σχῆμα

Revision as of 08:45, 20 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "down" to "down")

English (LSJ)

ατος, τό, (ἔχω, σχεῖν) A form, shape, figure, E.Ion238, Ar.V. 1170, Pl.R.601a, Thphr.Ign.52, etc.; καθ' Ἡρακλέα τὸ σχῆμα καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra.463; διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec.150; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος A.Th.488: in Trag. freq. in periphrasis, ὦ σχῆμα πέτρας = πέτρα, S.Ph.952; σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072; σχῆμα δόμων Id.Alc.911 (anap.), cf. Hec.619; Ἀσιάτιδος γῆς σχῆμα Id.Andr.1: in plural, of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr.210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id.Ion992, IT292, cf. IG3.1417.14; τὴν αὐτὴν τοῦ σχήματος μορφήν Arist.PA640b34 (but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8); τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R.373b; σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po.1447a19; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σχῆμα [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22. b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape, ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr. ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64. 2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν . . σ. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R.365c; show, pretence, ἦν δὲ τοῦτο . . σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89; οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin.989c; σχήματι ξενίας under the show of... Plu.Dio16, etc. 3 bearing, air, mien, Hdt.1.60; τύραννον σ. ἔχειν S.Ant.1169; ἄφοβον δεικνὺς σ. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν σχῆμα ib.5.1.5; ὑπηρέτου σχῆμα D.23.210; τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72; ὄμμασι καὶ σχήματι καὶ βαδίσματι φαιδρός = with cheerful eyes, gesture, and gait, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς σχῆμα Pl.Lg.685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας σχῆμα, ἱερείας σχῆμα, Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι σχῆμα, c. inf., there's something to be said for... E.Tr.470, cf. IA983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10. 4 fashion, manner, ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223; σχῆμα τοῦ κόσμου E.Ba.832, 1 Ep.Cor.7.31; σχῆμα βίου, σχῆμα μάχης, E.Med. 1039, Ph.252 (lyr.); τούτῳ . . κατῴκουν τῷ σ. Pl.Criti.112d. b dress, equipment, ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq.1331; βαβαιὰξ τοῦ σχήματος Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας σχῆμα = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 (Prusias); ἐν τῷ σχήματι ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.). 5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ σχῆμα Pl.Alc.1.135d; πάντα σχήματα ποιεῖν Id.R.576a; ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg.918e, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν σχῆμα to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49. 6 character, characteristic property of a thing, (πόλεως) Th.6.89; πολιτείας Pl.Plt.291d; βασιλείας σχῆμα ἔχει the form of monarchy, Arist.EN1160b25; τὸ σχῆμα τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh.1408b21 (but τὰ σχήματα τῆς λέξεως the forms (modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po.1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα its characteristic forms, ib.1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg.718b; ἐν ἀπολογίας σχῆμα Isoc.15.8; ἐν μύθου σχῆμα Arist.Metaph.1074b2, cf. Pl.Ti.22c; τὸ τῆς διαίτης σχῆμα Gal.15.582; αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183. 7 a figure in Dancing, Ar.V.1485: mostly in plural, figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar.Pax323, Pl.Lg.669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.; σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5; ἐν . . μουσικῇ καὶ σχήματα . . καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes, Pl.Lg.655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra.538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως σχῆμα the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf. σχηματίζω II.3. b Rhet., figure of speech, Pl.Ion536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5, cf. Amm.2.2; for σχῆμα Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S. c in Logic, figure of a syllogism, Arist.APr.26b33,al., Thphr.Fr.59. d τὸ σχῆμα τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc. e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al. 8 geometrical figure, Arist.de An.414b20, al., Onos.10.28; μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7. b phase of the moon, Ptol.Tetr.21, Vett.Val. 106.28. c Astrol., aspect, Plot.2.3.1, Man.3.5,212, al. d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445. 9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10. 10 = τὸ αἰδοῖον LXX Is.3.17.

German (Pape)

[Seite 1055] τό, wie das lat. habitus, – a) Haltung, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; θηρός, Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; τρίγωνον, Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: σχῆμα πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς θεοῦ σχῆμα καὶ ἄγαλμα, Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον σχῆμα δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ σχῆμα, Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. manière d'être, d'où
1 forme, figure, extérieur;
2 attitude extérieure, manière d'être extérieure, maintien : τύραννον σχῆμα ἔχειν SOPH avoir l'air d'un roi ; ταπεινὸν σχῆμα XÉN air humble ; τὰ σχήματα attitudes du corps, gestes ; σχῆμα λέξεως ἔμμετρον ARSTT forme métrique de l'expression;
3 particul. maintien imposant, extérieur grave ; noblesse, dignité : κατὰ σχῆμα PLUT avec bienséance, avec dignité, dignement ; magnificence, éclat;
4 habillement, costume;
5 maintien, posture, position ; particul. attitude d'un athlète;
II. extérieur, apparence ; faux-semblant, prétexte.
Étymologie: ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχῆμα -ατος, τό [~ἔχω] uiterlijke vorm als typisch kenmerk van iem. of iets van personen uiterlijke vorm, gestalte:; Ἱππομέδοντος σχῆμα de gestalte van Hippomedon Aeschl. Sept. 488; houding, gedrag:; προδείκνυμι σχῆμα een houding voordoen Hdt. 1.60.4; καθ’ Ἡρακλέα τὸ σχῆμα καὶ τὸ λῆμ’ ἔχων met de houding en het lef van Heracles Aristoph. Ran. 463; ἄφοβον... σχῆμ ( α ) onbevreesde houding Xen. Cyr. 6.4.20; τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ door houding, blik en stem Dem. 21.72; τοῖς σχήμασιν συναπεργαζόμενον (de handeling) met de bijbehorende houdingen realiserend Aristot. Poët. 1455a29; rol, manier (van optreden), handelwijze, stijl:; μεταλαβεῖν τὸ σχῆμα de rolverdeling wisselen [Plat.] Alc.1 135d; ἐν πατρός τε καὶ μητρὸς σχήμασι op de manier van vader en moeder Plat. Lg. 859a; τούτῳ δὴ κατῴκουν τῷ σχήματι in deze vorm leefden zij daar dus Plat. Criti. 112d; allure:. τύραννον σχῆμ’ ἔχων in koninklijke stijl Soph. Ant. 1169; τὸ τῆς ἀρχῆς ἐκείνης σχῆμα de glorie van dat rijk Plat. Lg. 685c. van zaken en abstracta uiterlijke of kenmerkende vorm: trag. ter omschrijving:; ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον o rots met dubbele ingang! Soph. Ph. 952; σχῆμα... Ἑλλάδος στολῆς het uiterlijk van Griekse kleding Soph. Ph. 223; τρίτον δὲ σχῆμα πολιτείας een derde staatsvorm Plat. Plt. 291d; τὸ τῆς κωμῳδίας σχῆμα πρῶτος ὑπέδειξεν hij heeft als eerste de specifieke vorm komedie laten zien Aristot. Poët. 1448b36; ongunstig uiterlijke schijn:. ἦν δὲ τοῦτο μὲν σχῆμα πολιτικὸν τοῦ λόγου αὐτοῖς dat was de voor de politiek bedoelde vorm van hun betoog Thuc. 8.89.3; οὐ σχήμασι ἀλλὰ ἀληθείᾳ niet voor de vorm, maar naar waarheid (de deugd erend) Plat. Epin. 989d; σχήματι ξενίας φιλανθρώπου onder het mom van vriendelijke gastvrijheid Plut. Dion 16.1. vorm, figuur, in allerlei contexten; dansfiguur:; σχήματα καὶ μέλη dansfiguren en zang Plat. Lg. 655a; gramm. vorm, figuur:; σχημάτων σύνθεσις combinatie van lettertekens Hp. Vict. 1.23; τὸ... σχῆμα τῆς λέξεως de vorm van het taalgebruik Aristot. Rh. 1408b21; ret.: τὰ σχήματα τῆς λέξεως manieren van spreken; stijlfiguren; milit. formatie:. εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα κατέστησεν... τὴν φάλαγγα hij stelde de slaglinie in dezelfde formatie op Xen. An. 1.10.10.

Russian (Dvoretsky)

σχῆμα: ατος τό σχεῖν
1) вид, внешность, фигура, наружность, Aesch.: γνοίη δ᾽ ἂν ἀνθρώπου πέρι τὸ σ. ἰδών τις Eur. видя внешность, можно познать человека;
2) осанка, статность (σ. εὐπρεπέστατον Her.);
3) воен. построение, строй (sc. τῆς φάλαγγος Xen.);
4) форма: σ. πολιτείας Plat. государственная форма, образ правления; σ. λέξεως ἔμμετρον Arst. метрическая форма речи; ἐν σχήματι νόμου Plat. в форме закона; τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα Arst. комедийные формы;
5) лог. фигура силлогизма Arst.;
6) мат. фигура (sc. τοῦ τριγώνου Arst.);
7) грамматическая форма (τῆς λέξεως Arst.);
8) (в пляске) преимущ. pl. фигура, поза, позиция или жест Eur., Arph., Plat., Plut.: πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα ὀρχεῖσθαι Xen. танцевать под звуки флейты;
9) схема, набросок, очерк, эскиз, план: πρόθυρα καὶ σ. Plat. в качестве предварительной схемы;
10) внешний вид, видимость (οὐ σχήμασι, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ Plat.): σχήματι ξενίας Plut. под видом гостеприимства;
11) образ действий, поведение: ἄφοβον σ. δεικνύναι Xen. выказывать бесстрашие;
12) великолепие, пышность: τύραννον σ. ἔχειν Soph. быть окруженным царским великолепием;
13) наряд, одежда: ἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός Arph. блистающий старинным нарядом; ἐν ταπεινῷ σχήματι Xen. в скромной одежде;
14) достоинство: κατὰ σ. τὴν περιπέτειαν φέρειν Polyb. с достоинством переносить несчастье; ὀφρῦν κατὰ σ. κινεῖν Plut. с важностью поводить бровью;
15) положение, роль: πάντα σχήματα ποιεῖν ὡς οἰκεῖος Plat. всячески разыгрывать роль близкого друга; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτοῦ σχῆμα Xen. вернуться к своим прежним функциям; ἐν μητρὸς καὶ τροφοῦ σχήματι τιμᾶσθαι Plat. быть на почетном положении матери и кормилицы;
16) поэт. (описательно и плеонастически, без перевода): σ. δόμων Eur. дом, жилище; σ. πέτρας Soph. скала; σ. Ἑλλάδος στολῆς Soph. греческое одеяние; μορφῆς σ. Eur. (странное) явление, диковина.

Spanish

forma, figura

English (Strong)

from the alternate of ἔχω; a figure (as a mode or circumstance), i.e. (by implication) external condition: fashion.

English (Thayer)

σχηματος, τό (ἔχω, σχεῖν), from Aeschylus down, Latin habitus (cf. English haviour (from have)), A. V. fashion, Vulg. figura (but in Phil. habitus) (tacitly opposed to the material or substance): τοῦ κόσμου τούτου, μορφή at the end, and Schmidt, chapter 182,5.)

Greek Monolingual

το / σχῆμα ΝΜΑ, και σκῆμα και αιολ. τ. σχέμα Α
1. η εξωτερική όψη αντικειμένου, η μορφή με την οποία παρουσιάζεται
2. γραμμική παράσταση, διάγραμμα
3. φρ. α) «σχήμα [του] λόγου» — φράση που στερείται κυριολεκτικής σημασίας ενώ έχει μία γενικότερη ή ευρύτερη σημασιολογική δήλωση (α. «μην το παίρνεις σοβαρά αυτό που είπα, ήταν απλώς σχήμα λόγου» β. «ἦν δὲ τοῦτο... σχῆμα πολιτικὸν τοῦ λόγου», Θουκ.)
β) «ρητορικό σχήμα»
(ρητ.) δήλωση μιας ιδέας όχι απευθείας αλλά με παραλλαγμένη λεκτική διατύπωση και με σκοπό την κομψότητα του λόγου ή για άλλη σκοπιμότητα
γ) «γεωμετρικό σχήμα»
μαθ. κάθε σύνολο σημείων στον τρισδιάστατο χώρο
δ) «γραμμικό γεωμετρικό σχήμα»
μαθημ. γεωμετρικό σχήμα του οποίου όλα τα σημεία κείνται επί μιας ευθείας
ε) «επίπεδο γεωμετρικό σχήμα»
μαθημ. γεωμετρικό σχήμα του οποίου όλα τα σημεία κείνται επί ενός επιπέδου, όπως είναι λ.χ. ένα τρίγωνο ή ένας κύκλος
στ) «χωρικό γεωμετρικό σχήμα»
μαθ. κάθε μη γραμμικό και μη επίπεδο γεωμετρικό σχήμα, όπως είναι λ.χ. τα τετράεδρα, οι πυραμίδες και οι κύλινδροι
ζ) «σχήμα συλλογισμού»
(λογ.) το συλλογιστικό σχήμα
νεοελλ.
1. στρ. είδος χαιρετισμού
2. (τυπογρ.) α) διαστάσεις τών σελίδων
β) (ειδικότερα) ο χαρακτηρισμός ενός βιβλίου ανάλογα με το πόσες φορές έχει διπλωθεί το τυπογραφικό του φύλλο (α. «σχήμα εις φύλλο» — το τυπογραφικό φύλλο που δεν έχει διπλωθεί καθόλου
β. «σχήμα 8ο ή 16ο» — τυπογραφικό φύλλο που έχει διπλωθεί σε οκτώ ή δεκαέξι σελίδες)
3. παράσταση αντικειμένου σε σχέση με μια χαρακτηριστική μορφή (α. «ωοειδές σχήμα» β. «σχήμα καρδιάς»)
4. μαθημ. σχέδιο που χρησιμεύει για την παράσταση μαθηματικών εννοιών ή οντοτήτων, όπως λ.χ. για την απόδειξη θεωρήματος ή τη λύση προβλήματος
5. φρ. α) «σχήματα λόγου»
γραμμ. οι ιδιαίτεροι λεκτικοί τρόποι οι οποίοι έχουν παγιωθεί με τη συχνή επανάληψη και τους οποίους χρησιμοποιούν οι ομιλητές και γενικά οι χρήστες μιας συγκεκριμένης γλώσσας για την επίτευξη ενός ψυχολογικού, αισθητικού ή άλλου αποτελέσματος κατά την επικοινωνία, όπως λ.χ. το πρωθύστερο, το ασύνδετο, ο πλεονασμός, η βραχυλογία, η μεταφορά κ.ά.
β) «σχήμα αξιωμάτων»
(λογ.) διατύπωση που περιλαμβάνει μεταγλωσσικές μεταβλητές, από την αντικατάσταση τών οποίων, με συμπλέγματα συμβόλων του ενδεικνυόμενου τύπου, προκύπτει ένα αξίωμα, καλούμενο ένσταση του υπό εξέταση σχήματος
γ) «σχήμα του εμβρύου»
ιατρ. η σχέση του επιμήκους άξονα του σώματος του εμβρύου προς τον επιμήκη άξονα της μήτρας
δ) «σχήμα γένους»
(μυκητ.) όρος που αναφέρεται στις αγενείς μορφές τών μυκήτων τών οποίων έχουν ανακαλυφθεί οι εγγενείς μορφές
ε) «σχήμα ιζηματογενών τεμαχιδίων»
(πετρογρ.) η εξωτερική μορφή τών κόκκων μιας ιζηματογενούς απόθεσης, εκφρασμένη με μια αριθμητική ποσότητα που χρησιμοποιεί τη σφαίρα ως κανόνα αναφοράς
στ) «κρυσταλλικό σχήμα»
(κρυσταλλ.) το σύνολο τών κρυσταλλικών εδρών που έχουν παρόμοια συμμετρία
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. α) η ιδιαίτερη περιβολή τών κληρικών και μοναχών («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα»)
β) η ιδιότητα του ιερωμένου ή μοναχού η οποία δηλώνεται από την ιδιαίτερη περιβολή τους
μσν.
φρ. «τὸ αὐτὸ σχῆμα» — το ίδιο πράγμα
αρχ.
1. (για πρόσ.) η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό
2. (κατ' επέκτ.) το σώμα («διερεισαμένη τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ», Ιπποκρ.)
3. η μορφή του προσώπου ενός ατόμου («σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων», Ευρ.)
4. (γενικά) τύπος, μορφή («τὰ σχήματα και χρώματα», Πλάτ.)
5. (φιλοσ.) α) το άτομο διακρινόμενο από τα άλλα άτομα ως προς τη μορφή
β) (φιλοσ.) κενός τύπος, σε αντιδιαστολή προς το όντως είναι, προς την ουσία («οὐ σχήμασιν ἀλλ' ἀληθείᾳ», Πλάτ.)
6. αυτό που απλώς γίνεται αντιληπτό με την όραση, σε αντιδιαστολή προς αυτό που πραγματικά είναι κάτι («οὐδὲν ἄλλο πλὴν... σχῆμα», Ευρ.)
7. κενό πράγμα ή σώμα, κουφάρι («γέροντες οὐδέν ἐσμεν πλὴν ὄχλος καὶ σχῆμα», Αισχύλ.)
8. πρόσχημα, πρόφαση («σχήματι ξενίας», Πλούτ.)
9. η έκφραση του προσώπου, το ύφος
10. μεγαλείο («τὸ τῆς ἀρχῆς σχῆμα», Πλάτ.)
11. αξίωμα, βαθμός (α. «ἱερείας σχῆμα», επιγρ. β. «οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι» — όχι ανάλογα με τη θέση που έχει, Πολ.)
12. το μεγαλοπρεπές παράστημα ίππου
13. ποιότητα πράγματος
14. τρόπος σύμφωνα με τον οποίο γίνεται κάτισχῆμα μάχης», Ευρ.)
15. περιβολή, ντύσιμο, ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος
16. (θέατρ.) ο ρόλος ηθοποιού
17. χαρακτηριστική ιδιότητα ή ιδιαίτερο γνώρισμα («τὰ τῆς κωμωδίας σχήματα», Αριστοτ.)
18. (στον χορό) χαρακτηριστική κίνηση, φιγούρα
19. στάση ενός αθλητή και γενικότερα η στάση που παίρνει κανείς, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται («ἑστάναι λαβόνθ, ἓν σχῆμα», Αριστοφ.)
20. αστρολ. α) φάση της σελήνης
β) η γωνιώδης απόσταση δύο ουράνιων σωμάτων
γ) σημείο του ζωδιακού κύκλου
21. σχηματισμός πτηνών κατά την οιωνοσκοπία
22. το αιδοίο
23. στον πληθ. τὰ σχήματα
α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα («φωτὸς κακούργου σχήματ'«, Ευρ.)
β) οι χειρονομίες
γ) χειρονομίες και ταυτόχρονα κινήσεις του σώματος, παντομιμικές κινήσεις
24. μτφ. ψυχικό χάρισμα, ήθος
25. φρ. α) «έχει τι σχῆμα»
(με απαρμφ.) υπάρχει κάτι το οποίο μπορεί ή αξίζει να ειπωθεί σχετικά με... (Ευρ.)
β) «σχῆμα τῆς λέξεως»
γραμμ. i) η γραμματική μορφή της πρότασης
ii) η ρυθμική μορφή της πρότασης (Αριστοτ.)
iii) ο γραμματικός τύπος λέξης (Αριστοτ.)
γ) «τὰ σχήματα της λέξεως»
(στη δραματική ποίηση) οι εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιούνται ως ικεσία, απειλή ή προσταγή (Αριστοτ.)
δ) «νόσοι ἀπὸ σχημάτων»
(στον Ιπποκρ.) ασθένειες που οφείλονται σε ιδιάζοντες σχηματισμούς
ε) «τὸ τῆς κατακλίσεως σχῆμα» — η στάση που παίρνει ο ασθενής όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι (Γαλ.)
στ) «σχῆμα πέτρας» — η πέτρα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω και συγκεκριμένα από το θ. σχη- του μέλλοντα σχή-σω, με κατάλ. -μα. Ο τ. σχέμα (πρβλ. σχέσις) που παραδίδει ο Ησύχιος είναι μτγν. Τον τελευταίο τ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. schĕma)].

Greek Monotonic

σχῆμα: -ατος, τό (σχεῖν),
1. όπως το Λατ. habitus, σχήμα, μορφή, γεωμετρικό ή στερεομετρικό σώμα, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· περιφρ., σχῆμα πέτρας = πέτρα, σε Σοφ.· σχῆμα δόμων, σε Ευρ.
2. σχήμα, μορφή, εμφάνιση, επιφαινόμενο, τύπος, αντίθ. προς την πραγματικότητα· επιφανειακή αφορμή, πρόσχημα, πρόφαση, σε Θουκ.· ἔχει τι σχῆμα, σε Ευρ.
3. έκφραση, όψη, ύφος, παρουσιαστικό προσώπου, σε Ηρόδ., Σοφ.· στον πληθ., χειρονομίες, σε Ξεν.
4. σχήμα, μορφή, τρόπος ενός πράγματος· σχῆμα στολῆς, τρόπος ενδυμασίας, σε Σοφ.· σχῆμα βίου, μάχης, σε Ευρ.· απόλ., ενδυμασία, περιβολή, ιματισμός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
5. μορφή, χαρακτήρας, χαρακτηριστική ιδιότητα ενός πράγματος, σε Θουκ.· βασιλείας σχῆμα, μορφή, γνώρισμα μοναρχίας, σε Αριστ.
6. χορευτική φιγούρα, τρόπος που χορεύει κάποιος, σε Αριστοφ.· στον πληθ., κινήσεις παντομίμας, ποικίλες χειρονομίες και στάσεις του σώματος, στον ίδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σχῆμα: τό, (ἔχω, σχεῖν) ὡς τὸ Λατιν. habitus, ὡς καὶ νῦν, τὸ σχῆμα, ἡ μορφή, σῶμα, Εὐρ. Ἴων 238, Ἀριστοφ. Σφ. 1170, Πλάτ., κλπ.· καθ’ Ἡρακλέα τὸ σχ. καὶ τὸ λῆμ’ ἔχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 463· διερεισαμένη τὸ σχ. τῇ βακτηρίᾳ, «στηρίξασα τὸ σῶμα εἰς τὴν βακτηρίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 150· Ἱππομέδοντος σχ. καὶ μέγας τύπος Αἰσχύλ. Θήβ. 488· ἀλλὰ παρὰ Τραγικ. εἶναι ἐν χρήσει συχν. ὡς ἁπλῆ περίφρασις, σχῆμα πέτρας = πέτρα, Σοφ. Φιλ. 952· σχ. τέκνων Εὐρ. Μήδ. 1071· σχ. δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 911, πρβλ. Ἑκάβ. 619· Ἀσιάτιδος γῆς σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, φωτὸς κακούργου σχήματ’ ἐκμιμούμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. Ἀντιόπ. 6· - τὸ σχῆμα καθ’ ὃ στρατεύματα παρατάσσονται, Ξεν. Ἀνάβ. 1.10, 10· μορφῆς σχῆμα ἢ σχήματα Εὐρ. Ἴων 992, Ι. Τ. 292· - νόσοι ἀπὸ σχημάτων, προξενούμενοι ἐξ ἰδιαζόντων σχηματισμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. 2) τὸ σχῆμα, ἡ μορφή, τὸ φαινόμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶγμα, τὴν πραγματικότητα, οὐδὲν ἄλλο πλήν... σχῆμα, μόνον ἐξωτερικόν, Εὐρ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. 362. 27· - ἀκολούθως ὡς τὸ πρόσχημα, ἦν δὲ τοῦτο... σχ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Θουκ. 8. 89· οὐ σχήμασιν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ Πλάτ. Ἐπιν. 989C· σχήματι ξενίας, ὑπὸ τὸ πρόσχημα... Πλούτ. Δίων 16, κλπ. 3) τὸ σχῆμα, ἡ ἔκφρασις, ὁ τρόπος προσώπου, Ἡρόδ. 1. 60· τύραννον σχ. ἔχειν Σοφ. Ἀντ. 1169· ἄφοβον σχ. δεικνύναι Ξεν. Κύρ. 6. 4, 20· ταπεινὸν σχ. αὐτόθι 5. 1, 5· ὑπηρέτου σχ. Δημ. 690. 21· τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. 537. 25· ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίσματι φαιδρός, ταῖς χειρονομίαις, Ξεν. Ἀπολ. 27, πρβλ. Ἀπομν. 3. 10, 5· - μάλιστα ἐξωτερικὴ ἐπίδειξις, πομπή, τὸ τῆς ἀρχῆς σχ. Πλάτ. Νόμ. 685C· - ἀξίωμα, τάξις, βαθμός, οὐ κατὰ σχ. φέρειν τι, οὐχὶ κατὰ τὸ ἀξίωμα, κατὰ τὴν τάξιν αὐτοῦ, Πολύβ. 3. 85, 9, πρβλ. 5. 56, Πλούτ., κλπ.· - ἔχει τι σχῆμα, μετ’ ἀπαρεμφ. ὑπάρχει τι τὸ ὁποῖον δύναται νὰ λεχθῇ περί..., Εὐρ. Τρῳ. 470, πρβλ. Ι. Τ. 983· - ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς παραστήματος ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 7, 10. 4) σχῆμα, τρόπος πράγματός τινος, σχ. ζητήσιος Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, τρόπος ἱματισμοῦ, Σοφ. Φιλ. 223 σχ. τοῦ κόσμου Εὐρ. Βάκχ. 832· σχ. βίου, μάχης ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1039, Φοιν. 252· τούτῳ... κατῴκουν τῷ σχήματι Πλάτ. Κριτί. 112D. β) ἀπολ., ἱματισμός, περιβολή, ὁπλισμός, ἀρχαίῳ σχ. λαμπρὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1331· βαβαιὰξ τοῦ σχήματος! ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 64, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 4, Θεόκρ. 10. 35. 5) τὸ ἀναλαμβανόμενον πρόσωπον, τὸ μέρος ὃ ὑποκρίνεταί τις, Λατιν. persona, partes, τὸ σχ. μεταβάλλειν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135D· πάντα σχ. ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 576Α· ἐν μητρὸς σχήματι, Λατιν. iu matris loco, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Ε, πρβλ. 859Α, Ἰσοκρ. 311Ε· ἀπολαβοῦσαι (αἱ κάμηλοι) πάλιν τὸ ἑαυτῶν σχῆμα ἐν τοῖς σκευοφόροις διάγουσι, ἀναλαβοῦσαι τὴν οἰκείαν αὐταῖς μορφὴν διάγουσιν ἐν τοῖς σκευοφόροις, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49. 6) ἡ μορφή, ὁ χαρακτήρ, ἡ χαρακτηριστικὴ ἰδιότης πράγματός τινος, πόλεως Θουκ. 6. 89· πολιτείας Πλάτ. Πολιτικ. 291D· βασιλείας σχ. ἔχειν, τὴν μορφὴν τῆς μοναρχίας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 4· σχ. λέξεως ἔμμετρον, μετρικὴ μορφή, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8, 1· (ἀλλά, τὰ σχ. τῆς λέξεως, οἱ τύποι οἱ ἐν χρήσει ἐν τῇ δραματικῇ ποιήσει, οἷον ἱκεσία, ἀπειλή, προσταγή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 19. 7)· τὰ σχ. τῆς κωμῳδίας, οἱ χαρακτηριστικοὶ τύποι αὐτῆς, αὐτόθι 4, 12· - ἐν σχήματι νόμου, ἐν εἴδει νόμου, Πλάτ. Νόμ. 718Β ἐν ἀπολογίας σχ. Ἰσοκρ. 311Ε· ἐν μύθου σχ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 19, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 22C. 7) σχῆμα, τρόπος ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 1485, Πλάτ. Νόμ. 669D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σχήματα, χειρονομίαι καὶ στάσεις τοῦ σώματος, παντομιμικαὶ κινήσεις (πρβλ. σχημάτιον), Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ Πλουτ., Εὐρ. Κύκλ. 221, Ἀριστοφ. Εἰρ. 323, Ξεν., κλπ· σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7, 5· σχήμασι μιμεῖσθαι, ἴδε χρῶμα ΙΙ. 1· - ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν στάσεων τοῦ σώματος ἀθλητοῦ, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 183· - καθόλου, στάσις, θέσις, σχῆμα, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 744, πρβλ. σχηματίζω ΙΙ. 3. β) ἐν τῇ μουσικῇ, ἐν... μουσικῇ καὶ σχήματα... καὶ μέλη ἔνεστι, μελῳδίαι καὶ τρόποι, Πλάτ. Νόμ. 655Α. γ) ἐν τῇ Ρητορικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 536C, πρβλ. Κικ. Brul. 37, κλπ. δ) ἐν τῇ Λογικῇ, σχῆμα συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 22, κλπ. ε) τὸ σχ. τῆς λέξεως, ἥ τε γραμματικὴ μορφὴ προτάσεως, ὁ αὐτ. περὶ Σοφιστ. Ἐλέγχ. 4, 1. κλπ., καὶ ὁ ῥυθμικὸς αὐτῆς τύπος, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8, 1, κλπ. 8) γεωμετρικὸν σχῆμα, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 2. 3, 5 κἑξ., κ. ἀλλ.· διάγραμμα, σχέδιον, σχεδίασμα, εἰκών, σχῆμα πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 365C.

Frisk Etymological English

See also: s. ἔχω.

Middle Liddell

σχῆμα, ατος, τό, σχεῖν
1. like Lat. habitus, form, shape, figure, Eur., Ar., etc.; as a periphrasis, σχῆμα πέτρας = πέτρα, Soph.; σχ. δόμων Eur.
2. form, figure, appearance, as opp. to the reality: a show, pretence, Thuc.; ἔχει τι σχῆμα Eur.
3. the bearing, look, air, mien of a person, Hdt., Soph.: in plural gestures, Xen.
4. the fashion, manner, way of a thing, σχ. στολῆς fashion of dress, Soph.; σχ. βίου, μάχης Eur.: absol. dress, equipment, Ar., Plat.
5. the form, character, characteristic property of a thing, Thuc.; βασιλείας σχ. the form of monarchy, Arist.
6. a figure in dancing, Ar.: in plural pantomimic gestures, postures, Ar., etc.

Frisk Etymology German

σχῆμα: {skhē̃ma}
See also: s. ἔχω.
Page 2,838

Chinese

原文音譯:scÁma 士黑馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:姿態
字義溯源:風度,姿態,外表,樣子;源自(ἔχω)*=持)。參讀 (εἶδος)同義字
同源字:1) (ἀσχημονέω / εὐσχημονέω)不合適的 2) (εὐσχημόνως)端莊地 3) (εὐσχημοσύνη)端莊 4) (εὐσχήμων)好形態 5) (μετασχηματίζω)變形 6) (συσχηματίζω)效法 7) (σχῆμα)風度
出現次數:總共(2);林前(1);腓(1)
譯字彙編
1) 樣子(2) 林前7:31; 腓2:8

English (Woodhouse)

attitude, character, conformation, demeanour, deportment, display, fashion, form, gait, glory, magnificence, manner, ornament, pomp, posture, pretence, shape, show, splendor, splendour, style, boast of, character in a play, natural features, outward show, part in a play, pride of, the glory of

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό 1 forma en sentido cosmogónico ὦ μέγα, μέγιστον, ἐγκύκλιον, ἀπερινόητον σ. κόσμου, οὐράνιον ... ἐνουράνιον ... αἰθέριον ... ἐναιθέριον, ὑδατῶδες ... γαιῶδες ... πυρῶδες ... ἀνεμῶδες ... φωτοειδές ... σκοτοειδές ... ἀστροφεγγές oh grande, muy grande, circular, forma incomprensible del cosmos, celestial, que estás en el cielo, etéreo, que estás en el aire, que tienes forma de agua, de tierra, de fuego, de viento, luminoso, que tienes forma de sombra, brillante como las estrellas (entre voces mágicas) P IV 1139 Ἰάω, ὁ σχηματίσας <σε> εἰς τὰ εἴκοσι καὶ ὀκτὼ σχήματα τοῦ κόσμου Iao, el que te configuró para formar las veintiocho formas del cosmos P VII 761 2 figura de una serpiente que se muerde la cola τὸ δὲ σ. ὅλον οὕτως, ὡς ὑπόκειται la figura en conjunto así, como está abajo P VII 588

Translations

shape

Albanian: formë; Arabic: شَكْل‎, أَشْكَال‎; Armenian: ձեւ; Azerbaijani: şəkil, forma; Belarusian: форма; Bengali: আকৃতি, আকার; Bulgarian: форма, вид; Burmese: ပုံ; Catalan: forma; Chinese Mandarin: 形狀, 形状, 形式; Czech: tvar; Danish: form; Dutch: vorm; Estonian: kuju, vorm; Faroese: skap; Finnish: muoto, kuvio; French: forme; Galician: forma; Georgian: ფორმა, მოხაზულობა, მოყვანილობა; German: Form, Gestalt; Greek: μορφή; Ancient Greek: μορφή, σχῆμα; Guaraní: ysaja; Hebrew: צוּרָה‎; Hindi: आकार; Hungarian: alak, forma; Icelandic: form; Indonesian: bentuk; Irish: cruth; Italian: forma, sagoma; Japanese: 形, 型, 形式; Javanese: wangun, wujud, rupa, dhapur, warna, warni; Kazakh: нысан, форма, пішім; Khmer: គ្រោង; Korean: 모양(模樣), 형식(形式), 형(形); Kurdish Northern Kurdish: şikil; Kyrgyz: форма; Lao: ຮູບຮ່າງ; Latin: forma, figura; Latvian: forma; Lithuanian: forma; Luhya: liumbo; Macedonian: облик; Malay: bentuk; Maori: āhuahanga; Mongolian Cyrillic: хэлбэр; Norwegian Bokmål: form; Ottoman Turkish: شكل‎; Pashto: شکل‎; Persian: شکل‎; Polish: kształt, forma; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: форма; Sanskrit: रूप; Scottish Gaelic: cumadh, cruth; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏блӣк; Roman: ȍblīk; Slovak: tvar; Slovene: oblika; Spanish: forma; Swahili: umbo; Swedish: form; Tagalog: hugis; Tajik: шакл; Telugu: ఆకారం, ఆకృతి; Thai: รูปร่าง, รูป; Tocharian B: ersna; Turkish: görünüş, şekil; Turkmen: şekil, forma, görnüş; Ukrainian: форма, вигляд, кшталт; Urdu: شکل‎; Uyghur: شەكىل‎; Uzbek: shakl, forma; Vietnamese: hình dáng, hình thức; Yiddish: פֿאָרעם‎

form

Asturian: forma; Bengali: সুরত; Bulgarian: форма; Catalan: forma; Chinese Mandarin: 形式, 形狀, 形状; Danish: form; Dutch: vorm; Esperanto: formo; Finnish: muoto; French: forme; Galician: forma, feitura; German: Gestalt, Form; Greek: σχήμα; Ancient Greek: μορφή, εἶδος; Guaraní: ysaja; Haitian Creole: fòm; Icelandic: lögun, lag; Ido: formo; Interlingua: forma; Italian: forma; Japanese: 形状, 形式; Javanese: dhapur, rupa, warna, warni, wujud; Kazakh: пішін; Khmer: សំណុំបែបបទ; Kyrgyz: кеп; Latin: forma, figura; Macedonian: облик; Manchu: ᡩᡠᡵᡠᠨ; Maori: āhua; Nanai: дурун; Nepali: रूप, आकृति; Norman: forme; Norwegian Bokmål: form; Occitan: forma; Ottoman Turkish: شكل‎; Persian: شکل‎, صورت‎, فرم‎, دیسه‎; Plautdietsch: Form; Polish: forma; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: форма, фигура; Sanskrit: रूप; Scottish Gaelic: cumadh, cruth, dèanamh; Spanish: forma; Swedish: form; Tagalog: anyo, hubog, itsura; Tajik: сурат; Tocharian B: ersna; Uyghur: شەكىل‎; Vietnamese: hình, hình thể, hình dạng, hình dáng, hình thức; Welsh: ffurf; Yagnobi: сурат