στηρίζω

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρίζω Medium diacritics: στηρίζω Low diacritics: στηρίζω Capitals: ΣΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: stērízō Transliteration B: stērizō Transliteration C: stirizo Beta Code: sthri/zw

English (LSJ)

E.Hipp.1207, etc.: fut.
A στηρίξω Hp.Morb.4.52 (v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, στηρίσω LXX Si.38.34, Je.17.5, στηριῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: aor. ἐστήριξα Il.4.443, Ep. στήριξα Hes.Th.498; inf. στηρίξαι Od.12.434, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part. στηρίξας Sor.2.57; opt. στηρίξειεν Th.2.49; ἐστήρισα LXX Ge.27.37, App.BC1.98; imper. στηρισάτω AP14.72:—Med., aor. ἐστηριξάμην Il.21.242, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later στηρισάμην LXX Is.59.16, Plu.Eum.11: fut. στηρίξομαι Philostr.VA5.35:—Pass., fut. στηριχθήσομαι Gal.UP9.16: aor. ἐστηρίχθην Tyrt.11.22, Hp.VC3, Gal.15.126: pf. ἐστήριγμαι Hes.Th.779, Hp.Morb.3.3, etc.; inf. ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19: plpf. ἐστήρικτο Il.16.111, Hes.Sc.218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61; σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th.498; βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49; λίθον διορίζοντα ὅρους . . στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769 (Palestine, iii/iv A.D.).
2 support, σίτῳ τινά LXX Ge.27.37; feed up a patient, Gal.19.192; σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish, τὴν ἀρχήν App.BC1.98; τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.
3 Med., ground, establish for oneself, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr.299; πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).
B Pass. and Med., to be firmly set or be firmly fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11; οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc.218; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th.779; ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο E.Ba.1073; στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22; πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete.376b23 (s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι σ. AP7.731 (Leon.); Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9 (Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230,274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu.395b4; λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.
2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου . . στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj.194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι = established or fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.
3 of diseases,= infr. 11.2, μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126, cf. 789,855, Aret.SA1.5.
II Act. intr. in same sense, οὐδέ πῃ εἶχον . . στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον . . Od.12.434; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp.1207: metaph., οὐρανῷ στηρίζον . . κλέος Id.Ba.972; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib.1083, cf. Plu.Sull.6.
2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49; ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33; εἰ . . ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12; cf. στήριξις 2.
3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.
4 metaph., ἐπὶ δόγματος στηρίζειν = hold fast to an opinion, D.L.2.136.

German (Pape)

[Seite 942] fut. στηρίξω, feststellen, feststützen, aufstellen, aufrichten; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, Il. 11, 28, er stellte den Regenbogen im Gewölk auf, λίθον κατὰ χθονός, stellte den Stein auf in der Erde, Hes. Th. 498; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, sie stützte ihr Haupt gegen den Himmel, richtete es gegen den Himmel empor, Il. 4, 443; u. med., οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, erkonnte sich nicht mit den Füßen aufstützen, nicht feststehen, 21, 242, wie auch das act. gebraucht ist, οὐδέ πη εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, Od. 12, 434; οὐδαμῆ ἐστήρικτο, er stand nirgends fest auf, hatte nirgends eine feste Unterlage, Hes. Sc. 218; δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, das Haus ist mit Säulen gegen den Himmel gestützt, Th. 779; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, Unglück drängte sich an Unglück, Il. 16, 111; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, d. i. der zehnte Monat stand am Himmel, H. h. Merc. 11; vom Stillstande der Planeten, Plut. de prot. virt. sent. p. 244; ὅπου μακραίωνι στηρίζει ποτὲ τᾷδ' ἀγωνίῳ σχολᾷ, Soph. Ai. 193, Schol. ὅπου πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας; Eur. im act. intrans., κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον, Hipp. 1207, die sich himmelan erhebende Woge, wie οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος, bis zum Himmel sich erhebender Ruhm, Bacch. 970. auch πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῦ πυρός, 1081, wie im med. oder pass., ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο, 1071, einzeln auch in Prosa, wie Thuc. 2, 49, ὁπότε ἐς τὲν καρδίαν στηρίξαι, sc.πόνος, wenn sich die Krankheit, aufs Herz warf. – Im N.T. = bestätigen, bekräftigen.

French (Bailly abrégé)

f. στηρίξω, ao. ἐστήριξα, pf. inus.
Pass. f. στηριχθήσομαι, ao. ἐστηρίχθην, pf. ἐστήριγμαι, pqp. ἐστηρίγμην;
I. tr. enfoncer solidement, fixer, appuyer : τι ἔν τινι, τι κατά τινος, τί τινι enfoncer, fixer une ch. dans, contre une autre;
II. intr.
1 s'appuyer fortement : ποσίν OD sur ses pieds ; s'arrêter fixe ; οὐρανῷ EUR, πρὸς οὐρανόν PLUT litt. s'appuyer contre le ciel, s'élever jusqu'au ciel;
2 se fixer, rester stationnaire en parl. des corps célestes, d'une maladie;
Moy. στηρίζομαι (f. στηρίξομαι, ao. ἐστηριξάμην) s'appuyer fortement : πόδεσσιν IL sur les pieds ; fig. κακὸν κακῷ ἐστήρικτο IL un malheur succédait à un autre (litt. s'appuyait sur une autre);
NT: établir ; affermir.
Étymologie: R. Στα ; cf. στερεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηρίζω [~ στερέος] aor. ἐστήριξα en ἐστήρισα, ep. στήριξα, pass. ἐστηρίχθην; perf. med. - pass. ἐστήριγμαι, inf. ἐστηρίχθαι; fut. στηρίξω en στηρίζω met acc. vastzetten, doen steunen, drukken; ἅς τε ἐν νεφεϊ στήριξε Κρονίων (regenbogen) die de zoon van Kronos in de wolken heeft vastgezet Il. 11.28; met dat.:; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη (Eris) laat haar hoofd tegen de hemel leunen Il. 4.443; pass.. μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται tussen ons en jullie ligt er een wijde kloof (lett. is er een wijde kloof vastgezet) NT Luc. 16.26. overdr. sterken, standvastig maken:. στήρισον τοὺς ἀδελφούς σου jij moet je broeders sterken NT Luc. 22.32. intrans., meestal med., ook act. zich vastzetten (tegen), steunen (op), (zich) drukken (tegen):; οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι maar hij kon geen stevige steun vinden voor zijn voeten Il. 21.242; vgl. act..; στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον stevige steun vinden voor zijn voeten Od. 12.434; κίοσιν... πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται (het huis van Styx) steunt met zijn zuilen tegen de hemel Hes. Th. 779; στηρίξασθαι τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς hard op zijn hiel terecht komen Hp. Fract. 11; ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ’(α) ἐστηρίζετο (de denneboom) richtte zich rechtop recht de hemel in Eur. Ba. 1073; act..; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριζε φῶς een lichtflits zocht steun tegen de hemel en tegen de aarde (d.w.z. maakte contact met beide) Eur. Ba. 1083; overdr.. κακὸν κακῷ ἐστήρικτο ramp lag gestapeld op ramp Il. 16.111; ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν wanneer (de ziekte) zich vastzette in het hart Thuc. 2.49.3; εἰ … πρός … τὸ ὀστέον καὶ ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος als het projectiel zich heeft vastgezet tegen het bot en (is doorgedrongen) tot in het bot Hp. VC 12.

Russian (Dvoretsky)

στηρίζω: (aor. ἐστήριξα - поздн. ἐστήρισα; pass.: pf. ἐστήριγμαι, ppf. ἐστηρίγμην)
1 укреплять, утверждать, устанавливать (λίθον κατὰ χθονός Hes.; ἴριδας ἐν νέφεϊ Hom.): ἤδη δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο HH уж десятый месяц стоял на небе, т. е. наступил; χάσμα ἐστήρικται NT разверзлась бездна;
2 упирать (κάρη οὐρανῷ Hom.): σ. αὐτὸ αὑτό Arst. опираться на самого себя; στηρίζεσθαι πόδα ἐπὶ γαίης Anth. упираться ногой в землю; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο Hom. беда следовала по пятам за бедой; στηρίζεσθαι κίοσιν πρὸς οὐρανόν Hes. опираться на вздымающиеся до неба колонны; τὸ πρόσωπον αὑτοῦ στηρίξαι NT возыметь желание, решить; σ. σχολᾷ Soph. пребывать в бездействии;
3 устремляться, подниматься: (ἐλάτη) ὀρθὴ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο Eur. сосна, выпрямившись, поднялась к небу; κῦμ᾽ οὐρανῷ στηρίζον Eur. вздымающаяся к небу волна; ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ὁ πόνος) Thuc. когда болезнь достигла сердца;
4 останавливаться, задерживаться: σ. παυσαμένης τῆς πορείας Plut. (ученые говорят, что планеты), прекращая (свое) движение, приостанавливаются;
5 укреплять (духовно), ободрять (τινά NT).

Greek (Liddell-Scott)

στηρίζω: Σοφ. κλπ.· μέλλ. -ίξω. -ίσω, -ιῶἅπαντα παρὰ τοῖς Ἑβδ.·-ἀόρ. ἐστήριξα Ἰλ., Ἐπικ. στήριξα, ἀπαρ. στηρίξαι Ὀδ. Μ. 434, Θουκ. 2.49· μεταγενέστ. ἐστήρισα Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98, στηρισάτω Ἀνθ. Π. 14. 72. - Μέσ., ἀόρ. ἐστηριξάμην Ἰλ., Ἱππ., κλπ., ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. στηριχθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστηρίχθην Τυρταῖ. 8. 22, Ἱππ. 898Β· πρκμ. ἐστήριγμαι Ἡσ. Θ. 779, Ἱππ., κλπ.· ὑπερσ. ἐστήρικτο Ἰλ. Π. 111, Ἡσίοδ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι). Στηρίζω ἀσφαλῶς, στερεώνω, ὑποστηρίζω, τοποθετῶ, ἴριδας ἐν νέφει στήριξε, ἔστησεν ἴριδας εἰς τὸ σύννεφον, Ἰλ. Λ. 28· οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, περὶ τῆς Ἔριδος, Δ. 443· στηρίζειν αὐτὸ αὐτὸ φησι τὸ ἄπειρον (δηλ. ὁ Ἀναξαγόρας) Ἀριστ. Φυσ. 3.5, 17· στ. σήματ’ ἐν οὐρανῷ Ἄρατ. 10· - οὕτω πιθ., λίθον κατὰ χθονός ἐστ., ἔστησε στερεῶς εἰς τὸ ἔδαφος, Ἡσ. Θ. 498· βάσιν ἐστήριξαν Νικ. Ἀποσπ. 2.49. 2) ὑποστηρίζω, ἐνδυναμώνω, σίτῳ τινὰ Ἑβδ. (Γέν. ΚΖ΄, 37)· μεταφορ., ἐνισχύω, στερεώνω, τὴν ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98· τοὺς ἀδελφοὺς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 32, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17. 3) Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., στηρίζω, θεμελιώνω, στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Ὀρφ. Ἀποσπ. 5· πόδα ἐπὶ γαίης Ἀνθ. Π. 14. 72· στηρίξατο κῦμα νήνεμον, καθησύχασε τὸ κῦμα εἰς γαλήνην, αὐτόθι 9. 271. Β. Παθ. καὶ μέσ., στερεῶς τοποθετοῦμαι, ἐμπήγομαι, ἵσταμαι στερεῶς ἢ εὐσταθῶς, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, δηλ. δὲν εἶχε μέρος στερεὸν νὰ στηρίξῃ τοὺς πόδας του, Ἰλ. Φ. 242, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 11· οὐδαμῇ ἐστήρικτο, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 218· δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, ὁ οἶκος ὑψοῦται πρὸς τὸν οὐρανὸν στηριζόμενος ἐπὶ κιόνων, ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 779· οὕτως, ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὴν αἰθέρ’ ἐστηρίξατο Εὐρ. Βάκχ. 1073· στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Τυρταῖ. 7. 32· πρὸς τῇ γῇ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 15· στηρίζεσθαι ἰσχυρῶς τῇ πτέρνῃ, στηρίζω ὅλον μου τὸ βάρος εἰς τὴν πτέρναν πηδῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759, π. Ἄρθρ. 840· ὗβον, ἐφ’ οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα, εἶναι ἐστερεωμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2.1, 24· ἄμπελος κάμακι στ. Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἄρατ. 230, 274, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀκοντίζεσθαι, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 23· - πέτρος ἐστήρικται Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 23· χάσμα μέγα ἐστ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 26· ἐπὶ τόπων ἁπλῶς, κεῖμαι, εὑρίσκομαι, Διον. Π. 204, κτλ. 2) μεταφορ., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, εἶχε στηριχθῇ, ἐπισωρευθῇ, Ἰλ. Π. 111· τί τοι χόλος ἐστήρικται; Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 816· δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, ὁ δέκατος μὴν εἶχε τεθῇ εἰς τὸν οὐρανόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 11· ἐπὶ προσώπου, ὅπου.. στηρίζει ποτέ, ὁπουδήποτε παραμένεις, Σοφ. Αἴ. 195. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, οὐδέ πῃ εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον Ὀδ. Μ. 434 (ὡς τὸ στηρίξασθαι ἐν Ἰλ. Φ. 242, ἴδε ἀνωτ.)· κῦμα οὐρανῷ στηρίζων, ὑψούμενον πρὸς τὸν οὐρανόν, Εὐρ. Ἱππ. 1207· καὶ μεταφορ., κλέος οὐρανῷ στηρίζον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 972, ἴδε Elmsl.· πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς αὐτόθι 1081, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 6. 2) ἐπὶ νόσων, καταλήγω, ἀπολήγω, ἐκφαίνομαι εἴς τι μέλος τοῦ σώματος, καταντῶ που, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ἐξυπακ. ἡ νόσος) Θουκ. 2. 49· ἐνταῦθα στ. ἡ νοῦσος Ἱππ. Ἀφ. 1250· βέλος ὁ αὐτ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 904, κτλ.· πρβλ. στήριξις 2· - ὁ Ἀρετ. (π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5) ἔχει τὸ ῥῆμα ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ἐν τῷ παθητ. 3) ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, παύομαι κινούμενος, «σταματῶ», ἡσυχάζω, Πλούτ. 2. 76D, κτλ. 4) μεταφορ., στ. ἐπὶ δόγματος Διογ. Λ. 2. 136.

English (Autenrieth)

(στερεός), aor. (ἐ)στήριξα, mid. aor. inf. στηρίξασθαι, plup. ἐστήρικτο: set or fix firmly, Il. 11.28, Il. 4.443; intrans. and mid., support oneself or stand firmly, Il. 21.242; κακὸν κακῷ, ‘was piled upon,’ Il. 16.111.

Spanish

fijar, apoyar, fortalecer

English (Strong)

from a presumed derivative of ἵστημι (like στερεός); to set fast, i.e. (literally) to turn resolutely in a certain direction, or (figuratively) to confirm: fix, (e-)stablish, stedfastly set, strengthen.

English (Thayer)

future στηριξω (as in the best Greek writings), and στηρίσω (in Vat., as in στηριῶ, ἐστήριξα, and ἐστήρισα (στήρισον, L T Tr WH; G L T Tr WH, as in WH s Appendix, p. 170); Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. i., p. 372; Buttmann, 36 (32); Kühner, § 343, i., p. 910; (Veitch, under the word)); passive, perfect ἐστηριγμαι; 1st aorist ἐστηρίχθην; (στῆριγξ a support; akin to στερεός, which see, στερρός, and German stärken; cf. Curtius, § 222); from Homer down;
a. to make stable, place firmly, set fast, fix: ἐστήρικται (χάσμα), is fixed, στηρίζω τό πρόσωπον, to set one's face steadfastly, keep the face turned (τοῦ πορεύεσθαι εἰς with an accusative of place, a Hebrew expression (see πρόσωπον, 1b. (and cf. Buttmann, § 140,16 δ.; Winer's Grammar, 33)), to strengthen, make firm; tropically (not so in secular authors) to render constant, confirm, one's mind (A. V. establish): τινα, R G ἐπιστηρίζων); has 1st aorist optative 3rd person singular στηρίξαι); τήν καρδίαν τίνος, τινα ἐν τίνι, ἐπιστηρίζω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.)
2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι
α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α. «στηριγμένο στέγαστρο στη γη με γερές κολόνες» β. «πόδα ἐπὶ γαίης στηρίζεσθαι», Ανθ. Παλ.)
β) διατηρώ την ευστάθεια μου, ισορροπώ χρησιμοποιώντας κάτι ως έρεισμα (α. «στηρίχθηκε στον τοίχο για να μην πέσει» β. «οὐδαμῇ ἐστήρικτο», Ησίοδ.)
νεοελλ.
μτφ. α) βασίζω κάτι σε κάτι άλλο, θεμελιώνω (α. «η κατηγορία του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις» β. «πού στηρίζεις τις υπόνοιές σου;»)
β) παρέχω υλική ή ηθική συμπαράσταση, βοηθώ κάποιον, υποστηρίζω («οι φίλοι του τον στήριξαν πολύ στις δύσκολες ώρες»)
γ) έχω κάτι ως βάση, εδράζομαι πάνω σε κάτι («στηρίζομαι στην τιμιότητά σου»)
αρχ.
1. ενδυναμώνω κάποιον με την παροχή τροφής, τον στυλώνω (α. «σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν», ΠΔ
β. «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου... καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει», ΠΔ)
2. φροντίζω, περιποιούμαι, θεραπεύω κάποιον
3. ενισχύω κάποιον ψυχικώς (α. «στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ΚΔ
β. «καίπερ εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεία», ΚΔ)
4. ακουμπώοὐδέ πη εἶχον... στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον», Ομ. Οδ.)
5. φθάνω («κῡμ' οὐρανῷ στηρίζον» — κύμα που ανυψώνεται και φθάνει ώς τον ουρανό, Ευρ.)
6. (για νόσους) καταλήγω, εκδηλώνομαι ή εγκαθίσταμαι σε ένα σημείο ή όργανο του σώματος (α. «ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν», Θουκ.
β. «ἐνταῡθα στηρίζει ἡ νοῦσος», Ιπποκρ.)
7. (για πλανήτη) σταματώ να κινούμαι («τοὺς... πλανήτας... στηρίζειν λέγουσι παυσαμένης τῆς εἰς τοὔμπροσθεν αὐτῶν πορείας», Πλούτ.)
8. μτφ. α) σταθεροποιώ («στηρίζειν τὴν ἀρχήν», Αππ.)
β) εμμένω σταθερά σε κάτι («ἐπὶ δόγματος στηρίζειν», Διογ. Λαέρ.)
9. παθ. α) κείμαι, βρίσκομαι
β) επισωρεύομαι («κακὸν κακῷ ἐστήρικτο», Ομ. Ιλ.)
γ) παρέρχομαιδέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο», Ύμν. Ερμ.)
δ) ορίζομαι, καθορίζομαι («ὅροι ἐστηριγμένοι», Ήρων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στηρ-ίζω ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ster- «στερεός, σταθερός» (βλ. λ. στερεός). Το ρ. είναι πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός τ. στῆρα
τὰ λίθινα πρόθυρα, που παραδίδει ο Ησύχιος, ενώ η λ. στῆριγξ υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στηρίζω.

Greek Monotonic

στηρίζω: αόρ. αʹ ἐστήριξα, Επικ. στήριξα, μεταγεν. ἐστήρισα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐστηριξάμην· Παθ., αόρ. αʹ ἐστηρίχθην· παρακ. ἐστήριγμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἐστήρικτο (στῆναι
Α. I. 1. σταθεροποιώ, υποστηρίζω, στερεώνω, τοποθετώ, καθιστώ, σε Ομήρ. Ιλ.· λίθον κατὰ χθονὸς ἐστήριξε, έστησε στέρεα την πέτρα στο έδαφος, σε Ησίοδ. — Μέσ., στερεώνω, θεμελιώνω για τον εαυτό μου, σε Ανθ.
2. μεταφ., ενισχύω, στερεώνω, καθιδρύω, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. αμτβ. = Παθ., στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, σε Ομήρ. Οδ.· κῦμα οὐρανῷ στηρίζον, κύμα που υψώνεται ως τον ουρανό, σε Ευρ.· και μεταφ. κλέος οὐρανῷ στηρίζον, στον ίδ.
2. λέγεται για ασθένειες, εγκαθίσταμαι, εμφωλεύω, καταλήγω, απολήγω, γίνομαι φανερός σε συγκεκριμένο μέλος του σώματος, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ενν. ἡ νόσος), σε Θουκ. Β. Παθ. και Μέσ.·
1. είμαι στέρεα τοποθετημένος, μπήγομαι, είμαι σταθερός, ευσταθής, ακλόνητος· στηρίξασθαι, στέκομαι σταθερά, γερά στα πόδια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· δώματα πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, το σπίτι υψώνεται προς τον ουρανό στηριγμένο σε κολόνες, σε Ησίοδ.· ομοίως, ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίξατο, σε Ευρ.
2. μεταφ., ὅπου στηρίζει ποτέ, οπουδήποτε μένεις, παραμένεις, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to support, to establish, to attach; to found, to stand up, to lean on (Democr., E. a.o.)
Other forms: Aor. στηρίξαι, στηρίξασθαι (Il.), also στηρίσαι, στηρίσασθαι (hell. a. late), pass. στηριχθῆναι (Tyrt. etc.), fut. στηρίξω, στηρίξομαι, στηρίσω, στηριῶ, pass. στηριχθήσομαι, perf. midd. ἐστήριγμαι, plusq. ἐστήρικτο (Il.), inf. ἐστηρίσθαι (LXX), act. ἐστήριχα (pap.),
Compounds: Often w. prefix, e.g. ἀντιστηρίζω, ἀποστηρίζω, ἐνστηρίζω, ἐπιστηρίζω.
Derivatives: 1. backformation στῆριγξ, στῆριγγος f. support (Lys., X., D.S. a.o.), like σάλπιγξ (:σαλπίζω), στρόφιγξ, πλάστιγξ a.o. (cf. below). 2. (ἀντιστηρίζω, ἀποστηρίζω, ἐπιστηρίζω, ὑποστηρίζω) στήριγμα n. support (Hp., E. etc.), στηριγμός (ἀντιστηρίζω στηρίζω) m. the supporting, the standing firm, still (Arist., D.H., D.S. a.o.). 4. στήριξις (ἀποστηρίζω στηρίζω) establishment, support (Hp.). 4. στηρικτής m. support (sch.). 5. στηρικτικός standing firm, still (Procl.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Old secondary formation from an unknown basis. As στῆριγξ is clearly a backformation, the only possibility seems στῆρα τὰ λίθινα πρόθυρα H., what is however because of its very specific meaning not very evident; cf. also the PN Στῆρις (Miletus; Bechtel KZ 46, 375). Of old (s. Curtius 213) connected with στερεός a. cogn.; but the details remain unclear. Cf. σκηρίπτομαι.

Middle Liddell

στῆναι
I. to make fast, prop, fix, set, Il.; λίθον κατὰ χθονὸς ἐστ. he set the stone fast in the ground, Hes.:—Mid. to fix for oneself, Anth.
2. metaph. to confirm, establish, NTest.
II. intr. = Pass., στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον Od.; κῦμα οὐρανῶι στηρίζον a wave rising up to heaven, Eur.; and metaph., κλέος οὐρανῶι στηρίζον Eur.
2. of diseases, to fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (sc.νόσος) Thuc.
B. Pass. and Mid. to be firmly set or fixed, to stand fast or steady, στηρίξασθαι to get a firm footing, Il.; δώματα πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven, Hes.; so, ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὴν αἰθέρ' ἐστηρίξατο Eur.
2. metaph., ὅπου στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, Soph.

Frisk Etymology German

στηρίζω: -ομαι (Demokr., E. u.a.),
{stērízō}
Forms: Aor. -ίξαι, -ίξασθαι (seit Il.), auch -ίσαι, -ίσασθαι (hell. u. sp.), Pass. -ιχθῆναι (Tyrt. usw.), Fut. -ίξω, -ίξομαι, -ίσω, -ιῶ, Pass. -ιχθήσομαι, Perf. Med. ἐστήριγμαι, Plusq. ἐστήρικτο (seit Il.), Inf. ἐστηρίσθαι (LXX), Akt. ἐστήριχα (Pap.),
Grammar: v.
Meaning: ‘fest stützen, feststellen, befestigen; sich stützen, sich stemmen, hinlehnen’.
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἀπο-, ἐν-, ἐπι-,
Derivative: Davon 1. Rückbildung στῆριγξ, -ιγγος f. Stütze (Lys., X., D.S. u.a.), wie σάλπιγξ (:-ίζω), στρόφιγξ, πλάστιγξ u.a. (vgl. unten). 2. (ἀντι-, ἀπο-, ἐπι-, ὑπο-) στήριγμα n. Stütze (Hp., E. usw.), -ιγμός (ἀντι- ~) m. das Stützen, Feststehen, Stillstand (Arist., D.H., D.S. u.a.). 4. -ιξις (ἀπο- ~) das Feststellen, Feststellung, Stütze (Hp.). 4. -ικτής m. Stütze (Sch.). 5. -ικτικός ‘fest-, stillstehend' (Prokl.).
Etymology: Alte Sekundärbildung von einem unbekannten Grundwort. Da στῆριγξ offenbar Rückbildung ist, käme als solches nur στῆρα· τὰ λίθινα πρόθυρα H. in Betracht, was indessen wegen der ganz speziellen Bed. wenig einleuchtet; vgl. noch den PN Στῆρις (Milet; Bechtel KZ 46, 375). Seit alters (s. Curtius 213) zu στερεός u. Verw. gezogen; die Einzelheiten bleiben indessen unklar. Vgl. σκηρίπτομαι.
Page 2,796-797

Chinese

原文音譯:sthr⋯zw 士帖里索
詞類次數:動詞(13)
原文字根:站(住) (堅實的) 相當於: (בָּטוּחַ‎ / בָּטַח‎) (סָמַךְ‎) (שׂוּמָה‎ / שִׂים‎)
字義溯源:固定,安穩,確定,扶持,限定,定意,堅固,加強;源自(ἵστημι)*=站)。參讀 (βεβαιόω)同義字
同源字:1) (ἐπιστηρίζω)堅定 2) (στηριγμός)穩定 3) (στηρίζω)固定
出現次數:總共(13);路(3);羅(2);帖前(2);帖後(2);雅(1);彼前(1);彼後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 堅固(6) 羅1:11; 羅16:25; 帖前3:2; 帖後2:17; 彼前5:10; 啓3:2;
2) 要堅固(2) 路22:32; 帖後3:3;
3) 有著⋯限定(1) 路16:26;
4) 已是堅固(1) 彼後1:12;
5) 得以堅固(1) 帖前3:13;
6) 定意(1) 路9:51;
7) 當堅固(1) 雅5:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα στα- τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στηρίζω: στήριγμα, (ἐπι, ὑπο)στήριγμα, στηριγμός, στῆριγξ -ιγγος (=ὑποστήριγμα), στηρικτέον, στηρικτής, στηρικτικός, στηρικτός, ἀστήρικτος, στήριξις, ὑποστήριξις.

Léxico de magia

1 fijar, apoyar como acción de la divinidad αἰνῶ σε, ὁ θεὸς τῶν θεῶν, ... τὴν δὲ γῆν ἑδράσμασιν αἰωνίοις στηρίσας te alabo a ti, el dios de los dioses, el que fijó la tierra sobre bases eternas P IV 1154 2 fortalecer como acción de la divinidad ὁρκίζω σε τὸν στηρίζοντα ἄνθρωπον εἰς ζωήν te conjuro a ti, el que fortalece al hombre para la vida P IV 1558

Lexicon Thucydideum

considere (de morbo), to settle (of disease), 2.49.3.

Translations

support

Arabic: دَعَمَ‎, دَعَّمَ‎; Aromanian: ndrupãscu, ndoapir, aradzim, acumsescu; Belarusian: падтрымліваць, падтрымаць; Bulgarian: подпирам; Catalan: sostenir, recolzar; Chinese Mandarin: 支持; Czech: podpírat; Danish: støtte; Dutch: steunen, ondersteunen; Esperanto: subteni, apogi; Finnish: tukea, kannattaa, pönkittää, kannatella; French: soutenir, supporter; Georgian: მხარდაჭერა, შეშველება; German: unterstützen, stützen, halten, tragen; Greek: ενισχύω; Ancient Greek: ἐρείδω; Hawaiian: hāpai; Hungarian: támaszt, alátámaszt; Ido: apogar; Indonesian: menyangga, menopang; Irish: iompair; Old Irish: fo·loing; Italian: appoggiare, supportare; Japanese: 支える, 支持する; Kabuverdianu: apoia, apoiá; Khmer: គាំ, ទល់, ផ្អប; Kyrgyz: тирөө; Latin: fulcio, tueor, supersum; Lombard: poggia; Malayalam: താങ്ങുക; Maori: tautītī, taunaki; Mongolian: тулах; Old English: wreþian; Polish: wspierać; Portuguese: apoiar; Quechua: q'imiy; Romanian: susține, sprijini, propti; Russian: поддерживать, поддержать; Sanskrit: यच्छति; Spanish: apoyar, sostener, apuntalar; Swedish: stötta, stödja, bära upp; Thai: หนุน; Turkish: destek olmak, desteklemek; Ukrainian: підтримувати, підтримати, піддержувати, піддержати; Vietnamese: chống; Westrobothnian: ståda

prop

Arabic: دَعَمَ‎, عَمَدَ‎, رَفَدَ‎; Bulgarian: подпирам; Czech: opřít, zapřít, podepřít; Finnish: tukea, pönkittää; French: caler, poser, mettre; Galician: estear, escorar; German: unterstützen, halten, stützen, abstützen, aufbocken; Ancient Greek: ἐρείδω; Hungarian: támaszt, kitámaszt, megtámaszt; Ido: apogar; Lushootseed: ʔili, ʔilid; Portuguese: sustentar; Romanian: propti; Ukrainian: підпирати, підперти