.a.). 8. Πυργαλίδαι m. pl. N. einer Gilde in Kameiros (Inschr.); nach Τανταλίδαι?
Etymology : Bautechnischer Ausdruck; wegen der auffallenden Ähnlichkeit mit nhd. Burg, got. baurgs Stadt, Turm von Kretschmer Glotta 22, 100ff. als german. LW durch nordbalkan. (makedon. ?) Vermittlung betrachtet. Von anderen für pelasgisch bzw. vorgr.-idg. gehalten, s. Heubeck Praegraeca 63ff. m. weiterer Lit. Auf dieselbe Weise wird Πέργαμος, -ον, -α ‘die Burg (von Troja)’, auch ON, beurteilt (zu nhd. Berg, heth. parkuš hoch usw.), s. Heubeck a.O. (Pok. 140f.), wo auch über die H.-Glossen φύρκος· τεῖχος und φ<ο>ύρκορ· ὀχύρωμα (dazu noch Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 22 A. 1). — Zu lat. burgus (aus dem Germ. oder nur davon beeinflußt?) W.-Hofmann s.v. mit Nachträgen.
Page 2,629-630
Chinese
原文音譯:pÚrgoj 匹而哥士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:高樓 相當於: (מִגְדָּל)
字義溯源:高樓*,樓,城堡,塔
同源字:1) (Πέργαμος)別迦摩,意加強 2) (πύργος)高樓
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(2)
譯字彙編:
1) 一座樓(3) 太21:33; 可12:1; 路14:28;
2) 樓(1) 路13:4