φθίω

English (LSJ)

ἔφθιον, each once in Hom. (v. infr. 1.2), the common pres. being φθίνω, Od.5.161, al. (also φθινύθω, q.v.): impf.
A ἔφθῐνον Hdt.3.29, Pl.Ti.77a: fut. and aor. φθείσω, φθίσω, ἔφθεισα and ἔφθισα (v. infr. ΙΙ): pf. ἔφθῐκα v.l. in Dsc.Praef.6 (cf. φθινάω), (ἀπ-) Them.Or.28.341d:—Med. and Pass. (in same sense), fut. φθίσομαι (leg. φθείσομαι, in view of φθείσω, v. infr. 11) Il.11.821 (φθειται PGen. (ii B. C.)), 19.329, 24.86 (v.l.), Od.13.384: aor. 1 φθίσασθαι (ἀπο-) Q.S. 14.545: 3pl. aor. Pass. ἔφθῐθεν, v. ἀποφθίνω: aor. 2 ἐφθίμην, ἔφθῐσο A.Th.971 (lyr.); ἔφθῐτο Il.18.100, Thgn.1141 (nisi leg. ἔφθιται), A.Eu.458, S.OT962, E.Alc.414 (lyr.); 3pl. ἐφθίατο Il.1.251; imper. 3sg. φθίσθω (ἀπο-) 8.429; Ep. subj. φθίεται 20.173, φθιόμεσθα 14.87; opt. φθίμην (ἀπο-) Od.10.51, φθῖτο (φθῖτ') 11.330 (the v.l. φθεῖτ' is incorrect); inf. φθίσθαι Il.9.246, 13.667, Od.14.117, 15.354, (κατα-) 2.183 (always with incorrect v.l. φθεῖσθαι); part. φθίμενος, v. infr. 1.2: rare in pf., ἔφθιται Od.20.340, 3pl. ἐξέφθινται A.Pers.679 (lyr.). [Hom. has ῑ in φθίῃς (infr.1.2), ῐ in ἔφθιεν (infr.), φθιόμεσθα, φθίεται: ῑ always in fut. and aor. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (sed v. infr. ΙΙ), cf. φθισήνωρ, φθισίμβροτος (qq.v.): ῐ always in aor. and pf. Pass. (v. supr.), exc. in opt. (v. supr.):—Hom. also uses ῑ in φθίνω (prob. fr. *φθῐνϝω, cf. φθίνυθω) whereas ῐ always in φθῐνω in Pi. and Trag., who use ῐ even in ἔφθισα, v. infr. 11.] (Cf. ψίνω, ψινάς, ψίσις: φθῐ- and ψῐ- correspond to Skt. kṣi-, pres. kṣiṇā́ti, kṣiṇóti, 'he destroys', Pass. Kṣī́yante 'they perish', ákṣitas ( = ἄφθιτος) 'imperishable', fut. stem kṣeṣya- ( = φθεισο-), aor. stem kṣeṣ- (= φθεισ-).)
I decay, wane, of time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (opt. aor.) first would the night be come to an end, Od.11.330: τῆς νῦν φθιμένης νυκτός S.Aj.141 (anap.); in this sense mostly in pres. φθίνω, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα = they wane or pass away, Od.11.183, etc.; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω = let not thy life be wasted, 5.161: esp.
b of the moon, wane, [σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα Arist.Cael. 291b20; hence, in monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i.e. towards the month's end, 10.470, etc.; later, μὴν φθίνων, the last decad, IG12.298.17, 328.13, Th.5.54, etc.; opp. ἱστάμενος (ἵστημι B. 111.4), μεσῶν, but in Hom., the second half of the month (τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο), Od.14.162, 19.307.
c of the stars, decline, set, A.Ag.7 (prob. interpol.).
2 of persons, waste away, pine, perish, ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od.2.368 (perhaps aor. subj. with ῑ metri grat.); ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν = was wasting away in mind, Il.18.446 (perhaps trans., causing his heart to pine; prob. impf., but possibly aor.); φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ E.Alc.203; ἐκ φόνων S.Tr.558; οἱ φθίνοντες = consumptive people, Hp.Aph.3.10, cf. Epid.1.24.
b of life, strength, etc., οὐ φθίνει ἀρετά Pi.P.1.94; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S.OC610, cf. OT665 (lyr.); ὕβρις . . ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id.Fr.786; ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id.Tr.548; τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E.Fr.415.5, cf. Pl.Phd.71b, Ti.81b, etc.; c. dat. modi, πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν... φθίνουσα δ' ἀγέλαις S.OT25; of things, fade away, disappear, ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id.Tr.677; τὸ σῶμα φθίνει Hp.Loc.Hom.24; metaph., φθίνοντα Ααΐου θέσφατα S.OT906 (lyr.), cf. Ant.1013:—Pass., αὐτὸς φθίεται Il.20.173, cf. 14.87; more freq. in fut. and aor., ἤδη φθίσονται 11.821, cf. 19.329, Od.13.384; τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il.18.100; δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο 1.251; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667; νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο S.OT962; πρὸς φίλου ἔφθισο = wast slain by... A.Th.971 (lyr.), cf. E.Med.1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od.11.558, al.; χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος Il.8.359; ἐν πολέμῳ φθίμενον IG12. 976; φθίμενοι = the dead, φθιμένοισι μετείην Od.24.436; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt.7.220, cf. Euph.21; φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi.I. 4(3).10(28), cf. B.5.83; φθιμένοισιν A.Th.732 (lyr.); φθίμενος S.Tr. 1161, cf. Ant.836 (anap.); μηδέτιν' εἰπεῖν . . φθιμένων E.Hec.137 (anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός), τὸν φθίμενον A.Th.336 (lyr., codd.); τῶν φ. Id.Ag.1023 (lyr.); τῶν πρότερον φ. Id.Ch.403 (anap.); φθίμενον δέμας, σῶμα, mortal, IG9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη = Perishing, personified as a goddess, Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1: rare in Prose, τοῖς φθιμένοις X.Cyr.8.7.18.
II Causal, in fut. φθ(ε)ίσω, aor. 1 ἔφθεισα, ἔφθισα (usu. written φθίσω, ἔφθισα in codd., but correctly φθεισαν (Od.20.67) in PHib.1.23 (iii B. C.), φθείσει (Il.6.407) in cod. A and Et.Gen.cod.B (Miller Mélanges 300)), cause to decay or pine away, consume, destroy, φθ(ε)ίσει σε τὸ σὸν μένος Il.6.407; τὸν Πάτροκλος ἔμελλε φθ(ε)ίσειν 16.461, cf. 22.61; οἳ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθ (ε) ῖσαι γόνον Od.4.741; ἵνα φθ (ε) ίσωμεν ἑλόντες αὐτόν 16.369; τόν ἔθελον φθ(ε)ῖσαι ib.428; τοκῆας . . φθ(ε)ῖσαν θεοί 20.67: rare in Trag. (only lyr., and in the form ἔφθῐσα), Μοίρας φθίσας A.Eu.173; τὸν . . ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ S.OT202; φυτὸν ἥμερον μήτε φθίνειν μήτε σίνεσθαι Pythag. ap. D.L.8.23; νῦν σε μοῖρα . . φθίνει, φθίνει dub. in S.El.1414 (lyr., fort. σοι).

German (Pape)

[Seite 1271] und impf. ἔφθιον, nur Il. 18, 446 Od. 2, 368, häufiger φθίνω, sowohl trans., als intr., fut. φθίσω und aor. ἔφθισα nur trans.; intr. fut. φθίσομαι, perf. und plusqpf. ἔφθιμαι und ἐφθίμην, auch syncop. aor. ἐφθίμην, φθίσθαι, φθίμενος, conj. φθίωμαι, φθίεται, Il. 20, 173, φθιόμεσθα statt φθιώμεθα, Il. 14, 87, opt. φθἰμην, φθῖο, φθῖτο, Od. 10, 51. 11, 330; ἐφθικυῖαι hat Diosc. prooem. 1, 1 p. 6; vgl. auch φθινύθω und ἀποφθίθω; – 1) intrans., abnehmen,schwinden, hinschwinden, vergehen; von der Zeit, μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω Od. 5, 161, φθίνουσιν νύκτες, die Nächte schwinden hin, vergehen, 11, 183. 13, 338. 16, 39; πρίν κεν νὺξ φθῖτο 11, 330, eher wird die Nacht vergehen; μηνῶν φθινόντων 10, 470. 19, 153. 24, 143, d. i. indem die Monate abnahmen, hinschwanden, zu Ende gingen; Odyss. 14, 162. 19, 307 τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, wenn der eine Monat zu Ende geht, der andere beginnt, d. h. zur Zeit des Neumondes; μὴν ἱστάμενος ist auch gradezu die erste Hälfte eines Monats, μὴν φθίνων die zweite, Hesiod. O. 780; nach einer anderen Bestimmung, die auch im Attischen Kalender herrscht, wird der Monat in drei Decaden eingetheilt, μὴν ἱστάμενος, die ersten zehn Tage des Monats, die erste Dekade, μὴν μεσῶν, die zweite, und μὴν φθίνων, die dritte Dekade, z. B. Thuc. 5, 54. – Οὐ φθίνει ἀρετά Pind. P. 1, 90; von den Gestirnen, untergehen, ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν Aesch. Ag. 7; so anch vom Alter, ὁρῶ μὲν ἥβην, τὴν μὲν ἕρπ ουσαν πρόσω, τὴν δε φθίνουσαν Soph. Trach. 545; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος O. C. 616, und öfter; φθίνοντα γὰρ Λαΐου θέσφατ' ἐξαιροῦσιν ἤδη 906, d. i. nicht beachtet werden; von Menschen, untergehn, sterben, ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od. 2, 368; ἢ αὐτὸς φθίεται Il. 20, 173; ὄφρα φθιομεσθα 14, 87; Νέσσου φθίνοντος Soph. Tr. 555, vgl. El. 1406 Ant. 691; und so bes. fut. und aor. med., ἤδη φθίσονται Il. 11, 821, τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il. 18, 100; ἤδη δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο 1, 251; χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος 8, 359, vgl. 16, 581 Od. 11, 558. 24, 436; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι Il. 13, 667; φθίμενος Pind. P. 4, 112 N. 10, 59 I. 7, 60, der Todte, wie Tragg. oft, wie Orac. bei Her. 7, 220, wie bei sp. D., Add. 5 (VII, 305); πρὸς φίλου ἔφθισο Aesch. Spt. 954; ἔφθιθ' οὗτος οὐ καλῶς Eum. 436; νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο Soph. O. R. 962; φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ Eur. Alc. 201, u. öfter; in Prosa viel seltener: τοῖς ἐναντίοις φθίνει τε καὶ διόλλυται Plat. Phaedr. 246 e; φθίνει πᾶν im Gegensatz von αὐξάνεται Tim. 81 b, vgl. Phaed. 71 b, und öfter im praes. und impf.; φθίμενος Xen. Cyr. 8, 7,18. – 2) trans., abnehmen oder schwinden machen, entkräften, aufreiben, vertilgen, zerstören; und von Menschen, umbringen, tödten; φρένας ἔφθιεν, das Herz fraß er, zehrte es in Gram auf, Il. 18, 446, was Andere intrans. fassen; so auch φθινύθω (s. oben); Sp. brauchen auch φθίνω so; sonst nur fut. u. aor. act., φθίσει σε τὸ σὸν μένος, deine Kraft, dein Muth wird dich aufreiben, umbringen, Il. 6, 407; ὃν Ζεὺς φθίσει 22, 61; τόν οἱ Πάτροκλος ἔμελλεν φθίσειν 16, 461, τοκῆας μὲν φθίσαν θεοί Od. 20, 67; οἳ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον 4, 741, wie 16, 428; ἵνα φθίσωμεν ἑλόντες αὐτόν ib. 369; παλαιγενεῖς δὲ Μοίρας φθίσας Aesch. Eum. 165; τὸν μέλεον φθίσας Soph. Trach. 1032; τὸν ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ O. R. 202. – [Ι ist in φθίω praes. conj. Od. 2, 368 lang, im impt. ἔφθιεν kurz Il. 18, 446; im fut. u. im aor. act. ist es nur lang, z. B. Il. 16, 461. 22, 61. 24, 86 Od. 20, 67, dagegen im perf., plusquampf. und aor. sync. med. immer kurz, außer im opt. des letzteren, Od. 10, 51. 11, 330. – In φθίνω ist ι bei den Epikern lang, bei den Attikern kurz, auch schon bei Pind. P. 1, 90. – In ἀποφθιεῖν braucht Soph. Al. 1027, in ἀποφθίσαι Trach. 709 das ι kurz.]

French (Bailly abrégé)

f. φθίσω, ao. ἔφθισα, pf. rare ἔφθικα;
Pass. ao. ἐφθίθην, pf. ἔφθιμαι;
1 intr. (au prés. et à l'impf) périr, dépérir, se consumer, se flétrir : ἀχέων φρένας ἔφθιεν IL il se consumait de chagrin dans son cœur;
2 tr. (au f. et à l'ao.) faire périr lentement, consumer, perdre peu à peu, acc.;
Pass.-Moy. φθίομαι (pf. ἔφθιμαι, pqp. ἐφθίμην aussi empl. comme ao.2sbj. φθίωμαι, épq. φθίομαι, φθίεται, φθιόμεσθα ; opt. φθίμην, φθῖο, φθῖτο, inf. φθίσθαι, part. φθίμενος ; ao. Pass. homér. ἐφθίθην) dépérir, se consumer : φθ. κακὸν οἶτον OD périr d'une mort funeste ; νόσοις SOPH, ὑπὸ νούσῳ IL mourir épuisé par les maladies, par la maladie ; πρός τινος périr de la main de qqn ; οἱ φθίμενοι les morts.
Étymologie: R. Φθι, épuiser, ruiner ; cf. φθίνω.

Russian (Dvoretsky)

φθίω: (ῑ; fut. φθίσω с ῑ и ῐ, aor. 1 ἔφθισα с ῑ и ῐ - эп. φθῖσα, aor. 2 ἔφθιον, pf. ἔφθῐκα; pass.: aor. ἐφθίθην - эп. 3 л. pl. ἔφθιθεν, pf. ἔφθῐμαι, ppf. ἐφθίμην)
1 тж. med. кончаться, проходить: πρίν κεν καὶ νὺξ φθῖτο Hom. ночь кончится раньше (чем успею всех перечислить); ἡ νῦν φθιμένη νύξ Soph. только что минувшая ночь;
2 преимущ. med.-pass. погибать, умирать (δόλῳ, ὑπὸ νούσῳ Hom.; νόσοις Soph.): πρός τινος φθίσθαι Eur. погибнуть от чьей-л. руки; οἱ φθίμενοι Hom., Trag., Xen. погибшие, убитые, мертвецы;
3 губить, уничтожать (τινά Hom., Aesch., Soph.). - см. тж. φθίνω.

Greek (Liddell-Scott)

φθίω: παρατ. ἔφθιον, μόνον παρ’ Ὁμ. καὶ ἑκάτερος τῶν χρόνων τούτων μόνον ἅπαξ (ἴδε κατωτ. Ι, 2), ὁ δὲ συνήθης ἐνεστὼς εἶναι φθίνω παρατ. ἔφθῐνον Ἡρόδ. 3. 29, Πλάτ. Τίμ. 77Α· ― μέλλ. καὶ ἀόρ. φθίσω καὶ ἔφθισα (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― πρκμ. ἔφθῐκα Διοσκ. ἐν τῷ Προοιμίῳ 1. 2, (κατ-) Θεμίστ. 28. 341· ― Μέσ. καὶ Παθ. (ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας), μέλλ. φθίσομαι Ἰλ. Λ. 821, Ὀδ. Ν. 384· ― ἀόρ. α΄ φθίσασθαι (ἀπο-) Κόϊντ. Σμυρ. 14. 545· ― γ΄ πληθ. ἀορ. παθ. ἐφθίθεν, ἴδε ἀποφθίνω· ― πρκμ. ἔφθῐμαι, ἔφθιται Ὀδ. Υ. 340, (ἐξ-) Αἰσχύλ. Θήβ. 970· ― ὑπερσ. ἐφθίμην, ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ. ἔφθῐσο Αἰσχύλ. Θήβ. 970· ἔφθῐτο Ἰλ. Σ. 100, Θέογν. 1141, Αἰσχύλ. Εὐμ. 458, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 962, Εὐρ. Ἄλκ. 414· γ΄ πληθ. ἐφθίατο Ἰλ. Α. 251· προστ. γ΄ ἑνικ. φθίσθω (ἀπο-) Θ. 429· Ἐπικ. ὑποτ. φθίεται (ἀντὶ -ηται) Υ. 173, φθιόμεθα (ἀντὶ -ώμεθα) Ξ. 87· εὐκτ. φθίμην (ἀπο-) Ὀδ. Κ. 51, φθῖτο Λ. 330· ἀπαρ. φθίσθαι Ἰλ. Ι. 246, κλπ.· μετοχ. φθίμενος, ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ἴδε τὴν λ. φθείρω· (πρβλ. ὡσαύτως φθινάω, φθινύθω). [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν τῷ ἐνεστ. ὑποτακτ. φθίης, ῐ ἐν τῷ παρατ. ἔφθιεν (ἴδε κατωτ. Ι. 2), καὶ ἐν τῷ φθίομαι, φθίεται· ἀείποτε δὲ ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (ἴδε κατωτ. ΙΙ), πρβλ. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος· ῐ ἀείποτε ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ. (ἴδε ἀνωτ.), πλὴν ἐν τῇ εὐκτ. ἴδε ἀνωτ.· ― Ὁ Ὅμ. ὡσαύτως ἔχει ῑ ἐν τῷ φθίνω, ἐν ᾧ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς φέρεται ἀείποτε φθῐνω, (πρβλ. τίνω)· οἱ δὲ Τραγ. ἔχουσι ῐ ἔτι καὶ ἐν τῷ ἀορ. ἔφθισα, ἴδε ἐν τέλ.] Ι. κλίνω πρὸς τὸ τέλος, ἐλαττοῦμαι, ἐπιλείπω, παρέρχομαι, ἐπὶ χρόνου, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (εὐκτ. ἀορ.), «ἐπιλίποι» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 330· οὕτω, τῆς νῦν φθιμένης νυκτὸς Σοφ. Αἴ. 141· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συνηθέστατος εἶναι ὁ ἐνεστ. φθίνω, οἷον, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα, λήγουσι, παρέρχονται, Ὀδ. Λ. 183, κλπ.· μηδέ σοι αἰὼν φθινέτω, μηδὲ νὰ φθείρηκαι ἡ ζωή σου, Ε. 160· μάλιστα δὲ β) ἐπὶ τῶν σεληνιακῶν μηνῶν, μηνῶν φθινόντων Κ. 470. Κατὰ τὸ μετέπειτα ἐν χρήσει ἡμερολόγιον, μὴν φθίνων ἐκαλεῖτο ἡ τελευταία δεκὰς τοῦ μηνὸς (ὡς παρὰ Θουκ. 5. 54), ἱστάμενος δὲ καὶ μεσῶν ἡ πρώτη καὶ δευτέρα δεκάς, ἴδε ἐν λ. ἵστημι Β. ΙΙΙ. 3· ἀλλὰ τοιαύτη διαίρεσις δὲν ὑπάρχει παρ’ Ὁμ., διότι ἐν Ὀδ. Ξ. 162, Τ. 307 (τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ’ ἱσταμένοιο), μὴν φθίνων εἶναι τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ μηνός, ὡς ἀποδείκνυται ἐκ τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 778. γ) ἐπὶ ἀστέρων, κλίνω πρὸς τὴν δύσιν, δύνω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 7· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 11, 2· πρβλ. φθίνασμα. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φθείρομαι, μαραίνομαι, ἀπόλλυμαι, χάνομαι, ὥς γε δόλῳ φθίῃς Ὀδ. Β. 368· ἤτοι ὃ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν Ἰλ. Σ. 446· φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ Εὐρ. Ἄλκ. 203· ἐκ φόνων Σοφ. Τραχ. 558· οἱ φθίνοντες, οἱ φθισικοὶ (πρβλ. φθίσις), Ἱππ. Ἀφορ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· ― ἀκολούθως ἐπὶ ζωῆς καὶ ἰσχύος, οὐ φθίνει ἀρετὰ Πινδ. Π. 1. 184· φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος Σοφ. Οἰδ. Κολ. 610, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 666· ὕβρις... ἀνθεῖ τε καὶ φθ. πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 704· ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 548 τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει Εὐρ. Ἀποσπ. 419. 5, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 71Β, Τίμ. 81Β, κλπ.· μετὰ δοτ. τρόπου, πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν..., φθίνουσα δ’ ἀγέλαις Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 25· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαφανίζομαι, χάνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 677· φθίνοντα Λαΐου θέσφατα ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τύρ. 906, πρβλ. Ἀντιγ. 1013· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., αὐτὸς φθίεται Ἰλ. Υ. 173., πρβλ. Ξ. 87· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., ἤδη φθίσονται Λ. 821, πρβλ. Τ. 329, Ὀδ. Ν. 384· τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Ἰλ. Τ. 100· δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο Α. 251· νούσῳ ὑπ’ ἀργαλέῃ φθίσθαι Ν. 667· οὕτω παρὰ Τραγ., νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 962· ὡσαύτως, πρὸς φίλου ἔφθισο, ἐφονεύθης ὑπὸ φίλου, Αἰσχύλ. Θήβ. 970, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1414· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ. φθίμενος, φονευθείς, νεκρός, Ὀδ. Λ. 557, κ. ἀλλ.· ὑπ’ Ἀργείων φθίμενος Ἰλ. Θ. 359· φθίμενοι, οἱ νεκροί, φθιμένοισι μετείην Ὀδ. Ω. 436· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς πενθήσει βασιλῆ φθ. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220· φωτῶν φθιμένων Πινδ. Ι. 4 (3). 16· φθιμένων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449· φθιμένοισιν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 732· φθίμενος Σοφ. Ἀποσπ. 1161, πρβλ. Ἀντιγ. 836· φθιμένων τις Εὐρ. Ἑκ. 139· σπανιώτερον μετὰ τοῦ ἄρθρου (πρβλ. φθιτός), τὸν φθίμενον Αἰσχύλ. Θήβ. 336· τῶν φθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1023· τῶν πρότερον φθ. ὁ αὐτ. 403· ― λίαν σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τοῖς φθιμένοις Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 9, 18. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ μέλλ. φθίσω, ἀόρ. α΄ ἔφθισα [ῑ παρ’ Ἐπικ.], καταστρέφω, φονεύω, φθίσει σε τὸ σὸν μὲνος Ἰλ. Ζ. 407· τὸν Πάτροκλος ἔμελλεν φθίσειν Π. 461 πρβλ. Χ. 61· οἱ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον Ὀδ. Δ. 741· ἵνα φθίσωμεν ἑλόντες αὐτὸν Π. 369· τόν ῥ’ ἔθελον φθῖσαι αὐτόθι 428· τοκῆας... φθῖσαν θεοὶ Υ. 68· ― σπάνιον παρ’ Ἀττ., Μοίρας φθίσας Αἰσχύλ. Εὐμεν. 173, πρβλ. 727· τόν... ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 202· ― ὁ ἐνεστ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐν Σοφ. Ἠλ. 1414, νῦν σε μοῖρα... φθίνει, φθίνει (ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. φθίνειν, φθίνειν)· οὕτω παρὰ Διογέν. Λαερτ. 8. 23· ― πρβλ. ἀποφθίνω, καταφθίνω.

English (Autenrieth)

fut. φθίσω, aor. 3 pl. φθῖσαν, inf. φθῖσαι, mid. fut. φθίσομαι, aor. 2 ἔφθιτο, subj. φθίεται, φθιόμεσθα, opt. φθίμην, φθῖτ(ο), inf. φθίσθαι, part. φθίμενος, pass. perf. ἔφθιται, plup. ἐφθίμην, 3 pl. ἐφθίαθ, aor. 3 pl. ἔφθιθεν: trans., fut. and aor. act., consume, destroy, kill, Il. 16.461, Od. 20.67, Od. 16.428; intrans. and mid., waste or dwindle away, wane, perish, die; μηνῶν φθῖνόντων (as the months ‘waned'), φθίμενος, ‘deceased,’ Od. 11.558.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α
1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. διέρχομαι το στάδιο της παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», Σοφ.)
3. αστρον. (για τη σελήνη) προχωρώ προς τη χάση μου (α. «φθίνουσα σελήνη» — η φάση της Σελήνης από την Πανσέληνο μέχρι τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο τμήμα της ελαττώνεται βαθμηδόν
β. «(σελήνη) αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», Αριστοτ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) χάνω σιγά σιγά τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, μαραζώνω (α. «φθίνει από τη στενοχώρια της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «φθίνουσα πρόοδος»
μαθημ. βλ. πρόοδος
β) «νόμος φθινουσών αποδόσεων»
(οικον.) νόμος της μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα σημείο και πέρα το μέσο προϊόν εργασίας αρχίζει να φθίνει
αρχ.
1. (για αστέρες) δύω, βασιλεύω
2. (για πράγμ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», Πίνδ.
β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν», Σοφ.)
3. (για πρόσ.) πεθαίνω («νόσοις ὁ τλήμων... ἔφθιτο», Σοφ.)
4. (μτβ.) α) ενεργώ έτσι ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί κάτι σιγά σιγά («φθίσει σε τὸ σὸν μένος», Ομ. Ιλ.)
β) (σχετικά με πρόσ.) σκοτώνω, φονεύω («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι γόνον», Ομ. Οδ.)
5. (μόνον ο τ. ψίνω στο μέσ.) ψίνομαι
(για άμπελο) αποβάλλω τους καρπούς μου προτού να ωριμάσουν
6. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ φθίνοντες
οι φυματικοί
7. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) φθίμενος, -ένη, -ον
αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός («κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας», επιγρ.)
8. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ φθίμενος
α) ο θνητός
β) ο νεκρός
9. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φθιμένη
η προσωποποίηση της έννοιας της φθοράς, της καταστροφής
10. φρ. «μὴν φθίνων»
(στο αττ. ημερολόγιο) η τρίτη και τελευταία δεκάδα ενός μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθῑνω (< φθίνFω, για τη διαλεκτική εναλλαγή --/--, μετά την απλοποίηση του συμπλέγματος -νF-, πρβλ. φθᾱ-νω < φθάνFω, βλ. και λ. φθάνω) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gzwhei- «αφανίζω, εξαφανίζομαι, χάνομαι (συχνά αναφορικά προς τη χάση της σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. kse- / ksi- με σημ. «αφανίζω, καταστρέφω, χάνομαι» (πρβλ. ksayah, ksināti κ.λ.π.). Το αρκτικό ks- τών αρχ. ινδ. τ. καθώς και η παρουσία στην Ελληνική τ. με αρκτικό ψ- (πρβλ. ψινάς, ψίνω, ψίσις) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου gzwh- (βλ. και λ. φθάνω, φθείρω). Ο ενεστ. φθίνω έχει σχηματιστεί από τη ρίζα gzwhi- με έρρινο ένθημα -n-/-ν- και παρέκταση -u/F- της ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. φθινευμι / φθινῦμι (< gzwhi-n-eu/gzwhi-n-u-, πρβλ. αρχ. ινδ. ksinoti, ksinumah με έρρινο ένθημα επίσης) ο οποίος, με μετάσταση στη θεματική συζυγία, έδωσε τ. φθίνFω (για ανάλογο σχηματισμό βλ. και λ. φθάνω). Η μορφή αυτή φθίνFω διατηρείται στους τ. φθινύω και φθινύθω όπου το -F- απαντά με τη φωνηεντική του μορφή ως -υ- (για το σύστημα αρχ. ινδ. ksinoti: φθινῦμι: φθίνFω: φθινύω, πρβλ. αρχ. ινδ. sanoti: ἄνῡμι: ἄνFω [> ᾱνομαι / ἄνω]: ἀνύω, βλ. λ. ἀνύω). Το ρ. φθίνω εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, αλλά και κατά την κλίση του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας gzwhei-: φθῐ- της μηδενισμένης βαθμίδας (πρβλ. φθίσις, φθιτός, μέσ. αορ. -φθι-το, μτχ. φθίμενος), φθῐν- από το θ. του ενεστ. (πρβλ. φθινάς, φθινώδης), φθοι- της ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. φθόη < φθοyα). Η μορφή φθει- της απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. του μέλλ. φθείσω / φθείσομαι και σε ορισμένους σύνθ. τ. (πρβλ. φθεισήνωρ), οι οποίοι όμως απαντούν σχεδόν παντού με -- αντί -ει- (βλ. και τα σύνθ. με α' συνθετικό φθισι-), γεγονός που ερμηνεύεται είτε με βάση μια αρχαία αντικατάσταση της εναλλαγής -ei-/-i- της ΙΕ από μια εναλλαγή --/-- είτε από την ιωτακιστική προφορά της διφθόγγου -ει-. Ωστόσο, παρλλ. προς τους τ. φθῑσω, ἔφθῖσα απαντά και τ. αορ. ἔφθῐσα (και στη συνέχεια και ο μέλλ. φθῐσω) σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. φθῐνω, κατά το σχήμα τών αορ. σε -ισα < ρ. σε -ίζω (πρβλ. ἔσχισα: σχίζω). Τέλος, εκτός από τον ενεστώτα φθίνω, απαντούν και οι τ. φθινύω (πρβλ. τον τ. του Ησύχ. φθινύουσι
φθείρονται), φθινύθω, φθίω (χωρίς την παρέκταση -ν-F- του φθίνω), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. φθινῶ, -άω ή -έω, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με αφετηρία τους τ: μέλλ. φθιν-ή-σω και αόρ. -φθίν-η-σα (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. φθῐν- του ενεστ. με αναλογική επέκταση -η-)].

Greek Monotonic

φθίω: [ῑ], παρατ. ἔφθιον, πιο συνήθης τύπος φθίνω [ῐ], παρατ. ἔφθῐνον· για μέλ. και αόρ. αʹ, βλ. απαρ. βʹ — Μέσ., μέλ. φθίσομαι [ῑ] — Παθ., γʹ πληθ. Παθ. αόρ. ἔφθῐθεν· παρακ. ἔφθιμαι, ἔφθιται, υπερσ. ἐφθίμην [ῐ], χρησιμ. επίσης ως αόρ. βʹ ἔφθῐσο, ἔφθῐτο, Επικ. γʹ πληθ. ἐφθίατο, γʹ ενικ. προστ. φθίσθω, Επικ. υποτ. φθίεται (αντί του -ηται), φθιόμεθα (αντί του -ώμεθα), ευκτ. -φθίμην, φθῖτο, απαρ. φθῖσθαι, μτχ. φθίμενος· δεν υπάρχει διαφορά στη σημασία ανάμεσα σε Ενεργ. και Παθ.,
I. 1. φθείρομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, λέγεται για το χρόνο, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (ευκτ. Παθ. αορ. βʹ) προτού η νύχτα φτάσει στο τέλος, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τῆς νῦν φθιμένης νυκτός, σε Σοφ.· φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα, χάνονται ή παρέρχονται, σε Ομήρ. Οδ.· μηδέ σοι αἰὼν φθινέτω, μην αφήνεις την ζωή να χάνεται (φθείρεται), στο ίδ.· ομοίως λέγεται στον υπολογισμό των μηνών, μηνῶν φθινόντων, στη χάση του φεγγαριού, δηλ. κοντά στο τέλος των μηνών, σε Ομήρ. Οδ.· μὴν φθίνων, το τέλος του μήνα, βλ. ἵστημι Β. III. 3.
2. λέγεται για τα αστέρια, δύω, σε Αισχύλ.
3. λέγεται για ανθρώπους, χάνομαι, μαραίνομαι, φθείρομαι, σε Όμηρ., Ευρ.· χρησιμοποιείται για πράγματα, χάνομαι, εξαφανίζομαι, σε Σοφ.· ομοίως, σε Παθ., αὐτὸς φθίεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤδη φθίσονται, σε Όμηρ.· συχνά με μτχ., φθίμενος, πεθαμένος, νεκρός, σε Όμηρ.· φθίμενοι, νεκροί, φθιμένοισι μετείην, σε Ομήρ. Οδ., σε Τραγ.
II. μτβ., σε μέλ. φθίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἔφθῑσα, κάνω να καταστραφεί ή να χαθεί, καταστρέφω, αφανίζω, σε Όμηρ.· άπαξ, σε Αισχύλ. φθίσας [ῐ].

Middle Liddell

there is no diff. of sense in Act. and Pass.]
I. to decay, wane, dwindle, of time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (aor2 pass. opt.) first would the night be come to an end, Od.; so, τῆς νῦν φθιμένης νυκτός Soph.; φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα they wane or pass away, Od.; μηδέ σοι αἰὼν φθινέτω let not thy life be wasted, Od.:— so, in the monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i. e. towards the month's end, Od.:— μὴν φθίνων the ending of the month, v. ἵστημι B. III. 3.
2. of the stars, to decline, set, Aesch.
3. of men, to waste away, pine, perish, Hom., Eur.;—of things, to fade away, disappear, Soph.:—so in Pass., αὐτὸς φθίεται Il.; ἤδη φθίσονται Hom.:—often in part. φθίμενος, slain, dead, Il.; φθίμενοι the dead, φθιμένοισι μετείην Od., Trag.
II. Causal, in fut. φθίσω [ῑ], aor1 ἔφθῑσα, to make to decay or pine away, to consume, destroy, Hom.; once in Aesch. φθίσας [ι].

Lexicon Thucydideum

ad finem vergere (de mense), to draw to a close (of a month), 5.19.1, 5.19.15.54.3.

Translations

destroy

Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎