βάπτω

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάπτω Medium diacritics: βάπτω Low diacritics: βάπτω Capitals: ΒΑΠΤΩ
Transliteration A: báptō Transliteration B: baptō Transliteration C: vapto Beta Code: ba/ptw

English (LSJ)

fut. βάψω (ἐμ-) Ar.Pax959: aor.
A ἔβαψα S.Aj.95, etc.:—Med., fut. βάψομαι Ar.Lys.51: aor. ἐβαψάμην Arat.951, AP9.326 (Leon.):—Pass., fut. βᾰφήσομαι LXX Le.11.32, M.Ant.8.51: aor. ἐβάφθην AP6.254 (Myrin.), (ἀπ-) Ar.Fr.416; in Att. generally ἐβάφην [ᾰ] Pl.R. 429e, etc.: pf. βέβαμμαι Hdt.7.67, Ar.Pax1176.
I trans., dip, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν… εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ (so as to temper the red-hot steel) Od.9.392; β. εἰς ὕδωρ Pl.Ti.73e, cf. Emp.100.11; τἄρια θερμῷ Ar.Ec.216; εἰς μέλι, εἰς κηρόν, Arist.HA 605a29, de An.435a2:—Pass., βαπτόμενος σίδηρος iron in process of being tempered, Plu.2.136a; and of coral, become hard, Dsc.5.121 (s.v.l.).
b of slaughter in Trag, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863; ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; S.Aj.95; φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν E.Ph.1578 (lyr.); in later Prose, εἰς τὰ πλευρὰ β. τὴν αἰχμήν D.H.5.15; β. τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXX Le.4.17.
c also, dip in poison, ἔβαψεν ἰούς S.Tr.574; χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα ib.580.
2 dye, ἔβαψεν… ξίφος the sword dyed [the robe] red, A.Ch.1011; β. τὰ κάλλη dye the beautiful cloths, Eup.333; β. ἔρια ὥστ' εἶναι ἁλουργά Pl.R. 429d; εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67; τρίχας βάπτειν AP11.68 (Lucill.): abs. in Med., dye the hair, Men.363.4, Nicol.Com.1.33; glaze earthen vessels, Ath.11.480e; of gilding and silvering, Ps.-Democr.Alch.p.46 B.: Com., βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν dye one in the [red] dye of Sardes, i.e. give him a bloody coxcomb, Ar. Ach.112; but βέβαπται β. Κυζικηνικόν he has been dyed in the dye of Cyzicus, i.e. is an arrant coward, Id.Pax1176 (v. Sch.).
3 draw water by dipping a vessel, ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc. 5.127; ἀρύταιναν… ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος draw water by dipping the bucket, Antiph.25, cf. Thphr. Char.9.8; βάψασα ποντίας ἁλός (sc. τὸ τεῦχος) having dipped it so as to draw water from the sea, E.Hec.610.
4 baptize, Arr.Epict.2.9.20 (Pass.).
II intr., ναῦς ἔβαψεν the ship dipped, sank, E.Or.707; β. εἰς ψυχρὸν [αἱ ἐγχέλυς] Arist.HA592a18; εἰ δ' ὁ μὲν (sc. ἠέλιος) ἀνέφελος βάπτοι ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858 (ῥόον Sch.): c. acc., νῆα… βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν dipping into... Babr.71.2:—also Med., ποταμοῖο ἐβάψατο Arat. 951.
2 βάψας (sc. τὴν κώπην) Ar.Fr.225. (Cf. O Norse kuefia 'dip'.)

Spanish (DGE)

I tr.
1 en v. act. c. ac. sumergir, hundir en un líquido εἰς ὕδατος ... τέρεν δέμας Emp.B 100.11, τἄρια βάπτουσι θερμῷ Ar.Ec.216
abs. μετ' ἐκεῖνο εἰς ὕδωρ βάπτει Pl.Ti.73e, ἐς ὀθόνιον βάπτοντα (un trapo), Hp.Mul.2.196, εἰς κηρὸν βάψειέ τις Arist.de An.435a2
hundir el remo, e.d., navegar βάψας πρὸς ναυτοδίκας Ar.Fr.237
mojar, empapar σπόγγους βάπτοντα Hp.Epid.5.58, ᾗ ... ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας donde la criatura de Lerna, la hidra, mojó sus flechas S.Tr.574, τὸν χόρτον εἰς μέλι βάπτοντες Arist.HA 605a29, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος Eu.Luc.16.24
en v. pas. σιδηρίου βαφέντος ἐς ἔλαιον Hp.Coac.378
en ceremonias rituales βάψει ὁ ἱερεὺς τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXX Le.4.6, δεσμὴν ὑσσώπου ... βάψαντες ἀπὸ τοῦ αἵματος LXX Ex.12.22, ἔβαψεν αὐτὸ (τὸ ἄκρον τοῦ σκήπτρου) εἰς τὸ κηρίον τοῦ μέλιτος LXX 1Re.14.27, βάψεις τὸν ψωμόν σου ἐν τῷ ὄξει LXX Ru.2.14
de un metal sumergir en agua para templarlo templar por inmersión πέλεκυν ... εἰν ὕδατι βάπτῃ Od.9.392
en v. pas. βαπτόμενος σίδηρος hierro templado Plu.2.136a, χαλκὸς ... θερμὸν ὄντα ὑπὸ ὕδατος τούτου βάπτεσθαι λέγουσιν Paus.2.3.3
por anal. clavar, hundir un objeto punzante ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr.863, φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν E.Ph.1578, εἰς τὰ πλευρὰ βάψας τὴν αἰχμήν D.H.5.15, ξίφος βάπτει κατὰ τῆς καρδίας Ach.Tat.1.4.3
fig. ἔβαψας ἔγχος ... πρὸς Ἀργείων στρατῷ has hundido la lanza en el ejército de los argivos S.Ai.95
en v. med. c. ac. βαψάμενα κοίλων ἐντὸς ἄρη λαγόνων AP 7.531 (Antip.).
2 colorear, teñir φᾶρος τόδ' ὡς ἔβαψεν Αἰγίσθου ξίφος A.Ch.1011, χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα S.Tr.580, βάψαι ἔρια Pl.R.429c, ἐάν τέ τις ἄλλα χρώματα βάπτῃ Pl.R.429d, βάπτετε τὰ κάλλη τὰ περίσεμνα τῷ θεῷ Eup.363, τὰς τρίχας ... τινὲς βάπτειν σε λέγουσι AP 11.68 (Lucill.), βάπτουσιν Ἀφροδίτης τὸν πέπλον Ach.Tat.2.11.4
manchar βάπτει τὸ αἷμα τὴν γένυν Ach.Tat.2.11.5, ὁ χαλκὸς πᾶν σῶμα βάπτει Ps.Democr.p.46, με τὰς χεῖρας ἐς τοῦ παιδὸς αἷμα βάψαντα Philostr.VA 8.7 (p.318), ἐρεῦσαι· φοινῖξαι, ἐκ τοῦ ἐρεύθω τὸ βάπτω Sch.Il.18.329
en v. med. c. ac. hacer teñir κροκωτὸν ... ἐγὼ βάψομαι Ar.Lys.51
fig. ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν para que no tenga que teñirte con tinte de Sardes, e.d., si no quieres que te golpee hasta sangrar Ar.Ach.112
en v. pas. ser teñido εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67, ἱμάτιον βεβαμμένον αἵματι Apoc.19.13, βεβαμμένα χλανιδία I.BI 4.563, δοραὶ ... βεβαμμέναι I.AI 3.102, σάγοι Ἀρσινοϊτικοὶ ... βεβαμμένοι Peripl.M.Rubri 8, τἀκ κόκκου βαφθέντα ... θέριστρα AP 6.254 (Myrin.), de cacharros de barro βάπτονται εἰς τὸ δοκεῖν εἶναι ἀργυραῖ Ath.480e, del agua de una fuente οὐδαμῶς βαφήσεται M.Ant.8.51.
3 coger agua hundiendo un objeto en ella λαβοῦσα τεῦχος ... βάψασ' ἔνεγκε δεῦρο ποντίας ἁλός E.Hec.610, μὴ βάπτετε πίνετ' ἀπὸ κρανᾶν Call.Lau.Pall.45, ἁ παῖς ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc.5.127, Ῥυνδακοῦ ποτῶν κρωσσοῖσιν ὀθνείοισι βάψαντας γάνος Lyc.1365.
4 en sent. ritual bautizar en v. act. τὸ μὲν σῶμα ἔβαψεν ὕδατι Cyr.H.Procatech.2
en v. pas. ser bautizado ὁ βεβαμμένος Arr.Epict.2.9.20, βεβάμμεθα ἐν ὕδατι ζωῆς Eu.Fr.Pap.2.43.
II intr.
1 en v. act. sumergirse, mojarse ἐὰν βάπτωσιν εἰς ψυχρόν (αἱ ἐγχέλυς) Arist.HA 592a18, ὁ μὲν ἀνέφελος (ἡέλιος) βάπτῃ ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858
de barcos hundirse ναῦς ... ἔβαψεν E.Or.707, ἰδὼν γεωργὸς νῆα ... βάπτουσαν ... κῦμα Babr.71.2
en v. med.-pas. οἱ πόδες τῶν ἱερέων ... ἐβάφησαν εἰς μέρος τοῦ ὕδατος LXX Io.3.15, ποταμοῖο ἐβάψατο Arat.951.
2 en v. med. teñirse βαπτόμενος βατραχειοῖς tiñéndose de verde rana Ar.Eq.523, ἐβάπτετο δ' αἵματι λίμνη Batr.220, βάψομαι (los cabellos), Men.Fr.303.4, τὸ αἷμα ἔρρει πολὺ ... ὥστε αὐτὰ βάπτεσθαι καὶ ἐρυθρὰ φαίνεσθαι Luc.VH 1.17
mancharse ἐπειδὰν ἐπιστάξῃ ἐπὶ τὰ ἱμάτια, βάπτεται Hp.Mul.2.122
fig. αὐτὸς βέβαπται βάμμα Κυζικηνικόν se queda teñido con un tinte de Cízico e.d. se caga de miedo Ar.Pax 1176.
• Etimología: Quizá de una raíz *gm̥bh-/gembh- ‘profundo’, c. disim. y suf. yod, rel. antiguo nórdico kuefjahundirse en el agua’, cf. βαθύς.

German (Pape)

[Seite 432] aor. pass. ἐβάφην, 1) eintauchen, untertauchen, πέλεκυν εἰν ὕδατι, um es zu härten, Od. 9, 392; σίδηρος βαπτόμενος, gehärtetes Eisen, Plut. de san. tu. 406; Paus. 2, 3, 3; ἀκίδας βελέων Κύπρις ἔβ. Anacr. 27, 5. Auch sonst ἔν τινι; εἰς ὕδωρ Plat. Tim. 73 e. Bei Tragg. oft übertr., ξίφος ἐν σφαγαῖς Aesch. Ch. 1006; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur. Phoen. 1594; ἔγχος πρὸς στρατῷ Soph. Ai. 95; Sp. in Prosa, αἰχμὴν εἰς πλευράς Dion. Hal. 5, 15; – ἰούς, Pfeile in Gift tauchen, Soph. Tr. 571; vgl. Gaetul. 6 (VII, 71). – 2) färben, εἵματα βεβαμμένα Her. 7, 67; ἔρια, χρώματα, Plat. Rep. IV, 429 d u. sonst; βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, s. βάμμα; τρίχας Lucil. 31 (XI, 68), wofür Moer. u. Thom. M. μελαίνεσθαι als att. empfehten; doch s. Men. bei Ath. IV, 166 a; vom Glasiren irdener Gefäße Ath. XI, 480 e. – 3) baden, waschen, Ar. Eccl. 215; so med. βάψομαι Men. Ath. IV, 166 a. – 4) durch Eintauchen füllen, schöpfen, Eur. Hec. 610; Theocr. 5, 127. – Auch, doch selten, intr., ἡ ναῦς ἔβαψεν, das Schiff sank, Eur. Or. 707; ῥόου, in den Strom, Arat. 857.

French (Bailly abrégé)

f. βάψω, ao. ἔβαψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐβάφην, pf. βέβαμμαι;
I. tr. plonger, immerger : εἰν ὕδατι OD dans l'eau ; ἐν σφαγαῖσι β. ξίφος ESCHL plonger une épée dans le corps d'un homme et le tuer ; β. ἔγχος πρὸς Ἀργίων στρατῷ SOPH plonger son épée dans les rangs de l'armée argienne ; particul.
1 plonger (du fer, de l'acier) dans l'eau ; tremper (du fer, de l'acier);
2 teindre ; enduire d'un poison en parl. de traits;
3 plonger pour puiser ; puiser ; β. ποντίας ἁλός EUR plonger (un vase pour puiser de l'eau) dans la mer;
II. intr. se plonger, s'enfoncer dans l'eau en parl. d'un navire ; β. κῦμα BABR s'enfoncer dans les flots en parl. d'un navire.
Étymologie: R. Βαφ, plonger.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάπτω, aor. act. ἔβαψα, aor. pass. ἐβάφη en ἐβάφθη; perf. med. βέβαμμαι; dopen
1. dopen, (onder)dompelen, met acc. en ἐν + dat., εἰς + acc. iets in iets:; πέλεκυν... εἰν ὕδατι β. een bijl in water dopen (van een smid) Od. 9.392; spec. poët. van steekwapens in het gevecht laten zinken (in bloed):; φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν zij liet het zwaard in haar vlees zinken Eur. Phoen. 1578; ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; heb je je lans goed in bloed gedoopt bij het leger van de Grieken? Soph. Ai. 95; spec. van schepen (intrans.) water scheppen, slagzij maken:. ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν een schip waarvan de schoot te strak is aangespannen, maakt slagzij Eur. Or. 707.
2. (door)drenken, nat maken
3. drenken, in bloed:; φᾶρος τόδ (ε)... ἔβαψεν Αἰγίσθου ξίφος het zwaard van Aegisthus doordrenkte dit gewaad (met bloed) Aeschl. Ch. 1011; met dat.. ἱμάτιον βεβαμμένον αἵματι een mantel gedrenkt in bloed NT Apoc. 19.13.
4. verven, kleuren:; εἵματα... βεβαμμένα geverfde kleren Hdt. 7.67; ook med.. κροκωτὸν... βάψομαι ik ga mijn saffraankleurige jurk laten verven Aristoph. Lys. 51.

Russian (Dvoretsky)

βάπτω:
1 погружать, окунать (τι εἴς τι Arst., Plut.);
2 погружать для закалки, закалять (πέλεκυν εἰν ὕδατι ψυχρῷ Hom.; ἀκίδας βελέων Anacr.; σίδηρος βαπτόμενος Plut.);
3 погружать, вонзать (ξίφος ἐν σφαγαῖσι Aesch.; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur.): ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ βάψαι Soph. нанести большой урон аргивскому войску;
4 окунать в краску, красить, окрашивать (ἐβάπτετο αἵματι λίμνη Batr.; εἵματα βεβαμμένα Her.; βάψαι ἔρια Plat.; τρίχας Anth.): κροκωτὸν βάψασθαι Arph. выкраситься в шафрановый цвет;
5 окунать в яд, отравлять (ἱούς Soph.; ἐχιὸναίῳ χόλῳ τι Anth.);
6 полоскать, мыть (τἄρια θερμῷ Arph.);
7 зачерпывать, черпать (ποντίας ἁλός Eur.; τᾷ κάλπιδι κηρία Theocr.);
8 погружаться (εἰς ψυχρόν Arst.);
9 тонуть (ναῦς ἔβαψεν Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: immerse, so as to temper or colour (Od.).
Other forms: Aor. βάψαι
Derivatives: 1. βαφή dipping, temper, dye (Ion.-Att.); 2. βάμμα dye (Pl.); 3. βάψις id (Antiph.). - βαφεύς dyer (Pl.), βαφεῖον (Str.). - βαπτίζω. Metathesis in βιπτάζω (Epich.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Generally considered a yod-present like ON kvefja press down, immerse, choke (OSwed. kvaf n. depth). But in this way the -α- cannot be explained. (βύπτειν βαπτίζειν H. after δύπτειν (s. δύω) or κύπτειν (not zero grade as Schwyzer).

Middle Liddell

[Root !βαφ]
I. trans. to dip in water, Lat. immergere, Od., Plat.:—of slaughter, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος Aesch.; ἔβαψας ἔγχος Soph.; φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν Eur.
2. to dip in poison, ἰούς, χιτῶνα Soph.
3. to dip in dye, to dye, Hdt., Aesch.:—Comic, βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν to dye one in the [red] dye of Sardis, i. e. give him a bloody coxcomb, Ar.
4. to draw water by dipping a vessel, Theocr.; βάψασα ἁλός (sc. τὸ τεῦχος) having dipped it so as to draw water from the sea, Eur.
II. intr., ναῦς ἔβαψεν the ship dipped, sank, Eur.

English (Autenrieth)

dip, Od. 9.392†.

English (Abbott-Smith)

βάπτω, [in LXX chiefly for טבל;]
(a)to dip: Lk 16:24, Jo 13:26 (ἐμβ-, L);
(b)to dip in dye, to dye: Re 19:13 (Rec.; ῥεραντισμένον, WH; περιρεραμμένον, T; ῥεραμμένον, Swete, in l., q.v.). †

English (Strong)

a primary verb; to whelm, i.e. cover wholly with a fluid; in the New Testament only in a qualified or special sense, i.e. (literally) to moisten (a part of one's person), or (by implication) to stain (as with dye): dip.

English (Thayer)

Chaldean בַּר (cf. βαρ Ἰωνᾶ son of Jonah (or Jonas): L T WH Βαριωνᾶ (which see) Barjonah (or Barjonas), as if a surname, like Βαρναβᾶς, etc. (R. V. Baruch -Jonah. Cf. Ἰωνᾶς, 2.)

Greek Monolingual

βάφω και βάφτω (AM βάπτω)
1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» — βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό)
2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνωβάφω το σκεπάρνι», «ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεύς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ»)
3. χρωματίζω, αλλάζω το χρώμα ή βυθίζοντας κάτι σε διαλυμένη χρωστική ουσία ή με επάλειψηβάφω το αυτοκίνητο», «...τα μαλλιά μου» «...τα ρούχα»)
νεοελλ.
Ι. 1. φρ. «τα βάφω» ή «τα βάφω μαύρα»
α) πενθώ
β) ειρων. δεν ενδιαφέρομαι, αδιαφορώ τελείως για κάτι
2. (-ομαι) καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι
αρχ.
1. βυθίζω, μπήγω φονικό όργανο
2. αντλώ νερό ή κρασί με ποτήρι
3. βαφτίζω
4. (για πλοίο) βουλιάζω
ΙΙ. (η μετοχή παρακμ.) βαμμένος, -η, -ο
νεοελλ.
1. μοχθηρός, κακός
2. φανατικός
3. φρ. «την έχουμε βαμμένη» ή «τη βάψαμε» — είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βάπτω ως αρχαίος ενεστώτας με επίθημα -ye / yo- (βαφ-) ταυτίζεται με το αρχ. νορβ. kvefja «βουτώ κάποιον, πνίγω» (< (αρχ, σουηδ.) Kvaf «βάθος», κατά μία δε άποψη ανάγεται στην ίδια ινδοευρ, ρίζα gwmbh- με το βαθύς. Ο τ. βάφω, μεταπλασμένος τ. του βάπτω, από τον αόρ. έβαψα κατά το σχήμα: άλειψα-αλείφω, έγλυψα-γλύφω, έγραψα-γράφω. Το ρ. βάπτω απαντά στην Οδύσσεια και στην Ιωνική-Αττική με τη σημασία του «βυθίζω (κυρίως για βαφή)» (σίδηρο ή ύφασμα), ενώ στους τραγικούς χαρακτηρίζει το ξίφος το βουτηγμένο στο αίμα. Τέλος δε, από τους κλασικούς ήδη χρόνους το βάπτω χρησιμοποιείται κυρίως με την τρέχουσα έννοια του «χρωματίζω».
ΠΑΡ. βάμμα, βαφή, βάψη(-ις)
αρχ.
βάπτης, βαπτός
αρχ.-μσν.
βαπτίζω
νεοελλ.
βαμμένος.
ΣΥΝΘ. αναβάπτω, αποβάπτω, εμβάπτω, μεταβάπτω
αρχ.
επιβάπτω, καταβάπτω, παραβάπτω, προβάπτω, υποβάπτω
νεοελλ.
αιματοβάφω, ξαναβάφω, ξεβάφω, χρυσοβάφω, ψευτοβάφω].

Greek Monotonic

βάπτω: (√ΒΑΦ), μέλ. βάψω· αόρ. αʹ ἔβαψα· Παθ. μέλ. βᾰφήσομαι· Παθ. αόρ. αʹ ἐβάφθην· Παθ. αόρ. βʹ ἐβάφην [ᾰ]· Παθ. παρακ. βέβαμμαι·
I. 1. μτβ., βυθίζω μέσα στο νερό, βουτώ, Λατ. immergere, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· λέγεται για σφαγή, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος, σε Αισχύλ.· ἔβαψας ἔγχος, σε Σοφ.· φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν, σε Ευρ.·
2. βυθίζω στο δηλητήριο, ἰούς, χιτῶνα ἔβαψεν, σε Σοφ.
3. βυθίζω σε βαφή, βάφω, χρωματίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με κωμική σημασία, βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, βάφω κάποιον με την κόκκινη βαφή των Σάρδεων, δηλ. του δίνω ένα «αιματηρό κόσμημα», τον δέρνω μέχρι να ματώσει, σε Αριστοφ.
4. αντλώ νερό μέσω της βύθισης ενός αγγείου σε αυτό, σε Θεόκρ.· βάψασα ἁλὸς (ενν. τὸ τεῦχος), έχοντας βυθίσει αυτό, με αποτέλεσμα να αντλείται νερό από τη θάλασσα, σε Ευρ.
II. αμτβ., ναῦς ἔβαψεν, το πλοίο βυθίστηκε, βούλιαξε, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

βάπτω: μέλλ. Βάψω (ἐμ-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 959: ἀόρ. ἔβαψα Τραγ., κτλ.: - Μέσ. μέλλ. βάψομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 51: ἀόρ. ἐβαψάμην Ἀνθ.: - Παθ. μέλλ. βᾰφήσομαι Ἑβδ., Μ. Ἀντων. 8. 51: ἀόρ. ἐβάφθην (ἀπ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366· παρ’ Ἀττ. Καθόλου, ἐβάφην [ᾰ] Πλάτ., κτλ.: πρκμ. Βέβαμμαι Ἡρόδ., Ἀριστοφ. (Ἐκ √ ΒΑΦ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀορ. βαφῆναι, βαφή, κτλ., οὔσης πιθ. συγγενοῦς τῇ √ ΒΑΘ, βαθύς, ὃ ἴδε). ΙΙ. μεταβ., βυθίζω εἰς τὸ ὕδωρ, «βουτῶ», Λατ. immergere, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν … εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ, ἵνα καταστήσῃ ἰσχυρότερον τὸν χάλυβα αὐτοῦ ἐρυθρὸν ὄντα ἐκ τοῦ πυρός, Ὀδ. Ι. 392· β. εἰς ὕδωρ Πλάτ. Τιμ. 73Ε· εἰς μέλι, εἰς κηρὸν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 26,1, κ. ἀλλ.: οὕτως ἐν τῷ παθ., βαπτόμενος σίδηρος, ἐξ ὑπερθέρμου βυθιζόμενος εἰς ψυχρὸν ὕδωρ, σκληρός, (πρβλ. βαφή), Πλούτ. 2.136Α· καὶ ἐπὶ κοραλλίου, καθίσταμαι σκληρός, Διοσκ. 5.138. β) ἐπὶ σφαγῆς, παρά Τραγ., ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος Αἰσχ. Πρ. 863· ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; Σοφ. Αἴ. 95· φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν Εὐρ. Φοιν. 1577· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, εἰς τὰς πλευρὰς β. τὴν αἰχμὴν Διον. Ἁλ. 5. 15, πρβλ. Ἰώσηπ. Π. Ι. 2. 18, 4. γ) ὡσαύτως, ἐμβάπτω εἰς δηλητήριον, ἔβαψεν ἰοὺς Σοφ. Τρ. 574· χιτῶνα τόνδ’ ἔβαψα αὐτόθι 580. 2) βυθίζω εἰς βαφήν, «βάφω», ἔβαψεν …ξίφος, τὸ ξίφος ἔβαψε [τὴν ἐσθῆτα] ἐρυθράν, Αἰσχ. Χο. 1011· β. τὰ κάλλη, χρωματίζω τὰ ὡραῖα ἐνδύματα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 45· β. ἔρια ὥστε εἶναι ἁλουργὰ Πλάτ. Πολ. 429D· εἵματα βεβαμμένα Ἡρόδ.7. 67· τρίχας βάπτειν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 68· ἀπολ. κατὰ μέσ. τύπ., Βάπτω τὴν κόμην, τὰς τρίχας, μελαίνομαι, Μένανδ. Ὀργ.1, Νικόλ. Ἀδήλ.1. 33, πρβλ. βάπτης· -- ὡσαύτως ἐπὶ τῆς στιλβώσεως τῶν πηλίνων ἀγγείων, Ἀθήν.480Ε. - Κωμικῶς: βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, χρωματίζω τινὰ μὲ τὴν ἐρυθρὰν βαφὴν τῶν Σάρδεων, ὃ ἐ. παρέχω αἱματηρὸν κόσμημα = δέρω μέχρις αἱματώσεως, Ἐλμσλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 112 ἀλλά, βέβαπται β. Κυζικηνικόν, εἶναι κεχρωματισμένος μὲ τὸ χρῶμα τῆς Κυζίκου, εἶναι τέλειος δειλός, γνωστὸς ὡς δειλός, ὁ αὐτ. Εἰρ.1176 (ἴδε Σχόλ.). 3) ἀντλῶ ὕδωρ βυθίζων εἰς αὐτὸ ἀγγεῖον (πρβλ. βαπτίζω 2), ἀνθ’ ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Θεόκρ. 5. 127· ἀρύταιναν ., ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος … ὕδατος, ἀντλῶ ὕδωρ βυθίζων ὀρυταιναν, Ἀντιφ. Ἀλειπτρ. 1, πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 9· βάψασα ποντίας ἁλὸς (ἐνν. τὸ τεῦχος), βυθίσασα αὐτὸ ὥστε νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τῆς θαλάσσης, Εὐρ. Ἑκ. 610· πρβλ. βαπτὸς ΙΙ. ΙΙ. ἀμετ., ναῦς ἔβαψεν, τὸ πλοῖον ἐβυθίσθη, Εὐρ. Ὀρ.707· β. εἰς ψυχρὸν αἱ ἐγχέλυες Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.2, 37 μ. συστοίχ. αἰτ., νῆα … βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν, βυθιζομένην εἰς ταὸ …, Βάβρ. 71. 2, Ἄρατ.858. 2) βάψας πλεῖν (ἐνν. τὰς κώπας) Ἀριστοφ. Ἀποσπ.16.

Frisk Etymology German

βάπτω: {báptō}
Forms: Aor. βάψαι
Grammar: v.
Meaning: tauchen, eintauchen, bes. durch Eintauchen härten, färben (seit Od.).
Derivative: Viele Ableitungen: 1. βαφή das Eintauchen, Stählung, das Färben, Farbe (ion. att.) mit βαφικός zum Färben gehörend, geeignet (Ph., Luk. usw.); 2. βάμμα Farbe, Brühe (Pl., Arist., Nik. u. a.); 3. βάψις Stählung, Färben (Antiph. Soph., Perikt.). — Nomina agentis: βαφεύς Färber (Pl. usw.), wohl zunächst von βαφή, vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς par. 133, mit βαφεῖον Färberei (Str., Pap.); βάπτης m. Eintaucher, Bader (Eup.), auch N. eines Edelsteins (Plin.); fem. βάπτρια (Eup.). — Adj. βαπτικός (Sch. u. a.). — Die erweiterte Verbform βαπτίζω ‘(ein)tauchen, taufen’ (Hp., Pl., hell. u. spät) trat an die Stelle von βάπτω, weil dies fast ausschließlich übertragen = färben benutzt wurde. Davon die spät belegten Nomina: βαπτισμός, βάπτισμα, βάπτισις Taufe, βαπτιστής Täufer. Durch Metathese daraus βιπτάζω (Epich., Sophr.), vgl. Solmsen Unt. 44, Schwyzer 268.
Etymology: βάπτω wird allgemein als altes Jotpräsens mit awno. kvefja niederdrücken, untertauchen, ersticken (wozu aschwed. kvaf n. Tiefe u. a.) gleichgesetzt. Die Nebenform βύπτειν· βαπτίζειν H. wird daher von Schwyzer RhM 81, 202 als eine andere Form der Schwundstufe (vgl. γυνή gegenüber βανά; s. auch zu βῆσσα und βαθύς) beurteilt. Aber abgesehen davon, daß man eher *γύπτειν erwartet hätte, erklärt sich βύπτειν unschwer als eine Neubildung nach δύπτειν (s. δύω) oder vielleicht noch besser nach dem gewöhnlichen und bedeutungsverwandten κύπτειν. — Weitere, sehr unsichere oder entschieden abzulehnende Kombinationen bei Bq, WP. 1, 674, Pok. 465f.
Page 1,218-219

Chinese

原文音譯:b£ptw 巴普拖
詞類次數:動詞(3)
原文字根:浸 相當於: (טָבַל‎)
字義溯源:淹沒*,浸,浸入,濺,蘸。和合本將這浸字在不同的場合中譯為:醮,濺
同源字:1) (βαπτίζω)將人浸沒 2) (βάπτισμα)施浸 3) (βαπτισμός)沐浴 4) (βαπτιστής)施浸的 5) (βάπτω / ῥαίνω)淹沒 6) (ἐμβαπτίζω / ἐμβάπτω)淹入
同義字:1) (βάπτω / ῥαίνω)淹沒 2) (ἐμβαπτίζω / ἐμβάπτω)淹入 3) (λούω)洗 4) (νίπτω)洗淨 5) (πλύνω)投入水中洗
出現次數:總共(3);路(1);約(1);啓(1)
譯字彙編
1) 濺了(1) 啓19:13;
2) 就醮了(1) 約13:26;
3) 蘸點(1) 路16:24

Mantoulidis Etymological

(=βυθίζω στό νερό, στή βαφή, βάφω). Ἀπό ρίζα βαφ + πρόσφυμα τ καί μέ τροπή τοῦ φ σε π → βάφ+τ+ω→ βάπ+τ+ω. Ἴσως ἡ ρίζα βαφ εἶναι συγγενική μέ τή ρίζα βαθ τοῦ βαθύς.
Παράγωγα: βαφή, βαφικός, βαφεύς, βαφεῖον, βάψις, βάψιμος, βάπτης, βαπτέον, βαπτός, βάπτρια, βαπτίζω, βάμμα, ἔμβαμμα (=σάλτσα).

Léxico de magia

sumergir una lámina ἔστιν δὲ ὁ λόγος ὁ λεγόμενος, ὅταν βάψῃς τὴν λάμναν esta es la fórmula que se recita cuando sumerjas la lámina P IV 2179