ἱκανός

From LSJ
Revision as of 15:40, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνός Medium diacritics: ἱκανός Low diacritics: ικανός Capitals: ΙΚΑΝΟΣ
Transliteration A: hikanós Transliteration B: hikanos Transliteration C: ikanos Beta Code: i(kano/s

English (LSJ)

[ῐ], ή, όν, (ἱκνέομαι)
A sufficing, becoming, befitting; prose Adj., used two or three times by Trag. (v. infr.):
I of persons, sufficient, competent to do a thing, c. inf., Hdt.3.45, Antipho 1.15, etc.; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι sufficient to prove a point, Th.1.9; ἱκανώτατος εἰπεῖν καὶ γνῶναι Lys.2.42; τίς σοῦ ἱκανώτερος πεῖσαι; X.Cyr.1.4.12; ἱκανὸς ζημιοῦν = with sufficient power to punish, Id.Lac.8.4; ἱκανὸς βοηθεῖν Pl. Phdr.277a, cf. R.365a; ἱκανὸς ὥστε γνῶναι Id.Lg.875a, cf. Phdr.258b; ἱκανὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Plb.25.3.6, al.: c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱ. a man of sufficient prudence, Hdt.3.4; ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν = sufficiently versed in medicine, X.Cyr.1.6.15: c. dat. rei, ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Pl.R. 467d; οἱ τοῖς χρήμασιν ἱκανώτατοι X.Eq.2.1: c. dat. pers., a match for, equivalent to, εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱ. ἰδιώταις Pl.Prt. 322c, cf. Tht.169a: abs., ἱ. Ἁπόλλων S.OT377; οἱ ἱκανώτατοι τῶν πολιτῶν Isoc. 12.132; κριτὴς ἱκανώτερος Id.10.38; ἱκανὸς σοφιστής Pl.Ly.204a; αὐληταὶ ἱ. ὡς πρὸς ἰδιώτας = very tolerable in comparison with... Id.Prt.327c; γυνὴ ἱ. μέν, ἄγροικος δέ Luc.DDeor.20.3; ὁ Ἱκανός = the Almighty, LXX Ru. 1.21.
2 in bad sense, capable, ἱ. εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα Men.Sam.69.
II of things, in amount, sufficient, adequate, τὰ ἀρκοῦνθ' ἱ. τοῖς γε σώφροσιν E.Ph.554; ἱ. τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys.1047; ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται = the enemies have had success enough, Th.7.77; ἱκανὸς εἴς, ἐπί, πρός τι, X.Hier.4.9, Pl.R. 371e, Prt.322b; [πρόβατα] ἱ. ἐς φορβήν Hdt.4.121; of size, large enough, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἁττικῆς Th.1.2; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι.. μέλαθρα.. ἐγκαθυβρίζειν = not large enough to riot in, E.Tr.996; χώρα ἱ. τρέφειν τοὺς τότε Pl.R. 373d, al.; of number or magnitude, considerable, λῦπαι Antipho 2.2.2; μέρος τῶν ὄντων ib.2.1.6, etc.; of time, considerable, long, ἱ. χρόνον Ar.Pax354 (lyr.); ἱ. χρόνος τινὶ ἐπιλαθέσθαι Lys.3.10; ἱκανόν ἐστί τινι Damox.1.1: with personal constr., ἔφη ἱκανὸς αὐτὸς ἀτυχῶν εἶναι Is.2.7.
2 sufficient, satisfactory, ἱ. μαρτυρίαν παρέχεσθαι Pl.Smp. 179b; ἱ. λόγῳ ἀποδεῖξαι Id.Hp.Mi.369c; τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν to take security or bail, Act.Ap.17.9, OGI629.100 (Palmyra, ii A.D.); τὸ ἱκανὸν ποιεῖν = give security, Plb.32.3.13, D.L.4.50, Just.Nov.86.4 (but simply, satisfy, τῷ ὄχλῳ Ev.Marc.15.15); ἱ. δοῦναι PSI6.554.23 (iii B.C.), POxy.294.23 (i A.D.); ἐφ' ἱκανόν = ἱκανῶς, Plb.11.25.1, D.S.11.40.
III Adv. ἱκανῶς = sufficiently, adequately, Th.6.92, etc.; λαγόνες λαπαραὶ ἱ. X.Cyn.5.30, cf. Arist.Phgn. 807b26; ἱ. εἴρηται περί τινος Id.EN1096a3, al.; later, considerably, amply, Philostr.VA3.6, VS1.8.3, Ant.Lib.7.7; fully, μιᾶς ὥρας ἱ. παρελθούσης Ptol.Alm.4.6.
b excessively, οὔτε γὰρ ἱ. ὑγρόν ἐστι = not too moist, Gal.6.765, cf. 767,768; ἱ. βλαβερά Id.Vict.Att.8; παχὺ ἱ. αἷμα ibid.
2 ἱκανῶς ἔχειν to be sufficient, Th.1.91, etc.; ἱκανῶς ἐχέτω = let this be enough, Pl.Sph.245e; ἱ. ἔχει πρός τι Id.R.430c, cf. X.Cyr.6.3.22; περί τινος Pl.R. 402a; ἱκανῶς ἔχειν τινί = to be sufficiently supplied with.., Id.Grg.493c; ἱ. ἔχειν τοῦ βάθους Id.Tht.194d; ἐπιστήμης Id.Phlb.62a; ἱκανῶς πεφυκέναι πρὸς τἆλλα Id.Chrm.158b: abs., Antipho 2.1.1: Sup. ἱκανωτάτως Hp.de Arte12; ἱκανώτατα Pl.Phlb. 67a.

German (Pape)

[Seite 1247] (ἵκω, ἱκάνω), hinlangend, hinreichend, u. von Menschen, fähig, tüchtig; ἱκανὸς Ἀπόλλων, ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, er bedarf meiner nicht dazu; τὰ ἀρκοῦνθ' ἱκανὰ τοῖσι σώφροσι Eur. Phoen. 557; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι τὰ Μενέλεω μέλαθρα Tr. 996; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα θανάτους εἴκοσιν Ar. Plut. 483, daß zwanzigfacher Tod hinreichend ist; ἱκανὰ γὰρ τὰ κακά Lys. 1047; ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, von ausreichender, tüchtiger Klugheit, Her. 3, 4; ὡς οὐχ ἱκανῆς οὔ. σης τῆς Ἀττικῆς, ἀποικίας ἐξέπεμψαν Thuc. 1, 2; πλοῖα ἱκανὰ ἀριθμῷ Xen. An. 5, 2, 30; ἱκανὸς εἷς ἄρχων αὐτοῖς Plat. Legg. 764 e; αὐληταὶ ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας, tüchtige Flötenspieler, Prot. 327 c; ὅσοι εὐφυεῖς καὶ ἱκανοί Rep. II, 365 a; ἱκανὸς ἀμφότερα, in beiden Beziehungen, Conv. 176 e (wie ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν Xen. Cyr. 1, 6, 15); ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ, erfahren u. alt genug, Rep. V, 467 d (ἱκανὸς τῷ φρονεῖν Plut. Pyrrh. 41; ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους, zu Anstrengungen, für diese ausreichend, Rep. II, 371 e (πρὸς τὰς ἐντεύξεις Pol. 23, 17, 4; εἴς τι Her. 4, 121; Xen. Hier. 4, 9; κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, von stattlichem Aeußern, Pol. 26, 5, 6); ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν Prot. 322 b; ἱκανόν μοι τεκμήριόν ἐστιν, ὅτι, ein ausreichender Beweis, Gorg. 487 d, wie ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται, ein gültiges Zeugniß, Conv. 179 b, ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Hipp. min. 369 c; öfter mit folgdm inf., ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς εἰπεῖν, im Stande, geschickt, lange u. schöne Reden zu halten, Prot. 329 b; οὔτε ἱκανὸς ὢν εἷς πᾶσιν ἀγρίοις ἀντέχειν Rep. VI, 496 d; ἡ χώρα ἱκανὴ τρέφειν, kann ernähren, II, 373 d; mit ὥστε, z. B. φύσις ἱκανὴ φύεται ὥστε γνῶναι Legg. IX, 875 a, vgl. Phaedr. 258 b; ἱκανὸς Πολυκράτεα παραστήσασθαι Her. 3, 45; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι Thuc. 1, 9; ἱκανὸς πεῖσαι, ὠφελεῖν, Xen. Cyr. 1, 4, 12. 25; ἱκανοί εἰσι ζημιοῦν, sie haben die Macht zu strafen, Lac. 8, 4; Folgde; ἱκανώτατος εἰπεῖν καὶ πρᾶξαι Lys. 2, 42; ἱκανοὺς ἔσεσθαι τοῖς Ῥωμαίοις, den Römern gewachsen, Pol. 8, 35, 5; im N. T = würdig; οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς Matth. 8, 8; auch Pol.; πλῆθος, tüchtig, ansehnlich, 1, 53, 8 u. öfter; φόβος 2, 12, 5; – ἐφ' ἱκανόν, hinreichend, genug, πεῖραν εἰληφώς Pol. 11, 25, 1; D. Sic. 11, 40; ἱκανὸν ποιεῖν, genug thun, D. L. 4, 50; ἱκανὸν λαμβάνειν, Genugthuung empfangen, Act. ap. 17, 9. – Adv. ἱκανῶς, hinlänglich, genug, ἀποδέδεικται, Plat. Prot. 324 d, ἔχειν, hinreichend sein, Thuc. 1, 91; τοῦ βάθους, tief genug sein, Plat. Theaet. 194 d; ἱκανῶς ἐπιστήμης ἕξει Phil. 62 a; gut sein, Gorg. 486 d u. öfter; eingesehen haben, τοῦτο ὅτι Rep. V, 477 a; γραμμάτων πέρι, ὅτι III, 402 a; zur Genüge haben, Xen. Cyr. 1, 6, 7; πρός τινα, ihm gewachsen sein, 6, 3, 22.


French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui va bien à qqn ou à qch ; suffisant, càd :
1 suffisant, convenable : οὐχ ἱκανὴς οὔσης τῆς Ἀττικὴς ἀποικίας ἐξέπεμψαν THC l'Attique n'étant pas suffisante (pour les contenir) ils envoyèrent des colonies au dehors ; πλοῖα ἱκανὰ ἀριθμῷ XÉN embarcations en nombre suffisant ; ἱκανὸς πρός τι, εἴς τι, ἐπί τι, suffisant pour qch ; avec l'inf. : ἱκανὸς τὸ κελευόμενον ποιεῖν XÉN (serviteur) propre à faire ce qu'on lui commande, qui suffit à la besogne ; abs. τὰ ἱκανά ISOCR le suffisant, le nécessaire;
2 particul. suffisant par l'intelligence, le talent, la puissance, le mérite, etc. : ἀνὴρ ἱκανὸς γνώμην HDT homme d'une grande prudence ; ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν XÉN homme versé dans la médecine ; avec un dat. : ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ PLAT homme suffisant par l'expérience et par l'âge ; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι THC, πεῖσαι XÉN capable de prouver, de persuader ; ἱκανὸς ζημιοῦν XÉN qui a des pouvoirs suffisants pour punir ; abs. ἱκανὸς Ἀπόλλων SOPH Apollon est assez puissant (pour cela) ; suffisant, (pour) suffisamment grand, puissant, etc., càd grand, puissant, etc.
Cp. ἱκανώτερος, Sp. ἱκανώτατος.
Étymologie: R. Ἱκ, cf. ἱκνέομαι.

English (Strong)

from hiko (hikano or hikneomai, akin to ἥκω) (to arrive); competent (as if coming in season), i.e. ample (in amount) or fit (in character): able, + content, enough, good, great, large, long (while), many, meet, much, security, sore, sufficient, worthy.

English (Thayer)

ἱκανή, ἱκανόν (from ἵκω, ἱκανῷ; properly, 'reaching to', 'attaining to'; hence, 'adequate'); as in Greek writings from Herodotus and Thucydides down, sufficient;
a. of number and quantity; with nouns, many enough, or enough with a genitive: ὄχλος ἱκανός, a great multitude (A. V. often much people), λαός, R G; κλαυθμός, ἀργύρια ἱκανά (A. V. large money, cf. the colloquial, 'money enough'), λαμπάδες, λόγοι, φῶς ἱκανόν, a considerable light (A. V. a great light), ἱκανῷ χρόνῳ (cf. Winer's Grammar, § 31,9; Buttmann, § 133,26) for a long time (T Tr text WH); ἱκανόν χρόνον, ἐξ ἱκανοῦ, of a long time, now for a long time, R G; also ἐκ χρόνων, ἱκανῶν, R G L Tr marginal reading; L T Tr WH; (ἀπό ἱκανῶν ἐτῶν, these many years, WH Tr text); ἱκανοῦ ... χρόνου διαγενομένου, much time having elapsed, ἐφ' ἱκανόν for a long while, Diodorus 13,100; Palaeph. 28); ἡμέραι (cf. Lightfoot on Galatians, p. 89n.), ἱκανοί, many, a considerable number: R G L brackets T Tr marginal reading brackets); ἱκανόν ἐστιν, it is enough, equivalent to enough has been said on this subject, לָכֶם רַב (A. V. let it suffice thee, etc.), as in Sept. ἱκανούσθω) ἱκανόν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη, SC. ἐστι, sufficient ... is this punishment, τό ἱκανόν ποιεῖν τίνι, to take away from one every ground of complaint (A. V. to content), Polybius 32,7, 13; Appendix, Puff., p. 68, Toll. edition (sec. 74, i., p. 402edition Schweig.); (Diogenes Laërtius 4,50); τό ἱκανο λαμβάνω (Latin satis accipio), to take security (either by accepting sponsors, or by a deposit of money until the case had been decided), meet, fit (German tüchtig (A. V. worthy, able, etc.)): πρός τί, for something, Buttmann, 260 (223 f)), ἵνα with subjunctive (Buttmann, 240 (207); cf. Winer's Grammar, 335 (314)): Luke 7:6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ικανός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος
2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικόςέκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος»)
4. (με κακή σημ.) επιτήδειος, αδίστακτος (α. «είναι ικανός για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα», Μέν.)
νεοελλ.
1. κατάλληλος για στράτευση, για παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών, σε αντιδιαστολή προς τον βοηθητικό και τον ανίκανο
2. φρ. «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις»
α) δεν νομίζω ότι μπορείς να το κάνεις
β) αν τολμάς κάνε το
μσν.
1. αυτός που ικανοποιεί, ο ικανοποιητικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱκανόν
κατάλληλη, επαρκής ποσότητα ενός πράγματος
3. φρ. «μεθ' ἱκανόν» — μετά από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό
μσν.-αρχ.
1. κατάλληλος, άξιος
2. (για τον θεό) παντοδύναμος
3. φρ. «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — παρέχω ικανοποίηση, ικανοποιώ μια παράκληση, επιθυμία κ.λπ.
αρχ.
1. ισόπαλος, ισοδύναμος με κάποιον
2. φρ. α) «τὸ ἱκανὸν λαμβάνω» — παίρνω χρηματική ή ηθική ικανοποίηση για κάτι
β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — δίνω ικανοποίηση, παρέχω εγγύηση.
επίρρ...
ικανώς και ικανά (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά
αρχ.
1. αξιόλογα, σημαντικά
2. εξ ολοκλήρου, εντελώς
3. υπερβολικά
4. φρ. α) «ἱκανῶς ἔχειν» — είμαι ικανός, αρκετός, επαρκής
β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας είναι αυτό αρκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -ανος (πρβλ. πιθανός). Η λ. ικανός χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «άξιος, επιδέξιος» για πρόσωπα και με σημ. «αρκετός, επαρκής» για πράγματα.
ΠΑΡ. ικανότητα(-ότης)
αρχ.
ικανώ
μσν.
ικανάτα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ικανοποιΐα
(αρχ. -μσν.) ικανοδότης, ικανόπλοος
μσν.
ικανοκόσμητος
μσν.-νεοελλ. ικανοποιώ. (Β' συνθετικό) ανίκανος].

Russian (Dvoretsky)

ἱκᾰνός: эол. ἴκᾰνος 3 (ῐ)
1 достаточный (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т. п.) (εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и κατά τι Polyb.): πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. суда в достаточном количестве; (ἄνδρες) ἱκανοὶ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. люди, которых достаточно для охраны городских крепостей; οὐκ εἶχον ἱκανὰς (sc. χιμαίρας) εὑρεῖν Xen. (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения); οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc. так как Аттика была недостаточно богата или обширна; ἡ χώρα ἱκανὴ τρέφειν Plat. страна, могущая достаточно прокормить; ἱ. γνώμην Her. достаточно умный; ἱ. τὴν ἰατρικήν Her. достаточно сведущий в медицине; ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Plat. вполне опытный и зрелый; ἱ. τὸ εἶδος Plut. довольно красивый; ἱκανὴ μαρτυρία Plat. и ἱκανὸν τεκμήριον Arst. достаточное (= надежное) свидетельство; ἑφ᾽ ἱκανόν Polyb. достаточно, довольно или немало; τὰ ἱκανά Isocr. достаточные средства, необходимые условия; ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT он задавал ему много вопросов; λαβεῖν τὸ ἱκανὸν παρά τινος NT получив достаточные доказательства от кого-л.;
2 пригодный, годный, подходящий или способный, умелый, тж. знающий, компетентный: ἱ. πολεμεῖν Xen. способный воевать; τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen. считать кого-л. способным исполнить (что-л.); ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. способный убедить, убедительный, т. е. достоверный; ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. я убедительно докажу; σῶμα ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. тело выносливое к трудам; ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. неплохой по сравнению с неученым; ἱ. ἀμφότερα Plat. способный как на одно, так и на другое; ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. умеющий исполнять приказания; πρὸς ταῦτα τίς ἱ.; NT кто способен к этому?;
3 имеющий возможность, облеченный правом, могущественный: ἱ. ζημιοῦν Xen. имеющий право карать; ἱ. Ἀπόλλων Soph. Аполлон (достаточно) могуществен;
4 значительный, немалый (χρόνος Arph.; οὐσία Arst.; πλῆθος Polyb.; ἀργύρια NT): φῶς ἱκανόν NT яркий свет; ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT с давнего времени;
5 могущий совладать, достойный (τοῖς Ῥωμαίοις Polyb.): οὐχ εἰμὶ ἱ., ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς NT я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκανός: ῐ, ή, όν, (ἵκω, ἱκάνω), ἐπίθ. τοῦ πεζοῦ λόγου ἐν χρήσει δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε κατωτ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ὡς καὶ νῦν, ἀρκούντως ἰσχυρός, ἱκανός, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εἴπερ αὐτοὶ ἱκανοὶ ἦσαν Πολυκράτεα παραστήσασθαι Ἡρόδ. 3. 45, Ἀντιφῶν 113. 8, κτλ.· ἱκ. τεκμηριῶσαι, ἱκανὸς νὰ ἀποδείξῃ τι, Θουκ. 1. 9· ἱκ. πεῖσαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· ἱκ. ζημιοῦν, ἔχων ἐπαρκῆ ἰσχὺν ὅπως τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 8, 4· ἱκ. βοηθεῖν, ἐρωτᾶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 276Ε, κτλ.· ὡσαύτως, ἱκ. ὥστε γνῶναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875Α, πρβλ. Φαῖδρ. 258Β: ― ἱκ. εἴς τι Ἡρόδ. 4. 121· κατά τι Πολύβ. 26. 5, 6, κ. ἀλλ.· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, ἄνθρωπος μεθ᾿ ἱκανῆς φρονήσεως, Ἡρόδ. 3. 4· ἱκ. τὴν ἰατρικὴν Ξεν. Κύρ. 1. 6. 15· καὶ μετὰ δοτ. πράγμ., ἱκ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Πλάτ. Πολ. 467D· οἱ τοῖς χρήμασιν ἱκανώτατοι Ξεν. Ἱππ. 2, 1· ― μετὰ δοτ., ἰσόπαλος πρὸς.., ἰσοδύναμος, εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις Πλάτ. Πρωτ. 322C, πρβλ. Θεαίτ 169Α: ― ἀπολ., ἱκανὸς Ἀπόλλων Σοφ. Ο. Τ. 377· ἱκ. ἂν γένοιο σὺ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 495· οἱ ἱκανώτατοι τῶν πολιτῶν Ἰσοκρ. 260Α, πρβλ. 215D· εὐφυεῖς καὶ ἱκ. Πλάτ. Πολ. 365Α ἱκανὸς σοφιστὴς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204Α· αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας, ἀρκούντως ἱκανοὶ ἐν συγκρίσει πρὸς ἰδιώτας, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· γυνὴ ἱκανὴ μεν, ἄγροικος δὲ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων πρὸς ἔκφρασιν τοῦ ποσοῦ, ὡς καὶ νῦν, ἱκανός, ἐπαρκής, «ἀρκετός», τὰ ἀρκοῦνθ᾿ ἱκανὰ τοῖς σώφροσιν, τὰ ἀρκοῦντα εἶναι ἀρκετὰ εἰς τοὺς φρονίμους, Εὐρ. Φοίν. 554, πρβλ. Τρῳ. 996· ἱκ. κακὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1047· ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται, ἀρκούσας ἐπιτυχίας ἔσχον, Θουκ. 7. 77· ἱκ. τεκμήριον Πλάτ., κτλ.· ἱκ. εἴς, ἐπί, πρός τι Ξεν. Ἱέρ. 4, 9, Πλάτ. Πολ. 371Ε, Πρωτ. 322Β. ― ἐπὶ μεγέθους, ἀρκούντως μέγας, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Θουκ. 1. 2· οὐδ᾿ ἦν ἱκανά σοι... μέλαθρα... ἐγκαθυβρίζειν Εὐρ. Τρῳ. 997, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 373D, κ. ἀλλ.· λῦπαι Ἀντιφῶν 116. 29· μέρος τῶν ὄντων αὐτόθι 115. 25, κτλ.· ― ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, ἱκανός, «ἀρκετός», ἱκ. χρόνον Ἀριστοφ. Εἰρ. 354· ἱκ. χρόνος τινὶ Λυσ. 97. 20. 2) ἐπαρκής, ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεσθαι Πλάτ. Συμπ. 179Β· ἱκανῷ λόγῳ ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369C· ― τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν, λαμβάνειν ἐγγύησιν (εἴτε χρηματικὴν εἴτε ἄλλην), Λατ. satis accipere, καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος... ἀπέλυσαν αὐτοὺς Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 9· τὸ ἱκ. ποιῶ τινι, ἱκανοποιῶ ἀπαίτησίν τινος, «πρὸς τὸν ἀδολέσχην λιπαροῦντα συλλαβέσθαι αὐτῷ, τὸ ἱκανόν σοι ποιήσω, φησίν, ἐὰν παρακλήτους πέμψῃς, καὶ αὐτὸς μὴ ἔλθῃς» Διογ. Λ. 4. 50: ― ἐφ᾿ ἱκανόν, = ἱκανῶς, Πολύβ. 11. 25, 1. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἀρκούντως, ἀρκετά, προσηκόντως, Θουκ. 6. 92, κτλ.· λαγόνες λαπαραὶ ἱκανῶς Ξεν. Κυν. 5. 30. 2) ἀγγέλοντες ἱκανῶς ἔχειν τὶ τεῖχος, ὅτι προεχώρησεν ἡ οἰκοδομὴ αὐτοῦ ἀρκούντως, ὅτι ἔλαβεν ἐπαρκὲς ὕψος, Θουκ. 1. 91, Ξεν., κλ.· ἱκ. ἐχέτω, ἂς εἶναι τοῦτο ἀρκετόν, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· ἱκ. ἔχει πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 22· περί τι Πλάτ. Πολ. 402Α· ἱκ. ἔχειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493C· ἱκ. ἔχειν τοῦ βάθους ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 194D, πρβλ. Φίληβ. 62Α: ― οὕτω καί, ἱκ. πεφυκέναι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 115. 2· ― Ὑπερθ. ἱκανωτάτως Ἱππ. 7. 37· ἱκανώτατα Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 67Α.

Greek Monotonic

ἱκᾰνός: [ῐ], -ή, -όν (ἵκω, ἱκάνω), επαρκής, αρκετός, αρμόζων, κατάλληλος·
I. λέγεται για πρόσωπα, επαρκής, ικανοποιητικός, αρκετά ισχυρός, με απαρ., σε Ηρόδ.· ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, ικανός να αποδείξει κάτι, σε Θουκ.· ἱκανὸς ζημιοῦν, έχοντας αρκετή δύναμη ώστε να μπορεί να τιμωρεί, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, άνθρωπος με ικανή σύνεση, σε Ηρόδ.· ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν, αρκετά ικανός στην ιατρική, σε Ξεν.· με δοτ. προσ., ισόπαλος προς..., ισοδύναμος με..., εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, σε Πλάτ.· απόλ., ἱκανὸς Ἀπόλλων, σε Σοφ.· ἱκανὸς ἂν γένοιο σύ, σε Ευρ.· αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας, πολύ πιο ικανοί σε σύγκριση με τους απλούς ανθρώπους, σε Πλάτ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, αρκετός, επαρκής, κατάλληλος, σε Ευρ.· ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται, είχαν αρκετές επιτυχίες, σε Θουκ.· λέγεται για μέγεθος, αρκετά μεγάλος, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς, στον ίδ.· ἱκανά σοι μέλαθρα ἐγκαθυβρίζειν, σε Ευρ.· λέγεται για χρόνο, ικανός, αρκετός, «μπόλικος», σε Αριστοφ.
2. ικανοποιητικός, επαρκής, ἱκανὴμαρτυρία, σε Πλάτ.· τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν, λαμβάνω εγγύηση (χρηματική ή άλλη), σε Καινή Διαθήκη
III. 1. επίρρ. ἱκανῶς, αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, σε Θουκ. κ.λπ.
2. ἀγγέλλοντες ἱκανῶς ἔχειν, αγγέλλοντας ότι η ανοικοδόμηση του (τείχους) προχώρησε αρκετά, ότι έλαβε επαρκές ύψος, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. ἱκανωτάτως, ἱκανώτατα, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Meaning: enough
See also: s. ἵκω.

Middle Liddell

ἱ˘κᾰνός, ή, όν [ἵκω, ἱκάνω
becoming, befitting, sufficing:
I. of persons, sufficient, competent, c. inf., Hdt.; ἱκ. τεκμηριῶσαι sufficient to prove a point, Thuc.; ἱκ. ζημιοῦν with sufficient power to punish, Xen.; c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱκανός a man of sufficient prudence, Hdt.; ἱκ. τὴν ἰατρικήν sufficiently versed in medicine, Xen.:—c. dat. pers. a match for, equivalent to, εἷς πολλοῖς ἱκανός Plat.:—absol., ἱκανὸς Ἀπόλλων Soph.; ἱκ. ἂν γένοιο σύ Eur.; ἱκανοὶ ὡς πρὸς ἰδιώτας very tolerable in comparison with common men, Plat.
II. of things, sufficient, adequate, enough, Eur.; ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται they have had successes enough, Thuc.:—of size, large enough, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc.; ἱκανά σοι μέλαθρα ἐγκαθυβρίζειν large enough to riot in, Eur.:—of time, considerable, long, Ar.
2. sufficient, satisfactory, ἱκανὴ μαρτυρία Plat.:— τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν to take security, NTest.
III. adv. -νῶς, sufficiently, adequately, enough, Thuc., etc.
2. ἱκ. ἔχειν to be sufficient, to be far enough advanced, Thuc., Xen., etc.: —Sup. ἱκανώτατα Plat.

Frisk Etymology German

ἱκανός: {hikanós}
Meaning: zureichend,
Derivative: ἱκάνω kommen
See also: s. ἵκω.
Page 1,716

Chinese

原文音譯:ƒkanÒj 希卡挪士
詞類次數:形容詞(41)
原文字根:達到 向上 相當於: (שַׁדַּי‎)
字義溯源:能勝任的,足夠的,夠了,好些,很久,許久,充分的,大,多,頗多,長,不少的,相當的,相當多,許多,合適的,能幹的,能承擔,敢當,保狀,痛,能,配,喜悅,值得;源自(Ἰκόνιον)X*=達到);類似 (ἥκω)=到達*
同源字:1) (ἱκανός)能勝任的 2) (ἱκανότης)才幹 3) (ἱκανόω)使能夠比較: (ἀρκετός)=滿意的
同義字:1) (ἱκανός)能勝任的 2) (μέγας)大,巨大的 3) (πολύς)多,大量地
出現次數:總共(40);太(3);可(3);路(9);徒(18);羅(1);林前(2);林後(3);提後(1)
譯字彙編
1) 多(6) 路8:27; 路23:8; 徒9:43; 徒18:18; 徒27:7; 徒27:9;
2) 許多(5) 太28:12; 可10:46; 路7:12; 路23:9; 徒19:26;
3) 配(4) 太3:11; 可1:7; 路3:16; 林前15:9;
4) 好些(2) 徒9:23; 徒20:8;
5) 好些人(2) 徒12:12; 徒14:21;
6) 能承擔(2) 林後2:16; 林後3:5;
7) 夠了(2) 路22:38; 林後2:6;
8) 頗多(2) 徒11:24; 徒11:26;
9) 大(2) 路8:32; 徒22:6;
10) 敢當(2) 太8:8; 路7:6;
11) 痛(1) 徒20:37;
12) 好幾(1) 羅15:23;
13) 相當多(1) 林前11:30;
14) 許久(1) 徒20:11;
15) 能(1) 提後2:2;
16) 許多人(1) 徒19:19;
17) 很久(1) 路20:9;
18) 喜悅(1) 可15:15;
19) 相當的(1) 徒14:3;
20) 保狀(1) 徒17:9;
21) 長(1) 徒8:11

English (Woodhouse)

able, adequate, competent, a match for, competent to, equal to, fit to, having capacity, having power, qualified to, with sufficient power to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ ἱκνέομαι -οῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

idoneus, sufficiens, suitable, adequate, 1.2.6, 1.41.1, 1.74.4. 1.90.2, 1.90.3. 1.121.1. 1.122.2, 2.72.3, 2.102.6. 4.27.1. 6.6.2, 6.72.2, 7.42.1. 7.42.3. 7.51.2, 7.60.2, 7.69.2. 7.69.3. 7.75.5. 7.77.3, 8.1.2. 8.6.4, 8.56.3.
c. inf. with infinitive qui potest, par, aptus, who is able, equal, fit (ad aliquid agendum, for doing something), 1.9.4, 1.35.5, 1.64.1. 1.73.4, 1.91.4. 1.95.7. 1.142.4. 1.143.5. 2.35.2, 2.48.3. 2.100.6. 3.4.3, 3.13.1. 3.18.3. 3.63.2. 6.17.8, 6.102.4. 7.31.4, 8.11.1, 8.79.2. 8.86.5.
COMP. 6.37.1, 6.68.1,
SUP. 6.48.1.

Translations

appropriate

Arabic: مُنَاسِب‎; Armenian: համապատասխան, պատշաճ; Azerbaijani: müvafiq, uyğun, yerli; Belarusian: адпаведны, прыдатны; Bulgarian: подходящ, уместен, съответен; Catalan: apropiat, adequat; Chinese Mandarin: 適當, 适当, 恰當, 恰当; Czech: odpovídající, příslušný, náležitý, příhodný, vhodný; Danish: egnet, formålstjenlig, passende, hensigtsmæssig; Dutch: geschikt, passend, toepasselijk; Esperanto: konvena; Finnish: sopiva, sovelias, täsmällinen, asianmukainen; French: approprié, idoine; Galician: apropiado; German: angebracht, angemessen, passend; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: ἱκανός; Hiligaynon: dápat; Hungarian: megfelelő; Italian: apposito; Japanese: 適切, 適当, 相応しい; Korean: 적절하다, 적당하다, 알맞다; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Maori: arotau, tika, tōtika; Middle English: honeste, semly; Norwegian: egnet, formålstjenlig, passende, hensiktsmessig; Polish: odpowiedni, właściwy, stosowny, należyty; Portuguese: apropriado; Romanian: adecvat, potrivit; Russian: соответствующий, подходящий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Serbo-Croatian: prìkladan, pȍdesan; Slovene: ustrézen, primeren; Spanish: apropiado, adecuado; Swahili: mwafaka; Swedish: lämplig, tillbörlig, passande; Turkish: muvfâfık, uygun, yerinde; Ukrainian: відпові́дний, підходящий; Welsh: priodol; Yiddish: פּאַסיק‎