κλῆρος
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
(A), Dor. κλᾶρος Pi. (v. infr.), Leg.Gort.5.27, etc., ου, ὁ:— A lot, κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ Il.7.175; κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον 3.316, cf. Od.10.206; ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης 7.182; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο 23.352; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209, cf. SIG1023.94 (Cos); κλήρῳ πεπαλάσθαι Od.9.331; κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι Il.24.400, cf. 23.862, A.Pers.187, Hdt.3.83, etc.; πάντας ἀνέφεδρος ἐπαγκρατίασε τοὺς κ., i.e. he never drew a bye, SIG1073.29 (ii A.D.); κλήρου κατὰ μοῖραν E.Rh.545 (lyr.); διὰ τὴν τοῦ κ. τύχην Pl.R.619d, etc.; κλάροισι θεοπροπέων = divining by lots, Pi.P.4.190: hence, of oracles, E.Hipp.1057, Ph. 838; Ἑρμῆς γὰρ ὢν κλήρῳ ποιήσεις οἶδ' ὅτι Ar.Pax365; κ. Ἑρμοῦ E. Fr.39. 2 casting of lots, drawing of lots, κ. τίθεσθαι Id.IA1198, cf. Tr.186 (lyr.); δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶσι τῶν ἀρχῶν μετεῖναι ἐν τῷ κ. X. Ath.1.2, cf. Arist.Pol.1300a19, IG5(1).1390.116 (Andania, i B.C.); = Lat. sortitio provinciarum, Plu.Aem.10. 3 λαβὼν πίστιν… κλήρου dub. sens. in OGI494.19 (i or ii A.D.). II that which is assigned by lot, allotment of land, Hdt.2.109, Th.3.50, Pl.Lg.740b, Arist.Pol. 1265b15, al.; λαβεῖν τᾶς χώρας ἐξαίρετον τὸν πρῶτον κλᾶρον SIG141.6 (Corc.Nigr., iv B.C.); κ. ἱππικός OGI229.102 (Smyrna, iii B.C.); περὶ τοῦ λάχους τριάκοντα καὶ ἑπτὰ κλάρων Schwyzer 289.88 (Priene, ii B.C.), cf. 313.4, al. 2 generally, piece of land, farm, estate, οἶκος καὶ κ. Il.15.498; οἶκόν τε κ. τε Od.14.64, cf.Hes.Op.37, 341, Pi.O.13.62; κατέφαγε τὸν κ. Hippon.35.4; οἱ κ. τῶν Συρίων their lands, Hdt. 1.76, cf. 9.94, Call.Del.281, etc.; Κύπρου Πάφου τ' ἔχουσα… κλῆρον, of Aphrodite, A.Fr.463; κατὰ κ. Ἰαόνιον Id.Pers.899 (lyr.); κλῆροι χθονός E.Heracl.876; τῶν λαβόντων ἐν Ὀρχομενῷ κλᾶρον ἢ οἰκίαν IG 5(2).344.12 (iii B.C.), cf. SIG169.61 (Iasus, iv B.C.); Πισαίοις ἐνὶ κλήροισι Nic.Fr.74.5. b. pl., title-deeds, PGrenf.1.14.11 (ii B.C.). 3 legacy, inheritance, heritable estate, Is.11.9, Pl.Lg.923d, Arist.Ath.9.2, SIG1186 (iv B.C.), IG22.1368.127, 154. b. collect., body of inheritors, Leg.Gort.l.c. 4 Astrol., certain degrees in the zodiac connected with planets and important in a nativity, Cat.Cod.Astr.1.169, 170, Ptol.Tetr.111, Vett.Val.59.21, al., Paul.Al.K.2 (cf. Sch.); κ. τύχης Ptol.Tetr.129. 5 generally, province, sphere, ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων Dam.Pr.369. III of the Levites, Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ LXX De.18.2: hence, of the Christian clergy, ἐν κλήρῳ καταλεγόμενος Cod.Just.1.3.38.2, Just.Nov.6.1.7, Astramps.Orac.98.7.
(B), ου, ὁ, a beetle destructive in beehives, Clerus apiarius, Arist.HA605b11, 626b17.
German (Pape)
[Seite 1451] ὁ (vielleicht von κλάω, weil man in den ältesten Zeiten Scherben, Stückchen von Reisern oder Aehnliches zu Loosen brauchtej, – 1) das Loos, das Zeichen des Looses; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο· πάλλ' Ἀχιλεύς· ἐκ δὲ κλῆρος θόρε Νεστορίδαο Il. 23, 352, wo zugleich die gewöhnlichste Art der Bestimmung oder die Wahl durchs Loos beschrieben ist; vgl. 7, 175 οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ, und 182. 189. 3, 316. 328 Od. 10, 206; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, sie warfen das Loos, 14, 209 (vgl. κλῆρον βάλλεσθαι ὑπέρ τινος Plut. Luc. 27); κλήρῳ πεπαλάχθαι 9, 331; κλήρῳ λαχεῖν Il. 24, 400; κλήροις θεοπροπέων Pind. P. 4, 191, durch Loose den Rathschluß der Götter erforschen; vgl. Eur. Phoen. 852 κλήρους δ' ἐμοὶ φύλασσε, οὓς ἔλαβον οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών; Ion 908; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα Aesch. Pers. 123; κλῆρος ἐνθάθ' οὐκ ἐπάλλετο Soph. Ant. 392; ὅτ' αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς κλήροις ἔπηλαν El. 700, als die Kampfrichter durchs Loos sie bestimmten, sie aufstellten; κλήρου κατὰ μοῖραν Eur. Rhes. 545; Her. 3, 83; διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Plat. Rep. X, 619 d; ὡς τὸ πολὺ ἀπὸ κλήρων αἱ ἀρχαὶ ἐν αὐτῇ γίγνονται Rep. VIII, 557 a, die Aemter werden durchs Loos, nach dem Loose zugetheilt; Hermes stand dem Loosen vor, Ar. Pax 364 u. Schol. – Das Loosen selbst, κλῆρον τίθεσθε Eur. I. A. 1198; κλ. καὶ χειροτονία Xen. rep. Ath. 1, 2; vgl. Plut. Timol. 31 Aem. P. 10. – Später heißen auch die Würfel, mit denen man wie durch das Loos über Zweifelhaftes entschied, κλῆροι. – 2) das Verloos'te, durch das Loos Zugetheilte oder Zugefallene, der Antheil, bes. der Antheil am Erbe, die Erbschaft, u. vorzugsweise ein vererbtes Grundstück, Erbgut; καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il. 15, 497, vgl. Od. 14, 62; Hes. O. 37. 339, Ländereien, bebau'te Felder, φθείρων τῶν Συρίων τοὺς κλήρους Her. 1, 76, vgl. 9, 94; κατὰ κλῆρον Ἰόνιον Aesch. Pers. 866; πόλιν πατρὸς ὄψεσθε, κλήρους δ' ἐμβατεύσετε χθονός Eur. Heracl. 876; ἐχέτω τὴν θυγατέρα καὶ τὸν κλῆρον τοῦ τελευτήσαντος Plat. Legg. XII, 924 e, öfter, wie bei den Rednern; bes. Reden des Isaeus ὑπὲρ τοῦ κλήρου τινός, über die Erbschaft; κατέφαγε δὴ τὸν κλῆρον Hipponax bei Ath. VII, 304 b; – πόληες, αἳ κλήρους ἐστήσαντο, die sich ansiedelten, Callim. Del. 281. – 3) ein den Bienenstöcken schädliches Insekt, Arist. H. A. 8, 27. 9, 40. – 4) bei den K. S. der Klerus, die Geistlichkeit.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. 1 objet dont on se sert pour tirer au sort, primit. petites pierres, cailloux, petits morceaux de bois qu’on déposait dans un casque, postér. dans un vase où on les agitait avant de tirer : ἐν κλήρους ou ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο IL, OD ils jetèrent les sorts (dans le casque) ; κλῆρον καθιέναι SOPH jeter le sort (dans le casque ou dans l'urne) ; κλήρους ἐν κυνέῃ πάλλειν IL agiter les sorts dans un casque ; ἐξέθορε κλῆρος κυνέης IL le sort est sorti du casque ; ἐκ κλῆρος ὄρουσεν IL le sort est sorti ; κλήρῳ λαχεῖν IL obtenir par le sort;
2 tirage au sort, attribution par le sort (d'une fonction, etc.);
II. ce qu’on obtient par le sort, lot, part ; particul. :
1 part d'héritage ; héritage;
2 bien, domaine ; particul. lot de terre assigné à des colons (cf. κληρουχία) ; en gén. contrée possédée ou habitée par qqn.
Étymologie: DELG cf. κλῆμα, lat. clades, de κλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῆρος -ου, ὁ, Dor. κλᾶρος [~ κλάω] lot, potscherf (voor loting):; κλήρους ἐν κυνέῃ... πάλλον zij schudden de loten in een helm Il. 3.316; κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος ieder gaven zij hun potscherf een eigen teken Il. 7.175; uitbr.:; ἡ δέλτος ἥδε κλῆρον οὐ δεδεγμένη dit tablet dat geen loterij nodig heeft (om vast te stellen wat het betekent) Eur. Hipp. 1057; loting:; κλήρῳ λάχον bij loting verkreeg ik Il. 24.400; κλῆρον τίθεσθαι een loting houden Eur. IA 1198; διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην door het toeval van de loting Plat. Resp. 619d; spec. loting voor ambten. (door het lot verkregen) aandeel, m. n. stuk land:; κλήρον ἴσον ἑκάστῳ... διδόντα aan ieder een even groot stuk land gevend Hdt. 2.109.1; uitbr. landgoed:; οἶκος καὶ κλῆρος het huis en het erf Il. 15.498; plur. landerijen:. φθείρων τῶν Συρίων τοὺς κλήρους de landerijen van de Syriërs verwoestend Hdt. 1.76.1. erfdeel:. ἤδη μὲν γὰρ κλῆρον ἐδασσάμεθ’ wij hadden ons erfdeel al verdeeld Hes. Op. 37.
Russian (Dvoretsky)
κλῆρος:
I дор. κλᾶρος ὁ
1 тж. pl. жребий (κλήρους ἐν κυνέῃ πάλλειν Hom.; κλάροισι θεοπροπέων Pind.): ἐν или ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Hom. они бросили жребии; Πάριος ἐκ κ. ὄρουσεν Hom. жребий пал на Париса; κλήρῳ λάχον ἐνθάδ᾽ ἕπεσθαι Hom. мне досталось по жребию идти туда; διὰ τὴν τοῦ χλήρου τύχην Plat. по прихоти жребия; ἀπὸ κλήρων γίγνεσθαι Plat. распределяться по жребию;
2 метание жребия, жеребьевка: κλῆρον τιθέναι Eur. решать в порядке жеребьевки; ἐν τῷ κλήρῳ καὶ ἐν τῇ χειροτονίᾳ Xen. в порядке жеребьевки или в порядке избрания;
3 доставшееся по жребию, удел, доля, наследство, достояние: οἶκος καὶ κ. Hom. дом со всем достоянием; ὁ κ. τοῦ τελευτήσαντος Plat. имущество покойного;
4 удел, владение, земельная собственность (οἱ κλῆροι τῶν Συρίων Her.; ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῶν κλήρων τροφὴν λαμβάνειν Arst.): κ. Ἰαόνιος (= Ἰόνιος) Aesch. владения ионян.
II ὁ клер, пестряк (Clems apiarius, жук, вредящий пчелиным ульям) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κλῆρος: Δωρ. κλᾶρος, ου, ὁ, κλῆρος, «λαχνός»· παρ’ Ὁμ. ἕκαστος σημειώνει τὸν κλῆρόν του καὶ ῥίπτει αὐτὸν ἐντὸς περικεφαλαίας (μεθ’ Ὅμηρ. ἦτο ἐν χρήσει ἀγγεῖον πρὸς τὸν σκοπόν, ἡ κληρωτρίς), ἐν ᾗ ἀνεπάλλοντο, οὗ τινος δὲ ὁ κλῆρος πρῶτος ἐξεπήδα ἐκ τῆς περικεφαλαίας οὗτος ἦτο ὁ λαχών, ὡς ἔφαθ’, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ’ ἔβαλον κυνέῃ... πάλλεν δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης... Αἴαντος Ἰλ. Η. 175· κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον Γ. 316, πρβλ. Ὀδ. Κ. 206· ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Ἰλ. Γ. 325· ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο Ψ. 352· ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Ὀδ. Ξ. 209· κλήρῳ πεπαλάσθαι Ι. 331· κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ἰλ. Ω. 400, πρβλ. Ψ. 862, Ἡρόδ. 3. 83, Αἰσχύλ. Πέρσ. 187, κτλ.· κλήρου κατὰ μοῖραν Εὐρ. Ρῆσ. 545· διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Πλάτ. Πολ. 619D, κτλ.· κλήροις θεοπροπέων, divinans per sortes, Πινδ. Π. 4. 338, πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 4. 67, Τακίτ. Γερμ. 10· ὅθεν ἐπὶ χρησμῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1057, Φοίν. 838, Ἴων 908. ― Ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν κλήρων θεὸς ἦτο ὁ Ἑρμῆς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 361. 2) τὸ ῥίπτειν ἢ ἐξάγειν κλήρους, κλ. τίθεσθαι Εὐρ. Ι. Α. 1198· πολλοὶ τῶν Ἀθήνησιν ἀρχόντων ἐξελέγοντο διὰ κλήρου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ χειροτονίας ἢ αἱρέσεως, Ξεν. Ἀθην. 1, 2, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 16· πρβλ. κύαμος ΙΙ, κληρωτός· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. sortitio provinciarum, Πλουτ. Αἰμίλ. 10. ΙΙ. τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον, ἡ διὰ κλήρου ἀπονομὴ γῆς εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. κληρουχία), Ἡρόδ. 2. 109, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 741Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 13., 2. 7, 6., 6. 4, 9., 7. 10, 11· ― ἀλλά, 2) παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, καθόλου, μέρος γῆς, ἀγροκήπιον, κτῆμα, οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Ἰλ. Ο. 498· οἶκόν τε κλῆρόν τε Ὀδ. Ξ. 64, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 37. 343, Πινδ. Ο. 13. 87· κατέφαγε τὸν κλῆρον Ἱππῶναξ 26· οἱ κλῆροι τῶν Συρίων, τὰ ἀγροτικὰ κτήματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 9. 94 (ἔνθα οἱ κλῆροι ἀμέσως κατόπιν καλοῦνται ἀγροί)· Κύπρου Πάφου τ’ ἔχουσα... κλῆρον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 325· κατὰ κλῆρον Ἰαόνιον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 897, πρβλ. καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 63. 4., 83. 4., 86. 9., 12. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. οἱ κληρικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς λαϊκούς· πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΗ΄, 20, Δευτ. ΙΗ΄, 2).
English (Autenrieth)
(1) lot, a stone or potsherd, on which each man scratched his mark, Il. 7.175. The lots were then shaken in a helmet, and he whose lot first sprang forth was thereby selected for the matter in hand.—(2) paternal estate, Od. 14.64.
English (Strong)
probably from κλάω (through the idea of using bits of wood, etc., for the purpose; a die (for drawing chances); by implication, a portion (as if so secured); by extension, an acquisition (especially a patrimony, figuratively): heritage, inheritance, lot, part.
English (Thayer)
κλήρου, ὁ, from Homer down; the Sept. mostly for גּורָל and נַחֲלָה; a lot; i. e.:
1. an object used in casting or drawing lots, which was either a pebble, or a potsherd, or a bit of wood (hence, κλῆρος is to be derived from κλάω (cf. Ellicott on βάλλοντες κλῆρον, Homer, Iliad 3,316, 325; 7,175, etc.; Livy 23,3 (but cf. B. D. American edition, under the word Lots, Casting of> Lot)); hence, ὁ κλῆρος πίπτει ἐπί τινα, what is obtained by lot, allotted portion: λαγχάνειν and λαμβάνειν τόν κλῆρον τῆς διακονίας, a prrtion in the ministry common to the apostles, R G; ἐστι μοι κλῆρος ἐν τίνι, dative of the thing, κληρονομία (which see) it is used of the part which one will have in eternal salvation, λαμβάνειν ... τόν κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις, among the sanctified, κλῆρος τῶν ἁγίων, i. e. the eternal salvation which God has assigned to the saints, Lightfoot). of persons, οἱ κλῆροι, those whose care and oversight has been assigned to one (allotted charge), used of Christian churches, the administration of which falls to the lot of the presbyters: Sophocles Lexicon, under the word; cf. Lightfoot on Philippians, p. 246f).
Greek Monolingual
(I)
ο (AM κλῆρος, Α δωρ. τ. κλᾶρος)
1. ο λαχνός, η κλήρωση («ἤτοι κλήρῳ γε λαχόντα», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. το μερίδιο γης που απονέμεται σε κάποιον με λαχνό («κλήρους δὲ ποιήσαντες τῆς γῆς πλὴν τῆς Μυθημναίων τρισχιλίους», Θουκ.)
3. το μερίδιο από κληρονομιά, η νόμιμη μοίρα, η κληρονομιά
4. το σύνολο των ιερωμένων που αποτελούν τους ανώτερους και κατώτερους εκπροσώπους της εκκλησίας, οι κληρικοί, το ιερατείο
5. ζωολ. γένος εντόμων που κατά τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κληρίδες
νεοελλ.
1. ο λαχνός που βγαίνει από την κληρωτίδα
2. η κλήση της κλάσης στην οποία ανήκει στρατιωτικά κάποιος
3. προορισμός, σκοπός του βίου, αποστολή
4. φρ. «μού 'λάχε ο κλήρος» — μού έτυχε, μού συνέβη
νεοελλ.-μσν.
μτφ. τύχη, μοίρα
μσν.
περιουσία, κτήματα
μσν.-αρχ.
1. το «ρίξιμο», το «τράβηγμα» του λαχνού, η κλήρωση («οὐκ ἐάσαντες κλῆρον γενέσθαι», Πλούτ.)
2. εκκλησιαστικό αξίωμα, λειτούργημα («γυμνούσθω τοῦ κλήρου», Αθαν. Σχολαστ.)
αρχ.
1. μερίδιο γης, κτήμα, αγρόκτημα («οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος», Ομ. Ιλ.)
2. οι κληρονόμοι
3. αστρολ. βαθμοί του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν επίδραση κατά τη γέννηση κάποιου
4. περιοχή, σφαίρα («ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων», Δαμάσκ.)
5. (στους Λευίτες) η τάξη τών κληρικών, σε αντιδιαστολή με τους λαϊκούς
6. στον πληθ. οἱ κλήροι
οι τίτλοι ιδιοκτησίας
7. φρ. εκκλ. «δίδωμι κλήρους» — χειροτονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με κελτική λ. που σήμαινε «σανίδα, κομμάτι ξύλου» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. clār, γαλατ. claur) έχει την ίδια ρίζα με τους τ. κλήμα, λατ. clādes (βλ. κλω).
ΠΑΡ. κληρικός, κληρώνω, κληρώ
αρχ.
κληρίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κληροδότης, κληρονόμος, κληρούχος
αρχ.
κληροπαλής, κληρουργία
μσν.
κλήραρχος, κληροποιώ
νεοελλ.
κληροδόχος, κληροκρατία, κληρομαντεία. (Β' συνθετικό) άκληρος, απόκληρος, επίκληρος, ναύκληρος, ολόκληρος
αρχ.
βαθύκληρος, δίκληρος, έγκληρος, έκκληρος, εύκληρος, ισόκληρος, ολιγόκληρος, ομόκληρος, πάγκληρος, πολύκληρος, πρόκληρος, σύγκληρος, τετράκληρος].
(II)
κλῆρος, τὸ (Μ)
1. κλήρωση
2. οι κληρικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλῆρος, (ὁ) με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
κλῆρος: Δωρ. κλᾶρος, -ου, ὁ,
I. 1. κλήρος, λαχνός· στον Όμηρ., κάθε άνδρας σημαδεύει τον δικό του κλήρο, έπειτα ρίχνονται όλοι μέσα σε μια περικεφαλαία και ο πρώτος που επιλέγεται είναι αυτός που κερδίζει.
2. ρίξιμο ή τράβηγμα κλήρων, σε Ευρ.· πολλοί αξιωματούχοι στην Αθήνα κατελάμβαναν τα αξιώματά τους με κλήρωση, αντίθ. προς την εκλογή (χειροτονία, αἵρεσις), σε Ξεν., Αριστ.· πρβλ. κύαμος II.
II. 1. κλήρος γης που παραχωρούνταν στους πολίτες (πρβλ. κληρουχία), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. κομμάτι γης, μοίρα, μερίδιο, σε Όμηρ. κ.λπ.
III. στους Εκκλ. οι κληρικοί, αντίθ. προς τους λαϊκούς.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lot, allotment, inheritance, piece of ground (Il.), (Christian) clergy (Just.).
Other forms: Dor. κλᾶρος
Compounds: Compp., e. g. κληρο-, κλαρο-νόμος heir with -νομέω, -νομία, -νομικός a. o. (IA, Dor.); ἄ-κληρος without lot, without inheritance, poor (λ 490); but ναύ-κληρος, -κλαρος from ναύ-κραρος (s. v.); after this also ὁλό-κληρος complete (IA.) from *ὁλό-κραρος? (Debrunner Phil. 95, 174ff.); against this with good grounds W. den Boer Mnemos. 3: 13, 143f.
Derivatives: Diminut. κληρίον (AP, pap.), Dor. κλαρίον notes for debt (Plu. Agis 13); adj. κληρικός belonging to a/the κλ. (Vett. Val.); denomin. verb κληρόω, κλαρόω cast lots, choose by lot, midd. have allotted one, obtain by lot (IA., Dor.) with κλήρωσις choosing by lot, κληρωτήριον urn for casting lots, room for voting, κληρωτός who can/is chosen by lot (IA.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prop. "sherd of stone, piece of wood" (used as lot). Identical with a Celtic word for table: OIr. clār, Welsh claur, and as expression of the cartwright Bret. kleur pitch-fork of a wagon; the Celtic words seem only very remotely cognate if at all (a table is hardly a piece broken off). Connected with κλάω break off with the same ablaut as in κλῆ-μα, κλᾶ-μα, Lat. clā-d-ēs. Further s. κλάω, but see my doubts there.
Middle Liddell
I. a lot; in Hom., each man marks his own lot, and they are thrown into a helmet, and the first which came out was the winning lot.
2. a casting lots, drawing lots, Eur.; many officers at Athens obtained their offices by lot, as opp. to election (χειροτονία, αἵρεσισ), Xen., Arist.; cf. κύαμος II.
II. an allotment of land assigned to citizens (cf. κληρουχίἀ, Hdt., Thuc., etc.
2. any piece of land, a portion, farm, Hom., etc.
III. in Eccl. the clergy, as opp. to the laity.
Frisk Etymology German
κλῆρος: {klē̃ros}
Forms: dor. κλᾶρος
Grammar: m.
Meaning: Los, Anteil, Erbteil, Ackerlos, Grundstück (seit Il.), Klerus, Geistlichkeit (Just. u. a.).
Composita: Kompp., z. B. κληρο-, κλαρονόμος Erbe mit -νομέω, -νομία, -νομικός u. a. (ion. att., dor.); ἄκληρος ohne Los, ohne Erbteil, arm, unverlost (seit λ 490); aber ναύκληρος, -κλαρος aus ναύκραρος (s. d.); danach auch ὁλόκληρος vollständig (ion. att.) aus *ὁλόκραρος? (Debrunner Phil. 95, 174ff.); dagegen mit guten Gründen W. den Boer Mnemos. 3: 13, 143f.
Derivative: Ableitungen: Deminutivum κληρίον (AP, Pap.), dor. κλαρίον Schuldschein (Plu. Agis 13); Adj. κληρικός ‘zum κλ. gehörig’ (Vett. Val. u. a.); denominatives Verb κληρόω, κλαρόω auslosen, durchs Los wählen, Med. losen, sich zulosen lassen (ion. att., dor.) mit κλήρωσις das Losen, κληρωτήριον Losurne, Wahllokal, κληρωτός losbar, erlost (ion. att.) u. a.
Etymology: Eig. "Steinscherbe, Holzstückchen" (als Los gebraucht), mit einem keltischen Wort für Brett, Tafel identisch: air. clār, kymr. claur, dazu als Ausdruck der Stellmacherei bret. kleur Gabelbaum am Wagen; zu κλάω abbrechen mit demselben Ablaut wie in κλῆμα, κλᾶμα, lat. clā-d-ēs u. a. Weiteres s. κλάω.
Page 1,872-873
Chinese
原文音譯:klÁroj 克累羅士
詞類次數:名詞(13)
原文字根:份 相當於: (גֹּורָל) (נָטָף / נֶטֶף)
字義溯源:鬮,骰子*,產業,基業,得基業,份,關,託付,拈鬮,來得;或源自(κλάω)=破碎*)。這字的兩種用法:四福音使用這字時就說:拈鬮( 太27:35; 可15:24; 路23:34; 約19:24);但在行傳使用這字時則說:搖籤( 徒1:26)。比較: (λαγχάνω)=掣籤
同源字:1) (κατακληροδοτέω / κατακληρονομέω)照籤分給人 2) (κληρονομέω)承受 3) (κληρονομία)承繼 4) (κληρονόμος)承繼人 5) (κλῆρος)鬮 6) (κληρόω)分派基業 7) (ναύκληρος)船長 8) (ὁλοκληρία)完整 9) (ὁλόκληρος)完備的 10) (προσκληρόω)按鬮分派 11) (συγκληρονόμος)同為後嗣
出現次數:總共(13);太(2);可(1);路(1);約(1);徒(6);西(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 鬮(6) 太27:35; 太27:35; 可15:24; 路23:34; 約19:24; 徒1:26;
2) 產業(1) 西1:12;
3) 所託付的(1) 彼前5:3;
4) 得基業(1) 徒26:18;
5) 拈鬮(1) 徒1:26;
6) 一分(1) 徒1:17;
7) 來得(1) 徒1:25;
8) 關(1) 徒8:21
English (Woodhouse)
inheritance, property, allotment of land, land assigned, lot used in determining chances, piece of land allotted, property for inheritance
Mantoulidis Etymological
(=λαχνός). Ἀπό το κλάω -ῶ.
Παράγωγα: κληρῶ, κληρωτί, κληρικός, κλήρωσις, κλήρωμα, κληρωτήριον, κληρωτρίς, κληρωτής, κληρωτικός, κληρωτός, καί τά σύνθετα: κληροδότης, κληρονόμος, κληροῦχος, ναύκληρος, ὁλόκληρος.