χλωρός
English (LSJ)
ά, όν,
A greenish-yellow, pale green, χλωραὶ ῥῶπες Od.16.47; ὄρος.. χλωρόν h.Ap.223; χλωραὶ ἐλάται Pi.Fr.167, E.Ba.38; χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις S.OC673 (lyr.); χλωρὰν ἀν' ὕλην E.Hipp.17; δόνακι χλωρὸν Εὐρώταν Id.Hel.349 (lyr.), cf. S.Ant.1132 (lyr.); also in Prose, σίτου ἔτι χ. ὄντος Th.4.6; τὰ φυόμενα χ. τὸ πρῶτον εἶναι Thphr. Sens. 78; ἡ χλωρά the green plaster, Androm. ap. Gal.13.470; χλωρὸς λίθος = σμάραγδος, PHolm.5.10; of sea-water, Poet. ap. Plu.2.767f(cf. E.Fr. 1084); of other water, AP9.669.3 (Marian.): χλωρά, ἡ, green paint, as a stage-property to represent a river in scenery, Pap. in Eos. 32.30 (v/vi A. D.).
2 yellow, μέλι χ. Il.11.631, Od.10.234; ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον on the yellow sand, S.Aj.1064; ᾠοῦ τὸ χλωρόν = yolk of egg, Zopyr. ap. Orib.14.61.1.
II generally, pale, pallid, χλωρὸς ἀδάμας Hes.Sc.231: most freq.,
2 of persons, pale, χλωρὸς ὑπαὶ δείους Il.10.376, 15.4; χ. Ἀχλύς (personified) Hes.Sc.265; χλωροτέρα.. ποίας ἔμμι Sapph.2.14; hence as an epithet of fear, χλωρὸν δέος Il.7.479, Od.11.43, etc.; χλωρῷ δείματι A.Supp.566 (lyr.), cf. E.Supp.599 (lyr.): in Medic. writers, yellow, biliouslooking, ὀφθαλμοὶ χλωρότεροι v.l. in Hp.VM10; χρῶμα χ. ἴσχειν Id.Prog. 24; σῶμα.. οὔτε χ. ἀλλ' ὑπέρυθρον Th.2.49; also χ. πτύελος, οὖρον, Hp.Prog.14, VM10 (Comp.).
III without regard to colour, green, i.e. fresh, opp. dry, especially of wood, ῥόπαλον.. χλωρὸν ἐλαΐνεον of green olive-wood, Od.9.320, cf. 379; opp. αὖος, Hes.Op.743; τὰ σφόδρα χ. ἄκαυστα Arist.Mete.387a22; χ. ξύλα ib.374a5, al.; of various things, χλωραὶ ἐέρσαι Pi.N.8.40; τυρὸς χλωρός = fresh cheese, Ar.Ra.559, Lys.23.6; of fish, fresh, not salted, Ath.7.309b; of fruit, fresh picked, IG22.1013.23, Dsc.1.113.
2 metaph., fresh, blooming, χλωρόν τε καὶ βλέποντα Trag. ap. Hsch. (perhaps to be read in A.Ag.677 for καὶ ζῶντα καὶ β.); λειμὼν ἄνθεσι (sed fort. ἔρνεσι) θάλλων χλωροῖς E.IA1297 (lyr.); χλωρὸν γόνυ Theoc.14.70; χ. αἷαμα fresh, living, S.Tr.1055, E.Hec.127 (anap.); χ. δάκρυ fresh, bursting tear, E.Med. 906, cf. 922, Hel.1189; χλωρὰ δακρύων ἄχνα S.Tr.847 (lyr.); οἴνου χλωραὶ σταγόνες sparkling, E.Cyc.67 (lyr.).
3 metaph., unripe, χ. καὶ ἄναιμα πράγματα Gorg.Fr.16. (Not contr. fr. χλοερός but cogn. with it and χλόη.)
German (Pape)
[Seite 1360] poet. auch χλοερός u. χλοηρός, – 1) eigtl. von der Farbe der jungen Saat, od. der ersten Keime, blaßgrün, grüngelb; χλωραὶ ῥῶπες Od. 16, 47; χλωρὸν ὄρος h. Apoll. 223; χλοερὸς ὄζος Hes. Sc. 393; auch von der gelben Farbe des Honigs, μέλι χλωρόν Il. 11, 631 Od. 10, 234; – λίβανος, ἐλάται, Pind. frg. 148; χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις Soph. O. C. 679; χλωρά τ' ἀκτὰ πολυστάφυλος Ant. 1120; τὸν δόνακι χλωρὸν Εὐρώταν Eur. Hel. 349; ὕλη Hipp. 17; auch χλωρὸς οἶνος, Eur. Cycl. 67, wahrscheinlich derselbe, der bei Ath. I, 26 c κιῤῥός heißt; σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος, als Zeitbestimmung, Thuc. 4, 6. – Übh. blaß, bleich, farblos, falb; von der Farbe des Stahls, χλωρὸς ἀδάμας Hes. Sc. 231, wie πολιός; bes. χλωρὸν δέος, blasse Furcht, Il. 7, 479 u. öfter, da Furcht bleich macht, Il. 10, 376 ἔστη χλωρὸς ὑπαὶ δείους, wie χλωροὶ ὑπαὶ δείους 15, 4; χλωρῷ δείματι θυμὸν πάλλοντο Aesch. Suppl.; ἀχλὺς χλωρή, farblose Finsternis, Hes. Sc. 265; ὕδωρ Jac. A. P. p. 615; vgl. Sappho 5, 14 in B. A.; χεῦμα Ἀχέροντος Anyte 19 (VII, 486); auch der Sand hat diese Farbe, Soph. Ai. 1043; σῶμα Thuc. 2, 49, in der Krankheit. – 2) ohne Rücksicht auf Farbe, grün, d. i. frisch, im Gegensatz zum Trocknen, Dürren, bes. vom Holze, μοχλὸς χλωρός, ῥόπαλον χλωρόν, Od. 9, 320. 379; Gegensatz αὖος Hes. O. 745; ἐέρσαι Pind. N. 8, 40; sp. D.; von Früchten, dem ξηρός entgegengesetzt, Ath. II, 53; τυρός, frischer Käse, Ar. Ran. 559 Lys. 23, 6; vgl. Phryn. in B. A. 73; eben so vom frischen eingepökelten Fleisch u. von frischen Fischen, Sp., wie Ath. VI, 309. – Die Übertr. des Gorgias χλωρὰ καὶ ἔναιμα πράγματα tadelt Arist. rhet. 3. – 3) übrtr., frisch, jugendlich, blühend, kräftig; χλοερὰ μέλεα Theocr. 27, 66; γόνυ 14, 70; so χλωρὸν αἷμα, jugendliches, frisches Blut, Soph. Trach. 1044; Eur. Hec. 124; auch = zart, weich, δάκρυα Eur. Med. 906. 922 Mel. 1205, zarte Thränen, wenn es nicht wie das homerische θαλερὸν δάκρυ »vollschwellend«, »reichlich« ist; χλωρὰ δάκρυα auch Anyte 18 (VII, 646); χλωρὰν τέγγει δακρύων ἄχναν Soph. Trach. 844.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. d'un vert tendre comme les jeunes pousses, d'où
1 d'un vert clair ou pâle, d'un vert jaunâtre;
2 d'un jaune pâle ou clair;
3 p. ext. pâle en gén., de couleur terne ou grise;
II. vert p. opp. à sec, càd qui a toute sa sève, encore frais : ῥόπαλον χλωρόν OD massue de bois encore vert ; p. ext. frais, récent : τυρὸς χλωρός AR fromage frais ; χλωρὸν αἷμα SOPH sang frais, jeune ; χλωρὸν δάκρυ EUR larme fraîchement versée.
Étymologie: χλόος.
Russian (Dvoretsky)
χλωρός: нестяж. χλοερός 3
1 зеленый (ῥῶπες Hom.; ὄρος HH; ὄζος Hes.; ἐλάται Pind.; ἀκτά Soph.; ὕλη Eur.; χόρτος NT; σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc.);
2 изжелта-зеленый, желтоватый (μέλι Hom.; ψάμαθος Soph.);
3 зеленовато-бледный или изжелта-бледный (ὑπαὶ δείους Hom.; σῶμα Thuc.; ἵππος NT);
4 наводящий бледность (δέος Hom., Sext.; δεῖμα Aesch., Eur.);
5 светлый, блестящий (ἀχλύς, ἀδάμας Hes.; δάκρυ Eur.; ὕδωρ Anth.);
6 свежий (μοχλὸς ἐλάϊνος Hom.; ἔερσαι Pind.; ἄνθεα Eur.; αἷμα Soph.; τυρός Arph., Lys.): γόνυ χλωρόν или χλοερὰ μέλεα Theocr. свежие силы, бодрость, крепость.
Greek (Liddell-Scott)
χλωρός: -ά, -όν, ἀσυναίρετ. χλοερός, ά, όν, ὅπερ ὅμως ἀπαντᾷ μεθ’ Ὅμηρον, (χλόη)· - πρασινοκίτρινος (ὡς εἶναι τὸ χρῶμα τοῦ νέου χόρτου, τῶν νέων φύλλων, τοῦ νεοβλάστου σίτου ἢ του ἀώρου καρποῦ), ὑποπράσινος, πράσινος, χλωραὶ ρῶπες ὀδ. Π. 47· ὄρος.. χλωρὸν Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 223· χλοερὸς ὄζος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 393· χλωραὶ ἐλάται Πινδ. Ἀποσπ. 148, Εὐρ. Βάκχ. 38· χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις Σοφ. Ο. Κ. 673· χλωρὰν ἀν’ ὕλην Εὐρ. Ἱππόλυτ. 17· δόνακι χλωρὸν Εὐρώταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 349, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 1133· χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς Εὐρ. Βάκχ. 866· χλοερὰ στάδια, ῥέεθρα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 497, ἐν Φοιν. 660· - ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Θουκ. 4. 6· τὰ.. ὑπὲρ γῆς χλωρὰ πάντων τῶν φυομένων τὸ πρῶτόν ἐστι Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 27. 2) ὑποκίτρινος, μέλι χλωρὸν Ἰλ. Λ. 631, Ὀδ. Κ. 234· ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον, ἐπὶ τῆς κιτρίνης ἄμμου, Σοφ. Αἴ. 1064. ΙΙ. καθόλου, ἔχων ἀνοικτὸν χρῶμα, χλωρὸς ἀδάμας, ὡς τὸ πολιός, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 231· ἀχλὺς αὐτόθι 265· ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος, Τραγικὸς παρὰ Πλουτ. 2. 767F· ἐπὶ ἄλλου ὕδατος, Ἀνθ. π. 9. 669· - ἀλλὰ συνηθέστατα, 2) ἐπὶ τοῦ χρώματος τῆς ἐπιδερμίδας, κιτρινοπράσινος, ὠχρός, χλωρὸς ὑπαὶ δείους Ἰλ. Κ. 376, Ο. 4· χλωροτέρα.. ποίας ἔμμι Σαπφὼ 2. 14· - ἀκολούθως ὡς ἐπίθ. τοῦ φόβου, χλωρὸν δέος, «χλωροποιόν» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 479, Ὀδ. Λ. 43, κλπ.· χλωρῷ δείματι Αἰσχύλ. Ἰκ. 566· δεῖμα χλοερὸν Εὐρ. Ἰκ. 599· - ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφ., κίτρινος, ὠχρός, ὀφθαλμοὶ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· τὸ χλωρόν = χλωρότης, αὐτόθι· ἐπὶ προσώπων προσβεβλημένων ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 49. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἀσχέτως πρὸς τὸ χρῶμα. χλωρός, δηλ. οὐχὶ ξηρός, πρόσφατος, μάλιστα ἐπὶ ξύλου, ῥόπαλον.., χλωρὸν ἐλαΐνεον, ἐκ χλωροῦ (προσφάτως κοπέντος) ξύλου ἐλαίας, Ὀδ. Ι. 320, πρβλ. 379· περὶ τοῦ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 741 μηδ’… αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν, ἴδε ἐν λ. αὖος· τὰ σφόδρα χλωρὰ ἄκαυστα Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 24, πρβλ. 3. 4, 10· κ. ἀλλ.· - ἀκολούθως ἐπὶ διαφόρων πραγμάτων, χλωραὶ ἐέρσαι Πινδ. Ν. 8. 69· τυρὸς χλωρός, χλωρὸν τυρί, Ἀριστοφ. Βάτρ. 559, πρβλ. Λυσίαν 167. 8· ἐπὶ ἰχθύων, πρόσφατος, οὐχὶ παστός, Ἀθήν. 309Β. 2) μεταφορ., ἀνθηρός, ζωηρός, χλωρός, χλωρόν τε καὶ βλέποντα Τραγ. παρ’ Ἡσυχ., ἔνθα «χλωρόν τε καὶ βλέποντα. ἀντὶ τοῦ ζῶντα· χλωρὸν γόνυ, χλοερὰ μέλεα Θεόκρ. 14. 70, 27, 66 (ἐντεῦθεν τὸ τοῦ Ὀρατίου genua virent)· χλωρὸν αἷμα, πρόσφατον, ζῶν, Σοφ. Τρ. 1055· τὸν Ἀχίλλειον τύμβον στεφανοῦν αἵματι χλωρῷ, «προσφάτῳ, νεαρῷ» (Σχόλ.), Εὐρ Ἐκ. 129· χλωρὸν δάκρυ, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν θαλερὸν δάκρυ, πρόσφατον, ἤδη ἀναβλύζον, Εὐρ. Μήδ. 906, πρβλ. 922, Ἑλ. 1189· οὕτω, χλωρὰ δακρύων ἄχνα Σοφ. Τρ. 848· ὡσαύτως, χλ. οἶνος, ἀφρίζων, Εὐρ. Κύκλ. 67 (ἐκτὸς ἐὰν ληφθῇ ἐνταύθα ἐπὶ τοῦ χρώματος, ὡς τόκιρρός).
English (Autenrieth)
(χλόη): greenish yellow or yellowish green, as honey; δέος, pale fear, Il. 7.479, Od. 11.43, Il. 15.4; then fresh, verdant, Od. 9.379, 320.
English (Slater)
χλωρός fresh χλωραῖς ἐέρσαις (N. 8.40) τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε (χλωρὰν, χεῖρας codd., corr. Tittmann) fr. 122. 3. ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάταισι τυπεὶς οἴχεται Καινεὺς Θρ. 6. 7.
English (Strong)
from the same as Χλόη; greenish, i.e. verdant, dun-colored: green, pale.
English (Thayer)
χλωρά, χλωρόν, from χλόη, tender green grass or grain);
1. green: χόρτος, πᾶν χλωρόν, yellowish, pale: ἵππος, Homer down.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / χλωρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «του δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ.
β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα τών βλαστών
3. (για τυρί) φρέσκος, νωπός
νεοελλ.
1. φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει επίμονα
2. παροιμ. «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» ή «κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό» — δηλώνει ότι, πολλές φορές, μαζί με τους ενόχους τιμωρούνται και αθώοι
αρχ.
1. υποκίτρινος
2. (γενικά) ανοιχτόχρωμος
3. (για επιδερμίδα) ωχρός
4. (για φόβο) αυτός που προξενεί ωχρότητα («τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ἥρειν», Ομ. Ιλ.)
5. πρόσφατος, νεαρός
6. μτφ. α) ανθηρός, ζωηρός, ακμαίος
β) ανώριμος, άκαιρος
7. (κατά τον Ερωτιαν.) «χλωρός
χλωρίασις»
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ χλωρόν
χλομάδα, ωχρότητα
9. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χλωρά
τα φύλλα, τα άνθη και τα φυτά που μόλις έχουν βλαστήσει
10. φρ. α) «χλωρὸς οἶνος» — αφρώδης οίνος (Ευρ.)
β) «χλωρὸς λίθος» — σμαράγδι πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χλωρός συνδέεται με τις λ. χλόη και χόλος / χολή. Επομένως, εντάσσεται και αυτό στην ευρύτατη οικογένεια της ΙΕ ρίζας ghel- «λάμπω, κίτρινος, πράσινος, γαλάζιος» και αντιστοιχεί ακριβώς με τους φρυγικούς τ. γλουρός
χρυσός και γλούρεα
χρύσεα. Ωστόσο, ο ακριβής τρόπος σχηματισμού και ο φωνηεντισμός του επιθ. χλω-ρός (πρβλ. μικρός) παραμένουν δυσερμήνευτοι μολονότι θα μπορούσαν να παραβληθούν με τ. όπως: πλω-τός - πλοFος / πλοῦς - πλέω. Τον ίδιο φωνηεντισμό -ο- εμφανίζει και το αρχ. ισλανδ. glōra «λάμπω». Το επίθ. χλωρός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ανοιχτό πράσινο χρώμα αναφορικά με τη βλάστηση και με τα φυτά (απ' όπου στη συνέχεια, με αναφορά στην πλούσια, ζωηρή βλάστηση, η σημ. «φρέσκος, νωπός, πρόσφατος»), αλλά και το κιτρινωπό, ωχρό χρώμα του άρρωστου ή φοβισμένου ανθρώπου (από όπου και η χρήση του επιθ. ως προσδιορισμού της λ. δέος). Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. χλωρός είχε αρχική σημ. «υγρός, γεμάτος χυμούς», από την οποία προήλθε η σημ. «ζωηρός, νέος, φρέσκος» και στη συνέχεια, υστερογενώς, η σημ. «πράσινος» και οι υπόλοιπες σημ., οι σχετικές με τα χρώματα. Ωστόσο, πέρα από τη σημασιολογική εξέλιξη που μπορεί να δεχθεί κανείς για το επίθ. χλωρός, όλες οι σημ. του επιθ. είναι δυνατόν να έχουν προέλθει από μία αρχική σημ. «λαμπρός» (για τα προβλήματα τα σχετικά με την αρχική σημ. της ρίζας βλ. και λ. χλόη). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το επίθ. χλωρός χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο τεχνικό και επιστημονικό λεξιλόγιο (βλ. και λ. χλωρο-).
ΠΑΡ. χλωρίδα, χλωρικός, χλωρίων (-ας), χλωρότητα
αρχ.
χλωράζω, χλωραίνομαι, χλωρεύς, χλωρηΐς, χλωρῖτις, χλωριῶ
αρχ.-μσν.
χλωρίζω
νεοελλ.
χλωράδα, χλωρασιά, χλώριο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χλωρ(ο)-. (Β' συνθετικό) αείχλωρος, ημίχλωρος, μελίχλωρος, ολόχλωρος
αρχ.
διάχλωρος, έγχλωρος, ερυθρόχλωρος, λευκόχλωρος, μελάγχλωρος, μελανόχλωρος, μιξόχλωρος, πολύχλωρος, πρόχλωρος, υδατόχλωρος, υπόχλωρος
νεοελλ.
άχλωρος, κατάχλωρος, σύχλωρος].
Greek Monotonic
χλωρός: ποιητ. χλοερός, -ά, -όν (χλόη)·
I. 1. πρασινοκίτρινος (όπως χλωρό γρασίδι ή φύλλα), ωχρός πράσινος, ανοιχτός πράσινος, πράσινος, χλοώδης, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος, σε Θουκ.
2. κίτρινος, λέγεται για το μέλι, σε Όμηρ.· ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον, πάνω στην κίτρινη άμμο, σε Σοφ.
II. γενικά, ωχρός, αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα, λευκός, χλωρὸς ὑπαὶ δείους, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα ως επίθ., λέγεται για τον φόβο, χλωρὸν δέος, σε Όμηρ.· κίτρινος, ωχρός, λέγεται για ανθρώπους που έχουν προσβληθεί από λοιμό, σε Θουκ.
III. χωρίς την έννοια του χρώματος, πράσινος, δηλ. φρέσκος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
IV. μεταφ., φρέσκος, ζωντανός, σε Σοφ., Ευρ.· χλωρὸν δάκρυ, όπως θαλερὸν δάκρυ, φρέσκο, πρόσφατο δάκρυ, σε Ευρ.· χλωρὰ μέλεα, φρέσκα, νεανικά βήματα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
χλωρός, ποετ. χλοερός, ή, όν χλόη
I. greenish-yellow (like young grass or leaves), pale-green, light-green, green, grassy, Od., Soph., Eur.; σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc.
2. yellow, of honey, Hom.; ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον on the yellow sand, Soph.
II. generally, pale, pallid, bleached, χλωρὸς ὑπαὶ δείους Il.;—then, as an epithet of fear, χλωρὸν δέος Hom.:— yellow, pallid, of persons affected by the plague, Thuc.
III. without regard to colour, green, i. e. fresh, Od., Ar.
2. metaph. fresh, living, χλωρὸν αἷμα Soph., Eur.; χλωρὸν δάκρυ, like θαλερὸν δάκρυ, the fresh, bursting tear, Eur.; χλ. μέλεα fresh, young limbs, Theocr.
Frisk Etymology German
χλωρός: {khlōrós}
See also: s. χλόη.
Page 2,1106
Chinese
原文音譯:clwrÒj 赫羅羅士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:綠 相當於: (עֵשֶׂב)
字義溯源:青色的,淺綠色的,黃綠色的,暗淡的,灰色的,灰,青,青物;源自(Χλόη)*=綠)
出現次數:總共(4);可(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 青(2) 可6:39; 啓8:7;
2) 青物(1) 啓9:4;
3) 灰(1) 啓6:8
English (Woodhouse)
blooming, hale, pale, vigorous, in one's prime, in the flower of youth, of cheese, pale of complexion, pale of face
Mantoulidis Etymological
(=πράσινος). Ἀντί χλοερός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χλόη.