ὑπερβολή
English (LSJ)
ἡ, (ὑπερβάλλω)
A a throwing beyond others, δίσκων ὑπερβολαῖς Philostr.Im.2.19: in intr. sense, altitude of a star, Arist.Mete.342b32.
2 overshooting, superiority, χερῶν ὑπερβολαῖς E.Fr. 434; στρατιᾶς Th.6.31.
3 excess, τοῦ μεγέθεος Archyt.1; opp. ἔλλειψις or ἔνδεια, Pl.Prt.356a, 357a, 357b; θερμασίης Hp.Vict.2.65; ὑ. δισσὴ... τῷ ποσῷ καὶ τῷ ποιῷ Arist.PA668b14; ὑπερβολὴν τῆς ἐπιθυμίας ἔχειν c. acc. et inf., And.3.33, etc.: hence in various phrases, χρημάτων ὑπερβολῇ . . πρίασθαι at an extravagant price, E.Med. 232; ἐπέφερον τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι pushed on their extravagance in revolutionizing, Th.3.82; οὐκ ἔχον ἐστὶν ὑπερβολήν it can go no further, D.21.119, cf. 25.54; ἃ μηδὲ πιθανὰς τὰς ὑπερβολὰς ἔχει Men.Her.62; so οὐδεμίαν or μηδεμίαν ὑπερβολὴν λείπειν, Isoc.4.5,110, cf. D.3.25; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν καταλείπων φιλοτιμίας SIG545.13 (Delph., iii B. C.); εἴ τις ὑ. τούτου if there is aught beyond (worse than) this, D.19.66, cf. Isoc.5.42; ταῦτ' οὐχ ὑπερβολή; is not this the extreme, the last degree? D.27.38; ὑπερβολὴν ποιήσομαι I will put an extreme case, Id.19.332; τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι ὥστε . . to go so far that... Id.18.190: followed by a gen., ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι ἐκείνων τῆς αὑτοῦ βδελυρίας to carry his own rascality beyond theirs, Id.22.52, cf. 23.201, And.4.22, Lys.14.38; ὑπερβολὴν ποιεῖν τῆς τιμῆς to raise the price, Arist.Pol.1259a26; εἰς ὑπερβολὴν εὐδαιμονίας ἥκειν Isoc.11.14; τοσαύτας ὑ. δωρειῶν παρές χηται D.20.141; ὑπερβολὴν ἀνοίας ἔχειν Polystr.p.27 W.
4 with Prep. in Adverbial phrases, = ὑπερβαλλόντως, εἰς ὑπερβολήν = in excess, exceedingly; εἰς ὑπερβολὴν ἄμεινον E.Fr.494; ἀγαθὸς εἰς ὑ. Antiph.80.11; ἐς ὑπερβολὴν ἐκθερμαίνεσθαι Hp.Vict.2.65: c. gen., κτήσαιτ' ἂν ὄλβον εἰς ὑπερβολὴν πατρός E.Fr.282.6 (v.l. εἰς ὑπεκτροφὴν πάτρας); far beyond, τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, i.e. far more wicked, Id.Hipp.939, cf. D.61.33; ἀναλίσκειν πάντα εἰς ὑπερβολάς Pl.Ep. 326d:—ἐξ ὑπερβολῆς Plb.8.15.8:—καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας with surpassing aim, S.OT1196 (lyr.); καθ' ὑπερβολὴν ἐπαινεῖν = praise extravagantly, Isoc. 5.11; οἱ καθ' ὑπερβολὴν ἐν ἐνδείᾳ ὄντες in extremity of need, Arist.Pol.1295b18; αἱ καθ' ὑπερβολὴν ἡδοναί Id.EN1151a12; τὸ καθ' ὑπερβολὴν τραχύ Phld.Po.Herc. 994.35; καθ' ὑπερβολὴν ἁμαρτωλός Ep.Rom.7.13: c. gen., καθ' ὑπερβολὴν φιλοδοξίας OGI472.9 (Didyma, i A. D.):—so in dat., εὐτελὴς ὑπερβολῇ Men.615; παχεῖ' ὑ. Philem.41; ὑ. ἀγαθός Arist.HA625a29, etc.
5 preeminence, perfection, without any notion of excess, δι' ἀρετῆς ὑπερβολήν Id.EN1145a24, cf. Rh.1367b1, Pol.1284a4; ἡ ὑπερβολὴ τῆς φιλίας the best and noblest kind of friendship, Id.EN1166b1; but ἡ καθ' ὑπερβολὴν φιλία = ἡ καθ' ὑπεροχήν, Id.EE1238b18.
6 overstrained phrase, hyperbole, ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isoc.4.88; οἱ πρὸς ὑπερβολὴν πεπονημένοι λόγοι ib.11; ὑπερβολὰς εἰπεῖν make strong statements, Id.3.35, D. 27.64; as a figure of speech, Arist.Rh.1413a29, Demetr.Eloc.52, Str.3.2.9; πρὸς ὑπερβολὴν εἰρημένος Id.1.2.33.
7 τὸ καθ' ὑπερβολήν = the superlative degree, in Adjectives, Arist.Top.134b24; τιθέναι ὑπερβολῇ ib.139a9; καθ' ὑπερβολήν εἰπεῖν Id.Cael.281a16.
8 overbid at auction, PPetr.2p.44 (iii B. C.).
II crossing over, passage of mountains, etc., X.An.1.2.25, Plb.3.34.6, etc.
2 in sg. or pl., place of passage, mountain-pass, with or without ὑπερβολὴ τοῦ ὄρους, ὑπερβολὴ τῶν ὀρέων, X. An.3.5.18, 4.1.21, 4.4.18; ὑπερβολὴ τοῦ Ταύρου Wilcken Chr.1 ii 14 (iii B. C.); αἱ τῶν Ἄλπεων ὑπερβολαί Plb.3.39.10; αἱ Ἄλπιαι ὑπερβολαί Str.7.1.5; ἡ κατὰ τὸν Αἷμον ὑπερβολή D.S.19.73.
III (from Med.) delay, τοῦ κακοῦ Hdt.8.112, cf. Decr. ap. D.18.29, Plb.14.9.8; [τῆς κρίσεως] ὑ. λαβούσης PEnteux.65.3 (iii B. C.).
IV the conic section called hyperbola, because the square of the ordinate is equal to a rectangle with height equal to the abscissa applied to the parameter (as base) but exceeding (ὑπερβάλλον), i.e. overlapping, that base, Apollon. Perg.Con.1.12, Procl. in Euc.p.419F.
German (Pape)
[Seite 1193] ἡ, 1) das Überwerfen, darüber Wegwerfen, – das Übersetzen, u. intrans., das Übergehen über Flüsse, Berge u. dgl.; Xen. An. 1, 2, 25; Pol. εἰς Τάραντα ἐποιεῖτο τὴν ὑπερβολήν 10, 1, 8, u. öfter; auch der Ort, wo man übersetzt, der Übergang, Xen. An. 4, 1, 22. 6, 5; bes. der Berg od. Hügel, über den man geht, τοῦ ὄρους, 4, 4, 18 u. öfter. – 2) die Übertreibung, das Übermäßige, Ungewöhnliche, Außerordentliche, Gegensatz ἔλλειψις, ἔνδεια, Plat. Prot. 356 a 357 b u. öfter, u. Arist.; ὑπερβολὴν ἐπιθυμίας ἔχειν, Andoc. 3, 33; ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι τῆς προτέρας πονηρίας, noch übertreffen, Lys. 14, 38, u. öfter bei Dem.; Gegensatz von ἔνδεια Isocr. 2, 33; ἀναισχυντίας Is. 6, 45; πράγματος Din. 1, 7; ἐν τῇ τῆς πονηρίας ὑπερβολῇ ἐλπίδα ἔχει σωτηρίας Dem. 25, 5; ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιοῦμαι, ὥςτε, ich gehe so weit, daß ich, 18, 190, u. öfter; ὑπερβολαὶ δωρεῶν, große Geschenke, Lpt. 141; χρημάτων ὑπερβολῇ πόσιν πρίασθαι Eur. Med. 232; εἰς ὑπερβολὴν ἡσθῆναι Aesch. 2, 4, übermäßig; εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος Eur. Hipp. 939, vgl. ἄγουσα θυμὸν εἰς ὑπερβολάς Suppl. 480, wie Plat. Ep. VII, 326 c; auch καθ' ὑπερβολήν, Soph. O. R. 1196; Thuc. 2, 45; bes. im Ausdruck, die Hyperbel, ὑπερβολὰς εἰπεῖν, Isocr. 4, 88, u. öfter bei Folgdn. – Bei den Mathem. die Hyperbel als Kegelschnitt. – 3) vom med., = ἀναβολή, das Verschieben, der Aufschub, Verzug, Her. 8, 112; μηδεμίαν ὑπερβολὴν ποιησάμενοι Pol. 14, 9, 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de passer par-dessus, de franchir (une montagne, etc.) ; action de se transporter ; p. ext. lieu élevé qu'on franchit, passage de montagne;
2 action de dépasser la mesure, excès, surabondance : ὑπερβολὴ χρημάτων EUR sur abondance de richesses ; ὑπερβολὴ στρατιᾶς THC supériorité de l'armée ; ὑπερβολὴ ἀρετῆς THC excès de vaillance ; ὑπερβολὴν ποιεῖσθαί τινος DÉM ajouter encore à qch, enchérir sur qch ; εἰς ὑπερβολήν EUR, καθ' ὑπερβολήν SOPH démesurément, à l'excès, ou simpl. au plus haut point ; hyperbole, exagération de langage;
3 remise, ajournement, délai, répit.
Étymologie: ὑπερβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβολή: ἡ
1 переход, прохождение (τῶν ὀρῶν Xen., Polyb.);
2 тж. pl. место перехода, проход, перевал Polyb.: ἡ ὑ. τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς Xen. узкий горный проход, теснина;
3 астр. восхождение, высота над горизонтом (sc. τῶν πλανήτων Arst.);
4 превосходство, преобладание (στρατιᾶς Thuc.; τῆς δυνάμεώς τινος NT): χερῶν ὑπερβολαί Eur. превосходство (в силе) рук; οὑδεμίαν ὑπερβολὴν λιπεῖν τινι Isocr. не дать никому возможности превзойти себя;
5 чрезмерность, излишек, избыток (ὑ. τε καὶ ἔνδεια Plat.): καθ᾽ ὑπερβολὴν καὶ ἔλλειψιν Arst. выше и ниже нормального; χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαί τι Eur. покупать что-л. слишком дорогой ценой; ὑπερβολὴν ποιεῖν τῆς τιμῆς Arst. взвинчивать цену; ὑ. πλησμονῆς Plat. пресыщение; διὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ συμβάντος Polyb. ввиду неописуемости происшедшего; καθ᾽ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολήν NT превыше всякой меры;
6 восполнение, добавление: ὑπερβολὴν ποιησάμενος τῆς προτέρας πονηρίας Lys. вдобавок к своей прежней низости; ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιοῦμαι, ὥστε ἀδικεῖν ὁμολογῶ Dem. я готов даже согласиться, что являюсь нарушителем справедливости;
7 высшая степень, верх (εὐδαιμονίας Isocr.): αἱ ὑπερβολαὶ τῶν δωρεῶν Dem. необычайно богатые дары; ἡ ὑπερβολὴ τῆς φιλίας Arst. совершенная дружба; ταῦτ᾽ οὐχ ὑ. αἰσχροκερδίας; Dem. разве это не верх алчности?; εἰς и καθ᾽ ὑπερβολήν Eur., Isocr., Dem., ἐξ ὑπερβολῆς Polyb. крайне, чрезвычайно; οἱ καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐν ἐνδείᾳ Arst. крайне нуждающиеся; καθ᾽ ὑπερβολὴν τοξεύσας Soph. необыкновенно точно попав в цель; τὸ καθ᾽ ὑπερβολήν Arst. высшая (превосходная) степень;
8 отсрочка, задержка, промедление (τοῦ κακοῦ Her.);
9 преувеличение, гипербола Arst.: ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isocr. сгустить краски, переборщить;
10 мат. гипербола (коническое сечение).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβολή: ἡ, (ὑπερβάλλω) τὸ ἐπέκεινα βάλλειν, τὸ ῥίπτειν πέραν τοῦ σημείου εἰς ὃ ἐξίκοντο ἕτεροι, δίσκων ὑπερβολαῖς Φιλόστρατ. 842· καὶ ἀμεταβάτως, τὸ ὕψος ἀστέρος ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ὑπεροχή, μείζων δύναμις ἢ ἰσχύς, χερῶν ὑπερβολαῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 437· στρατιᾶς Θουκ. 6. 31. 3) μέγας ἢ ὑπέρτατος βαθμὸς πράγματός τινος, ἀντίθετον τῷ ἔλλειψις ἢ ἔνδεια, Πλάτ. Πρωτ. 356Α, Β· ὑπ. δισσή..., τῷ ποσῷ καὶ τῷ ποιῷ Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 5. 15· ὑπερβολὴν τῆς ἐπιθυμίας ἔχειν Ἀνδοκ. 27. 34, κλπ.· -ἐντεῦθεν ἐν ποικίλαις φράσεσι χρημάτων ὑπερβολῇ. πρίασθαι, εἰς ὑπερβολικὴν τιμήν, Εὐρ. Μήδ. 232· ἐπέφερον τὴν ὑπ. τοῦ καινοῦσθαι, τὴν ὑπερβολικὴν αὐτῶν τάσιν πρὸς νεωτεροποιΐαν, στάσιν, Θουκ. 3. 82· οὐκ ἔχει ὑπερβολήν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προβῇ περαιτέρω, Δημ. 553. 12, πρβλ. 786. 26· ἃ μηδὲ πιθανὰς τὰς ὑπ. ἔχει Μένανδρ. ἐν «Ἥρωϊ» 3 οὕτως, οὐδεμίαν ἢ μηδεμίαν ὑπ. λείπειν Ἰσοκρ. 42Β, 63D, Δημ. 35. 18· οὐδεμίαν ὑπ. ἀπολείπειν τῆς ὁμονοίας Ἐπιγραφ. Βοιωτ. σελ. 117 Keil· εἴ τις ὑπ. τούτου, ἂν ὑπάρχῃ τι πέραν αὐτοῦ (δηλ. χεῖρον αὐτοῦ), Δημ. 362, 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 90D· - ταῦτ’ οὐχ ὑπερβολή; δὲν εἶναι τοῦτο τὸ ἔσχατον ὅριον; Δημ. 825. 21· - ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι, φθάνειν εἰς τὰ ἔσχατα, ὁ αὐτ. 447. 25· τοσαύτην ὑπ. ποιεῖσθαι ὥστε..., προβαίνω ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε..., ὁ αὐτ. 291, 24· μετὰ γενικ., οὑτοσὶ τοίνυν τοσαύτην ὑπερβολὴν ἐποιήσατο ἐκείνων τῆς αὐτοῦ βδελυρίας, ὥστε..., εἰς τοσοῦτον ὑπερβολικὸν βαθμὸν ἤγαγε τὴν ἑαυτοῦ βδελυρίαν πέραν τῆς ἐκείνων (δηλ. τῶν Τριάκοντα), ὥστε..., ὁ αὐτ. 609. 8, πρβλ. 687. 21, Ἀνδοκ. 32. 5, Λυσί. 143. 20· ὑπ. ποιεῖν τῆς τιμῆς, ὑψώνειν τὴν τιμήν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 11· - εἰς ὑπερβολὴν εὐδαιμονίας ἐλθεῖν Ἰσοκρ. 224Β· τοσαύτας ὑπερβ. δωρεῶν παρέσχηται Δημ. 500. 10. 4) μετὰ προθέσεως ἐπὶ ἐπιρρημ. σημασίας, = ὑπερβαλλόντως· εἰς ὑπερβολήν, «ὑπερβολικά»· εἰς ὑπ. ἄμεινον Εὐρ. Ἀποσπ. 497· ἀγαθὸς εἰς ὑπερβολὴν Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 11· μετὰ γενικ., κτήσαιτ’ ἂν ὄλβον εἰς ὑπ. πατρὸς Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 6· πολὺ πέραν, πολλῷ πλέον, τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβ. πανοῦργος, πολὺ περισσότερον πανοῦργος παρά... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 939, πρβλ. Δημ. 1411. 14· εἰς ὑπερβολὰς Πλάτ. Ἐπιστ. 326C· - ἐξ ὑπερβολῆς Πολύβ. 8. 17, 8· - καθ’ ὑπερβολὴν τοξεύσας, ὑψηλά, ἢ μεθ’ ὑπερβαλλούσης δεξιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 1199· καθ’ ὑπ. ἐπαινεῖν Ἰσοκρ. 84D· καθ’ ὑπ. ἐν ἐνδείᾳ εἶναι, ἐν ἐσχάτῃ ἐνδείᾳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 4, 11, 6· αἱ καθ’ ὑπερβ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 7. 8, 4· - οὕτω κατὰ δοτικ., εὐτελὴς ὑπερβολῇ Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 137· ἅλμη τε λευκὴ καὶ παχεῖ’ ὑπερβολῇ Φιλήμων ἐν «Μετιόντι ἢ Ζωμίῳ» 1· ὑπ. ἀγαθὸς Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 27, κλπ. 5) ἐνίοτε ἡ ὑπ. σημαίνει ὑπεροχήν, τὸ ἔξοχον, τελειότητα, ἄνευ τῆς ἐννοίας τοῦ ὑπερβολικοῦ, δι’ ἀρετῆς ὑπερβολὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 2, πρβλ. Ρητορ. 1. 9, 29, Πολιτ. 3. 13, 13· ἡ ὑπ. τῆς φιλίας, τὸ ἄριστον καὶ εὐγενέστατον εἶδος φιλίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 6· - ἀλλά, ἡ καθ’ ὑπ. φιλία = ἡ καθ’ ὑπεροχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 7, 3, 1. 6) φράσις ὑπερβαίνουσα τὸ μέτριον, ὑπερβολὰς εἰπεῖν Ἰσοκρ. 58D· οἱ πρὸς ὑπερβολὴν πεπονημένοι λόγοι ὁ αὐτ. 43Α· ὡς τρόπος τοῦ λέγειν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 15 κἑξ. 7) τὸ καθ’ ὑπερβολήν, ὁ ὑπερθετικὸς βαθμός, ἐν τοῖς ἐπιθέτοις, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 5. 5. 6· τιθέναι ὑπερβολῇ αὐτόθι 5. 9, 3· καθ’ ὑπ. εἰπεῖν ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 1. 11, 10. ΙΙ. ἡ ὑπέρβασις, διάβασις ὑπεράνω ὀρέων, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 25, Πολύβ. 3. 34, 6, κλπ. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ ἢ πληθυντ., τὸ μέρος ὅπου γίνεται ἡ διάβασις ὄρους, μετὰ γεν., τοῦ ὄρους, τῶν ὀρῶν, ἢ ἄνευ τῆς γεν., αὐτόθι 3. 5, 18., 4. 1, 21., 4. 4, 18, καὶ συχν. παρὰ Πολυβίῳ· αἱ Ἄλπειαι ὑπ. Στράβ. 292· ἡ κατὰ τὸν Αἷμον ὑπ. Διόδ. 19. 73. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.), ἀναβολή, ἀργοπορία, τοῦ κακοῦ Ἡρόδ. 8. 112, πρβλ. Δημ. 235. 10, («ὑπερβολήν: τὴν ἀναβολὴν καὶ ὑπέρθεσιν· ἐν τῷ περὶ Στεφάνου Δημοσθένης» Φώτ.), Πολύβ. 14. 9, 8. IV. ἡ κωνικὴ τομὴ καλουμένη ὑπερβολή, διότι ἡ γωνία ἣν τὸ ἐπίπεδον αὐτῆς σχητατίζει εἶναι μείζων τῆς γωνίας ἣν σχηματίζει τὸ ἐπίπεδον τῆς παραβολῆς, Ἀρχιμήδ.
English (Strong)
from ὑπερβάλλω; a throwing beyond others, i.e. (figuratively) supereminence; adverbially (with εἰς or κατά) pre- eminently: abundance, (far more) exceeding, excellency, more excellent, beyond (out of) measure.
English (Thayer)
(ὑπερεγώ) (Lachmann), equivalent to ὑπέρ ἐγώ (see ὑπέρ, II:2c.): Winer's Grammar, 46 (45).
Greek Monolingual
η, / ὑπερβολή, ΝΜΑ ὑπερβάλλω
1. το να είναι κάτι υπερβολικό, πέρα από το καθορισμένο ή από το ανεκτό όριο (α. «υπερβολή αυστηρότητας» β. «ὑπερβολὴν τῆς ἐπιθυμίας ἔχειν», Ανδοκ.)
2. γραμμ. σχήμα λόγου με το οποίο δηλώνεται κάτι που ξεπερνά κατά πολύ το κανονικό και το συνηθισμένο, με στόχο να δημιουργήσουμε εντύπωση ή να κάνουμε περισσότερο σαφές αυτό που θέλουμε να πούμε, π.χ. «βιτσιά δίνει τ' αλόγου του και πάει σαράντα μίλια»
3. μαθημ. καμπύλη αποτελούμενη από δύο διάκριτους κλάδους εκτεινόμενους στο άπειρο, η οποία είναι γεωμετρικός τόπος τών σημείων ενός επιπέδου τών οποίων η διαφορά αποστάσεων από δύο σταθερά σημεία, ονομαζόμενα εστίες, είναι σταθερή
4. φρ. «καθ' υπερβολήν» — υπερβολικά, υπέρμετρα
νεοελλ.
το να εξογκώνει, να μεγαλοποιεί κανείς τα πράγματα (α. «αυτό που λες είναι υπερβολή» β. «πάντα λέει υπερβολές»)
αρχ.
1. βολή, ρίψη πέρα από κάποιο σημείο («δίσκων ὑπερβολαῖς», Φιλόστρ.)
2. υπέρβαση, πέρασμα πάνω από λόφο ή βουνό («ὑπερβολὴ ὄρους», Πολ.)
3. το μέρος όρους, λόφου, ποταμού από όπου γίνεται η διάβαση, πέρασμα («ἡ κατὰ τὸν Αἶμον ὑπερβολή», Διόδ.)
4. υπεροχή, ισχυρότερη δύναμη («χερῶν ὑπερβολαῖς», Ευρ.)
5. το ανώτατο, το τελευταίο όριο («ταῦτα τάχ' οὐχ ὑπερβολή», Δημοσθ.)
6. αναβολή, αργοπορία
7. το ύψος αστέρα στον ουρανό
8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) ὑπερβολῇ
υπερβαλλόντως, υπερβολικά
9. φρ. α) «ὑπερβολὴ χρημάτων» — υπερβολικά υψηλή τιμή (Ευρ.)
β) «ὑπερβολὴ τοῦ καινοῦσθαι» — υπέρμετρη τάση για πολιτειακές αλλαγές (Θουκ.)
γ) «οὐκ ἔχει τι ὑπερβολήν» — δεν μπορεί να φτάσει λίγο παραπέρα, (Δημοσθ.)
δ) «ὑπερβολὴν ποιῶ τῆς τιμῆς» — υψώνω την τιμή, κάνω αύξηση τιμής (Αριστοτ.)
ε) «ὑπερβολαὶ δωρεῶν» — μεγάλες παροχές (Δημοσθ.)
στ) «εἰς ὑπερβολήν» — υπερβολικά (Ευρ.)
ζ) «καθ' ὑπερβολὴν τοξεύω» — ρίχνω το βέλος πολύ επιδέξια (Σοφ.)
η) «ὑπερβολὴν ποιοῦμαι» — φτάνω στο έσχατο σημείο (Δημοσθ.)
θ) «ἡ ὑπερβολὴ τῆς φιλίας» — το άριστο και ευγενέστατο είδος φιλίας (Αριστοτ.)
ι) «τὸ καθ' ὑπερβολήν» — ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων (Αριστοτ.)
ια) «καθ' ὑπερβολὴν ἐν ἐνδείᾳ εἶναι» — το να βρίσκεται κανείς σε έσχατη ένδεια (Αριστοτ.).
Spanish
Greek Monotonic
ὑπερβολή: ἡ (ὑπερβάλλω),
I. 1. βολή, ρίψη πέρα από το σημείο που έριξαν οι άλλοι, υπερακόντιση, ανωτερότητα, υπεροχή, σε Θουκ.
2. υπέρβαση, υπέρτατος βαθμός ενός πράγματος, σε Πλάτ.· σε ποικίλες φράσεις, χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαι, αγορά σε υπερβολική τιμή, σε Ευρ.· οὐκ ἔχει ὑπερβολήν, δεν μπορεί να πάει παραπέρα, σε Δημ.· εἴ τις ὑπερβολὴ τούτου, αν υπάρχει κάτι πέρα απ' αυτό (χειρότερο απ' αυτό), στον ίδ.· ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι, φθάσιμο στα άκρα, υποβολή ακραίου ζητήματος, στον ίδ.· ακολουθ. από γεν., ὑπερβολὴ ποιεῖσθαι ἐκείνων τῆς αὐτοῦ βδελυρίας, οδήγησε τη δική του παλιανθρωπιά πέρα από τη δική τους, στον ίδ.· ἐπέφερον τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι, την υπερβολική τους τάση για επανάσταση, σε Θουκ.
3. με πρόθ. με επιρρ. σημασία, = ὑπερβαλλόντως, εἰς ὑπερβολήν, υπερβολικά, υπέρμετρα· με γεν., πολύ πέρα, τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, δηλ. πολύ περισσότερο πανούργος, σε Ευρ.· καθ' ὑπερβολὴν τοξεύσας, με υπερβολική, ανυπέρβλητη δεξιότητα, σε Σοφ.· καθ' ὑπερβολήν, υπερβολικά, παράλογα, σε Ισοκρ. κ.λπ.
4. φράση που υπερβαίνει το μέτριο, υπερβολή, στον ίδ., Αριστ.
II. διάβαση βουνών, σε Ξεν.
III. (από τη Μέσ.), αναβολή, αργοπορία, σε Ηρόδ., Δημ.
Middle Liddell
ὑπερβολή, ἡ, ὑπερβάλλω
I. a throwing beyond others: an overshooting, superiority, Thuc.
2. excess, over-great degree of a thing, Plat.; in various phrases, χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαι to buy at an extravagant price, Eur.; οὐκ ἔχει ὑπερβολήν it can go no further, Dem.; εἴ τις ὑπ. τούτου if there's aught beyond (worse than) this, Dem.; ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι to go to all extremities, to put an extreme case, Dem.; foll. by a gen., ὑπ. ποιεῖσθαι ἐκείνων τῆς αὑτοῦ βδελυρίας to carry his own rascality beyond theirs, Dem.; ἐπέφερον τὴν ὑπ. τοῦ καινοῦσθαι pushed on their extravagance in revolutionising, Thuc.
3. with a prep. in Adverbial sense, = ὑπερβαλλόντως, εἰς ὑπερβολήν in excess, exceedingly; c. gen. far beyond, τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπ. πανοῦργος, i. e. far more wicked, Eur.:— καθ' ὑπερβολὴν τοξεύσας with surpassing aim, Soph.; καθ. ὑπ. extravagantly, Isocr., etc.
4. overstrained phrase, hyperbole, Isocr., Arist.
II. a crossing over mountains, Xen.
III. (from Mid.) a deferring, delay, Hdt., Dem.
Chinese
原文音譯:Øperbol» 虛胚而-波累
詞類次數:名詞(8)
原文字根:在上面-投
字義溯源:投出超過別人的,極其優越,更高超的,極,極其,極力,傑出,太重,超越,優越,無比,無比高超;源自(ὑπερβάλλω)=超越),由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(8);羅(1);林前(1);林後(5);加(1)
譯字彙編:
1) 無比(1) 林後4:17;
2) 無比高超(1) 林後12:7;
3) 極力(1) 加1:13;
4) 極其(1) 林後4:17;
5) 超越(1) 林後4:7;
6) 更高超的(1) 林前12:31;
7) 太重(1) 林後1:8;
8) 極了(1) 羅7:13
English (Woodhouse)
excess, extravagance, superiority, going to further lengths, the extreme of
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπερβάλλω → ὑπέρ + βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
exsuperantia, superiority, excellence, 2.45.1, 3.82.3, 6.31.6, [praeterea vulgo moreover in the common texts 7.89.4, ubi nunc deletum. where now deleted]
Translations
exaggeration
Arabic: مُبَالَغَة; Azerbaijani: mübaliğə, böyütmə, şişirtmə; Belarusian: перабольшанне, перавялі́чванне, перабольшванне, перавелічэнне; Bengali: অতিরঞ্জন; Bulgarian: преувеличение; Catalan: exageració; Chinese Mandarin: 誇大, 夸大, 誇張, 夸张; Czech: přehánění; Danish: overdrivelse; Dutch: overdrijving; Estonian: liialdus; Finnish: liioittelu; French: exagération; Galician: esaxeración, exaxeración; Georgian: გაზვიადება, გადამეტება, გადიდება; German: Übertreibung; Greek: υπερβολή; Ancient Greek: ὑπερβολή; Gujarati: અતિશયોક્તિ; Hebrew: הגזמה, ניפוח; Hindi: अतिशयोक्ति; Hungarian: túlzás; Irish: áiféis, áibhéil; Old Irish: spled; Italian: esagerazione; Japanese: 過言, 誇張, 誇大; Kazakh: әсірелеу; Korean: 과장(誇張); Latin: superlatio; Lun Bawang: foot; Macedonian: преувеличување, претерување; Maori: tahuperatanga; Norwegian Bokmål: overdrivelse; Occitan: exageracion; Persian: غلو, گترم; Plautdietsch: Becht; Polish: przesada; Portuguese: exagero; Romanian: exagerare; Russian: преувеличение; Serbo-Croatian Cyrillic: преувеличавање, претеривање; Roman: preuveličavanje, pretiravanje; Slovak: preháňanie; Slovene: pretiravanje; Spanish: exageración; Swedish: överdrift; Telugu: అతిశయోక్తి; Turkish: abartı; Ukrainian: перебі́льшення, перебі́льшування; Volapük: tuükam
excess
Catalan: excés; Chinese Mandarin: 過量/过量, 過剩/过剩; Esperanto: eksceso; Finnish: ylettömyys, kohtuuttomuus, liika, ylimäärä, liika-, ylenpalttisuus, liiallisuus; French: excès; Galician: exceso; Georgian: სიჭარბე, ზედმეტობა, გადამეტება, გადაჭარბება; German: Überfluss; Greek: υπερβολή, πλεονασμός, πλεόνασμα; Ancient Greek: ὑπερβολή, πλεονασμός; Hungarian: többlet, fölösleg, felesleg, túl-; Ido: eceso; Irish: breis, anbharr; Italian: eccesso; Khmer: ចំនួនលើស; Korean: 우수리; Latin: nimium; Malay: lebihan; Maori: tuhene; Norwegian Bokmål: overskudd, eksess; Nynorsk: eksess; Polish: zbytek, nadmiar, nadwyżka; Portuguese: excesso; Romanian: exces, exagerare, abuz; Russian: превышение; Spanish: exceso; Swahili: zaidi; Swedish: överskott; Ukrainian: надмір
superiority
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство